Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 395
  • Total: 396
  • Leon

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Να λες και κάνα «όχι»
Αν σε πιλατεύει έρημε κι απόψε η ντροπή
και ψηλαφίζει το πρόσωπό σου η βουβαμάρα,
αν η σύνδεση με το μυαλό σου έχει κοπεί
κι αν ό,τι άκουσες το ‘κανες γαργάρα,
αν γονατίζεις απ’ του αύριο το βάρος
κι ούτε στιγμή δε σηκώνεις ανάστημα,
αν σαν παροπλισμένος στέκεσαι φάρος
κι είσαι σημάδι μόνο για τα βλάσφημα.
Σαν το λιοντάρι αν περνάς φλεγόμενα στεφάνια
και τρομάζεις με του ξυραφιού την κόχη,
αν δε σε καρτερεί κανείς στα μακρινά λιμάνια,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».

Αν βαρέθηκες τους υπαινιγμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν φοβάσαι τους απότομους γκρεμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Αν η γιορτή είναι δικιά τους επινόηση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν δε σου φτάνει απλά η συγχώρεση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».

Αν δεν αντέχεις τη φήμη να περιφρονείς
κι όσοι θυμούνται εύχεσαι για να πεθάνουν,
αν απ’ το τέλος της ουράς περιμένεις να φανείς,
σε περιπαίζουν όσοι έμαθαν να χάνουν.
Αν δε ξετρυπώνεις ούτε ένα χαμόγελο
σε χωράφι με χιλιάδες ηλιοτρόπια
κι αν ότι είσαι ζωντανός σου μοιάζει ανώφελο,
γιατί ρουφάς την ατυχία απ’ τα ωροσκόπια
Αν αρματώνεσαι με ψέμα από το χθες
και ρίχνεις άσκοπα ενώ κινούνται οι στόχοι
κι αν μαλάκα σ’ έκανε το προφανές,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι»

vasilis

Ξέρεις γιατί

Μας αδειάσαν οι δειλoί τη γωνιά - ξέρεις γιατί.
Ψέμα με βαφτίζεις φονιά - ξέρεις γιατί.
Κάποιοι στέκονται μακριά απ’ τη φωτιά και ξέρεις γιατί.
Γι’ αυτό σου λέω, τώρα πια είναι όλα όμορφα.

Κάνε ένα διάλειμμα απ’ τα όμορφα
να κάνεις μια μελέτη μια απογραφή.
Έτσι για πλάκα να δεις τι απογίναν όσοι φύγανε.
Περίλαβέ τους πατόκορφα,
μη μπερδευτείς που αλλάξαν μορφή,
ψάξε θα τους βρεις σ’ εκείνα που βρίζανε.
Άλλοι στην κόκα κι άλλοι στην πρέζα,
άλλοι στο Mad ringtones και κλιπάκια,
άλλοι μέσα στα σκυλάδικα - στο γέλιο να κλάνεις.
Άλλοι trendy γαμπροί όλο λέζα,
άλλοι ζευγαρώνουν με τα πουστράκια.
Ψάξε για πλάκα αν και τίποτα δε χάνεις.

 

Μας αδειάσαν οι δειλoί τη γωνιά - ξέρεις γιατί.
Ψέμα με βαφτίζεις φονιά - ξέρεις γιατί.
Κάποιοι στέκονται μακριά απ’ τη φωτιά και ξέρεις γιατί.
Γι’ αυτό σου λέω, τώρα πια είναι όλα όμορφα

Μη το κρατήσεις πολύ,  θ’ αρρωστήσεις
κι έχουμε τόσο ωραία να σκαρώσουμε·  

αυτοί ζούνε μακριά απ’ το Low Bap τα όνειρά τους.
Ποτέ ξανά γι’ αυτούς μη ρωτήσεις,
κάναμε αμάν για να γλιτώσουμε.
Ας κάτσουν φρόνιμα εκεί να κλωσάνε τα αυγά τους.

vasilis

Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου (Fresh mix)

