Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 349
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 275
  • Total: 275

Διάφορα διηγήματα

Ξεκίνησε από isabella, Ιουνίου 19, 2006, 01:00:56 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

isabella

Το ποτέ και το πουθενά

- ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
- Ποτέ.
- Τι θα πει ποτέ;

Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.

- Ποτέ θα πει]


Ν.Δήμου

isabella

Άντρας


Κάθε άντρας - επειδή είναι άντρας - γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει μέσα σε ένα σιδερένιο πλαίσιο που τον συνθλίβει.

Αν η γυναίκα περιβάλλεται από "μη", ο άνδρας ορίζεται από "πρέπει". ('Eνας κατάλογος από τα "πρέπει" υπάρχει στο ποίημα του Κipling "Αν" που καταλήγει με τον στίχο]



Ν.Δήμου

isabella

Πρόλογος ή πώς χάνεται ο Παράδεισος



1


Γράφω την πρώτη φράση ενός κειμένου. Τι θα είναι άραγε; Άρθρο, διήγημα, δοκίμιο; Σύντομο, μεγάλο; Ίσως βιβλίο ολόκληρο. Ίσως τρεις φράσεις χωρίς συνέχεια. Ο υπολογιστής είναι γεμάτος από μισά, τρύπια, φαγωμένα κομμάτια.

Πολλές φορές αρχίζω να γράφω μηχανικά, με τον νου άδειο. Διέξοδος σε στιγμές ασφυξίας. Ξεκινάω και όπου με πάει. Ο τίτλος μπαίνει πάντα μετά. (Αν χρειαστεί).

Είμαι στην τρίτη παράγραφο. Χωρίς ακόμα να μαντεύω την τέταρτη αποφασίζω να την κλείσω. Έτσι κενή. Παρακάτω;

Τινάζομαι. Να μη σκέπτομαι τι κάνω. Να βγω από εμένα. Θέλω να ξετυλίξω μια ιστορία. 'Ένα παραμύθι.

Έχω μάθει (διαστροφή) ενώ γράφω να με διαβάζω σαν τρίτος. Κάθε λέξη με προβληματίζει, κάθε παράγραφος. Η ανάγνωση του κειμένου παρεμβάλλεται ανάμεσα σε μένα και στην σκέψη μου. Μόνον όταν ξεχάσω πως γράφω, νιώθω ελεύθερος να αφηγηθώ.

Τι θα πει γράφω; Τι είναι βιβλίο; Ποιος είμαι εγώ;

Είμαι αυτός που γράφει το βιβλίο. (Την ώρα εκείνη είμαι μόνον αυτό.)

Για ποιόν το γράφω; Για μένα; Για σας;

Ποιοι είστε εσείς;

Πάντα μου φαίνονται απροσδόκητοι οι αναγνώστες μου, όταν τους συναντώ. Κάπως αλλιώς τους είχα φανταστεί. Αν αυτό το κείμενο δημοσιευτεί - ποιος θα το διαβάσει; Τώρα, αυτή τη στιγμή, κάποιος κοιτάει μέσα μου. Με ενοχλεί.

(Σαν τον επιδειξία που του αρέσει να επιδεικνύεται - αλλά ενοχλείται όταν τον κοιτάζουν).

Φαντάζομαι, υποθέτω, αναγνώστες. Να μία ψηλή γυναίκα με γυαλιά]



Ν.Δήμου

isabella

Το Προληπτικό Χτύπημα

Δεν υπάρχει αμφιβολία]

isabella

Τσατ



Καθισμένος πλάι στην τζαμαρία κοιτά τον δρόμο. Ο παγωμένος καφές ιδρώνει στο ποτήρι. Το τασάκι κοντεύει να γεμίσει. Η Αγίου Ιωάννου έχει κίνηση, κόσμος πάει κι έρχεται, μαγαζιά, καφετέριες. Μια παρέα νέα παιδιά στάθηκε απ' έξω. Μιλούν, χειρονομούν αλλά δεν ακούει λέξη πίσω από το χοντρό κρύσταλλο. Το βλέμμα του τραβούν το πρόσωπο και τα μαλλιά μιας ψηλής με ανοιχτόχρωμα μάτια. Ξανθιά, έχει βάψει μερικές τούφες σε χρώμα φούξιας. Μπορεί και το ξανθό να είναι βαφή. Αλλά είναι ανοιχτόχρωμη, της πάει.

