Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 236
  • Total: 236

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ

Υπάρχουν νύχτες που τ’ αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι
και δεν ζητάν απ’ το φεγγάρι ούτε ένα χάδι
ούτε φως· φοβούνται τη λάσπη που ’χει κάτω
σ’ αυτό που o χρόνος και οι Θεοί φτιάξανε βάλτο.
Για να’ χει ο θάνατος παραμύθι που να πείθει
ότι χαθήκανε στο βούρκο όλοι οι μύθοι
και θα μείνουνε για πάντα εκεί θαμμένοι
με τη ζωή μονάχη να τους περιμένει.
Μια τέτοια νύχτα που αλήθεια κερνούσε το φεγγάρι
πήρε ξανά η αλεπού το θάνατο χαμπάρι
άναψε φωτιά σε λάθος μέρος κι όσοι πήγαν
κανείς δεν έμαθε ποτέ και πότε φύγαν.
Κάποιος είπε ότι έχουν γίνει ερπετά και ζούν ακόμα
με ό,τι σάπιο περισσέυει για να τρώνε από το χώμα
κάποιος άλλος τά’χει δει λέει να πετάνε
να κλέβουν απ’ τον ήλιο και στη νύχτα να γυρνάνε.
Εγώ τα είδα να τα πίνουν με το θάνατο παρέα
κι εκεί που όλα ήταν ωραία
απ’την χαρά τους ξεγυμνώθηκαν τότε μπροστά του
κι εκείνος είδε τα σημάδια όμως του βάλτου.

Είδε που λες κάθε παλιό του σημάδι
κι ένοιωσε ωραία που είχε απλώσει τόσο το σκοτάδι
στις ψυχές τους κι είχε σβήσει όσα παλιότερα είχαν νιώσει
μα αν τρέξουν αίμα οι πληγές ποιός θα γλιτώσει.
Μήπως εκείνος που σερνότανε ή εκείνος που πετούσε
κι από ψηλά μας κοιτούσε
ή εκέινος που’ χε βάλει την ουρά του μες τα σκέλια
κι έκανε το θάνατο να σκάσει από τα γέλια.
Δεν ξέρω φίλε η ιστορία καν πως θα τελειώσει
κι αν κανένας απ’ αυτούς θα ΄χει γλιτώσει
μέχρι τον μύθο να τελειώσω πολλά θα κλέψω απ’τη χαρά του
κι αν τσαντιστεί ξανά η αφεντιά του.
Θα φτιάξω κι άλλο πιο καλό και πιο μεγάλο
και σεριάνι μες την νύχτα πάλι θα το βγάλω
στα πιο απίθανα του ουρανού λιμέρια
να ξεβρακώσει από το φως όλα τ’ αστέρια.
Κι αν ξαναβάλει την στολή του θεριστή
πάλι μαλάκας το ξέρω θα πιαστεί
όταν κόψει όλα τα στάχια δεν θα ’χει τίποτα από κάτω
γιατί οι σπόροι γίναν μύθοι μες στο βάλτο.

 

Όταν ήμουνα αντίκρυ θανάτου

του ’χα πει να μην τα θέλει όλα δικά του
αν δεν θέλει να χαθεί η ομορφιά του

για πάντα μέσα στους μύθους του βάλτου,
μα εκείνος τα’θελε όλα δικά του

για να χαρεί μοναχά η αφεντιά του,
γι’αυτο του κλέβω λίγο απ’τη χαρά του

με ένα μύθο καινούριο του βάλτου.

 

Με τα ερπετά αγκαλιά στου φεγγαριού την κουπαστή
και με την γκέι τη στολή του θεριστή
στήνει παιχνίδια ο θάνατος στο βάλτο
γι’αυτό σας χώσαμε ένα μύθο μας φευγάτο

vasilis

Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ

Από που ’ρθες, ρε, μεγάλε και παράξενα μιλάς
όλα μου μοιάζουν ωραία, εσύ γιατί μου το χαλάς
όλοι χωράμε παντού γιατί περίεργα κοιτάς
έφαγες πόρτα απ’ τη ζωή μας και γελάς.
Σε κοιτάζω τόση ώρα κι όλο κάτι μου θυμίζεις
δε μπορεί απ’το πουθενά μοναχός σου να γυρίζεις
άραξε ρε στη βολή σου
έλα δίπλα ξάπλα και κοιμήσου.
Γιατί τώρα οι ανάσες μας τρομάζουν σαν κραυγές
και οι τύψεις στήνουν γλέντι θες δε θες
τώρα μας πνίγει η συνήθεια βοηθάει κι η ευκολία
είναι όλα τόσο ωραία μοιάζει εύκολη η λεία.
Στην εποχή αυτή που ζούμε των μετρίων
βασιλιάδες οι τρελοί των ηλιθίων
τώρα διαλέγουμε απ’ το ψέμα ένα ψέμα μα όλα ίδια
πιο μεγάλο τώρα ψέμα ανακυκλώσιμα σκουπίδια.
Τα μισόλογα άρκουν άκουσέ με κάτι ξέρω
έχω πεί τόσα πολλά κι έτσι πια δεν υποφέρω
θα στα φτιάξω ένα τραγούδι και την άκρη θα την βρείς
πίσω απο τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής.