Καινούριος δρόμος΄, φτιαγμένος από ευχές κι αναθέματα,
χαμένοι θεοί στων μυρμηγκιών τα μαστορέματα,
ξερότοπος τ' όνειρο στο βασίλειο της νιότης
κι ο άνθρωπος δειλός οικοδεσπότης,
καλωσορίζει το φόβο στου χρόνου πάνω το κουφάρι,
κι αν αντέχεις να το δεις κάνε παζάρι
- τι έχεις να χάσεις Όλοι σε τέτοιους καιρούς
προβάρουν το κακό γύρω από λόφους νεκρούς.
Γίνε σπάνιο αγριοπούλι με ορθάνοιχτο ράμφος,
τραγούδα τη σιωπή σαν άσκαφτος τάφος,
ζήτα ένα ζεστό νοτιά στη καρδιά του χειμώνα
κι απ' όσα σε σκιάζουν το πιο μικρό κάνε κρυψώνα.
Αν είσαι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και όλα λείπουν,
αν φύγεις φεύγω κι αν με ζητάς είμαι όπου ήσουν.
Γύρνα και δες, σου δείχνει τ' αύριο ότι είσαι χθες
κι ό,τι κι αν λες, είσαι ο φόβος που δε θες.

Κοντά σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε το άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα, σκιά όλου του κόσμου.
Πως να τ’ αντικρίσω
Αλλού θα γυρίσω…

Τρέχεις στο χρόνο γυμνός, τα βρήκες πάλι σκούρα,
παραμιλάς παρελθόν σαν ήρωας μινιατούρα.
Κάποτε τύλιγες φωτιά και τη μοίρα,
τώρα δε βλέπεις καν λάβα απ' τη κορφή του κρατήρα.
Έχεις λιώσει ξανά και σε δουλεύουν στο αμόνι,
να γίνεις πλέγμα σε απαγορευμένη ζώνη
ή μια ταμπέλα σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
που θα οδηγεί στον καιρό του αλλόκοτου φόβου.

vasilis

Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ αποθέματα μίσους.

Υπάρχουν πλεγμένα εγκώμια και αφηγήσεις υμνητικές
για αυτό που ελπίζαμε ότι δε θα πεθάνει ποτέ
και για αυτό που ελπίζαμε ότι θα ’ρθει.

Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ εξατμισμένες αγάπες
ούτε ακρωτηριασμένες στιγμές.
Υπήρχε αγάπη, σεβασμός και βλασφήμιες για τ’ αθέατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί ποτέ δεν καραδοκούν τα όρνια
κι είναι γεμάτα από μικρά κομμάτια μαγείας
που ξεφύγαν απ’ το δρεπάνι του χάρου.
Εκεί ποτέ δε θέλησε κανείς να μας πλύνει τα πόδια μιλώντας για τα έσχατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
όλοι στέκουν μακριά απ’ αυτούς που μιλάνε απλά για να μην είναι μόνοι.
Εκεί και του δειλού η σιγή κάνει τόσο θόρυβο.
Εκεί και οι εχθροί είναι ισάξιοι.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί το χώμα είναι αυλακωμένο από κραυγές οργής
και αιμάτινους όρκους,
από χαλασμούς κι ονειροπολήματα.
Εκεί ακόμα σου προμηνύουν οι ζωσμένοι πως γυμνός από αξιοπρέπεια
να μην έρθεις.
Εκεί οι κλειδαριές δε κλειδώθηκαν ποτέ για τους νυχτοπάτες.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί οι άλαλοι σέρνονται δίπλα σου σα χαμένοι.
Εκεί είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι χωρίς οικοδεσπότες.
Εκεί, αν δεις άντρα να περπατάει με τα χέρια στην πλάτη
είναι που ανάγκη πια τις αγκαλιές δεν έχει
και αν κάποιος μιλάει στον άνεμο παύει να ‘χει μυστικά.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί, λέω να ξαναγυρίσω
τώρα που πυκνώσανε στα γένια μου οι άσπρες τρίχες.
Εκεί έχω μνήμες.
Εκεί έχω αγάπη.
Εκεί έχω όσα αγωνίστηκα να βρεις κι εσύ.
Αν κρυφτείς κάποτε κι εσύ εκεί, θα βρω κι εσένα.
Θα σ’ έχω πρωτοβρεί εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί.

vasilis

Ετυμηγορία
Σ’ αυτού του κόσμου τα χαλάσματα, λόγια φαντάσματα
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιάτα, γεράματα,
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα, στα χέρια οι πένες, χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες,
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα,
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λύματα·  κοίτατα,
της εξουσίας παραπατήματα – γουστάρω …
Αν σκεφτώ, τώρα εκδίκηση θα πάρω.
Κουφάλες, να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας.
Έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας.
Χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να ’ναι,
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ’ το λάκκο πετάνε,
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε, κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.

