Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 229
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 262
  • Total: 262

Active Member

Ξεκίνησε από blue-roses, Μάρτιος 30, 2007, 11:36:29 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Ηλιόλουστη μέρα (cut version)        
 
Ονειροπλάνο μου στοχαστικό μου,
σα γκρίζα και βραχνή κουκουβάγια,
ήρθες και πάγωσες το θυμητικό μου,
με ξόρκια και πρόχειρα μάγια.
Για λίγο μπερδεύτηκα, αλυσοδέθηκα,
την ήττα μου για λίγο παραδέχθηκα
κι αφού τ’ ανέχτηκα, κι αφού την πάτησα,
πλουτοχαΐρεψα και φτωχοπερπάτησα
μαζί σου, αμίσητη ψεύτρα,
ντροπιασμένη της ψυχής παραδουλεύτρα·
μου ’φερες πάλι μπροστά μου το δίλημμα
για φωνές δυνατές ή σφιχτομίλημα.
Ονειροπλάνο μου, φύγε μακριά μου,
διπλοχτυπάει η ντερβίσικη καρδιά μου
κι όλο μου κλείνει να δω, δε μ’ αφήνει
απ’ του μυαλού μου το θολό φινιστρίνι.
Kαι τι θα γίνει Και τι θα γίνεις
Από το αίμα μου, πάλι, σταγόνα δε πίνεις.
Και γεια σου, ψευτόνειρό μου,
θα φάω μόνος μου το μερτικό μου.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.

Κρυφό μου ξόρκι, πιάσε τόπο εδώ,
παρ’ τη βολή μου, σκόρπισέ τη στον αέρα·

γοργό μου πέρασμα απ’ την άκρη σου εγώ,
θα τη βλέπω να πεθαίνει μια ηλιόλουστη μέρα.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
Σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.

 

blue-roses

 Θα 'θελα να 'μουν        
 
Θα 'θελα να' μουν μελάνι στην πένα του Καστοριάδη
και οργή πάνω στα μάτια του Πάμπλο,
γερασμένο σκυλί μπροστά απ' την πύλη του Άδη,
να γελάω και να θέλω τα σωθικά μου να βγάλω.
Να σας τη σπάω συνεχώς σαν τον Ραφαηλίδη,
αν γονατίζετε για κάποιο θεό,
να 'χα μια γλώσσα φαρμακωμένο λεπίδι,
αντί μια ψυχή ναυάγιο σε απέραντο βυθό.
Να 'μουν Εβραίος το '40 στη Θεσσαλονίκη
ή ένα κύμα μεγάλο πάνω στα ξερονήσια,
να 'στελνα πίσω τη ντροπή σ' αυτούς που ανήκει
και μια συγνώμη σ' αυτούς που χαθήκαν περίσσια.
Θα 'θελα σκλάβος να 'μουν με μαστιγιές στη πλάτη,
να κουβαλάω μάρμαρα του Παρθενώνα,
πεισματάρης μαθητής του Σωκράτη,
και τυφλός χριστιανός κάπου στον πρώτο αιώνα.
Στίχοι τούρκου ποιητή γραμμένοι σε λευκό κελί
και λίγο ελεύθερος στη χάση και στη φέξη,
να 'μουν αλλόθρησκου στο κούτελο φιλί
και το γέλιο το πικρό στο Πέραμα του Ξέρξη.
Να 'χα πάρει Ι 5 επί επταετίας,
να μην αντίκριζα μάτια προδομένα
κι από χέρι αριστερό άνευ αιτίας,
ψηφοδέλτιο άκυρο αλλαγής το '81.
Θα θελα να 'μουν μελωδία άγνωστη του Χατζηδάκη
και το επόμενο βιβλίο του Κοροβέση,
απ' τα ράσα αφορισμένος σαν τον Καζαντζάκη,
να παω μ' αθάνατους αν περισσεύει θέση.
Του 2004 να λείπω το Σεπτέμβρη,
θα πάρει η μπάλα πολλούς στο πουθενά,
τα ποντίκια θα χορεύουνε στ' αλεύρι,
γνωστή εικόνα εγώ θα πάρω τα βουνά.

Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
δήθεν για μένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα
και δεν είναι γραμμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
τα μυθοπαρμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
σειρά μου και μένα.

Θα 'θελα να 'μουν μετανάστης στο μεταγωγών,
μπάτσος αυτόχειρας που τέλειωσε ωραία.
Μια φωνή δυνατή που αναφέρεται απών,
έλληνας λοχαγός που δεν πήγε στην Κορέα.
Μια στιγμή από το όνειρο του Ρήγα
και ντοκουμέντο μυστικό από τη Βάρκιζα,
ένα τραγούδι καμπίσιο από κολίγα
και το δάφνινο στεφάνι θα στο χάριζα.
Θα 'θελα να 'μουν ψωμί και κουκούτσι από ελιά
δίπλα σε άδειο από νερό χρυσό κανάτι
που θα καθόταν στο λαιμό του βασιλιά
στο γάμο του λαού με το παλάτι.
να 'μουν η πρωτη διαγραφη απο το ΠΑΚ,
χαμένη μπάλα του γκολφ ξεμωραμένου εθνάρχη,
να 'μουνα σάτιρα σ' ένα κοινό γεμάτο τρακ
και τραγουδιάρης που να μη σέρνεται όπου λάχει
Να 'μουν η αντοχή του Ρένου του Αποστολίδη,
μια ιστορία αφηγημένη απ' τον Κατράκη?
θα 'θελα να 'μουν σ' αλάνα αυτοσχέδιο παιχνίδι
κι ισόβια κάθειρξη απλά για ένα γκαζάκι.
Του Κώστα Βάρναλη να ήμουν η "Καμπάνα"
και το πινέλο του Θεόφιλου στο αίμα,
Θα θελα να 'μουν όσα δε σου 'παν, μάνα,
μήπως και δε με γένναγες μέσα στο ψέμα.

Αφού είμαι άτυχος και δεν ξαναγεννιέμαι,
έφτιαξα μόνος μου κάτι να καυχιέμαι.

 

blue-roses

Θα έχω φύγει μακριά        
 
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατί στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ'όσα μ'είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ'το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι'αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ'ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώνουν στο μεθύσι μου πάνω
σαν τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.

Βρήκα νερό στο κρασί μου γι'αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι'αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι'αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα'χω φύγει μακριά.

Και πάω στοίχημα από κει δεν θ'ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν'ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ'ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ'αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
τα τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.

 

blue-roses

Θα περιμένω        
 
Θα περιμένω, ήλιε
να φανείς, μετά απ' τη βροχή.
Θα περιμένω, φίλε,
μην αργείς,
αγκάλιασε τη γη.
Έλα και φέρε χρώματα πολλά,
πάρε μακρυά το γκρίζο
κι αν θα μυρίσω αρώματα παλιά,
το αύριο σου χαρίζω

