Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 186
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 182
  • Total: 182

Active Member

Ξεκίνησε από blue-roses, Μάρτιος 30, 2007, 11:36:29 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Λίγο να σκεφτείς        
 
Λίγο να σκεφτείς, κι αμέσως γίνεσαι του πόνου γητευτής·
λίγο να σκεφτείς, θα ξεθαρρέψεις τ' αλυτά θα ονειρευτείς·
λίγο να σκεφτείς, κι ανοίγεις δρόμους στα μνημονικά της γης·
λίγο να σκεφτείς τα περισσέμματα, δε θα γευτείς, θα ερωτευθείς.
Λίγο να σκεφτείς κι αρχίζει το αίμα σου βράζει, αλλάζει,
ο κόσμος γύρω σου θεριεύει, φωνάζει, χαράζει
το πιο μεγάλο σου χρόνια μαράζι αδειάζει,
σ'αλλάζει τόσο που σε ξαφνιάζει.
Βάστα από δω και πέρα, βάστα καλά και πάμε
στα πιο περήφανα περνάμε, όρθιοι γερνάμε.
Για την ντροπή όσων μας ζύγωσανε, θα τραγουδάμε,
θα ξεδιψάμε με μέρες κι όλα τα χρόνια θα φάμε
και θα κεντάμε όρκους στ' ονειροσάλι σου νύχτα μαγεύτρα,
ακριβοπλήρωτη πουτάνα και ψεύτρα·
για να δεχτείς τη συντροφιά μας αθώα κυρά μας,
έτσι πληρώνουμε τ' αγέννητα τα φονικά μας.
Και να σκεφτείς, αν το αντέχεις και μπορείς να το σκεφτείς,
άλλοι φωλιάσανε στα μέρη που φοβόσουν να κρυφτείς.
Αν το δεχτείς, μισά μοιράσματα θα 'χεις να παινευτείς
απ' της ντροπής κι άλλα μισά απ' της σιωπής.
Λίγο να σκεφτείς, και μπρος σου γονατίζουν οι πόνοι
κι όσοι αρνιούνται το βιος τους, μοιάζουν μ' αίμα στο χιόνι·
το μυρίζεις τη νύχτα, το διαβάζεις τη μέρα·
είναι σα γυάλινη σφαίρα, μου το 'χει πει η Fiera.

Πάει καιρός
Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα,
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε,
άλλοι παντρεύτηκαν και πήγανε και δέσανε·
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες,
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους,
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.
Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει
κι αν έμεινε κανείς τρελλός εδώ να το παλεύει
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρά μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα,
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.
Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι,
Ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.
Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως·
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός,
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.

Πάει καιρός όμως θυμάμαι, ευτυχώς,
μυρωδιές εικόνες και νοιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως,
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως.
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός,
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.

Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πόρτα
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο,
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο·
να του ρίξω δυο καλά να 'ρθεί στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.
Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το 'λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι,
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι,
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι,
καλοδιατήρητοι και γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις,
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις - βγάλ' τα παπούτσια, μη λερώσεις -
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ' ανέμελα,
τώρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκειά σου νιότη - πίσω προδότη -
θα κλειδώσω τη πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.

 

blue-roses

Μα δε λογάριασα καλά        
 
Μη με παρεξηγήσεις που άργησα κάτι τρεχάματα είχα
το ριζικό μου βλέπεις ν' αποφύγω παρά τρίχα
ήθελα λίγο, τόσο λίγο, πάλι, μα απ' το ξερό μου
να ξεφύγω δε μπορώ, δεν ειν' το τυχερό μου
Τώρα που αλλάζουν οι εποχές χωρίς βροχές,
μοιάζουν να λάμπουν οι ανοχές και να ξεφτίζουν οι αντοχές
Απ' ότι λένε οι ειδικοί απ' τα εργαστήρια-γραφεία
ούτε κι ο χρόνος δε γλιτώνει απ' τα ψηφία
Μπορεί γι' αυτό να 'χω πεισμώσει και να κοιτάω κατάματα
απ? τα μεσάνυχτα ως τ' άγρια χαράματα
κάθε δικό μου, κάθε τρελό μου, κάθε όνειρο μου
κι ας μου το δείχνουν οι αριθμοί πως τον καιρό μου
τον χάνω τζάμπα αντί να τον κρατάω καβάτζα
και τότε πάντα κάτι ξεμένει στη μπάντα
Γιατί μυαλό μου μουλιάζεις, γιατί ψυχή μου αποκοιμιέσαι;
Γυρεύεις συντροφιά, χαρά βρώμικη να ξεχνιέσαι
κι έτσι γελιέσαι μες στων πολλών το συναπάντημα
στους καλοκουρδισμένους δίνεις πάτημα
να βάλουν χέρι στα σκουριασμένα σου γρανάζια
αφού τσεκάρουν τα μπαγκάζια και μετά σου χώσουν γκάζια.