 

Γίναν οι πρόσφυγες τουρίστες και οι ευέλικτοι αρτίστες
πρώτο τραπέζι και η μιζέρια μας στις πίστες
η υπομονή τον πρίγκηπά της περιμένει,
η σιωπή τώρα φωνάζει σαν πεθαίνει.
Ο μικρός ξέρει καλά όταν τρέχει που πηγαίνει
ο μεγάλος δεν θυμάται προσπαθεί, μα δε μαθαίνει
ο θεός ψάχνει τον τρόπο μια συγνώμη να μας πεί
έχει πρόβλημα ο δέκτης η επαφή έχει κοπεί.
Τα παράσιτα πολλά μα θα στήσω μια κεραία
στην ταράτσα έτσι για μούρη για να φαίνεται ωραία
έχω σπάσει στο PC μου κωδικό για την τιμή μου
κι έχω σβήσει απ’τα αρχεία την ντροπή μου.
Η χαρά βγήκε στην πιάτσα και η τιμή είναι προσιτή
μορφωμένος νταβατζής και τσατσά η αρετή
τσαμπουκά πουλάει το μέλλον για να διώξει το παρόν
η ψυχή μας προϊόν συνταγή απ’το παρελθόν.
Βρυξέλες Πομπηία Βερσαλλίες και Σιών
οίκοι ανοχής και μόδας χαίρουν φιλανθρωπίων
μια φτηνή δικαιολογία για την κάθε μας στιγμή
μια ωραία μελωδία από σένα παρακμή.

 

Είναι θέμα ζωής (τώρα πιά)

και ανάγκη εποχής(όχι για μένα)
η ευκολία για μια λύση της στιγμής (η ευκολία που μας δέρνει της στιγμής)
κι αν την άκρη δε βρείς (ρε άντε γειά)

λίγο πρίν να χαθείς (θα γίνουμε ένα)
χάρισμά σου η μελωδία της παρακμής.

vasilis

ΚΟΣΜΟΓΩΝΙΑ

Τραβήξου πιο πέρα μούσα μου και δωσ’ μου
λίγο έμπνευση να γράψω δυο λόγια για την γωνιά του κόσμου
που διαλέξαμε να φτιάξουμε το όνειρό μας
με λίγο χώμα και νερό απ’ τον ουρανό μας.
Με την φωτιά που ’καιγε τώρα καιρό τα σωθηκά μας
τρατάρουμε και τον φονιά μας
η φυγή μας στολίστηκε με μελωδίες και λέξεις
και γουστάρουμε πολύ ψυχή μου κοίτα ν’αντέξεις.
Σκίσαμε λίγο τα μανίκια απ’την παλιά την φορεσιά
τώρα χωρίς δεκανίκια και μακριά απ' τη μοιρασιά
θα κοιτάμε χωρίς ποτέ να γελάμε
κάποτε όλα ήταν μαζί δεν το ξεχνάμε.
Κάποιοι διαλέξανε αυτά τα ρούχα τους να ’ναι καλά
ντυθήκανε ανάλογα και φύγαν για ψηλά
άλλοι αράξανε στη λερωμένη τους φωλιά
τώρα οι προδότες ειν’ της μόδας να στέλνουνε φιλιά.
Κάποιοι θα ντύσουνε την φτήνια μας χλιδή
και που’σαι ακόμα τα πιο καλά δεν τα’χεις δει
τώρα που τελειώνουνε τα χρόνια του 9
εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά.

 

Εδώ στου κόσμου τη γωνιά

έφτιαξα όνειρο φονιά,
πέταξα τη φορεσιά,

δε χωράω στη μοιρασιά.

 

Σ’αυτήν εδώ λοιπόν τη μικρή κοσμογωνιά
φτιάξαμε όνειρο μικρό φονιά
που μπορεί και να σκοτώσει πρώτα εμάς
ούτε να φοβάσαι μα ούτε και να γελάς.
Όλοι οι άλλο οι παγκόσμιοι ανάγκη δεν έχουν
αν βγεί στην πιάτσα η μόδα πίσω της τρέχουν
να της ψωνίσουν νυφικό να της τάξουνε γάμο
και ν’  αφήσουν την ψυχή τους στα πόδια της χάμω.
Όμως εμάς η φωτιά κι η προσφυγιά μας
είναι γκόμενες πιστές στην αγκαλιά μας
που ποτέ τους δεν θα φύγουν μέσα απ’την ψυχή μας
κι αν θα χαθούμε νωρίς θα’ρθουν μαζί μας.
Φτάνει που ζήσαμε παρέα χωρίς ζωή κανείς να κλέψει
κι ούτε απλώσαμε χέρι σε ό,τι είχαμε ζηλέψει
φτιάξαμε μόνοι στη λάσπη το όνειρό μας
το ίδιο μισούμε μετά το λυτρωμό μας.
Το ίδιο ψέμα φτύνουμε απ’ το στόμα
κι αν φοβάστε δεν είναι αργά ακόμα
ο ήλιος θα σας φέρει τα πιο κακά μαντάτα
σε τούτη τη γωνιά θα’μαστε πρόσφυγες για πάντα.
Κι άντε να δώ κουράγιο που θα βρείτε
στους αφέντες σαν ξανά υποκλιθείτε
για να κρεμάσουν το όνειρό μας όμως δεν φτάνουν τα σκοινιά
μέχρι εδώ στου κόσμου τη γωνιά.

vasilis

ΦΑΡΣΑ

Τριάντα χρόνια και κάθε ψέμα μια ανάσα
μέχρι να πάρω επιτέλους χαμπάρι τη φάρσα
που μου’χες στήσει γλυκιά ζωή καλή μου
θα’πρεπε να’σουν λίγο πιο ευγενική μαζί μου.
Μα εσύ ήσουν σκύλα δεν είχες χιούμορ καθόλου
γι’αυτό κυλήσαμε και οι δυο κατα διαόλου
τι να μου πούνε οι κλεμένες στιγμές που έριχνες μπροστά μου
εγώ έχω φτύσει από νωρίς μέσα στα μούτρα τη χαρά μου.
Και ψάχνω γαλήνη μονάχα στο ουρλιαχτό μου
κι ένα καινούριο φόβο για παρέα στο όνειρό μου
τώρα που είμαι πως βρέθηκα να τραγουδώ
γιατί κρατάω λεφτά τι δουλειά έχω εδω.
Ποιοί είναι όλοι αυτοί τριγύρω μου με κάτι πάλι μου μοιάζουν
είναι μικροί που λέν πολλά και με τρομάζουν
ποιός μου μάζεψε όλα αυτά και στην ψυχή μου τα’χει κρύψει
και δεν ξέρω τι έχω χάσει και τι θα μου λείψει.
Γιατί μου έκλεψες ό,τι είχα πάρει από το δρόμο
γιατί τρελαίνομαι και βρίζω όλο τον κόσμο
γιατί τιμώρησες τα χέρια μου να βγάζουν όσα έχω στην ψυχή μου
τραβήξου δε σε θέλω άλλο μαζί μου.

