Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 227
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 297
  • Total: 297

Παραμύθι;

Ξεκίνησε από gon, Μάρτιος 05, 2008, 04:21:45 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

gon

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΚΟΥΠΟΛΗ

Μια φορά και έναν καιρό στα σπλάχνα της γης, η Κυρία Καμελίτσα η Ποντικίνα είχε διαδώσει ότι στη ποντικούπολη θα έκαναν γιορτή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλη η ποντικοπαρέα και άρχισαν οι προετοιμασίες.
Οι μικροί μας ήρωες έτρεχαν με τα μικρά ποδαράκια τους, στόλιζαν την πλατεία, βοήθησαν τον κύριο ξιφομάχο τον αρουραίο να στήσει το μεγάλο  έλατο στην μέση της πλατείας, όμως έμεναν σκεπτικοί και σιωπηλοί. Πως θα γέμιζαν στολίδια τα τόσο μεγάλα κλαδιά του έλατου; Κι ενώ αναρωτιόντουσαν, νάσου και ξεπροβάλλει μια χρυσή άμαξα με εκατό τυφλοποντικάκια, με αρχηγό τον Φρουστ, και την κυρία Καμελίτσα.
Μόλις έφτασαν δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισαν το τραγούδι και κρατώντας το καθένα τυφλοποντικάκι από ένα πολύχρωμο λαμπιόνι άρχισαν να σκαρφαλώνουν στα κλαδιά τοποθετώντας τα ομοιόμορφα. Εκεί στην συντροφιά ήταν και ο Πίπης το παιδάκι του Φρουστ. Βρε το άτιμο! Είχε λουφάξει στην ρίζα του έλατου και έτρωγε κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Είχε μοιάσει, βλέπετε, στον μπαμπά του και είχε γίνει γλυκατζής.
Κάποια στιγμή και ενώ η άλλη παρέα είχε τελειώσει το στολισμό του δέντρου, ο μικρός Πίπης ανεβαίνει στην κορυφή του, κρατώντας κάμποσους κουραμπιέδες και αρχίζει να τινάζει την ζάχαρη άχνη.
Πω! Πω! Τι όμορφο θέαμα ήταν αυτό! Το χριστουγεννιάτικο έλατο έγινε κάτασπρο και όλοι θαύμασαν την έμπνευση του μικρού Πίπη διότι έτσι έδινε την εντύπωση ότι το δέντρο ήταν χιονισμένο.
Αφού τέλειωσαν τον στολισμό για την γιορτή πήγαν όλα στην μπανιέρα της κυρίας Πιπίνας να πλυθούν. Η κυρία Πιπίνα ήταν η γιαγιά του μικρού Πίπη. Λοιπόν, η καλή γιαγιά είχε ετοιμάσει και τις πολύχρωμες φορεσιές, που θα φορούσα τα τυφλοποντικάκια.
Ξαφνικά προβάλει εμπρός τους , η κυρία Ζουζού, η μαμά του Πίπη, ντυμένη χιονούλα. «Μην παραξενεύεστε», τους είπε γελαστά. «Σήμερα η γιορτή θα έχει εκπλήξεις. Εμπρός, όλοι στην σειρά, πάμε για την γιορτοστολισμένη πλατεία»
Εκεί να ακούσεις καραμούζες, τρομπέτες και φυσαρμόνικες! Η κυρία Καμελίτσα είχε φορέσει την γκρίζα ταφταδένια της τουαλέτα και είχε αναλάβει την οργάνωση της γιορτής. Ο Φρουστ είχε φτιάξει γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμορφα μικρά σπιτάκια από ζαχαρωτά και όλοι οι καλεσμένοι είχαν μια χαρά που θα έτρωγαν τόσα πολλά γλυκά!
Ο Φρουστ είχε φτιάξει και ένα κάστρο. Από εκεί θα έδινε την εντολή για την έναρξη της γιορτής.
Ήταν ντυμένος χρυσός ήλιος. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και θαύμαζε την ομορφιά του. Σε λίγο ήταν όλα έτοιμα. Τραγούδια, χορός, ξεφωνητά, σερπαντίνες, τύμπανα, όλα μαζί, έφτιαξαν την ατμόσφαιρα γιορτινή.
Δίπλα από το χριστουγεννιάτικο έλατο η χορωδία τραγουδούσε δυνατά. Η Ζουζού σκορπούσε νιφάδες χιονιού κι οι καλεσμένοι περνούσαν ένας ένας από τον μπουφέ από όπου έτρωγαν όλα τα καλά.
Ο μικρός Πίπης είχε εξαφανιστεί. Η μαμά του η Ζουζού άρχισε να ανησυχεί. Η γιαγιά του η κυρία Πιπίνα κουνούσε το κεφάλι της. Μάντευε που θα είχε χωθεί ο εγγονός της. Που αλλού; Ήταν μέσα στα ζαχαρωτά σπιτάκια! Και ενώ άρχισαν όλοι να ψάχνουν τον Πίπη, ο αντίλαλος από μια σάλπιγγα αντήχησε τριγύρω, οι φωνές μεμιάς σώπασαν και ο ξιφομάχος ο αρουραίος ανέβηκε πάνω στην εξέδρα του χορού φωνάζοντας σε όλους να κάνουν ησυχία.
Πράγματι εκείνη την στιγμή έκλεισαν τα φώτα, κρατώντας τους συντροφιά τα λαμπιόνια του έλατου.
«Υψώστε τα κεφαλάκια σας στον ουρανό», αντήχησε στην ησυχία η φωνή του ξιφομάχου.
Όλοι περίεργοι κοίταξαν ψηλά.
Πω! Πω! Ένα μεγάλο αερόστατο πλημμυρισμένο στο φως κατέβαινε σιγά-σιγά στο κέντρο της γιορτής.  Είχε πλησιάσει αρκετά χαμηλά όταν μέσα από το αερόστατο ακούστηκαν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από το ασημένιο τρίγωνο που κρατούσε ο Πίπης και ο οποίος καμαρώνοντας, μόλις το αερόστατο πάτησε στη γη έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του. Εκείνη τον έσφιξε κοντά της, φίλησε το τριχωτό κεφαλάκι του, δίνοντάς του μια ευχή. Να μεγαλώνει και να χαρίζει χαρά και ευτυχία γύρω του.
Σε λίγο άρχισε να νυχτώνει. Οι υπηρέτες βάλθηκαν να μαζέψουν και να καθαρίσουν την περιοχή, οι καλεσμένοι έφευγαν χαρούμενοι και τα χιλιάδες λαμπιόνια έσβησαν. Το κάστρο άδειασε και όλοι πήγαν να κοιμηθούν παίρνοντας μαζί τους τις χιλιάδες ευχές που είχαν ανταλλάξει. Είχαν περάσει μια αξέχαστη χριστουγεννιάτικη βραδιά.

gon

ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

Μια φορά και έναν καιρό όταν τα παραμύθια είχανε μαθευτεί στα πέρατα του κόσμου, μια φήμη κυκλοφόρησε για έναν αετό που φορούσε κάτι κόκκινες μπότες. Λέγανε ότι είχε μαγικές ικανότητες, διότι ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στη μέση του μεγάλου Δάσους.
Ο αετός ζούσε στα ψηλά βουνά της γαλάζιας πολιτείας και πολλές φορές οι άνθρωποι που πήγαιναν να μαζέψουν χόρτα, έλεγαν ότι έβλεπαν ένα παλικάρι πολύ όμορφο όπου πάντα καθότανε σ’ένα συγκεκριμένο μέρος κάτω από μια οξιά, φορούσε κόκκινες μπότες, κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο πριόνι προσπαθώντας να κόψει την οξιά μα δεν τα κατάφερνε.
Αν μάθουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Κάποτε στην γαλάζια πολιτεία θα γινότανε ένας μεγάλος χορός στο παλάτι γι’αυτό έπρεπε οι βασιλοπούλες από τα γειτονικά βασίλεια να πάνε στην παραμυθένια γιορτή να χορέψουν και ή καλύτερη θα γινότανε η γυναίκα του πρίγκιπα.
Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, όλες βάλθηκαν να κάνουν πρόβες, να μαθαίνουν φιγούρες χορού, ν’αγοράζουν μεταξωτά ρούχα και να ράβουν στις καλύτερες μοδίστρες τις γιορτινές τους τουαλέτες.
Σαν έφτασε η παραμυθένια μέρα, δεν περιγράφεται το τι έγινε. Μια χαρούμενη μουσική είχε απλωθεί σε όλο το παλάτι, τραπέζια στρωμένα με πολλά φαγητά και μπουζένια τραπεζομάντιλα, χρυσές κούπες γεμάτες κρασί και λουλούδια, χιλιάδες χρωματιστά λουλούδια στόλιζαν αυτά και την αίθουσα του χορού.
Σιγά σιγά ο χορός άρχισε. Τα ζευγάρια λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής  μα κανένα δεν είχε βγει νικητής. Ξαφνικά ανοίγει η μεγάλη πόρτα κάνοντας την εμφάνισή του ένας πανέμορφος πρίγκιπας ο οποίος φορούσε κάτι γυαλιστερές κόκκινες μπότες. Στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας, άπλωσε τα χέρια, κάνοντας νόημα στους βιολιτζήδες να σταματήσουν. Μονομιάς εκείνοι σώπασαν και τότε ακούγεται η φωνή του πρίγκιπα να λέει:
«Τις μπότες μου τις κόκκινες φορώ, ατού παλατιού την αίθουσα να μπω, και με την Ζάρα την πριγκίπισσα θα κάνω ένα χορό».
Τότε προχώρησε, έπιασε το χέρι της και την σήκωσε να χορέψουν. Την οδήγησε στην πίστα που στο μεταξύ την είχαν ελεύθερη από κόσμο και άρχισαν να χορεύουν με μεγάλη δεξιοτεχνία. Οι μπότες φυσικά ήταν μαγεμένες , διότι όποιος τις φορούσε μπορούσε να χορεύει καλύτερα και από έναν χορευτή. Όπως καταλαβαίνετε η Ζάρα αναδείχθηκε νικήτρια και σύμφωνα με την διαταγή έπρεπε να την παντρευτεί ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας. Επειδή όμως δεν ήξερε να χορεύει σκέφτηκε να κλέψει τις κόκκινες μπότες του πρίγκιπα. Γι’αυτό διέταξε τον ηνίοχο του να δώσει μπόλικο κρασί στον πρίγκιπα και να το μεθύσει κι έτσι να κλέψει με την ησυχία του τις μπότες του.
Πράγματι έτσι κι έγινε.
Όμως οι μπότες όπως είπαμε ήταν μαγεμένες και μόλις προσπάθησε να τις φορέσει, εκείνες μίκρυναν τόσο πολύ που έγιναν σαν δύο μικρά παιχνίδια, έβγαλαν φτερά και πέταξαν από τον ανοιχτό ουρανό παράθυρο. Τα έχασε ο πρίγκιπας της Γαλάζιας Πολιτείας και μη ξέροντας τι να κάνει, αποφάσισε να γίνει ο γάμος με την Ζάρα όπως είχε συμφωνηθεί.
Το γλέντι ήτανε τρικούβερτο. Κράτησε μια εβδομάδα και η τελετή ήταν πλούσια και εκθαμπωτική. Η Ζάρα όμως ένιωθε δυστυχισμένη διότι αγαπούσε τον πρίγκιπα με τις κόκκινες μπότες που την είχε χορέψει εκείνο το βράδυ στο παλάτι. Εκείνος ήταν ο γιος της καλής μάγισσας που είχε το γυάλινο κάστρο στο κέντρο του μεγάλου δάσους.
Οι μπότες μόλις έβγαλαν φτερά και πέταξαν, επέστρεψαν στο αφεντικό τους, ξανάγιναν κανονικές και χώρεσαν στα πόδια του.
Ο καιρός περνούσε και μεταξύ του γιου της καλής Μάγισσας και του πρίγκιπα της Γαλάζιας πολιτείας είχε αρχίσει μια διαμάχη για το ποιος τελικά θα έκανε δική του τη Ζάρα. Εκείνη άρχισε να φοβάται και κάποιο παράξενο προαίσθημα γέμιζε την καρδιά της. Κάτι έπρεπε να κάνει. Και να τι σκέφτηκε.
Έγραψε ένα γράμμα το έδεσε στο λαιμό ενός κατάλευκου περιστεριού με μια γαλάζια κορδέλα και σκύβοντας στο αυτάκι του, του ψιθύρισε την διεύθυνση για το Γυάλινο κάστρο. Εκείνο πέταξε γρήγορα και σαν έφτασε χτύπησε με το ράμφος του το τζάμι. Η καλή μάγισσα το άκουσε και του άνοιξε το παράθυρο. Έπιασε το περιστέρι, ξεδίπλωσε το γράμμα και διάβασε:
«Κάνε κάτι καλό σε παρακαλώ, και διώξε το μεγάλο κακό που φώλιασε μες την καρδιά μου. τον πρίγκιπα τον γιο σου αγαπώ. ΖΑΡΑ».
Αμέσως εκείνη πήρε τα μαγικά βότανα τα έβρασε, ήπιε μερικά και αποφάσισε να γίνει αόρατη να πάει κοντά στους δύο άντρες για να ακούσει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συμβαίνει.
Σαν έμαθε λοιπόν ποιο ήταν αληθινά το πρόβλημα επέστρεψε στο κάστρο της και το βράδυ που ήρθε ο γιος της, έβαλε στην άκρη τα συναισθήματα παρακαλώντας τον να αφήσει ήσυχο τον πρίγκιπα της Γαλάζιας Πολιτείας και την γυναίκα του Ζάρα. Τότε εκείνος λυπήθηκε και κατάλαβε ότι θα είναι άσκοπο να της ζητήσει βοήθεια. Γι’αυτό παρακάλεσε τις μαγεμένες γυαλιστερές κόκκινες μπότες του, να τον μεταμορφώσουν σε αετό, για να γυρίζει στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας, ώστε έτσι να βλέπει  την αγαπημένη του Ζάρα. Εκείνες εκτέλεσαν την επιθυμία του και  μονομιάς ένα δυνατό φρουστ! ακούστηκε και στη θέση του πρίγκιπα παρουσιάστηκε έναν δυνατός αετός φορώντας τις κόκκινες μπότες. Μόλις η μητέρα του κατάλαβε τι είχε γίνει, λυπήθηκε τον μοναχογιό της και πριν προλάβει ο αετός να πετάξει από το παράθυρο τον κράτησε με την μαγική της δύναμη και συμπλήρωσε.
-         Έτσι θα είναι καλύτερα , μα μια εβδομάδα τον μήνα, θα γίνεσαι άνθρωπος, θα μένεις στα βουνά και από μια οξιά που θα είναι τεράστια σε μέγεθος να κόβεις ξύλα για να φτιάξεις κάποτε στην κορυφή του βουνού το δικό σου σπίτι.
Από τότε ο αετός τριγυρνά στα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας φορώντας πάντα τις γυαλιστερές κόκκινες μπότες του. Καμιά φορά περνά κι από το γυάλινο κάστρο, βλέπει την γερασμένη μάνα του και τα δάκρυα λερώνουν τις κόκκινες μπότες του.

