Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 258
  • Total: 258

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ξεκίνησε από Anonymous, Αυγούστου 10, 2005, 12:00:50 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...

...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε-
ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα
βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-
λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.

Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω-
νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα
της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,
ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-
θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-
ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.
Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη
σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,
ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες
στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν
είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που
διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της
πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει
την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.

(Προσανατολισμοί , 1941)[/b][/color]

blue-roses

Μαρία Νεφέλη ( Απόσπασμα)

Μ.Ν.

Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στά σκοτεινά

σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά

κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα

τα νύχια μου τα μώβ σαν τα κυκλάμινα.

Α.

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιό θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιό νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή τ' ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν.

Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε "θυμάσαι;" Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πώς να το πω ]

blue-roses

Ήλιος ο πρώτος  (απόσπασμα)


ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ

ΜΑΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ

ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ.

 

Ι.

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου

Στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.

Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί

Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται

Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά μου Βράχια

Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο

Της σωστής μου καρδιάς]

blue-roses

Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό
 

Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ

 

Συχνά,στήν Κοίμηση του Δειλινού,η ψυχή της έπαιρνε
αντίκρυ απ’τα βουνά μιάν αλαφράδα,μ’όλο που η
μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη

Ομως,όταν σκοτεινιάζε καλά κι έβγαινε του παπά το
χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών,Εκείνη

Μόνη της.Όρθια,με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια
- το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του
καπνού απο τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπαση
αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία !

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ενα
θρόισμα,κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων
κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια,σαν παράξενα
ζώδια,τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν.
Και μια

Καθαρότη απίστευτη άφηνε,σε μέγα βάθος μέσα της,
το αληθινό τοπίο να φανεί,

Οπου,σιμά στον ποταμό,παλεύανε τον Αγγελο
οι μαύροι άνθρωποι,δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται
η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς,αλλιώς,το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της,ένιωθες,εξεχείλιζε
την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με
τα πελώρια,σαν παλιάς Ιεροδούλου,ζυγωματικά,

Τεντωμένα στ’ακρότατα σημεία
του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.

" Μακριά απο τη λοιμική της πολιτείας,ονειρεύτηκα
στο πλάι της μιάν ερημιά,όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα
και όπου το μόνο φως να’ναι απο την πυρά
που κατατρώγει ολα μου τα υπάρχοντα.

Ώμο τον ώμο οι δυό μαζί ν’αντέχουμε το βάρος
απο τα μελλούμενα,ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά
και στην συμβασιλεία των άστρων,

Σα να μην κάτεχα,ο αγράμματος,πως είναι κεί ακριβώς,
μέσα στην άκρα σιγαλιά
που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι

Και πως,αφ’ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός
τα στέρνα η μοναξιά,σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!"




Η ΑΥΤΟΨΙΑ

Λοιπόν,ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να’χει σταλάξει
στα φύλλα της καρδιάς του.

Κι απο τις τόσες φορές οπου ξαγρύπνησε,σιμά στο κηροπήγιο,
καρτερώντας τα χαράματα,μια πυράδα
παράξενη του’χε αρπάξει τα σωθικά.

Λίγο πιο κάτω απο το δέρμα,η κυανωπή γραμμή
του ορίζοντα έντονα χρωματισμένη.Και άφθονα ίχνη
γλαυκού μέσα στο αίμα.

Οι φωνές των πουλιών,που’χε σ’ώρες μεγάλης μοναξιάς
αποστηθίσει,φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,
τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει
σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,

Που τ’αντίκρισε- είναι φανερό-στη στάση
την τρομαχτική του αθώου.Ανοιχτά,περήφανα τα μάτια του,
κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πανω
στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Στόν εγκέφαλο τίποτε,πάρεξ μιά ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και μονάχα στην κόγχη απο τ’αριστερό του αυτί,λίγη,
λεπτή,ψιλούτσικη άμμο,καθώς μέσα στα όστρακα.
Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι
στην θάλασσα,κατάμονος,με το μαράζι του έρωτα
και τη βοή του ανέμου.

Όσο γι’αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,
δείχνουν ότι στ’αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,
κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκα

Θά’χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος




Α. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ


Μυρίζουν ακόμη λιβανιά,κι έχουν την όψη καμένη απο
το πέρασμα τους στά Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το’Ασάλευτο

Μπρούμυτα,σ’ένα χώμα που κι η πιό μικρή ανεμώνα
του θα’φτανε να πικράνει τον αέρα του Αδη

( Το’να χέρι μπρός,έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί
απ’το μέλλον,τ’άλλο κάτω απ’την έρμη κεφαλή,
στραμένη με το πλάι

Σα να θωρεί στερνή φορά,μέσα στα μάτια ενός
ξεκοιλιασμένου αλόγου,σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας )

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.Η φτερούγα η μιά
η πιό κόκκινη,κάλυψε τον κόσμο,την ώρα που η άλλη
αβρή,σάλευε κιόλας μές στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη,αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο
να χαράζετα,μέσα στη μελανάδα τ’ουρανού

Ήλιος νέος,αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών
απο το ζωντανό τριφύλλι,όμως πρίν κάν πετάξει
αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

Κι απαρχής κοιλάδες, Ορη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε,απαράλλαχτη
και αναστραμμένη,να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα
με θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε
η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας
αναιρούσανε τα βήματά τους,

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ανοιχτά
για πάντα,κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα,κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες
να ευφρανθούν τον πηλό
των σπλάχνων τους και το αίμα





Β. Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)


Η παραλλαγή είναι όμοια μέχρι τον στίχο
"Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου !"


Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους
με το μάτι εγύριζαν τις εποχές,ν’αποδώσουν στα
πράγματα το αληθινό τους όνομα

Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια,ούτε μια ηχώ
μονάχα το μένος της αθωότητας που ολοένα
δυνάμωνε τους καταρράχτες...

Μια σταγόνα καθαρού νερού,σθεναρή πάνω απ΄τα
βάραθρα,την έιπανε ’ Αρετή και της έδωσαν
ενα λιγνό αγορίστικο σώμα.

Όλα μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
σκληρά στα μέρη όπου η γη απο άγνοια σήπονταν
κι είχαν οι άνθρωποι ενεξήγητα μελανουργήσει,

Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά
στην αγκαλιά του Όρους,καθώς μέσα στα μαλλιαρά
στήθη του Αντρός.

Και η άχνα που ανεβαίνει απ’τις κοιλάδες,έχουν
να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός,μα η νοσταλγία
που ξεθυμαίνει απο τις χαραμάδες
του ύπνου των ΓΕΝΝΑΙΩΝ.





ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ


Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε,
που η λάμψη μου
επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώτα μέσα στην τέλεια σύνταξη
της πέτρας και του αιθέρος,

Λοιπόν,αυτός που γύρευα,ε ί μ α ι.

Ώ λινό καλοκαίρι,συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε,

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα των αφρόνων μ’ενα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.





ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
                     ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ


Μονμιάς,η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγιών της]ΚΙ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟ Η ΑΓΝΟΤΗΤΑ[/u]

Όμορφη,κι απ’των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη,
κάτω απ’τον σημαφόρο του ήλιου,η Κόρη
του Ευθυδίκου δάκρυζε

Που μ’έβλεπε να περπατώ,πάλι μέσα στον κόσμο
αωτόν,δίχως Θεούς,αλλά βαρύς απ’ότι,ζώντας,
αφαιρούσα του θανάτου.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγιών της: Μεσημέρι.




Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ

Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη,και με
χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις
τοίχους του μέλλοντος μου.

Η ασέλγεια,είπα,είναι καιρός ν’αρχίσει τώρα το
ιερατικό της στάδιο,και σε μιά Μονή Φωτός
ν’ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο
συννεφάκι πάνω απο τ’ακρότατο δέντρο της γης.

Κείνα που μόνος μόχθησα να βρώ,για να κρατήσω το
ύφος μου μέσα στην καταφρόνια,θα’ρθουν...
απο το δυνατό του ευκάλυπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας
να σωθούν στην ασκητείας μου την Κιβωτό.

Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι,κι
απ’τα πουλιά το μόνο που μ’άφηκαν,το σπουργίτι,
κι απο το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο,δυο,καν τρία,
λόγια: ψ ω μ ί, κ α η μ ό ς, α γ ά π η. . .

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο,κι
απ΄το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,και
δεν αφήσατε μήτε τόση δα φωνούλα καθαρού
νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου,
Εγώ που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης,
ώ Καιροί,δε συγχωρώ.)

Κι όταν,ο ένας του άλλου τρώγωντας τα σπλάχνα,
λιγοστέψει ο άνθρωπος,κι απο τη μια στην άλλη
Γενεά,κυλώντας το Κακό,αποθηριωθεί μές
στο παντερειπωτικό ουράνιο.

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια,πάνω απο τη σκουριά
του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας,θα πάν
να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ανοίξουν,
ενα ενα στα χείλη του νερού να τρίξουν
τα λόγια τα πικρά,
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ώσαν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου,
η άγια των ηδονών ημέρα να μυρίσει

Και γυμνή ν’ανέβει το ρεύμα του Καιρού
η Γυναίκα η Χλοοφόρος

Που μ’αργότης ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα,
μια για πάντα θα στείλει το πουλί

Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο,απο και που
έσφαλε ο Θεός,να στάξει

Τρίλια της Παράδεισος !

blue-roses

ΕΠΕΤΕΙΟΣ (από τους ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥΣ )

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ στο σημάδι ετούτο που παλεύει.

Πάντα κοντά στη θάλασσα νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος με στήθος προς τον άνεμο που να πηγαίνει ένας άνθρωπο

λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες στιγμές του, με νερά τα οράματα της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του.

Ζωή παιδιού που γίνεται άντρας πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται  η σκιά ενός γλάρου. Έφερα τη ζωή μου ως εδώ άσπρο μέτρημα γαλανό άθροισμα λίγα δέντρα και λίγα βρεγμένα χαλίκια δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδεύουν ένα μέτωπο.