Αν ξεμακραίνεις απ’ το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ’ όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε στ’ αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ’ αλήθεια, μαλάκα, η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται.
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ’ τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
 χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν’ αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ’ τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ’ όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ’ το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για τον τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ’ τη βολή να βγούμε,
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.

vasilis

Κατοικάρης στο Τώρα
Μίσεψε η χαρά μπρος στου ονείρου τα αποκαμωμένα,
τίποτα πια δε συχωριέται σε κανένα.
Μας λυπούνται  όλων των καιρών οι εξόριστοι
που μπρος στα λιόβροχα πια στέκουμε αγνώριστοι
σα βουλωμένες με μολύβι μνήμες,
σα ξώμαχες που ξεζευγιάζουν ρίμες.
Τώρα που οι σοφοί μωράθηκαν, κλάψε για σένα.
Σφαλίσαν το αύριο σε κελιά δειπλοκαγκελωμένα.
Τα διαβατάρικα πουλιά ψάχνουν αραξοβόλια,
στη μοιρασιά πάλι σε τρώνε τα καρακόλια
και καθρεφτίζεσαι, χωρατεύεις και γδύνεσαι
ξαμολιέσαι κι αφήνεσαι, λησμονείς και γίνεσαι
κατοικάρης στο τώρα.

Γλώσσες ξυραφωτές θα χαρακώσουν τη ράχη σου,
οι παραπανίσιοι θα χαζεύουν τη μάχη σου
 κι απ’ της γριάς ζωής το χωνευτήρι
νεκρόθωροι θα σε καλούν στο κοιμητήρι
ταπεινωμένο, σαν από σκόνη καμωμένο,
σαβανωμένο, μ’ ένα βιος νοικιασμένο.
Μαχαίρωμα βαθύ όταν τα λόγια δε βλασταίνουν,
σάρκινα φονικά όταν τα ωραία δε βαθαίνουν,
διάβα σα γιάτρεμα θανατερής πληγής,
πρόχειρα μανταρισμένα χρόνια κοντολογίς.
Κι αν τη γλιτώσεις άχρονο κι άσκοπο ό,τι γίνεις,
πριν να μερώσεις μέσα στον ζόφο θα μείνεις
κατοικάρης στο τώρα.

vasilis

Ψέμα  μου
Εκεί που μου 'δειξες, ψέμα μου, πήγα
κι είδα κήπους κρεμαστούς.
Είχε πολλά κουρασμένα δαιμόνια,
είχε κι αγγέλους σκαστούς.
Φυτεμένα είχε όνειρα λίγα,
κι αυτά με σάπιους καρπούς.
Είχε βουνά με μαύρα χιόνια
και φόντο πορφυρούς ουρανούς

vasilis

Χρονορωγμή (A.C.A.F mix)

Ήρθε το σούρουπο και μου ’φερε παλιές μυρωδιές
και ξαναχάθηκα σε μια απ’ του χρόνου μου τις ρωγμές,
έγινα χθες, έγινα φωτιά και σκιές,
έγινα μπόρα και νερό στις νεραϊδοπηγές,
έγινα γυάλινη κούκλα και θλιμμένο λουλούδι
κι είμαι σαν δάκρυα στο πρώτο τραγούδι,
ανοιξιάτικο χνούδι σ’ έναν απέραντο κήπο,
έγινα μάνα που ακούει απ’ την κοιλιά τον πρώτο χτύπο
κι ας λείπω από κοντά σου όνειρό μου,
έχω μια ζωγραφιά για κόσμο ολάκερο δικό μου·  
πνιγμένο κακό μου
σ’ έφτιαξα γλάστρα για το βασιλικό μου
να σας ποτίζει αγκαλιασμένα η βροχή μου,
φωλιά να φτιάξει η ομορφιά στην αυλή μου.
Στη γη μου να ’χουν τα πάντα φωνή,
να είναι ο ήλιος καμπάνα και το φεγγάρι σκοινί,
να κάνουν ταίρι όσα μισώ με όσα νομίζω σωστά
και να φάνε απ’ το ίδιο πιάτο όσα ήταν πριν χωριστά
και όσοι σκοτώναν ο ένας τον άλλο
να ’χουν ταξίδι μπερδεμένο, δρόμο ατέλειωτο, μεγάλο.
Πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί,
βάζω το βιος μου σ’ ένα μουσικό κουτί.
Τρέχω και πάω να κρυφτώ στη παλιά φυλλωσιά
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.

