Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 400
  • Total: 401
  • Leon

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Καλά Κρασιά

Καλά κρασιά, μόνοι και καλοί μου γειτόνοι.
Το κακό ζυμώνεται, παλιώνει
στου μυαλού μας το ξέχειλο μικρό βαρέλι
ρίξαν μαγιά δαιμόνια κι αγγέλοι.
Eίχανε τρύγο και μαζεύαν με γέλια
σάπια τσαμπιά από της μνήμης τ' αμπέλια
από γνωστή κόκκινη παλιά ποικιλία
που έχει στραγγίξει του μίσους η αιώνια αντλία.
Εδώ στα μέρη αυτά πολλών ήπιαμε λάθη,
από σκάρτα βαρέλια στυφό κατακάθι,
με το ζόρι βαρύ και γρήγορο μεθύσι
που έχουμε όλοι γλεντήσει και έχουμε όλοι πενθήσει.  
Κάθε τσαμπί που κρεμότανε κοντά στο χώμα
από τσιμπήματα φιδιών άλλαζε χρώμα
και πότιζε φαρμάκι ως της ρίζας την άκρη,
κάθε ρόγα από τσαμπί πικρό γινότανε δάκρυ
για να θυμίζει πως κάτω απ' το λιοπύρι
στης ιστορίας το μεγάλο βρώμικο πατητήρι
αν δεν πατήσεις με τα πόδια σου καλά,
άδικος κόπος, τα κρασιά θα βγουν θολά.
Γι' αυτό καλοί μου και μόνοι γειτόνοι,
όποιος το στόμα βουλώνει, μάλλον ποτέ δε γλιτώνει,
βρίσκει το φίδι τη σκιά του για δροσιά
και 'κει γεννάει - καλά κρασιά…

Γεννάει το φίδι αυγά ακόμα.
Γελάει που σε βρήκε λιώμα
κι έχει τη σκιά σου για δροσιά.
Γυρνάει, ξεθάβει το αίμα από το χώμα,
σου ράβει το μουδιασμένο στόμα
κι αν κλείσεις και τ' αυτιά, καλά κρασιά.

Πάνω λοιπόν στη ατέλειωτη έκστασή σου,
σε πιάνει, γείτονα, η αρχέγονη έπαρσή σου.
Σκάβεις το χώμα να βγάλεις λίγο αίμα,
μα το ήπιε η γη και σου 'φτυσε το ψέμα.
Ζήσε μ' αυτό, γείτονα μου, φωνακλά,
κι αφού δειλιάζεις, χειρίσου το αν μπορείς καλά.
Μείνε μόνος σου στης λήθης σου το δώμα,
στάξε φαρμάκι πάνω στο μουδιασμένο σου στόμα,
κλέβε τσαμπιά από του χρόνου το κοφίνι -
το φίδι κλείνει τα μάτια για σένα και σ' αφήνει
να κλαδεύεις τη ζωή σου με μανία
και να υπάρχεις μες στη δικιά σου τυραννία.
Υποχρέωση βγάλε για τα καμώματά του,
κάτσε και κλώσησε τ' αυγά του,
δώσε τιμή, δώσε κι αξία,
γίνε θεός μ' απόλυτη ανυπαρξία.
Άντε, 'γεια μας, γείτονα παλικαρά μας,
παλιά ντρεπόσουν και δεν έτρεμες μπροστά μας.
τώρα το φίδι σου κλέψε τη ζεστασιά
- τέλος κακό, καλά κρασιά.

vasilis

Πρόταγμα

Βάλε πρόταγμα σε μαρμαρένιο αλώνι
ζωή και πνεύμα που απλώνει κι άγριο χορτάρι που φουντώνει.
Στη φόρα μια γνώμη, χωρίς συγνώμη,
αφού η πρεμιέρα ζυγώνει
σαν το μωρό πρωταρθρώνει και καρδαμώνει.
Πριν γυρέψεις παναγιά κοίτα την πόρνη
που την πιάσαν οι πόνοι για ανθρώπου γιο ματώνει.
Πέτα το στάρι και κράτα τη βρώμη, το τιμόνι παράτα
για μια ακόμη που δε ξέρεις που τελειώνει στράτα.
Κι ας βγάζουν όλοι οι δρόμοι στη Ρώμη,
είναι ανθρώπινοι οι νόμοι κακογερνάνε μόνοι
σαν τους τοίχους των κελιών όλου του κόσμου από χαρτόνι,
παλιά προστάγματα που γίνανε σκόνη.  

