Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 573
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

Ο κατάδικος του Σιγκ Σιγκ. Αληθινή ιστορία.

Ξεκίνησε από aiollus, Μάρτιος 01, 2006, 06:41:12 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

aiollus

Ο κατάδικος του Σιγκ Σιγκ. Αληθινή ιστορία.

Παραθέτω ένα Μανιάτικο Ηθογραφικό Αφήγημα του καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Απόστολου Δασκαλάκη, που δημοσιεύτηκε στη διμηνιαία επιθεώρηση του Συνδέσμου Λακεδαιμονίων Αττικής «ΛΑΚΩΝΙΚΑ», Έτος Ε’, Τ.30 Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1968.
Ελπίζω να μη γίνομαι κουραστικός.
Διαβάστε το, αξίζει τον κόπο νομίζω...

Ήταν Γενάρης του 1945 και - βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Έκαμα επίσκεψη στην ελληνοαμερικανική εφημερίδα «Ατλαντίς», που από πολλά χρόνια ήμουν συνεργάτης της στην Αθήνα. Ο φίλος μου διευθυντής της Σόλων Βλαστός μου μιλούσε και σύγχρονα άνοιγε ένα σωρό επιστολές, που είχαν ρίξει επάνω στο γραφείο του, έριχνε μια βιαστική ματιά και ξεχώριζε όσες θα τον ενδιέφεραν προσωπικά. Για μια στιγμή διέκοψε τη συνομιλία μας και κρατώντας στα χέρια του ένα φάκελο φώναξε:
- Χμ... μας ήρθε πάλι το γράμμα από τον πατριώτη σου, το Μανιάτη, κατάδικο των φυλακών του Σίγκ - Σίγκ. Εδώ και τριάντα χρόνια τώρα μας στέλνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή ένα γράμμα το ίδιο κι’ απαράλλαχτο, το έχουμε μάθει όλοι άπ' έξω. Διάβασέ το.
Πήρα το γράμμα με τη στάμπα της φυλακής, το άνοιξα κι’ άρχισα να διαβάζω με μεγάλη δυσκολία, γιατί ήταν πολύ κακογραμμένο, γεμάτο ανορθογραφίες και ασυνταξίες, φαινόταν πως ήταν γραμμένο από άνθρωπο που είχε μάθει στο χωριό του λίγα κολυβογράμματα κι’ είχε μείνει μ' αυτά στη ζωή του. Κι' έγραφε... μανιάτικα ο κατάδικος του Σίγκ-Σίγκ:
«Κύριο διαφθεντή της Ατλαντίς. Είμαι κατάδικος ετούτης της φυλακής από πολλά χρόνια, δεν έχου κανένα ο άμιρος να μιλήσου ελληνικά και για μόνη μου παρηγοριά έχου την ελληνική εφημερίδα που μου στέλνετε, μ’ αυτή περνώ την ώρα μου μαθένοντας όλα τα ελληνικά νέα και μ’ αυτή θα πεθάνω εδώ μέσα σαν Έλληνας. Μα σου χρωστώ τόσα χρόνια συνδρρομές. Έχω χρήματα γιατί εργάζομαι στης φυλακές σκληρά τριανταπέντε χρόνια. Μα δεν μου δίνουν, μου λένε πως θα μου τα δώσουν όταν θα βγω από δω μέσα, κι’ αν πεθάνω εδώ θα τα στείλουν σ’ όποιον γράψω κληρονόμο μου. Το λοιπόν αν βγω ζωντανός θα περάσω στη Νέα Υόρκη να σου πλερώσω όλο το χρέος μου. Αν βγω πεθαμένος, έχω αφήσει διαθήκη να σου στείλουνε όσα σου χρωστώ. Μη με ξεχάσης κύριε διαφθεντή και τούτη τη χρονιά να μου στείλης την εφημερίδα, αυτή με κρατά ακόμα στη βασανισμένη ζωή μου. Σ’ ευχαριστώ και σε χαιρετώ. Γιάννης Κουτρουμάκος
- Ένα τέτοιο γράμμα, μου είπε ο Σόλων Βλαστός, έλαβε για πρώτη φορά ο θείος μου, Ιδρυτής της «Ατλαντίδος» εδώ και τριάντα χρόνια. Συγκινήθηκε πολύ και τον έγραψε συνδρομητή δωρεάν για ένα χρόνο. Τον άλλο χρόνο ξανάλαβε το γράμμα κι’ έγινε το ίδιο, κι' όλα τα κατοπινά χρόνια το ίδιο. Τηρώντας την επιθυμία του μακαρίτη θείου μου του στέλνουμε τακτικά την «Ατλαντίδα» και θα του τη στέλνουμε ως την εποχή πού δεν θα λάβουμε το γράμμα του, γιατί αυτό θα πή πώς δεν χρειάζεται πια... Ξέρεις, οι κατάδικοι του Σίγκ - Σίγκ δε βγαίνουν ούτε πεθαμένοι, γιατί τους θάβουν εκεί μέσα.
