Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 349
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 301
  • Total: 302
  • Leon

Διάφορα διηγήματα

Ξεκίνησε από isabella, Ιουνίου 19, 2006, 01:00:56 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Δεν έμαθα ποτέ
όσα ένιωσα κοντά σου
και μεταμορφώθηκα
σε τέρας

Μόνο τρύπες
και σκοτάδι
και εκείνοι οι φόνοι
οι νυχτερινοί

Θαρρείς και ζούσα
για να με συναντήσω
και έκρυβα τον φόβο μου
στη μήτρα σου

Και εκεί φύτρωσα
σε άγνωστο τόπο
σε άγνωστο χρόνο
και ο γιός του φόβου
ένα τέρας να μου μοιάζει

'Ετσι κι αλλιώς
φαγωμένος ήμουνα
κι ας νόμισα πώς ένιωθα
περισσότερα απ'αυτό...


Απόσπασμα απο το διήγημα]
Η διπλή μοναξιά του έρωτα!

seagull

Παράθεση από: "isabella"Το ποτέ και το πουθενά




Ν.Δήμου

..τωρα το ειδα εδω..φοβερη γραφη αλλά και φωτογραφικη ο Δημου  
απο τα αγαπημενα μου isabella

seagull


Ένα σκυφτό κεφάλι, μια τραγιάσκα χαμηλωμένη
Κοντοζυγώνει

Ουτε κι΄απόψε
Αναστενάζει και σβήνει τη λάμπα στη γωνιά του κόσμου
χάθηκαν σημαίες ,καμπαναριά, άνθρωποι
Αύριο όμως θα γυαλίσουν τα μπρούτσα και θα μπαλώσουν τα λάβαρα
Ακολουθεί τη σκιά που σβήνει τις λάμπες, μα είναι τόσες πολλές


.......το πουρνό με βρήκε πιο χιονοσμένο
Με τις γαλότσες βγαλμένες, τα μαλιά πιο γκρίζα
Ο νεκρός χαμογελούσε,του χαμογέλασα
Τα μάνταλα σηκωθηκαν Μονιμοποιήθηκε το χαμόγελο Πρόβαλαν οι μακριές κάνες των όπλων κι ύστερα οι καρποί των χεριών
Αργά κοντοζύγωναν οι μορφές ολοένα και πιο σκοτεινές Κάμανε κύκλο γύρω μου Ξέσπασα
Απόψε ? Απόψε ?
Τίποτα Το χιόνι έπεσε πιο χοντρό και σκέπασε τ'αχνάρια τους
Στις πρώτες ηλιακτίδες στραφτάλησαν οι κάννες των όπλων Ένιωσα δυο βώλους να ζυγώνουν στις σκαντάλες τους Πυροβόλησαν Το κορμί μου ρούφηξε βαθεια τη λάβα τους
Εφτασε ως τις μύτες των ποδιών
Ούτε και απόψε


....Ξύπνα μου πανε
Είσαι ηλίθιος ..Μια ζωή τρεχεις, σκοντάφτεις και ξανασηκώνεσαι

 -Ως τωρα προσπαθουσα να καταλάβω τα λαθη μου, τώρα που αρχίνησα να τα χρωματίζω τούτα παψανε να με καταλαβαίνουν
Tα δημιουργήματα σου θες να πεις Θες να πληρωθεις Θες να πληρωθεις ε μα την αληθεια , παύεις ολοένα να ζεις την πραγματικότητα [/b]
  -Με κατηγορείς? αυτό είναι, ναι, γιατί τότε που διαλέξαμε τη ζωή μας τότε που κείνη έβγαλε τη μάσκα και μεις ξεφύγαμε απότο όριο να λεγόμαστε παιδιά τότε θυμάμαι διαλέξαμε το όνειρο   Τ'ονειρο
    Μα τότε άνθρωπε έψαχνες τα λάθη σου Αυτό που διάλεξες τρέφεται απο την πραγματικότητα, κάτι που εσύ έπαψες να φροντίζεις Τη φοβάσαι...Δειλέ ξέφυγες απο το παιδί μα σου μειναν τα όνειρα [/b]
....-Μα τι θες να κανω Να σου πω ότι τόσα εκατομμύρια παιδιά χάσανε τα όνειρα τους,ότι τα θυσιάσανε στη πείνα τους Πισωγύρισαν στη πραγματικότητα, τα σκοτώσανε ..Τι θες να πω τωρα για το φιλόσοφο επαναστάτη που πρόδωσε το όνειρο για να σώσει τη πείνα του ....ενώ τόσοι άλλοι την πίστεψαν και άς μην τον είδαν ποτές Σκοτώθηκαν για το όνειρο