Κόψε μου λίγο απ’ την αυλή γιασεμί,
και μια αγκαλιά απ’ τη παλιά φυλλωσιά,
στου χρόνου μου πέτα τα τη ρωγμή
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.
Τρίψε στο χέρι μου λίγο βασιλικό,
δος μου νερό απ’ τις νεραϊδοπηγές,
να πάει κάτω όλο μου το κακό,
μη βασανίσει άλλες τόσες γενιές.

Έλα και πες δυο παραμύθια παλιά,
εκείνα που ’λεγες τα βράδια σταλιά με σταλιά
κι όλο κοιμόμουν πριν να μάθω το τέλος,
πριν το στόχο βρει του πρίγκιπα το βέλος.
Έλα να ψάξουμε στου χρόνου τη γεμάτη σοφίτα,
κλείσε τα μάτια και μια ευχή ακόμα ζήτα,
πάνω στο δέντρο κλαδί με κλαδί
όπως χτυπάει η πένα πάντα στο ρυθμό τη χορδή.
Γιασεμί, ώσπου να ’ρθει η βροχή,
να ’ναι αξημέρωτη η νύχτα που έχει παντού απλωθεί,
μαζί με τ’ άρωμα τη μυρωδιά σου,
να ’ ναι αβασίλευτη κι η μέρα ήλιε μου στη ποδιά σου.
Για λίγο στάσου, παράξενο αηδόνι
που μου σφυρίζεις τις λέξεις και ο στίχος τελειώνει
και σώνει πια για καλά όσα έχει κάψει η φωτιά
κι όσα απ’ το κλάδεμα ξεθάρρεψαν και βγήκαν κλαδιά.
Μικρή ροδιά και μυγδαλιά,
βρεγμένο χώμα, χειμώνα σε μια ρίζα από ελιά,
σκυμμένη ράχη, γέρικη πλάτη για συντροφιά,
πέφτει στη μάχη απόψε ακόμα άλλη μια αθώα γενιά.
Κι εμένα μ’ έπιασε η νύχτα στης νεράιδας το φτερό,
μέσα απ’ τα χέρια μου κυλάει της πηγής το νερό
- ψιθυριστά μυστικά και κλειδωμένα,
μου πέρνουν κάτω το κακό μέσα στη στέρνα.

vasilis

Πρόσεχε που πατάς

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε, έκανε, έμαθε κι έπαθε
μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χτες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές,
να ‘χεις το νους σου, τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.

Να ‘χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Πρόσεχε που πατάς.
Μη σταματάς να ζητάς.
Παντού τη φωτιά.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε, έκανε, έμαθε κι έπαθε,
μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χτες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές
να ‘χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα,
πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Πρόσεχε που πατάς.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Μη σταματάς να ζητάς.
Πρόσεχε που πατάς.

vasilis

33 μέρες διακοπές
Φωτιά και δηλητήριο κάψαν τις Κέδρων τις ακτές,

οι πρώην βασανισμένοι ανάψανε φώτα να υποδεχτούνε το χτες
και εμείς οι αρνητές στα μπάνια του λαού εξαργυρώνουμε κουπόνια
και οι φίλοι μου οι αγωνιστές δυο δάκρυα για το απεχθές
μέχρι ν’ αλλάξουν σεντόνια.
Άθικτες χαμούρες με λαδωμένες μούρες
χαζεύουν στο γυαλί κορμιά σε λάκκους,
κάθε λογής θεούσες ζητάν ειρήνη από ψηλά,
μα τώρα οι Αϊ Γιώργηδες εκτρέφουνε δράκους
κι οι αμίμητοι της δύσης σκαρφίζονται λύσεις,
καλοκαιράκι είναι, μωρέ, τι θέλω τώρα τι ζητάω

Κάνω στην άκρη πριν με βρίσεις,
σου ζητώ συγνώμη, αλλά πέθανε το μέλλον μας και το ξενυχτάω.