- Μα, παρατήρησα, μπορεί να είναι και κανένας απατεώνας και σας γράφει έτσι για να σας συγκίνηση και να έχη την εφημερίδα χωρίς πληρωμή.
- Αδύνατον. Τα γράμματά του έχουν την σφραγίδα των φυλακών, κι' απ’ τις φυλακές αυτές δεν βγαίνει γράμμα αν δε διαβαστή και ελεχθή η αλήθεια του. Σίγουρα θάχουν και κάποιον Έλληνα λογοκριτή.
- Μα τότε θα 'ξιζε να μαθαίναμε την Ιστορία αυτού του δυστυχισμένου Μανιάτη κατάδικου των φυλακών του Σίγκ - Σίγκ. Τριανταπέντε χρόνια κλεισμένος σ' αυτές τις φοβερές φυλακές και διαβάζει αδιάκοπα την «Ατλαντίδα» για μόνη παρηγοριά του! Τι λες, δε γράφομε στο διευθυντή των φυλακών να μάθωμε τα καθέκαστα;
- Καλή ιδέα, το 'χα σκεφτή κι’ εγώ. Θα γράψω επίσημα σα διευθυντής εφημερίδος. Ξέρεις εδώ παίρνουνε πολύ στα σοβαρά τις εφημερίδες κι’ απαντούν πρόθυμα.
Χωρίς καθυστέρησι, έδωσε εντολή να γραφή το γράμμα στο Διευθυντή των φυλακών του Σίγκ - Σίγκ, που στάληκε αμέσως. Ύστερα από δέκα μέρες, έφτασε η απάντηση. Ο διευθυντής των φυλακών μας πληροφορούσε πως ο Τζών Κουτρουμάκος καταδικάσθηκε στα 1910 σε θάνατο για φόνο ενός Αμερικανού με πρόθεσι ληστείας. Μα η ληστεία δεν αποδείχθηκε σταθερά κι’ έπειτα η πολύ νεαρή ηλικία του φονιά - ήταν τότε δεκαεφτά χρονών - οδηγούσε σ' αμφιβολίες. Γι’ αυτό μετάτρεψαν την ποινή σε ισόβια δεσμά. Δεν έδωσε ποτέ αφορμή για τίποτε στη φυλακή. Εργαζόταν ήσυχα και μετά την εργασία του περνούσε την ώρα του διαβάζοντας την ελληνικήν εφημερίδα του. Τα τελευταία του χρόνια, τούχουν εμπιστοσύνη, τον αφίνουν μέρα - νύχτα ελεύθερο να κυκλοφορή όπου θέλει μέσα στον περίβολο των φυλακών, ποτέ δεν πείραξε κανένα, ποτέ δεν δοκίμασε ν' αποδράση. Ο διευθυντής των φυλακών ήταν πρόθυμος να κάμη πρόταση για απελευθέρωσή του. Μα έπρεπε να πάρη την υπόθεσι ένας δικηγόρος, να μελετήση το φάκελλο, να κάμη την αναφορά. Ίσως ο διευθυντής της «Ατλαντίδος» θα μπορούσε να βοηθήση.