...Βάζοντας λίγο γάλα στη γάτα της αυλής του θα μου εξομολογηθεί
Φτάνουνε οι αναμνήσεις απο τα ξερονήσια, να και τούτα τα βότσαλα που μάζεψα απο την ακροθαλασσιά Μάρεσε πάντα να κάνω σεργιάνι στην αμμουδιά Ε πια τώρα τόπο στα νιάτα, σε τούτα αξίζουνε όλοι τούτοιοι καρποί της εξορίας μας ..Ξέρω τι θα πεις ...Κουταμάρες , οι δυνατοί επιζούνε σήμερα...
Ειπε][/b]

Τον ξανάδαν να γλυστρά κάτω απο τους πολισμάνους, τους φανοστάτες, το φεγγάρι Τον πετροβόλησαν ,του ρίξανε κανα δυό τουφεκιές και κάμποσοι που βάσταγαν μαχαίρι τον πρόφτασαν Δυο σκαλια απο τη καρδιά το αίμα έτρεχε Ένα παιδί λευτερώθηκε απο την πολυκοσμία και έβαλε το δάκτυλο στη λαβωματιά Χρύσωσε Κατέβηκε η σελήνη να δει το θαμα και φώτησε το νεκρό Ενα  μεγάλο αστέρι έφεγγε κατά πάνω του
Φάνηκε ένα μεγάλο περιστέρι με ανοιγμένες τις φτερούγες
Δάκρυσε η κοπελιά Πήρε το μαντίλικαι το φίλησε
Χρύσωσαν τα χείλια Την είπαν κλέφτρα και από τότε δεν την ξαναφίλησε κανείς Καμανε καιρό να την δούνε ....Οι γιαγιάδες επαψαν να το εξιστορούνε στα εγγόνια τους
Λίγοι το θυμόντουσαν Ο φονιάς άκουγε τις φτερούγες να χτυπάνε σαν ανεμοδαρμένα  παραθυρόφυλλα
και τη κοπελιά να σεριανά ..να καλοπιάνει τον αφέντη ήλιο, να αγαπά τους ανθρώπους

Τσίγκος -φώναζαν τα όνειρα 1980

του συγγραφέα

"Κείμενα που γράφτηκαν απο τα 13 χρόνια μου έως τα 15...Ονειρέματα τα λέω εγω ..κάτι σαν πολύ προσωπικό μου
κάτι σαν παιδικό τρυφερό μυστικό που θέλω να το μοιραστώ...με κατανόηση..με αισθήματα φιλίας
Για να ξέρεις 'οσο διαφορετικοί, μοναδικοί και αν είμαστε πάντα σε κείνη την εποχή θα γυρνάμε να αντλήσουμε ζωή κι ελπίδα για το σήμερα σε αυτό τον αδυσώπητο σκληρό κόσμο δίχως ευαισθησίες που σκοτώνει όσους τολμούν να δημοσιεύσουν τα όνειρά τους στα πεζοδρόμια του κόσμου
Γιαυτό άλλωστε είναι το πολυτιμότερο στον κόσμο τα παιδικά όνειρα κι αλίμονο σε όποιον δεν έχει φυλάξει ένα Γιατι να ξέρεις αν δεν τα σέβεσαι θα ρθει στιγμή που θα τα φοβάσαι...

sevenseas

[size=18][/size]
ΜΙΣΗ ΩΡΑ
Μήτε σε απέκτησα,μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ θαρρώ.Μερικά λόγια,ενα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές,και τίποτε άλλο.
Είναι δεν λέγω λύπη.Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε με ένταση του νου,και βέβαια μόνο
γιά λίγη ώρα,δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές-βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός-
ειχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ'έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό.Γιατί
μ'όλην την φαντασία,και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να'ναι το σώμα σου κοντά.

