Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 241
  • Total: 241

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

ΤΑ ΕΞ ΑΜΑΞΗΣ

 

Βαρέθηκα να ακούω συνέχεια για λεφτά
κι αυτούς που σκίζονται γι’ αυτά,
για επιχειρηματίες, πρώην εγκληματίες,
με χόμπι τα λαδώματα και τις τοκογλυφίες,
τους εργατοπατέρες με έργα και ημέρες,
νομάρχες και δημάρχους, και όλες αυτές τις λέρες,
τους σιωνιστές και καθένα λόμπι,
τους πολιτικούς, τα ξεχασμένα ζόμπι,
τη βρώμικη ψυχή τους, τη δειλία τους, το ψέμα
το αδικοχυμένο από αθώους μόνο αίμα,
ένστολα ανθρωπάκια να ξεσκίζουν σάρκες·
βλέπεις όλοι οι φλώροι με γαλόνια, γίναν μάγκες.

Και τα παίρνουν από δω, τα παίρνουν από κει
οι λειτουργοί, οι κρατικοί
και φοβούνται να μιλήσουν, δε ρισκάρουν ν’ απαντήσουν
και έτσι εύκολα ξεχνάνε και κοιτάν να το γλεντήσουν.

Και το φίδι κάποιος άλλος θα το βγάλει από τη τρύπα·
κι είναι λίγα, κι είναι λίγα όσα είπα,
που ο καθένας σας θα ξέρει άλλα τόσα,
μα απ’ την καρδιά πρέπει να φτάσουνε στη γλώσσα.
Και ίσως, τότε κάθε περήφανος φτωχός
θα καταλάβει ότι για πάντα ο θεός
θα δίνει χρήμα σε κλέφτες και φελλούς
για να δοκιμάσει τους καλούς.

 

Και για φαντάσου μια μέρα πλούσιος να γίνω
και από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,
να έχω ένα αμάξι το πιο ακριβό μοντέλο
και για επιχείρηση ένα κυριλέ μπουρδέλο

που να ’χει πελάτες μεγάλους δικαστές,
δημόσια πρόσωπα και άξιους βουλευτές
και αν έρθει η ώρα μια χάρη να ζητήσω
να πω παιδιά τώρα σειρά μου να πηδήσω.
γιατί στα νταλαβέρια αυτά τα σκοτεινά
η εξουσία, λεει, χρειάζεται συχνά,
εκείνα που έχει πάρει να πληρώσει,
τυφλή δικαιοσύνη να αποδώσει.
Κι όπως πάντα να βγει αθώος ο δικός τους
προς Θεού, μην εκτεθεί άνθρωπός τους.
Και τότε πρέπει ένα θύμα τη θέση του να πάρει
πριν να τους πάρουν οι υπόλοιποι χαμπάρι.
Και τότε ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη,
μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει
συνήθης ύποπτος, μπορεί και τρομοκράτης
ή και εγκέφαλος ανύπαρκτης απάτης.
Κι αν είσαι φτωχός, μόνος και νέος,
πας και καπάκι, λεει, προφυλακιστέος.
Και αν με τον καιρό έξω δεν σε ξεχάσουν,
αν είσαι ζωντανός μπορεί να σε δικάσουν.
Γι’ αυτό βαρέθηκα να ακούω μαλακίες,
δεν θα μου γίνουν συνήθεια οι αδικίες,
θα είμαι εδώ να τραγουδάω να ξεσπάω,
το παραμύθι το δικό σας δε θα φαω..
Γιατί μεγάλωσα περήφανος φτωχός.
και κατάλαβα πως πάντα ο Θεός,
την εξουσία δίνει σε ψεύτες και τρελούς,
για να δοκιμάσει τους καλούς.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Χρέωσέ τα στη φωτιά / Χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά ::

ΧΡΕΩΣΕ ΤΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Το τελευταίο καιρό ακούω συχνά και τρομάζω
να λένε όλοι εδώ τριγύρω μου ότι ωριμάζω
κι ότι φιλιώνω μ’ όλα αυτά που κι αυτοί αγαπάνε,
μ’ όλα αυτά τα κοντινά και τα πικρά που συναντάνε
και μιλάνε , γερνάνε, πάνω σ’ αυτά που περπατάνε, πετάνε
κι όλο ξεχνάνε, από το τίποτα ζητάνε,
και πάνε στα σίγουρα, όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως, πλάι μου σέρνω πορφυρένια ευχή.
Πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη σκιά μου
κι απ’ τη φωτιά να ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μουּ
κοντά μου τα φέρνει ο χρόνος ψημένα
και ταμένα να ’ναι, με τη ζωή ερωτευμένα.
Σ’ αυτό το κόσμο με τα χιλιαδυό μπαλώματα
όπου ανόιγουν οι ψυχές, κλέινουνε στόματα
και δε χορταίνει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά,
στα κρυφά γεννάει το ψέμα και ούτε τσιμουδιά.
Γι’ αυτό η ευχή μου ανασαίνει στου καιρού τα γυρίσματα
και δε μπορεί τα διαβολοσκορπίσματα,
έχει περίσσεμα ονείρατα πολλά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.

Να και μια ευχή που χαράμι δε πήγε
κι αν δε γουστάρεις μάζεψέ τα και φύγε.
Αν περισσέψαν όνειρά μου σκιά μου,
χρέωσέ τα στη φωτιά δεν είναι δικά μου.