gon

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΟΥ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗ

Μια φορά και έναν καιρό στην χώρα των παραμυθιών, εκεί που τα βουνά της Γαλάζιας Πολιτείας είχαν γεμίσει χιόνια και τα έλκηθρα με τους ταράνδους έτρεχαν στις βουνοπλαγιές. Σ’ένα σπιτάκι ζούσε ο Άη Βασίλης. Τα κεραμίδια του σπιτιού του ήταν γεμάτα χιόνια και ο καπνός που έβγαινε από την καμινάδα σκόρπιζε στον αέρα μια μυρωδιά , δίνοντας έτσι σημάδι ζωής στα ζωάκια που ζούσαν στη γύρω περιοχή.
Εκείνο το βράδυ με τα παγοκρύσταλα, δυο λευκές αρκούδες, πλησίασαν το σπιτάκι του Άη Βασίλη, κτύπησαν την πόρτα με το χεράκι τους και περίμεναν. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, ο Άη Βασίλης καλοδέχτηκε τις αρκούδες κι εκείνες προχώρησαν μέσα, πηγαίνοντας κατ’ευθείαν στο αναμμένο τζάκι για να ζεσταθούν.
-          Άγιε Βασίλη μας, χαθήκαμε! Είπαν οι αρκουδίτσες. Θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να μας προσφέρεις την φιλοξενία σου
-          Μετά χαράς! Απάντησε γελαστός ο Άη Βασίλης
Αμέσως σηκώθηκε, έβγαλε τον κόκκινο σκούφο του, έτριψε τα χέρια του να ζεσταθούν και πήγε στην κουζίνα του. Μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε κρατώντας μια γαβάθα αχνιστή σούπα.
Σε λίγο όλο το σπιτάκι γέμισε γέλια και τραγούδια. Ήταν βλέπετε οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και όπως γνωρίζουμε όλοι ο Άγιος Βασίλης αυτές τις μέρες μοιράζει δώρα.
Οι αρκουδίτσες, λοιπόν, πρώτες και καλύτερες δέχτηκαν τα δώρα, σηκώθηκαν στα πίσω πόδια και άρχισαν να χορεύουν. Τι αστείες που ήταν! Οι κοιλίτσες τους πήγαιναν κι ερχόντουσαν, μα εκείνες χόρευαν-χόρευαν διότι πίστευαν πως έτσι έκαναν τον Άη Βασίλη να γλεντάει.
Κάποια στιγμή ξάπλωσαν να ξεκουραστούν και η ζεστή θαλπωρή  ζεστασιά από το τζάκι τις αποκοίμισε. Τότε είδαν ένα όμορφο όνειρο, ένα γαλάζιο όνειρο, σαν αυτά που βλέπουν τα καλά παιδάκια.

Ένα μεγάλο αστέρι, έριξε το χρυσαφένιο του φως μέσα στο σπιτάκι του Άη Βασίλη και χιλιάδες αγγελάκια έψελναν παίζοντας με τις αστραφτερές κιθάρες τους. Κάθισαν πάνω από τα κεφαλάκια των αρκούδων, τις έπιασαν από τα χέρια και τις περπάτησαν έξω στα χιόνια. Σε λίγο έφτασαν σ’ένα κρυστάλλινο παλάτι.
Πω! Πω! Όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί. Πέρασαν στο μεγάλο σαλόνι, όπου στο κέντρο του στολισμένο ένα πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο φούντωνε τα κλαδιά του και καμάρωνε για τα πλουμιστά στολίδια του!
Οι αρκουδίτσες με τα αγγελάκια στάθηκαν από κάτω χαζεύοντας τα λαμπιόνια, τις σερπαντίνες, τα στρατιωτάκια, τα λογής λογής στολίδια και τους μικρούς τυμπανιστές, οι οποίοι μόλις είδαν τους επισκέπτες άρχισαν να κτυπούν δυνατά τα τύμπανα.
Τότε δύο νεράιδες, πετώντας μπήκαν από το ανοιχτό παράθυρο, άγγιξαν τις αρκουδίτσες με το μαγικό ραβδάκι τους κι εκείνες αμέσως μέσα σε ένα ασημένιο φως άρχισαν να πετούν στον αέρα και να χορεύουν ρυθμικά!

Έτσι όπως ανέβαιναν ψηλά στο ουρανό, κάποια στιγμή, συνάντησαν και τον φίλο τους τον Άη Βασίλη, πάνω στο κατάλευκο έλκηθρό του. Εκείνος τις φώναξε να ανέβουν πάνω και οι αρκουδίτσες πάντα  πρόθυμες μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν το μεγάλο τους ταξίδι πάνω από βουνά και πολιτείες.
Οι αρκουδίτσες έγιναν οι βοηθοί του Άη Βασίλη! Κατέβαιναν από το έλκηθρο και στα σπίτια που έμεναν μικρά παιδάκια έριχναν από τις καμινάδες χιλιάδες πλούσια δώρα.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός και ζούσαν όμορφα, παιχνιδιάρικα και ξέγνοιαστα κοντά στον Άη Βασίλη.
Όμως, τους έλειψε η ζωή τους στο μεγάλο δάσος που ζούσαν παλιά. Στο δροσερό δάσος με τα πανύψηλα δέντρα…αποφάσισαν λοιπόν να εκμυστηρευτούν τη νοσταλγία τους στο φίλο τους.
Εκείνος άκουσε το παράπονο τους, γέλασε και χαϊδεύοντας τη μακριά ολόλευκη γενειάδα του, πλησίασε κοντά στις αρκουδίτσες ,άπλωσε τα φωτεινά του χέρια στα κεφαλάκια τους και με γλυκιά φωνή είπε:

«Βουνά και δάση πέρασα.
Χωριά και πολιτείες.
Μα τη χαρά που ένοιωσα
Ανήκει στις αξίες.

Μαζί σας είδα τη χαρά
Μαζί σας και τα δάση
Και τώρα, βγάλετε φτερά
Πετάξτε πριν τη χάση»
Πράγματι, οι αρκουδίτσες έβγαλαν φτερά και πέταξαν για το δάσος όπου τις περίμεναν οι φιλενάδες τους.
ΜΠΑΜ! ΜΠΑΜ! Ένας δυνατός κρότος από το όπλο ενός κυνηγού, τις έφερε στην πραγματικότητα. Πω! Πω! Τι όνειρο! Τεντώθηκαν, έτριψαν τα ματάκια τους, κοίταξαν από το παράθυρο και σιγουρεύτηκαν! Ήταν πράγματι στο φυσικό τους περιβάλλον. Στο αγαπημένος τους δάσος.
Όμως είχαν ζήσει ένα όνειρο. Ένα γαλάζιο όνειρο, σαν αυτά που ζούμε στα παραμύθια. Γι’αυτό έζησαν αυτοί καλά και εμείς πολύ καλύτερα.