Μα δε λογάριασα καλά κι άφησα πίσω τόσα λόγια
τώρα που αλλάζουνε δειλά όλου του κόσμου τα ρολόγια
Μα δε λογάριασα καλά ούτε το ύψος τ' ουρανού
πήγα και πέταξα ψηλά, χωρίς τις πλάτες του Θεού

Από παλιά όλοι μας τρέχουμε τον ήλιο να προφτάσουμε
μαρκάρουμε τον ουρανό να μη τα χάσουμε
βαφτίζουμε ώρες και λεπτά κάθε στιγμή που περνάει
λες κι η ζωή όλους το ίδιο μας γερνάει
Γυαλισμένα θέλουμε τα πολυκαιρισμένα,
με μαστοριά έχουμε καλά φυλακισμένα
όσα κυλάνε σαν την άμμο σε κλεψύδρα ραγισμένη,
αφού τα χέρια που τη σκάλισαν την έχουν ξεχασμένη
και κάθε κόκκος μας θυμίζει τη φορά
που διαβήκαμε τον δρόμο μ' οδηγό τη συμφορά
κόντρα στη σιγουριά και στη βιασύνη
αυτές σου δείχνουν καλοσύνη, μη γυρνάς εμπιστοσύνη
Κι αν σηκώνω κεφάλι κι αν πουλάω και μούρη
γελιέμαι στην αρχή πως έπιασα κελεπούρι
μα δε λογάριασα καλά πάλι κι άφησα λόγια
και καταριέται η ψυχή μου όλου του κόσμου τα ρολόγια
να παγώσουνε για λίγο. αλλά πού!
Είναι φτιαγμένα από θνητούς που 'χαν τις πλάτες του Θεού
Γι' αυτό και γω για να συνέλθει της τα χώνω καλά
πάντα στις ώρες τις μικρές έχω να πω πολλά.

 

blue-roses

Μάσκα        
 
Ξυπνάω με φωνές γιατί άρχισες χωρίς εμένα καρναβάλι
τι στολή να βάλω τι να φορέσαν άραγε όλοι οι άλλοι
λες να 'χουν χρώματα πολλά και φινετσάτα και τεράστια καπέλα
θέλω να ‘μαι μοναδικός και αντί για μάσκα να φορέσω εσένα τρέλα.
Γιορτή γιατί Γιατί γιορτή να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί
Τρελές χαρές, βουβές φωνές βγάλε τη μάσκα σου και δες.

Μοιάζεις κακός πωπω μια μάσκα που τη βρήκες πες και εμένα
όσα φοράω κλεμμένα είναι και σκισμένα
πες μια κουβέντα να σ' ακούσω τρόμαξέ με
μέσα στα μάτια να με σκιάξεις κοίταξέ με.
Μα δε μπορείς κακό να γίνεις αλήθεια δε μπορείς
Για κοίτα εκείνον με τ' αγγέλου τα φτερά που όλο γελάει
κρύβει τα μάτια του και μοιάζει μια χαρά ενώ πονάει
και αν του φωνάξεις να γυρίσει να κοιτάξει
δε θα γουστάρει το παράδεισο, θ' αλλάξει.
Ένα καπέλο θα φορέσει γεμάτο με φτερά
και θ' αρχίσει να χορεύει με τους άλλους στην πυρά
κι αυτός που καίνε πόσο μου μοιάζει
και μονάχα που το σκέφτομαι αλήθεια με τρομάζει.
Βρες μου μια μάσκα να φορέσω ότι να 'ναι να σωθώ
και μια στολή να μοιάζω σαύρα να συρθώ
ή καμιά φούστα καμιά τσάντα καμιά κάλτσα
να μοιάζω πόρνη που ξεχύθηκε στην πιάτσα.
Κάνε ότι να 'ναι να ξεφύγω απ' τη φωτιά άσε με λάσκα
έκανα λάθος που δε φόρεσα μια μάσκα.
Στο καρναβάλι ρε που πας
χωρίς μάσκα και στολή ρε να φοράς.
Κι αφού το διάλεξες, να πας
θα 'σαι μόνος μες στους μόνους θα πονάς.
Γι' αυτό λοιπόν φοράω την πρώτη μάσκα εκείνη που θα βρω
το πήρα απόφαση πως πρέπει να χωθώ μες στον χορό
κι αν τους φοβίσω και εγώ με τη σειρά μου
τότε θα 'ναι ταιριαστή επάνω μου η φορεσιά μου.
Κι αν τους κάνω να γελάσουν και ξεσκάσουν
μπορεί τη φάτσα μου για πάντα να ξεχάσουν
και να θυμούνται αυτή τη μάσκα τη γελοία που φοράω
και θα μπορέσω με τους άλλους άνετα να περπατάω.
Δε θα φοβάμαι και δε θα ντρέπομαι για μένα
θα 'ναι τριγύρω μου τα πάντα ευτυχισμένα
δε θα ζηλεύω αυτά που φόραγαν οι άλλοι
θα συνηθίσω εδώ κοντά σου καρναβάλι.
Τέλος καλό όλα καλά
η μάσκα ταίριαξε καλά.