Αν δεν ήταν το τζάμι κι άπλωνε το χέρι μπορούσε να την αγγίξει χωρίς ν' αλλάξει θέση. Την φαντάζεται ξάφνου να ξεκόβει απ' την παρέα, μια βιαστική κίνηση να δει το ρολόι της, ζητά συγγνώμη, έχει ραντεβού, άργησε. Στρίβει κι ενώ οι υπόλοιπο εξακολουθούν να χαχανίζουν μπαίνει στο καφέ και ψάχνει με τα μάτια. Θα καταλάβει πως είναι αυτός; Βέβαια η μικρή δεν μοιάζει για καθηγήτρια. Πολύ νέα. Ούτε μπορεί να έχει κόρη που φέτος πάει γυμνάσιο. Αλλά κι αυτός δεν είναι δικηγόρος όπως της έχει πει. Απλός υπάλληλος του δήμου, στο τμήμα μητρώων. Έχει ένα δικό του κομπιούτερ και σύνδεση στο Ίντερνετ. Τις ατέλειωτες ώρες της αεργίας του κόβει βόλτες στο δίκτυο. Αλλά η μεγαλύτερη δασκέδασή του είναι να μιλά με τους φίλους του στο τσατ. Πολλά λέγονται εκεί μέσα απ' τα οποία τα μισά είναι για πέταμα.

Διάφοροι μισότρελοι, άρρωστοι, ανάπηροι, έγκλειστοι, προβληματικοί, που η ζωή δεν τους φέρθηκε δίκαια και ψάχνουν να πατσίσουν τους λογαριασμούς μαζί της μες από τα κυκλώματα. Προχθές μόλις βγήκε βρώμα πως ο bettle, ο πιο δημοφιλής σ' όλο το τσατ, κολλητός μ' όλο τον κόσμο, ήταν γυναίκα! Χαμός... Οι άντρες βλαστημούσαν τα μυστικά που του είχαν ομολογήσει, οι γυναίκες δαγκώνονταν που ο αγαπημένος τους «κανθαρούλης», που όλες πάσχιζαν να τον ξεμοναχιάσουνε σε ψίθυρο, οι δυο τους μόνοι, ήταν μια απ' αυτές. Τι ήταν; Έκφυλη; Λεσβία; Παντρεμένη, χωρισμένη, μικρή, μεγάλη; Έπαιρναν κι έδιναν οι συζητήσεις. Σκάνδαλο μεγάλο. Γιατί λοιπόν κι η φούξια, απ' έξω, να μην του έχει πουλήσει πως έχει κόρη του γυμνασίου και πως διδάσκει σε φροντιστήριο; Μπορεί να είναι εδώ και καιρό ζευγάρι στο τσατ ­ τι ξέρει όμως στ' αλήθεια ο ένας για τον άλλο;

