Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 229
  • Total: 229

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Αύριο

Σε βλέπω να τρέμεις και να χλωμιάζεις,
δαρμένες συλλαβές αδέξια γύρω ν' αραδειάζεις,
λίγο-λίγο ν' αδειάζεις από τα λόγια τα επιχρυσωμένα
ανάμεσα σε πυρά διασταυρωμένα.
Ξεφτισμένα ονείρατα, κουφάρια στυλωμένα,
μακρυά από μένα της σιωπής τα περιμαζεμένα.
Από τα σωριασμένα ακούω στο μισοσκόταδο
τραγούδι ανοιχτόκαρδο, γεράκι στο λιόκλαδο
που αναπολεί τα πρώτερα τ' αλύγιστα,
τα λόγια τα μονάκριβα, τ' αμεταχείριστα.
Τα όμορφα, είναι αθάνατα τα όμορφα
κι οι ασχήμιες στηριγμένες με σαπιόκαρφα.
Μιλάς γι' αυτές, μου τις σερβίρεις γι' αύριο·
με τη βλακεία εξημερώνεις κάθε άγριο
πουδραρισμένες φάτσες, αγάμητες κυράτσες,
καλλιτεχνάδες, διανοούμενους λινάτσες,
φουρκισμένα, μισοκαυλωμένα νιάτα,
φουσκωμένα κορμάκια, μικρά ανάλαφρα πιάτα.
Θάματα, μου λες για θάματα
σαν κηδεμόνας ναρκωμένος απ' τα αγιάσματα.
Κυνηγός και δεσμοφύλακας μου τάζεσαι,
με κλειδώνεις, με κομματιάζεις, με μοιράζεσαι.
Μα ένα σου λέω και κράτα το -  
συνομήλικος είναι ο φόβος με το θάνατο.

Αύριο - ό,τι κι αν πεις για το αύριο
πάλι θα 'ναι σα ποιήμα με λόγια αφηρημένα.
Αύριο - περιγραφή σε ναυάγιο
με τον καπετάνιο να 'χει τα χέρια σταυρωμένα.
Αύριο - όποιον και να 'χεις δίπλα σου άγιο,
δε σου βγάζει απ' το κεφάλι ιδέα θαυματουργή.
Αύριο - ανηφορίζω και θα ζήσω το αύριο
σα να τραβάω μια γάζα απ' την πληγή.

Μ' ανέκδοτα ξενέρωτα μας ζάλισες τον έρωτα,
το αύριο παρέλυσε σε βράδυα αξημέρωτα.
Σου τέλειωσαν τα θέματα, τα όνειρά σου ψέμματα
και τα μυαλά στα σύννεφα ακατέβατα.
Δε ξέρω αν βλέπεις και πως αντέχεις
ν' αναμασάς το ίδιο σενάριο, στα ίδια να επιστρέφεις,
ξανά πάλι σα τη μέρα της μαρμότας
το κουμπί να ψάχνεις της ξεκούμπωτης σου ρόμπας.
Και τα πράγματα, τα ίδια πράγματα
μαντεύεις χωρίς ρίσκο και βουλωμένα γράμματα.
Μ' αν δε κοιτάς όπου πατάς, θα πέφτεις στη παγίδα,
την ίδια με το θάνατο απλώνετε αρίδα.
Φτιάχνεις τ' αύριο όπως το χθες και το μεθαύριο,
κατάπιες και τον πυρετό, παγώνεις τον υδράργυρο,
αράδα πας και δε ρωτάς - μη με ρωτάς -
στήσε αυτί, στα νιάτα σου χρωστάς
πολλά, αλλά της πέτσας σου σηκώνεται η τρίχα
και πετάς από τα όμορφα τη ψίχα·
ενώ εγώ με όσο νου μου φτάνει για να στέκω,
αρχάριο και μαγικό το αύριο θα βλέπω.

Αύριο - και μας τελειώσαν τα θάματα.
Κλειστά περάσματα, τσάμπα τ' αγιάσματα
κι εσύ βρωμονιόβγαλτε κοιτάς κατάματα
τ' ασάλευτα και τ' αχάλαστα
που ο φόβος τα κρατάει μακρυα - μην αγγίζεις -
προς τα πίσω μοναχά στα τυφλά να βαδίζεις,
μακρυά από μένα ονείρατα ξεφτισμένα·
μακρυα από μένα δανεικά ονείρατα ξεφτισμένα
Αύριο...
Θα ζήσω τ' αύριο σαν να τραβάω μια γάζα απ' τη πληγή.

Τέσσερα λεπτά τοξικού θηλασμού

Πες μου, χρόνια πολλά, γιατί είναι χρόνια πολλά.
Ας γουστάρεις σα τρελός κι ας μη νιώθεις καλά
ή κι εσύ που τη βγάζεις μόνο με τα ψαχουλέματα
και στο μυαλό σου φυσάνε μόνο κρύα ρεύματα.
Κακά τα ψέμματα κι αν την αλήθεια αντέχεις
βγες και πες ό,τι σε είδα πρώτο να τρέχεις
ή σ' έχω ακούσει πολλές φορές να λειώνεις στη συγνώμη,
εκτός αν έχεις απ' τη μνήμη σου αντίθετη γνώμη.
Πες μου, χρόνια πολλά κι εσύ άδειο κουφάρι,
χρωστάς κι εσύ σ' αυτόν που άκουσες πρώτο να ραπάρει.
Μ' εξιτάρει που τόσα χρόνια κρυφακούς
κι ας έχει παλίρροια ο καϋμένος σου νους.
Μπαινοβγαίνει η αγάπη, μπαινοβγαίνει το μίσος
ή έχει σφηνώσει στο μυαλό σου ένας μύθος.
Ίσως· και στέκεις γατζωμένος ή απλά αποκομμένος,
ένας έφηβος πάντα αφηρημένος·
ή είσαι απλά σα σπιρτόξυλο στα χέρια ενός βλάκα
που θα σ' ανάψει για πλάκα - άκου μια ατάκα...
Πες μου, χρόνια πολλά, κανείς δε τα στερείται·
μοναχά όποιος τα όμορφα κρύβει κι αρνείται
να το βουλώνει έστω κι απρόθυμα μπροστά στα σπουδαία,
κάθε όνειρο μονάκριβο κι απρόσμενη ιδέα.
Γι' αυτό με όλη αυτή τη μπόχα και τα πάντα θολά
βλέπω άλλα τόσα μπροστά μας, πες μου χρόνια πολλά.