Αφήνω πίσω μου όλα όσα αγαπιούνται και μισούνται,
τη γαληνή και τ' αμόκ μου μόνα να μαλλιοτραβιούνται.
Βγάζω στήθος μπροστά κι ένα μονόγραμμα,
γίνομαι λόγος, μαχαίρι και προταγμα.
Σπρώχνω το χθες να ξεχαστούν οι μυριάδες εαυτοί μου
σαν το τρελό το ζωγράφο κόβω τ' άυτι μου.
Θέλω να βλέπω μπροστά παραταγμένη τη ψυχή μου
να μη νοιάζεται ποιοι σκάβουν και γιατί το κορμί μου.
Βροχή μου, ήλιε μου κι αντάρα μεγάλη μου
απ' τ' ασχημάτιστα όνειρα μου βγάζω μαύρο το χάλι μου
και τ' απλώνω μπροστά απ' ολους και όλα
με μια ευτυχία ένα βήμα πριν τη φόλα.

Ναι, μα τη τύχη μου, αν μοιάζω με άνθρωπο φταίνε οι στίχοι μου
που βαλαν πιο ψηλά απ' τον ουρανό πάλι το πήχη μου
και πήρα φόρα να περάσω, να γεράσω, να φτάσω
ευτυχισμένος, χωρίς να ξαποστάσω.
Μη ξεχάσω, μες τη τρέλα μου, ζωή να γυρέψω.
Στη ζούγκλα αυτή δεν ήρθα μ' άγρια θεριά να παλέψω,
μα να γητέψω τη φωτιά του μικρού μου μυαλού
και να πλανέψω το τίποτα να φύγει γι' αλλού,
να μείνει μόνο ο λόγος το αθάνατο αγκάθι
κοντά στο χρόνο καινούργιους μύθους να πλάθει,
μαζί με λάθη? κι ας πιω πρώτος το αίμα μου απόσταγμα
από το μόνο που τόλμησα προταγμα.

vasilis

Η πιο μεγάλη ανοησία

Αν δε γνωρίζεις τη φωνή και το όνομά μας,
είμαστε ο νόμος των θεών, είμαστε οι ψίθυροι στο σύμπαν,
το σαράκι της γης -μας ξέρεις- κι ο πόνος της μάνας,
είμαστε οι άνθρωποι, είμαστε αυτοί που όσα είπαν,
τώρα είναι, μαζί μας μείνε, φίλε μη φεύγεις
δε σ' αντέχουμε εχθρό μας, ούτε καν σα ξένο.
Το φόβο μας σ' αφήνουμε ν' αρμέγεις,
δε ξέρουμε τι είσαι, δε κάνεις τίποτα, γι' αυτό κι είσαι το παν - φρένο
στον κόσμο βάζεις, για μια στιγμή μονάχα
και γι' άλλα χίλια χρόνια πάλι αράζεις.
Εμείς ακάθεκτοι κι αδιάφοροι τάχα μου τάχα
κι εσύ μάλλον το διασκεδάζεις.
Με βρώμικα χέρια, κόψαμε κομμάτι απ' την αλήθεια,
τα στομωμένα μας μαχαίρια στην άκρη κάπου αφήσαμε
με μια παγωμένη γουλιά που καιει τα στήθια
κατεβάσαμε όλα όσα δε ζήσαμε.
Νιώσαμε δίψα για αίμα στην ερημιά του θανάτου
κι έφτιαξε εικόνες ο νους μας, για να παίξει μαζί μας.
Τις προσκύνησε, κι ο τελευταίος από μας, με τη σειρά του
καμπούριασε το ήδη στραβό σκαρί μας.
Μ' αναπηρία ευλογημένη και ιερή
γίναμε οι μάρτυρες σε μια μικρή συνομωσία
κρυφό κουσούρι και μιζέρια φανερή,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Νόμοι θεών και των θνητών το αλάθητο,
δρόμοι αλλονών κόντρα στο σύμπαν το απάτητο,
κόμη αστεριών, φως ασταμάτητο
σκαρώνουν οι ανθρώποι μικρή συνομωσία.
Σημάδια των καιρών με φόβο αλλόκοτο, αμάθητο,
σωρηδόν καταπίνουν πόνο αμάσητο,
στη διαπασών μίσος ακράτητο,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Για κάθε εχθρό που σκαρώσαμε, έναν όρκο προδώσαμε,
ένα θεό καταστρώσαμε, που σκοτώνει.
Για κάθε ωραία ιδέα, βρήκαμε πράξη ακραία,
με μια κατάρα πιο νέα, μείναμε μόνοι.
Βαφτίσαμε χώματα άγια, κι άλλα αφορίσαμε πάγια,
λύσαμε ξόρκια και μάγια, είμαστε οι άνθρωποι.
Λέξεις νεκρές και μεγάλες, μαρμαρωμένες αγκάλες,
κλώνοι σε γυάλες, οι ξεδιάντροποι.
Ήρθαμε, δέσαμε, πήγαμε, φύγαμε,
φίλε μου, ακούσαμε, μάθαμε , κι ό,τι κάναμε, το πάθαμε,
μαζέψαμε, και λυγίσαμε, γιατί βαρύναμε.
Είδαμε, τότε πιστέψαμε, ξεχάσαμε,
ματώσαμε -  βουτήξαμε, πατώσαμε,
σπείραμε, οργώσαμε, νικήσαμε, χάσαμε,
πήραμε, δώσαμε, αρπάξαμε, πλύναμε, λερώσαμε,
γεννήσαμε, σκοτώσαμε και φτάσαμε
να γίνουμε ό,τι είπαμε, του κόσμου η πιο μεγάλη μαλακία
-δικαιολογία για τη θεια αδικία
που χρεώσαμε θυσία στην ιστορία.
Σπουδαία εφεύρεση η μετάνοια και στην πρώτη ευκαιρία
με κώνειο, με σταυρό ή με μια σφαίρα
κεράσαμε ψυχές υποκρισία.
Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα
σαν μια μεγάλη του κόσμου ανοησία