- Γράφω, μου λέει ο Βλαστός, στον αντιπρόσωπό μας κοντινής πόλης, να αναθέση την υπόθεση μ' έξοδα της «Ατλαντίδος» σ' ένα καλό φίλο μας ελληναμερικανό δικηγόρο και να την παρακολουθήση.
Λίγες μέρες αργότερα γύρισα στην Ελλάδα κι' η υπόθεση αυτή έφυγε όλως διόλου από το νου μου. Ύστερα από ένα χρόνο ξαναβρέθηκα στην Αμερική και μιλούσα πάλι με το Βλαστό στα γραφεία της «Ατλαντίδος».
- Ήρθες, μου 'πε, στην ώρα. Ξέρεις ποιος είναι αυτός πού περιμένει να μπη μέσα ; Είναι ο θανατοποινίτης Μανιάτης των φυλακών του Σίγκ - Σίγκ. Θυμάστε το γράμμα του και τις ενέργειές μας. Ο δικηγόρος μας τα κατάφερε να τον ελευθερώση. Ήρθε να μου πληρώση το χρέος του για την «Ατλαντίδα» που του στέλναμε τριάντα χρόνια. Δεν δεχτήκαμε πληρωμή, κι' από τότε έρχεται κάθε μέρα και περνά τις ώρες του μιλώντας με τους εργάτες μας. Δεν ξέρει κανένα στην Αμερική, δεν ξέρει τίποτ' άλλο από τις φυλακές, θα 'πρεπε να ξαναγυρίση στη Μάνη.
Μπήκε μέσα ένας ξεραγκιανός πρόωρα ασπρομάλλης με βαθουλωμένα μάτια και βραχνή φωνή. Έμεινε όρθιος στη γωνιά με το καπέλο στα χέρια και χαμηλωμένο το κεφάλι, όπως θα είχε συνηθίσει όταν θα τον καλούσε ο διευθυντής στις φυλακές.
- Έλα κάθησε. Τζώνη, του είπε ο Βλαστός και πες μας όλη σου την Ιστορία.
Πήρε θάρρος, κάθησε κι' άρχισε να μιλά αναπολώντας τα περασμένα.
- Ήμουνα δεκαεφτά χρόνων παλληκάρι όταν άφησα το χωριό μου στη Μάνη, τη Λάγεια κι’ έφυγα για την Αμερική με το εισιτήριο που μου 'στειλε ένας μπάρμπας μου που δούλευε στο Σικάγο, μα ο μπάρμπας στο μεταξύ είχε πεθάνει. Κάτι άλλοι Έλληνες μ' έστειλαν σ' ένα μεγάλο ξενοδοχείο να πλένω πιάτα, μου πήραν χρεωστικά και μια φορεσιά γιατί με τα ντρίλινα ρούχα του χωριού δε μ' ήθελαν στη δουλειά. Εκεί δίπλα μου δούλευε και μια κοπέλα, Αμερικάνα, που σε δυο - τρεις μέρες άρχισε να μου κάνη γλυκά μάτια. Εγώ δεν ήξερα λέξη αμερικάνικα μα πρώτη φορά έβλεπα έτσι από κοντά γυναίκα, τη συμπάθησα, κι' αρχίσαμε να καταλαβαίνομε ο ένας τον άλλο με τα νοήματα.
Μια νύχτα, όταν ετελείωσε η δουλειά βγήκαμε μαζί και με πήγε σ' ένα πάρκο του Σικάγου, σκοτεινό κι' απόμερο για να μείνουμε μόνοι. Τότε κατάλαβα πως κάποιος μας παρακολουθούσε. Ήταν ο φίλος της που τον είχε αφήσει τις τελευταίες μέρες. Είχαμε καθήσει σ’ ένα παγκάκι κι' έφτασε μανιασμένος. Δεν ξέρω τι της έλεγε με πολύ θυμό, στο τέλος την τράβηξε από το χέρι να την πάρη μαζί του. Εγώ βλέπεις ήμουν ακόμη με τα έθιμα της Μάνης. Τέτοιο πράμα εκεί δεν συχωριέται ποτέ. Σηκώθηκα αγριεμένος και πήρα τ' άλλο χέρι της κοπέλας για να την τραβήξω προς το μέρος μου και να φύγωμε. Τότε κείνος μου 'δωσε μια γροθιά κι’ έπεσα κάτω, υστέρα τράβηξε την κοπέλα να φύγουνε γρήγορα. Εγώ έγινα τρελός από την προσβολή και το θυμό, δεν ήξερα τι έκανα. Σηκώθηκα, έβγαλα ένα μεγάλο σουγιά που τον είχα από την Μάνη για να κόβω το ψωμί, του τον εβύθισα καθώς έφευγαν στις πλάτες με μανία τρεις φορές. Εκείνος έπεσε κάτω νεκρός, μα η κοπέλα έβαλε τις φωνές.