Κ.Καβαφης

ixnografia

[align=center] Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ[/align]


Σωκράτης

Και όσο για καιρό δα έχουμε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μού φαίνεται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύ κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νού μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτα δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ, σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εκτίμηση.

Φαίδρος

Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

Σωκράτης

Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα.
Νά, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες.
Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί από αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιούν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες,
δηλαδή να μην έχει αφότου γεννηθεί καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάει ως που να πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιός από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιάν απ' αυτές τιμάει. Και νά, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοί την ετίμησαν,
κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μιά. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία που έρχεται έπειτα από αυτήν, αγγέλουν εκείνους που περνούνε την ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη.
Αυτές δα είναι που πιό πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφότερη φωνή.
Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.


Πλάτωνος Φαίδρος, μετάφραση Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου ("Πλάτωνος Φαίδρος",   Γ' έκδοση Αθήνα 1971).[/

ixnografia


ixnografia


larus audouinii

Στην πλατεία μιας μακρινής  πόλης είχε στηθεί ένας νεαρός,
Και περηφανεύονταν πως είχε την ομορφότερη  καρδιά.

Οι περαστικοί θαύμαζαν την καρδιά του που ήταν τέλεια.
Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι  πάνω της.
Και όλοι τότε συμφώνησαν πως ήταν η πιο όμορφη καρδιά που είχαν δει ποτέ τους.

Ο νεαρός ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά.
Ξάφνου ένας γέροντας ζύγωσε  τον νεαρό μας και είπε ]



larus audouinii

Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς
.

(Γιῶργος Σεφέρης Ποιήματα, Πρωί)



Crazy

Η μοναξιά είναι από χώμα

Το σώμα μου είναι από γη, έχει νόμους βαρείς και δυσκίνητους.
Τώρα που το σώμα μου έμαθε το σώμα σου, του έγινε νόμος η επαφή μας.
Πως να λησμονήσει?
Οι μνήμες που περνούν, ας ρίχνουν φτυαριές χώμα τη λήθη ανάμεσα στα φιλιά μας...

Μάρω Βαμβουνάκη

Crazy

Έχετε Μήνυμα Στο Κινητό Σας

Η γλώσσα του χαϊδεύει το λαιμό μου κι ανατριχιάζω. Τα δάχτυλά του κάνουν μικρούς ηδονικούς κύκλους γύρω από τα στήθη μου. Με κοιτάζει στα μάτια και με φιλάει. Δαγκώνει τα χείλια μου τόσο δυνατά, που νιώθω γεύση από αίμα. Γλείφω τον ιδρώτα από το λακκουβάκι του λαιμού του και αναστενάζω. Κυλιόμαστε σε ένα μεγάλο κρεβάτι με λευκά σεντόνια και πολλά μαξιλάρια. Μυρίζω το άρωμά μου στο κορμί του...
"Αγάπη μου", ψιθυρίζει στο αφτί μου.
Μπιπ μπιπ. Μπιπ μπιπ. Έχετε ένα καινούριο γραπτό μήνυμα. Μπιπ μπιπ. Μπιπ μπιπ. Ανάγνωση?