 

blue-roses

Μεγάλα μαύρα ράσα        
 
Θου κύριε το στόματί μου!
Ήρθα μόνος μου δεν ήρθε το καλό μαζί μου
τριαντοχτώ περίπου χρόνια αξομολόγητος
βαπτισμένος με το ζόρι κι ασυγχώρητος
Από παιδί με πιάνανε στην εκκλησία στα πράσα
που φωτιά ήθελα να βάλω στου παπά τα ράσα.
Είχαμε σχέδιο για το παγκάρι του προφήτη Ηλία
να το σπάσουμε έξω απ' το σχολειό να πάρουμε βιβλία.
Όμως, μας έπιασε η κουφάλα η παπαδιά
που έκλεβε πρόσφορα κρυφά μες στην ποδιά
και το κρυφόκανε με τον δεξιό τον ψάλτη
που εκείνος τα 'χε και με τον καντηλανάφτη.
Εντάξει, εγώ ήμουνα απ' άλλη ενορία,
στην εκκλησία μας δρούσε άλλη συμμορία
παιδεραστίας και υπέρ ανεγέρσεως του ναού
νταβατζιλίκι σ' άλλο ένα σπίτι του θεού.
Τις μυροφόρες θυμάμαι πίσω απ'τα στασίδια
να προσεύχονται να βρέξει ο ουρανός (αρ..ια)
Μ' αυτά και μ' άλλα με πήρανε τα χρόνια
μέχρι που είδα παπά στο γάμο μου ρε σαν τα χιόνια
κι ευτυχώς που μου έδωσε τις ευλογίες του
χαλάλι τα λεφτά με τις υγείες του.
Κι αφού δεν έκανα ποτέ αίτηση αθανασίας
γουστάρω δήμευση περιουσίας της εκκλησίας.

Μη κρατάτε κακία όμως στο Θεό,
το μαγαζί έχει τρεχάματα είναι πολυεθνικό,
πού να γνωρίζει κι αυτός όλους τους συνεργάτες του
κι αυτός κοιτάει να διώξει το βάρος απ' τις πλάτες του.
Αλλοι λαμόγια κι άλλοι στην προσευχή ως το βράδυ.
Αλλοι professionals ή στου Μεσαίωνα το σκοτάδι.
Καλά όλα αυτά, αλλά για τα μοναστήρια τους
αλλιώς θ' ακούνε μια ζωή τα ασιχτήρια τους.
Δεν είναι ο λαός το παιδί για τα θελήματα
έχει τα ζόρια του μύρια προβλήματα
αν μας κυκλώσουν κι οι σκιές με τα μεγάλα μαύρα ράσα
άντε βγάλε από τα μάτια μας τα γράσα.
Και ας τελειώνουμε επιτέλους με τα τάματα
στο κεφάλι μας κρυμμένα όλα τα θαύματα
με τους σάπιους ούτε στιγμή απ' τη ζωή μας
που μια την έχουμε να 'ναι δική μας
όσο για το θέμα μου ας το διευθετήσουνε
έτσι για φόρο τιμής ας μ' αφορίσουνε
κι όταν ψοφήσω μη με διαβάσουνε
οι φίλοι μου οι αριστεροί απ' τη ζήλια τους να σκάσουνε.

Ω, μεγάλα μαύρα ράσα
Χρυσοί σταυροί και πετραχήλια
Ω, στα μάτια μας τα γράσα
και οι προσευχές στα χείλια.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα σας πληρώνουμε όλοι φέσι
Τον Ιούδα τον μπαγάσα τη δουλειά άφησε στη μέση.

 

blue-roses

Μείνε εκεί        
 
Τι κανείς, ρε Όλα σε θέλουν κοντά τους
κι εσύ τρως απ' το περίσσεμμά τους.
Κυνηγάς το σκοτάδι σε απάτητες στοές
και σε αδύναμες φωτιές τραβάς και καις στιγμές.
Πήρες ξοπίσω της σιωπής τη λιτανεία και πας,
δειλιάζεις να ζεις και ν' αγαπάς.
Λιγοστεύεις τα πανέμορφα και τα μεγάλα,
κάνεις κουμάντο και διατάζεις με λάθος σινιάλα.
Στραβά αρμενίζεις σε στραβό γιαλό,
ρίχνεις άγκυρα εκεί, μα έχεις φουρτούνα στο μυαλό,
ακολουθάς αερικό κυνηγημένο, φοβισμένο,
ακούς τη μοίρα σου που σ' έχει μοσχαναθρεμμένο,
αυτή που σε βυζαίνει ακόμα και σ' αλλάζει τις πάνες
και σε κρατάει στις σφιχτές της δαγκάνες,
σε ντύνει ήλιο και σε βάζει σε καινούρια τροχιά,
σε χτενίζει και σε πλένει με φαρμάκι από οχιά,
σε λιγοστεύει μέσα σ' όλα τα λίγα.
Πετάς παντού τ' αγγίζεις όλα όπως κάνει μια μύγα,
μα το δικό σου φοβάται, δε στο δείχνει,
μόνο όσοι ξέρουν περπατάνε σε κρυμμένα ίχνη,
μα λιγοστεύουν κι αυτοί - εκεί η ζωή δεν ανασαίνει,
αλλά γεννάει κι ό,τι γερνάει το πεθαίνει.
Γι' αυτό όσα φεύγουν, μου λείπουν πιο λίγο
κι αν λιγόστεψα σειρά μου να φύγω.
Θα 'θελα να 'χα κουράγιο να δω αυτούς που γεννιούνται,
να κλάψω δίπλα σ' αυτούς που ξεχνιούνται,
να παω στα μέρη αυτά που δε πήγα.
εκτός κι αν μέσα μου είναι όλα πιο λίγα.