 

Μα θά ’ναι τότε αλήθεια το κρίμα στο λαιμό μου
και μαζί σου θα γιορτάσω το χαμό μου
θα πάνε τσάμπα οι φορές που έκανα δώρο την καρδιά μου
το αντριλίκι το βαρύ που είχα για χρόνια φορεσιά μου.
Τα λόγια τα μεγάλα μου κι αυτά πάνε χαμένα
και θα ζήσω όλα εκείνα που δε γούσταρα για μένα
θα ψάχνω γιατί σιχαίνομαι το φως της μέρας
γιατί ακόμα δε μου μοιάζω για πατέρας.
Γιατί επιμένω μια αγάπη να ζητάω πιο φτηνή
γιατί τα μάτια μου θα κλείνω στη σκηνή
και θα φοβάμαι να αντικρύσω ένα λευκό χαρτί
μα γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά ακόμα γιατί.
Αφού τώρα ξεγυμνώθηκες τελείως μπροστά μου
κι είσαι χορτάτη από στιγμές και όνειρά μου
πήρες και λάθη ήπιες παρέα μου τα πάθη
ήθελα λίγο ουρανό και μ’ έκανες αγκάθι.


Σ’ευχαριστώ τον πόνο έμαθα κοντά σου
χωρίς να θες γέμισε αίμα η αγκαλιά σου
την πατήσαμε κι οι δυο τι ωραία φάρσα
τώρα σειρά μου να σου κλέψω μια ανάσα.

 

Ζωή μου βγήκες φάρσα, την πάτησα και ‘γω
την πιο ζεστή μου ανάσα στην έκανα φευγιό.
Ψέμα σου κάνω πάσα γλέντησε το χαμό μου
κι αν θα κρατήσει η φάρσα το κρίμα στο λαιμό μου.

vasilis

ΑΣ’ ΤΟΥΣ ΕΚΕΙ

Ήλιε μοιράστηκες μαζί μου ό,τι καλό μου είχε τύχει
φίλε κουράστηκες μαζί μου όταν μας πνίγαν οι στίχοι.
Τώρα που ’σαι Σε ποιά γωνιά του ουρανού έχεις αράξει.
Άκου με λίγο, τα πάντα η νύχτα μου’χει τάξει
για να σε βρώ και στο βάλτο να σε φέρω
μα εγώ κάνω ρε ξανά πως δεν σε ξέρω
γιατί όσα έχω νοιώσει στο σκοτάδι κι απ’ όσα είδα
μου μυρίζει ξανά σαν μια του θανατά παγίδα.
Γι' αυτό σου λέω άραξε εκεί στα λιμέρια σου τα φωτεινά
σαπίσαν όλα πια στο βάλτο και εδώ είναι πάντα σκοτεινά
τώρα χορεύουν τα ερπετά με το θάνατο παρέα
ασ' τους εκεί, ασ' τους εκεί περνάν ωραία.
Άσε κι εμάς εδώ να τελειώσουμε μαζί τους
όρκο σου δίνω όμως την τελευταία ν’ ακούσω πνοή τους
ξέχνα το βάλτο φτιάξε άλλο παραμύθι
άσε να το παλέψουμε μονάχοι κι όσο κρατήσουν οι μύθοι.

vasilis

ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ

Όσο περνάνε τα χρόνια σε κυνηγάνε στιγμές
μήπως και τους πείς μαζί σου αν έχεις όσα θες
αν νοιώθεις άνετα ή αν είσαι ευτυχισμένος
αν είσαι αλλιώς μην δείξεις φοβισμένος.
Θα γίνει ο χρόνος λόγια και παντού θα τ’ακούς
σαν παλιά μοιρολόγια σε καινούριους καιρούς
και με το ψέμα αγκαλιά θα μοιάζουνε παντοτινά
και η θλίψη θα φορέσει γιορτινά.
Γι’ αυτό σου λέω μην σε βαραίνει άλλο το χθές
με ένα ψέμα σου καλό κέντησε όλες τις πληγές
για να αποφύγεις όλα όσα μάζεψα εγώ
χωρίς να ξέρω γιατί και κοντεύω να πνιγώ.
Απ’ οτι θέλω κι απ’ ό,τι θέλουν από μένα
τελευταία φορά που τα’χω χαμένα
θα κάνω ό,τι έκανα παλιά χωρίς να ξέρω γιατί
με τους ήχους κι απλά θα γράφω στο χαρτί.
Γι’αυτά που πήρα χωρίς να ξέρω αν τα θέλω
γι’ αυτά που έδωσα και τώρα πίσω δεν τα θέλω
κι όσα νόμιζα ότι μου κάτσανε καλά
σας τα χαρίζω δε θέλω τίποτα πιά.