vasilis

Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου

Καινούριος δρόμος φτιαγμένος από ευχές κι αναθέματα,
χαμένοι θεοί στων μυρμηγκιών τα μαστορέματα,
ξερότοπος τ' όνειρο στο βασίλειο της νιότης
κι ο άνθρωπος δειλός οικοδεσπότης
καλωσορίζει το φόβο στου χρόνου πάνω το κουφάρι
κι αν αντέχεις να το δεις κάνε παζάρι
- τι έχεις να χάσεις Όλοι σε τέτοιους καιρούς
προβάρουν το κακό γύρω από λόφους νεκρούς.
Γίνε σπάνιο αγριοπούλι με ορθάνοιχτο ράμφος,
τραγούδα τη σιωπή σαν άσκαφτος τάφος,
ζήτα ένα ζεστό νοτιά στη καρδιά του χειμώνα
κι απ' όσα σε σκιάζουν το πιο μικρό κάνε κρυψώνα.
Αν είσαι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και όλα λείπουν,
αν φύγεις, φεύγω κι αν με ζητάς, είμαι όπου ήσουν.
Γύρνα και δες, σου δείχνει τ' αύριο ότι είσαι χθες
κι ό,τι κι αν λες, είσαι ο φόβος που δε θες.

Τόσο αλλόκοτος  και ατάραχος ταξιδευτής,
γιος πρωτότοκος, καρτερικός και γητευτής
και ζηλωτής, που ό,τι ζητήσεις να γευτείς,
μονάχα θα τ' ονειρευτείς.

Τρέχεις στο χρόνο γυμνός, τα βρήκες πάλι σκούρα,
παραμιλάς παρελθόν σαν ήρωας μινιατούρα.
Κάποτε τύλιγες φωτιά και τη μοίρα,
τώρα δε βλέπεις καν λαβα απ' τη κορφή του κρατήρα.
Έχεις λιώσει ξανά και σε δουλεύουν στο αμόνι
να γίνεις πλέγμα σε απαγορευμένη ζώνη
ή μια ταμπέλα σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
που θα οδηγεί στο καιρό του αλλόκοτου φόβου.

Κοντά σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε το άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα, σκιά όλου του κόσμου.
Πως να σε αντικρίσω
Αλλού θα γυρίσω…

Στο κατάρτι του κόσμου σκαρφαλωμένη η αγωνία,
τυφλή κι ανίκανη να κάνει κουμάντο, δίνει προστάγματα.
Όλα της φύσης τα στοιχεία σε αρμονία
σ' αμαρτωλών ορμάνε πάνω τ' άγια τάγματα.
Χίλια χρόνια μπροστά βλέπει του φόβου το μάτι,
μακρύ το χέρι του που απλώνει στιγμές ν' αδράξει,
μια ανθρωποθάλασσα σκίζει από αίμα κι αλάτι
αρβάλα τα γενόμενα κι η πρώτη πράξη.
Οι πιο μεγάλοι των ανθρώπων ίσως τα 'βγαζαν πέρα,
από μικρούς, όμως, θεούς ζητάς ζωή να πάρεις πάνω σου,
συντηρείς μηχανές να ξεπλύνουν τη λέρα,
κόβεις το δρόμο του λόγου σου του πιο άμεσου.
Η πιο κρυφή σου ελπίδα αυτόχειρας μπροστά σου
κι αν θες να πας κι εσύ στο διάολο βιάσου.
Για λίγο στάσου στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου
κι ίσως βρεθούμε στον καιρό του αλλόκοτου φόβου.

vasilis

Τραγούδα και γέλα

Υπάρχει μέρος ν' ανασάνει η νιότη μας ζωή
Υπάρχει μέρος η ηθική τους να κρυφτεί
Υπάρχουν χρώματα να φαίνονται στο μαύρο
Κι αν ξέρεις πες μου που να τα βρω.
Τα 'χω χαμένα, στις τέσσερις γωνιές μοιρασμένα,
σ' αυτή τη γη ξεχασμένα με παρελθόν στοιβαγμένα
γερασμένα κι άλλα πεθαίνουν στη γέννα,
έχω και μέσα μου ένα, μαζί και σένα
όλα πνιγμένα στο αίμα και λυτρωμένα με ψέμα
με χίλιους κόμπους σε κουβάρι χρυσό τυλιγμένα,
δίχως μια στάλα πιωμένα μα μεθυσμένα,
γελούν και λένε τραγούδια σ' ένα σκοπό χρεωμένα.