Λιγοστεύουν στη ζωή όλα
πουλάει τα πάντα για το αύριο το τώρα.
Λιγοστεύουν στο ονειρο όλα
και στη ψυχή μας το μπάλωμα φαίνεται.

Λιγοστεύουν στην αγάπη όλα,
γίναμε φυτά σαρκοβόρα,
λιγοστεύουν στο θάνατο όλα,
μείνε εκεί, αδερφέ μου αγέννητε.

Μείνε εκεί - εδώ ζει το λιγόψυχο,
δε μυρίζει τώρα πια ούτε τ' απόβροχο,
τα νιάτα ξεπουλάνε τη φρεσκάδα στοιβαγμένα,
γεννιούνται με κακό χρεωμένα.
ʼκου με μένα, νιώθω ένα όμορφο ρίγος,
σ' ένα άσχημο κουφάρι ζω και δείχνω λίγος.
Δεν είμαι το άτρωτο ούτε έξυπνος περνιέμαι,
μα έχω κάτι περίσσιο να καυχιέμαι.
Κι ας μοιάζει στάλα σε πελώρια γυάλα,
και πλατύσκαλο σ' ατέλειωτη σκάλα,
απλά όλα τ' άλλα χάσαν το νόημα την ομορφιά τους,
χαίρομαι χρόνε που δε μ' έστησες κοντά τους.
Απλά η σκιά τους που και που με τυλίγει,
τίποτα μεγάλο δε με πνίγει.
Χρόνια τώρα ψυχή και γλώσσα ακονίζω
και το λίγο μονάχος μου τ' ορίζω.
 

blue-roses

Μελωδία της παρακμής        
 
Από που 'ρθες, ρε, μεγάλε και παράξενα μιλάς
όλα μου μοιάζουν ωραία, εσύ γιατί μου το χαλάς
όλοι χωράμε παντού γιατί περίεργα κοιτάς
έφαγες πόρτα απ' τη ζωή μας και γελάς.
Σε κοιτάζω τόση ώρα κι όλο κάτι μου θυμίζεις
δε μπορεί απ'το πουθενά μοναχός σου να γυρίζεις
άραξε ρε στη βολή σου
έλα δίπλα ξάπλα και κοιμήσου.
Γιατί τώρα οι ανάσες μας τρομάζουν σαν κραυγές
και οι τύψεις στήνουν γλέντι θες δε θες
τώρα μας πνίγει η συνήθεια βοηθάει κι η ευκολία
είναι όλα τόσο ωραία μοιάζει εύκολη η λεία.
Στην εποχή αυτή που ζούμε των μετρίων
βασιλιάδες οι τρελοί των ηλιθίων
τώρα διαλέγουμε απ' το ψέμα ένα ψέμα μα όλα ίδια
πιο μεγάλο τώρα ψέμα ανακυκλώσιμα σκουπίδια.
Τα μισόλογα άρκουν άκουσέ με κάτι ξέρω
έχω πεί τόσα πολλά κι έτσι πια δεν υποφέρω
θα στα φτιάξω ένα τραγούδι και την άκρη θα την βρείς
πίσω απο τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής.

Γίναν οι πρόσφυγες τουρίστες και οι ευέλικτοι αρτίστες
πρώτο τραπέζι και η μιζέρια μας στις πίστες
η υπομονή τον πρίγκηπά της περιμένει,
η σιωπή τώρα φωνάζει σαν πεθαίνει.
Ο μικρός ξέρει καλά όταν τρέχει που πηγαίνει
ο μεγάλος δεν θυμάται προσπαθεί, μα δε μαθαίνει
ο θεός ψάχνει τον τρόπο μια συγνώμη να μας πεί
έχει πρόβλημα ο δέκτης η επαφή έχει κοπεί.
Τα παράσιτα πολλά μα θα στήσω μια κεραία
στην ταράτσα έτσι για μούρη για να φαίνεται ωραία
έχω σπάσει στο PC μου κωδικό για την τιμή μου
κι έχω σβήσει απ'τα αρχεία την ντροπή μου.
Η χαρά βγήκε στην πιάτσα και η τιμή είναι προσιτή
μορφωμένος νταβατζής και τσατσά η αρετή
τσαμπουκά πουλάει το μέλλον για να διώξει το παρόν
η ψυχή μας προϊόν συνταγή απ'το παρελθόν.
Βρυξέλες Πομπηία Βερσαλλίες και Σιών
οίκοι ανοχής και μόδας χαίρουν φιλανθρωπίων
μια φτηνή δικαιολογία για την κάθε μας στιγμή
μια ωραία μελωδία από σένα παρακμή.

Είναι θέμα ζωής (τώρα πιά)

και ανάγκη εποχής(όχι για μένα)
η ευκολία για μια λύση της στιγμής (η ευκολία που μας δέρνει της στιγμής)
κι αν την άκρη δε βρείς (ρε άντε γειά)
λίγο πρίν να χαθείς (θα γίνουμε ένα)
χάρισμά σου η μελωδία της παρακμής.