***

Ας συναντιούνται καθημερινά, ας ξεμοναχιάζονται σε χωριστό δωμάτιο (το «Σκοτεινό Σπήλαιο») που το κλειδώνουν κιόλας, για να μην μπαινοβγαίνουν άσχετοι. Αλλάζουν και ονόματα και άντε να τους πάρουν οι άλλοι χαμπάρι. Από «toxotis» εκείνος γίνεται «storm», αυτή από «velvet» γίνεται «koumasi». ʼργησε πολύ να την ξεμοναχιάσει. Μ' αρέσει η φασαρία στα δωμάτια, να μπαινοβγαίνει ο ένας κι ο άλλος, γίνεται πλάκα, του έλεγε. Έπειτα όμως της κίνησε το ενδιαφέρον της με μια δυο κουβέντες που είχε πει τυχαία, και τότε πια το πράγμα κύλησε γρήγορα. Δεν έχω γνωρίσει πολλούς άντρες με χιούμορ, του είπε. Μου πάει το στυλ σου. Φαινόταν τύπος ανεξάρτητος, η velvet, με τους άντρες πρέπει να τα έβρισκε δύσκολα. Όλοι από ένα σημείο κι έπειτα θέλουν να τις έχουν σκλάβες τους, χανούμισσες. Ας λένε πως θέλουν ισότιμες τις γυναίκες, κουραφέξαλα. Κι από την εποχή που άρχισαν να μπαίνουν στην Σπηλιά τους, η μαγεία δεν άργησε να έρθει. Με μια οθόνη μπρος του ο καθένας, διάβαζε τις φράσεις που άλλος πληκτρολογούσε και η φαντασία δούλευε. Χτίζονταν δύο άλλοι άνθρωποι, αυτή τον φανταζόταν όπως τον ήθελε να είναι, αυτός το ίδιο.

Κι έχοντας πια απέναντί τους ο καθένας από έναν άλλο, είχαν αφήσει τον εαυτό τους ελεύθερο να χτίσει το ιδανικό του ταίρι. Οι κουβέντες πέρασαν χωρίς να το καταλάβουν σε άλλες σφαίρες. Ξεδιπλώνονταν δύο έρωτες ανάμεσα σε πρόσωπα άγνωστα που φαντάζονταν ό,τι ήθελαν και όσο περισσότερο δενόταν ο ένας με τον άλλο, τόσο τους κέντριζε ο διάβολος να σπάσουν τη λευκή γυάλινη οθόνη και να χυμήξουν μέσα. Οι λέξεις γίνονταν χέρια, ακροδάχτυλα, χείλη που βύζαιναν αχόρταγα τον άλλον, αγγίγματα ένοχα, βιαστικά, απαγορευμένα, που οι λέξεις τα έκαναν να ντρέπονται, οι εκφράσεις έμοιαζαν βαριές από λαγνεία κι έπρεπε να μετριάζονται με αποσιωπητικά, με συνθηματικά χαμόγελα, με επιφωνήματα, με μακριές σιωπές. Γιατί σωπαίνεις; την ρωτούσε. Σε φαντάζομαι, ήταν η απάντηση.

Έπειτα από τρεις μήνες συναντήσεις όλο και πιο βασανιστικές, μες από το κομπιούτερ, τον ρώτησε αν δεν ήταν πια καιρός να γνωριστούνε. Έλεγα πως δεν θα το πρότεινες ποτέ, της αποκρίθηκε. Και γιατί δεν το πρότεινες μόνος σου; Δεν θέλω να χάσω αυτό που ήδη έχω, είπε κείνος κι έπεσε πάλι σιωπή. Η velvet όμως ήταν πρόθυμη να το χάσει, αν αυτό που θα έβλεπε ήταν κοντά σ' όσα φανταζότανε. Δεν πρέπει να τολμήσουμε; Ναι, πρέπει! Κοντεύω να τρελαθώ... Αν μ' έβλεπες μόνο τώρα.. Γέλασε εκείνη. Κι εσύ αν μ' έβλεπες... πληκτρολόγησε έπειτα από ένα σύντομο δισταγμό η πυργοδέσποινα του Σκοτεινού Κάστρου.