gon

ΠΑΡΤΙ ΣΤΟ
Μια φορά και έναν καιρό στην παραμυθένια χώρα υπήρχε ένα δάσος. Δέντρα πανύψηλα και φουντωτά έλατα καμάρωναν στην προσμονή της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. Κάτι δυνατές φωνές και μια φασαρία ξύπνησαν την Χουχού την σκιουρίνα που περίεργη ξετρύπωσε από την φωλιά της, για να πάρει μέρος στον καυγά.
- Καλέ, τι γίνεται; Ρώτησε την κυρία Καμελίτσα την ποντικίνα.
- Ε, να…τα έλατα μαλώνουν σε πιο απ’όλα θα γίνει το φετινό πάρτι των Χριστουγέννων! Απάντησε εκείνη, που σαν σβέλτη είχε ενημερωθεί για το συμβάν.
- Χμ! κούνησε το κεφάλι της η Χουχού. Η κυρία Καμελίτσα την κοίταζε με απορία και στο τέλος την ρώτησε.
- Τι έχεις στο μυαλό σου;
- Ασε και θα δεις, σιγομουρμούρησε η Χουχού, παίρνοντας τον δρόμο του ξέφωτου, που οδηγούσε στο γέρικο έλατο όπου είχαν τις φωλιές τους πολλά ζωάκια του δάσους.
Δεν χάνει καιρό η Καμελίτσα, παίρνει στο κατόπι την Χουχού, αρπάζοντας και από κανένα κάστανο που έβρισκε καταγής και μια και δυο έφτασαν στο γέρικο έλατο. Χωρίς να χάσει χρόνο η Χουχού έκοψε ένα πλατανόφυλλο, το έκανε χωνί και άρχισε να προσκαλεί όλους τους φίλους της για την μεγάλη φιέστα που θα έκανα την ημέρα των Χριστουγέννων.
Σε λίγο όλο το ξέφωτο είχε γεμίσει και περίεργοι όλοι ρωτούσαν με απορία για το ξαφνικό. Τότε η Χουχού μεγαλόπρεπα ανέβηκε σε μια βελανιδιά, έβαλε τα χέρια στην μέση της, ίσιωσε την φούστα της, πήρε πόζα κι άρχισε να λέει:
- Επειδή με τα έλατα δεν πρόκειται να βρούμε άκρη, διότι μαλώνουν πιο στολίσουμε φέτος για την γιορτή των Χριστουγέννων, σκέφτηκα να μην αφήσουμε τους ξυλοκόπους να τα κόψουν, βάζοντας επάνω μια πινακίδα που να λέει «Προσοχή Αρρωστο».
- Και που θα κάνουμε το φετινό πάρτι;ρώτησε ο Πίπης ο σπουργίτης, χουχουλιάζοντας τα χεράκια του.
- Μα φυσικά στο γέρικο έλατο!!! Απάντησε η Χουχού.
ΩΩΩΩ!!! Τι χαρά!!! Γέλια, χειροκροτήματα, φωνές ακούστηκαν απ’όλα τα ζωάκια. Έπρεπε να το είχαν ήδη σκεφτεί να κάνουν το πάρτι εκεί. Αλλωστε ποιος ήξερε αν του χρόνου θα ήταν το γέρικο έλατο ακόμα μαζί τους…
Έτσι λοιπόν ανασκουμπώθηκαν, τρέχοντας να βρουν όσο γίνεται μπόλικα παιχνίδια, χρωματιστά λαμπιόνια, στρατιωτάκια, Αη-Βασίληδες, γιρλάντες, κοκκινόχρυσες μπάλες, καμπανούλες, αστέρια, πράσινα και κόκκινα κούμαρα, σφυρίχτρες και χίλια δυο άλλα. Αφού τα μάζεψαν όλα στη ρίζα του γέρικου έλατου, άρχισε το στόλισμα.
- Καλέ, για κοιτάξτε, φώναξε η κυρία Καμελίτσα. Τι καμάρι είναι αυτό; Ποιος σας είπε ότι το έλατο είναι γέρικο;
Πράγματι, γύρισαν όλοι να θαυμάσουν το έργο τους και μαζί τον φίλο τους το έλατο, που είχε φουντώσει τα κλωνιά του. Ίσιωσε τον κορμό του κι έλαμπε από ευτυχία βλέποντας ότι έβγαζε τους φίλους του ασπροπρόσωπους.
Είχε πια νυχτώσει. Οι πυγολαμπίδες γέμισαν με το φως τους το έλατο και όλοι είχαν φορέσει το επίσημο κουστουμάκι τους. Μα πιο όμορφη από όλους ήταν η κυρία Καμελίτσα, μέσα στην γκρίζα ταφταδένια τουαλέτα της. Το πάρτι είχε αρχίσει, όταν πάνω στο ξεφάντωμα, ο δυνατός ήχος από τύμπανα γέμισε το δάσος. Πάνω στο Χριστουγεννιάτικο γέρικο έλατο, κάτι μικροί τυμπανιστές έκαναν έκπληξη στους καλεσμένους και μονομιάς χιλιάδες χρωματιστά λαμπιόνια άναψαν τα φώτα τους. Οι Αη-Βασίληδες, οι Μαρκησίες και τα αγγελάκια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να χορεύουν στον ξέφρενο ρυθμό από τον ήχο των τυμπάνων.
Τα ζωάκια δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τέτοιο ξέφρενο πάρτι δεν το είχαν δει ποτέ τους. Η Χουχού με την Καμελίτσα χόρευαν με τους Αη-Βασίληδες. Οι μαρκησίες έκαναν βόλτες στα φωτισμένα κλαδιά. Τα αγγελάκια κτυπούσαν τις καμπανούλες και όλοι οι υπόλοιποι τραγουδούσαν τα όμορφα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ξαφνικά απλώθηκε απόλυτη σιωπή. Ο γέρο έλατος τράνταξε τα κλωνιά του. Ο καημένος είχε κουραστεί από το μεγάλο βάρος και ήθελε να ξεκουραστεί. Πρώτα όμως ήθελε να δώσει βραβείο στον καλύτερο. Είχε φυλάξει στην μεγάλη του κουφάλα ένα δώρο που θα έκανε σε όλους μεγάλη έκπληξη.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ισιώσει τον κορμό του και με τρεμάμενη φωνή είπε:
- Πίπη, πήγαινε να φέρεις από την κουφάλα μου το μεγάλο πακέτο.
- Αμέσως. Πάω. Αποκρίθηκε ο Πίπης. Το γέρικο έλατο το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα τοσοδούλικο καταπράσινο κλαράκι. Το γέρικο έλατο το σήκωσε ψηλά και φώναξε:
- Αυτό το δώρο είναι για όλους. Εγώ είμαι πια πολύ γέρος και του χρόνου δεν θα μπορέσω να αντέξω στα κλαριά μου τόσο φορτίο. Γι’αυτό παρακάλεσα το καλό πνεύμα των Χριστουγέννων να μου δώσει ένα εγγονάκι για να με αντικαταστήσει.
Η παρέα πήρε το κλαράκι και το φύτεψε δίπλα στον παππού του. Το καλό πνεύμα έκανε το θαύμα του, στέλνοντας κάθε μέρα τον ήλιο να το φωτίζει και μια ψιλή βροχούλα για να το ποτίζει να μεγαλώσει. Και εκείνο μεγάλωνε και μεγάλωνε, έχοντας πάντα φυλαγμένο το όνειρο να μοιάσει στον παππού του. Και ζούσε με την επιθυμία και την χαρά της ευτυχίας να το στολίζουν κάθε Χριστούγεννα τα ζωάκια του δάσους.
Στέκεται φουντωτό και καμαρώνει στο ξέφωτο του δάσους. Όλοι το αγαπούν και ζούνε καλά. Μα εμείς ζούμε πάντα καλύτερα

gon

ΠΑΡΤΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Μια φορά και έναν καιρό στην παραμυθένια χώρα υπήρχε ένα δάσος. Δέντρα πανύψηλα και φουντωτά έλατα καμάρωναν στην προσμονή της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. Κάτι δυνατές φωνές και μια φασαρία ξύπνησαν την Χουχού την σκιουρίνα που περίεργη ξετρύπωσε από την φωλιά της, για να πάρει μέρος στον καυγά.
- Καλέ, τι γίνεται; Ρώτησε την κυρία Καμελίτσα την ποντικίνα.
- Ε, να…τα έλατα μαλώνουν σε πιο απ’όλα θα γίνει το φετινό πάρτι των Χριστουγέννων! Απάντησε εκείνη, που σαν σβέλτη είχε ενημερωθεί για το συμβάν.
- Χμ! κούνησε το κεφάλι της η Χουχού. Η κυρία Καμελίτσα την κοίταζε με απορία και στο τέλος την ρώτησε.
- Τι έχεις στο μυαλό σου;
- Ασε και θα δεις, σιγομουρμούρησε η Χουχού, παίρνοντας τον δρόμο του ξέφωτου, που οδηγούσε στο γέρικο έλατο όπου είχαν τις φωλιές τους πολλά ζωάκια του δάσους.
Δεν χάνει καιρό η Καμελίτσα, παίρνει στο κατόπι την Χουχού, αρπάζοντας και από κανένα κάστανο που έβρισκε καταγής και μια και δυο έφτασαν στο γέρικο έλατο. Χωρίς να χάσει χρόνο η Χουχού έκοψε ένα πλατανόφυλλο, το έκανε χωνί και άρχισε να προσκαλεί όλους τους φίλους της για την μεγάλη φιέστα που θα έκανα την ημέρα των Χριστουγέννων.
Σε λίγο όλο το ξέφωτο είχε γεμίσει και περίεργοι όλοι ρωτούσαν με απορία για το ξαφνικό. Τότε η Χουχού μεγαλόπρεπα ανέβηκε σε μια βελανιδιά, έβαλε τα χέρια στην μέση της, ίσιωσε την φούστα της, πήρε πόζα κι άρχισε να λέει:
- Επειδή με τα έλατα δεν πρόκειται να βρούμε άκρη, διότι μαλώνουν πιο στολίσουμε φέτος για την γιορτή των Χριστουγέννων, σκέφτηκα να μην αφήσουμε τους ξυλοκόπους να τα κόψουν, βάζοντας επάνω μια πινακίδα που να λέει «Προσοχή Αρρωστο».
- Και που θα κάνουμε το φετινό πάρτι;ρώτησε ο Πίπης ο σπουργίτης, χουχουλιάζοντας τα χεράκια του.
- Μα φυσικά στο γέρικο έλατο!!! Απάντησε η Χουχού.
ΩΩΩΩ!!! Τι χαρά!!! Γέλια, χειροκροτήματα, φωνές ακούστηκαν απ’όλα τα ζωάκια. Έπρεπε να το είχαν ήδη σκεφτεί να κάνουν το πάρτι εκεί. Αλλωστε ποιος ήξερε αν του χρόνου θα ήταν το γέρικο έλατο ακόμα μαζί τους…
Έτσι λοιπόν ανασκουμπώθηκαν, τρέχοντας να βρουν όσο γίνεται μπόλικα παιχνίδια, χρωματιστά λαμπιόνια, στρατιωτάκια, Αη-Βασίληδες, γιρλάντες, κοκκινόχρυσες μπάλες, καμπανούλες, αστέρια, πράσινα και κόκκινα κούμαρα, σφυρίχτρες και χίλια δυο άλλα. Αφού τα μάζεψαν όλα στη ρίζα του γέρικου έλατου, άρχισε το στόλισμα.
- Καλέ, για κοιτάξτε, φώναξε η κυρία Καμελίτσα. Τι καμάρι είναι αυτό; Ποιος σας είπε ότι το έλατο είναι γέρικο;
Πράγματι, γύρισαν όλοι να θαυμάσουν το έργο τους και μαζί τον φίλο τους το έλατο, που είχε φουντώσει τα κλωνιά του. Ίσιωσε τον κορμό του κι έλαμπε από ευτυχία βλέποντας ότι έβγαζε τους φίλους του ασπροπρόσωπους.
Είχε πια νυχτώσει. Οι πυγολαμπίδες γέμισαν με το φως τους το έλατο και όλοι είχαν φορέσει το επίσημο κουστουμάκι τους. Μα πιο όμορφη από όλους ήταν η κυρία Καμελίτσα, μέσα στην γκρίζα ταφταδένια τουαλέτα της. Το πάρτι είχε αρχίσει, όταν πάνω στο ξεφάντωμα, ο δυνατός ήχος από τύμπανα γέμισε το δάσος. Πάνω στο Χριστουγεννιάτικο γέρικο έλατο, κάτι μικροί τυμπανιστές έκαναν έκπληξη στους καλεσμένους και μονομιάς χιλιάδες χρωματιστά λαμπιόνια άναψαν τα φώτα τους. Οι Αη-Βασίληδες, οι Μαρκησίες και τα αγγελάκια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να χορεύουν στον ξέφρενο ρυθμό από τον ήχο των τυμπάνων.
Τα ζωάκια δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τέτοιο ξέφρενο πάρτι δεν το είχαν δει ποτέ τους. Η Χουχού με την Καμελίτσα χόρευαν με τους Αη-Βασίληδες. Οι μαρκησίες έκαναν βόλτες στα φωτισμένα κλαδιά. Τα αγγελάκια κτυπούσαν τις καμπανούλες και όλοι οι υπόλοιποι τραγουδούσαν τα όμορφα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ξαφνικά απλώθηκε απόλυτη σιωπή. Ο γέρο έλατος τράνταξε τα κλωνιά του. Ο καημένος είχε κουραστεί από το μεγάλο βάρος και ήθελε να ξεκουραστεί. Πρώτα όμως ήθελε να δώσει βραβείο στον καλύτερο. Είχε φυλάξει στην μεγάλη του κουφάλα ένα δώρο που θα έκανε σε όλους μεγάλη έκπληξη.
Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ισιώσει τον κορμό του και με τρεμάμενη φωνή είπε:
- Πίπη, πήγαινε να φέρεις από την κουφάλα μου το μεγάλο πακέτο.
- Αμέσως. Πάω. Αποκρίθηκε ο Πίπης. Το γέρικο έλατο το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα τοσοδούλικο καταπράσινο κλαράκι. Το γέρικο έλατο το σήκωσε ψηλά και φώναξε:
- Αυτό το δώρο είναι για όλους. Εγώ είμαι πια πολύ γέρος και του χρόνου δεν θα μπορέσω να αντέξω στα κλαριά μου τόσο φορτίο. Γι’αυτό παρακάλεσα το καλό πνεύμα των Χριστουγέννων να μου δώσει ένα εγγονάκι για να με αντικαταστήσει.
Η παρέα πήρε το κλαράκι και το φύτεψε δίπλα στον παππού του. Το καλό πνεύμα έκανε το θαύμα του, στέλνοντας κάθε μέρα τον ήλιο να το φωτίζει και μια ψιλή βροχούλα για να το ποτίζει να μεγαλώσει. Και εκείνο μεγάλωνε και μεγάλωνε, έχοντας πάντα φυλαγμένο το όνειρο να μοιάσει στον παππού του. Και ζούσε με την επιθυμία και την χαρά της ευτυχίας να το στολίζουν κάθε Χριστούγεννα τα ζωάκια του δάσους.
Στέκεται φουντωτό και καμαρώνει στο ξέφωτο του δάσους. Όλοι το αγαπούν και ζούνε καλά. Μα εμείς ζούμε πάντα καλύτερα

plus_

δεν μας εφταναν τα πρωτα,
τωρα τα εχουμε και εις διπλουν!!!