Ανοίγω αργά αργά τα μάτια μου και προσπαθώ να βω από τον ερωτικό μου λήθαργο. Κοιτάζω γύρω γύρω με απορία...
Δύο μεγάλοι άσπροι καναπέδες ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ένα μοντέρνο μπλε φωτιστικό στη γωνία, μια γλάστρα με φίκο παραδίπλα και μια μεγάλη τηλεόραση που παίζει χωρίς φωνή μπροστά μου. Κάθομαι σε μια μπερζέρα με τα πόδια πάνω  σε ένα χαμηλό τραπεζάκι στη μέση ακριβώς του σαλονιού μου.
Που είναι το κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια και τα πολλά μαξιλάρια? Που είναι ο άντρας που με αγκάλιαζε και με φιλούσε? Που είναι το κινητό μου? Το κινητό μου? Που είναι το κινητό μου? Πετάγωμαι πάνω και αρχίζω να το ψάχνω. Κάτω από την πολυθρόνα, πάνω από την πολυθρόνα, μέσα στην πολυθρόνα! Το βρίσκω τελικά κάτω από το τραπεζάκι και αναζητώ το καινούριο μήνυμα. "Κανένα νέο μήνυμα", με πληροφορεί με κακία το μαύρο μαραφέτι.
"Τι θα πει κανένα νέο μήνυμα?" το ρωτάω όλο αγωνία. Αφού το είδα. Το άκουσα... Έκανε μπιπ μπιπ, μπιπ μπιπ, και μάλιστα διέκοψε την ερωτική μου φαντασίωση στο καλύτερο σημείο! "Λέγε, που έκρυψες το μήνυμά μου?" ταρακουνάω το κινητό μου που σφυρίζει αδιάφορα. Ψάχνω στο μενού, πίσω από το φιδάκι, στην προώθηση κλήσεων, τίποτα. Ούτε μήνυμα έχω ούτε κυλιέμαι στο κρεβάτι με τον άντρα των ονείρων μου! Είμαι στο σπίτι και όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας μου και μόνο.
Κλείνω την τηλεόραη που εξακολουθεί να παίζει μπροστά μου χωρίς φωνή, την ώρα που μια τεράστια καφετιά αρκούδα χασμουριέται μέσα στα μούτρα μου! Ωραίο πρόγραμμα για Σάββατο βράδυ]

Crazy

Μπιπ μπιπ, μπιπ μπιπ. Μήνυμα. Το κινητό μου στο σαλόνι αρχίζει να χτυπιέται. Μαζί του χτυπιέται κι η καρδιά μου. Αυτή τη φορά δεν το βλέπω στον ύπνο μου. Έχω μήνυμα σας λέω. Αυτός θα είναι. Σίγουρα αυτός θα είναι. Το μετάνιωσε που με χώρισε και τώρα μου στέλνει μήνυμα αγάπης και συμφιλίωσης. Δε μπορεί να αντέξει μακριά μου.
Τρέχω και αρπάζω το κινητό μου. Κοιτάζω την οθόνη. Ανάγνωση? Yes, yes, yes πατάω και διαβάζω με ανυπομονησία]