Κάθε βρώμικο και βλακομουδιασμένο στόμα
με μισεί που αντέχω και ραπάρω ακόμα
κι όσοι πήραν λίγο γεύση και κλέψανε χρώμα
για το low bap είναι ξένοι ακόμα.

Πάνω που φανταζόσουν ποιητικό οργασμό
έχεις τέσσερα λεπτά για τοξικό θηλασμό,
για να μη βγεις και τελείως απ' το πρόγραμμα,
πιες μονοκοπανιά αυτό το μπολιασμένο ακρόαμα.
Πιες, πιες, θες δε θες, πιες.
γλύψε το αίμα απ' τις δικές σου πληγές.
Με τα βρώμικα σου χνότα, λυράτη κότα,
πες μου, χρόνια πολλά, όπως και πρώτα.
Αν ξέχασες, ρώτα, τα θυμούνται αυτοί που πρέπει,
αυτοί που στέκονται στην πυροκάμωτη σκέπη
απ' την αρχή και θα το πάνε όσο πάει,
έστω κι ένας να ' χει μείνει ν' αγαπάει.
Έστω κι ένας· σε τρομάζει αυτή η φράση.
Ήθελες κρέας πολύ μες στη δικιά σου βράση.
Σ' έχει σπρώξει η ζωή, σ' έχει ξεχάσει.
Με του low bap τη σκούπα στου hip hop το φαράσι.

Κι όσοι πατάνε και γλεντάνε στου hip hop το πτώμα
το ίδιο θα φάνε σκουληκιασμένο χώμα.
Εικοσιπέντε χρόνια μέσα στου Hip Hop το δώμα,
δε μ' έπιασε ποτέ τόσο μεγάλη βρώμα.

vasilis

Κάψτε Αλλιώς Σκάψτε

Κωδική ονομασία "Αρχή του Τέλους",
με δηλητήριο ποτισμένους αγγέλους,
σκορπισμένους - ναι - κι ο νόμος της σιωπής
ενάντια στη φύση και στους δαίμονες της γης.
Γενετικά μεταλλαγμένα, παράσιτα, πειράματα,
ορμόνες, διοξίνες, φυροφάρμακα,
λιπάσματα, μυριάδες δικαιολογίες και ψέμματα,
βρώμικα χέρια και δύστροπα πνεύματα.
Βιάζεται ο θάνατος, τώρα μετράει σε στρέμματα,
μας φτιάχνει τέλος σε τέσσερα γεύματα
κι αν θες ν' αρχίσεις υπάρχουν σπόροι μιας χρήσης,
πατέντα ο δρόμος της εύκολης λύσης.
Μπολιάσανε λόφους και το νερό τώρα στο διάβα του,
στέλνει παντού τη διάφανη κι άρρωστη λάβα του.
Φώναξε, κάψε βγες από τη φωλιά,
δεν είναι ηλίθιε ο Τζακ κι η Φασολιά.
Είναι η γαμημένη Monsanto κι η Sygenta
που κατοχυρώνουν πρώτοι της ζωής την πατέντα.
Γι'αυτό αν φυτεύεις δηλητήρια στα σπλάχνα της γης,
όταν έρθει ο καιρός, μαζί τους θα καείς.

Κάψτε τα μολυσμένα χωράφια της Monsanto και της Sygenta.
Κάψτε τα βρώμικα τα συνάφια και κάθε μεταλλαγμένη πατέντα.
Αλλοιώς σκάψτε, συνένοχοι, σκάψτε και θαφτείτε στα εντόσθια της γης
και ψάξτε να βρείτε σκουλήκια, ψάξτε, για να πάρετε ένα μάθημα ηθικής.
.
Δουλοπρεπείς πολιτικοί, ανήθικοι, μεταλλαγμένοι
σιγοντάρουν και υπογράφουνε οι γερασμένοι.
Πυροβολούν στο σκοτάδι κι εσένα ο νους σου πάει αλλού,
πάντα θα λες "αυτοί που ξέρουν, είναι ανθρώποι του καλού".
Ενώ αυτοί ήδη τρέφονται με υπολλείματα ανθρώπου
και ονειρεύονται την ύπαρξη ενός καινούριου τόπου
με τετράγωνα δέντρα κι ανοιχτόχρωμα ψάρια στα ποτάμια
και με ζώα που γεννιούνται σα σαλάμια·
με σόγια, βαμβάκι και σιτάρι που κανείς δε θερίζει,
μ' άφθονο γάλα, ψωμί και το χρυσό πλούσιο ρύζι,
ντομάτες με γονίδια σολωμού για το κρύο
κοτόπουλα φτηνά με πόδια εικοσιδύο.
Δικαιολογία πρώτη, θα σταματήσει η πείνα
φτάνει να κλέψουμε το αυγό από τη χήνα
μ' οποιοδήποτε κόστος κι ανταλλάγματα
στους φτωχούς και αστοιχείωτους θα μοιάζουν πάντα θαύματα.
Γι' αυτό φωνάξτε εσείς οι χορτασμένοι,
οι λίαν προσεχώς μεταλλαγμένοι.
Κάψτε τα προϊόντα τους πάνω στα ράφια
κι όλα της Monsanto τα μολυσμένα χωράφια.

vasilis

Θα Περάσει Κι Αυτή Η Νυχτιά

Κυρίες και κύριοι, συντρόφια κι αλητήριοι
υποδεχτείτε ξανά ακάλεστο μουσαφίρη.
Για μαζευτείτε να το φτιάξουμε ωραία και φέτος
στο ολυμπιακό παγκόσμιο σωτήριο έτος.
Πάμε, χαμογελάμε, τραγουδάμε,
χαλάλι όλο το ξύλο πάλι που θα φάμε·
δε θα λυγίσουμε, τα πιο επικίνδυνα
θα ξεστομίσουμε και θ' απειλήσουμε·
θα κατουρήσουμε πάλι τα νέα στέμματα,
όσα κεφάλια κι αν γεμίσετε με αίματα.
Τέρμα τα ψέμματα, τέρμα τα λόγια.
Ετούτη τη φορά θα πληρώσουν όλα τα λαμόγια  
Κι όσοι αγορασμένοι τους σιγοντάρουνε,
το μερτικό τους θα φροντίσουμε να πάρουνε.
Γι' αυτό ελάτε όλοι φοβισμένοι και φορτώστε μας,
αγοράστε μας, ναρκώστε μας, σκοτώστε μας,
μεταλλάξτε μας, κοιμήστε μας, δανείστε μας,
βρωμίστε μας και ξεφτιλήστε μας.
Έρχονται κι άλλοι που δεν ακούν τα παρακάλια σας·
είδαν και ζήσανε τα χάλια σας.