Τα διαδικαστικά ήταν τα συνηθισμένα. Θα καθόταν πλάι στην τζαμαρία της «Βιολέτας» και θα έπινε ένα παγωμένο καπουτσίνο. Καπνίζω Ρεξ, τα μαλλιά μου είναι πολύ αραιά, θα φοράω μπλε πουκάμισο τζιν. Κοίταξε πάλι έξω στον δρόμο. Ο καπουτσίνο είχε φτάσει στο τέλος, το πακέτο από τα Ρεξ κόντευε ν' αδειάσει. Το φως δεν βοηθούσε πολύ. Το μαγαζί είχε κάτι κίτρινες λάμπες πάνω στους ξύλινους τοίχους, που νέκρωναν τα χρώματα και δεν μπορούσες εύκολα να τα ξεχωρίσεις. Δεν αποκλείεται και να μην τα είχε καταφέρει η velvet. Υπήρχε μια περίπτωση να έχει συμβούλιο καθηγητών μετά το μάθημα, αν και θα δήλωνε πως είχε επείγουσα δουλειά να φύγει. Μια στρογγυλοπρόσωπη κυρία που καθόταν στο βάθος του καφέ, καπνίζοντας κι αυτή και διαβάζοντας απρόσεχτα το National Geographic φώναξε το γκαρσόνι, να πληρώσει. Κοιτούσε το ρολόι της. Κι αυτή είχε ραντεβού και μάλλον την είχαν στήσει όπως κι εκείνον. Την ώρα που σηκωνόταν και μάζευε τα πράγματα στην τσάντα της, κινητό, τσιγάρα, περιοδικό και κάποιο μικρό πακέτο δεμένο με κορδέλα, πρόσέξε το σώμα της. Πρέπει να ήταν παθολογική κατάσταση μάλλον, τόσο πάχος. Όσο κρυβόταν καθισμένη στο τραπέζι, δεν φαινόταν.

***

Τώρα όμως ξεπρόβαλε από πίσω ίδιο κήτος. Κάποια φίλη της περιμένει, άντρας αποκλείεται να της έχει κλείσει ραντεβού. Η εντύπωση που είχε αόριστα (πως τον περιεργαζόταν γι' αρκετή ώρα απ' το τραπέζι της) δεν πρέπει να σήμαινε κάτι. Απέναντί της ήταν, τον κοιτούσε όπως θα κοιτούσε οτιδήποτε βρισκόταν εκεί σαν σήκωνε τα μάτιά της από το περιοδικό. Την ώρα που η χοντρή απομακρυνόταν προς την έξοδο, η φούξια της νεανικής παρέας πρόβαλε στην τζαμόπορτα του καφέ.

Η καρδιά του βούλιαξε στα πόδια του. Κι αν μου 'πες ψέματα, σε συγχωρώ, σκέφτηκε. Κι εγώ δεν είμαι δικηγόρος, στον δήμο δουλεύω, τμήμα μητρώων. Όμως η καλλονή δεν έδειχνε να ψάχνει. Ρώτησε φωναχτά τον μπάρμαν αν είχε περάσει ο αδελφός της από κει, κι ακούγοντας το όχι, δεν τον είδα, του φώναξε βγαίνοντας. «Αν φανεί, πες του πως είναι και πολύ... άντε μην πω!». Διάβολε, διάβολε, διάβολε. Δεν ήταν. Δεν ήταν.

Το παράλλο βράδυ η velvet δεν τον κάλεσε στο Κάστρο. Ναι, είχε μπλέξει με τους συναδέλφους στο φροντιστήριο, δεν μπόρεσε να φύγει, έπρεπε να προγραμματίσουν τα καλοκαιρινά τμήματα για τον Ιούλιο. Κρίμα. Πόση ώρα περίμενες; Όχι πολύ, ήπια ένα καφέ κι έφυγα, κατάλαβα πως δεν θα 'ρχόσουν, της είπε εκείνος. Φαινόταν κουμπωμένη. Ίσως ντρεπόταν που τον έστησε. Ωστόσο, δεν μπορείς να ξέρεις. Θ' ανοίξεις το Κάστρο απόψε; Όχι, προτιμώ να τα πούμε εδώ, με τους άλλους, έχω ακεφιές, απάντησε η velvet. Δεν έμεινε πολύ. Σε καμιά ώρα καληνύχτισε όλους και έκοψε την σύνδεση. Πριν φύγει όμως, και καθώς εκείνος μιλούσε με τον Basil και τον vatraxos για τις τιμές των δωματίων στα νησιά, του πέταξε ένα περίεργο «δεν μ' αρέσουν οι ψεύτες, να το ξέρεις...». Πού της είχε πει ψέματα, απόψε; Μετά βίας μίλησαν. Να ξέρει πως δεν είμαι δικηγόρος; Να της το σφύριξε κανείς; Ή μήπως εννοεί πόση ώρα περίμενα στην «Βιολέτα»; Μ' αφού δεν ήρθε!