Crazy

Ντριν, ντριν, ντριν ...
Ένα μεγάλο άσπρο τίποτα. Μπροστά μου βλέπω μόνο ένα μεγάλο άσπρο τίποτα. Τεντώνομαι και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου.
Ντριν, ντριν, ντριν...
Κατεβάζω το κεφάλι και το άσπρο τίποτα αρχίζει να οριοθετείται. Το ταβάνι ήταν!
Ντριν, ντριν, ντριν...
Κι αυτό που χτυπάει είναι το τηλέφωνό μου. Το τηλέφωνό μου! Πετάγομαι σαν αίλουρος (!) από τον καναπέ και τρέχω πάνω κάτω στο δωμάτιο προσπαθώντας να προσανατολιστώ.
Ντριν, ντριν, ντριν...
"Που είσαι ρε γαμώτο?" το ρωτάω, αλλά ως συνήθως με γράφει! "Που είσαι ρε γαμώτο?"
Να το, το είδα. Το κινητό μου κοπανιέται και ουρλιοκοπάει (!) πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού...
Ντριν, ντριν, ντριν...
Πιάνω το μαύρο πραγματάκι στο χέρι και το σηκώνω. Πρέπει να έχω και τρεις χιλιάδες σφυγμούς. Λες να είναι αυτός? Στην οθόνη δε βγαίνει κανένα νούμερο. Το δικό του εμφανίζεται. Είναι αυτός? Δεν είναι αυτός? Μήπως να ξαναδώ την κουρτίνα τρία?! Ούτε στο "Μεγάλο Παζάρι" τέτοια αγωνία!
"Ναι?" Σηκώνω το τηλέφωνο λαχανιασμένη.
"Καλημέρα σας".
Δεν είναι αυτός.
Η φωνή είναι γυναικεία και μάλιστα πολύ ευγενική. Λες να είναι η γυναίκα του? Μου περνάει από το μυαλό αυτή η σατανική σκέψη και το πνεύμα μου ξυπνάει αμέσως! Και αν είναι αυτή, γιατί είναι τόσο ευγενική μαζί μου? αναρωτιέμαι και ψάχνω στα γρήγορα μια ικανοποιητική απάντηση. Προσποιείται. Αυτό είναι. το βρήκα. Είναι η γυναίκα του και προσποιείται. Το παίζει ευγενική για να με ξεγελάσει και να κερδίσει χρόνο. Σε λίγο θα με βρίζει και στο τέλος θα μου ζητήσει να αφήσω τον άντρα της ήσυχο. Αυτό είναι.. Έτσι δε γίνετε στις ελληνικές ταινίες?
"Ναι, με ακούτε?" ρωτάει η γυναίκα του με τάχα μου ευγενική φωνή.
"Σας ακούω" απαντώ εγώ με ύφος χιλίων Πουαρό μαζί.
Σε ακούω πονηρή σκρόφα που πήγες να με ξεγελάσεις, αλλά δε ξέρεις σε τι Αγκάθα Κρίστι έχεις πέσει, σκέφτομαι!
"Καλημέρα σας" μου ξαναλέει αυτή λες και κόλλησε η βελόνα.
"Καλημέρα" της λέω και καλού κακού τσεκάρω στο μυαλό μου τη λίστα με τις φωνές των γνωστών για την περίπτωση που είναι κάποια από τις φίλες μου και μέσα στην παράκρουση δεν την έχω αναγνωρίσει. Α πα πα πα, καταλήγω στο τέλος της αναζήτησης. Μου είναι παντελώς άγνωστη. Άρα επιβεβαιώνεται ότι είναι η γυναίκα του. Σίγουρα πράγματα σας λέω, η γυναίκα του είναι. Έχω ένστικτο εγώ ...
"Τι κάνετε?" με ρωτάει.
"Καλά" της απαντάω. "Στο σπίτι όλοι καλά?" την ειρωνεύομαι ενώ με φαντάζομαι να της ρίχνω δηλητήριο στο τσάι από το μονόπετρο ψεύτικο μπριγιάν δαχτυλίδι που αγόρασα στις εκπτώσεις από το Φολί Φολί...
"Καλά, καλά. Μια χαρά"
Α, τα έμαθε τα του χωρισμού. Τότε τι θέλει από μένα? Γιατί μου τηλεφωνεί? Και κυρίως, γιατί δεν ξεκαθαρίζει επιτέλους το ποια είναι να ξεμπερδεύουμε? Ε, γιατί, αγαπητέ μου Γουότσον?
"Ποιά είστε?" ρωτάω αγριεμένη.
"Η κυρία Αντωνιάδου" μου απαντάει τρομαγμένη. "Ο κύριος Κάντζας είναι εκεί παρακαλώ?"
Η κυρία Αντωνιάδου και ο κύριος Κάντζας. Μάλλον, μάλλον δεν είναι η γυναίκα του. Εκτός φυσικά, αν είναι και συνεχίζει να προσποιείται.
"Ποιος κύριος Κάντζας?"
"Ο γιατρός"
"Ποιος γιατρός?"
Με πονάει φοβερά ο αυχένας μου από τον ύπνο στον καναπέ. Τον τρίβω λίγο με το αριστερό χέρι να μαλακώσει.
"Ο ψυχίατρος. Δεν είναι εκεί του κυρίου Κάντζα του ψυχιάτρου?" με ρωτάει αυτή η, η, η...
Σκέφτομαι λίγο. Μήπως είναι εδώ του κυρίου Κάντζα του ψυχιάτρου? Μήπως με κλείσανε το βράδυ στο ίδρυμα, μοιράσανε οι γιατροί τα υπάρχοντά μου κι ο Κάντζας πήρε το κινητό μου? Μήπως?
"Περιμένετε παρακαλώ" λέω με ύφος γραμματέα πολυεθνικής.
Κοιτάζω γύρω γύρω. Ο πίνακς με τον παπού ναυτικό που χαιρετάει, οι ζωγραφιστές πάπιες, η αφίσα του Εγγονόπουλου, η αφίσα του Ρουβά... Στο σπίτι μου είμαι.