Γι' αυτό σου λεω πάρε τα όμορφα κι έλα.
Για να τη σπάσεις στους καιρούς, τραγούδα και γέλα.
Κοίτα στα μάτια και μίλησε στους φοβισμένους,
κλείσε τ' αυτιά και φύγε από τους στοιχειωμένους
κι αν μυρίζει πάλι αίμα από πολλά της γης μέρη,
κάν' το τραγούδι και πες το κι όποιος ξέρει,
θα το 'χει ταίρι κι απάγκιο μυστικό,
όταν φορτώνει η ψυχή του από κακό.
Το ριζικό μας δειλιάζει, όταν του λεμε τραγούδια
και πριν πεθάνουμε, αν αφήσουμε στο τάφο μας λουλούδια.
Χαζά αγγελούδια δε βουλώνω το στόμα,
μαύρα δαιμόνια μου σας έκλεψα το χρώμα.
Γυμνοί βασιλιάδες, γυμνοί προφήτες
με τις πλάτες του θεού ξαναβαφτίζονται θύτες
κι εμείς οι αλήτες παντού σ' αυτή την πλάση
φτιάχνουμε ξόρκι που δεν ξέρουμε αν θα πιάσει.
Μα δε μας νοιάζει, πες το βλακεία και τρέλα,
έλα κι εσύ, προλαβαίνεις, τραγούδα και γέλα
για τους περήφανους που άδικα φεύγουν?
εγώ είμαι πάντα μ' αυτούς που πεθαίνουν.

Για την Παλαιστίνη - τραγούδα και γέλα
Για την κοιλάδα - τραγούδα και γέλα
Για τα Βαλκάνια - τραγούδα και γέλα
Και για την Κύπρο -  τραγούδα και γέλα
Για τη Γένοβα - τραγούδα και γέλα
Για το Σηάτλ - τραγούδα και γέλα
Για τ' άσπρα κελιά - τραγούδα και γέλα
Για τους νεκρούς - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρκος - τραγούδα και γέλα
Για τον Γκάντι - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ - τραγούδα και γέλα
Για τον Αλλιέντε - τραγούδα και γέλα
Για τον Τσε Γκεβάρα - τραγούδα και γέλα
Για τον εχθρό μας - τραγούδα και γέλα
Για το φονιά μας - τραγούδα και γέλα
Για τ' όνειρό μας - τραγούδα και γέλα


Τραγούδα στα παιδιά με τα σταυρωμένα χέρια,
τραγούδα στις μανάδες με τα μαύρα τσεμπέρια,
τραγούδα για όσους σκάβουν μ' ίδρώτα τη γη,
τραγούδα σ' όσους με γέλιο ξεπλένουν την οργή.
Τραγούδα τα όνειρα που δε προλάβαν να στεριώσουν
και τους ήρωες που πεθάναν πριν να προδώσουν,
για όσα αρνιέται να χωρέσει ανθρώπου ο νους
τους συρματοπλεγμένους ουρανούς.
Τραγούδα όλα τ' αδύνατα να γίνουν δυνατά,
τραγούδα γη νερό αέρα και φωτιά,
αντί για δάκρυα γέλα, το θάνατο ξεγέλα,
για μένα και για σένα τραγούδα και γέλα.