Νοιώθω χιλιάδες μυρμήγκια στα ζαβά μου μελίγγια
από κραυγές να φτιάχνουνε λόφους
και μπρος στα μάτια μου να ξεχειλίζουν λερά καθίκια
σε σμιλεμένους και λαξευμένους τόπους.
Νοιώθω έναν κόμπο στο στέρνο κι ένα βάρος στη ράχη
και στο λαιμό μαχαίρι από τρεμάμενο χέρι
και σε ζηλεύω για λίγο, καλέ μου διακοπίτη
που ξεδιψάς με βρώμικο μπουγαδονέρι.
Είναι φρικτό να πονάς σε νοικιασμένη ξαπλώστρα,
εσύ που αγωνίστηκες για τα δίκια,
σε προσβάλλει γι’ αυτό δε μιλάς που τ’ αμερικανάκια
βάζουν άλλους να μαζέψουν τα νοίκια.
Κι αν γυρίσεις πετώντας βγάλε τα υγρά σου
πάρε μόνο τη ντροπή σου στις χειραποσκευές
κι όταν θα φτάσεις ρωτώντας θα βρεις τη σκιά σου
ήταν στον Λίβανο τριαντατρείς μέρες διακοπές.

vasilis

Ηλιόλουστη μέρα (Cut version)
Ονειροπλάνο μου στοχαστικό μου,
σα γκρίζα και βραχνή κουκουβάγια,
ήρθες και πάγωσες το θυμητικό μου,
με ξόρκια και πρόχειρα μάγια.
Για λίγο μπερδεύτηκα, αλυσοδέθηκα,
την ήττα μου για λίγο παραδέχθηκα
κι αφού τ’ ανέχτηκα, κι αφού την πάτησα,
πλουτοχαΐρεψα και φτωχοπερπάτησα
μαζί σου, αμίσητη ψεύτρα,
ντροπιασμένη της ψυχής παραδουλεύτρα·  
μου ’φερες πάλι μπροστά μου το δίλημμα
για φωνές δυνατές ή σφιχτομίλημα.
Ονειροπλάνο μου, φύγε μακριά μου,
διπλοχτυπάει η ντερβίσικη καρδιά μου
κι όλο μου κλείνει να δω, δε μ’ αφήνει
απ’ του μυαλού μου το θολό φινιστρίνι.
Kαι τι θα γίνει Και τι θα γίνεις
Από το αίμα μου, πάλι, σταγόνα δε πίνεις.
Και γεια σου, ψευτόνειρό μου,
θα φάω μόνος μου το μερτικό μου.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.

Κρυφό μου ξόρκι, πιάσε τόπο εδώ,
παρ’ τη βολή μου, σκόρπισέ τη στον αέρα·  

γοργό μου πέρασμα απ’ την άκρη σου εγώ,
θα τη βλέπω να πεθαίνει μια ηλιόλουστη μέρα.
Βολή μου, κάνε πιο πέρα,
Σε ξορκίζω να πεθάνεις σαν ηλιόλουστη μέρα.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Άπνοια ::

Λησμονητήριο

Τόσα χρόνια σεργιανάμε στα όμορφα με το ίδιο εισιτήριο
και κανείς βαλτός δε μας ρώτησε ούτε και ζήτησε να τ’ ακυρώσει.
Τόσα χρόνια μόνο κομπιασμένες κατηγόριες ξεθάβονται από το λησμονητήριο
κι η ντροπή βουλιάζει τον απόηχο μες στο ψέμα να μεστώσει
τόσα χρόνια αφοσιωμένα και στη φωτιά καλά κατεργασμένα,
φήμες ανεπίγραφες και ανεξόφλητα δάνεια
υπόγεια διαδρομή, επίγεια τα επίορκα και σκεβρωμένα
σκόρπιοι αντίλαλοι που πνίγονται στην άπνοια.