Έφτασαν οι πολισμάνοι και μ' έπιασαν. Δεν ξέρω τι τους έλεγε εκείνη την ώρα, μα υστέρα έμαθα πως η αδιάντροπη κατάθεσε πως είχε βγή με το φίλο της περίπατο, πως τους ακολουθούσα με κακούς σκότους, πως τον σκότωσα ξαφνικά χτυπώντας με μπαμπεσιά στις πλάτες και πως δεν έλαβα καιρό ούτε να ληστέψω το σκοτωμένο, ούτε να της επιτεθώ με κακούς σκοπούς, γιατί πρόλαβε και φώναξε κι’ ήρθαν οι πολισμάνοι. Μ' έστειλαν στη φυλακή, σα χαμένος από όλο τον κόσμο ήμουνα, κανένας Έλληνας δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη μου κι’ εγώ δεν ήξερα να μιλήσω. Μου έβαλαν δικηγόρο που ήρθε και με βρήκε μια φορά με δραγουμάνο. Τούπα όλη την αλήθεια, μ' αυτός ή δεν κατάλαβε ή δεν πίστεψε. Στη δίκη, αντί να με υπερασπίση σαν αθώο, ζητούσε από το δικαστήριο επιείκεια γιατί είχα έρθει λέει από ένα άγριο τόπο που σκοτώνουν τους ανθρώπους για να τους ληστέψουν και βιάζουν δυναστικά τις γυναίκες και πως δεν είχα μείνει αρκετό καιρό στην Αμερική για να απαρνηθώ αυτά τα’ άγρια έθιμα του τόπου μου και να ζήσω σαν καλός άνθρωπος!
Έτσι με δίκασαν σε θάνατο και μ’ έκλεισαν έξη μήνες σε κελί μελλοθάνατου. Ήρθε μια φορά ένας Έλληνας παπάς να με ξομολογήση και να με μεταλάβη. Του ‘πα όλη την αλήθεια, του ορκίστηκα στο σταυρό που μου 'δινε να φιλήσω και στο δισκοπότηρο που μετάλαβα, πως είχανε γίνει τα πράματα, πως ήμουνα «φονιάς από τιμή και υπόληψι», όπως λέμε στη Μάνη κι' όχι δολοφόνος για ληστεία και βιασμό. Τούκαναν κατάπληξι όσα του 'πα, γιατί οι εφημερίδες είχανε κάνει του κόσμου τις ψεύτικες περιγραφές και μ' είχανε παραστήσει φοβερό κακούργο, ληστή και βιαστή. Φαίνεται πως ο παπάς -θεός σχωρέστον- κάτι ενέργειες θα 'κανε, θα δήλωσε τις ξομολόγησεις μου. Γιατί υστέρα από λίγες μέρες, ενώ απ' ώρα σ' ώρα περίμενα να με πάνε στην ηλεκτρική καρέκλα, μου ανάγγειλαν πως η θανατική ποινή μου μετατράπηκε σε Ισόβια και μ' έκλεισαν έτσι στις φυλακές του Σίγκ - Σίγκ για να περάσω εκεί τη ζωή μου. Τα πρώτα χρόνια μ' έβαλαν σε πολύ βαρειές δουλειές, χτυπούσα σίδερα με τη βαρειά, έσπαζα πέτρες. Άντεξα γιατί ήμουν γεροδεμένο παλληκάρι.