Πάρε μια ανάσα ν' ανηφορίσεις - θα περάσει κι αυτή η νυχτιά.
Το σκοτάδι από 'δω να ξορκίσεις - τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.
Κοίτα ν'αντέξεις της καρδιάς τα παλέματα - γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά.
έφτασε η ώρα τέρμα τα ψέμματα - τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά.

Τώρα ανταμώνουμε κι αποστομώνουμε,
όσους παρέδωσαν τα όπλα, βαλαντώνουμε
στο θαύμα, το πυροκάμωτο μας κράμα
κι άμα εδώ ξεβολευτήκανε νωρίς, σιγά το πράγμα.
Εσύ, όμως, μάθε τη φωτιά, μη σε τρομάζει.
Η παρακμή μόνο τα πτώματα κατασπαράζει
και τσάμπα σάβανα και φέρετρα μοιράζει.
Τώρα χωρίς σκοπό κάθε ηλίθιος αγιάζει.
Τώρα ανταμώνουνε όλα μας τα αναθέματα,
σκορπάνε ευχές και κανακέματα,
μα η γενιά μας για τα καλά - παρά τα χάλια της -  
θα βάλει στη φωτιά το κεφάλι της.

Τώρα ανταμώνουνε παντού τη φωτιά,
γιατί γινήκαμε μεγάλη αγκαλιά,
για όποιον σκέφτηκε έκανε, έμαθε, κι έπαθε - μη σταματάς να ζητάς.
Τώρα τους σκιάζουν οι δρόμοι σαν χθες,
τα τραγούδια, οι ψυχές, οι φωνές.
Να'χεις το νου σου τα φίδια ζούνε κι ακέφαλα, πρόσεχε που πατάς.

vasilis

Στον Τελευταίο Πηγαιμό

Στον τελευταίο πηγαιμό
λέω να βάλω στο λαιμό
θηλιά ξυράφια.
Σαν έρθω φάτσα στον γκρεμό
να μη προκάμω για να δω
αίμα χωράφια.
Ν' ανοίξω χέρια ουρανό
και ν' αγκαλιάσω το χαμό
με τα φτερά μου.
Κι αυτό το λίγο αν θα πετω,
θα 'θελα μόνο να κοιτώ
αριστερά μου.
Καμιά φορά βαριέσαι τόσο να μιλάς,
σου φτάνει μόνο να κοιτάς
και περιμένεις.
Και αν όλα εκείνα που αγαπάς
σ' έχουν προδώσει, δε μιλάς·
μαζί το σέρνεις.
Σ' αυτή την άβολη σιωπή
η σκέψη γίνεται καρφί
που σε σταυρώνει.
Και αν κλάψεις, γύρε προς τη  γη
με τη ντροπή σου κι αν βραχεί,
δεν σου θυμώνει.
Μ' αν γίνεις άνεμος ζεστός
και σαν άνθρωπος φτυστός
θα ξεθαρρέψεις.  
Στον τελευταίο πηγαιμό
πίασε το χθες απ' το λαιμό
για να το ζέψεις.
Ζάχο, Αλέκο και Μιχάλη,
Ελένη, Νικόλα κι Αλέξη,
Στάθη, Περικλή και κυρ-Μανώλη,
Στέργιο, Στέλιο και κυρ-Νίκο
Όπου και να 'στε,
μην κουβαλάτε το χαμό,
και να θυμάστε,
στο τελευταίο πηγαιμό
μπροστά στον ίδιο το γκρεμό
άλλος λίγο, άλλος πολύ,
αν δε σκιαχτείτε όλοι μαζί,
εκεί παρέα θα 'στε.
Κι εγώ, θ'ανοίγω χέρια ουρανό
και στους τρελούς θα τραγουδώ
πως η καρδιά μου
χτυπούσε εκεί στ' αριστερά μου.

vasilis

Άσμα Υποταγής

Άλλο ένα άσμα υποταγής - κοίτα αλώβητος να βγείς,
σε θέλουν κι άλλο.
Άλλο ένα άσμα καταγής - σέρνεις μαζί σου ό,τι μπορείς
και πας στο διάολο.
Άλλο ένα αστέρι επί γης σε μια μαρκίζα της ντροπής
στο μαγαζί τους.
Κοιτάξου λίγο αιμορραγείς, αργοτελειώνεις κι όσο αργείς,
θα πας μαζί τους.

Σ' αυτό εδώ το μαγαζί που το βαφτίσαν γενικά "Μουσική",
που όλα χωράνε να γίνουν και η ετικέτα μόνο αρκεί
- χαλκομανία κολλάει στης δόξας το κουφάρι
κι η κουλτούρα κρατάει το φανάρι·
γριά κοκότα με του πολιτισμού τα χνότα,
μυξοκλαίς - θες πιο δυνατά πάνω σου φώτα,
σα και πρώτα ένα ταλέντο φουσκωμένη σιλικόνη
σαββατόβραδο μονοπωλεί τη γιγαντοοθόνη.
Αναλώνεται η φορμόλη κι όλοι οι σουλατσαδόροι
πάνε στα τυφλά όπου υπάρχουν αγορές λαχειοφόροι·  
λιγούρικα ποντάρουν τα όνειρά τους φέτες.
Σε λίγο σίγουρα σαπίζουνε κι οι πέτρες!
Πες μου ποιοι φταίνε για τους τόσους φραμπαλάδες
Έτσι απλά παρασυρθήκαν σε φωσφοριζέ ζαλάδες.
Στήνουν μ' άσμα υποταγής γλέντι τρικούβερτο ντουμάνι
και ρουφάν με το καλάμι των διασήμων το καζάνι.

