Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 586
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

Χρήστος Θηβαίος...

Ξεκίνησε από blue-roses, Ιανουαρίου 29, 2007, 01:19:14 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Ο γορίλας          
 
Στην πλατεία μιας επαρχίας το πλήθος κοίταγε ενθουσιασμένο
ένα γορίλα που κάτι τσιγγάνοι τον είχαν φέρει φυλακισμένο
δίχως αισχύνη και σεβασμό οι γεροντοκόρες του χωριού
παίζαν αναίσθητα με το ζώο δε λέω πώς δε λέω πού

Προσοχή στο γορίλα

Ξαφνικά το μεγάλο κλουβί που έγκλειστη ζούσε η κακόμοιρη φύση
απότομα ανοίγει δεν ξέρω γιατί ίσως να το 'χαν άσχημα κλείσει
το τέρας βγαίνοντας έξω από εκεί σκέφτηκε σήμερα θα τ' αναλάβω
μιλούσε για την παρθενιά του που χρόνια τώρα τον είχε σκλάβο

Προσοχή στο γορίλα

Ο αφέντης ούρλιαξε προσοχή του γορίλα του 'χει σαλέψει
δεν έχει δει ποτέ του μαϊμού γι' αυτό μπορεί να τα μπερδέψει
απ' τους παρόντες τότε ο καθείς σπεύδει τα νότα του να προφυλάξει
οι γεροντοκόρες απέδειξαν πως άλλο οι ιδέες και άλλο η πράξη

Ο όχλος ομοθυμαδόν ξεχύνεται έντρομος στο δρόμο
μα ένας ψύχραιμος δικαστής και μια γιαγιά δεν είχαν λόγο
και αφού οι υπόλοιποι την είχανε κάνει το θηρίο πάτησε γκάζι
τη γριούλα και το δικαστή με τέσσερις πήδους του αρπάζει

Προσοχή στο γορίλα

Αχ αναστέναξε η γιαγιά να πάρει εμένα είναι απίθανο μάλλον
θα 'ταν τελείως παράξενο και δε θα το ευχόμουν εκτός των άλλων
να με μπερδέψει με μια μαϊμού είπε ο δικαστής ενοχλημένος
είναι αδύνατο εντελώς στο τέλος βγήκε γελασμένος

Απαξιώντας λοιπόν τη γιαγιά το δικαστή σφίγγει με πάθος
και προς τους θάμνους τον τραβά ενώ αυτός του φώναζε κάνεις λάθος
τι ακριβώς συνέβη εκεί πίσω αδυνατώ να αναφέρω εκτενώς
μα με είχε το θέαμα συνεπάρει τι σφρίγος τι ένταση τι ρυθμός

Προσοχή στο γορίλα

Θα πω μονάχα πως το κορύφωμα που 'χε το αλλόκοτο τούτο δράμα
στρίγγλιζε κλαίγοντας ο δικαστής στα διαλείμματα φώναζε μάνα
φώναζε μάνα σαν το φουκαρά που χθες καταδίκασε για ληστεία
και για κοινό παραδειγματισμό τον αποκεφάλισε στην πλατεία

Προσοχή στο γορίλα
 

blue-roses

Ο πόνος νίκησε πάλι        
 
Όταν με σκέφτεσαι το νιώθω
όταν σου λείπω μου μιλάς
στην αγκαλιά σου με ζητάς
όμως μακριά μου θες να μένεις

Ξέρεις τι θέλω, τι αγαπάω
τα χρώματα, τις μουσικές
τον πυρετό μου εσύ τον καις
κι όμως μακριά μου επιμένεις

Κι όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι

Μισή ζωή μισή χαρά
δεν την μπορώ δεν την αντέχω
καλύτερα να μην σε έχω
παρά μαζί και χωριστά

Ντροπή δεν είναι να φοβάσαι
ντροπή δεν είναι να πονάς
όμως μ' αυτόν που αγαπάς
είναι ευλογία να ξυπνάς
είναι ευτυχία να κοιμάσαι

Μα όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
εσύ θα σκύψεις το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
πριν φύγεις για άλλη μια φορά
θα πεις ο πόνος νίκησε πάλι