 

Λες να θέλω να σκεπάσω όσα έχω φτύσει
αφού μια ανάσα μπορεί να με γκρεμίσει
και να βγάλει απ’ την ψυχή μου τα κρυμένα
που έχω πληρώσει δυο φορές δεν είναι κλεμένα.
Λες να θέλω μια αγκαλιά που να μυρίζει όπως παλιά
και μια μούσα με κατάξανθα μαλλιά
να μου ακουμπάει το φαρμάκι στις πληγές μου με την γλώσσα
όχι δε θέλω, έμαθα τόσα.
Λες να θέλω να μετρήσω το χαμένο μου ιδρώτα
και να τον φτιάξω χαρά και φως όπως και πρώτα
να τον αφήσω να κυλάει με το αίμα
αν θα με αγγίξεις δε θα ’ναι ψέμα.
Λες να θέλω να μοιραστώ την μοναξιά μου
με κάποιον που ζητάει κάτι από μένα στη σκηνή μπροστά μου
και να του αφήσω δυο λόγια από ένα μύθο του βάλτου
για να τα κάνει με το ζόρι δικά του.
Όχι δεν θέλω να μπεί στη λάσπη κι έτσι να με δεί
η ζωή γιατί δε με γουστάρει από παιδί
αφού δεν ήξερα τι ήθελα αλήθεια από παλιά
γι’ αυτό και δε μου φτάνει η τελευταία της γουλιά.

 

Μήπως θέλεις το όνειρό σου ντυμένο καλά (δε θέλω τίποτα πιά)
το χαμένο σου ιδρώτα μήπως θέλεις σε φράγκα πολλά(δε θέλω τίποτα πιά)
μήπως θέλεις μια κλεμένη παλιά αγκαλιά(δε θέλω τίποτα πιά)
ή μήπως θές απ’τη ζωή την τελευταία γουλιά.

vasilis

ΝΥΧΤΩΣΕ ΑΠΟΨΕ ΝΩΡΙΣ

Έφτασε η μέρα ήλιε δε μου έκανες τη χάρη να μη βγείς
έσβησες άστρα και φεγγάρι με το χρώμα της αυγής
πήρες της νύχτας το σκοτάδι μου το ’φερες για δώρο
τώρα είναι όλο δικό μου η ψυχή μου έκανε χώρο.
Τι άλλο να πάρω για εκεί που πάω
ξαφνικά ρε ότι βλέπω το γουστάρω το αγαπάω
χτυπάει περίεργα η καρδιά μου φοβάται πιο πολύ
λες να την ντύσουνε κι εκείνη με στολή.
Λες την μαγκιά μου να την πάρω να τρομάξουν
ή εξω από την πύλη όταν θα φτάσω να με ψάξουν
λες να ζητήσω από την τύχη μου για μια φορά συγνώμη
ίσως αυτή να μη με ξέχασε ακόμη.
Να πάρω όλες τις ευχές ή θα ’ναι κρίμα
που θα ’χω βάλει το θεό και γω για βύσμα
να πάρω δρόμο και 'γω με τη σειρά μου
κοίτα ειρωνία χθές ήπια όλα τα λεφτά μου.
Είπα στην γκόμενα αντίο σε μια πουτάνα τον καημό μου
για να ξεφύγω από τον βρώμικο εαυτό μου
όμως δεν γλίτωσα από τίποτα γιατί
την ίδια ώρα γράφει ακόμα πάνω στο χαρτί.
Το ίδιο μέρος και την ίδια γαμημένη μέρα
κι όταν θα φτάσω ψυχή μου κάνε πέρα
κρύψου όπου βρείς κι όπου μπορείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.

 

Πήρα μια απόφαση ψυχή μου έξω απ’την πύλη
να σε χωρίσω αλλά να μείνουμε δυο φίλοι
και μπήκα μέσα κάθησα πίσω στη σειρά
είδα πολλούς που το’ χαν πάρει σοβαρά.
Τότε μ’ανοίξανε την τσάντα και σε βρήκανε μαγκιά μου
μαζευτήκαν και σ’ αδειάσανε μπροστά μου
πρώτη φορά σε είδα πεσμένη κάπου εκεί
και δε μ’ αφήσαν να σε ντύσω στα χακί.
Μου δώσαν όμως πατρίδα και γράψαν στο χρεωστικό
πως αν ντρέπεσαι γι’ αυτό κράτησέ το μυστικό
κουμάντο εδώ κάνει η σημαία κανένα σχόλιο
έχει αρχίσει και με πιάνει το εμβόλιο.
Λες να γεμίσω περηφάνεια ανοχή και αντοχή
και τα όνειρά μου να βαράνε προσοχή
μα δεν πρέπει να με νοιάζει αφού μου δώσανε κρεβάτι
είμαι εντάξει έχω δικό μου κάτι.
Απ’ ότι ακούω θα μας πάνε πιο μετά και για φαϊ
ότι και να ’χει θα γουστάρω έχω να φάω απ’ το πρωί
θα μας βάλουν στη σειρά μετά απ’ το δείπνο
και θα μας πάνε για τον πρώτο μας τον ύπνο.
Μας το’ πε ένας λοχίας που παράξενα μιλούσε
έτσι δεν είναι ρε μεγάλε εσύ από που ’σαι
απ’όπου και νά ’ρθες κοίτα να το χαρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.

 