Δε ξέρω αν φταίνε τελικά τα κλαμπάκια κι οι πίστες,
ούτε κι αυτοί που φτιάχνουν τις μουσικές σκουπιδολίστες
ούτε οι μανατζεράδες ούτε και τα κανάλια·
φταίνε οι καλλιτεχνάδες και τα μαύρα τους χάλια.
Οι άλλοι κάνουν τη δουλειά τους με την ηθική τους,
οι άλλοι φταίνε που έχουν κάτω όμως συνέχεια το βρακί τους.
Η εποχή τους είναι κι από δύσκολοι λεκέδες,
γίναν γεμάτοι μ' άποψη σκουπιδοτενεκέδες
κι εσύ πλερώνεις κι όπου πάς λερώνεις,
βρωμάς και ζέχνεις, μα το κρυφοκαμαρώνεις.
Μα ούτε εσύ φταις που έχει βαλτώσει το μυαλό σου
μάλλον φταίνε όσοι τραγουδάνε για λογαριασμό σου.
Οι στιχουργοί, οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες,
οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς και οι συνθέτες
που σα μεταλλαγμένοι, ήσυχοι κι αδιάφοροι κλώνοι
πρέπει να πετύχουν όλοι τους καλά και σώνει
μιας κι η οθόνη είναι πανέμορφη μαγεύτρα
κι ας κάνει σκόνη την πιο ακλόνητη πέτρα.
Μα τι μ' ακούς, μείνε στην ίδια συνταγή
φτιάξε άλλο ένα άσμα της ντροπής μ' υποταγή.

vasilis

Μην Πετάξεις Πετσέτα

Όταν γεννήθηκες, μπήκαν όλα σε μια σειρά
στο ταραγμένο μέχρι τότε κεφάλι μου.
Ένοιωσα άνθρωπος, μα και σαν μάγος στην πυρά
και μονορούφι η ζωή έγινε ζάλη μου
κι είπα το χαλί μου απ' τα όνειρα να ξεταιριάξω,
είπα ν' αλλάξω ωραίο, σπουδαίο κι απρόσμενο,
ένα ταξίδι στην ψυχούλα μου να τάξω.
Και στο μυαλό μου το περιπλανώμενο
μ' αρχής γενόμενο της μοναξιάς τη γαλήνη
και την αλήτικη ηδονή του ξεβολέματος
άναψα πρώτος φωτιά, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει.
Εκεί ανάμεσα γκρεμού και ρέματος
κι ανθρώπου θέλοντος καλοξεκίνησα
στ' ανθισμένα καλλιτεχνικά παρτέρια.
Έκανα ό,τι ήθελα, έβρισα και μίλησα,
έσπρωξα το στήθος μου πρώτος στα μαχαίρια.
Ύστερα αντάμωσα χιλιάδες πράγματα,
αλλά ωραία κι άλλα για φτύσιμο·
γραφτήκαν τίτλοι με μεγάλα γράμματα,
κάναν το γάμο με την παρακμή επίσημο.
Γι' αυτό όσα ακούσεις, φτιάξε την ιστορία σου
και αν σε κερνάνε πίκρα ή χαρά,
γράφτους, αγόρι μου, στ' αρχίδια σου·
μόνο το ένστικτό σου να παίρνεις σοβαρά.

Να μη χαρίζεσαι κι όπου κι αν πας,
να χαμογελάς μπροστά στις κουφάλες.
Τις μικρές στιγμές ν' αγαπάς
και μακρυα απ' τις μεγάλες αγκάλες.
Έναν όρκο μονάχα δος μου
βρες τα καλά και γερά κράτησέ τα
κι αν με στριμώξουν στη γωνιά αυτή του κόσμου
ό,τι κι αν γίνει "μην πετάξεις πετσέτα".

Όλα αυτά θα μπορούσα να στα πω ιδιαιτέρως
με πολλές αγάπες και λουλούδια.
Ασ' τα αυτά για όταν θα γίνω γέρος.
Τώρα τραγούδια κάνω, θα σ' τα λέω με τραγούδια.
Εξάλλου, το τρελοκομείο αυτό που σου 'τυχε πατέρας,
κάθε φορά που αναπνέει, παρεξηγείται,
αγαπιέται σα θεός και μισιέται σαν τέρας.
Σιγά, λοιπόν, ο τρελός μην εξηγείται.
Εσύ κράτα τα όλα όπως είναι απλά
κι αν θες να μάθεις το hip hop, να κοιτάς μέσα στα μάτια.
Να θυμάσαι ότι η αρχή είναι χαμηλά
και η ξεφτίλα είναι εικοσιτέσσερα καράτια.
Αν θες να ζήσεις Low Bap, γίνε μαντέμι
και δεν υπάρχει παράδειγμα κανένα.
Γίνε το σφυρί και το καλέμι,
σκάψε στα δύσκολα μακρυά απ' τα φθαρμένα.
Να φωνάζεις σαν κάνουν ησυχία
κι όταν τους βλέπεις να πετάν, πέσε κατάχαμα.
Η ζωή δεν είναι πόλεμος - ούτε μονομαχία·
είναι στα πάντα το πιο μεγάλο ανάθεμα.
Όμως, βάλ' τα κάτω, ίσως κι εγώ βρωμάω χθες.
Την είδα σήμερα πατέρας, συμβουλεύω και κρίνω,
μα όλα αυτά που σου λέω πάρτα όπως θες,
μπορεί και να 'ναι όσα δε μπόρεσα να γίνω.