Αλέξης Πανσέληνος

isabella

Το πείσμα


....Δεν θυμάμαι την τελευταία μου δήλωση. Υποθέτω πως δεν ξέφευγε από τα πεπατημένα. Δεν έπεφτε με τον γδούπο μιας ταφόπλακας ή με την οργή μιας θεομηνίας. 'Ισως να ήταν κάπως οξύτερη απ' όσο συνήθως -μα και πάλι, ίσως όχι, δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι καθαρά, λες και το βλέπω τώρα, ήταν πως σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου, ενόσω ακόμη μιλούσα, και κατευθύνθηκα προς την κρεβατοκάμαρα. Δεν φανταζόμουν πως με την απλή αυτή κίνηση -εν μέρει αυθόρμητη, εν μέρει προσποιητή- θα έμπηγα έναν πάσσαλο ανάμεσά μας. Περίμενα να κυλήσουν λίγα λεπτά κι έπειτα ν' ακούσω τα βήματά της. Να την αντικρύσω και -προτού προλάβω να τραβηχτώ- να πέσει στην αγκαλιά μου. Τότε ο μετρητής θα μηδένιζε όλη την ένταση. Τα σκληρά μας λόγια θα έτρεχαν να συναντήσουν όσα παρόμοια ανταλλάξαμε στο παρελθόν. Να αρχειοθετηθούν και να λησμονηθούν. Ν' αφήσουν μονάχα μια μικρή ουλή, δίπλα στις τόσες άλλες.
'Ακουσα τα βήματά της, πράγματι, αλλά δεν τα άκουσα να πλησιάζουν. Τα άκουσα να ξεμακραίνουν. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Κι εν τούτοις δεν κουνήθηκα. Υπολόγισα πως είχε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα στη διάθεσή της, έως ότου καλέσει το ασανσέρ, έως ότου το ασανσέρ ανέβει στον έκτο όροφο. Θα μπορούσε να μου χτυπήσει ξανά το κουδούνι. Τότε θα πεταγόμουν από το κρεβάτι μου. Πάλι ο μετρητής θα μηδένιζε. 'Ισως και η ουλή -ούτε καν η ουλή- δεν θα έμενε. Θα την σκέπαζε η λήθη.
Παρ' όλο που έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που έφυγε, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι μήπως κι εκείνη περίμενε, πότε θα επιστρέψω στο σαλόνι, πότε θα πέσω στην αγκαλιά της. Μήπως κι εκείνη ήταν βέβαιη -όσο το ασανσέρ πλησίαζε- πως θα ανοίξω την πόρτα μου και θα την τραβήξω ξανά κοντά μου. Μήπως οι δρόμοι μας χώρισαν, επειδή -μόνο και μόνο- η σκέψη μας ακολούθησε την ίδια διαδρομή....
Πέτρος Τατσόπουλος