"Κάνετε λάθος κυρία μου. Δεν είναι εδώ του ψυχιάτρου". Άμα θέλετε του ψυχασθενούς, σκέφτομαι, αλλά δε το λέω.
"Αχ, τι κρίμα. Σίγουρα κάνω λάθος?" επιμένει αυτή, η παραλίγο γυναίκα του ακατανόμαστου. "Γιατί χθες που πήρα σ' αυτό το τηλέφωνο μίλησα με το γιατρό".
Βγάζω τα παπούτσια μου για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου. Πρώτη φορά στη ζωή μου κοιμήθηκα με παπούτσια, έστω και ιταλικά!
"Ακούστε κυρία μου για να τελειώνουμε. Γιατρός εδώ δεν υπάρχει. Κάνετε λάθος".
"Συγνώμη για την ενόχληση, αλλά ξέρετε, είμαι άρρωστη".
Αρχίζω να εκνευρίζομαι χοντρά.
"Κι εγώ είμαι άρρωστη κυρία μου, αλλά δεν τηλεφωνό πρωί πρωί στα ξένα σπίτια να τρελάνω τον κόσμο. Γειά σας".
Της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα. Όρεξη που την έχει η άρρωστη Κυριακάτικα... Τώρα θα μου πεις, αυτή είναι η άρρωστη ή εγώ που σκέφτηκα ότι είναι η γυναίκα του ακατανόμαστου και πήρε να με βρίσει? Όπως στις ελληνικές ταινίες, λέει. Αμ το άλλο, με την Αγκάθα Κρίστι και τον Γουότσον μαζί? Πρέπει να κόψω σιγά σιγά τον πολύ κινηματογράφο. Και τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Έχουν αρχίσει να με πειράζουν!
Πάω στην κουζίνα και βάζω νερό να ζεσταθεί για να κάνω καφέ. Το κεφάλι μου πονάει φοβερά.
Ευτυχώς δηλαδή που σήμερα είναι Κυριακή και δε χρειάζεται να πάω στο γραφείο. Ρεζίλι των σκυλιών θα γινόμουν. Θα κατέστρεφα σε μια μέρα το ίματζ και την εικόνα που έχω δημιουργήσει τόσα χρόνια με πόνο και δάκρυα και ένα σωρό λεφτά για κρέμες και ρούχα! Σήμερα μοιάζω πιο πολύ με πρωταγωνίστρια της ταινίας Τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα παρά με νεαρή, δραστήρια και φιλόδοξη δημοσιογράφο του γυναικείου περιοδικού Πες τα, Χρυσόστομη!
Κατεβάζω το νερό από τη φωτιά και ψάχνω για καφέ. Διαπιστώνω ότι δεν έχω καφέ! Τελείωσε! Γιατί Χριστέ μου? Γιατί σε μένα? Γιατί τώρα? Ότι πάει στραβά μπορεί να πάει και χειρότερα. Το λέει ο νόμος του Μέρφι. Τι με νοιάζει όμως εμένα για τα νομοθετικά? Λίγο καφέ έχετε να μου δανείσετε?
Ψάχνω σα ναρκωμανής σε όλα τα ντουλάπια της κουζίνας. Βρίσκω ένα παλιό μπαγιάτικο ελληνικό καφέ πίσω από τις κονσέρβες με τα ντοματάκια. Η μάνα μου πρέπει να τον έφερε μαζί της την τελευταία φορά που ήρθε από το νησί να με δει. Προ Χριστού δηλαδή! Και σίγουρα τον έκρυψε εκεί για να τον ξαναβρεί σε περίπτωση πυρινικού πολέμου! Ας μην είμαι αχάριστη όμως.
Ελληνικός, ελληνικός. Μπαγιάτικος, μπαγιάτικος. Μέχρι και λιωμένο ρεβίθι θα έπινα τώρα. Βάζω τρεις κουταλιές ζάχαρη. Α, όλα κι όλα. Στις χωρισμένες όλες οι υλικές απολαύσεις επιτρέπονται. Πιάνω μηχανικά το μεγάλο άσπρο αγαπημένο μου φλυτζάνι. Αυτός μου το χάρισε στα γενέθλιά μου και σ' αυτό πίνω κάθε μέρα τον καφέ μου. Το κοιτάζω καλά καλά και με κοιτάζει κι αυτό με το άσπρο κρύο βλέμμα του... Κοιταζόμαστε.. Του είχα χαρίσει κι εγώ ένα φλιτζάνι στη γιορτή του. Με αρκουδάκια. Ένα μπλε.. Κοιτάζω το δικό μου άσπρο φλιτζάνι. Άσπρο, άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι, που πήγε εις την εξοχή ... Σηκώνω το χέρι μου μαζί με το φλιτζάνι και το τεντώνω με δύναμη προς τα εμπρός. Το φλιτζάνι σκάει στον απέναντι τοίχο κάνοντας ένα υπέροχο κκρρααααααααααααακκκκκκκκκκκκ και σπάει σε πολλά μικρά κομματάκια. Α, άλλο πράγμα παιδί μου η ακριβή πορσελάνη. Το καλό να λέγεται! Στο σπάσιμο φαίνεται η διαφορά!
Χαμογελαστή και περήφανη για την πράξη μου, βάζω το μαυροζούμι μου σε ένα διαφημιστικό φλιτζάνι της Ελαΐς χωρίς καμία συναισθηματική αξία. Σκέφτομαι να προσθέσω μια δόση βότκας αλλά το μετανιώνω γιατί και μόνο στη σκέψη του αλκοόλ το στομάχι μου έρχεται τρέχοντας προς το λαιμό. Καφές. Μπαγιάτικος ελληνικός καφές. Είναι τραγικό να πίνεις μπαγιάτικο ελληνικό καφέ και να είσαι και φρεσκοχωρισμένη. Τραγικό!