vasilis

Μια Ιστορία Απ' Της Φωτιάς Τα Μέρη

Κάτσε εκεί στη γωνιά και μιλιά μη βγάζεις.
Μια ιστορία θα σου πω, μήπως και πάψεις να γκρινιάζεις.
Μήπως φύγει η ειρωνία που ζωγράφιζες στα μούτρα σου
και νοιώσεις άνθρωπος κι ανοίξει η κούτρα σου.
Ρε, κάτσε κάτω σου λέω· κάτσε και βούλωσέ το.
Αφού τελειώσω, πάρτο όπου πας και ξέχασε το,
πούλησέ το, αγνόησε το, μοίρασέ το.
Εγώ έζησα το μέσα, εσύ ζήσε το πακέτο.
Αρχίζω· βαθιά ανάσα, μη σκοντάψω στις λέξεις·
βάζω τον ήρωα εγώ, την εποχή εσύ θα διαλέξεις.
Κάπου σε μια καλύβα στης φωτιάς τα μέρη,
ζούσε ένας γέροντας που κουβαλούσε ένα άσπρο πανέρι.
Μέσα είχε βάλει και πουλούσε ευχές
που 'χαν ξεμείνει στους ανθρώπους απ' τα χθες.
Έτσι γυρνούσε ολημερίς σε χωριά και σοκάκια
φορτωμένος την παράξενη πραμάτεια.
Εκεί τον είδε, λοιπόν, ένας κουφός και του έγνεψε,
έψαχνε ελπίδα, λες κι η τύχη του στέρεψε.
Πήρε δυο ευχές απ' το πανέρι, τις άνοιξε κι έλαμψε,
έκανε πίσω, κρύφτηκε κι έκλαψε.
Λίγο πιο κάτω τον άκουσε μια κοπέλα τυφλή
καθισμένη σ' ένα βράχο παρέα μ' ένα σκυλί.
Τον παρακάλεσε να βγάλει δυο ευχές ν' αγοράσει
κι αν είναι εύκολο σιγά να της διαβάσει.
Έτσι κι έγινε, άκουγε κι έσφιγγε το στόμα της·
σαν να ζαλίστηκε και έχασε το χρώμα της.
Είπε στο γέροντα που διάβαζε να πάψει,
σφιγγόταν τόσο για να μη κλαψει.
Λίγο πιο πέρα τον φώναξε ένας έμπορος
γελαστός, καλοστεκούμενος και εύπορος.
Εβγαλε ένα πουγκί και πήρε το μισό πανέρι,
πρέπει να διάβαζε ευχές όλο το μεσημέρι.
Γιατί τον βρήκανε  τ' απόγευμα λιπόθυμο στην άκρη
και η κόρη του έλεγε πως δε του 'μεινε δάκρυ.
Έτσι ο γέροντας βάζοντας κάτω το κεφάλι,
ένοιωσε άσκημα πρώτη φορά ντροπή μεγάλη.
Έδωσε πίσω τα λεφτά και μάζεψε όλα τα χαρτιά,
τα 'βαλε μες στο πανέρι κι αφού άναψε φωτιά,
δε μπορούσε να ξεχάσει όλες τούτες τις στιγμές
- λες και πληρώσαν για να πάρουν τις παλιές τους ευχές.
Έκανε τα πίσω μπρος κι ο ασπροντυμένος ουρανός
του τραγουδούσε πόσο ήταν τυχερός
που είχε στα μάτια του όλα όσα πέρασε
που τα κατάφερε και γέρασε.

Κι αν γελώ, είναι που ξέρω το δρόμο μου και πάω.
Κι αν ρωτώ, είναι για 'κείνα που ήξερα και ξέχασα.
και αν θα βρω όλα όσα νοιάζομαι κι όσα αγαπάω
θα μπορώ να λέω σ' όλους, τα κατάφερα, γέρασα
κι όμορφα πέρασα.
Κι αν γελώ... κι αν ρωτώ...
κι αν θα βρω...θα μπορώ...

vasilis

Ρίζα Κακιά

Φοράς το χώμα ρίζα, γριά μαμή κακογεννήτρα
κάθε άκρη σου απ' τις τόσες τρισκατάρατη φυτρα.
Έχεις μολύβι και ξύστρα, μια ανεπρόκοπη σίτα
που κοσκινίζει φήμες, τρίχες κατσαρές και dolce vita.
Άκου μιλιά - πικρομιλιά,
λόγια μεγάλα - λόγια παχιά.
Είσαι του ψέμματος η ατέλεια, είσαι του πνεύματος ιέρεια,
μαραζώνεις ή φουντώνεις, πνεύμα ακάθαρτο και χέρια.
Νταλαβέρια για όσα βίδωσες στον ουρανό αστέρια
- γλυκανάλατη και κούφια λεπτομέρεια.
Άλλη μια μερα, άλλο ενα ψέμα·
με λίγο κλάμα, καινούριο μισθοσυντήρητο θέμα.
Σε κάθε τάφο ανοιχτό ψάχνεις ιδέα σκουληκιασμένη,
ρίζα η γη που σε ταϊζει άλλο τόσο παχαίνει.
Γεννοβολάς, μας γέμισες παντού μούλους και μούλες
για τον κώλο της μαϊμούς οι πρώτες λεξούλες.
Πρώτη κρυάδα, και μυαλό σαν αμοιβάδα,
χλωρή σα κλήμα, ζωηρή παραφυάδα·
βγάζεις φύλλα, νύχια, όπλα, καινούρια φτερά,
γρια πανούκλα - ρίζα κακιά

Ρίζα κακιά μου ανοίγεις λάκκο κι ας το 'ξερα
με μαντάτα βολικά κι ανυπόφορα,
τρέφεις τ' ασήμαντα, μεγάλα και πρόχειρα
ρίζα, το στόμα μου ν' ανοίξω τι το 'θελα.

Ρίζα κακιά μου ανοίγεις λάκκο κι ας το 'ξερα,
κεφάτο μαντάτο με πόζα, τράτο και ξόβεργα
να ελέγχεις μόνο τα "πάρε - δώσε", "πέρα - δώθε"·
κολλητηλίκια κάνεις με μιζέρια από τότε.
Πότε -πότε, όμως, αν έχεις ακουστά, κάνουν οι λίγοι τη ζημιά·
σου ξεριζώνω γραμμή τα δόντια σου τα παστρικά,
για να μη ψάχνεις στα κρυφά με φήμες και κουτσομπολιά
να μας δαγκώσεις προκαταβολικά.

Άλλοτε πνίγεσαι μες στον αφρό του σάλιου σου,
εξάλλου δε βαστάς παραπανίσιο βάρος πάνω σου.
Ή παίρνεις κι άλλο μπόι κόντρα στα θύματά σου·
με σόι τέτοιο ισιώνεις και τα στραβογόνατά σου.
Τέτοιες πλάτες κάνεις, ξάπλες στη μιζέρια·
γλωσσοφαγιά και κολλεγιά μουτζουρωμένα τεφτέρια,
σοφοί ξερόλες με καρφιά κίτρινα, ροζ και γκρίζα,
την αλήθεια μου θα φτάσω σα βροχή στη ριζα.

vasilis

Ο Βλάκας Με Τα Χίλια Πρόσωπα

Είναι γραφτό ν' ανταμώνεις στ' ανηφόρισμα
τα μουχλιαμένα και τα δειλότροπα·
μ' αν κοιτάξεις πίσω απ' της ψυχής το χώρισμα,
ο ίδιος βλάκας είναι με τα χίλια πρόσωπα.
Είναι γραφτό και θα σου μοιάζουνε μυριάδες
που κοντοστέκουνε για λίγο στα πυρότοπα
σαν κλαδεμένες, άρρωστες παραφυάδες,
μ' απλά είναι ο ίδιος βλάκας με τα χίλια πρόσωπα.