Όταν σε ψάξω διψασμένος
να πιω από σένα φως και ζάλη
μην σκύψεις άλλο το κεφάλι
και με τα μάτια σου θολά
έστω για μόνο μια φορά
μην πεις ο πόνος νίκησε πάλι


 

blue-roses

Οι γάτες          
 
Με συνειρμούς διαβολεμένους
Ψάχνω τους λόγους που με σπρώξαν στα ταξίδια μου
Λόγοι που πάντα μου διαφεύγουν
Μαζεύω τους αφηρημένους
Σαν γάτες έρχονται και τρων απ' τα σκουπίδια μου
Τρων τα καλύτερα και φεύγουν

Κάθονται γύρω μου να ζήσουν
Και περιμένουνε ν' αρχίσω να ονειρεύομαι
Νιώθω τα φίδια να γλιστράνε
Οι μαύρες σκέψεις θα με πνίξουν
Θα με σταυρώσουνε πριν φύγουν, δε γιατρεύομαι
Οι γάτες πάντα θα πεινάνε

Ο διάολος κάθεται και βλέπει
Να μου γελάει σαν παλιόφιλος ο θάνατος
Να μου θυμίζει κάτι πλάκες
Βάζει το χέρι του στην τσέπη
Και τι ψυχή έχει μια ψυχή, θα γίνω αθάνατος
Ο διάολος ψάχνει για μαλάκες



 

blue-roses

 Ονόματα        
 
Ονόματα πάνω στις μέρες τις νύχτες
και στα χρόνια μου
πετρώματα γίναν οι μνήμες
παγώνουν τα σεντόνια μου.

Και γίνομαι παιδάκι με μαγικό ραβδάκι
που κάνει θαύματα.
Μικραίνω της νύχτας μου της δούλης
προφέρω τάματα.

Η λύτρωση στοιχηματίζει
στου νου το ανεξήγητο
ματαίωση που τρικυμίζει
στης ήβης το ατρύγητο.

Κι αθροίζομαι με σένα-στο ίσον μένει ένα
χωρίς αντίκρυσμα-
στο κλάμα μου το πρώτο,απ’της καρδιάς το νότο,
της μοίρας λίκνισμα.

 

blue-roses

Παράδεισος        
 
Μοιάζει η αγάπη
με ένα κοχύλι μικρό
που η ψυχή στην άμμο τυχαία έχει βρει
και να το εξηγήσει διαρκώς
προσπαθεί

Έτσι σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν

Ξέρω πως αύριο θα 'χεις χαθεί
μα μίλα μου
ακόμα κι αν αύριο ξεχάσεις
όσα πιστεύεις κι όσα έχεις πει

Γιατί σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν

Φεύγει κι έρχεται ο έρωτας
κι εμείς πιο σφιχτά
γατζωνόμαστε
απ' το ένα στο άλλο κορμί
για να κρατηθούμε σ' αυτή τη φυγή

Γι αυτό σήμερα τα λόγια σου
απ' τον Παράδεισο να 'ρχονται μοιάζουν
στην ασπρόμαυρη ζωή μου
για λίγο τα χρώματα αλλάζουν
 

blue-roses

Περικοπές ενός απόκρυφου Ευαγγελίου        
 
Κανείς δεν είναι της γης το αλάτι
κι όμως όλοι μας μες στη ζωή
κρύβουμε αυτό το ανεκτίμητο κάτι
που είναι το αλάτι της για μια στιγμή

Δεν είναι ένοχοι όλοι οι δολοφόνοι
Ούτε αθώοι όλοι οι δικαστές
Μα θάταν όμορφο καθώς ξημερώνει
κι οι δύο τους να ανήκαν στο χθές

Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα
Όλα πάνω στην άμμο χτίζονται
Μα εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο
Σαν να ήταν η άμμος πέτρα

Μη την λατρέψεις τυφλά την αλήθεια
γιατί ο καθένας μας την έχει αρνηθεί
μέσα σε μια μέρα μονάχα
χίλιες φορές για να σωθεί

Κι αν θα σε βάλει σε πειρασμό το κορμί σου
συγχώρεσέ το κι άκου τι λέει
τι κρύβει το σώμα, τι κρύβει η ψυχή σου
αυτό μπορεί να μην το μάθεις ποτέ

Τίποτα..