Crazy

Το μάτι μου γυαλίζει επικίνδυνα. Θα το μετανοιώσει ο ακατανόμαστος. Θα το μετανοιώσει. Σαν υπνωτισμένη πάω και παίρνω το κινητό μου. Αποφαστικά αρχίζω και γράφω στην οθόνη]

Rakendytos

Δεν χρειάζεται να ακούσεις
μερικές φορές απλώς καταλαβαίνεις
Απ' την αντήχηση του τηλεφώνου στο άδειο δωμάτιο
στην άδεια τσέπη
σε οτιδήποτε άδειο μας περικυκλώνει
Δεν χρειάζεται ν' ακούσεις
λένε τ' όνομά σου κι ύστερα βάζουν τα κλάματα
Κλείσε τώρα!
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας
και της ζοφερής υπεραξίας
Κάποιος με εγκεφαλική αιμορραγία περιφέρεται τριάντα και έξι ώρες
Από νοσοκομείο σε κλινική
Από θεραπευτήριο σε ιατρικό κέντρο
Από δωμάτιο σε διάδρομο
Από ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι ονειρευτήκαμε
ως την καθημερινή μας φρίκη
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Από χθες ο ένας τηλεφωνεί στον άλλον
Πάντα με την ίδια ερώτηση: «τι έγινε;», «πώς έγινε;»
Ενώ θέλουμε μόνο να πούμε πόσο μας λείπεις
πόσο αδειάσαμε
πόσο δεν θα είσαι εκεί
πόσες σταγόνες σου θα διψάσουμε
και άλλα τόσα συνηθισμένα, όμως αδιανόητα αληθινά
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Θέλω μόνο ν' ανοίξω πάλι τα χαρτιά σου
Να ξεφυλλίσω τα λόγια σου
Ξέρεις μωρέ! Εκείνα που μου έλεγες με τις λέξεις των ανθρώπων και τα μάτια της επανάστασης
Γιατί πολλές οι κτητικές αντωνυμίες και κουραστήκαμε
Δικό μου
Δικό σου
Δικό του
Και περιμένω ακόμη τα δικά μας που μου υποσχέθηκες
Εφτά η ώρα το πρωί έξω από την «Ζώνη» στο Πέραμα
Να πουλάς εφημερίδα
χειμώνας
Όχι δεν θέλω να μάθω τι έφταιξε
Θέλω μόνο εκείνα που μού ταξες
μπολσεβίκους με τραγιάσκες
καπετάνιους στο βουνό
κι εργάτες στη διαδήλωση
Θέλω να είσαι εκεί όταν θα πέφτει η Σάντα Κλάρα
Όταν θα πέφτουν τα Θερινά Ανάκτορα
Όταν θα πέφτει η Βαστίλη
Να είσαι εκεί καλή μου
Να είσαι!
Κι ας μη μάθω ποτέ τι έφταιξε?
Εντάξει;

Nίκος Λεμονής

301 Επισκέπτες, 1 Χρήστης