Ο ίδιος βλάκας είναι χρόνια τώρα κι έρχεται ακάλεστος·
πότε σαν πολεμιστής πότε σαν άρρωστος.
Ή θα ορκίζεται ή θα ξερνάει ψέμματα
ή θα μοιράζεται παράταιρα συμπλέγματα.
Άλλοτε με υπομονή, προστατεύει το κουφάρι του,
άλλοτε όπου να 'ναι χαρίζει τσάμπα το τομάρι του
ή κάθεται για να φορτώνει στιγμές στην πλάτη
ή επειδή το φτωχικό μας του 'μοιαζε παλάτι.
Αντάμωσα πολλά καλομεγάλωτα παιδάκια
και ταριχευμένα, πικροκάμωτα  ανθρωπάκια,
έτοιμους, ταλαντούχους μ' άπειρες δικαιολογίες,
φθαρμένους και κακόπιστους μ' αμφιβολίες,
ξενιστές και της ψυχής τους προδότες,
ελαφροϊσκιωτους, πανούργους και μεγάλες κότες,
τεμπέληδες, πολλούς τεμπέληδες,
κουτσομπολιά, σάλια, διχόνοιες κι έριδες.
Μα τώρα εδώ στα ωραία και στα καλύτερα,
μακρυα απ' το τέλος μια ώρα αρχύτερα,
καταλήγω μεταξύ σοβαρού και πλάκας
πως ήταν ένας, αλλά με χίλια πρόσωπα βλάκας.

Αν πέσει πάνω σου ξανά χαλαρά και νυσταλέα
βλάκας με digital περικεφαλαία,
μη δώσεις βάση στην κρυφόπνιχτη μιλιά του,
μην ελαφρώσεις απ' τα βάσανα τη ραχοκοκαλιά του.
Άφησέ τον μες στη μούχλα μόνο του να ψαχουλεύει,
έχει μάθει στα σκουπίδια τύχη να γυρεύει,
να λερώνει με σιγανοψιθυρίσματα
σαν τα σιχαμένα ποντικογρυλλίσματα..
Ψάχνει γυρίσματα, εκλιπαρεί για χάρη.
Τα πάντα μέσα του κάθε στιγμή τουμπάρει.
Αρκετά, σου λέω, πολύ μας καθυστέρησε.  
Δε ξέρω τίποτα απ' τα όμορφα αν μας στέρησε,
μα όπως έσπειρε, θέρισε· κανείς πια δε πληρώνει
καλοντυμένη, αχρείαστη, βαλαντωμένη πόρνη.
Τέρμα ο οίκτος και τα σαβουροσκορπίσματα
κι η αναμονή για τη ζωή που 'χει γυρίσματα.
Κρατάω λίγα για να βγάλω το ανηφόρισμα,
κερνάω τύψεις, το λάθος πόρισμα,
γελάω πια μ' όλα εκείνα τα ανισσόροπα
που άκουσα από το βλάκα με τα χίλια πρόσωπα.

vasilis

Fiera

Κοίτα πιο πέρα - εκεί μπορεί να τη δεις.
Εκεί πέρα, αν πιστεύεις θα τη βρείς
Σαν αέρα· νοιώσε κι εσύ τη Fiera.

Από την άκρη του ονείρου, κάπου στου ήλιου τη δύση,
στην αγκαλιά της ομίχλης η νύχτα είχε γεννήσει
το πιο παράξενο κι όμορφο πλάσμα,
μάλλον της φύσης το όγδοο θαύμα.
Fiera - δίνει δροσιά στον αέρα,
κάνει τα φίδια να κυλιούνται πιο πέρα.
Σε ξεχάσαν παντού οι φοβισμένοι ανθρώποι
και μαραζώνουν ολάκεροι τόποι.
Υπάρχουν τρόποι - υπάρχει αλήθεια,
υπάρχουν δρόμοι στα παραμύθια.
Τώρα είναι άδεια η γυάλινη σφαίρα,
κοίτα έξω υπάρχει η Fiera.

Αρχίζει η μέρα τη βλέπω να κρύβεται στο φως,
την ψάχνει ο αέρας πιο πέρα· γυρνάει μονάχος και τυφλός.
Ακούω γέλια κι αμέσως μου ψιθυρίζει στ' αυτιά
"καλημέρα..."
Έχει τα χέρια απλωτα κι ένα ζευγάρι φτερά,
στέκεται όρθια ή χορεύει στης βροχής τα νερά
που καθρεφτίζουν μυστικά και καμώματα
των ανθρώπων τα πικρά και μονοκόμματα.
Μέσα απ' τη λάσπη βρίσκει πάλι ένα κρυφό μονοπάτι
και με κοιτάζει από μένα σα να περίμενε κάτι.
Τέτοιο γινάτι μ' έχει μαζί παρασύρει
σαν "αγαπω" που ποτέ του δε χαλάει χατήρι.
Έχει λυτά τα μαλλιά της, στα μικρά δάχτυλά της
σκαρώνει χάρτινα καράβια - σαλπάρουν τα όνειρά της,
κοχύλια στ' αυτιά της και χίλια χρόνια μπροστά
ακούει να γίνονται τ' αδύνατα απ 'το τώρα, δυνατά.
Κρατάει τα δάκρυα στα μάτια κλειδωμένα
κι η περηφάνεια της κοκκίνησε μελάνι στην πένα·
σ' άσπρο χαρτί δε το χωράει τ' όνομα της,
Fiera…

vasilis

Τα Πάντα Για Ένα Τίποτα

Ψάξε στο τίποτα να βρεις, όλα τ' ανώφελα της γης
κράτα μαζί σου
Κι όταν το κόσμο καταπιείς και πάλι τίποτα δε δεις
στη χώνεψή σου
Θα 'σαι ένας ήρωας διαφανής που ούτε ξέρεις, δε μπορείς
και πας στον πάτο και παρακάτω.