blue-roses

Θα σε δικάσει        
 
Ήθελα άλλα να πω, έψαχνα άλλο θέμα
όμως η άνοιξη στο σπίτι μας μύρισε αίμα
τα λουλούδια τώρα γέρνουν να ακουμπήσουν τη γη
και τα πουλιά δεν κελαηδάνε, φτύνουν οργή.
Κάποιοι προλάβαν τον Ιούδα πρίν προδώσει
κάποιοι διαλέξανε τον Βαραβά για να γλυτώσει
κάποιοι σφίξαν πιο πολύ το αγκάθινο στεφάνι
και σταυρώσανε το δίκιο με διπλά καρφιά να πιάνει.
Ω, γλυκύ μου έαρ, μπαρουτιασμένο
πλένεις τα πόδια του αφέντη σου καημένο
είναι στερνή φορά σου, κάντο καλά
κρύψε τα δάκρυα μη σε δούνε και κοίτα ψηλά.
Αν σε δούνε να κλαίς μεγαλώνει η χαρά τους
κι αν φανούν οι πληγές καμαρώνει η στρατιά τους
γι' αυτό τραγούδα δυνατά και γέλα
τραγούδα και γέλα.
Κι όσο για σένα μεγάλε στρατηλάτη
που ζωγραφίζεις με καμάρι τον καινούριο σου χάρτη
η αιώνια κατάρα δεν σε έχει ξεχάσει
θα 'ρθει ξανά, θα σε δικάσει.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η φωτιά.
Θα σε δικάσει - κάθε σταγόνα απ' το αίμα.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η προσφυγιά.
Θα σε δικάσει - και θα σου μοιάζει με ψέμα.
Έξω μεγάλωσε η νύχτα και το φεγγάρι φοβάται
θεριεύει η φωτιά και τίποτα δεν λυπάται
βλαστημάει ο ουρανός με βροχή και χαλάζι
τρέμει συνέχεια η γη, μα τίποτα δεν αλλάζει.
Πέφτουν γεφύρια παρέα με τα στοιχειά τους,
οι τύψεις ξαναβρίσκουν τη χαμένη λαλιά τους
κλείνει τα μάτια ο Θεός γυρνάει αλλού και αφήνει
το καλό και το κακό να σε βιάζουν ειρήνη.
Δε βρίσκουν λόγια οι σπουδασμένοι ούτε ψαλμό οι δεσποτάδες
Δεν πιάνουν πένα οι ποιητές δε νοιάζονται οι μαθητάδες.
Αν ο Θεόφιλος ζούσε με τα άγια του χέρια
θα ζωγράφιζε με αίμα δεκαπέντε αστέρια
στο λαιμό ενός θεριού φερμένου από τη δύση
με όπλα πολλά δεμένο να διψάει να νικήσει.
Μα εσύ ρε γείτονα τραγούδα και γέλα
κάνε τον θάνατο να μοιάζει με την πιο όμορφη τρέλα
σπάσε τα νεύρα στους δειλούς και μη σωπάσεις
όπου κι αν πας να τους δικάσεις.
Θα σε δικάσει - μια ματιά φοβισμένη.
Θα σε δικάσει - του χρόνου η μεγάλη πληγή.
Θα σε δικάσει - μια ψυχή κολασμένη.
Θα σε δικάσει - όταν θα πάψει να κλαίει και η γη.
Θα σε δικάσουν της σημαίας τα μικρά σου τ' αστέρια.
Θα σε δικάσουν δύο που θα τρέμουνε χέρια

blue-roses

Θες δε θες        
 
Τι κι αν θες τι κι αν δε θες το νερό μπήκε στ' αυλάκι πια,
αφού σκάψαμε βαθιά κόντρα στην ανεπροκοπιά
κι έπιασε τόπο ο κόπος, το θράσος και το ρίσκο,
αφού στον όγδοο δίσκο πάλι κοντά μου σε βρίσκω.
Να προσπαθείς να κλέψεις κάτι όλος αυτιά
σα πεταλούδα τη νυχτιά που τη τραβά η φωτιά,
μπας και δώσει στο χαμό της λίγο χρώμα ευτυχίας
με κλωστές αποτυχίας και γνώση ιεραρχίας,
ύφανες πρώτα το κουκούλι σου πριν μεταμορφωθείς
από σκουλήκι της γης στο άκρον άωτον της μορφής.
Μα πάλι νύχτα θα χαθείς απ' όσα ζήλεψες.
Κράτα τη μιζέρια που με φίλεψες.
Κι αν είσαι η κόρη που λενε η ασημοστολισμένη
με τα χωράφια τα ζώα και τα φλουριά προικισμένη,
σ' έχει προλάβει η ζωή μ' έχει ξεπαρθενέψει
κι ας είναι σκύλα γυναίκα που τη καρδιά μου έχει κλέψει.
Τώρα τι θες, τι μου λες.
Πήρες χαμπάρι το low bap κι αναμασάς απειλές,
μαζί με τάματα σ' εφημερίδες και τηλεοράσεις,
δημόσιες σχέσεις που θες δε θες, θα τις ξεράσεις

Θες δε θες,
μπήκε στ αυλάκι το νερό και μουσκεύει το παρόν μας.
Θες δε θες,
κάθε εμπόδιο που βάζεις πάντα θα βγαίνει σε καλό μας.
Θες δε θες,
το χαμένο σου χρόνο θα τον κρατάμε όλο δικό μας.
Θες δε θες,
πατάει στα ποδιά του γερά πια τ' όνειρό μας.