Ούτε η εκδίκηση ούτε η συγνώμη
βρήκανε μέσα μου κάποια γωνιά
Η λησμονιά είναι η μόνη συγνώμη
και η μόνη εκδίκηση η λησμονιά

Ρίξε τα μαργαριτάρια στ αγρίμια
Δως την καρδιά σου εκεί στα σκυλιά
Οσοι αγαπάνε τη ζωή ξοδεύονται
Δίνονται, δίνονται κι είναι αυτό που μετράει

Τίποτα..

Ευτυχισμένοι, τέλος, όσοι αγαπάνε
κι όσοι αγαπιόνται δεμένοι σφιχτά
ευτυχισμένοι κι όλοι όσοι μπόρεσαν
να ξεπεράσουνε αυτά τα δεσμά

Τίποτα..

 

blue-roses

Πίσω πόρτα        
 
Η πίσω πόρτα τού μυαλού μου έχει ανοίξει
και περνάω το κατώφλι της ξανά
Δε με νοιάζει τι θα δω, δε φοβάμαι πια να πω
αυτό που προσπαθώ τόσο καιρό

Κυλάει ο κόσμος κι όλο μού φεύγει
μα εγώ αντέχω, εγώ μπορώ
στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν

Η πίσω πόρτα τής ζωής μου έχει ανοίξει
περνάω το κατώφλι της ξανά
Δε με νοιάζει τι θα δω, δε με νοιάζει πια να πω
αυτό που προσπαθώ τόσο καιρό

Κυλάει ο κόσμος κι όλο μού φεύγει
μα εγώ αντέχω, εγώ μπορώ
στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν

Στιγμές και όνειρα μαζί αν είναι
το χθες και το αύριο είναι παρόν


 

blue-roses

Ποια θάλασσα        
 
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη

Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς

Είναι καρδιές που μάθαμε σα γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σα νερό
ʼστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ' ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα 'ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ' η ψυχή;

Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά

 

blue-roses

Πόσες φορές        
 
Πόσες φορές δεν έφτασα εκεί
που είχα πει πως θα βρω σιγουριά να χαθώ,
κάτι που όλοι μας λέμε λιμάνι
μα δεν είδα καράβι ποτέ
που αυτό να του φτάνει.

Με τα χέρια ανοιχτά
κυνηγάω διαρκώς τη χαρά
κι όταν έρθει η στιγμή
την αφήνω να φύγει ξανά
για να μην βαρεθεί.

Πόσες φορές,δεν πρόδωσα κι εγώ,
φεύγοντας απο εκεί που μου'χανε όλα δοθεί
κι έτσι πλήγωσα αντί να σαπίσω
και λυτρώθηκα και νοσταλγώ
πάλι εκεί να γυρίσω

Με τα χέρια ανοιχτά
κυνηγάω διαρκώς τη χαρά
κι όταν έρθει η στιγμη
την αφήνω να φύγει ξανά
για να μην βαρεθεί.

Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό
ξέρω είναι σκληρό μα όλα αυτά που ποθώ
έχω μάθει να τα κυνηγάω
γι' αυτό αφήνω ελεύθερο πάντα
αυτό που αγαπάω.

 

blue-roses

Πρώτη ώρα        
 
Σαν λουλούδι η ανάσα μου ξυπόλητη αρχή
σ' ένα αρχαίο χορό έχει στη ρίζα μόνο νερό
Μέσα στη γλάστρα μου απλώνω κλαδιά
λες θ' αγγίξω του θεού τα μαλλιά
αν κάποιος ξοδέψει για μένα λίγο καιρό

Τι με ξεδιψάει, ρωτάω... κι ανθίζω
ν' αφουγκραστώ μια ξένη δροσιά να με ποτίσει
με μια γουλιά το χωρισμό μήπως γεμίσει

Κάθε πρωί όταν ξυπνάω με σπασμένα σχοινιά
μόνο οι χαρακιές στο στόμα του πηγαδιού
δείχνουν πως ήπια νερό
Στα χνώτα του πρωινού βαφτισμένος
λέω πως ο καθένας μας γεννιέται ποιητής
ζει σαν κλέφτης και πεθαίνει διψασμένος