gon

ΣΤΗ ΒΗΘΛΕΕM

Μια φορά και έναν καιρό πριν χιλιάδες χρόνια σε μια μικρή πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ, ένα πελώριο δυνατό φως, έσκυψε πάνω στη γη μας και την σκέπασε. Έκανε ανυπόφορο κρύο, χιόνια είχαν γεμίσει τις σκεπές των σπιτιών, λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους και στην άκρη του μεγάλου δάσους μέσα σε μια σπηλιά γεννιόταν ο μικρός Χριστός μας. Κάποιοι είχαν προφητέψει πως θα ήταν ο υπερτέλειος και μονάκριβος διάδοχος του Θεού γεμίζοντας ς με φως τη ζωή μας.
Το γεγονός έφτασε στα πέρατα της γης, ο κόσμος γιόρταζε, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, άγγελοι ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό στη γη ψέλνοντας το «Δόξα εν υψίστης Θεώ..».
Θείο βρέφος το ονόμασαν, οι μόνοι του σύντροφοι, τα αρνάκια, τα προβατάκια, τα άλογα και το μεγάλο αστέρι  που το δυνατό του φως έλαμπε σ’όλη τη γη.
Απλοί βοσκοί πήγαν για να το προσκυνήσουν, αφήνοντας τα δώρα τους στο μικρό Χριστό. Το μεγάλο αστέρι οδήγησε και τους τρεις μάγους από την Μακρινή Ανατολή. Ήλθαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος, διότι είχαν μάθει πω κάποτε θα βασίλευε τον κόσμο όλο. Του έφεραν για δώρα, χρυσό, λιβάνι και σμύρνα.
Οι μέρες περνούσαν, ο μικρός Χριστούλης μεγάλωνε δίπλα στην καλή του μαμά και τον πατέρα του Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ ήταν μαραγκός κι έτσι μάθαινε την τέχνη στον Χριστούλη μας.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νεαρός Χριστός γρήγορα έδειξε μοναδικά προσόντα, και ο καθένας εύκολα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Ίσως η νεαρή ηλικία του, δεν του επέτρεπε να νιώσει πόση ευθύνη είχε αναλάβει, δίνοντας ελπίδα στους πονεμένους, παρηγοριά στους άρρωστους, γιατρεύοντας τις πληγές και τα δάκρυα.
Αν ήταν έτσι είχε φτάσει ο καιρός να το δει.
Είχε έρθει σαν ασήμαντος, ήταν όμως πολύ σημαντικός. Έγινε ένα όμορφο, χαμογελαστό, καλότροπο παλικάρι, με ήρεμη φωνή. Δίδασκε τον κόσμο και τους μάθαινε να αγαπάνε όλους γύρω τους, να προσεύχονται, να κάνουν πάντα το καλό, ώστε τις όλες μέρες της ζωής τους να τις οδηγεί το αιώνιο φως της αλήθειας. Πέρασαν τριάντα τρία χρόνια που έμεινε πάνω στη γη ο καλός μας Χριστούλης. Έκανε θαύματα και αγάπησε πάρα πολύ τα παιδάκια, διότι με την αθωότητά τους ανήκουν σε εκείνον, έλεγε.
Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν ακούσει την διδασκαλία του, λυτρωμένοι πια, άφοβα έλεγαν την αλήθεια για το μεγάλο Βασίλειο που είναι ψηλά στον Ουρανό και που δεν έχει καμία σχέση με την γης το Βασίλειο.
Κάποια νύχτα σαν μεγαλώσετε θα δείτε και σεις στον ύπνο σας τον Χριστούλη. Θα στέκεται στην κορυφή ενός ψηλού λόφου για να αντικρίζει κάμπους, βουνά και θάλασσες και θα τον ακούτε να λέει:
«Ελάτε σε μένα όλοι που σας αγαπώ για να έχετε ζωή αιώνια».

gon

ΤΟ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΕΛΑΤΟ

Μια φορά και έναν καιρό στο μεγάλο δάσος, όλα τα δέντρα είχαν γύρει τους κλώνους από το πολύ χιόνι. Βλέπετε πλησίαζαν Χριστούγεννα, όλη η φύση γιόρταζε και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Η γη είχε στρώσει και αυτή το κατάλευκο χαλί της. Στην μέση του δάσους ένα έλατο καμάρωνε που τα κλωνάρια του ήταν φουντωμένα. Κάποια στιγμή αναστέναξε γιατί στις κουφάλες του κάποια ζωάκια είχαν φτιάξει την φωλιά τους, έκαναν φασαρία κι αυτό τον ενοχλούσε. Ξέρετε παιδιά μου πως έλεγαν το Έλατο; Μάνθο.
 Ο κυρ-Μάνθος λοιπόν ήτανε πολύ περήφανος. Κάθε πρωί καλημέριζε την Κυρά Περσεφόνη την Βελανιδιά, που μεγαλόπρεπη καμάρωνε με τα παγοκρύσταλλα που της είχε φορτώσει ο βαρύς χειμώνας. Είχε φτάσει παραμονή Χριστουγέννων και όλα τα ζωάκια στόλιζαν τις φωλίτσες τους. Το έλατο κάπου κάπου τίναζε τα κλαδιά του και το χιόνι έπεφτε στο κεφάλι τους και κείνο τότε ξεκαρδιζότανε στα γέλια.
      - Παίζεις; Παίζεις; Τον ρωτούσε η κυρά Περσεφόνη.
      - Δεν αντέχω άλλο αυτήν την ρουτίνα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Χιόνι, κρύο και καθιερωμένη γιορτούλα στο δάσος. Απάντησε ο κυρ-Μάνθος.
       - Δηλαδή; Τι θέλεις να κάνεις; Ρώτησε πάλι η κυρά Περσεφόνη.
       - Εγώ, είπε το περήφανο έλατο, θάθελα να γίνω ένα φανταχτερό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δίπλα στ' αναμμένο τζάκι, με χιλιάδες λαμπιόνια και παιδικά χεράκια να στολίζουν με πολύχρωμες μπάλες τα κλαδιά μου.
       - Και εμάς τους φίλους σου δεν μας σκέφτεσαι; Ρώτησε η κυρά-Περσεφόνη. Δεν σκέφτεσαι τους μικρούς μας φίλους που αν φύγεις θα χάσουν την φωλιά τους; Που θα μετακομίσουν; Σίγουρα θα παγώσουν!
       - Καλά καλά, έβαλε τις φωνές ο κυρ-Μάνθος. Κάθε φορά τα ίδια, πρέπει να μείνω εδώ να βαριέμαι, επειδή εσείς δεν μπορείτε να βρείτε αλλού φωλιά. Εγώ πάντως, συνέχισε, θα κάνω μία ευχή και το Πνεύμα των Χριστουγέννων θα μου την πραγματοποιήσει.
Πράγματι, η ευχή έπιασε και την ‘άλλη μέρα ξυλοκόποι άρχισαν να κόβουν τα έλατα. Έφτασε και η σειρά του κυρ-Μάνθου. Γκαπ-γκουπ, τραντάχτηκε ο κυρ-Μάνθος. Οι φωλίτσες σκόρπισαν και τα όμορφα στολίδια έπεφταν στο χιόνι.
        - Τι συμβαίνει; Ρώτησαν την κυρά-Περσεφόνη.
        - Πρέπει να αλλάξετε φωλιά, απάντησε εκείνη. Μας παίρνουν τον κυρ-Μάνθο οι άνθρωποι. Όλα τα ζωάκια έφυγαν αγκαλιασμένα και πήγαν στην ζεστή κουφάλα της κυρά Περσεφόνης της βελανιδιάς. ¨έβγαζαν τα κεφαλάκια τους απορημένα, κοιτώντας τους ξυλοκόπους, που φόρτωσαν τον κυρ0Μάνθο σ’ένα φορτηγό μαζί με άλλα έλατα.
Έπειτα από ένα μακρινό ταξίδι ο κυρ-Μάνθος βρέθηκε στημένος σε κάποιο σημείο της πόλης όπου θα τον πουλούσαν για χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κάτι έλατα πιο μικρά ψιθύριζαν μεταξύ τους πόσο καλύτερα θα ήτανε στο δάσος, για να μεγάλωναν πιο πολύ.
        - Δεν το πιστεύω, μονολογούσε ο περήφανος κυρ-Μάνθος αγανακτισμένος. Όπου και να πάω με κυνηγάει η γκρίνια.
Εκείνη την ώρα μια οικογένεια ήλθε να διαλέξει δέντρο και ο κυρ-Μάνθος φούντωσε περήφανα τα κλαδιά του περιμένοντας αισιόδοξα να τον διαλέξουν. Πράγματι τον διάλεξαν και ύστερα από λίγο τον έστησαν δίπλα στο τζάκι στο μεγάλο τους σαλόνι. Γεμάτος λαχτάρα μέτραγε κάθε λεπτό μέχρι να ξημέρωνε η μέρα των Χριστουγέννων.
 Πράγματι η μεγάλη στιγμή για τον κυρ-Μάνθο είχε φτάσει. Τα παιδιά της οικογένειας έψαλαν τα κάλαντα, τραγουδούσαν το τραγούδι για το έλατο, κουτιά γεμάτα δώρα, λουλούδια, στολίδια, γιρλάντες, χρυσαφένιες μάλες, κόκκινοι φιόγκοι, καμπανούλες, αγιοβασίληδες. Τι χαρά! Όλα αυτά τα στόλισαν στον κυρ-Μάνθο. Και με καμάρι τοποθέτησαν στην κορυφή του, ένα μεγάλο αστέρι για να συμπληρώνει αρμονικά όλη την μαγευτική εικόνα.
Ήταν όλα υπέροχα. Το βράδυ άναψαν και τα φωτάκια και το δωμάτιο πλημμύρησε λάμψη. Χειροκροτήματα, ευχές χαμογελαστά πρόσωπα.
Όμως η βραδιά έφτασε στο ΄τέλος. Σε λίγες μέρες ήρθε και η Πρωτοχρονιά. Την παραμονή όμορφα πολύχρωμα πακέτα τοποθετήθηκαν κάτω στην ρίζα του κυρ-Μάνθου. Τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα. Ευτυχισμένος ήταν και ο Κυρ-Μάνθος. Ο πατέρας της οικογένειας έσπασε το ρόδι για να φέρει ευτυχία και αφθονία στο σπίτι. Ευχήθηκαν όλοι καλή χρονιά. Καλή χρονιά ευχήθηκε και ο κυρ-Μάνθος σε όλους τους φίλους του δάσους.
 Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Οι γιορτές τελείωσαν. Η ρουτίνα της ζωής ξανάρχισε και το έλατο έχασε τα πλουμιστά στολίδια, τα φύλλα ξεράθηκαν και τα κιτρινισμένα από αυτά είχαν πέσει στο χαλί. Σε λίγο ο πατέρας το κατέβασε δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών. Τότε μόνο κατάλαβε ο κυρ-Μάνθος ότι είχε φτάσει το τέλος του.
         - Kαλά να πάθω, ψιθύριζε μόνος του, και άρχισε να κλαίει. Ήθελα να ζήσω το μεγάλο όνειρο από την περηφάνια μου. Τώρα ξεράθηκα μα δεν θέλω να χαθώ, έλεγε και ξανάλεγε μέσα στ’αναφιλητά του. Τώρα όμως είναι αργά. Αν μπορούσα να τ'αλλάξω όλα! Να ξαναγυρίσω στο δάσος και να κάνω από τώρα και στο εξής Χριστούγεννα πάντα μαζί με τους φίλους μου!
Το καλό Πνεύμα των Χριστουγέννων που ποτέ δεν έπαψε να νοιάζεται για τον περήφανο αλλά καλό κυρ-Μάνθο, άκουσε το παράπονό του, τον λυπήθηκε και αποφάσισε να του δώσει μια Δεύτερη ευκαιρία.
       - Ξύπνα κυρ-Μάνθο τι έπαθες; Άκουσε την φωνή της κυρά Περσεφόνης της βελανιδιάς.
       - Πω πω! Τι έπαθα! Ονειρεύτηκα, είπε το έλατο ανακουφισμένο. Ευτυχώς! Νιώθω τόσο ευτυχισμένος που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
Το βράδυ όλα τα ζώα μαζεύτηκαν, τραγουδούσαν αγκαλιασμένα, ψήνανε κάστανα, τρώγανε κουκουνάρια αλλά η πιο όμορφη ιδέα ήταν να στολίσουν τον κυρ-Μάνθο, όπως όλα τα χριστουγεννιάτικα έλατα.
         - Φωτάκια που θα βρούμε όμως; Ρώτησε η κυρ-α Περσεφόνη.
         - Θα δεις! Είπαν με μια φωνή τα υπόλοιπα ζωάκια.
        - Πυγολαμπίδες; Πυγολαμπίδες; Που είστε; Φώναξαν όλα μαζί.
 Κι εκείνες έφτασαν αμέσως και πήγαν και κάθισαν συμμετρικά στα κλαδιά του κυρ Μάνθου, φωτίζοντας έτσι όλο το δέντρο. Ο κυρ-Μάνθος δάκρυσε από χαρά και συγκίνηση καθώς οι φίλοι του, τραγουδούσαν…Ω έλατο, Ω έλατο μ’αρέσεις πως μ’αρέσεις…και πιασμένοι απ’τα χέρια τους έκανα ένα μεγάλο κύκλο γύρω από τον κυρ-Μάνθο, που για πρώτη φορά ένιωθε χαρούμενος και πραγματικά ευτυχισμένος στο φυσικό του περιβάλλον, ανάμεσα στους φίλους του που τόσο πολύ τον αγαπούσαν.
Ο κυρ-Μάνθος ζει ακόμα και κάθε Χριστούγεννα οι φίλοι του, στολίζουν τα κλαδιά του και εκείνος γέρος πια, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα τινάζει για ξεκαρδίζεται μαζί τους .