vasilis

Που με πας

Που με πας...
Είχα φωλιάσει στα καλά μου και στα σίγουρα
Μα από όσο νόμιζα κουραστικά πιο γρήγορα.
Και ξεγλίστρησα απ' της ψυχής μου τα τερτίπια
Έσπασα μια στιγμή και ολόκληρη την ήπια.
Με γεια μου είναι γυμνή η χαρά μου
η ζεστή άλλαξε γωνία με τη δροσιά μου
σκιά μου ήρθες και κόλλησες κοντά μου
παρέα με τα καμώματα μου.
Σειρά σου πάρε ένα φόβο και βιάσου.
στράγγιξε όλη την ελπίδα που 'χουν μέσα τα όνειρα σου
και ετοιμάσου, να πας
εκεί που το μυαλό νικάει και το κακό σκορπάς.
που με πας, που με πας από δω
εγώ κατάπια τα κλειδιά και πρόλαβα να κλειδωθώ.
μήπως σωθώ ξένη κακή μου και βρώμικη σκέψη
σε πoιο φευγιό να τάξω αγάπη αν σε κλέψει.
Σε πoιο φευγιό σε πoιο σημείο έχει κρυφό καρτέρι
το ξεγραμμένο που είχα ουρανοκατέβατο χέρι.
δειλιάζω το ένιωσες και με πονάς
χτικιό μου που με πας.
Που με πας
άσε με εδώ άλλο λίγο μπας και ανταμώσω το γιόμα.
Που με πας
διψάω πολύ, αλλά έχω κλείσει το στόμα.
Που με πας
μη μου χρεώσεις αγάπη ένα απρόθυμο σώμα.
Που με πας
συνήθισα εδώ έχει ένα αλλόκοτο χρώμα
Εχει ένα αλλόκοτο χρώμα και μια θολούρα
χαμένο αστέρι ολο φεγγαρομουρμούρα.
που ταξιδεύει στο δικό του το χαμένο χρόνο
παρέα με παίρνει για αυτό και δεν ισιώνω.
Και σκοτώνω, την ομορφιά σου ανεμελιά μου
και πνίγω στη σιωπή και τη μιλιά μου φωτιά μου.
όμως εσύ μη με λυπάσαι δε το αντέχω
κάψε με ολάκερο με αυτά τα λίγα που έχω.
για συντροφιά μου στα αρρωστημένα λογικά μου
υγρή σκιά μου και οινόπνευμα στα σωθικά μου.
με λίγο άρωμα ευτυχίας μπολιασμένο
είσαι χτικιό δειλό χαροκαμένο.
που με τραβάει σε ένα όνειρο κάλπικο ακόμα
γουλιά γουλιά σε ένα ανίκανο στόμα.
που όχι δε λεει με τα στεγνά του τα χείλη
μπουκάλι και ουρανίσκος είναι αχώριστοι φίλοι,
φίλοι καλοί
χρόνια παρέα και οι δυο στο ίδιο κελί.
εγώ όμως νόμιζα πως είμαι στην απέξω
που με πας χτικιό μου δε θα αντέξω.

vasilis

Βλακόστρωτο

Μάνο, σ' αυτό το τόπο το βλακόστρωτο
και που φωνάζω, τίποτα δε κάνω.
Μάνο, ζούμε με φόβο αλλόκοτο
γι' αυτό σου λεω, καλά περνάτε εκεί πάνω.
Μάνο, το μυαλό μου αυτοεξορίστηκε
μάλλον, νομίζω πως τα χάνω.
Μάνο, το καθεστώς μας ερεθίστηκε
και θέλει να 'ναι συνέχεια από πάνω.
Μάνο, πολιτισμός σε αποσύνθεση.
Φτάνει κι η Ολυμπιάδα - αυτό μας έλειπε από πάνω.
Μάνο, θα πουν πως σου 'κλεψα τη σύνθεση.
Εντάξει - αφού το ξέρουν, εγώ δε παίζω πιάνο.
Μάνο, θα ξεράσω στη πατρίδα μου
κάπου θα έφαγα τρελή αχ-Ελλάδα, Μάνο.
Μάνο, θα στήσω μόνος τη παγίδα μου
ψάχνω κουράγιο και θα τη κάνω.

vasilis

Να μείνει κάτι

Kάνε όνειρό μου να μείνει κάτι…
Αctive Member, low bap
Ατόφιο hip hop, αθάνατο κράμα,
στιγμή - στιγμή μια ζωή, λέξη με λέξη, γράμμα με γράμμα
σκόρπια λόγια απ' τη φωτιά παρμένα,
απ' το '92 ως το 2001.
Μελωδίες και beat συνέχεια μεθυσμένα
βρήκα το νόημα, βρήκα και μένα.

Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
τόσο απλό σαν τ' άρωμα απ'τα γιασεμιά.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
σα μια γουλιά νερό στη λιγοθυμιά.
Μη μείνει κάτι απλά, όμως, για να μείνει κάτι,
και σταματήσει η ζωή μας η ξεκούρδιστη
κι αν μείνει κάτι να 'χει φύγει όλο το άχτι
σε μια στιγμή μας ατραγούδιστη.

Στριμωγμένα σ' οχτώ χρόνια με αρχή το βινύλιο
κάτω από ασημένιο συρματοπλεγμένο ήλιο,
σαράντα δίσκοι από σχήματα χωρίς προσχήματα,
ονειρολογιο, σελίδες, ραδιοκύματα,
πολλά τα live  με χιλιάδες αράδες το καθένα,
intro, στο δίκτυο intro 1,
low bap ντοκιμαντέρ κι ένα βιβλίο χρεωμένο στη φωτιά
- κάτι θα μείνει απ' όλα αυτά.

Να μείνει κάτι απ' όλα αυτά να μείνει κάτι
κι όχι απλά ένα μπλουζάκι να φοράς.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι,
να 'χεις μαζί σου σαν γερνάς.
Μη μείνει κάτι μόνο για να υπάρχει κάτι,
αγριεύομαι, δε σε παρακαλώ
κι αν το πιστέψω πως δε θα μείνει κάτι,
σου 'χω φυλάξει για το τέλος το καλό.
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι…
Να μείνει κάτι μοναχά να μείνει κάτι…
Τρέξε χρόνε τεμπέλη κι ακαμάτη.
Να μείνει κάτι, το χρωστάς, να μείνει κάτι.

vasilis

ACTIVE MEMBER-Blah Blasphemy

Intro (code 11)

Μισόγελα παντού κι η ξεφτίλα χωρίς αναπαμό.