Ποιο μέτωπο κλαιν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς δεν είναι ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο ν’ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη.

Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας όνομα πιο γλαυκό μες’ στον ορίζοντα τους λίγα χρόνια λίγα κύματα κωπηλασία ευαίσθητη στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει --- Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους.

Πιο κοντά στο φως υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα --- Μα εδώ στο ανήμερο τοπίο που χάνεται σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη μαδά η επιτυχία στόβιλοι φτερών και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα πέλματα, χώμα καμένο για ίλιγγο ηφαίστειο νεκρό.

΄Έφερα τη ζωή μου ως εδώ πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο πιο πέρα απ’ τα νησιά πιο χαμηλά απ’ το κύμα, γειτονιά στις άγκυρες --- Όταν περνάν καρίνες σχίζοντας με πάθος ένα καινούργιο εμπόδιο και το νικάνε και μ’ όλα τα δελφίνια της αύγαζ’ η ελπίδα κέρδος του ήλιου σε μη ανθρώπινη καρδιά --- Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε μια μορφή από αλάτι λαξεμένη με κόπο αδιάφορη άσπρη που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της στηρίζοντας το άπειρο.

blue-roses

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ

            Ι

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.

II

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του — εκεί.

            III

 Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
 Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

 Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

            IV

Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.

           V

Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

            VI

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

            VII

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
 Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.

blue-roses

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

                               ΩΡΙΩΝ

                                   α'

Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

                                    β'

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί

Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους
Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας
Ο αυτούσιος πηγαιμός;

                                   γ΄

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

                                  δ'

Εικόνα ω! αναλλοίωτη
Φωτοχυσία

Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια
Που προσεγγίζει την ελπίδα μας
Προς την αταραξία

Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

Είσαι παντού Μοιράζεσαι
Τις σκοτεινές μας άρπες
ʼϋλο περίβλημα.

                                   ε΄

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Πιο ψηλά
Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της
Θρονιάζεται η Γαλήνη

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Ξαναγεννάει αισθήματα.

                                  ς'

Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Όχθη των ελαφρών σκιών
Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα
Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν
Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας
Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!

                               ζ'
 Νοητή λάμψη
Κυανό διάστημα
Κάθαρση της ψυχής!
Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος
Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης
Καθαρό πάλλεται
Το καινούριο μας όνειρο
Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι
 Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός
 Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

blue-roses

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

                                        Les temps est si clair que
                                         je tremble qu'il ne finisse...
                                            ANDRE BRETON

                                        Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

                                                       α΄

Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες  των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τί θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τί θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και θα κλέψει τη γεύση του βυθού

Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου

Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός- η αθανασία φαίνεται ήρθε.

                                                     β'

Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται

Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.

Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή
Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους
Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης

Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών
Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!

                                                      γ΄

Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντηση
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει]

blue-roses

ADAGIO

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο
που πλέει στο διπλανό φεγγάρι.Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο
μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα.
Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και
θ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
'Aγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρομούν
πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες
που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δέντρα.
Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη.
Δέ θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την
πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η
καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία.
Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

blue-roses

ΒΑΘΟΣ

Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί
την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την
άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει
από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!
Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα
στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να
μπει πεισματικά στη φύση...
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα
πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον
αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσουμε
μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης
στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα
που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που
αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε
άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θά 'πρεπε να σφίξουν στην
αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

blue-roses

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα
Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου
Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα
Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού
Πες μου από που ξεκίνησε η αιωνιότητα
Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς
Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας

Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος
Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα
Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός
Που είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν
Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών
Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα
Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές
Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης

Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες
Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος
Οι άνθρωποι προχωρήσανε
Γεμάτοι οδύνη και όνειρο
Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο
Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη
Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών
Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου

Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους

Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας
Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο
Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς
Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης
Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!

blue-roses

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!

Ω τι ωραία που είσαι
Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα πού πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες

Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου
Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής
Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι
Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!  

blue-roses

(ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ)

      ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά
κατέβαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο

Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε     ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο

Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια
κι οι γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια  πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της
το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα
να τα προφτάσουν  Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει     αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε    
στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.

blue-roses

(ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ)

 Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά
να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό
και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες    
Όμως τιποτα κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά    
χρησμολογούσε και σισύριζε     με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια    
Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε    
Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

Όπου απάνου κει  από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη  φάνηκε    
 να κερδίζει σε ύψος  κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα
χούγια των πουλιών στο σείσιμό της  η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς
κι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντιστα-
θεί ο αέρας  κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαι-
νε ως το βλέφαρο να πεταρίσει

Οι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό    
κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω  μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών
κι όλο το μέσα μέρος  με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης    
Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί
κι άγρια βουνίσια γιάμπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί    
Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.

blue-roses


                                     ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ

Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια
Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια

Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια     κομματάκια θάλασσας
Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι

Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο
Είδαμε να τινάζονται  βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά  μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα

Είναι αυτός που νικούσε     και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που
Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.

258 Επισκέπτες, 0 Χρήστες