Είναι μια ευχή που έχει ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι’ αυτό δε βιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάςּ
γι’ αυτό και δε της κάνω το τελευταίο σινιάλο,
το φυλάω για όταν θα πέσω σε κανάλι μεγάλο
ή για σπουδαία χαρά και πρωτοτόκια,
εκεί που λιώνουν στη φωτιά και τ’ ατσάλινα ξόρκιαּ
για εκεί μαζεύω στάλα- στάλα στης ζωής την καράφα
τις στιγμές μου, τη πιο μεγάλη μου γκάφα,
το χειρότερο στο διάβα μου βραχνά
που δε κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε ότι ωριμάζω και να συνεχίσωּ
μ’ άλλα λόγια, μπρος γκρεμός, γκρεμός και πίσω.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, με τη ψυχή στο στόμα
κι ίσως κάνουν πως δε καταλάβανε ακόμα,
όσοι έχουν πάρε- δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
θα συναντήσουνε στο φως τα σχέδια τους.
Γεια χαρά τους – εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, έχει χώρο, ανέβα.
Στα όνειρα που περισσεύουν, ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.

vasilis

Χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά
Τον τελευταίο καιρό δεν ακούω και τρομάζω
να λένε όσοι φύγαν από ’δω πως το κουράζω
κι ότι πεισμώνω μ’ αυτά που κι αυτοί αγαπούσαν
μ’ όλα αυτά τα μακρινά και τα παλιά που συναντούσαν,
και μιλούσαν, γερνούσαν πάνω σ’ αυτά που περπατούσαν πετούσαν
κι όλο ξεχνούσαν από το τίποτα ζητούσαν
να παν στα σίγουρα όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως πλάι μου σέρνω πυρωμένη ευχή
πάντα να στέκομαι μπροστά απ’ τη μιλιά μου
και στη φωτιά να γεννιούνται τα όνειρά τα μικρά μου·
κοντά μου τα γέρνει ο χρόνος θλιμμένα
και χωμένα να μένουν με τη γη αδελφωμένα.
Σ’ αυτόν τον κόσμο με τα χίλια δυο ονόματα
όπου ανάβουν οι φωτιές, σβήνουνε χρώματα
και δεν αντέχει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά
να γιατρέψει το ψέμα σα λαβωμένη καρδιά
γι’ αυτό η ευχή μου πυρώνει στου καιρού τα φερσίματα
και ξεταιριάζει απ’ τα διαβολοσκορπίσματα
έχει περίσσεμα  μου χρέωσε μου κι αυτά
τα ονείρατα όπως και τ’ άλλα στη φωτιά.

Να άλλη μια ευχή που χαράμι δεν πήγε
κι αφού γουστάρεις μάζεψέ τα και μείνε
μάς περισσέψαν τα όνειρά μου σκιά μου
χρέωσέ τα κι αυτά δεν είναι δικά μου.

Άλλη μια ευχή που έχει μια ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι’ αυτό δε σκιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάς,
γι’ αυτό και δεν την χάνω σα μικρό σινιάλο,
την μαζεύω για όταν πάω σε ταξίδι μεγάλο
ή για την πρώτη χαρά, τα πρωτοτόκια
εκεί γητεύουν τ’ αγρίμια και τα ζώνουν με ξόρκια.
εκεί μετράω κάθε στάλα στης ζωής την καράφα
τις αρχές μου, την πιο μεγάλη μου γκάφα,
τον παλιότερο στο διάβα μου βραχνά
που δεν κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε το κουράζω και μη συνεχίσω,
τζάμπα χρόνια, μπρος Hip Hop, Hip Hop και πίσω.
Καίγομαι, λοιπόν, έχω φωτιά στο σώμα
κι όσοι κάνουν πως δεν καταλάβανε ακόμα,
είναι που έχουν πάρε δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
μήπως και ζωντανέψουν στο φως τα σχέδιά τους.
Γεια χαρά τους, εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, βρες το χώρο σου, ανέβα
στα όνειρα που περισσέψαν ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα κι αυτά στη φωτιά.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Blah Blasphemy 2_vinyl ::

Blah Blasphemy – Κώδικας 12
Πάνω απ’ όλα η σιωπή δεν αντέχεται.

Όση αλήθεια και να τρως δε χωνεύεται,

πάντα φτάνει πιο νωρίς εκεί που πρέπει

κι ο φόβος την τυλίγει σα χαρτί στην πίσω τσέπη.

Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα,

τη μουγγαμάρα σας ή του μπλα μπλα την ξεφτίλα

κι απευθύνομαι ξανά σ’ αυτούς που ακούν (αν ακούν)

να σηκώσουν το βλέμμα και δουν (φως)

στο μισοσκόταδο που αφήνει χαραμάδα οργής·

να πολεμάς ρε – άμα δεν ήμουν σαφής –  

να πολεμάς και να μιλάς, αφού έτσι θα σ’ αρέσει,

να τραγουδάς κι ας μην υπάρχει αυτί για να σ’ αντέξει,

να γελάς – πικρά πολύ τα γέλια –

να ονειρεύεσαι πάντα να σ’ έχουν έννοια,

να φτύνεις, να ξερνάς, (να κερνάς)  τ’ αχώνευτα,

κράτα τ’ απλά, τ’ αληθινά και τ’ αυτονόητα·  

μίλα ν’ ακούω όταν θα μπω στο μονοπάτι πέρα

κι άμα θα βρω τον τρόπο, θα βγω παραπέρα

για να κεράσω το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη·

κώδικας δώδεκα Blah blasphemy.

Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – κώδικας δώδεκα, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– κώδικας δώδεκα, blah blasphemy.

 

Δεν ταυτίστηκα, μόνο στα όμορφα ανοίχτηκα·

βρήκα τ’ απίθανο, το ζω κι έτσι ορκίστηκα
μετά πως κάθε ανάσα που μετρά η φωνή μου,

δε θα προδώσω ούτε την εκδίκησή μου.