Oι ίδιοι που φωνάζουν, οι ίδιοι βγάζουν το σκασμό.

Σαματερά ξεφτίδια σάς χρωστάμε ένα ευχαριστώ·

ξεπουληθήκατε όλοι μα όλοι, εκατό τοις εκατό.

Κι έτσι κάποια όμορφα και κάποια αγίνωτα,

τα βρήκαμε εμείς απείραχτα, ξεκλείδωτα

κι αμέσως γίναμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή,

σύντομα κρυφά μονοπάτια  και δρόμοι κοντινοί,

μικρές βλάστημες φωνές στων φιλάρεσκων την ησυχία.

Είμαστε εδώ ακόμα ζωντανοί - τι ειρωνεία.

Απέτυχε η προπαγάνδα σας και τα ψευτοφτιαξίματα,

σκάβατε λάκκους γι’ άλλους, μα το όνομα σας θα μπει στα μνήματα

και φταίτε όλοι κουφάλες, φταίτε όλοι,

κι ο πολιτισμός σας μια γυάλα με φορμόλη.

Φθαρμένα ταριχευμένα ανθρωπάκια αφορίστε μας,

όλους εμάς τους ασυγχώρητους επικηρύξτε μας.

Έξω υπάρχουν ακόμα λίγοι κυνηγοί, ζωσμένοι μ’ ασκήμιες.

Ίσως προλάβετε απ’ το στόμα μας τις πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Απόψε δίπλα σας άναψε το φυτίλι

- γλεντήστε το·  άλλο λίγο μένει, αγαπητοί μου φίλοι.

 

Λευτεριά στις φιμωμένες φωνές που μάχονται τις ασκήμιες.

Φωτιά - απ’ του λαιμού μας τις χορδές οι πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Λευτεριά, τώρα σε γεύονται οι αποκλεισμένοι, οι προδομένοι κι οι άσημοι.

Φωτιά στη γενιά του μπλα - μπλα, τώρα σειρά έχουν οι βλάσφημοι.

vasilis

Blah – Blasphemy
Πρώτα απ’ όλα η σιωπή δεν προβλέπεται.

Όποια κάνη στην αλήθεια και να στρέφεται

πάντα φτάνει έστω κι αργά εκεί που πρέπει

να γαμήσει τα μυαλά τα καθώς πρέπει.

Σε ‘σας μιλάω με τις πολλές αμφιβολίες

κι ένα βουνό σέρνω μαζί μου αυθαιρεσίες·  

χωρίς ικεσίες απευθύνομαι σ’ όσους τολμούν

να σηκώσουν το χέρι και να πουν (πως)

ορκίζομαι τη ζωή να μην προδώσω·  

ορκίζομαι ό,τι μπορώ θα γλιτώσω·  

ορκίζομαι ποτέ να μην το βουλώσω

κι άνθρωπος κι εγώ κάποτε ελεύθερος να νιώσω.

Κι εμπρός βλάσφημος να μείνω κι εχθρός,

η αξιοπρέπεια είναι ο μόνος μου οδηγός,

μα όχι προς το φως – το καπηλεύονται οι άδειοι –  

ούτε προς το σκοτάδι το ξεραμένο πηγάδι,

Μα προς εκείνο το κρυφό το μονοπάτι πέρα

κι αν είμαι άξιος να το περάσω σαν σφαίρα

που θα κεράσει το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη

– code 11, blah blasphemy.


Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – code 11, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– code 11, blah blasphemy.

 

Πριν ορκίστηκα, με το χώμα ταυτίστηκα

ήπια τον ουρανό και δε γκρεμίστηκα.

Κι απλά είμαι ένας αλήτης μόνο από το Πέραμα,

σκέψου τι θα κάνεις εσύ αν βρεις το πέρασμα.
Ξεκόλλα·  τα όμορφα σου ανήκουνε όλα

και μίλα - κι απόψε κάπου ξεγεννάει η ξεφτίλα.

Διαλέγουνε κομμάτια σου και κάνουνε μοντάζ,

βούτα ένα σπρέι και κάνε στη ψυχή τους σαμποτάζ.

Γίνε με στίχους η φωνή του αποκλεισμένου, με ήχους

η οργή του κουρασμένου στους τοίχους,

η ντροπή του ξεπεσμένου, ελπίδα στα μάτια κάθε φοβισμένου.

Προκειμένου να σ’ ακούσουν, βλαστήμα –

έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα

να μαντρωθούμε, με κάθε τρόπο να διασυρθούμε

και με κάθε μέσο να διαλυθούμε.