gon

Το έλατο
Ένα Χριστουγεννιάτικο παραμυθάκι

Υπήρχε, μια φορά, σε κάποιο δάσος, ένα νεαρό έλατο, πολύ μικρό ακόμα, που θα μπορούσε να είναι ευχαριστημένο για την μοίρα του. Ήταν ένα δεντράκι όμορφο και καλοφτιαγμένο, και βρισκότανε σε μια θαυμάσια θέση. Ο ήλιος το έλουζε, το αεράκι το χάιδευε και πλήθος φίλοι πιο μεγάλοι, πεύκα και έλατα, το τριγύριζαν και του κρατούσαν συντροφιά. Και όμως, παραπονιόταν διαρκώς και μελαγχολούσε, γιατί το βασάνιζε μία και μοναδική επιθυμία που καταντούσε πραγματική μανία: να μεγαλώσει γρήγορα. Δεν το ενδιέφερε ούτε ο ήλιος, ούτε ο αέρας και δεν έδινε καμία σημασία στα παιδία που πήγαιναν στο δάσος να κόψουν αγριοφράουλες και μούρα και πολλές φορές κάθονταν στη χλόη κοντά του και έλεγαν:

- Για δες πόσο χαριτωμένο είναι τούτο το μικρό δεντράκι!

Αυτό φυσικά ήταν παίνεμα, μα το νεαρό έλατο μήτε καν το πρόσεχε.

«Αχ, πότε θα μεγαλώσω! Συλλογίζονταν ολοένα. Πότε θα μεγαλώσω!». Πέρασε από τότε ένας χρόνος και το δεντράκι μεγάλωσε ένα κόμπο και το άλλο χρόνο άλλον έναν κόμπο, γιατί πρέπει να ξέρετε, πως στα δέντρα τα χρόνια μετριούνται με τους κόμπους.

- Αχ, αναστέναξε το ελατάκι. Αχ, να ήμουν ψηλό σαν εκείνο το έλατο εκεί κάτω! Να άπλωνα τα κλαδιά μου προς όλες τις μεριές και από την κορφή μου να έβλεπε τον απέραντο κόσμο! Τότε τα πουλιά θα έχτιζαν τις φωλιές τους στις φυλλωσιές μου και εγώ θα λικνίζομαι απαλά στο φύσημα του ανέμου όπως κάνουν οι μεγάλοι! Αχ, πότε θα μεγαλώσω!

Το χειμώνα, όταν το λευκό και λαμπερό χιόνι σκέπαζε τα πάντα καμιά φορά κανένας λαγός που έτρεχε απελπισμένα να πηδήσει από πάνω του. Τι προσβολή!& Το δεντράκι κόντευε να σκάσει από το κακό του, κι έτρεμε ολόκληρο από οργή! Ωστόσο, τον τρίτο χειμώνα οι λαγοί δεν μπορούσαν πια να το πηδήσουν και αναγκάζονταν να κάνουν τον γύρο του. Κι όμως, το ελατάκι δεν ήταν ακόμα ευχαριστημένο.

«Να μεγαλώσω κι άλλο! Σκεφτόταν να γίνω γέρος! Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο!»

Μα το φθινόπωρο που ήρθαν οι ξυλοκόποι στο δάσος, το νεαρό έλατο κατατρόμαξε γιατί είχε πια μεγαλώσει αρκετά. Και είδε με φρίκη τους θεόρατους κορμούς των φίλων του να σωριάζονται καταγής με τρομερό βρόντο, να τους κόβουν τα περήφανα καταπράσινα κλαδιά και να τους αφήνουν γυμνούς. Ύστερα & ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα και τους πήραν μακριά. Που τους πήγαιναν άραγε; Ποια τύχη τους περίμενε;

Τούτη η σκέψη βασάνισε πολύ καιρό το ελατάκι. Και την άνοιξη όταν ξαναγύρισαν τα πουλιά, τα χελιδόνια και ο πελαργός, τα ρώτησε:

- Μήπως ξέρετε τι απόγιναν; Δεν τους συναντήσατε πουθενά στο ταξίδι σας;

Τα χελιδόνια αποκρίθηκαν πως δεν είχαν ιδέα για την μοίρα των κομμένων δέντρων. Όμως, ο πελαργός απόμεινε για μια στιγμή σκεφτικός, κούνησε το κεφάλι του και είπε:

- Νομίζω ...., χμ..., νομίζω πως εγώ κάτι ξέρω... Καθώς ερχόμουνα από την Αίγυπτο, συνάντησα μερικά καινούργια καράβια με κατάρτια πολύ ψηλά, που κατά την γνώμη μου, ήταν οι φίλοι σου. Σε βεβαιώνω πως φάνταζαν εξαιρετικά μεγαλόπρεποι και επιβλητικοί.

- Αχ, πόσο θα ήθελα να μεγαλώσω τόσο που να γίνω κατάρτι και να ταξιδέψω στην θάλασσα! Αναστέναξε το νεαρό έλατο. Μα τι είναι η θάλασσα; Μπορείς να μου την περιγράψεις;

- Ω, όχι!& θα έπρεπε να σου μιλάω για αυτήν όλο το καλοκαίρι, αλλά και πάλι δεν θα έβγαζες νόημα! Απάντησε ο πελαργός. Και πέταξε προς τον ουρανό.

Ωστόσο, οι ακτίνες του ήλιου έλεγαν:

- Γλέντα τα νιάτα σου, όμορφο έλατο και μην βιάζεσαι να μεγαλώσεις και να χάσεις τη δροσιά της νιότης...

Και η αύρα το φιλούσε και οι δροσοσταλίδες το έλουζαν με τα δάκρυά τους, μα το δεντράκι δεν καταλάβαινε.

Λίγο πριν απ' τα Χριστούγεννα, ξανάρθαν στο δάσος οι ξυλοκόποι για να κόψουν μερικά έλατα πολύ νέα, και το ελατάκι μας έτρεμε σύγκορμο απ΄ την λαχτάρα και ανυπομονούσε να το κόψουν και να το πάρουν μαζί τους. Κι όταν οι ξυλοκόποι έφυγαν χωρίς να τα κόψουν, ένοιωσε απέραντη απογοήτευση και απερίγραπτη λύπη.

Μα γιατί αναρωτιόταν. Αυτά που διάλεξαν δεν με περνούσαν από το ύψος και ένα μάλιστα ήταν πιο κοντό! Κι έπειτα, για πιο λόγο τους άφησαν τα κλαδιά αφού πρόκειται να γίνουν κατάρτια; Ή μήπως δε τα κάνουν κατάρτια; Αχ, να ήξερα που τα πηγαίνουν!

- Τσιπ-τσιπ, εμείς το ξέρουμε! Είπαν τα σπουργιτάκια. Τσιπ-τσιπ, εμείς το ξέρουμε γιατί τριγυρίζουμε στην πόλη και κοιτάμε απ' τα παράθυρα. Ναι, ναι, ξέρομε πολύ καλά που τα πάνε και με πόση πολυτέλεια τα στολίζουν! Βάζουν το καθένα τους στην μέση μιας σάλας και κρεμούν στα κλαδιά του τα πιο όμορφα πράγματα που μπορείς να φανταστείς: γλυκά, παιχνίδια, μήλα και καρύδια και αμέτρητα πολύχρωμα κεράκια &

- Και ύστερα; Τι γίνεται ύστερα; Ρώτησε με αγωνία το ελατάκι αναριγώντας απ' την κορυφή ως τις ρίζες. Και ύστερα;

- Α, δεν είδαμε τίποτα άλλο, αποκρίθηκαν τα σπουργιτάκια. Όμως τι θαύμα!& πως αστράφτουν και λαμποκοπούν καθώς παιχνιδίζουν πάνω τους οι φλογίτσες των κεριών!...

- Μακάρι να είχα και εγώ την τύχη τους! Φώναξε ενθουσιασμένο το δεντράκι. Αυτό σίγουρα αξίζει πιο πολύ από το να ταξιδεύεις στη θάλασσα! Άραγε θ' αργήσουν να έρθουν τα Χριστούγεννα; Αχ, δεν βλέπω την ώρα να με κόψουν, να με φορτώσουν σε ένα κάρο και να βρεθώ σε μια ωραία σάλα φορτωμένο με τόσα θαυμαστά στολίδια! Και ύστερα;& Ε, ύστερα ασφαλώς θα συμβεί κάτι ακόμα πιο σπουδαίο, αλλιώς δεν θα έκαναν τον κόπο να με στολίσουν έτσι&, κάτι ακόμα πιο εξαίσιο πιο συναρπαστικό... Τι όμως; Αχ, λιώνω από την περιέργεια να μάθω! Μα την αλήθεια, ούτε εγώ ξέρω γιατί υποφέρω τόσο&

- Διώξε από τον νου σου αυτές τις ιδέες, το συμβούλευαν ο ήλιος και ο καθαρός αέρας. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένο εδώ στο δάσος και να χαίρεσαι τα δροσερά σου νιάτα...

Μα το νεαρό έλατο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο. Και μεγάλωνε, μεγάλωνε χειμώνα καλοκαίρι, και γινόταν όλο και πιο πράσινο, όλο και πιο πυκνόφυλλο και οι διαβάτες έλεγαν:

- Για δες τι όμορφο δέντρο!

Όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, το έκοψαν πρώτο- πρώτο. Το τσεκούρι χώθηκε βαθιά στον κορμό του, έφτασε ως το μεδούλι και το έλατο σωριάστηκε καταγής με έναν αναστεναγμό. Ένοιωθε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πόνου, κάτι σαν λιποθυμία, που δεν το άφηνε να ελπίζει σε κανένα ευτυχισμένο μέλλον. Κι έτσι, ξέπνοο και παραζαλισμένο, το πήραν μακριά-μακριά από τον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ήξερε πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια τα άλλα δέντρα, τους θάμνους και τα λουλούδια και ίσως ούτε τα πουλιά, και μια αόριστη πίκρα φαρμάκωνε την καρδιά του. Αχ, ο αποχωρισμός ήταν πραγματικά θλιβερός...