Δεν θέλω ειδήσεις, όχι άλλα σκουπίδια
μόνο τη δύναμη του ανθρώπου που κάθε μέρα
σα να ευλογεί απ' την αρχή τα πάθη τα ίδια

Σ' ευχαριστώ ζωή μου διψασμένη κι ακριβή
που μ' έμαθες... πως μόνο ο εαυτός μου δεν μου αρκεί

Πριν με σπαράξει η δουλειά στο μαξιλάρι μου ψάχνω
του αστεριού μου το φως μια προσευχή να κρατηθώ ζωντανός
Στα χνώτα του πρωινού βαφτισμένος
λέω πως ο καθένας μας γεννιέται ποιητής
ζει σαν κλέφτης και πεθαίνει διψασμένος

Τι με ξεδιψάει, ρωτάω... κι ανθίζω
ν' αφουγκραστώ μια ξένη δροσιά να με ποτίσει
με μια γουλιά το χωρισμό μήπως γεμίσει

Σ' ευχαριστώ ζωή μου διψασμένη κι ακριβή
που μ' έμαθες... πως μόνο ο εαυτός μου δεν μου αρκεί

 

blue-roses

Σπηλιά από πανί        
 
Γεννήθηκα σε μια σπηλιά από πανί, σε μια σκηνή,
που άλλοτε έπαιζε Μακμπέθ, άλλοτε Γκόλφω, Γενοβέφα ή Δον Ζουάν με το σπαθί
κι άλλοτε πάλι τη ζωγράφιζε η βροχή
κι άλλοτε πάλι τη ζωγράφιζε η βροχή

Γεννήθηκα σε μια σπηλιά από πανί, σε μια σκηνή
Στα ψέμματα θα σκοτωθώ μου είπε ο πατέρας
κι η μητέρα μου βαφόταν γελαστή
είδα ζωή να παριστάνει τη ζωή
είδα ζωή να παριστάνει τη ζωή.

Κανείς τον άνεμο δε βλέπει
όμως εκείνος ξεριζώνει δέντρα από το χώμα
και φυσάει πανιά που σπρώχνουν τα καράβια μεσοπέλαγα.
Κανείς δεν είδε την ψυχή
κι όμως αυτή τον άνθρωπο διατάζει να γελάει και να κλαίει,
να σωπαίνει, μάσκες να φοράει
να παίζει θέατρο του κόσμου την αδιάβατη παγίδα.

Μπουλούκι ιερό, μπουλούκι ξεχασμένο
ζωή μου παιδική, κουρέλι ευλογημένο
στον κόρφο μου κρυμμένο, μη βραχεί.
Μπουλούκι ιερό, μπουλούκι τρελλαμένο
ζωή μου παιδική σαν κάστανο ανοιγμένο
στα κάρβουνα ριγμένο, να καεί.

Γεννήθηκα μ'ένα κρυμμένο μυστικό, ένα γκρεμό
μέσα του πέφτω και ρωτώ
σε ποιον καθρέφτη ραγισμένο,
σε ποιο ρόλο να κρυφτώ
που είχα πατέρα και μητέρα ηθοποιό,
που έχω πατέρα και μητέρα ηθοποιό...
 

blue-roses

Τα κορίτσια απ' την επαρχία        
 
Με μισοάδεια λεωφορεία έρχονται
τα κορίτσια απ' την επαρχία
Νοικιάζουν γκαρσονιέρες, δυαράκια
και κρεμάνε στους τοίχους
αφίσες και καδράκια
τα κορίτσια απ' την επαρχία

Μες στης Αθήνας τους καθρέφτες κρύβονται
τυλιγμένες με μια προσδοκία
Νοικιάζουν στα ωράρια τη ζωή τους
και μπερδεύουν τραγούδια
με τη προσευχή τους
τα κορίτσια απ' την επαρχία

Κανείς δεν θα πονέσει τη φυγή τους
θα καλύψουν κι εκείνα τη διαδρομή τους
τα κορίτσια απ' την επαρχία

Μα όταν τα βράδια μία-μία
οι κλειδαριές κλείνουν με κρότο
βάφονται και στολίζονται
Και χορεύουν μόνεςτσιφτετέλι
τι θα πει ο κόσμος δεν τις μέλει