SoRta_FaiRytALe

--Τι χρώμα εχει η λυπη;Ρωτησε το αστερι την κερασιά και παραπατησε
στο ξεφτι καποιου συννεφου που περνουσε βιαστικα.Δεν ακουσες;
Σε ρωτησα,τι χρωμα εχει η λυπη;
    -Εχει το χρωμα που παιρνει η θαλασσα την ωρα που γερνει ο ηλιος στην αγκαλια της.Ενα βαθυ αγριο μπλε..
--Τι χρωμα εχουν τα ονειρα;
    -Τα ονειρα;Τα ονειρα εχουν το χρωμα του δειλινου.
--Τι χρωμα εχει η χαρα;
    -To χρωμα του μεσημεριου αστερακι μου..
--Και η μοναξια;
    -H μοναξια εχει μενεξελί...
--Τι ομορφα που ειναι τα χρωματα!θα σου χαρισω ενα ουρανιο τοξο,να το ριχνεις επανω σου οταν κρυωνεις..
Το αστερακι εκλεισε τα ματια του κ ακουμπησε στο φραχτη.Εμεινε καμποσο εκει κ ξεκουραστηκε.
--Και η αγαπη;Ξεχασα να σε ρωτησω,τι χρωμα εχει η αγαπη;
   -..Το χρωμα που εχουν τα ματια του θεου απαντησε το δεντρο..
--Τι χρωμα εχει ο ερωτας;
   -Ο ερωτας εχει το χρωμ του Φεγγαριου οταν ειναι Πανσεληνος..
Ετσι ε;Ο ερωτας εχει το χρωμα του φεγγαριου,ειπε το αστερακι..
Κοιταξε μακρια στο κενο ...και δακρυσε
 

 Το Χρωμα Του Φεγγαριου..(Αλκυονη Παπαδακη)

isabella

Στο συνάνθρωπό μου, που έτσι απλά μιλήσαμε για λίγο (Αντρεϊ Ταρκοφσκι)




Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Ακούς; Ανέβα. Να, σπίτια βλέπω να καίγονται, ανθρώπους στην ομίχλη να χάνονται. Ανέβα. Ανέβα σου λέω.Βλέπω τα σπίτια να μικραίνουν κι ανθρώπους σα τα σκυλιά, για μια μπουκιά να πολεμάνε. Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Βλέπω τα πουλιά κοπάδια μαζί να φεύγουν. Μα πού και γιατί; Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Βλέπω τ' αστέρια. Πώς φαίνονται από μακριά. Όμορφα και λαμπερά σαν την ελπίδα.Μα τώρα σκόνη είναι. Ανέβα. Ανέβα σου λέω. Ανέβα.
Μόνος είμαι και κρυώνω. Μόνος λευκός, χωρίς πια γιατί. Σώθηκε το καντήλι μου. Ανέβα σου λέω. Ανέβα. Ακούω έναν χτύπο συνεχώς κι ένα φως να με τυλίγει από παντού.Ανέβα. Ανέβα φίλε μου. Σιγά-σιγά. Βλέπω ένα χέρι, μικρό, τοσοδούλικο. Βλέπω ένα φίδι να φεύγει απ' το κεφάλι μου και να εξαφανίζεται.
Βλέπω τους φθόγγους κρύσταλλα να γίνονται, βροχή να γίνονται...
Ο καθρέφτης, πού 'ναι ο καθρέφτης, κι εγώ βροχή και ήχος γίνομαι, χάνομαι, πού μ' έβαλες, χάνομαι, δεν είμαι, γύρνα με πίσω, δεν ήθελα εγώ, εσύ μ' έβαλες, γύρνα με πίσω, δεν είμαι, δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω, τ' ακούς; Δεν θέλω. Ανέβα. Ανέβα σου λέω.Τώρα δεν έχει πίσω. Ανέβα. Στράτευσε και το έσχατο μόριο της ύπαρξής σου. Κλέψε. Σκότωσε. Άλλαξε. Ανέβα. Δεν έχει πίσω. Ανέβα, φίλε μου. Πίστεψέ με γίνεται. Κρυώνω, δε μπορώ. Σκόνη έγινα κι εγώ. Δεν ξέρω. Δεν είμαι. Σκόνη. Σκόνη.Σκόνη. Ανέβα. Σε ικετεύω. Δε βλέπεις; Ακόμα μιλάμε. Ακόμα υπάρχεις. Με καθρέφτη το πρόσωπό μου. Σε ικετεύω ανέβα.Δεν έχω πια χέρια να κινήσω. Δεν έχω πια νου να ταξιδέψω.
Ανέβα. Ανέβα. Σε παρακαλώ, ανέβα.Έχεις. Έχεις το βουητό αυτών που έφυγαν. Έχεις το νερό που άχρονο κυλά, χωρίς σκοπό.
Ανέβα. Ανέβα. Βλέπω ένα κόκκινο. Μονάχα κόκκινο.Με λάμψεις βροντερές. Κόκκινο. Κόκκινο. Κόκκινο.
Στάσου, τί βλέπεις;Κόκκινο, μονάχα κόκκινο.
Κατέβα. Κατέβα τώρα. Γρήγορα, να προλάβεις. Κατέβα Άσε να κυλήσει το κόκκινο. Κατέβα. ΠΕΣ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ; Βλέπω δυο ανθρώπους γύρω απ' τη φωτιά, να ζεσταίνονται, να συνομιλούν.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΩΡΑ, ΤΙ ΑΛΛΟ ΒΛΕΠΕΙΣ; Βλέπω δυο δέντρα, ρυάκια να κυλούν στο πλάι των ανθρώπων, βλέπω ανθρώπους μικρούς, ίσαμε ένα θαμνάκι, να τρέχουν με χέρια ανοιχτά πίσω από ένα σπουργίτι.
ΠΕΣ ΤΩΡΑ, ΑΛΛΟ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ;
Βλέπω το πρόσωπό μου πια να σχηματίζεται.
Βλέπω το ένα να ζει μέσα απ' το καθένα.