Συνήλθε από τον τρομερό κλονισμό την άλλη μέρα και είδε πως βρισκόταν σε μια αυλή μαζί με πολλά άλλα έλατα, και άκουσε μια φωνή να λέει:

- Αυτό&,αυτό είναι όμορφο& αυτό θα πάρω! Και αμέσως, δύο υπηρέτες με λιβρέα, το μετέφεραν σ' ένα σαλόνι, μα τι σαλόνι!! Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με κάδρα, το πάτωμα στρωμένο με πλούσιο, παχύ χαλί και πάνω στο μαρμάρινο τζάκι καμάρωναν δυο κινέζικα βάζα με ένα χρυσό λιοντάρι ζωγραφισμένο στο καπάκι. Κουνιστές πολυθρόνες και μαλακά ντιβάνια υπήρχαν σ' όλες τις γωνιές και πάνω στα τραπέζια πλήθος παιχνίδια που, όπως είπα αργότερα τα παιδιά, κόστιζαν εκατό φορές εκατό λίρες!

Οι υπηρέτες φύτεψαν το έλατο σ' ένα κάδο με άμμο. Μα ο κάδος ήταν ντυμένος με πράσινο βελούδο, φάνταζε πολύ μεγαλόπρεπος και το νεαρό δέντρο άρχισε να τρέμει από ταραχή, νοιώθοντας πως επιτέλους πλησίαζε η μεγάλη στιγμή της ζωής του.

« Τι θα συμβεί τώρα: αναρωτιόταν. Θεέ μου, τι θα συμβεί;»

Οι δεσποινίδες του σπιτιού, μαζί με τις καμαριέρες, βάλθηκαν να το στολίζουν. Κρέμασαν στα κλαδιά μικρά δίχτυα από ασημένια κλωστή, γεμάτα γλυκά κρέμασαν μήλα και χρυσωμένα καρύδια, με τέτοια τέχνη που έμοιαζαν σαν αληθινοί καρποί του δέντρου πρόσθεσαν λαμπερές γιρλάντες, αμέτρητα πολύχρωμα κεράκια και πλήθος όμορφα παιχνίδια αλλά το πιο σπουδαίο, στερέωσαν ψηλά, στην κορυφή, ένα αστέρι τόσο αστραφτερό που έμοιαζε με χρυσό!

- Απόψε, το βράδυ, έλεγαν, πρέπει να' ναι πολύ - πολύ ωραίο, με όλα τα κεριά αναμμένα!!

« Αχ, δεν βλέπω την ώρα να βραδιάσει και να μου ανάψουν τα κεριά!, σκεφτόταν το έλατο. Και ύστερα..., τι θα γίνει ύστερα; Χμ..., ίσως έρθουν τα άλλα δέντρα από το δάσος να με δουν... Ίσως σταματήσουν τα χελιδόνια έξω απ' το μικρό πράγμα να ζω να με θαυμάσουν, γιατί στο κάτω - κάτω, δεν είναι μικρό πράγμα να ζω χειμώνα καλοκαίρι σε τούτο όμορφο σαλόνι και να μεγαλώνω έτσι φορτωμένο με τα στολίδια μου!»

Και βασανιζόταν τόσο απ' την αγωνία του να νυχτώσει και τέντωνε τόσο την κορφή για να παρακολουθεί τα πάντα γύρω του, που το έπιασε ένας φοβερός πόνος στον κορμό, αντί για τον πονοκέφαλο που παθαίνουν οι άνθρωποι.

Μα επιτέλους, νύχτωσε και άναψαν τα κεράκια! Αχ, τι λάμψη και τι μεγαλείο! Το δέντρο ένοιωσε τέτοια συγκίνηση που αναρίγησε σύγκορμο. Και τότε τσακ!, ένα κερί ξέφυγε από την θέση του, έγειρε κι έβαλε φωτιά σ' ένα μικρούλι - μικρούλι κλαδάκι.

- Ω, θεέ μου! Ω, θεέ μου! Φώναξαν οι δεσποινίδες. Και έσβησαν αμέσως την αδύναμη κιτρινωπή φλογίτσα. Αλλά το είχε κατατρομάξει και δεν τολμούσε πια να σαλέψει ούτε φύλλο. Έμενε εκεί σαν στητό σαν πετρωμένο, από το φόβο μήπως αρπάξει φωτιά κανένα στολίδι του, και καμάρωνε. Μα η αλήθεια είναι, πως όλη εκείνη η φωταψία άρχισε να τον ζαλίζει.

Ξαφνικά οι πόρτες του σαλονιού άνοιξαν και κάμποσα παιδάκια όρμησαν μέσα με τέτοια φούρια, που νόμιζες πως ήθελαν να γκρεμίσουν το δέντρο. Πίσω τους ακολουθούσαν οι μεγάλοι πιο ήρεμοι και χαμογελαστοί. Τα παιδάκια γούρλωσαν γεμάτα θαυμασμό τα μάτια κι απόμειναν βουβά με τα στοματάκια τους ανοιχτά. Ναι αλλά για ένα δευτερόλεπτο μόνο. Έπειτα βάλθηκαν να κάνουν τόση φασαρία, που έλεγες πως έφτασε το τέλος του κόσμου! Πιασμένα χέρι - χέρι, χόρευαν γύρω από το έλατο, τραγουδούσαν, ξεφώνιζαν και ύστερα& Αχ, ύστερα, ρίχτηκαν στα κλαδιά του κι άρχισαν ν' αρπάζουν ένα - ένα τα όμορφα δώρα...

« Μήπως τρελάθηκαν; Αναρωτιόταν εκείνο σαστισμένο. Που θα καταλήξει αυτό το παιχνίδι;»

Τα κεράκια κόντευαν πια να λιώσουν. Κι όταν οι λαμπερές χαρούμενες φλογίτσες έσβησαν, τα παιδάκια πήραν την άδεια να ξεκρεμάσουν και τα υπόλοιπα στολίδια του δέντρου. Και τότε πια ξέσπασε σωστός χαλασμός: ασφαλώς θα το έριχναν κάτω, αν η κορφή του με το χρυσό αστέρι δεν ήταν καλά στερεωμένη στο ταβάνι.

Μετά& τίποτα. Τα παιδάκια έτρεχαν στο σαλόνι παίζοντας με τα καινούρια τους παιχνίδια, οι μεγάλοι φλυαρούσαν πίνοντας κρασί σε κρυστάλλινα ποτήρια και μόνο μια γρια παραμάνα πλησίασε το έλατο και κοίταξε ανάμεσα στα κλαδιά του μήπως ανακαλύψει κανένα ξεχασμένο μήλο ή καρύδι.

- Παραμύθι! Θέλουμε παραμύθι!& φώναξαν σε μια στιγμή τα παιδάκια, τραβώντας όλα μαζί κάποιο κοντούλη και χοντρό κύριο.

Και ο κύριος κάθισε κάτω από το δέντρο και είπε:

- Έτσι, θα νομίζουμε πως είμαστε σ' ένα ωραίο πράσινο δάσος και το παραμύθι θα μας φανεί ακόμα πιο όμορφο. Λοιπόν, τι προτιμάτε; Το « Αηδόνι » ή τη « Δακτυλίτσα »;

- Το Αηδόνι ! ξεφώνησαν μερικά παιδιά.

- Τη Δακτυλίτσα! Ούρλιαξαν τα άλλα.

Και για κάμποση ώρα το σαλόνι αντηχούσε από κραυγές και κλάματα. Μονάχα το έλατο απόμενε σιωπηλό και σκεφτόταν:

« Κι εμένα; Εμένα δεν με υπολογίζει κανείς;»

Γιατί, δεν ήξερε, βλέπετε, πως είχε παίξει τον ρόλο του στην χριστουγεννιάτικη βραδιά και μάλιστα όσο καλύτερα γίνονταν.

Ωστόσο, ο κοντούλης και χοντρός κύριος, άρχισε να διηγείται την ιστορία της « Δακτυλίτσας » που γεννήθηκε μέσα σε ένα όμορφο λουλούδι. Περιέγραψε τις ιστορίες της με τον άσχημο βάτραχο, με τον γέρο ποντικό της εξοχής και με τον άσχημο τυφλοπόντικα και έπειτα πως την αγάπησε ο βασιλιάς των λουλουδιών και την πήρε γυναίκα του. Κι όταν τελείωσε το παραμύθι, τα παιδάκια χτύπησαν τα χεράκια τους και φώναξαν όλα μαζί:

- Κι άλλο! Θέλουμε κι άλλο!!

Μα το έλατο στεκόταν βουβό σαν μαγεμένο. Όχι, ποτέ τα πουλάκια στο δάσος δεν του είχαν διηγηθεί μια τόσο θαυμαστή ιστορία.

« Για φαντάσου! Συλλογίζονταν, η Δακτυλίτσα τράβηξε βέβαια πολλά βάσανα, όμως ύστερα παντρεύτηκε τον βασιλιά των λουλουδιών& χμ, ίσως κι εγώ να ξεπέσω κάποτε, αλλά να παντρευτώ μια βασιλοπούλα! Αχ, σίγουρα με περιμένουν ακόμα πολλές συναρπαστικές εκπλήξεις!»

Και σιγά - σιγά ξανάβρισκε το κέφι του, και χαιρόταν στη σκέψη πως την άλλη μέρα θα το στόλιζαν πάλι με πολύχρωμα κεράκια, παιχνίδια, φρούτα και γλυκά και υπόσχονταν στον εαυτό του:

« Αύριο, δεν θα τρέμω, όπως έτρεμα σήμερα! Θα καμαρώνω στητό και λαμπερό, και θα ξανακούσω την ιστορία της Δακτυλίτσας και ίσως και του Αηδονιού ...»

Έπειτα οι μεγάλοι και τα παιδιά έφυγαν, τα φώτα έσβησαν στο σαλόνι, μα το έλατο στεκόταν μονάχο στο σκοτάδι και ονειρευόταν. Το πρωί ήρθαν οι υπηρέτες και οι καμαριέρες.

« Τώρα θα με στολίσουν », συλλογίστηκε το δέντρο.

Αλλά το πήραν, το έβγαλαν απ' το δωμάτιο, το ανέβασαν ψηλά στις σκάλες ως την σοφίτα και το ακούμπησαν σε μια γωνιά όπου δεν έφτανε ούτε μια ηλιακτίδα.

«Τι σημαίνει πάλι αυτό; Αναρωτήθηκε το έλατο. Γιατί με έφεραν εδώ πέρα; Τι καινούριο πρόκειται να μου συμβεί;»

Έγειρε στον τοίχο και βυθίστηκε, όπως πάντα, σε σκέψεις. Άλλωστε, είχε όλο τον καιρό μπροστά του, γιατί περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και στην σοφίτα δεν ερχόταν ποτέ κανείς. Επιτέλους, ένα απόγευμα μπήκε κάποιος, μα μονάχα για ν' αποθέσει στην ίδια γωνία δύο - τρία μεγάλα κασόνια. Έτσι, το δέντρο κρύφτηκε εντελώς. Ίσως το είχαν ξεχάσει.

Ωστόσο, δεν απελπίζονταν.

- Τώρα έξω είναι χειμώνας, μονολογούσε χιονίζει και κάνει φοβερό κρύο. Μπορεί λοιπόν, να μ' έκλεισαν εδώ μέσα για να με προφυλάξουν από την παγωνιά. Αχ, πόσο με φροντίζουν! Τι καλοί άνθρωποι!&Ναι&, ναι& θα 'πρεπε να είμαι ευτυχισμένο, αλλά αυτό το σκοτάδι κι αυτή η τρομερή μοναξιά μου πλακώνουν την ψυχή... Να έβλεπα, τουλάχιστον, πότε - πότε κανένα λαγουδάκι& Αχ, το δάσος ήταν όμορφο όταν έπεφτε το λευκό και λαμπρό χιόνι και οι λαγοί περνούσαν και χάνονταν σαν αστραπή!& Βέβαια, καμιά φορά πηδούσαν από πάνω μου, και πως θύμωνα τότε! Θεέ μου, τι μελαγχολία να είσαι μόνος!!

- Φρρ&, φρρ&, έκανε ένα ποντικάκι ξεπροβάλλοντας απ' την τρύπα του.

Και αμέσως, ξεπρόβαλε κι ένα άλλο μικρούλικο - μικρούλικο. Ζύγωσαν το δέντρο, το μύρισαν και χώθηκαν ανάμεσα στα κλαδιά του.

- Ω, τι κρύο! Είπαν. Αν δεν έκανε τέτοια παγωνιά, θα ήταν ωραία εδώ ψηλά, έτσι δεν είναι γέρο-έλατο;

- Δεν είμαι καθόλου γέρος!! Διαμαρτυρήθηκε το έλατο. Υπάρχουν τόσοι και τόσοι πιο μεγάλοι από μένα!