 

Κοίτα εκεί ψηλά τα χαμοπούλια
κάνουν κύκλους συνέχεια πάνω απ’ τα υπολείμματα
φύλλο δεν κουνιέται φίλος δε μιλιέται.
Κοίτα εκεί ψηλά, ξέμεινε μόνη της η Πούλια
να ικετεύει το αχάριστο σκοτάδι για δυο του Αυγερινού φεγγίσματα
φως γεννιέται – εχθρός αρνιέται.
Κοίτα εκεί στο βάθος, γίναν βουνά οι αναμνήσεις
κι εσύ ένας ξένος για όσα λευτέρωσες άθικτα μυστικά
στιγμές απαρνημένες – ρωγμές δειλοσκαμένες.
Κοίτα μπροστά σου οι απόντες σέρνονταν εκεί που πας να περπατήσεις
ατέλειωτη ξεφτίλα με χίλια αποσιωπητικά
σιωπές προσταγμένες, ζωές προταγμένες.
Κοίτα πίσω σου λάμψεις από κανονιές που δεν άκουσες
και νοιώσε τις μνήμες που σβήνουν πίσω απ’ τις φωταψίες
βουβή κοσμωδία – βουβή κωμωδία.
Κοίτα μέσα σου στα ανομολόγητα, αν δε παράκουσες
πένητες άρχοντες που σε γεμίζουν υποψίες
ζεις κοροϊδία και παίζεις τραγωδία.
Αν τα δες όλα και νοιώθεις ένα βήμα απ’ τον γκρεμό,
σύρε και πέσε μόνος σου χωρίς σταματημό. ·  

Γιατί είναι νύχτα σπάνια – νύχτα μ’ άπνοια.

vasilis

Ίσως μετά να κρυφακούω
Ακόμα ακούω το τρίξιμο της κούνιας στην αυλή
και τον ήχο απ’ την παλιά τη ραπτομηχανή
τον πάγο να λιώνει στο παλιό ψυγείο
και τη μοναξιά μου στο σχολείο
Ακόμα ακούω από τα ξύλινα στρατιωτάκια τη σιωπή
τα ελλενίτ να χορεύουν απ’ τον αέρα στη σκεπή
Ακόμα ακούω απ’ το πικ – άπ το τρίξιμο του ιμάντα
κι εκείνη τη βροχή που της μιλούσα πάντα.
Ακόμα ακούω κάθε πρωί την Μίκαινα δίπλα να ζυμώνει
την πρώτη ανάσα στο πρόσωπό μου να ζυγώνει.
Ακόμα ακούω εκείνες τις καληνύχτες που ζητούσα επίμονα
και τον Βάνια ίσως τον μόνο, όπως τότε, γείτονα.
Ακόμα ακούω τις μαρμίτες να γδέρνουν τα μαντέμια,
τις συμβουλές από τους μπάτσους για να μου σφίξουνε τα γκέμια,
τον όρκο στο στρατό που δείλιασα και σήκωσα το χέρι,
ακόμα ακούω φωνές παιδιών στην Φαναρακίου το μεσημέρι.
Ακόμα ακούω το γιο μου να ραπάρει το «Άκου, μάνα»
το κρυφτοντένεκο και τα γυαλένια έξω απ’ το φούρνο στην αλάνα
Ακόμα ακούω όταν χορεύαμε του μουσαμά τον ήχο,
τα σπρέι ν’ αδειάζουν βιαστικά πάνω στον τοίχο.
Ακόμα ακούω το Fight the Power σιγά – σιγά να μπαίνει
ακόμα ακούω τον Πυροβάτη από το Horizon να βγαίνει
ακόμα ακούω τη γκάιντα απ’ του Twinpeaks  το ρυάκι
και τη φωτιά να καίει σε ουαλέζικο τζάκι
Ακόμα ακούω τον Adam και την Adele να μας μοιράζουν κάρτες
κι από το Duisburg να τραγουδάν οι μετανάστες.
Ακόμα ακούω το κύμα απ’ τη βεράντα στη Σουβάλα
ακόμα ακούω στο τσιμέντο και στο ταμπλό τη μπάλα,
ακόμα ακούω να μου λένε «να ‘ναι καλά και να σας ζήσει»