Άμα λασκάρει η συνείδησή τους, τρίζει,

πάντα το ψέμα τους παραφουσκώνει και τραυλίζει

σα μεθυσμένος και ευνούχος σωσίας,

παράλυτος πολίτης - πράμα της μπουρζουαζίας

που το παίζει και προφήτης κάπου κάπου,

αναιμικιώρης, ξεπεσμένος, μη μου άπτου

που με σπασμένα γαλλικά και κοκκινίσματα

’μολογά του τίποτα αισχρά παντρολογήματα·

μα εγώ επιμένω να γράφω λόγια με ρίμα,

κράτα δυο ψίχουλα μόνο από ένα βλάσφημο ποίημα

και μπρος ξεκίνα για να σ’ ακούσουν ξεκίνα,

έτσι κι αλλιώς για όλους  μας έπεσε σύρμα.

Μα όσο κοντεύουν (να φτάσουν), άλλο τόσο μακραίνουν

με τυφλοσούρτη ούτε τα μισά δε μας κλέβουν

κι ό,τι είναι τώρα θα το πούμε χύμα, αρμάδα μάχιμη,

να επιβιώσουμε, λέμε, κι εμείς οι βλάσφημοι

vasilis

Η μπόχα των κάλπηδων

Οι καλλιτεχνάδες τώρα πια πιασμένοι όλοι αλά μπρατσέτα

σπάνε τα γαμησιάτικα και τα παχιά πακέτα

με χορηγούς, μανατζεραίους και γραφεία

μια ξεπεσμένη και χωρίς κώδικα μαφία.

Τροβαδούροι, έντεχνοι, σκυλάδες,

χιπχόπερς κι οι μεγάλοι μας ροκάδες,

τώρα πια με ίδια αισθητική κι αξία,

πολιτιστική εθνική κοινοπραξία.



Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.

Όχι, δε ξέπεσε απόψε ο τραγουδιάρης σου -  
απλά το φόντο είναι άσπρο και φάνηκε καλύτερα·

έτσι ήταν πάντα, κι εσύ καυχιέσαι πως για χάρη σου

στερείται από τα όμορφα για όσους έρθουν ύστερα.  

Και χαραμίζεις τα πενιχρά σου εφόδια σκέψης,

για να διπλάρεις ξέλυτος τη θλιβερή του ζήση,

μα απ’ του υπονόμου την άχνα τί να κλέψεις

Άντε μια καβάτζα, τρεις μυτιές, κι ένα βρώμικο γαμήσι.

Λοιπόν, μακελεμένε ήρωα του τραγουδιού μου

μια στάλα κατράμι έριξες σ’ ένα βαρέλι μέλι

να μαγαρίσεις τα όνειρα του αγέννητου αδερφού μου,

γι’ αυτό με κόφτουν όσα λες κι ό,τι θα πεις με μέλλει.  

Ντόρος να γίνεται οι μεγαλόστομοι δουλειά να έχουν,

χρειάζεται συνένοχους το ψέμα τους·

οι πυροβάτες όμως στα χαμοτόπια εδώ αντέχουν

να σβήνουν πάλι στη φωτιά το καμένο πέλμα τους.

Τρέχα από πίσω τους, λοιπόν, χειροκρότα σφύρα

η δήθεν λευτεριά τους μυρίζει κλεισούρα

σαν σύντομη ανάδυση από βαθύ κρατήρα

τώρα έχει κόντρα άνεμο, βγάλτη και κατούρα.

Και στην υγειά σου κι όλο να χαριεντίζεσαι

σαν ανήμπορος κλακαδόρος στη γιορτή τους

και σαν κουφάρι στον ήλιο να ξασπρίζεσαι

κι ό,τι σκαρφίζεσαι τροφή τους.

Ψάξε στ’ αποκαϊδια, μα μη σε πάρει μάτι·

οι ηλίθιοι υπερασπίζουν τα λάθη τους με σθένος

και σαν τους μένουν τα ριμαγμένα αμανάτι

γέρνουν προς τα δω· συγνώμη, απόψε νιώθω ξένος.

Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, δεν είμαι δημοπράτης

να πουλάω στην καλύτερη τιμή αυτό που δε μου ανήκει.

Είμαι αρνητής πυρόγλωσσος κι άφραχτος αντάρτης,

να λευτερώσω θέλω από τη μέγγενη μια νίκη.

Όσο εκείνοι που αγαπάς κερώνουν την ψυχή σου

και ράβουν σιγή στη φορεσιά τη roja,

πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.

Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου

και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.

vasilis

Μη με κοιτάζεις στα μάτια
Βοή του ονείρου κι ανάπαυλα απ’ τον εφιάλτη,
έλα και στάλαξε μου στο μυαλό τ’ όμορφο κάτι
σαν αφημένη ευχή στον άνεμο μια νύχτα ξάστερη,

σαν σκαρί που γυαλώνει σε θλίψη άταιρη.
Νιώθω σαν έρμος καπετάνιος που ψάχνει με τα κιάλια
ενός γέρικου φανού τα μικρά σινιάλα.
Διαβολεμένη στιγμή σαν βυθισμένη σημαδούρα,
μα είμαι όλος βιάση γι’ αυτή την περπατούρα.
Γραπώνομαι απ’ τις λέξεις κι έχω ρυμούλκα το χαρτί,
στρογγυλοκάθομαι κατάχαμα δίπλα σ’ ένα γιατί

κι αρχίζω να μετράω χίλια τραγούδια ακονισμένα

που ήρθαν να κόψουν όλα τα μυγιασμένα.
Για σένα και για μένα νίκες ισχνές,
η ίδια μουντάδα κι ανεξαργύρωτο το χθες,
μα ο ίδιος θα ‘μουν όπου κι αν πήγαινα·

ένας ανίκανος να τραγουδάω τ’ ακίνδυνα·

ένας κόκκινος ήλιος που πριν τινάξω τα πέταλα,

θα μεριάσω να πεθάνω μ’ ό,τι έσφαλα,
μα μέχρι τότε θερισμένε να δειλιάζεις

και μες στα μάτια, μη με κοιτάζεις.


Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να σκύβεις όπως παλιά όταν περνούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να γλύφεις εκεί που πριν κατουρούσα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, να λιώνεις και προς το τέλος προχώρα.
Μη με κοιτάζεις στα μάτια, εκτός αν έφτασε η ώρα.

Αν φτάσει η ώρα κι απ’ το ψέμα ξεπεζέψεις

και ρημαγμένος βαλθείς να με γυρέψεις,

δε θα ‘μαι εκεί που σαπίζεις στα μισοσκότεινα,

θα ‘μαι στα όμορφα που κάποτε σου πρότεινα

ή εκεί που σπάνε της μνήμης τα κύματα

και μουσκεύουν τους καιρούς τα άμοιαστα κρίματα.

Απαίδευτε να σκιάζεσαι γιατί όσο κι αν πλανήθηκες,

ίσα που λύθηκες, στο ζήτησαν και γδύθηκες

οι ξώμαχοι, οι βουβοί κι οι χαλκεμένοι      

με τα κυρτά κεφάλια οι καλοκουρδισμένοι

σε σύραν λίγο στην κορφή μ’ αγάπες έτοιμες

σαν κάμπια την αυγή σύγκορμος έτρεμες,

και να που έγινες σαν στα όνειρά σου πεταλούδα·

δε θα κρατήσει πολύ σου ‘παν τραγούδα.

Μέθα απ’ τη γύρη της ντροπής κι όσο γιορτάζεις,

μέσα στα μάτια μη με κοιτάζεις.

vasilis

Για το μέρωμα της μνήμης
Βαρύς χειμώνας σε πλάτες γυρτές,

απέραντη σιγή ξανά σαν χτες …
Κοπάσαν οι καιροί, δεν ακούω τη φωνή σας,

όσοι είναι νικητές είναι και ηττημένοι.

Το Low bap τραγουδάει τη σιγή σας

και παίρνουν εκδίκηση οι ξεγραμμένοι.

Είστε όλοι ανίκανοι λίγο να φτερακήσετε

για να ξεφύγετε απ’ της λάσπης την έλξη,

σας απαντάω εγώ πριν με ρωτήσετε

για τα ατιμώρητα μόνο φωτιά ούτε μια λέξη.

Και να, επιτέλους φτάσαν οι βροντές,

να πνίξουν χαρές πλαστές.

Τί με κοιτάτε ρε ηλίθιοι δειλομακρεμένοι

Σας φασκιώσαμε με φόβο πριν τη φευγάλα

και μ’ ό,τι πιο βρώμικο στεφανωμένοι

σύρατε μια ολόκληρη εποχή στην κρεμάλα.

Λιώσατε τις τύψεις και το μέλλον αρτύσατε,

φέρατε το τίποτα εδώ να γεράσει,

μα για το μέρωμα της μνήμης μας και για όσα βρωμίσατε

απ’ τα χέρια μας θα πάει όποιος ξεχειμωνιάσει.

Έτσι απλά για το μέρωμα της μνήμης μας και μόνο…

vasilis

Στο τίποτα

Και να, αυτή η μαυρίλα που με ντύνει,  

απόψε μήνυμα αισιόδοξο αφήνει·

ότι αφού γυάλισες πάτο πιο κάτω δεν έχει

- να μη σ’ αγχώνει και το αύριο και σε τρέχει.

Grande finale λίγο πριν πέσει στο έργο αυλαία,

υποκλίσου στραβάδι με τη χεσμένη σκελέα,

τέλος με κεφαλαία, και της ντροπής το άγημα

σου αποδίδει τιμές για της ζωής το τράβηγμα

αναγνωρίζοντάς σου με περηφάνια και στόμφο

ότι ήσουν στον προθάλαμο για τον κακό σου ψόφο.

Είδες πολλά και πέρασες, ήσουνα νιος και γέρασες,

ό,τι ήξερες το ξέρασες, όλους τους ξεπέρασες.

Τί τυχερή που είναι η γενιά σου - γλίτωσε τ’ αγγάρεμα,

ν’ αφήσει κάτι για μετά κι είναι στο κωλοβάρεμα,

στο κωλοδώσιμο και στο κωλοφτιάξιμο

και κατέληξε στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.




Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.

Ο δρόμος που σε πάει στους γκρεμούς και στ’ ανάθεμα
ξεκινάει από παντού και το δικό σου πάθημα

με γεια σου, κι άντε γεια σου τώρα.

Εκεί στο τίποτα κατέληξες με φόρα

ασυγκράτητη· γι’ αυτή την πρώτη σου κρυάδα

λες πως φταίει η μαργαρίτα σου η αμάδητη η ρημάδα,

κι αφού έτσι λες μπορεί και έτσι να ’ναι.
Ρίχτο στην τύχη κι από δω κι άλλοι πάνε.
Ο χρόνος έσπειρε στον δρόμο που ανέβαινες σαράκι,

εσύ κατάπινες τις αντιρρήσεις σου φαρμάκι
κι εγώ απ’ την άλλη σε κοιτάζω και με τρώει

που με αφέλεια μετράς τη σκιά σου για μπόι.

Κι έτσι σιγά σιγά με το καιρό ή και πιο γρήγορα

βρήκες κατήφορο και πήγες βουρ στα σίγουρα.

Μηδενικό σου φορέσαν παράσημο

κι αφού πατώνεις μέρος προσβάσιμο.

Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·

μην περιμένεις το φώτο φίνις.
Έχεις χάσει, καημένε, και πάει…

Έψαχνες στο τίποτα να βρεις
κι όλα τ’ ανώφελα της γης είχες μαζί σου.
Ήθελες τον κόσμο να καταπιείς,

χωρίς τίποτα να δεις στη χώνεψή σου.
Έγινες ήρωας διαφανής
που κατάφερες να βρεις χαρά στον πάτο.
Μέχρι εδώ, καημένε, ήταν· δε πάει πιο κάτω.

vasilis

Παράξενη Βόλτα
Ήταν μια μέρα απ’ αυτές  που μια στο τόσο

η ζωή με βάζει τις αμαρτίες μου να πληρώσω

και να πάω για μια δουλειά στο κέντρο της Αθήνας

και κάπου εκεί ανάμεσα καφέ και γκρίνιας

άρχισα από παντού γύρω να μαζεύω εικόνες  
χωρίς ροή, σκηνοθεσία και κανόνες (όπως:)
υστερικοί μαλάκες οδηγοί στην Πειραιώς

και σα να πήρα την Ψυτάλλεια μαζί μου είν’ ο ουρανός·

μπάτσοι σε πούλμαν στην Ομόνοια καρτέρι

να την πέφτουν σε πιτσιρίκες μέρα μεσημέρι·
να ψωνίζεται τραβέλι ξημερωμένο στο κέντρο
κάτω από ταμπέλα «πίτσα με το μέτρο»·

πωλητής σε δισκάδικο πιο πάνω απ’ την πλατεία
με μπλούζα «τη μουσική σκοτώνει η πελατεία»
και σε μια αφίσα ότι «η ζωή είναι παιχνίδι» από τη ΝΕΤ
το γαμημένο μου της ΕΡΤ ·
φασίστες και μπάχαλοι - άλλη πικρή ιστορία -  
μαζεμένοι για την ίδια προς το γήπεδο πορεία·
πιο κάτω στο υπουργείο εργασίας και χαράς
μεταλλεργάτες απ’ το Πέραμα, καλός τσαμπουκάς·
και σε μια τράπεζα απέναντι από λύκειο υπό κατάληψη
ουρά οι καθηγητές για ανάληψη
και στο ταμείο ζωντανό είδα το φονιά του Τεμπονέρα
– εδώ μου χάλασε η μέρα.

Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω αφού δεν ήξερα ας ρώταγα
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου
Σας τη χαρίζω σ’ αυτή τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω και τώρα σειρά μου…

Πήρα ένα ταξί δίπλα απ’ την γιάφκα στη Δαμάρεως
κι έφτασα στο κέντρο μέσω Πεδίου Άρεως.
Στο Σύνταγμα είχε γλέντι χωρίς βεγγαλικά,
μοιράζαν στους δασκάλους (τα ΜΑΤ) κλωτσές και χημικά·
σκυλοπόπ σουξεδάκια από ενός γραφείου τα ηχεία
αριστερού υποψηφίου για τη δημαρχεία·
ξέπλυμα ψήφου μπλε, κόκκινοι και πράσινοι κόκκοι
δημοκρατία σε Grand Cherokee.
Δίπλα ένα βαν καμένο, από κανάλι,
έγινε στάχτη από μολότοφ σε κοκακόλας μπουκάλι·
στο Ζάππειο εν ώρα δεξιώσεως ρουτίνας
ξεκινούσε κάποιος άνεργος απεργία πείνας.
Κι εγώ για να γλιτώσω τα δρώμενα του σπαραγμού,
βρέθηκα άθελά μου στο χείλος της Ερμού
όπου δυο μοντέλες ανορεξικές σαν τη κατάρα
μαλλιοτραβιούνται για ένα μπολερό από το Zara.  
Εδώ ο κόσμος καίγεται - το υπόλοιπο δε λέγεται -  

θέλει τον κολαούζο του το χωριό, μου φαίνεται.

Και πριν μας βγάλεις τ’ όνομα βγάλε μας το μάτι
είναι εξίσου με τ’ άλλα σοβαρό το κομμάτι.

 

Εκεί στο κέντρο μια παράξενη βόλτα
γεμάτη εικόνες κι αντιφάσεις.
Χάνεις το μέτρο, γίνεσαι πάλι όπως πρώτα·
ή το βουλώνεις ή θες να ξεσπάσεις.
Και λακίζω, αφού δεν ήξερα ας ρώταγα.
Θα μπορούσα να κάτσω στ’ αυγά μου.
Σας τη χαρίζω, σ’ αυτήν τη τρέλα δε χώραγα
φεύγω, κι ας είναι εδώ η γειτονιά μου.

vasilis

Σε ποιο κόσμο γυρνάω

Είναι κάποιες φορές που σε οδηγεί το μολύβι

στο γεμάτο από στίχους του μυαλού σου καλύβι

κι άθελά σου γραπώνεσαι απ’ τις θύμησες

να βρεις κάπου το δίκιο για όσα μίλησες,
με το ρίγος το παλιό να σε σφιχταγκαλιάζει

σα τις άυπνες νύχτες που η σιωπή σε δικάζει,

με τα ίδια κόκκινα μάτια και το στόμα στεγνό,

με το ίδιο πείσμα και το ίδιο τσαγανό,

το ίδιο ατημέλητα, απλά και βιαστικά,

το ίδιο βλάσφημα και το ίδιο ειρωνικά

κι από τότε που τα λες σ’ αυτό το μαραφέτι

άλλοι σε λένε ποιητή, παραμυθά ή ψεύτη

μες στο πρόγραμμα είναι όλα αυτά, δε γλίτωσαν άλλοι κι άλλοι·

η ιστορία έτσι κι αλλιώς γράφεται για να προσβάλλει

τ’ απέραντα, τα σπουδαία και τ’ ασίγαστα,

μα εσύ νοιάσου γι’ αυτά, μάθε και μοίραστα.

Εγώ έχω τόσα στο μυαλό μου για να φρεσκάρω

στ’ όμορφο μέρος αυτό που πάλι σουλατσάρω.