Με τον καιρό μου ελάφρυναν τις δουλειές, μου 'διναν καλύτερο φαγητό, μ' άφηναν ώρες να κοιμάμαι ή να διαβάζω την «Ατλαντίδα», μου 'βαζαν και στην μπάντα ότι μου 'διναν για μεροκάματο. Ήρθε για λίγο καιρό κι' ένας άλλος Έλληνας κατάδικος, μα μας χώρισαν γρήγορα, γιατί δεν έπρεπε να μιλώ μαζί του γλώσσα που δεν την ήξεραν οι φύλακες. Αυτός με συβούλεψε να γράψω στην «Ατλαντίδα» να μου στέλνουν την εφημερίδα και μου σύνταξε το πρώτο γράμμα που έστειλα, πήρα, χάρι στην καλή διαγωγή μου, και άδεια από το διευθυντή των φυλακών να μου την δίνουν να την διαβάζω. Όταν πέρασαν πολλά χρόνια με συμπόνεσαν όλοι, κι’ οι φύλακες μ' άφηναν ελεύθερο να γυρίζω στις φυλακές Ο διευθυντής που μ' έβαζε και του 'κανα δικές του δουλειές, με συμπάθησε πολύ και με ρώτησε αν θα 'θελα κάπου - κάπου με τη συνοδεία ενός φύλακα, να κάνω το γύρο της πολιτείας
Έτσι για να βλέπω πως ζη κι’ ο άλλος κόσμος, να 'μαι ετοιμασμένος ως την ημέρα πού θα πετύχαινα την αποφυλάκισί μου. Του απάντησα πως δεν ήθελα να ξέρω πως ζη ο άλλος κόσμος στην Αμερική και προοιμούσα να μείνω κλεισμένος. Μόνο του ζήτησα μια χάρι. Μικρός είχα ακούσει στη Μάνη πως οι φυλακισμένοι στις ελληνικές φυλακές Μανιάτες το 'χαν για μεγαλύτερη χάρι να πάρουν το καφενείο της φυλακής και κείνον που το 'παιρνε τον υπολόγιζαν σαν πολύ σπουδαίο πρόσωπο εκεί μέσα. Ζούσε ήσυχα κι' αναπαυτικά και κέρδιζε αρκετά λεφτά, θα 'θελα λοιπόν κι' εγώ να μου δώσουν το καφενείο του Σίγκ - Σίγκ! Ο διευθυντής γέλασε μου ‘πε πως τέτοια πράματα δεν έχουν οι φυλακισμένοι στις αμερικάνικες φυλακές. αλλά θα φρόντιζε να γίνη μια εξαίρεσι για μένα.
Όταν μια μέρα υστέρα από τριανταπέντε χρόνια φυλακή στο Σίγκ - Σίγκ με κάλεσε ο Διευθυντής και μου ανήγγειλε πως μου δόθηκε χάρι με πρότασί του και πως από ‘κείνη την ώρα ήμουν ελεύθερος. Μου 'πε πως είχα στο λογαριασμό μου έξη χιλιάδες δολλάρια από την εργασία μου των τριανταπέντε χρόνων, ο σύλλογος για προστασία των αποφυλακισμένων μου χάριζε άλλα πεντακόσια και δυο φορεσιές.
- Και τώρα τι θα κάνης, Τζώνη με ρώτησε χαϊδευτικά ο διευθυντής. θέλεις να σου βρούμε καμμιά δουλειά στο Σικάγο;
- Α όχι στο Σικάγο, κύριε διευθυντή, του απάντησα. Δε θέλω να ξαναδή το μάτι μου το Σικάγο, προτιμώ να μείνω εδώ μέσα!
- Εδώ βέβαια δεν μπορείς να μείνης, Τζώνη, αφού είσαι ελεύθερος. Μα θα σε συμβούλευα να πας στη Νέα Υόρκη, να βρής τον πατριώτη σου διευθυντή της «Ατλαντίδος» που σου 'στελνε τις εφημερίδες και τόσο έδειξε ενδιαφέρον για σένα. Αυτός κάπου θα σου βρη δουλειά, κάπου θα σε ταχτοποίηση. Μα να μου γραφής πάντα κι’ εγώ θα κάνω πάντα ότι μπορώ για σένα.