Για δες που θες δε θες, έτσι είν' τα πράγματα.
Όλα όσα θες μισά, τ' αλλά ψιλά γράμματα.
Ξάφνιασμα πρώτο του δρόμου το ριζικό,
μια αρχή καλή από αφιλτράριστο υλικό.
Βινύλιο ατόφιο μ' εξώφυλλο στο χέρι φτιαγμένο,
μ' ανθρώπους με κοινό σκοπό στα μάτια χαραγμένο.
Βάφτισμα πυρός ντόπιο μαγάρισμα,
ξεσκαρτάρισμα σε όλους χάρισμα.

Κι αν είσαι ο τύπος εκείνος που τον τρομάζει το έργο,
όταν ζυγώσεις, θα νιώσεις πως αν δε φύγεις, δε φεύγω.
Εσύ που οι νόμοι σου σκεπάζονται απ' τη γνώμη σου
κι οι ώμοι οι γυρτοί σου δε βαστάνε τη συγνώμη σου.
Κανείς επάγγελμα τίμιο βρώμικη επιθυμία
που δε ξεθύμανε μικρή και γέρασε από ανία
χάρη στη ντρόγκα κι όλα τ' αλλά που έχεις για οδοιπορικά,
σ' αυτό το ηλίθιο ταξίδι πάνω σε λόγια γενικά,
και πάντα μεταφορικά για να μένουν στα χαρτιά.
Mα αυτό που βλέπεις στο καθρέφτη φαίνεται τόσο μακριά
κι όμως είναι κοντά, τόσο που ξύνει τη ψυχή σου
και ξεσκίζει τη μεταξωτή αντοχή σου.

Γράψε ό,τι θες, σκάψε όπου θες, θάψε ό,τι θες, πάψε να θες
κι ό,τι λες να 'σαι καλά για να το λες, κλείσε τα μάτια και δες.
Σκέψου ό,τι θες - μονάχα αυτά που θες
κι ό,τι δε θες, μη το μετράς? να το σκορπάς κουράγιο βρες.
Να συνεχίσεις να θες να κλαις για όσα θες να φταις,
το φαρμάκι πιες ζήσε ξανά μανά το χθες,
για να ξεχάσεις σήμερα πάλι έξω βγες.
τρύπωσε κάπου και τη μιζέρια σου δες.


 

blue-roses

Ίσως μετά να κρυφακούω        
 
Ακόμα ακούω το τρίξιμο της κούνιας στην αυλή
και τον ήχο απ’ την παλιά τη ραπτομηχανή
τον πάγο να λιώνει στο παλιό ψυγείο
και τη μοναξιά μου στο σχολείο
Ακόμα ακούω από τα ξύλινα στρατιωτάκια τη σιωπή
τα ελλενίτ να χορεύουν απ’ τον αέρα στη σκεπή
Ακόμα ακούω απ’ το πικ – άπ το τρίξιμο του ιμάντα
κι εκείνη τη βροχή που της μιλούσα πάντα.
Ακόμα ακούω κάθε πρωί την Μίκαινα δίπλα να ζυμώνει
την πρώτη ανάσα στο πρόσωπό μου να ζυγώνει.
Ακόμα ακούω εκείνες τις καληνύχτες που ζητούσα επίμονα
και τον Βάνια ίσως τον μόνο, όπως τότε, γείτονα.
Ακόμα ακούω τις μαρμίτες να γδέρνουν τα μαντέμια,
τις συμβουλές από τους μπάτσους για να μου σφίξουνε τα γκέμια,
τον όρκο στο στρατό που δείλιασα και σήκωσα το χέρι,
ακόμα ακούω φωνές παιδιών στην Φαναρακίου το μεσημέρι.
Ακόμα ακούω το γιο μου να ραπάρει το «Άκου, μάνα»
το κρυφτοντένεκο και τα γυαλένια έξω απ’ το φούρνο στην αλάνα
Ακόμα ακούω όταν χορεύαμε του μουσαμά τον ήχο,
τα σπρέι ν’ αδειάζουν βιαστικά πάνω στον τοίχο.
Ακόμα ακούω το Fight the Power σιγά – σιγά να μπαίνει
ακόμα ακούω τον Πυροβάτη από το Horizon να βγαίνει
ακόμα ακούω τη γκάιντα απ’ του Twinpeaks το ρυάκι
και τη φωτιά να καίει σε ουαλέζικο τζάκι
Ακόμα ακούω τον Adam και την Adele να μας μοιράζουν κάρτες
κι από το Duisburg να τραγουδάν οι μετανάστες.
Ακόμα ακούω το κύμα απ’ τη βεράντα στη Σουβάλα
ακόμα ακούω στο τσιμέντο και στο ταμπλό τη μπάλα,
ακόμα ακούω να μου λένε «να ‘ναι καλά και να σας ζήσει»