Και ξυπνούν οι αναμνήσεις τους
ζωντανεύει εκεί και το χωριό τους
σε ένα υπόγειο ζωντανεύει το χωριό τους
Και τρέμουν, τρέμουν
οι πολυκατοικίες σας
οι πολυκατοικίες μας

 

blue-roses

Τα μεγάλα τα κυνήγια        
 
Αν με ρωτάς για τη ζωή
Δεν έχω νέα
Ό,τι κατάφερα να δω
Πίσω απ' το τζάμι
Απ'τις αγάπες μου έζησα
Την τελευταία
Κι έκανα φίλο μου καλό
Ένα μακρύ ποτάμι

Τις μνήμες μου έδειχνε
Μου μάθαινε το χρόνο
Κι από των βάλτων τα νερά
Πώς να ξεφεύγω
Ο μόνος τρόπος το μυαλό μου
Να γλιτώνω
Μια να έρχομαι, να έρχομαι
Και δυο να φεύγω

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
Και της καρδιάς την πεινασμένη τη φωτιά
Όλες οι μοίρες μου μού λέγανε τα ίδια
Κι όλες οι μνήμες μου κοιτούσαν στο βοριά

Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...

Φεύγαν τα χρόνια
Μα μου αφήναν το θυμό τους
Μα ο ουρανός ήτανε πάντα
Γαλανός
Πόσα απογεύματα με πήραν
Στο λαιμό τους
Πως βγήκα απ'όλα, σκέψου,
Απ' όλα ζωντανός

Τώρα γυρίζω για να κάνω
Αυτό που πρέπει
Και μ' όσες πέτρες μου αφήσαν
Οι βροχές
Θα φτιάξω σπίτι μόνο Θάλασσα
Να βλέπει
Και στα παράθυρα του μόνο ξύλα
Από κουπαστές

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
Και της καρδιάς την πεινασμένη τη φωτιά
Όλες οι μοίρες μου μου λέγανε τα ίδια
Κι όλα τα σπίτια μου κοιτούσαν στο βοριά

Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...
Ζητούσα τα μεγάλα, τα μεγάλα, τα μεγάλα τα κυνήγια...

 

blue-roses

Τα πιο σπουδαία πράγματα        
 
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
στα πάρτι, στα ξενύχτια μας
στα ζαχαροπλαστεία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
στα γέλια διπλωθήκαμε
μετά ερωτευθήκαμε
και γράψαμε ιστορία

Τώρα τρέχω και δε φτάνω
πες μου τι να κάνω
που σε αγαπώ
Τώρα τρέχω και δεν φτάνω
φεύγεις και σε χάμω
και θα τρελαθώ

Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
και βρήκαμε στα τραύματα
την αισιοδοξία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
μπορεί να μεγαλώσαμε
μα τα φιλιά που δώσαμε
δεν χάνουν την αξία

Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
και μέσα απ' τα τραγούδια μας
δυνάμωσε η φιλία
Τα πιο σπουδαία πράγματα
τα είπαμε στ' αστεία
κι αν κάποτε χωρίσουμε
εμείς θα τραγουδήσουμε
να βγούμε ισοπαλία
 

blue-roses

Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο        
 
Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο
Τα είδα από μπροστά μου να περνούν
Εσύ να δένεις το σκυλί του κόσμου
Και ο μάυρος θίασος τη ζωή σου να ζητά

Φυγάς θεόθεν και αλήτης
Είμαι εδώ και ο χορός καλά κρατεί
Οι άλλοι χτυπάν τα χέρια τους στην κάσα
Καμιά φωνή από μέσα μου δεν ηχεί

Κι είναι εδώ αγαπημένε όλοι
Πουτάνες, λόγιοι, ιστορικοί
Οι ντόκτωρ Μάρκετινγκ μ' ένα κοράκι
Τον τροβαδούρο της κακιάς στιγμής

Κι ενώ εκείνοι μπαίνουνε στο χώμα
Και θάβουν ο ένας τον άλλον στα ρηχά
Εσύ γελάς, τα νέα μου δείχνεις χρόνια
Τον κώλο μου που θέλουνε ξανά



 

538 Επισκέπτες, 1 Χρήστης