Νύχτωσε απόψε νωρίς

ψυχή μου κρύψου όπου βρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς

και ξέρεις που θα με βρείς

vasilis

ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ

Ένα σημάδι απ’ τη φωτιά έχω στον ώμο χαραγμένο
έναν ήλιο μικρό με φλόγες τυλιγμένο
ένα κρυφό μονοπάτι που βγάζει στην ψυχή μου
σ’ ένα κρυμένο αλήτη που σέρνω μαζί μου.
Έκανα αμάν για το βάλω ν’ αράξει
του έταξα τόσα που έχει ξεχάσει για να αλλάξει
του τα ’πα αλλιώς μήπως και με γλιτώσει
ψέμα πολύ για όσα δεν πρόλαβε να νοιώσει.
Κι εσύ ήρθες τώρα να μου θυμίσεις ότι υπάρχει
ότι θα κάνει τα δικά του αμα λάχει
μα δε φαντάζεσαι ούτε και ξέρεις ρε τι κάνεις
και πάντα μετά τρέχεις και δε φτάνεις.
Άστο λοιπόν έχεις μαγκιά συνθετική
και δεν ταιριάζει να κυλήσεις κάπου εκεί
γιατί αν βρεθείτε τετ-α-τετ θα εκτεθείς
έχεις πει τόσα πολλά που θα θέλεις να χαθείς.
Κι άλλο μου λάθος όταν το στόμα άνοιγες τέντα
έπρεπε να στον γνωρίσω απ’ τη πρώτη σου κουβέντα
μα έτσι που πας θα την βρείς την ευκαιρία
όταν του κλείσεις ραντεβού θα κάνεις πάλι την κυρία.
Τα λόγια θα μασάς στο φάτσα κάρτα
κι αυτός θα σου μιλάει παντελονάτα
μα δε βαριέσαι τις μαλακίες πληρώνω και σας λέω
συγνώμη που υπάρχετε και οι δυο σας εγώ φταίω.

 

Θα συνεχίζω να στραγγίζω όσα λέω σε μια ματιά
και να θέλω ό,τι αναπνέω να μυρίζει φωτιά
για να θυμάμαι ότι φταίω θ’αγγίζω το σημάδι
θα κερνάω την ζωή μου μια ανάσα στο σκοτάδι.
Κι αν βρώ κουράγιο θα ξεκόψω απ’ τον αλήτη
θα τον βγάλω απ’ την ψυχή μου θα του φτιάξω άλλο σπίτι
στο μυαλό μου κι έτσι θα γουστάρουν όλοι
απ’ άλλο έναν καριόλη θα μοιράζονται οι ρόλοι.
Θα στείλω την μαγκιά μου διακοπές
και θα πείσω την καρδιά μου να χτυπάει όπως θες
να μου δανείσεις πρέπει λίγα λόγια μασημένα
πως να προδόσω να μου δείξεις ρε κι εμένα.
Πρέπει να μου πείς ότι δε φταίω μόνο εγώ
και πρέπει να με σώσεις απ’τις τύψεις μην πνιγώ
Για σκέψου αν δεν μπορέσω να ξεκόψω τελικά
να τρελάθώ παρέα του έτσι στα ξαφνικά
να μοιραστούμε την εκδίκηση γουλιά γουλιά
να θυμηθώ με τον αλήτη τα παλιά.
Να πάνε τσάμπα όλα ρε
κι ας είχα πεί πως ποτέ
δε θα με δεί η φωτιά τα όνειρά μου να καίω
και να φωνάζω πως για όλα εγώ φταίω.

 

Εγώ φταίω που ο αέρας που αναπνέω βρωμάει φωτιά
εγώ φταίω στραγγίζω όσα λέω σε μια ματία
εγώ φταίω που έμαθα να πετάω χωρίς φτερά
εγώ φταίω για πάρτη μου κρατάω μια ανάσα τη φορά.

vasilis

ΘΑ ’ΧΩ ΦΥΓΕΙ ΜΑΚΡΙΑ

Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατι οι στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι’ αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ’ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.

 

Βρήκα νερό στο κρασί μου γι’ αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι’ αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι’ αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα ’χω φύγει μακριά.

 

Και πάω στοίχημα από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με τη λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο λιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνια σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
να τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.

vasilis

ΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΤΟ ΦΕΥΓΙΟ

Τώρα που φεύγεις αιώνα μοιάζεις πολύ με το φευγιό μου
θα σε κάνω δυο λόγια να σε χαρίσω στο γιό μου
θα το κάνω παραμύθι να μοιάζει
για να το πάρει καλά μπορεί και να τον νοιάζει.
Θα σου φερθώ ευγενικά όσο μπορώ φυσικά
ψάχνω τον τρόπο πως να του το πω κανονικά
πως όταν φώναζε ο θεός δεν τον πήραμε χαμπάρι
εμείς είχαμε το νου μας πως θα πάμε στο φεγγάρι.
Γιατί ζηλεύουν τα πουλιά και δεν μας κάνουν χαρά
που έχουμε τώρα σιδερένια μεγάλα φτερά
γιατί τα πόδια μας στη γη σπάνια πατάνε
και τα χέρια μας τιμόνι συνέχεια κρατάνε.
Πως να του πω ότι η μουσική έβγαινε από ένα χωνί
κι ότι ο πρώτος σινεμάς ήταν πανί
κι ότι μας φτιάξαν ένα μικρό ονειροκούτι
για να γλιτώσουνε μια και καλή όλοι τούτοι.
Πως να του πω για προσφυγιά για Πόλη και για Σμύρνη
και για εμφύλιους και τέτοια κάγκελο θα μείνει
πως να πω ευγενικά για πολέμους σε παιδάκι
κι ότι ο πιο τρανός μαλάκας είχε ένα μικρό μουστάκι.
Πως στην χώρα με τα χιόνια έγινε αφέντης ο λαός
για να γίνει το όνειρο καημός
την αλήθεια αν του πω θα του το βγάλω από τη μύτη
αυτός νομίζει ότι ο Zoro είναι φίλος του Σημίτη.

 

Μας σιχαθήκαν οι θεοί

και μας δέσαν την ψυχή με τα χέρια
τώρα φοβούνται οι θνητοί

που δεν θα γίνουν αστέρια
φτιάξαν του αιώνα στολή

την πιο μεγάλη μας μιζέρια
κι αν με φοβάσαι ζωή

λύσε μου μόνο τα χέρια.