Ακόμα ακούω να με φωνάζει στην ταράτσα του ήλιου η δύση
Ακόμα ακούω το χειροκρότημα απ’ το Ρόδον κείνο τον Μάη
και την δροσιά μου να μου απαντάει πως μ’ αγαπάει
Ακόμα ακούω απ’ το τηλέφωνο το γάβγισμα της Ίρμας

Ακόμα ακούω απ’ το Κάνε κάτι την οργή της τελευταίας ρίμας.
Ακόμα ακούω κάθε στίχο που ‘χω γράψει
κι όποιον έκανα στο διάβα μου να κλάψει.
Ακόμα ακούω το μοτεράκι να σκάβει το πετσί μου
Ακόμα ακούω καθαρά όταν σωπαίνω τη φωνή μου.
Ακόμα ακούω σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία
κι αν είναι φάρσα η τιμωρία

Όλα αυτά θα τ’ ακούω μέχρι να σβήσει κάθε ψέμα που ‘χω μέσα μου
μέχρι να σβήσει η φωτιά μου κι η μπέσα μου
και μετά ίσως να κρυφακούω.

 

blue-roses

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή        
 
Κάθε χρόνο θυμάμαι τέτοια εποχή,
την καρδιά μου να πνίγει μια ενοχή.
Σα να με τιμωρά ο χρόνος και γοργά κυλάει
και στα Χριστούγεννα για μένα πάλι σταματάει.
Ήρθε η ώρα, βλέπεις για άλλη μια φορά
στον εαυτό μου ξανά να δώσω αναφορά,
για όλα αυτά που πρόλαβα ή ξέχασα να κάνω,
αν το σκοπό που 'χα βάλει άρχισα να φτάνω.
Και τότε η σύγκριση αρχίζει να με τρομάζει,
ξανά το ίδιο δράμα μπροστά μου φαντάζει.
Μια χρονιά όλο μίσος, πολέμους και αίμα,
μια χρονιά που η ζωή μοιάζει με ψέμα,
μια χρονιά που κατάφερε να μας γεράσει,
μια χρονιά που όλοι εύχονται να περάσει,
μια χρονιά που δυνάμωσε όσα τώρα πιστεύω,
κι έπαψα τον εαυτό μου να κοροϊδεύω.
Έπαψα, που λες, να πιστεύω σ' αυτά
που τόσα χρόνια μέσα μου είχα ζωντανά.
Σε παλιές ιστορίες που γι' αγάπη μιλούσαν
και που πολλές γενιές ζωντανές κρατούσαν.
Τώρα τα μηνύματα έχουν άλλο σκοπό,
τραβάνε όλα το δρόμο τον εμπορικό.
Τώρα ο κόσμος μιλάει για δώρα και παιχνίδια,
στο δέντρο τους κρεμάνε λεφτά για στολίδια.
Ένα δώρο ακριβό σβήνει το κάθε τους λάθος,
ο τζόγος έχει γίνει το μόνο τους πάθος.
Γιορτές γι' αυτούς που αγαπούν το ξενύχτι,
γι' αυτούς που ζουν συνέχεια μες στο δίχτυ.
Την άλλη πλευρά κανένας δε κοιτάει,
για τους ανθρώπους αυτούς κανένας δε μιλάει.
Σ' αυτούς που η αγάπη μόνο έχει απομείνει,
που χρόνια ξεχασμένοι απ' το θεό έχουν μείνει,
σ' αυτούς νομίζω, Χριστέ μου, κάτι πως χρωστάς,
τις ελπίδες, τα όνειρά τους μη τα ξεχνάς.
Στη γέννησή σου ελπίζουν για κάτι καλό
κι αν σου έχει ξεφύγει, άκου τι θα πω·
μια εικόνα στο μυαλό μου μένει καρφωμένη,
για μια φαμίλια τόσο ταλαιπωρημένη.
Σ' ένα σπίτι μικρό, νύχτα Χριστουγέννων,
στολισμένο ένα δωμάτιο με φτερά αγγέλων.
Στο φτωχικό τραπέζι κεριά αναμμένα
και του μικρού παιδιού τα μάτια δακρυσμένα.
Όλοι μαζί τραγουδάνε την Αγια Νύχτα,
μα συ Χριστέ τους ξέχασες κι αυτή τη νύχτα.
Γι' αυτό τα Χριστούγεννα μόνος περνάω,
παρέα με το γιο μου και δε τραγουδάω.
Κι εύχομαι για όλους να 'ναι ευτυχισμένα,
να πάψω να βλέπω μάτια δακρυσμένα.