Εγώ αρνούμαι, εμείς κερδίσαμε ό,τι ζούμε.

Kι ας μας κλέβουν τα μισά, δεν υπακούμε.

Ό,τι είναι θα το πούμε·  τρέμετε ξεπουλημένοι κι άτιμοι –  

θα επιβιώσουν κι οι βλάσφημοι.

vasilis

Τι άλλο φοβάσαι  

Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,

στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,

να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις

και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.

Να μια απ’ τα ίδια – ίδιοι δρόμοι – ίδιοι κύκλοι·

γαβγίζουν οι άνθρωποι – σκιάζονται οι σκύλοι,

θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις

όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.

Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,

βαρέθηκα τα έγκυρα - είναι όλοι προβοκάτορες

που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες

κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες

από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα

που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.

Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.

Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,

τυφλός στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη·

πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,

χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,

μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,

τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία·

εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα

και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα·

νεκρός  κι  άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,

κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,

εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα

και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα·

βραζιλιάνος με 8 σφαίρες   στο κεφάλι στο Λονδίνο

- τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.

Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω

κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.

 

Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω

κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.

Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,

μου φτάνει  που δε γουστάρω να ησυχάσω

(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι)



Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,

διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,

σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι

και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.  

Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα

κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.

 

Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…

Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια

και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια·
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι

και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει·

στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy

κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.

 

Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…

vasilis

Μίλα να χαρείς
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις

νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.

Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι

και μίλα, μίλα να χαρείς…

Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,

βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.

Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι

μίλα, μίλα να χαρείς…

Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας

που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας

κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·

τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.

Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,

γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα

Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος

με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.

Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου

να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου

κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει

στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.

Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,

τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,

τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,

τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,

τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,

τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου

για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα

και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.

Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,

τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,  

τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,

για τους φασίστες τους γαμομανάδες.

Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,

για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,

τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·

των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.

Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,

και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,

για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·  

κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.

Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,

κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο

κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς

ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.

Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς

Τουλάχιστον μίλα να χαρείς

Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα

Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς

Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…

vasilis

Mission: N.O.W (New Orleans Wakes)

Το τέρας σκεπάστηκε με βούρκο από τη Νέα Ορλεάνη,

ήπιε απ’ το αίμα κι άρχισε να τα χάνει.

Πώς θα ξεθυμάνει (μη ρωτάς) και πού θα ξεσπάσει

απ’ το θεό του γονική παροχή βρήκε ολάκερη πλάση.
Πού να ησυχάσει Μας έδειξε ότι τολμά

να πνίξει μέσα στην καλύβα του τον  μπάρμπα Θωμά

με τα ίδια του τα χέρια, έτσι για φοβέρα.

Ο δήμιος έκοψε το πρώτο εισιτήριο στην πρεμιέρα,

άντε σειρά σου· το αμερικάνικο όνειρό σου

έγινε τάφος ορθάνοιχτος για τον αδερφό σου

 κι αντέχεις δίπλα από το πτώμα του ν’ ακούς

να μιλάει γι’ αυτόν η πουτάνα η μάνα του Μπους.

Αν σου αξίζει, λοιπόν, πέσε στο βούρκο χάμω,

θα σου θυμίσει τα κελιά στο Γκουαντανάμο,

και τον ήχο απ’ τα κουπιά στα σκλαβοκάικα,

τα μοιρολόγια τα βουβά τ’ αφρικάνικα.

Η τελευταία είναι όπως φαίνεται ευκαιρία σου

έστω και για λίγο μπρος  στην ελευθερία σου

να σταθείς και πριν το τέλος της μέρας

να πληγώσεις μια και καλή το τέρας.

Και μη μου λες ότι έχεις τον τρόπο σου

κι ότι η ειρήνη είναι τα όπλο σου.

Φτύσε τον κόρφο σου και μη σε νοιάζει το μετά.

Βάλ’ τους  φωτιά· έτσι φοβούνται τα ερπετά.

Μια πόλη σώπασε στ’ αμίλητο νερό που κυλάει.

Πνίγει τη γη της ειρήνης σου σα φλέβα που σπάει.

Κληρονομάει ο βούρκος όνειρα, τραγούδια μπρούτζινα,

μάτια κρεόλικα, καλύβια τσίγκινα.

Κι εσείς, ανθρώποι εκεί που η μοίρα καταριέται μ’ ορφάνια,

εσείς που χάνετε μια τη σιωπή και μια την περηφάνια,

τον πόνο μην παρατάτε αλλού ταξίδι κάντε τον

να πάρουν είδηση πιο πέρα κι ύστερα μπολιάστε τον

μες στα λασπόνερα, φυτέψτε τον βαθιά·

το «μη χειρότερα» βαραίνει του δικαίου τη ζυγαριά.