 

Πρέπει να βρώ στην ψυχή μου να ασχολείται μ’ άλλο θέμα
για να μπορέσω να του φτιάξω ωραίο ψέμα
ήρθε η ώρα να του πω για τη φύση και τα ζώα
όχι για ‘μάς, για τ’ άλλα που είναι αθώα.
Γιατί δεν μας μιλάνε και δεν πονάνε οι μηχανές
τι είναι τελικά το άγχος και το στρες
πως να του πω ότι ανήκει στην Ευρώπη
και δε μιλάν την ίδια γλώσσα όλοι οι ανθρώποι.
Άντε πες του ότι ο κόσμος τώρα μπήκε σε κουτάκι
άντε πες του ότι η Dolly δεν είναι προβατάκι
κι ότι δεν είναι Power Ranger οι μπάτσοι
αυτό θα το ρισκάρω και στραβά ρε να του κάτσει.
Άντε πες του για μπάσκετ αφού δε πρόλαβε τον Γκάλη
θα νομίζει τώρα η μπάλα ότι είναι πιο μεγάλη
άντε πες του ότι υπάρχουνε παιδιά που ζούν στο κρύο
κι ο μπαμπάς του Mickey Mouse διατηρείται σε ψυγείο.
Άντε πες του για το σπίτι το λευκό
που σκορπάει το κακό όσο γαμεί το αφεντικό
άντε δείξτου το δικό μας που είναι τίγκα περιστέρια
κι ότι εκεί μέσα βρώμικα έχουν όλοι χέρια.
Λάθος παραμύθι μοιάζει με τιμωρία
τα ψέματα θ’αφήσω να του πει η ιστορία
ντρέπομαι για πρώτη φορά μπροστά στο γιό μου
τη βλέπω να του λέω μοναχά για το φευγιό μου.

vasilis

Ο ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ

Κάτω στον τόπο της φυγής άμα τύχει και περάσεις
μπορεί να δείς πολλά που να θες να τα ξεχάσεις
αν συναντήσεις έναν τύπο που αλλιώτικος σου μοιάζει
μίλα του μπορεί λίγο ζωή να σε κεράσει.
Έχει στα χέρια το δικό του τ’αμάξι
τρελό για μας γι’ αυτόν εντάξει
κάνει τράκα μπαταρίες κάν’ του λίγο αγάπη τράκα
μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.
Κι αν είσαι χρόνια σκυφτός και θες να φτάσεις ψηλά
αυτός περήφανος του φτάνουν τα ψιλά
κι αν μιλήσεις για τιμόνι μπροστά του όλο εφφέ
πρόσεχε άνετα οδηγάει και κρατάει κι ένα καφέ.
Έχει οργώσει τις πλατείες του ανήκουν όλοι οι δρόμοι
κι αν θα σ’ ενοχλήσει ωραίος θα πεί και μια συγνώμη
δεν κορνάρει και μπροστά σου δεν θ’ αράξει
και ποτέ δε βάζει ο Γιάννης γκόμενες στ’ αμάξι.
Εκεί βάζει την ψυχή του η ψυχή μας δεν χωράει
τηνε βλέπει που πηγαίνει και από πίσω προχωράει
δεν πληρώνει εφορία τέλη κυκλοφορίας
δεν ξέρει απ’ αυτά ο άρχων της αδιαφορίας.
Πάρ’ του μια καλημέρα να σου πάει καλά η μέρα
κι αν σου βρώμησαν τα χνώτα και ζητάς αέρα
κανόνισε από τώρα που θα πας την Κυριακή
μπορεί να μην γυρίσεις αλλά αυτός θα ’ναι εκεί.

 

Όταν κάτι παράξενο με πιάνει
δεν 'ναι τυχαίο που συναντάω πάντα τον Γιάννη
κι απ’ της ζωής μου τα ψηλά με ξελαφρώνει
δώσ’ του θεέ μου να κρατάει για πάντα το τιμόνι.

 

Γιατί είναι τίμιος και βασίζεται σε σένα
φοβάσαι τη ζωή του και ψάχνεις τα κλεμένα
ζητάει ό,τι του λείπει και λύπηση δε θέλει
- ψυχή πιο κυριλέ και σώμα σε κουρέλι.
Αυτός τσέπη δεν έχει στο χέρι ό,τι έχει
ζητάς ό,τι δεν έχει και τσέπη που ν’ αντέχει
για reality show ωραίο θα ήτανε θέμα
θα τρέχαν οι φιλάνθρωποι να του χαρίσουν ψέμα.
Θα ’βρισκε δουλειά λεφτά και μια ευκαιρία
φτάνει να συμμάζευε την τόση αδιαφορία
μην εκτεθούν οι ανθρώποι εδώ είναι τώρα Ευρώπη
για να χαθεί το αλλιώτικο υπάρχουν τώρα τρόποι.
Μα εσείς μωρέ γειτόνοι τώρα που θα ’στε μόνοι
θα χάσετε για πάντα της ζωής σας το τιμόνι
μαζί κι οι αρχοντάδες κι όλοι οι χαρτογιακάδες
θα χάσουνε το νοήμα να βγάζουνε παράδες.
Και τότε η αδιαφορία σα δίκαιη τιμωρία
θα πάρει μία θέση κι αυτή στην ιστορία
μαζί με την «Ηρώων» και την «Ελευθερίας»
θα φτιάξετε του Γιάννη μια πλατεία «Αδιαφορίας»

vasilis

ΘΥΜΑΜΑΙ

Κοιμάμαι, μα δεν κοιμάμαι καλά
γιατί όταν πάω χαμηλά
σε στέλνω τόσο ψηλά
που δε με βλέπεις αλλά…
Θυμάμαι, εγώ θυμάμαι πολλά
γι’ αυτό δε νοιώθω καλά
και μη μιλάς για τα παλιά,
γιατί σε ξέρω καλά.