Έτσι αποχαιρέτησα με δάκρυα τον διευθυντή και τους φύλακες του Σίγκ - Σίγκ κι' έφυγα με καϋμό σα να 'φηνα το σπίτι μου. Μπήκα εκεί μέσα δεκαεφτά χρονών κι' έφυγα πενηνταδύο!
- Τώρα θέλεις, Τζώνη να μείνης μαζί μας; του είπε ο Βλαστός. θα πιάσης δουλειά στην «Ατλαντίδα» για να μη σπαταλήσης το κεφάλαιό σου. Θα σε βάλωμε νυχτοφύλακα...
Ο παλιός κατάδικος κατέβασε το κεφάλι του, σκέφτηκε λίγο κι’ ύστερα φάνηκε να πήρε μιαν απόφασι.
- Όχι, κύριε διευθυντή. Την Αμερική δεν την ξέρω ούτε θέλω να τη γνωρίσω. Αν μείνω στην Αμερική, θα ξαναγυρίσω στις φυλακές του Σίγκ - Σίγκ που πέρασα τριανταπέντε χρόνια της ζωής μου. Η Αμερική δεν μου λέει τίποτε, έξω από τη φυλακή είμαι σα χαμένος άνθρωπος.
- Τότε, Τζώνη, του είπα εγώ, δεν πας στην πατρίδα μας, τη Μάνη; Εκεί είναι ο κόσμος που τον έζησες παιδί. Σίγουρα θα ξαναζήσης μέσα σου όταν βρεθής εκεί. Τζώνη, πήγαινε στη Λάγεια να ζήσης στο πατρικό σου σπίτι. Με το κεφάλαιό σου θα το φτιάξης, Θ' αγορασης και χτήματα, Θα 'χης τις ελιές σου, τις συκιές και τις φραγκοσυκιές, τα χωράφια σου με τα γεννήματα και τα λούπινα, θα ζήσης σαν καλός νοικοκύρης, όλοι θα σ' αγαπούν και θα σε λογαριάζουν. Το έγκλημά σου στην Αμερική που σ'ερριξε τριανταπέντε χρόνια στη φυλακή, στη Μάνη θα ‘ναι ένα συνηθισμένο φονικό για τιμή και υπόληψι• Κανένας δε θα σε κατηγορήση γι' αυτό. Και στο κάτω της γραφής, είσαι ακόμα νέος, μόλις πενηνταδύο χρονών, δεν αποκλείεται να βρής καμμιά συντοπίτισσά σου για σύντροφο της ζωής σου, κι’ αφού είχες βασανισμένα νιάτα να 'χης ευτυχισμένα γεράματα. Τζώνη, θα φύγης αμέσως για την Ελλάδα, θα πας στη Μάνη, στη Λάγεια...
Ο Βλαστός δεν τον άφησε να σκεφτή περισσότερο. Ένας υπάλληλος της «Ατλαντίδος» πήρε την εντολή να βγάλη τα εισιτήρια στο Γιάννη Κουτρουμάκο με το πρώτο παπόρι που θα 'φευγε για την Ελλάδα. Θα του αγόραζε μια βαλίτσα με ρούχα του κι' ένα μπαούλο γεμάτο πράματα νοικοκυριού, θα τον μπαρκάριζε κι’ ο ίδιος, θα φρόντιζε και για τα λεφτά του να πάνε σε μια ελληνική τράπεζα για να σηκώνη από κει κάθε φορά που θα χρειαζόταν. Έμεινε μια βδομάδα ακόμη και περνούσε τις ώρες του κλεισμένος στο τυπογραφείο και βοηθώντας να κυλίσουν στο πιεστήριο τους ρόλους με το χαρτί. Οι εργάτες μαζεύονταν γύρω του κι’ άκουγαν Ιστορίες της φυλακής. Δεν ήθελε να γυρίζη στους δρόμους της Νέας Υόρκης, γιατί ζαλιζόταν. Κι’ όταν ήρθε η ‘μέρα που έφευγε το παπόρι, μας αποχαιρέτισε σαν κλαμένος και σαστισμένος.