Περνάν τα χρόνια, σκάβεις μια τρύπα στο νερό,
την ίδια τρύπα, μα ούτε της μύγας το φτερό
δε το χωράει - θαρρώ - φτύνω το κόρφο μου και απορώ.
Μετράω το κρίμα σου και δεν έχει μετρημό.
Ακούω το φόβο σου, το χρυσοπληρωμένο ρόλο σου,
τον απαράβατο ρυθμό τον ψυχοφθόρο σου
και μες στο τίποτα και πάλι κοίτα τα ,ψάξε καχύποπτα
μήπως και βρεις τα μυστικά τ' ακλείδωτα.
Και δε φαντάζεσαι πως ξημεροβραδιάζεσαι
στη ματαιότητα που πολλαπλασιάζεσαι.
Αυτοθαυμάζεσαι, στην ταραχή σου βιάζεσαι
να 'ναι δικός σου ο κόσμος· αιφνιδιάζεσαι,
δε φτάνει μια ζωή για να χορτάσεις μια στιγμή.
Τα θέλεις όλα, στ' άπειρο ποντάρεις, γραμμή,
μα είναι άκυρο κι εσύ βαριά κι ασήκωτα
χάφτεις τα πάντα για ένα τίποτα.

Θα 'χεις το λόγο σου να μένεις μόνος σου εσύ κι ο κόσμος σου.
Αντίστροφά μετράς κατά βούληση το χρόνο σου
κι ασύδοτα στ' απωθυμένα σου τάζεις αντίδοτα,
τρία οικόπεδα και δύο αυτοκίνητα
Φοράς χρυσόμαλλο, δικέφαλο δέρας,
κυριακάτικη ψυχή με μούτρα τσαγκαροδευτέρας
και χάνεσαι στα φούμαρα, βολεύεσαι στα χρόνια
- καρικατούρα χωρία λόγια για τα αιώνια.
Κι απ' το τίποτα βγάζεις πατέντα·
να ξερες πόσο θυμίζει άλλη μια τσίχλα με μέντα!
κάτω απ' τη σόλα σε κραταει σαν κόλλα,
σα τη βλακεία που αναμφίβολα, κεραυνοβόλα
σ' ερωτεύεται, μένει μαζί σου, τρέφεται σα βδέλλα,
φοράει φύκια αντί μεταξωτή κορδέλα.
Μα εσύ καθόλου και ποτέ σου δε ντροπιάζεσαι
και το τίποτα άλλο λίγο περιεργάζεσαι.

vasilis

No Man's Land (8ctagon Bonus Track)

It's been a long time we shouldn't have left you
Riddim Killa, lowbap that's the best crew
I know I' m guilty of the sins that the flesh do
But I give thanks cos I recognise I 'm blessed too
Like god blessed my gang
And knowing I'm the son of my mother is knowing I'm a proud man
Have to make moves set up a plan
Me I own my destiny, but I know no man can own the land
or own the air these days we know fear
as we consolidate but don't wanna share
I want ya listen me clear
In these times when life is cheap
With the masses of the people asleep
What you saw you reap
Rodney P in the mud with dirty hands
Me and Foxmoor link up and work the land
So overstand the lesson and the styles we brang
This is no man's land cos it's everybody's land

  (There's always been a path in noman's land)
Το μονοπάτι αυτό που χάραξε ο καιρός
με βγάζει πάντα στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
But, you know we 're never far from home
We're universal and always in the zone ya know
(There's always been a path in noman's land)
Στάσου ψηλά, πάρε κουράγιο, κοίτα μπρος
βρες τα ωραία στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
As we move amongst the moon and stars
We give thanks for this planet of ours.
We stay blessed.

Πάει καιρός πολύ καιρός στη γη του κανενός,
που τα είδα όλα μες στη λάσπη και το φως.
Είδα τ' απίθανα τα πιο όμορφα, όμως, τα 'κανα χάρτη·
μ' οδηγήσαν στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι.
Κανένα άχτι, ούτε με νοιάξαν οι φευγάτοι
που φωλιάσανε παρέα στης μιζέριας το παλάτι.
Εκεί είναι - νάτοι - τους χαμογέλασε ο ουρανός
κι ενώ κοιτάνε ψηλά, πατάν στη γη του κανενός.
Εμπρός, επιβάλλεται να βλέπω εμπρός
κι ο κακός μου εαυτός είναι ο μόνος εχθρός.
Σ' αυτή τη γη με τα όνειρά τα χιλιοπρόδωμένα,
γιατί ζητάς ξανά από μένα όσα έχεις χρόνια χαμένα.
Κάνε πιο πέρα, κομμένα τα πολλά - πολλά·
αν θέλεις, κράτα την ουσία, τα λίγα και καλά.
Πάτα καλά στο χώμα, κάνε τον ήλιο σώμα κι όρμα,
αυτό τον κόσμο δε τον κέρδισε κανείς ακόμα,
γι' αυτό όλοι όσοι ξέρουν, κοίτα τριγύρω μας παλεύουν,
γιατρεύουν, αντέχουν, μαζεύουν όνειρα, δε ζητιανεύουν.
Δεν υπάρχει αφεντικό· στάσου ψηλά και κοίτα μπρος,
στη γη του κανενός.

vasilis

Κόκκινη  Ζώνη (8ctagon Bonus Track)

Στάσου παράμερα, φτιάξου πατήθηκες,
απ'όσα αρνήθηκες, σφυροκοπήθηκες.
Όρθιε βλακόλιθε, σακί με μπάζα,
σε ψυχοκέντησαν καλά με μυθομάζα.
Ανυποψίαστε, σταμάτα να μετράς τη ζωή με καράτια.
Κοίτα αν τολμάς απ' ευθείας μες στου δράκου τα μάτια.
Άκου και μάθε από τη ζοφερή σιωπή του,
παιδί του να γινόσουν, ξεχωριστό παιδί του.
Να καταλάβαινες πως εδώ μας πετάξαν,
μας απολύμαναν πολιτικά και μας τάξαν
παραδεισένια ησυχία, κολασμένη αφθονία,
τραπέζια πλούσια, παιχνίδια, βιβλία, θρανία,
ζωή· τολμήσαν και μας τάξαν οι δειλοί ζωή,
σα μια ατέλειωτη του ονειροχρόνου γιορτή.
Κι ούτε ρωτάς γιατί - (κι ουτε ρωτας γιατι)
ακυρωμένη συνείδηση - καμένο χαρτί -
Όσο κι αν το εύχεσαι, δε θα σε προσπεράσω,
στα μάτια σου ξανά τα ολόξενα θα συνταιριάσω.
Μη νοιαστείς και θυμηθείς τα κοντινά γεννήματα μας
Μη θαρρέψεις και πεις τα ονόματά μας.
Δε σου κακιώνω, σε μένα πιο πολύ θυμώνω
που τόσα χρόνια μυριάδες λέξεις μπροστά μας απλώνω
από τα σώψυχα μου μέσα· μα κανείς δε γλυτώνει,
απ'αυτούς που γεννηθήκαμε στη κόκκινη ζώνη.
Στέκομαι και κοιτάω αποκομένος.
Το χρυσωπό όνειρο τους τελειώνει.
Φλέγομαι κι εσύ φοβισμένος
παρακαλάς να μη μείνουμε μόνοι.
Σε δέχομαι, μα εσύ κυρτωμένος,
τόσο λιγόλογος που δε βλέπω σκόνη,
παραμερίζεις και ξεχνάς ο καϋμένος
πως γεννηθήκαμε στην κόκκινη ζώνη