Δεν θέλουμε άνισο παιχνίδι γιατί
έτσι απλά νοιώθουμε πιο δυνατοί
εγώ είχα τα κλειδιά απ’ αυτό το μαγαζί
τώρα σας τα πετάω μαζευτείτε όλοι μαζί.
Και κάντε τα κουμάντα σας κι ότι είναι ας φανεί
απ’ αυτή τη μεγάλη τη hip hop τη σκηνή
που όπως λέτε δε βοήθησα ποτέ κανέναν
τραβιέμαι απ’ έξω πάω πιο κεί πρίν σιχαθώ κι εμένα.
Και χάρισμά σας η δόξα και τα φράγκα
μα γελιέσαι αν νομίζεις πως σε κάνουν τούτα μάγκα.
Μάγκα σε κάνουν όσα ζείς κι όχι όσα λες
μάγκας είσαι όταν σέβεσαι λίγο και το χθές.
Μα τί σου λέω εσύ είσαι αλλού τώρα είσαι εντάξει
τη μαλακία που σε δέρνει ίσως έβαλες σε τάξη
κι όσες θα κάνεις από δω και πέρα
θα ’ναι μεγαλύτερες ρε μέρα με τη μέρα.
Έτσι είναι η μόδα να ’χεις εξέλιξη πρίν νοιώσεις
να ’σαι έτοιμος πάντα να πουλήσεις να προδώσεις
και ό,τι ζητάει η εποχή να δώσεις
ίσως να ’σαι ο τυχερός εσύ και να γλυτώσεις.
Εμείς εδώ low bap αγκαλιά με τη φωτιά
χαρισμά σας τα λεφτά χαρισμά σας κι η πρωτιά
για όποιον αντέχει η μαγκιά φαίνεται με μια ματιά
και πρόσεχε τι λες δεν παίζουνε μ’ αυτά.
Γιατί θυμάμαι, θυμάμαι πολλά
γι’ αυτό δε νοιώθω καλά
γιατί σε ξέρω καλά.

vasilis

ΠΕΡΙ ΦΟΒΟΥ

Φοβάμαι, μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και κρύψω την αλήθεια πιο κάτω απ’ τη φωνή μου
πιο χαμηλά κι απ’ την ανάσα που αφήνω εγώ χαλάλι
ζωγραφιστή στο προσκεφάλι.
Φοβάμαι, ρε, αλήθεια μονάχα μια στιγμή
που θα με στείλει ν’ αγκαλιάσω το σκοτάδι την ντροπή
φοβάμαι την στιγμή που θ’ αντέχω στα μάτια να τους δω
φοβάμαι που είμαι ακόμα ρε εδώ.
Φοβάμαι μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και λυπηθώ να σου χαρίσω την ρημάδα τη ζωή μου
φοβάμαι μην ποζάρω για ένα πλάνο κοντινό
κι εκείνη τη φορά που το μικρόφωνο κλειστό θα βρω.
Φοβάμαι που έχω αρχίσει να ξυπνάω μετά τον ήλιο
φοβάμαι δεν θυμάμαι τον πιο καλό μου φίλο
φοβάμαι χωρίς λόγο να φοβάμαι γιατί
η μοναξιά μου έχει γίνει ξένη κι αυτή.
Φοβάμαι μήπως μάθω με τα φώτα να ζω
φοβάμαι μήπως φτιάξω ένα τραγούδι χαζό
φοβάμαι το κασέ και την τιμή μου να βρώ
και μ’ αρνηθώ, με σιχαθώ.
Μη σου κολλήσω φοβάμαι την κάνη στο κεφάλι
και προλάβεις και τραβήξεις την σκανδάλη
φοβάμαι φοβισμένο να σε δω
φοβάμαι μήπως και σε λυπηθώ.

Φοβάμαι αν είσαι ακόμα μαζί μου
μήπως δειλιάσω ψυχή μου

 

Φοβάμαι μήπως δειλιάσω ψυχή μου
και κρύψω την αλήθεια πιο κάτω απ’ την φωνή μου
φοβάμαι αν είσαι ακόμα μαζί μου
μήπως δειλιάσω ψυχή μου.

 

Δε φοβάμαι όμως ρε όσο υπάρχει βυνίλιο
δε φοβάμαι όταν βρέχει στο μεγάλο προσήλιο
δε φοβάμαι όταν πνίγει η ομίχλη τ’ αστέρια
θα 'χει κι αύριο πολλά είναι τόση η μιζέρια.
Δε φοβάμαι το λάθος μου εγώ να πληρώσω
δε φοβάμαι το ξέρω, δε μπορώ να γλιτώσω
δε φοβάμαι Σωτήρη θα την βρείς την αλήθεια
δε φοβάμαι το φόβο που είναι μόνο συνήθεια.
Δε φοβάμαι το χρήμα, αλλά αυτό με φοβάται
ούτε κι αν την ξεχάσω γιατί αυτή με θυμάται
δε φοβάμαι τα χέρια μου αντέχουν ακόμα
ζωγραφίζω στιγμές με το χρόνο για χρώμα.
Δε φοβάμαι τα ξύδια μόνο τ’ άλλα φοβάμαι
δε φοβάμαι τη νύχτα γιατί μέρα κοίμαμαι
δε φοβάμαι ψυχή μου να χαθεί το τομάρι
δε φοβάμαι ν’ αφήσω κάτι απ’ όσα έχω πάρει.
Δε φοβάμαι κανένα παρά μόνο εμένα
όταν τά ’χω χαμένα και κολλάει η πένα
δε φοβάμαι να δώ αν είσαι ακόμα μαζί μου
ή πρίν αρχίσω είχες δειλιάσει ψυχή μου.