Ξαναγύρισα κι’ εγώ υστέρα από λίγο στην Ελλάδα κι είχα μισοξεχάσει αυτή την ιστορία. Ύστερα από δυο χρόνια ήρθε ο Βλαστός στην Αθήνα για να κάνη καλοκαίρι στην Ελλάδα. Αποφασίσαμε μια εκδρομή στη Σπάρτη και στο Μυστρά, υστέρα πήγαμε στο Γύθειο.
- Είναι, με ρώτησε, πολύ μακρυά από δω η Λάγεια;
- Η Λάγεια; Και πώς σου ‘ρθε στο νου η Λάγεια; Είναι ένα μεγάλο χωριό μέσα στα κορφοβούνια. Πρέπει να πάη κανείς στην Τσίμοβα με τ' αυτοκίνητο κι' από κει δύο, τρεις ώρες δρόμο με μουλάρι. Και γιατί θυμήθηκες τη Λάγεια... για εκδρομή;
- Ξέχασες πως εκεί στείλαμε τον κατάδικο των φυλακών του Σίγκ - Σίγκ. Θα 'θελα πολύ να τον έβλεπα, να μάθαινα πως τα περνά, αν ξέχασε τη φυλακή και αν ξαναγύρισε στη Μανιάτικη ζωή. Τι λες, πάμε;
Ξεκινήσαμε πρωί-πρωί και τα’ απομεσήμερο βρεθήκαμε στη Λάγεια με τους περήφανους πύργους καρφωμένους σ' ένα πανήψυλο βράχο πάνω από ένα άγριο ακρογιάλι. Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού, ρωτήσαμε για το σπίτι του Γιάννη του Κουτρουμάκου.
- Δεν έχομε κανένα Γιάννη Κοντρουμάκο εδώ, μας είπε μια γερόντισσα πού ήταν καθισμένη στο σκαλί της αυλόπορτας.
Πήγαμε παρακάτω στο μαγαζάκι τον χωριού που μερικοί γέροι κουτσόπιναν διαβάζοντας εφημερίδα. Ρωτήσαμε πάλι που είναι το σπίτι του Γιάννη Κουτρουμάκου.
- Δεν έχομε δω κανένα μ' αυτό το όνομα, μας είπαν κι' αυτοί. Τώρα κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο με αμηχανία. Μα σε λίγο ένας γέρος πετάχτηκε.
- Στάσου, στάσου, θα λέτε για τον Τζώνη, τον Αμερικάνο, το θανατοποινίτη...
- Μπράβο, παπούλη, γι’ αυτόν λέμε. Που είναι το σπίτι του;
- Αυτός, γιε μου, έμεινε κάνα ‘ξάμηνο στο χωριό μας κι’ ύστερα ξανάφυγε για την Αμερική, ξαναπήγε στις φυλακές!
- Και πως έγινε αυτό;
- Εμείς τον είχαμε ξεγράψει εδώ και τριανταεφτά χρόνια. Όταν έκαμε το φονικό οι εφημερίδες γράψανε πως κατεδικάσθη σε θάνατο, γιατί σκότωσε κάποιον για να τον ληστέψη και να βιάση τη γυναίκα του. Από τότε τον νομίζαμε πεθαμένο. Ο πατέρας του ο μπάρμπα Λίας ο Κουτρουμάκος - καλός άνθρωπος - πέθανε από λύπη και ντροπή, η μάννα του το ίδιο. Το σπίτι του και τα χτήματά τους πουλήθηκαν από κάτι κοντινούς συγγενείς τους που ζούσαν σε γειτονικό χωριό, υστέρα ξεχάστηκαν όλα. Όταν ήρθε από την Αμερική, οι παλιοί που ζούσαμε ακόμη και τον είχαμε γνωρίσει παιδί, δεν πιστεύαμε πως ήτανε αυτός, κι' όσοι νέοι είχαν ακούσει την ιστορία του φώναζαν «μας ήρθε ο Τζώνης ο Αμερικάνος». Έτσι του 'μεινε τα’ όνομα. Μα ο παπάς του χωριού μας, γέρος κι' αυτός που τον είχε βαφτίσει, τον πήρε στο σπίτι του, του ξομολόγησε στην εκκλησία, έμαθε όλη του την αληθινή ιστορία και ήρθε και μας είπε τα καθέκαστα.