Nα ‘ρχόταν δίπλα μου ένα χαρτί να μέριαζε

μ’ ένα ρεφρέν παλιό που θα μου ταίριαζε·
κι αυτό που βρήκα είναι από αυτά που αγαπάς,
πάμε παρέα να σε ρωτάω και ν’ απαντάς …
Πες μου ποιο κόσμο, (βρήκα ένα κόσμο)
πες μου ποια αγάπη  (μια μεγάλη αγάπη)
πες μου ποιο φόβο, ποια ντροπή (στα κρυφά τραγουδάω)
ποιον εφιάλτη (γυρεύω να ‘ρθει)
ποια όμορφη νύχτα (μια σαν κι αυτή)
ποια λόγια, ποια άχρηστη ευχή (πάνω μου πάλι μαζεύω)



Ποιον εφιάλτη ικετεύω να ‘ρθει κουρασμένος,
με ποια πανέμορφη νύχτα είμαι για πάντα δεμένος,
σε ποια κρύβομαι άχρηστη ευχή, έτσι για γούρι,
ποια λόγια πάλι μαζεύω στης ψυχής μου το αχούρι
ποιον ξένο φόβο πάλι με τόση αγάπη παντρεύω
με ποια ντροπή ξεχασμένη στα κρυφά θεριεύω

Μ’ απ’ όσα έγραψα τα πιο σπουδαία θύμισέ μου·
σε ποιον πανέμορφο κόσμο γυρνάω, απάντησέ μου…

vasilis

Λάθος παράδειγμα
Πώς να ζωγραφίσεις ένα χαμόγελο
με δυο δάκρυα παρέα στον καθρέφτη

αν χολοσκάς για της νίκης το ανώφελο
κι αν πάλι τ’ αύριο σε δικάσει σα ψεύτη



Πως ν’ απλώσεις στο σκοτάδι το χέρι σου
για να σώσεις ένα φως που τρεμοσβήνει

αν στις χούφτες σου μέσα κρατάς τ’ αστέρι σου
φυλακισμένο, κι απαιτείς κι ευγνωμοσύνη

Πως ν’ αγγίξεις στη βροχή το πρόσωπό σου
και να γείρεις προς τα πίσω λίγο το κεφάλι
αν δε γνωρίζεις προς τα πού είναι ο ουρανός σου
και κουλουριάζεσαι να φύγει η ζάλη

Πώς να σταθείς φάτσα στον άνεμο κι ακίνητος
να του διηγηθείς κάτι απ’ τη μοναξιά σου
Αν δεν έχεις καινούρια μυστικά μείνε αμίλητος,
ξέρει τα πάντα για την αφεντιά σου.

Πώς να κρατήσεις απ’ τη θάλασσα αλμύρα
και να μάθεις να καλώνεις τον καιρό σου
αν ζητάς σα κολασμένος απ’ τη μοίρα
χωρίς ανάσα να σε πάει στον βυθό σου



Πώς να νιώσεις κάποιους στίχους και νοήματα
και ν’ απαιτήσεις χώρο μακριά απ’ τα δαμασμένα
αν δε φιλιώνεις μ’ απαρνημένους και με θύματα
κι έχεις παράδειγμα εμένα

Πώς ν’ αντέξεις ταξίδι ολάκερο αν σε τρομάζει το μικρό αυτό λιμάνι
Πώς να περιγράψεις το άπειρο αν το σήμερα μόνο σου φτάνει
Πώς να κυνηγήσεις χίμαιρες αν δε γνωρίζεις τ’ αφανισμένα
Και πώς να φιλιώσεις με σκέψεις ανήμερες αν έχεις παράδειγμα εμένα

 

Πώς ν’ ανταμώσεις επιτέλους με του ονείρου σου
τον πιο συχνό κι αγαπημένο επισκέπτη
αν πάντα άδικα χρεώνεις του ίσκιου σου
ό,τι κακό μπροστά στο διάβα σου πέφτει



Πώς να μερώσει η μνήμη σου η δόλια
και να σφαλίσει στα βάθια σου όλα τ’ άσχημα,

αν της χαράς πιάνουνε μέσα σου τα μπόλια
και με ξένα καρφιτσώνεσαι παράσημα



Πώς να σ’ ακούσουν όταν μιλάς δήθεν με οργή
και με κατηγόριες τα δίκια κυνηγάς

Αν δεν άγγιξες ποτέ σου νοτισμένη γη
παραμένεις αγέννητος φυγάς.



Πώς ν’ αντέξεις το πρώτο κλάμα ενός παιδιού
κι ενός λεβέντη γέροντα τη στερνή ματιά
αν για το τέλος βιάζεσαι αυτού του τραγουδιού
κι αν με τη στάχτη του σκεπάζεις τη φωτιά



Πώς  να το πας ξεχωριστά αν τα κρυμμένα δε βρεις νοήματα

Πώς να τα κάνεις όλα αυτά αν έχεις τα λάθος παραδείγματα

vasilis

Πρεσβευτές καλής θελήσεως
Γαμημένο στρες δε με νικάς, θα βρω τρόπο ν’ αρχίσω
την περπατούρα μέσα μου και να παραμερίσω
τις φροντίδες και την αραχνένια εικόνα τους,
κάτι θα μου ’μείνε άθικτο να φτύσω μπρος στα πόδια τους.
Χωρίς σεβασμό στις λέξεις που αρματώνω