isabella

Για ν' αγαπάς πρέπει να ζεις κι η ζωή δεν είναι για πάντα, άρα κι η αγάπη είναι προσωρινή. Όσο για την άλλη, την αιώνια αγάπη, μοιάζει με τα τρένα που περνούν στη νύχτα, σφυρίζοντας λυπητερό σκοπό.
Η αγάπη είναι κάθε μέρα, κάθε ώρα που δυο άνθρωποι είναι μαζί, που αντιμετωπίζουν μαζί κάθε δυσκολία, που συναποφασίζουν, συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται. Η αγάπη είναι δύο άνθρωποι, ο μηχανοδηγός και ο θερμαστής, που ρίχνει κάρβουνα με το φτυάρι στη μηχανή του τρένου, κι ας γυρίζει προς τα πίσω ο καπνός, όσο εκείνο τραβάει μπροστά, ας γυρίζει η σκέψη στα παλιά, το τρένο ολοένα κατακτά τη δύσκολη στέππα. Κι αν σταματήσει κάποτε, κοιτάζονται, μηχανοδηγός και θερμαστής, "τελείωσαν τα κάρβουνα" λένε, και μαζί αυτοκτονούνε.

Β. Βασιλικός
Η φλόγα της αγάπης

isabella

Έφταιγε αυτή η αδιάκοπη επιτήρηση από τους γείτονες, τους συνάδελφους, τα παιδια του, την ερωμένη του, τη γυναίκα του. «Πού ήσουν; Γιατί το κάνεις αυτό]

isabella


isabella

Αγάπη είναι να κρατάς φυλαχτό στον κόρφο σου κάθε τι που σ’ έχει πληγώσει, και την πληγή που σου ’κανε να τηνε κανακεύεις με περίσσια προσοχή, -όχι για να την επουλώσεις, μα για ν’ αφήνεις πάντα ένα καντηλάκι, μια φλογίτσα να τρεμοπαίζει στην ενδεχόμενη νηνεμία της ψυχής σου, έναν σπινθήρα που θα μπορεί να δώκει το έναυσμα, να ανακινήσει το ασάλευτο κατακάθι της ηρεμίας, να εξασφαλίσει, σαν χρειαστεί, ταχύτητα στην αίσθηση και παλμό στην κουρασμένη σου καρδιά]