- Από πού έρχεσαι; Ρώτησαν γεμάτα περιέργεια τα ποντικάκια. Και τι νέα μας φέρνεις; Μήπως ξέρεις τίποτα για το πι όμορφο μέρος του κόσμου; Πήγες στο κελάρι που στα ράφια του είναι αραδιασμένα τα τυριά, τα λουκάνικα και τα σαλάμια κρέμονται από τα ταβάνια του, και μπορείς να πάρεις το μπάνιο σου στο κιούπι με το βούτυρο και ύστερα να στεγνώσεις χοροπηδώντας πάνω στα πακέτα με τα κεριά; Πήγες σ' αυτόν τον παράδεισο όπου μπαίνει κανείς αδύνατος - αδύνατος και βγαίνει χοντρός - χοντρός;

- Δεν καταλαβαίνω για πιο μέρος λέτε, αποκρίθηκε το δέντρο. Εγώ ήμουνα μακριά στο πυκνό δάσος, όπου λάμπει ο ήλιος και τραγουδούν τα πουλάκια& Και τους μίλησε για τον καιρό της νιότης του.

Τα δυο ποντικάκια το άκουγαν προσεκτικά γιατί μα την αλήθεια πρώτη φορά μάθαιναν πως υπήρχαν στον κόσμο τόσες ομορφιές. Έπειτα είπαν:

- Πόσα έχεις δει στη ζωή σου! Πρέπει να ήσουνα πολύ ευτυχισμένο τότε&

- Εγώ; Απόρησε το έλατο. Όμως, ξανασκέφτηκε όσα τους διηγήθηκε, και μουρμούρισε αναστενάζοντας:

- Ναι, έχετε δίκιο& Εκείνα ήταν ευτυχισμένα χρόνια...

Ύστερα τους μίλησε για την νύχτα των Χριστουγέννων και τους περιέγραψε τα παιχνίδια, τα γλυκά και τα αναμμένα κεράκια που στόλιζαν τα κλαδιά του. Και το πιο μικρό ποντικάκι γούρλωσε τα γυαλιστερά ματάκια του και φώναξε κυριολεκτικά μαγεμένο:

- Αχ, πόσο ευτυχισμένος θα ήσουν παππού έλατο!

- Δεν είμαι παππούς, ούτε γέρος! Το αποπήρε το δέντρο. Με έφεραν από το δάσος τούτο το χειμώνα και είμαι ακόμα στον ανθό της ηλικίας μου. Μόνο& που βιάστηκα λίγο να μεγαλώσω!!

- Τι όμορφα παραμύθια που ξέρεις! Χαμογέλασε το ποντικάκι.

Και το άλλο βράδυ, τα δυο ποντικάκια ήρθαν μαζί με τέσσερις φίλους τους, για να ακούσουν τα όμορφα παραμύθια του ελάτου. Και το έλατο, καθώς διηγιόταν τα περασμένα, καταλάβαινε επιτέλους την αξία τους και πλημμύριζε νοσταλγία.

- Ναι ήταν ωραίες εποχές! Μονολόγησε. Μα μπορεί να ξαναγυρίσουν. Άλλωστε, και η Δακτυλίτσα πέρασε πολλά βάσανα πριν παντρευτεί τον βασιλιά των λουλουδιών...

Και ξαφνικά, ξανάρθε στο νου του μια σημύδα που τρύπωνε πλάι του στο δάσος, μια νεαρή καταπράσινη σημύδα, που τώρα απρόσμενα του φάνηκε αληθινή πριγκίπισσα.

- Ποια είναι η Δακτυλίτσα; ρώτησαν τα ποντικάκια.

Και το δέντρο τους είπε όλη την ιστορία που την θυμόταν λέξη προς λέξη κι εκείνα ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που λίγο έλειψε να πηδήσουν στην κορφή του!

Το άλλο βράδυ τα ποντικάκια έγιναν δέκα και την Κυριακή προστέθηκαν στο ακροατήριο του έλατου και δύο μεγάλοι ποντικοί. Αυτοί όμως δήλωσαν πως η ιστορία της Δακτυλίτσας δεν τους άρεσε καθόλου και τα ποντικάκια στενοχωρήθηκαν, επηρεάστηκαν και μουρμούρισαν ζαρώνοντας τη μυτίτσα τους:

- Ναι&, ναι&, δεν έχει τίποτα συναρπαστικό!

- Δεν ξέρεις άλλα παραμύθια; Ρώτησαν οι μεγάλοι ποντικοί.

- Όχι, μόνο αυτό, αποκρίθηκε το έλατο. Το άκουσα την πιο όμορφη νύχτα της ζωής μου. Αχ, αλίμονο, δεν καταλάβαινα μήτε το ίδιο πόσο ευτυχισμένο ήμουνα!...

- Χμ..., Είναι ένα παραμύθι χωρίς ενδιαφέρον. Δεν λέει ούτε για λαρδί, ούτε για κεριά καμωμένα από λίπος... Δεν ξέρεις ιστορίες του κελαριού;

- Όχι!, απάντησε πάλι το δέντρο.

- Ε, τότε, γεια σου, είπαν οι μεγάλοι ποντικοί.

Και πήραν τα ποντικάκια και γύρισαν στα σπίτια τους. Και το έλατο ξανά 'μεινε μονάχο στην σκοτεινή σοφίτα και ψιθύριζε αναστενάζοντας:

- Κι όμως ήταν ωραίο να βλέπεις γύρω σου εκείνα τα μικρά ζωάκια, τα τόσο ζωηρά και τόσο πρόθυμα να μ' ακούνε... Τώρα πάει και αυτό... Μα όταν θα με πάρουν από δω μέσα, θα το θυμάμαι και θα χαίρομαι...

Όταν θα το 'παιρναν από εκεί; Πραγματικά, το πήραν κάποιο πρωί που αποφάσισαν να συγυρίσουν το σπίτι, από το υπόγειο έως την σοφίτα. Παραμέρισαν τα κασόνια, τράβηξαν το δέντρο και το έριξαν καταγής. Έπειτα ένας υπηρέτης το έσυρε στις σκάλες και το έβγαλε στο φως.

«Να που ξαναρχίζω να ζω!» σκέφτηκε το έλατο, αναριγώντας από χαρά.

Βρισκόταν έξω, σε μια αυλή, κι ένοιωθε τις ηλιακτίδες να το φιλάνε και το καθαρό αεράκι να το χαϊδεύει. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, που ούτε καν συλλογίστηκε να ρίξει μια ματιά στον εαυτό του. Είχε, βλέπετε, τόσα να κοιτάξει γύρω του! Πλάι στην αυλή απλώνονταν έναν ολάνθιστος κήπος και τα κόκκινα ευωδιαστά τριαντάφυλλα σκαρφάλωναν στα κάγκελα και οι μέλισσες βούιζαν χαρούμενα και τα χελιδόνια κελαηδούσαν.

- Να που ζω πάλι! Είπε το δέντρο πλημμυρισμένο ευτυχία. Και άπλωσε τα κλαδιά του σαν μπράτσα στον ήλιο... Μα, αλίμονο, τα κλαδιά του ήταν κίτρινα και ξερά και τότε& τότε επιτέλους είδε πως το είχαν πετάξει σε μια άκρη της αυλής, ανάμεσα στις τσουκνίδες και τ' αγριόχορτα. Ωστόσο, στην κορυφή του υπήρχε ακόμα το αστέρι, και έλαμπε σαν χρυσό&

Ξαφνικά το πλησίασαν δυο από τα παιδάκια που τόσο το είχαν θαυμάσει το βράδυ των Χριστουγέννων και το ένα του ξεκόλλησε το αστέρι.

- Για δες τι βρήκα σε τούτα τα σκουπίδια! Είπε.

Κι έπειτα, βάλθηκε να κλωτσάει τα ξερά κλαδιά που έσπαγαν κάτω από τα παπουτσάκια του.

Το έλατο κοίταξε πέρα από τον κήπο τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τα χελιδόνια και τις μέλισσες, κοίταξε και τον εαυτό του έτσι όπως είχε καταντήσει και σκέφτηκε πως θα ήταν χίλιες φορές καλύτερα να το άφηναν για πάντα στην σκοτεινή σοφίτα. Θυμήθηκε τη νιότη του στο πράσινο δάσος, την χαρούμενη νύχτα των Χριστουγέννων και τα μικρά ποντικάκια που άκουγαν με τόση ευχαρίστηση την ιστορία της Δακτυλίτσας και η καρδιά του σφίκτηκε από την λύπη.

- Όλα τελείωσαν!, ψιθύρισε. Όλα τελείωσαν! Αχ, αν τουλάχιστον είχα χαρεί την ζωή μου όσο μπορούσα!!!

Εκείνη την στιγμή ήρθε ένας υπηρέτης, κομμάτιασε το ξερό δέντρο με τι τσεκούρι και έκανε με τα κομματάκια ένα δεμάτι. Ύστερα, έριξε το δεμάτι στο τζάκι της κουζίνας και αμέσως ξεπήδησε μια όμορφη ζωηρή φλόγα. Μα το έλατο αναστέναζε, αναστέναζε και κάθε αναστεναγμός έμοιαζε με ανάλαφρο τριζοβόλημα. Και τα παιδάκια κοίταζαν την λαμπερή φωτιά, χτυπούσαν ενθουσιασμένα τα χεράκια και προσπαθούσαν να μιμηθούν το τριζοβόλημα του ξύλου που καιγόταν, φουσκώνοντας τα μάγουλα.

Ωστόσο, μ' αυτούς τους αναστεναγμούς που αντηχούσαν σαν τριζοβολήματα, το δέντρο αναπολούσε τις φωτεινές καλοκαιρινές μέρες στο δάσος , τις χειμωνιάτικες νύχτες με το λευκό απαλό χιόνι, το Χριστουγεννιάτικο βράδυ και την ιστορία της Δακτυλίτσας, την μόνη που είχε ακούσει να διηγούνται και την έμαθε απέξω...

Ύστερα κάηκε εντελώς ...

Τα παιδάκια ξαναγύρισαν στην αυλή να παίξουν και το ένα καμάρωνε με το χρυσαφένιο αστέρι καρφωμένο στην μπλούζα, το ίδιο ακριβώς που στόλιζε την κορυφή του ελάτου, την πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής του!

Τώρα όλα πια είχαν τελείωσε για το έλατο και τελείωσε και τούτο τo παραμύθι, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα παραμύθια.

gon

ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Μια φορά και έναν καιρό, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, σε μια πόλη που την έλεγαν Βηθλεέμ , μέσα σε μια φτωχική σπηλιά, δίπλα σε μια φάτνη αλόγων, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός μας. Δίπλα του η Παναγία σαν καλή μαμά τον προστάτευε και έξω χιλιάδες καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.
 
Είχε έλθει η θεϊκή πνοή του Χριστού κάτω στη γη, για να χαμογελάσει στον πόνο και στην δυστυχία. Οι προφήτες είχαν προαναγγείλει χιλιάδες χρόνια πριν τον ερχομό του. Κι ήταν η γλυκειά απαντοχή μέσα στο σκοτάδι της ζωής.
 
Έλαμψε φως από την Ανατολή και φώτισε κάθε σκοτεινή γωνιά του κόσμου. Ο Πλάστης μας έγινε άνθρωπος και τα ουράνια έσκυψαν στη γη και άστραψε ο κόσμος από το άπλετο φως της λύτρωσης. Ήταν βαριά και πυκνά τα σύννεφα. Το χιόνι είχε σκεπάσει την πλάση. Το ξεροβόρι λυσσομανούσε και εκείνη την νυχτιά του Δεκέμβρη ο Χριστός μας σαν αστραπόμορφος Ήλιος ήλθε να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές και να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο.
 
Έστησε το θρόνο του στη γη και σαν ουράνιος μαγνήτης μας ‘έφερε κοντά του, θέλοντας να μας γνωρίσει την μεγάλη μας καταγωγή. Ήλθε για να γράψει στις καρδιές μας τον νόμο «αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου» να μας βοηθήσει στην δύσκολη ανηφοριά.
 
Να αφήσουμε τα ερειπωμένα μονοπάτια της ζωής που οδηγούν στον πόνο και την δυστυχία, ώστε να αντικρίσουμε τον δρόμο της Βηθλεέμ που είναι η χαρά και η ευτυχία.
 