 

blue-roses

Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες        
 
Σταμάτα να καυχιέσαι πως όλα τα είδες
είναι μεγάλη η διαδρομή
το μέτωπο σου δειλιάζει να χαράξει ρυτίδες
σε μια μικρούλα έχεις φωλιάσει ρωγμή
αυτού του κόσμου που ονειρεύεται ακόμα
να γίνει ένα αιώνιο, απέραντο μνήμα
στάσου και φτύσε στου χρόνου το γιόμα
ό,τι σκεφτείς εδώ είναι όλα χύμα.
Δέσου καλά στο κατάρτι και άσ' τις σειρήνες
να σε φωνάζουν, να σου τάζουν πολλά
άσε τα χρόνια, άσε τους μήνες
να σε γεράσουν όπως ξέρουν καλά
άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
θα μείνω εδώ δεν έχω που να κρυφτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
δε προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ.
Γι' αυτό σου λέω είναι βαριά τιμωρία
να θέλει η νιότη σου να τρέξει μπροστά.
Πείσε την πρώτα ότι δε κάνει αγγαρεία
κι ύστερα τράβα απ' αυτήν χωριστά.
Τρέχα και βρες τις μεγάλες φοβέρες
έχουν κουρνιάσει μες στις ψυχές
και τραγουδούν τις παράξενες μέρες
δίπλα στις τύψεις και οι ενοχές
γίνανε λόγια απλά κι αυτές με φαντασία
γι' αυτό περίεργα απόψε, δε στο 'πα
δεν ικετεύουνε πια γι' αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα.
Μη ξεχνάς και μη κερνάς αδικία
τώρα πια ανθρώπους και στιγμές
κράτα στην πάρτη σου τη πιο μεγάλη κακία
είναι θαυμάσιες οι μέρες αυτές.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
ψάχνω κουράγιο μήπως και ονειρευτώ
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
καλή ευκαιρία μήπως και μαγευτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
έτσι μπράβο να σ' ακούω να μιλάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Τι ωραίο να κλαις και να γελάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να ονειρεύεσαι, να μη ξεχνάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να μη φοβάσαι και να γερνάς.

 

blue-roses

Μέριασε        
 
Μέριασε, μαλάκα, κρύβεις το φως.
Αν μου το πάρεις κι αυτό, τι θ’ απογίνω
Της κράτησης μου είναι όρος ρητός
τουλάχιστον να βλέπω, όσο θα μείνω.
Μέριασε, σου λέω, ορέχτηκα ουρανό
και μη φοβάσαι, έχεις τα χέρια μου δεμένα,
καμένο το μυαλό μου κι αδειανό
και τα χείλια μου σφιχτά ραμμένα.
Μέριασε, φοβισμένε· με παράτησε ο θυμός
μετά της μνήμης μου τον έσχατο μονόλογο.
Ζήτησα ακρόαση, όμως μου αρνήθηκε ο θεός
για τα δεινά μου, είπε πως με θεωρεί υπόλογο.
Μέριασε πιο κει και μη κορδώνεσαι·
κάποτε έπλενα τα χέρια μου στο ίδιο απόπλυμα
που σε ξεδιψάει απόψε, και μην καμώνεσαι
μικρός θεός· μέριασε φρόνιμα
και μη νοιάζεσαι.
Εγώ διάλεξα χειμώνα,
- ξέρω τι κάνω - είναι ο κατάλληλος καιρός
μαζί να πάρω για τελευταία εικόνα
έναν μπάτσο που μέριασε να φανεί ουρανός.

blue-roses

Μη με κοιτάζεις στα μάτια        

Βοή του ονείρου κι ανάπαυλα απ’ τον εφιάλτη,
έλα και στάλαξε μου στο μυαλό τ’ όμορφο κάτι
σαν αφημένη ευχή στον άνεμο μια νύχτα ξάστερη,
σαν σκαρί που γυαλώνει σε θλίψη άταιρη.
Νιώθω σαν έρμος καπετάνιος που ψάχνει με τα κιάλια
ενός γέρικου φανού τα μικρά σινιάλα.
Διαβολεμένη στιγμή σαν βυθισμένη σημαδούρα,
μα είμαι όλος βιάση γι’ αυτή την περπατούρα.
Γραπώνομαι απ’ τις λέξεις κι έχω ρυμούλκα το χαρτί,
στρογγυλοκάθομαι κατάχαμα δίπλα σ’ ένα γιατί
κι αρχίζω να μετράω χίλια τραγούδια ακονισμένα
που ήρθαν να κόψουν όλα τα μυγιασμένα.
Για σένα και για μένα νίκες ισχνές,
η ίδια μουντάδα κι ανεξαργύρωτο το χθες,
μα ο ίδιος θα ‘μουν όπου κι αν πήγαινα·
ένας ανίκανος να τραγουδάω τ’ ακίνδυνα·
ένας κόκκινος ήλιος που πριν τινάξω τα πέταλα,
θα μεριάσω να πεθάνω μ’ ό,τι έσφαλα,
μα μέχρι τότε θερισμένε να δειλιάζεις
και μες στα μάτια, μη με κοιτάζεις.

Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να σκύβεις όπως παλιά όταν περνούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να γλύφεις εκεί που πριν κατουρούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να λιώνεις και προς το τέλος προχώρα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, εκτός αν έφτασε η ώρα.

Αν φτάσει η ώρα κι απ’ το ψέμα ξεπεζέψεις
και ρημαγμένος βαλθείς να με γυρέψεις,
δε θα ‘μαι εκεί που σαπίζεις στα μισοσκότεινα,
θα ‘μαι στα όμορφα που κάποτε σου πρότεινα
ή εκεί που σπάνε της μνήμης τα κύματα
και μουσκεύουν τους καιρούς τα άμοιαστα κρίματα.
Απαίδευτε να σκιάζεσαι γιατί όσο κι αν πλανήθηκες,
ίσα που λύθηκες, στο ζήτησαν και γδύθηκες
οι ξώμαχοι, οι βουβοί κι οι χαλκεμένοι
με τα κυρτά κεφάλια οι καλοκουρδισμένοι
σε σύραν λίγο στην κορφή μ’ αγάπες έτοιμες
σαν κάμπια την αυγή σύγκορμος έτρεμες,
και να που έγινες σαν στα όνειρά σου πεταλούδα·
δε θα κρατήσει πολύ σου ‘παν τραγούδα.
Μέθα απ’ τη γύρη της ντροπής κι όσο γιορτάζεις,
μέσα στα μάτια μη με κοιτάζεις.

blue-roses

Μη με ρωτάτε        
 
Μη με ρωτάτε ρε, παραμερίστε κι απολαύστε τα όμορφα,
τ' απλά, τα πηγαία, τα πιστά, τα ομοιόμορφα κι ιδιόμορφα
λόγια και χρώματα, ζωής αρώματα
που θηλυκώσανε στο δρόμο, και τα χώματα
αυλακώσανε, φεγγάρια κι ήλιοι μας κακιώσανε
σκιές προδώσανε, ψυχές αχόρταγες μπουκώσανε
και το βουλώσανε γλώσσες μυρμηγκιασμένες,
χαρακωμένες, άρρωστές κι απ' το φαρμάκι ποτισμένες.
Νιώστε αλλιώς θα ‘στε πάντα φοβισμένοι,
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
πυρωμένοι, δρόμικοι, χιλιοψαγμένοι,
ετοιμοπόλεμοι σαν πρώτη ανάσα αφημένη,
ταξιδεμένοι – ναι – καλοταξιδεμένοι
αυτό που αρνήθηκαν πολλοί δειλοί, αυτό μας μένει
και μας πηγαίνει πρίμα ρίμα τη ρίμα
αν σώθηκαν έτσι όλοι αυτοί μακάρι να 'μαι θύμα.
Θα το γουστάρω, θα φτιάξω μόνος τη ζημιά μου
κανόνας πρώτος στην αλήτικη κληρονομιά μου.
Όσο κι αν καίει, να το κρατάω το λεπίδι
γι' αυτό μη με ρωτάτε αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.

Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
μονάχα νιώστε αλλιώς, θα ‘στε πάντα φοβισμένοι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
Μη με ρωτάτε ρε , μη με ρωτάτε ρε
αν θα πρέπει να πατήσω κι εγώ στο σάπιο τους σανίδι
μη με ρωτάτε ρε – μη με ρωτάτε ρε
μη με ρωτάτε ρε αν φτάνουμε, έτσι μακραίνει το ταξίδι.

Μη με ρωτάς, δε βαρέθηκες να χάνεις τη μαγεία,
η φαντασία σου κηρύχτηκε σε μόνιμη αργία
η απροθυμία ακατοίκητο κεφάλι όλο ερωτήσεις
που σώνει και καλά θέλει τις απαντήσεις
τι θα κερδίσεις πάντα θα ξέρεις λιγότερα από κάποιους
και πάντα θα 'σαι ένα βήμα από τους σάπιους
κι όσοι το ζούνε πάντα ψεύτη θα σε βγάζουνε
και πριν το αγγίξεις, χίλιες φορές θα τα μοιράζουνε.
Νιώσε και ζήσε, στην περιέργεια βάλε τελεία,
πριν σε βουλιάξει στα σκατά η αμφιβολία.
Μη με ρωτάς σου λέω, μη με ρωτάς
αλήθεια ή ψέμα αν θα σου πω, σα χαζός θα με κοιτάς.
Δε πήρες μάθημα απ' τους βλάκες και τα ξεφωνητά τους
που με χολή βρήκαν την ταυτότητά τους.
Αυτή είναι η χαρά τους, πουτάνα κι αδιόρθωτη
που δεν πλαγιάζουν μαζί της οι ασυμμόρφωτοι,
γι' αυτό κάθε θαυμαστικό και κάθε ερωτηματικό
γίνεται στα όμορφα θανατικό.
Λοιπόν, τραβήξου από το σάπιο τους σανίδι,
και μη ρωτάς αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
 