 

blue-roses

Κακιά στιγμή        
 
Μες την ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.

Μα έλα που το 'δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ' τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.

Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να 'μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.

Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου 'παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.

 

Αφιερωμένο στην τελευταία
νύχτα που πέρασα με τον
Θανάση μου!

blue-roses

Καλά κρασιά        
 
Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ' αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ' το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι' αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
και 'κει γεννάει - καλά κρασιά!

Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ' αυτιά, καλά κρασιά.

Πάνω λοιπόν στη ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου 'φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ' αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι -
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ' αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ' αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ' απόλυτη ανυπαρξία.
Αντε, 'γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου κλέψε τη ζεστασιά
- τέλος κακό, καλά κρασιά.

 

blue-roses

Καλέ μου φίλε άντε γαμήσου        
 
Κάνανε λάθος και σε ρίξανε στη κούνια μαζί μου,
δεν κρατήθηκες κι άπλωσες χέρι στο φαΐ μου
σε βούτηξα απ' το σβέρκο και στο αφτί σου είπα "κοιμήσου"
ή απ' τη κούνια μου καλέ μου φίλε άντε γαμήσου
Πρώτη μέρα στο σχολείο κι ίδιο θρανίο
μ' ένα κοντό που είχε τεράστιο κρανίο
ένα παιδί που μου κλέβε τα πάντα από τη κασετίνα,
μα που έβγαλε δίπλα μου μονάχα ένα μήνα.
Α, ξέχασα, καλέ μου φίλε, άντε γαμήσου
τώρα που σε είδα ξαναθυμήσου…
Στη πρώτη γυμνάσιου ψαρωμένοι και οι δυο
στη προσευχή είχες ψηλώσει κι εγώ παιδί παχύ,
ζήλευα που είχες πάντα τσόντες μαζί σου
καλέ μου φίλε που καμάρωνες για το κορμί σου.
ʼντε γαμήσου, έτσι όπως παει μοιάζει με το αφιερωμένο
σκατά τραγούδι, χαρτί καμένο,
όμως θα το τσουλήσω, θα παω παρακάτω
τότε που φόρεσα αλεξίπτωτο σε γάτο,
καλέ μου φίλε, για να σε εντυπωσιάσω
ή όπως εκείνη τη φορά που τα κλειδιά μου είπα να χάσω
και θυμήσου άντε γαμήσου
καλέ μου φίλε άντε γαμήσου.
Καλέ μου φίλε που πήγες πρώτος στα μπουρδέλα
με τρεις χιλιάδες έπνιξες πρώτος την κουνέλα,
σε είδα έφηβο με μια μουνίτσα ωραία,
με τρία τσουλούφια στον καθρέφτη του κουρέα,
σε είδα με βέσπα, παλιό τεμπέλη και κοπρίλε
και σου 'πα άντε γαμήσου πάλι καλέ μου φίλε
φίλε καλέ, λυκόφιλέ μου
ήρθα στο γάμο σου, στα κυριλέ μου.
Σου έφερα δώρο ακριβό, έτσι να σκάσεις
σου ψιθύρισα στο αυτί άντε γαμήσου να ησυχάσεις.
Καλέ μου φίλε, πολύ καλέ μου,
βρεφικέ, νηπιακέ, και παιδικέ μου
εφηβικέ, καρδιακέ, μοναδικέ μου
θα σου χρωστάω που μοιραστήκαμε παρέα τις χαρές μου
κι όχι τις λύπες - τι είπες - άντε γαμήσου
δεν πιστεύω να μου πες αϊ γαμήσου
όχι αϊ γαμήσου, άντε γαμήσου φίλε καλέ μου
που έτρεχες πίσω από τις πορδές μου.
Αρχίδια ρίμα, δικό σου κρίμα
κι επειδή ήσουν πάντα ένα βλήμα,
σου 'φερα απόψε ένα κουτί μ' όλα τα άντε και γαμήσου
κι αν έχεις πρόβλημα, συγνώμη, άντε γαμήσου.