θα αρχίσω τις βλαστήμιες σε κείνους που χρεώνω

ξέπλυμα ψυχής, πειράματα, ζωής νοθεία,

μού φταίνε όλα απόψε και τα γήινα και τα θεία·

γιατί κάποια αδέρφια μου απ’ άλλη μάνα και πατέρα

παλεύουν να ζήσουν κάπου έστω μια όμορφη μέρα

κι αυτοί που το χάρο πατρονάρουν  είναι οι φωστήρες,

πουλάνε ελπίδα, γι’ αυτό γαμώ όλους τους σωτήρες·

κάθε χολιγουντιανή υστερική πουτάνα

που τραβάει στην Αφρική για να το παίξει μάνα,

κάθε γαμημένη φαρμακοβιομηχανία

που στέλνει όσα εκπίπτουν μόνο απ’ τη φορολογία,

κάθε λινάτσα καλλιτέχνη που τραγουδά θλιμμένος

για τον τρίτο κόσμο κι είναι συγκλονισμένος,

κάθε τηλεοπτική δήθεν φιλανθρωπία

- εγώ είμαι από άλλη πιο απόμακρη ουτοπία -

κάθε μεταλλαγμένο σπόρο που βάζετε στη γη

με τη δικαιολογία ότι δεν αρκεί η τροφή,

κάθε λόμπι σας βιοτεχνολογικό,

κάθε βοήθεια απ’ τον πανάγαθο θεό,

κάθε οργανισμό και κάθε ιεραποστολή,

κάθε ειρηνοποιό μπάσταρδο με στολή,

όλους τους περαστικούς δημοσιογράφους

που ξεθάβουν την αλήθεια ανοίγοντας τάφους.

Τους γαμώ όλους σήμερα, μα που θα πάει θα ησυχάσω,

το ίδιο μαλάκας είμαι κι εγώ και θα ξεχάσω,

θα γυρίσω στα όμορφα, τα ποιήματά μου,

εκεί που καλώνει το μυαλό και η καρδιά μου

να νιώσουν άνετοι κι όσοι δεν με θέλουν βλάσφημο,

τί ασχολούμαι με του κόσμου κάθε άσχημο.

Υπάρχουν άλλοι επαγγελματίες εκ πεποιθήσεως,

οι πρεσβευτές καλής θελήσεως.

vasilis

Σκιεράτσα

Κοίτα πίσω απ’ την ομίχλη ένα νιόβγαλτο φως,
σα του βοριά τη γρήγορη μοιάζει περπατησιά,
έρχεται προς το μέρος σου και γίνηκες χλωμός
κι έχεις στο στόμα της ντροπής την αγευσιά.
Που ’ναι της γλώσσας σου τώρα τα περισσέματα
Ο φόβος μάλλον πιρουνιάζει τη ραχοκοκαλιά σου
με ρεύματα αστρόφερτα απ’ τα  ονειροπαντρέματα
κι άντε βρες τα ψέματα που θα σταθούν μεριά σου.
Αυτό που ξεμυτίζει με φιδωτούς ελιγμούς
μοιάζει μ’ αταίριαστο καλό σε διαβόλου κάλτσα
ή κακορίζικο σκαρί με κέρινους αρμούς·

μα στάσου, φάνηκε καλά - είναι μια σκιεράτσα.

Κι αν είναι ό,τι φαντάζομαι ή μάλλον ό,τι ελπίζω

σ’ αυτούς δε βλέπω να περνάν τα υποτακτικά σου.

Άρχισε να τραγουδάς το «μάνα εγώ λακίζω»

ή πάρε το ισκάρι σου και στα καθήκοντά σου.

Μόλις θα ρίξουν άγκυρα, αρχίζει κι η ρομάντζα,

θα σου ξηγήσουν τ’ όνειρο με λόγια φεγγαρίσια

γι’ αυτό όταν πιάσουνε γιαλό, έμπα στη βαρκάντζα

και τράβα κατά πέλαγος προς το σκοτάδι ίσια.

Τους ξέρω αυτούς, τους συντροφεύει, λένε, η λευτεριά
κι είναι ντυμένοι με της νυχτιάς το χρώμα,
έρχονται όταν η φωτιά τους καλεί απ’ τη στεριά

και φεύγουν πάλι πριν να λιαστεί το χώμα.
Λένε πως αν τα μάτια τους είναι κοκκινισμένα
ψάχνουνε τα προδοτικά σε λάκκους και γκρεμίσματα,
μα αν είν’ τα μάτια τους υγρά και μερωμένα,
φέρνουνε όλου τ’ ουρανού τ’ αντιφεγγίσματα.
Κρύβονται σε βαλτόνερα και σε βουνά σκαμμένα,
δεν είναι απλοί θαλασσινοί μα ούτε βουνίσια ράτσα,
για σκέψου ωραία που θα ‘τανε να παίρνανε και μένα
στη μόνη που απέμεινε του ονείρου σκιεράτσα.

 

Πίσω απ’ την ομίχλη κι από βουνά σκαμμένα
αδέρφια μου και φίλοι πάρτε με και μένα.
Θέλω να κουρσεύω με της φωτιάς τη ράτσα
όλα όσα γυρεύω με μια σκιεράτσα.



Υπάρχουν κι άλλες ιστορίες σαν το κύμα ανταριασμένες

που μιλάν για κάποιον καπετάνιο μαγεμένο

που γράφει μ’ αίμα στα πανιά ρίμες χαραμισμένες

και της στεριάς τον έχουν οι σοφοί επικηρυγμένο.

Κάποιοι λένε ότι κρατάει από του κέδρου τα μέρη

κι ότι από έβενο φτιάχνει λαβές για τα μασάτια,

το θάνατο πως έχει κεντημένο στο ένα χέρι

και στ’ άλλο έναν μάγο με πύρινα μάτια.

Και για μια αρχόντισσα λένε που για μαλλιά έχει ρίζες

από λουλούδια της φωτιάς, και χέρια κοχυλένια

που τραγουδάει στα σύννεφα και φτιάχνει μέρες γκρίζες

για ένα σκιάχτρο στη στεριά με χέρια αχυρένια.
Φτιάχνει, λένε, από τη θάλασσα νερό να πιουν δροσάτο

κι άμα θελήσει προχωράει του ήλιου το ρολόι,

γνωρίζει απ’ έξω το βυθό κι όταν κοιτάζει κάτω

κάθε δελφίνι γίνεται με το σκαρί ένα μπόι.