Είναι ζαριά ο πόλεμος κι είναι σειρά σου·  

ο Τζώννυ πήρε τ’ όπλο του και ρίχνει στη μεριά σου

δηλώσεις, χαϊδέματα, τυφώνα αδιαφορίας.

Περιμένει να λουφάξεις στη γη της απραξίας.

Μα έχεις άλλοθι γερό – πατάς στον τάφο σου

κι έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.



Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου.

Γίνε πάνθηρας και τράβα τον δρόμο σου.

Μη μου λες πως σε κρατάει η αγάπη σου,

έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου

στον Malcolm Χ να πεις την συγνώμη σου.

Στον Dr. King, στην Davis και στον Mumia

κι όσους ονειρεύτηκαν για τη δικιά σου ελευθερία.

vasilis

Κάμερα στραμμένη πάνω μου

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·  

και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς

Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,

δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·  

παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,

κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,

χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,

αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.

Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,

στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,

στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω

- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.

Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·

στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.

Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,

όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια

προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,

θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω

να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.

Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.

 

Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·

ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.

Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,

όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.

Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,

γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,

θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,

θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο

παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς?

 

Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,

φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.

Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·

κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,

στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου

– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.

Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,

μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.

Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·

μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο

κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.

Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν

- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες

που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·  

εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί

κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.

Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου

μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.

Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω

θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.

vasilis

Πίσω στους δρόμους
Τέλος στην ανακωχή των δειλών,

επιστροφή στα πεδία των μαχών,

πίσω στους δρόμους με χρόνια στους ώμους,

να ξαναγράψουμε όσους η ιστορία  μας έκλεψε κι έκρυψε τόμους.

Πίσω στους δρόμους μ’ άγραφους νόμους και συνέπεια

για οποίον παλεύει μ’ αξιοπρέπεια.

Κόλλα στην παρακμή τους πάνω σα βρώμικη βδέλλα

από τις όχθες του Ευφράτη ως τα μέρη του Μαντέλα,

από την βόρεια Κορέα ως την Τσιάπας,

απ’ την Μελβούρνη στο Αλγέρι, στο Καράκας,

απ’ το Πεκίνο στην Αβάνα και στη Ρώμη

κι αν προσκυνήσαν κάποιοι – βαστάν οι δρόμοι.

Αν σου ‘χει μείνει καμιά ρίμα ζωντανή, άντε ξεστόμισ’ τη·  

ας είναι αδούλευτη, ας είναι αλόγιστη,

ας είναι βλάσφημη - το ανάστημα της θα υψώσει

κι από το λήθαργο μπορεί να σε γλιτώσει.

Μικρέ κι ακίνδυνε, ξαναβρές τον προορισμό σου·  

φέρε κοντά στο στόμα το μικρόφωνο, τον οπλισμό σου

και μίλα για τα πιο όμορφα, τα δρόμικα

που ούτε στιγμή δε ζευγαρώσαν με τα βρώμικα.

 

Ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση

που το δίκιο θ’ αναλάβει την κατάσταση.

Γροθιές σ’ ανάταση χωρίς παράταση,

η βλακεία σ’ ανάπαυση και τέλος η παράσταση.

Μάτια αδερφωμένα στα πάντα στραμμένα

και της ζωής τα όμορφα όλα φανερωμένα

χωρίς τρικ πολιτικά κι επινοήσεις,

ραμμένα στόματα κι ανάλαφρες ειδήσεις.

χωρίς φήμες, χωρίς τρίτους ή τέταρτους κόσμους,

χωρίς προστάτες και μπάτσους στους δρόμους,

χωρίς στρατόκαυλους κι οργισμένους δήθεν πολίτες,

χωρίς φλώρους που την είδαν σ’ ένα βράδυ αλήτες.

Ονειρεύομαι τους δρόμους χωρίς άσκοπη βία

κι έχω πλήρη συνείδηση και πλήρη αφοβία

κι αν με φάνε κάνα βράδυ οι φοβισμένοι,

η συνέχεια είναι ήδη γραμμένη και περιμένει.

Πάρε φόρα, λοιπόν, ψάξε και γύρισε.

Κι αν δε πιστεύεις, άγγιξε, μύρισε.

Κάνε υπομονή γι ‘αυτή τη μέρα·  

απλά αναβλήθηκε - δε ματαιώθηκε η πρεμιέρα.

Τέλος σ’ ολάκερης της γης τα πέρατα,

τέλος οι φήμες, ο φόβος, τα σημεία και τα τέρατα.

Τέλος κι η ομοψυχία των φοβισμένων,

έφτασε η ώρα των ξεχασμένων.

Γείρε πάνω στα μικρά παιδία και μιλά τους,

για την αλήθεια μοιράσου τη δίψα τους·  

κι ας πληθαίνουν συνέχεια οι εχθροί σου,

εσύ το βιολί σου – μείνε για πάντα μαζί σου.

400 Επισκέπτες, 1 Χρήστης