blue-roses

Μη νοιαστεί κανείς        
 
Ρε, αλήθεια λέω, μη νοιαστεί κανείς
μετά από τόσα και δεν τραβηχτήκαμε εμείς
για να το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα,
αφού εδώ ανάσαινε η ψυχή μας αέρα.
Κάπου στους μύθους του βάλτου είχαμε μείνει εμείς,
τότε που νοιώθαμε κομμάτι κι εμείς της παρακμής.
Η ψυχή μας, τώρα ξέρω, ότι έπιασε τόπο
κι ό,τι άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Εδώ είναι το low bap που ονειρευόμουνα παλιά
κι ευτυχώς βουτάει τη ζωή απ' τα μαλλιά
και τη βάζει μπροστά μας να ραπάρει
- άλλοι φωνάξανε τον διάολο να τους πάρει.
Ύστερα – μέρες παράξενες μέρες θαυμάσιες μέρες
«Καλώς ήρθες» στον τόπο μου και στις φοβέρες
«Κάπου εδώ», «Φύλακας άγγελος», «Δε θα με βρεις»,
«Μηδέν», «Που είσαι», «Πες μου», «Τώρα είστε ελεύθεροι και εσείς».
Μετά στο Πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
«Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου»
σε κρυφές κοιλάδες και τρελά περάσματα,
τσάμπα οι στίχοι μου και τα μοιράσματα.
«Που με πας», «μείνε εκεί», «ψέμα μου», «βλακόστρωτο»,
«Θα ‘θελα να 'μουν» «παιδί γητεμένο» ακλόνητο
«επιστρέφει η σιωπή», «καλά κρασιά» ξανά
κάποιοι όμως το ‘δαν να 'ρχεται σαν τα ψηλά βουνά.
Έτσι θα χει το τέλος αυτό που του αξίζει
κι όσο μπορεί τη ζωή θα στραγγίζει
και θα κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς,
δε θα χαθεί, έτσι σε πείσμα της παρακμής.

Ρε μη νοιαστεί κανείς, αν θα χαθούμε εμείς,
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής
Μη λυπηθεί κανείς, στον κόσμο μας εμείς
Κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς

Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο 2002
και στο πλευρό μου σταθήκαν άλλοι δύο.
Η Sadahzinia που για τα καλά το ζούσε απ' την αρχή
κι ο Dj Booker στα πλατό, νέα εποχή.
Πέρασμα καλό στην άκρη του ονείρου μας
και πήραν πούλο «οι αχθοφόροι των ονείρων μας»
μπερδέψαν κόσμο πολύ και βλάκες σύρανε
κρυφολουστήκανε όμως μ' όλα αυτά που φτύνανε
κοίτα πως γίνανε βρε γάμησέ τους
ή αν είσαι ίδιος τους απόλαυσέ τους
σε μια καινούρια παράσταση σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής.
Ύστερα κι αφού πήραμε φρέσκο αέρα
ήρθε και μας αντάμωσε η «Fiera»,
«αύριο», «πάει καιρός» και «άσμα υποταγής»
«μια ιστορία απ' της φωτιάς τα μέρη» βρήκες καταγής.
Κι όμως έμεινες κοντά μας - να 'σαι καλά
ήρθαν και πρόσωπα καινούρια πολλά
κι είναι όλα όμορφα πια,
σπουδαία και μεγάλα
κι από τις έντεκα του Οκτώβρη, πάμε γι' άλλα.
 

blue-roses

Μηδέν        
 
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.


 

blue-roses

Μην πετάξεις πετσέτα        
 
Όταν γεννήθηκες, μπήκαν όλα σε μια σειρά
στο ταραγμένο μέχρι τότε κεφάλι μου.
Ένοιωσα άνθρωπος, μα και σαν μάγος στην πυρά
και μονορούφι η ζωή έγινε ζάλη μου
κι είπα το χαλί μου απ' τα όνειρα να ξεταιριάξω,
είπα ν' αλλάξω ωραίο, σπουδαίο κι απρόσμενο,
ένα ταξίδι στην ψυχούλα μου να τάξω.
Και στο μυαλό μου το περιπλανώμενο
μ' αρχής γενόμενο της μοναξιάς τη γαλήνη
και την αλήτικη ηδονή του ξεβολέματος
άναψα πρώτος φωτιά, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει.
Εκεί ανάμεσα γκρεμού και ρέματος
κι ανθρώπου θέλοντος καλοξεκίνησα
στ' ανθισμένα καλλιτεχνικά παρτέρια.
Έκανα ό,τι ήθελα, έβρισα και μίλησα,
έσπρωξα το στήθος μου πρώτος στα μαχαίρια.
Ύστερα αντάμωσα χιλιάδες πράγματα,
αλλά ωραία κι άλλα για φτύσιμο·
γραφτήκαν τίτλοι με μεγάλα γράμματα,
κάναν το γάμο με την παρακμή επίσημο.
Γι' αυτό όσα ακούσεις, φτιάξε την ιστορία σου
και αν σε κερνάνε πίκρα ή χαρά,
γράφτους, αγόρι μου, στ' αρχίδια σου·
μόνο το ένστικτό σου να παίρνεις σοβαρά.

Να μη χαρίζεσαι κι όπου κι αν πας,
να χαμογελάς μπροστά στις κουφάλες.
Τις μικρές στιγμές ν' αγαπάς
και μακρυα απ' τις μεγάλες αγκάλες.
Έναν όρκο μονάχα δος μου
βρες τα καλά και γερά κράτησέ τα
κι αν με στριμώξουν στη γωνιά αυτή του κόσμου
ό,τι κι αν γίνει "μην πετάξεις πετσέτα".