vasilis

ΜΗ ΝΟΙΑΣΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ

Ρε, αλήθεια λέω μη νοιαστεί κανείς
αν πρέπει νωρίς να τραβηχτούμε εμείς
θα το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα
για να ανασάνει ξανά η ψυχή μας αέρα.
Με μια Διαμαρτυρία αρχίσαμε κάποτε εμείς
τώρα κομάτι κι εμείς της παρακμής
η ψυχή μας δεν ξέρω αν έπιασε τόπο
ούτε αν άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Πού ’ναι το hip hop που ονειρευόμουνα παλιά
τότε που είχαμε βουτήξει τη ζωή απ ’τα μαλλιά
και τη βάζαμε μπροστά μας να ραπάρει
τώρα φωνάξαμε τον διάολο να μας πάρει.
Μετά βρεθήκαμε μ’άλλους στην Ώρα Των Σκιών μαζί
τίγκα λοιπόν το μαγαζί
και μη ρωτάς που είναι τώρα όλοι αυτοί
είναι σκόρπιοι μπροστά σου και ψάξ’το γιατί.
Ύστερα μπήκαμε στο Μεγάλο το Κόλπο
κι εκεί ψυχή σα να βρήκες τον τρόπο
να πείς όσα φοβούνται οι άλλοι
και μ’ έσπρωξες να βάλω στη φωτιά το κεφάλι.
Τότε βαφτήσαμε Low Bap τ’ όνειρό μας
χωρίς να ξέρουμε αν είναι για καλό μας
και τρελαθήκανε όλοι τότε οι μοδάτοι
στο παραμύθι που αλλάξαμε κάτι.
Για να ’χει το τέλος αυτό που του αξίζει
και να μπορεί τη ζωή να στραγγίζει
και να κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς
κι αν χαθεί μπράβο της παρακμής.

Ρε μη νοιαστεί κανείς
αν θα χαθούμε εμείς
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής.
Μη λυπηθεί κανείς
στον κόσμο μας εμείς
κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς.
 

Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο '96
και καναδυό είχαν ακόμα αντέξει
κι ήρθαν μαζί μου στον Τόπο Της Φυγής
να βρούμε τα σημάδια μιας παλιάς πληγής.
Να δούν από κοντά την αλεπού όταν μπαίνει στο βάλτο
να κοιτάει τον ουρανό από κάτω
να πετάει φωτιά με τα χέρια
όταν οι άλλοι έχουν γίνει ήδη αστέρια.
Σε μια παράσταση μεγάλη σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής
πιθηκάκια διαλέξανε τον πρώτο τους ρόλο
κι οι αφεντάδες ετοιμάζουν hip hop στόλο.
Να κυριεύσουν πόλεις και χωριά
για να μαζέψουν πολλά φλουριά
βρήκανε στύλ και μόδα καινούρια
ας τους ψυχή μου να κάνουν γιούρια.
Εσύ μείνε κοντά μου και κοίτα
να τρώνε οι άλλοι μονάχοι την πίτα
και στάσου όσο αντέχεις αντίκρυ θανάτου
με τους Μύθους εκείνους του Βάλτου.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Fiera ::

Λίγο να σκεφτείς

Λίγο να σκεφτείς, κι αμέσως γίνεσαι του πόνου γητευτής·
λίγο να σκεφτείς, θα ξεθαρρέψεις τ' αλυτά θα ονειρευτείς·
λίγο να σκεφτείς, κι ανοίγεις δρόμους στα μνημονικά της γης·
λίγο να σκεφτείς τα περισσέμματα, δε θα γευτείς, θα ερωτευθείς.
Λίγο να σκεφτείς κι αρχίζει το αίμα σου βράζει, αλλάζει,
ο κόσμος γύρω σου θεριεύει, φωνάζει, χαράζει
το πιο μεγάλο σου χρόνια μαράζι αδειάζει,
σ'αλλάζει τόσο που σε ξαφνιάζει.
Βάστα από δω και πέρα, βάστα καλά και πάμε
στα πιο περήφανα περνάμε, όρθιοι γερνάμε.
Για την ντροπή όσων μας ζύγωσανε, θα τραγουδάμε,
θα ξεδιψάμε με μέρες κι όλα τα χρόνια θα φάμε
και θα κεντάμε όρκους στ' ονειροσάλι σου νύχτα μαγεύτρα,
ακριβοπλήρωτη πουτάνα και ψεύτρα·
για να δεχτείς τη συντροφιά μας αθώα κυρά μας,
έτσι πληρώνουμε τ' αγέννητα τα φονικά μας.
Και να σκεφτείς, αν το αντέχεις και μπορείς να το σκεφτείς,
άλλοι φωλιάσανε στα μέρη που φοβόσουν να κρυφτείς.
Αν το δεχτείς, μισά μοιράσματα θα 'χεις να παινευτείς
απ' της ντροπής κι άλλα μισά απ' της σιωπής.
Λίγο να σκεφτείς, και μπρος σου γονατίζουν οι πόνοι
κι όσοι αρνιούνται το βιος τους, μοιάζουν μ' αίμα στο χιόνι·
το μυρίζεις τη νύχτα, το διαβάζεις τη μέρα·
είναι σα γυάλινη σφαίρα, μου το 'χει πει η Fiera.

Πάει καιρός
Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα,
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε,
άλλοι παντρεύτηκαν και πήγανε και δέσανε·
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες,
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους,
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.
Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει
κι αν έμεινε κανείς τρελλός εδώ να το παλεύει
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρά μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα,
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.
Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι,
Ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.
Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως·
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός,
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.

Πάει καιρός  όμως θυμάμαι, ευτυχώς,  
μυρωδιές εικόνες και νοιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως,
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως.
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός,
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.

Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πόρτα
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο,
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο·
να του ρίξω δυο καλά να 'ρθεί στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.
Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το 'λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι,
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι,
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι,
καλοδιατήρητοι και γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις,
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις - βγάλ' τα παπούτσια, μη λερώσεις -
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ' ανέμελα,
τώρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκειά σου νιότη - πίσω προδότη -  
θα κλειδώσω τη πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.

236 Επισκέπτες, 0 Χρήστες