Μια Κυριακή τον έφερε στην Εκκλησία και ύστερα από την λειτουργία μίλησε γι' αυτόν μας είπε πως είναι ένας παλιός χωριανός μας καλός άνθρωπος που είχε πάει να δουλέψη στην Αμερική κι’ εκεί έκανε φόνο χωρίς να το θέλη και χωρίς κακό σκοπό κι’ ή μοίρα τον κατέτρεξε και τώρα ξαναγύρισε να ζήση στο χωριό μας, κοντά μας σαν καλός Χριστιανός και να τον αγαπούμε όλοι. Από κείνη την ήμερα ζούσε κοντά μας, ερχόταν στο μαγαζί, μας έλεγε ιστορίες της φυλακής. Όλο έλεγε ν’ αγοράση και σπίτι και χτήματα μα δεν τ’ αποφάσιζε. Σαν πέρασαν ένα-δυο μήνες, άρχισε να στενοχωριέται. Όλα τον ενοχλούσαν. Καθόταν μόνος και σκεφτικός, δεν ήθελε πια ν' ακούση για σπιτικό, όλο και είχε στο νου του στη φυλακή.
Έπιασε κι' έγραψε ένα γράμμα στο διευθυντή της φυλακής, του 'γραψε πως ήθελε να ξαναγυρίση εκεί, πως δεν θα 'χε απαίτησι να του κάμουν καφφενείο, πως θα 'κανε όποια δουλειά ήθελαν εκεί, μόνο να ζη εκεί μέσα, χωρίς να τον αναγκάζουν να βγαίνη στην πόλι. Κι' ύστερα από λίγο καιρό έλαβε γράμμα από τον διευθυντή που του 'λεγε να ξαναγυρίση και πως πήρε την άδεια να του άνοιξη καφενείο μέσα στη φυλακή, όχι για τους φυλακισμένους - γιατί αυτό δεν γίνεται στην Αμερική - μα γι’ αυτόν και το προσωπικό, και λίγες μέρες ύστερα ο Τζώνης ο Αμερικάνος μας έφυγε για την Αμερική, πάει ίσια για τις φυλακές!
Πριν μας φέρουν οι αγωγιάτες τα μουλάρια για να ξαναγυρίσουμε στην Τσίμοβα, γρήγορα πριν νυχτώση, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο με έκπληξι αμίλητοι και χρειάστηκε να κόψω εγώ τη σιωπή.
- Μη μου πης μόνο σαν ξανάρθω στην Νέα Υόρκη, να πάμε στο Σικάγο και να επισκεφτούμε το Τζώνη στις φυλακές του Σίγκ - Σίγκ. Αν και φαντάζομαι πως το ταξείδι μας για το Σίγκ - Σίγκ θα 'ναι πιο εύκολο από τούτο στη Λάγεια!
Μα ο γέρος που μας διηγήθηκε όλα αυτά σηκώθηκε και μας πλησίασε την ώρα που είμαστε έτοιμοι ν' ανέβωμε στα μουλάρια.
- Ξέχασα να σας πω πως ο καημένος ο Τζώνης άφησε στον παπά τις πέντε χιλιάδες τάλλαρα που περίσσευαν ύστερα από το έξοδο του ταξειδιού. Τις δυο χιλιάδες για να βοηθά τους φτωχούς του χωριού μας και τις άλλες τρεις για να προικίση τα δυο κορίτσια του. Για μόνη χάρι μας ζήτησε να του στέλνουμε ταχτικά ελληνικές εφημερίδες. Μας υποσχέθηκε πως ότι χρήματα κερδίσει με το καφενείο του στη φυλακή, θα μας τ' αφήση με διαθήκη για να χτίσωμε μια νέα εκκλησία στη Λάγεια. Ήταν καλός άνθρωπος ο καϋμένος ο Τζώνης!

489 Επισκέπτες, 1 Χρήστης