Όλα αυτά θα μπορούσα να στα πω ιδιαιτέρως
με πολλές αγάπες και λουλούδια.
Ασ' τα αυτά για όταν θα γίνω γέρος.
Τώρα τραγούδια κάνω, θα σ' τα λέω με τραγούδια.
Εξάλλου, το τρελοκομείο αυτό που σου 'τυχε πατέρας,
κάθε φορά που αναπνέει, παρεξηγείται,
αγαπιέται σα θεός και μισιέται σαν τέρας.
Σιγά, λοιπόν, ο τρελός μην εξηγείται.
Εσύ κράτα τα όλα όπως είναι απλά
κι αν θες να μάθεις το hip hop, να κοιτάς μέσα στα μάτια.
Να θυμάσαι ότι η αρχή είναι χαμηλά
και η ξεφτίλα είναι εικοσιτέσσερα καράτια.
Αν θες να ζήσεις Low Bap, γίνε μαντέμι
και δεν υπάρχει παράδειγμα κανένα.
Γίνε το σφυρί και το καλέμι,
σκάψε στα δύσκολα μακρυά απ' τα φθαρμένα.
Να φωνάζεις σαν κάνουν ησυχία
κι όταν τους βλέπεις να πετάν, πέσε κατάχαμα.
Η ζωή δεν είναι πόλεμος - ούτε μονομαχία·
είναι στα πάντα το πιο μεγάλο ανάθεμα.
Όμως, βάλ' τα κάτω, ίσως κι εγώ βρωμάω χθες.
Την είδα σήμερα πατέρας, συμβουλεύω και κρίνω,
μα όλα αυτά που σου λέω πάρτα όπως θες,
μπορεί και να 'ναι όσα δε μπόρεσα να γίνω.

 

blue-roses

Μια απορία        
 
Ψυχή μου, λύσε μου μόνο μια απορία!
Σε ψηφίσαν, λέει ψυχή μου, μιας φυλλάδας οι αναγνώστες
και σε βάλαν υποψήφιο μ' άδερφές και με κιλότες
με τα ξερατά μιας τέχνης που 'χει λούγκρα υποβολέα
σε ταιριάξανε οι γνώστες και γελάγαμε παρέα,
όταν το μικρό hip hop μας έγινε για λίγο αστέρι
το γλεντάγαν οι μπινέδες που τα είχαν καταφέρει.
Δε βαριέσαι, η καινούρια εποχή όλα τα σηκώνει,
τώρα σκεπάζουν τα σκατά με διπλό σατέν σεντόνι
για να ξαπλώνουν τα ερμαφρόδιτα και να γουστάρουν
στο φυσικό τους περιβάλλον τη μιζέρια να σνιφάρουν.
Κι ύστερα, μπρούμυτα να στήνονται απ' την καλή μεριά τους
σε μια δόξα φο μπιζού που ασελγεί στα όνειρά τους.
Μα κρατήσου για μετά, αυτή είναι άλλη ιστορία,
λύσε μου μόνο αν μπορείς ψυχή μου απλά μια απορία.
Σ' ετοιμόρροπο μνημείο πως χωρέσαν τόσα βλαμμένα
ήταν όλα ευτυχισμένα κι όσα ήταν καθισμένα
κι όσα στεκόντουσαν δειλά μπροστά απ' το κουτί τους
αγωνιούσανε κι αυτά πες μου άραγε μαζί τους.
Όρθιοι όλοι, ρε, η ώρα έφτασε της στέψης,
λίγο ποπ-κορν είναι ό,τι πρέπει στο διάλειμμα της σκέψης.
Ρε, κάνε μου τη χάρη
όσα σου έταξα να τα θυμάσαι
με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι
να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι
για να σ' ακούω απ'όπου και να 'σαι
όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να 'χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω.

 

blue-roses

Μια ιστορία απ' της φωτιάς τα μέρη        
 
Κάτσε εκεί στη γωνιά και μιλιά μη βγάζεις.
Μια ιστορία θα σου πω, μήπως και πάψεις να γκρινιάζεις.
Μήπως φύγει η ειρωνία που ζωγράφιζες στα μούτρα σου
και νοιώσεις άνθρωπος κι ανοίξει η κούτρα σου.
Ρε, κάτσε κάτω σου λέω· κάτσε και βούλωσέ το.
Αφού τελειώσω, πάρτο όπου πας και ξέχασε το,
πούλησέ το, αγνόησε το, μοίρασέ το.
Εγώ έζησα το μέσα, εσύ ζήσε το πακέτο.
Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε.

Κι αν γελώ, είναι που ξέρω το δρόμο μου και πάω.
Κι αν ρωτώ, είναι για 'κείνα που ήξερα και ξέχασα.
και αν θα βρω όλα όσα νοιάζομαι κι όσα αγαπάω
θα μπορώ να λέω σ' όλους, τα κατάφερα, γέρασα
κι όμορφα πέρασα.
Κι αν γελώ... κι αν ρωτώ...
κι αν θα βρω...θα μπορώ...
 

182 Επισκέπτες, 0 Χρήστες