Φώναξέ τα δυνατά - όσα μου τύχανε τα 'ξερα·
σε χωράφια είχα σπείρει κατάξερα
μύθους, που πιάστηκες για ν'αντρώσεις,
στίχους, δίπλα στις μαζικές νευρώσεις,
εκρήξεις μια ατέλειωτη σειρά από εκπλήξεις·
δειλέ, στο ενδιάμεσο θα καταλήξεις
κυρτωμένος κι ούτε ματιά στις κορφές·
τα τότε όνειρά σου, τώρα αποστροφές.
Τι θες από 'μας,  μικρέ καλοσυνάτε
Με τους ομοίους σου μείνε να το γλεντάτε,
όταν μυριάδες αλήτες που σου μοιάζουνε μόνοι,
παλεύουν και για σένα στην κόκκινη ζώνη.

Κόκκινη -  κόκκινη ζώνη
Πυρωμένο ατσάλι στ' αμόνι.
Κόκκινη -  κόκκινη ζώνη,
οι περήφανοι πεθαίνουνε μόνοι.

Στο πηγαινέλα του λόγου, στου υλισμού τη σιωπή
κρυφό μου κι ανάρμοστο, γίνε κραυγή.
Οι ντροπιασμένοι που αγνοούν σε υποβαθμίζουν,
αυτοί που δέχονται μονάχα όσα αγγίζουν,
πανηγυρίζουν, ενώ ραγίζεις την αστική  λογική τους.
Αναιμικά κι αφωνικά δένονται στην ηθική τους.
Ρε, μη λογιάζεσαι για κουρασμένος
και μη σωριάζεσαι σα προδωμένος.
Πάντα ο εχθρός μας κάνει τη δουλειά του·
τράβα πιο 'κει και μέτρα όλα τα σφάλματά του.
Γίνε σκιά του, γίνε καθρέφτης θολός
και  ασ' τον να πιστέψει πως είσαι νεκρός.
Είναι τυφλός, κορδωμένος μ' αλαζονεία·
μη τον μαγέψεις, φτύσε  μονάχα ειρωνεία.
Ούρλιαξε μέσα στ' αυτί του, δε με νοιάζει αν γλυτώσω.
Αρνούμαι να με προδώσω.

vasilis

Μικρά Σινιάλα

Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι,
μη γίνεις ένα με τον εχθρό σου.
Σήκω σου λέω, να φαίνεσαι,
σκούπισε λίγο το μέτωπο σου.
Πάτα στα πόδια σου, μπορείς δε μπορείς.
Πάψε να βλέπεις το αύριο κρεμάλα.
Πρόσεξε λίγο κι απέναντι θα δεις
μεγάλα χέρια μικρά όμως σινιάλα.
Σήκω, σου λέω, να κάνω χάζι.
θυμήσου λίγο απ' την περήφανη θωριά σου
κι απ' της μικρής φυλακής το περβάζι,
πάψε να παίζεις με τη σκια σου.
Σήκω αδερφέ μου απ' το σκοτάδι·
έστω κι έτσι με τα μάτια πρησμένα.
Κλέψε νερό απ' το δικό τους πηγάδι
κι αν ανταμώσουμε δος μου κι εμένα.
Τράβα, σου λέω, είμαστε μόνοι,
δεν περισσέψαν για μας προφητείες,
μα το παλεύουμε κι ας φάμε σκόνη
στο φευγιό απ' τις βουβές πολιτείες.
Τράβα μακρυά απ ' αυτούς κι όπου να 'ναι,
αρνήσου τα εύκολα και δος του απ' τη σκάλα,
κι αν σε φωνάζουνε κι αν σε κοιτάνε,
μη λογαριάσεις τα μικρά τους σινιάλα.
Σήκω πάνω, μη ντρέπεσαι.
Σήκω, σου λέω, να φαίνεσαι.
Σήκω πάνω, μην αφήνεις στιγμή να ξεθαρρεύει και να χαίρεται καμιά τους κουφάλα.
Κόψε με τα δόντια δυνατά, τράβα, κόψε το σκοινί και βάλε φωτιά στην κρεμάλα.
Kι άλλα, βρώμικα χέρια μεγάλα που πάντα πλέκουνε της λύπης στεφάνια
και τα βάφουν μ' αίμα για τα μικρά τους σινιάλα, τέρμα - περηφάνια.
Fiera - κι όμως ήρθε η μέρα που έβαλες τέρμα
στα χίλια χρόνια περιπλάνηση σε γη κι αέρα
κι ευτυχώς είμασταν εδώ πέρα.
Fiera...κι όμως ήρθε η μέρα.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: 02/12/02 ::

Φυσάει Κόντρα
 

Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,

τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,

δεν αντέχω της βολής τη σιγή.

Και δω’ απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,

ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,

τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.

 

Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.

Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.

Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,

από τ’ αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.

Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,

φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.

Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,

λυτρώνω μάνες και γιους.

Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·

και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.

Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.

Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.

Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία

που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ’αφθονία,

άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,

γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη

να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα

να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα

μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.

Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.

 

Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.

Έχω μαζί μου, σ’ αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,

την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,

κάνω τ’ αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.

Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.

Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,

ούτε σιωπή.

Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.

Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι

και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους

ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.

Λογια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου

κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.

Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,

μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.

Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,

πλέξτε με φυτίλι και ανάψτε με·

μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί

-         ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.

229 Επισκέπτες, 0 Χρήστες