Να το ρεφρέν, άργησε λίγο,
μα έτσι κάνω τη καρδιά μου όταν ανοίγω
και θυμάμαι τον πιο καλό μου φίλο
που μοιραστήκαμε μαζί δέκα νταλίκες ξύλο.
Να και το υπόλοιπο ρεφρέν και κάτι ακόμα
εμάς τους δυο θα μας χωρίσει μόνο το χώμα,
γιατί η φιλία μεγάλο πράγμα ήταν μαζί σου
καλέ μου φίλε... άντε γαμήσου.

 

blue-roses

Καληνύχτα μαλάκα        
 
Καληνύχτα,
άλλη μια μέρα χαλάλι
πέφτει δίπλα
στο γυρτό σου κεφάλι
τα μάτια σου βαριά
περιμένουν τ'όνειρό σου
τάχαμου,τάχαμου
το δρόμο για το λυτρωμό σου
ξεφορτώσου
ο,τι νομίζεις κακό
όσο κοιμάσαι η ρουτίνα
παύει να 'ναι ριζικό
κι οι φόβοι σου
εκεί δείχνουν μονιασμένοι
με τη λαχτάρα σου,τη στοιχειωμένη
σφίξε καλά το φως
το φυλαχτό σου
είναι περίσσεμα
απ'το πιο καλό ονειρό σου
είναι το ξέπλυμα
εκείνου απ'τις τύψεις
είναι ο,τι έχασες
κι ο,τι θα κρύψεις

Καληνύχτα μαλάκα..........η ζωή έχει πλάκα
Καληνύχτα μαλάκα...........η ζωή έχει πλάκα

Καληνύχτα μαλάκα.....
ενός φίλου η ατάκα
μιας και ξέμεινα απόψε
του την έκανα τράκα
Η ζωή έχει πλάκα......
έτσι είναι Σωκράτη
σε τρώει όλη τη μέρα
τη νύχτα θέλει κρεβάτι
σε γεννάει,σε γερνάει
σου χαρίζει στιγμές
σε ξεχνάει,σε ξερνάει
σε γεμίζει ρωγμές
Γέλα ρε ,δεν βαριέσαι
όλα είναι συνήθειο
μην δακρύσεις,γιατί...
θα σε πάρουν για ηλίθιο
Καληνύχτα μαλάκα.....
μοναχά να θυμάσαι
αύριο πρωί
το ίδιο μαλάκας πως θα 'σαι

καληνύχτα μαλάκα....η ζωή έχει πλάκα
καληνύχτα μαλάκα.....η ζωή έχει πλάκα

 

blue-roses

Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο μου        
 
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς σε συνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ? το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ? όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μη τη πεις.

Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ? τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.

Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.

Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.

Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
ι? αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ? ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.

Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής

Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις]

blue-roses

Κάμερα στραμμένη πάνω μου        
 
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·
και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς
Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,
δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·
παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,
κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,
χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,
αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.
Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,
στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,
στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω
- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.
Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·
στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.
Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,
όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια
προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,
θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω
να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.
Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.

Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·
ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.
Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,
όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.
Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,
γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,
θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,
θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο
παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς?

Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,
φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.
Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·
κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,
στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου
– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.
Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,
μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.
Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·
μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο
κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.
Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν
- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες
που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·
εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί
κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.
Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου
μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.
Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω
θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.

 

blue-roses

Κάνε κάτι        
 
Κάθε φορά βαρέθηκα να μου χτυπάς την πλάτη
και να μου ζητάς να ‘μαι γερός και να τα χώνω,
σα να μου λες ότι τραβάμε ξέχωρο μονοπάτι
κι ό,τι ξεφουρνίζω μόνος το πληρώνω.
Θα σου φρεσκάρω τη μνήμη, συνταξιδιώτη κι αδερφέ μου,
τα ίδια λεκιασμένα λόγια πετούσαν κάποιοι κατά γράμμα.
Δεν παίζει ρόλο αν δε τους πίστεψα ποτέ μου
οι κακοτοπιές μόνο στους δειλούς αφήνουν τραύμα.
Μην ψελλίζεις λοιπόν τα λόγια αυτά τα μασημένα
σαν και αυτούς που θριαμβεύουν στη σκιά της ντροπής,
γίνε φωτιά και λύτρωσέ μας απ’ τα ρημαγμένα,
γίνε όμορφο τραγούδι μας κι άντε να το πεις.
Να τους λυπάσαι που περάσαν από δω και μοιάζουν άνετοι.
Άπαξ και προδώσουν ύστερα μηχανεύονται
γεμάτοι αληθοφάνεια σύγχρονοι κι ενάρετοι.
Δεν πετάνε, απλά φτεροκοπάνε και παινεύονται.
Επικύρωση απ’ τη μάζα μη γυρεύεις,
μείνε παρείσακτος να λογοδοτείς σε σένα.
Η ζωή είναι όμορφη κι απλή, μην το παιδεύεις.
Κάνε κάτι, και σταμάτα να ζητάς πάλι από μένα.
Μη μου χτυπάς απλά την πλάτη, κάνε κάτι.
Σ’ αυτό τον τόπο βασιλεύουνε τα λόγια.
Αν με κοιτάς τόσο μακριά απ’ το μονοπάτι,

μοιάζω με νάνο κρεμασμένο σε ρολόγια.
Μη μου χτυπάς απλά την πλάτη, κάνε κάτι.
Απ’ το μικρό περίσσεμά μου χρόνια τόσα
πετάω μπρος σου το καλύτερο κομμάτι·
πόσα θέλεις από μένα ακόμα, πόσα

Σαφή ορισμό το όνειρό μας δεν έχει
ούτε θαμπά νοήματα κανείς μη σκαρφιστεί.
Απλά έχει πύρινο βιος όποιος δε σκιάζεται κι αντέχει
κι όποιος γουστάρει τα όμορφα να μοιραστεί.
Γι’ αυτό μην κοντοστέκεσαι στα βουβά και στοιβαγμένα,
θα βυθιστείς στη λάσπη από τα σάλια τους.
Μέσα σου να περισώσεις όλα τα καλοβαλμένα.
Κοίτα τους καλά, έχουν τα χάλια τους.
Ολότελα μονάχοι σέρνονται και σκοτισμένοι
λοξοκοιτάζουν και υποδείξεις περιμένουν που να πάνε.
Άντρες μοντέρνοι κι απ’ τη βουή κατειλημμένοι

πίνουν, μεθάνε, τους φτύνουνε, γλεντάνε.
Μέχρι λοιπόν τη σκέψη σου καλά να κουλαντρίσεις
φύγε από τα ξέθωρα και τα ποδοπατήματα
κι όταν καλμάρουν οι καιροί έβγα να ζητήσεις
τα ρέστα σου απ’ τα νεκρά παραληρήματα.
Και να θυμάσαι, οι ξεπεσμένοι πριν ήταν καλόγνωμοι
κι ότι «αλεπού του βάλτου» είναι το παρανόμι μου,
στη σκοτεινή πλαγιά ακόμα είμαι, τη γνώριμη,
κι αν είχα εφτά ζωές, για τους προδότες δεν θ’ άλλαζε η γνώμη μου.

 

262 Επισκέπτες, 0 Χρήστες