Φ Μότσης

isabella

Εσωστρέφεια



Είσαι πάνω στο κεφάλι μου πλέον. Σε νιώθω, σε αισθάνομαι, είσαι ανάμεσα στις τρίχες μου, στις τρίχες του κεφαλιού μου. Και φοβάμαι, φοβάμαι πως ποτέ ξανά δε θα ξανανιώσω καθαρά τα μαλλιά μου. Ποτέ. Γιατί είσαι εσύ κει πάνω, στα πρώην καθαρά μαλλιά, και τα λερώνεις. Εσύ, που νόμιζα πως είσαι η μόνη ελπίδα για τη σωτηρία μου. Εσύ, που πάντα σε νόμιζα κοντά μου, έτοιμος να με βοηθήσεις, να μου δώσεις δύναμη. Είσαι λοιπόν εκείνο που περίμενα ή για πάντα θα κρύβεσαι γελώντας πονηρά πάνω απ΄ το κεφάλι μου, χωρίς να μπορώ να σε δω, χωρίς να μπορώ να σε διώξω όταν θέλω; Είσαι λοιπόν ακόμα εδώ; Εδώ στον κόσμο μου, στη ζωή μου, στη ζωή που θα ‘φτιαχνες, στη ζωή που θα ‘κανες δική σου, στη ζωή που θα μοιραζόμασταν; Όμως τώρα πια λυπάμαι, κλαιω στη σκέψη σου γιατί όλα αυτά ήταν ψέμα, ήταν μια ηλιαχτίδα που πέρασε μέσα στο κελί μα δεν έφτασε να το φωτίσει. Λίγο νερό στο ποτήρι που δε φτάνει να με ξεδιψάσει. Αχ και να ‘σουν όπως σε ‘χα φανταστεί, όπως ήσουν τότε. Ίσως να’ ταν καλύτερα να με κοιτάς από κει, απ’ την απέναντι βουνοκορφή και γω να ονειρεύομαι, να κάνω ταξίδια με το μυαλό για σένα, και συ να’ σαι δικός μου, μόνο δικός μου και απρόσιτος. Τώρα πλέον είναι απλό, πρέπει κάτι να κάνω γιατί τίποτα δεν είναι μοιραίο, όλα είναι όπως εμείς τα βλέπουμε και όχι όπως είναι. Εμείς τα βλέπουμε κι εμείς τα αλλάζουμε. Είμαι λοιπόν ανήμπορη μπροστά σου, θύμα των συγκυριών και της κακίας ή μήπως όλα αυτά είναι ένα μεγάλο ψέμα, η ψευδαίσθηση μιας πρώην μιζέριας; Ναι λοιπόν, θα σε κρατήσω κοντά μου γλυκιέ μου αγαπημένε κι ας είναι τόσο δύσκολο, και ας είμαι τυλιγμένη στο μεδούλι απ’ τα κόκαλα γoνιών χαμένων φίλων, και ας είμαι μικρή μπροστά στη παντοδυναμία της απογοήτευσής, και ας είσαι μέσα σε προβλήματα, που είναι σεβαστά και αγαπημένα, καλέ μου. Είμαι λοιπόν εγώ που σου μιλώ ή αυτη που θα’ θελα να είμαι; Τι να πω; Προσπαθώ, γιατί σε αγαπώ

Μ.Μενεγάκης

isabella

Είπε ο Θάνατος
(Αραβική διήγηση, άγνωστου συγγραφέα)


Ζούσε ένας έμπορος στην Βαγδάτη με τον υπηρέτη του. Μια μέρα τον έστειλε για προμήθειες στην αγορά και σε λίγη ώρα ο υπηρέτης γύρισε πίσω τρέμοντας και κλαίγοντας από φόβο και του είπε]

isabella

Και μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε]

275 Επισκέπτες, 0 Χρήστες