Ακόμα ακούω να με φωνάζει στην ταράτσα του ήλιου η δύση
Ακόμα ακούω το χειροκρότημα απ’ το Ρόδον κείνο τον Μάη
και την δροσιά μου να μου απαντάει πως μ’ αγαπάει
Ακόμα ακούω απ’ το τηλέφωνο το γάβγισμα της Ίρμας

Ακόμα ακούω απ’ το Κάνε κάτι την οργή της τελευταίας ρίμας.
Ακόμα ακούω κάθε στίχο που ‘χω γράψει
κι όποιον έκανα στο διάβα μου να κλάψει.
Ακόμα ακούω το μοτεράκι να σκάβει το πετσί μου
Ακόμα ακούω καθαρά όταν σωπαίνω τη φωνή μου.
Ακόμα ακούω σαράντα χρόνια η ίδια ιστορία
κι αν είναι φάρσα η τιμωρία

Όλα αυτά θα τ’ ακούω μέχρι να σβήσει κάθε ψέμα που ‘χω μέσα μου
μέχρι να σβήσει η φωτιά μου κι η μπέσα μου
και μετά ίσως να κρυφακούω.

vasilis

Μέριασε  



Μέριασε, μαλάκα, κρύβεις το φως.
Αν μου το πάρεις κι αυτό, τι θ’ απογίνω
Της κράτησης μου είναι όρος ρητός
τουλάχιστον να βλέπω, όσο θα μείνω.
Μέριασε, σου λέω, ορέχτηκα ουρανό
και μη φοβάσαι, έχεις τα χέρια μου δεμένα,
καμένο το μυαλό μου κι αδειανό
και τα χείλια μου σφιχτά ραμμένα.
Μέριασε, φοβισμένε· με παράτησε ο θυμός
μετά της μνήμης μου τον έσχατο μονόλογο.
Ζήτησα ακρόαση, όμως μου αρνήθηκε ο θεός
για τα δεινά μου, είπε πως με θεωρεί υπόλογο.
Μέριασε πιο κει και μη κορδώνεσαι·
κάποτε έπλενα τα χέρια μου στο ίδιο απόπλυμα
που σε ξεδιψάει απόψε, και μην καμώνεσαι
μικρός θεός· μέριασε φρόνιμα
και μη νοιάζεσαι.
Εγώ διάλεξα χειμώνα,
- ξέρω τι κάνω - είναι ο κατάλληλος καιρός
μαζί να πάρω για τελευταία εικόνα
έναν μπάτσο που μέριασε να φανεί ουρανός.

vasilis

Άνοιξε, να φέρνει αέρα

Στάσου στα πόδια σου, ίσιωσ’ τα γόνατά σου,
τράβα πιο κει να δεις, κάτι ακούω στην πόρτα.
Πήγαινε κι άνοιξε, θα ‘ναι η μοναξιά σου
πάντα αχρείαστη γι’ αυτό χτυπάει πρώτα.
Σήκω ν’ ανοίξεις, βγάλ’ το κεφάλι να δεις
κάτι είναι σίγουρα εκεί έξω, σε φωνάζει.
Κάποιος φίλος σε γυρεύει στο κατώφλι να βγεις
είχες τα φώτα σβηστά γι’ αυτό δειλιάζει.
Άνοιξ’ την πόρτα, μπορεί και να ‘ναι μέρα
και στην αυλή σου να ’χει φυτρώσει κάτι,
ένα λουλούδι, ένα δέντρο ή μια πέτρα
να ’χει φυτρώσει μία πόλη μαγική στο σκαλοπάτι.

 

Μπορεί ο φόβος ν’ ακουμπάει στην πόρτα
και να μην κάνει αντάρα μη σε τρομάξει.
Δε τόνε φώναξε κανείς, μ’ ακούω τα χνώτα
μέσα στις χούφτες του έχουν κουρνιάσει.
Πήγαινε κι άνοιξε κι αν έξω βρέχει
γέλα σαν δάκρυα θα σταματήσει

Κι αν δεις μονάχα, σκοτάδι πως έχει
σκέψου πιο χέρι σου ‘χει χτυπήσει.
Μπορεί να πέφτω έξω και να παράκουσα
Κάποιος να χτύπησε, να ’φυγε σφαίρα.
Μα όπως και να χει, ό,τι κι αν άκουσα
άνοιξε κι άσε να φέρνει αέρα…

395 Επισκέπτες, 1 Χρήστης