Υπάρχουν κι άλλοι που σέρνουν μύθους χίλιους,

μα όλοι μοιάζουνε σαν απ’ την ίδια μάνα,

κεντάν στα μπράτσα τους φωτιές με κόχες κι ήλιους

και ούτε που νοιάζονται για του χάρου τη δαγκάνα.

Κι αν πεθάνει κανείς, γεννιούνται αμέσως τρεις,

γι’ αυτό πολυλογά με την κατσούφα φάτσα,

αν τη γλιτώσεις από δω κάπου πιο πέρα θα τη βρεις

τη μοίρα σου δεμένη πλώρα στη σκιεράτσα.

vasilis

Το αμίλητο νερό
Ήπια τ’ αμίλητο νερό
να ξεδιψάσω να χαρώ
κι άμα μπορώ να μη σας πω
για όσα γραμμένα στο βυθό βρήκα …
βρήκα και μπερδεμένα φύκια, μια πνιγμένη αλήθεια
και μια νεράιδα αθάνατη που ολάκερη την ήπια.
Κοίτα, δεν είναι απλό το θέμα ούτε είναι παραμύθι·
θα τα πάρει το ποτάμι άμα θα μείνουν στίχοι.
Τύχη δεν έχει μεγάλη το θέμα, αφού έχει μπει στ’ αυλάκι,
παλιά ήταν σύννεφο, βροχή, τώρα νερό νεράκι
που ανηφορίζει το χώμα σ’ όποιου πληρώνει το στόμα
- ένα πετρέλαιο για τη δίψα δίχως χρώμα.
Μας το χουν κάνει γαργάρα γουλιά και μόκο
αν ξεπεράσεις τα λίτρα, ζητάνε τόκο στον τόκο,
με μετρήσεις για τα λάθη της φύσης σε ποσοστά

φιλανθρωπούν, προειδοποιούν και φλυαρούν σχετικά
πως το νερό μας τελειώνει κι έτσι το μέλλον ματώνει.

Μόνο αν πληρώνεις κάτι, λέει, το εκτιμάς· πάει και σώνει!
Γι’ αυτό, εμπόροι και τεχνοκράτες έχουν λύση:
αίμα από τη βρύση θα κυλήσει.

 


Ήπια τ’ αμίλητο νερό
μια εσύ και μια εγώ (ήπια κι εγώ…)
χόρεψα της βροχής χορό (και στον καιρό…)
και τα φορτώνω στον καιρό (όλα τα φορτώνω)

Κερνάν τ’ αμίλητο νερό
που δε μπορώ να μη το πιω,
θα ‘ναι της δίψας μου γραφτό
αν σε μια κουταλιά πνιγώ (τίποτα δε σώνω)

 

Κερνάν τ’ αμίλητο νερό σε μπάνικο μπουκάλι
εμφιαλωμένο το μέλλον μας χωρά σε φιάλη
κι είναι κομπίνα μεγάλη, ας μη το λέμε ανοιχτά,
ψιλά τα γράμματα, μα κάνει καλό στα νεφρά.
Είν’ το φετίχ του αθλητή και κάθε καταναλωτή,
για αδυνάτισμα fitness και με τη μόδα ασορτί,
προλαμβάνει ρυτίδες, τσεκαρισμένο.

Κάτι θα ξέρουν κι οι παπάδες το πουλάν αγιασμένο.
Στο μεταξύ, το κάθε τι ώσπου να μπει στο ράφι
πρέπει απ’ τ’ αμίλητο νερό τόνοι να πάνε στράφι.
Για κάθε αμάξι, κάθε μικροτσίπ, κάθε μπλουζάκι,
χρειάστηκε όλο το νερό απ’ το Ζαγόρι ως το Λουτράκι.
Παραπέρα, στου τρίτου κόσμου τ’ άδειο σκουτέλι
εκεί που ζουν και της δικιάς μας δίψας οι αγγέλοι,
επικαλούνται μόνιμα την ξηρασία·
λεηλασία, των πλουσίων ευαισθησία.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Βαθύσκιωτα ::

Βαθύσκιωτα

Μες στα βαθύσκιωτα εκεί…

Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
οι σαλταδόροι της στιγμής,
ψάχνω και βρίσκω το κακό που κουβαλάω στα βάθια μου.

Κι αν είναι βήμα σφαλερό
που θα ’μαι ο ταπεινωτής,
έχω δυο κέρματα βαριά ν’ ακουμπήσετε στα μάτια μου.

Όταν σιμώνουν προς τα εδώ
τα ξέφτια τα σκοταδερά,

στ’ όνομα των προδομένων ζεματάω το μαχαίρι μου.

Ακροπατώντας τραγουδώ
για τα λερά θανατερά
μαντατοφόρος γίνομαι εγώ και το αγριοκαίρι μου

για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.

Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.

Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.

Όταν σιμώνεις προς τα δω
από την άφεγγη σου στράτα
λαχανισμένα τα ρολόγια σε τρέχουν στα ξέβαθα

να ρίξεις λάσπη αντί νερό

στα κινούμενα σου νιάτα,
γνωστέ κι ανήμπορε
σ’ έφτυσαν κι έμαθα

για σένανε στα βαθύσκιωτα εκεί.
Πού τρέχεις, τραγουδάς
Όπου χαρά κι ο μαλάκας πρώτος.
Tα παίρνεις και το γλεντάς.
Πίνεις και γελάς,
σαν ένας τζούφιος κι ακίνδυνος κρότος
γύρω απ’ τ’ αυτιά μου περνάς.

Σκάβεις τους αρμούς
χασκογελάνε μαζί σου οι νεκροί σου
- τι παγερή φυλακή…
Μα στης ξεφτίλας τους σπασμούς
σε νταντεύει καλά η σιωπή σου
μες στα βαθύσκιωτα εκεί.

241 Επισκέπτες, 0 Χρήστες