Τι κι αν πέρασαν 2000 χρόνια από την γέννησή του, οι άνθρωποι πάντα οδοιπόροι ακολουθούν τους μάγους για να φτάσουν στην Βηθλεέμ να εναποθέσουν τους θησαυρούς της αγάπης τους και της καρδιάς τους και να καταυγάσουν το θείο φως.
Ω! Τι επίσκεψη χαρούμενη ήταν η γέννηση του Λυτρωτή! Θεός ταπεινώθηκε και Θεός γεννήθηκε πάνω στην γη για να μας σώσει.
 
Αλησμόνητη νύχτα…Νύχτα ένδοξη, ξεχωριστή. Ο ουρανός εσκίρτησε. Έλαμψε και χιλιάδες άγγελοι κατέβηκαν και στάθηκαν έκθαμποι να δουν το Θείο βρέφος μέσα στη φτωχική φάτνη των αλόγων.
 
Μπροστά σ’αυτό το θαύμα της θείας αγάπης, έφτιαξαν ύμνους αγγελικούς, νικητήριους για να αντηχούν στις καρδιές όλων των ανθρώπων και μαζί τους να υμνούν τον Λυτρωτή ψάλλοντας «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
 
Κάθε Χριστουγεννιάτικη νύχτα ανά τους αιώνες επαναλαμβάνεται, ώστε κανείς να μην μείνει δίχως την πληροφόρηση του χαρμόσυνου μηνύματος. Εμείς πως δεχτήκαμε το μήνυμα; Ποιο δρόμο πήραμε για την αχυρένια φάτνη;
 
Εκεί μέσα γεννήθηκε ένας Θεός. Πρέπει να τον προσκυνήσουμε μαζί με τους χιλιάδες αγγέλους, ακολουθώντας τα βήματα των απλοϊκών βοσκών και τα αχνάρια των μάγων, βαδίζοντας κάτω από το φως του λαμπερού αστεριού για να μας δείξει από που ερχόμαστε και που θα πάμε, όταν μια μέρα τα βλέφαρά μας κλείσουν για πάντα.
Το ανέσπερο φως της Βηθλεέμ θα μας στέλνει τις ακτίνες του και μαζί με τον μικρό μας Χριστό θα μας οδηγεί σε καλύτερες μέρες, που τόσο ποθεί η πολυβασανισμένη μας ανθρωπότητα.
 
Εμπρός λοιπόν, όλοι, μικροί και μεγάλοι στα ουράνια μηνύματα και τα σήμαντρα των καμπαναριών, ενωμένοι με του Χριστού την πίστη την Αγία, ας ξεκινήσουμε να προσκυνήσουμε το Θείο Βρέφος και ας ζητήσουμε μαζί σαν μια ψυχή, σαν μια δύναμη να επικρατήσει στον κόσμο η «επί γης ειρήνη».
 
Και μην ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει καμία χαρά στη ζωή που να μπορεί να συγκριθεί με την χαρά που δίνει το μυστικό της μεγάλης αγάπης και της Ειρήνης στα Έθνη.
Μικρέ Χριστέ της Βηθλεέμ με την άπειρη αγάπη σου, αναγέννησε τις καρδιές μας και ας επικρατήσει μεταξύ των λαών η δικαιοσύνη σου, για να διδάξει στις κοινωνίες την λύτρωση για μια γνήσια ευτυχία.

gon

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ

Μια φορά και ένα καιρό, Παραμονή Χριστουγέννων, που το κρύο ήταν ανυπόφορο και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, ο Πίπης ο σπουργίτης είχε παγώσει, διότι η φωλιά του είχε χαλάσει.
               - Κάτι πρέπει να κάνουμε, είπαν τα δύο σκιουράκια Μέλιος και Μαρούσκα.
              - Μαρούσκα, ο μικρός σπουργίτης θα κάνει μαζί μας Χριστούγεννα. Τον ακούς; Όλο αναστενάζει.
Η Μαρούσκα έβγαλε το κεφαλάκι της έξω από την φωλιά. Πω πω! Το χιόνι είχε στρώσει το κατάλευκο σεντόνι του, τα δέντρα φορτωμένα χιόνι και μέσα στις κουφάλες του ς τα ζωάκια κούρνιαζαν ντυμένα στα ζεστά τους ρούχα.
                - Πίπη; Πίπη; Φώναξε η Μαρούσκα. Έλα εδώ.
Ο μικρός σπουργίτης με τρεμουλιαστή φωνή, μελανιασμένος από το κρύο, τίναξε τις φτερούγες και πετώντας χώθηκε στην φωλιά με τα σκιουράκια. Εκεί ήταν όλα στολισμένα. Ένα φανταχτερό έλατο γεμάτο κόκκινα λαμπιόνια, χρυσές γιρλάντες, κουδουνάκια, αστεράκια και μπόλικα βελανίδια γα φαγητό. Στην άκρη της φωλιά ένα μαγκάλι με μπόλικα ξύλα άναβε γεμίζοντας την φωλίτσα με πολύ ζέστη.
              - Έτσι ακριβώς φανταζόμουν τις άγιες μέρες, είπε ο Πίπης. Σας ευχαριστώ πολύ.
 Η κυρά Μαρούσκα του έστρωσε μια γωνίτσα και αφού έφαγαν, έπεσαν να κοιμηθούν. Τότε έγινε κάτι πολύ παράξενο. Ανοιξαν οι ουρανοί. Αγγελοι έψελναν, τύμπανα χτυπούσαν και ένα πελώριο δυνατό φως σκέπασε τη γη. Ξαφνιασμένος ο Πίπης κτυπούσε τις φτερούγες του από χαρά, άρπαξε με το ράμφος του μια μεταξωτή κόκκινη κορδέλα και την τύλιξε φτιάχνοντας ένα μεγάλο φιόγκο.
 Αρχισε να πετά ξένοιαστος όπου έφτασε σ’ένα πελώριο πράσινο έλατο. Εκεί τι να δει; Κόσμος μαζεμένος χειροκροτούσε χαρούμενος και το έλατο φορτωμένο με χιλιάδες στολίδια καμάρωνε στη μέση μιας μεγάλης σάλας. Σ’ένα κλωνάρι ένας μικρός Αγιος Βασίλης, ανοιγόκλεινε τα χέρια κτυπώντας παλαμάκια. Δίπλα λοιπόν στον Αγιο Βασίλη ακούμπησε ο Πίπης ο σπουργίτης τον κόκκινο φιόγκο.
             - Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα ευχήθηκαν όλοι. Σήμερα γεννιέται ο καλός μας Χριστούλης, που αγαπάει όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα τα καλά παιδάκια.
Ο καημένος ο Πίπης τα είχε χαμένα. Πως ζούσαν οι άνθρωποι. Τι όμορφα που ήταν με τόσο μεγάλη συντροφιά και πετούσε στα τραπέζια τσιμπολογώντας ψίχουλα και ζάχαρη από τους κουραμπιέδες.
             - Ξύπνα Πίπη, τι έπαθες; Ακουσε την φωνή της Μαρούσκας της σκιουρίνας, βαθιά σαν σε όνειρο. Τόση ώρα σου μιλά και συ έχεις μαρμαρώσει.
             - Μα τι έγινε; Ρώτησε ο Πίπης σαστισμένος.
             - Τι θες να γίνει; Παραμονή Χριστουγέννων είναι και όλοι στο δάσος πρέπει να ετοιμαστούμε για την μεγάλη γιορτή.
              - Ώστε δεν ονειρεύομαι; Είμαι εδώ μαζί σας; Ουφ! Ευτυχώς, ο καλός Χριστός που γεννιέται αύριο με λυπήθηκε.
               - Μα που νόμιζες ότι ήσουν: τον ρώτησε ο Μέλιος ο σκίουρος. Και τι να κάνει ο Πίπης τους διηγήθηκε το όνειρο
              - Τώρα όμως νοιώθω ευτυχισμένος που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
 Το βράδυ όλα τα ζώα μαζεύτηκαν στο ξέφωτο του δάσους. Κρατούσαν κουκουνάρια, βελανίδια, κάστανα.
               - Είμαστε όλοι έτοιμοι; Φώναξε η κυρά Μαρούσκα η σκιουρίνα, που είχε ξεπροβάλει από την πόρτα της φωλιάς της.
              - Ναι ναι, απάντησαν όλοι δυνατά Φαντάζεστε την χαρά τους όταν μεμιάς τα κλωνάρια του δέντρου φωτίστηκαν από χιλιάδες λαμπιόνια και κόκκινες κορδέλες ανέμιζαν από αυτά.
             - Πολύ ωραία η ιδέα σου, φώναξε ο Πίπης.
             - Χρόνια πολλά, του είπαν όλα τα ζωάκια. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που είσαι πραγματικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.
Από τότε κάθε χρόνο πυγολαμπίδες, σαν αληθινά λαμπιόνια φωτίσουν το δέντρο που κουρνιάζει o Πίπης ο σπουργίτης για να του θυμίζουν το Χριστουγεννιάτικο όνειρο.

gon

Η ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ένα έρημο ακρογιάλι ήταν κτισμένο ένα κρυστάλλινο παλάτι. Εκεί κατοικούσε η καλή Νεράιδα Βασόρα με πολλούς υπηρέτες και χιλιάδες στρατιώτες. Κρατούσε όμως ένα μυστικό. Είχε αποκτήσει ένα γιο με τον Άρχοντα της Βαγδάτης. Τον είχε μεγαλώσει με αγάπη και τον είχε αναδείξει στον καλύτερο πολεμιστή. Όταν ήρθαν οι μοίρες να τον μοιράνουν, έδωσαν χαρίσματα στο νεογέννητο αγοράκι κι εκείνο με όλα τα συστατικά της ευτυχίας έγινε άντρας δυνατός και ανδρείος. Η αδελφή της μητέρας Νεράιδας αντί για μοίρα του χάρισε μια χρυσή σφυρίχτρα. Μια μαγεμένη χρυσή σφυρίχτρα, για την ακρίβεια.
Ο Βενεζάρ, έτσι έλεγαν τον γιο της Νεράιδας, μεγάλωσε και κάποτε αποφάσισε να βρει την τύχη του σε μέρη μακρινά. Ήταν όμορφο παλικάρι , έξυπνο, ζωηρό και κοιτούσε με θάρρος τον κόσμο που ήθελε να κατακτήσει.  Η καλή Νεράιδα του έδωσε την ευχή της και ο Βενεζάρ αφού κρέμασε την σφυρίχτρα, που δεν αποχωριζόταν ποτέ, στο λαιμό του, πήρε μαζί του εκατό πολεμιστές, δέκα πιστούς υπηρέτες και ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι. Ο πιο πιστός από αυτούς ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας ο οποίος τον συμβούλευε για τα καλά ή τα πονηρά πνεύματα. Για όλα αυτά που προστατεύουν ή κατατρέχουν τους ανθρώπους.
Στο ταξίδι ο Βενεζάρ πήγαινε μπροστά, καβάλα, πάνω στο λευκό του άλογο και πίσω του ακολουθούσαν το καραβάνι με τις καμήλες και τους καβαλάρηδες πολεμιστές. Οι μέρες περνούσαν ώσπου έφτασαν και στην έρημο και τότε ο δρόμος έγινε ακόμα πιο κουραστικός, μονότονος και ατελείωτος.
Ξαφνικά στον ορίζοντα παρατήρησαν κάτι μαύρες σκιές να πλησιάζουν. Ήταν ένα ολόκληρο λεφούσι από ληστές της ερήμου. Πριν καταλάβουν τι γίνεται, το λεφούσι σαν ανεμοστρόβιλος τους τριγύρισε φωνάζοντας τους δυνατά να παραδοθούν.
Ο Βενεζάρ προσπάθησε να τους ξεφύγει και με θάρρος ν’αντισταθεί , αλλά οι ληστές ήταν διπλάσιοι και ρίχνοντας θηλιές έπιασαν τον Βενεζάρ με τους ανθρώπους του.
Τότε θυμήθηκε τη σφυρίχτρα. Σφύριξε δυνατά κι αμέσως οι θηλιές λύθηκαν, τα άλογα έβγαλαν φτερά και άρχισαν να πετούν ψηλά στον ουρανό, πάνω από τα έκπληκτα μάτια των ληστών. Τέτοιο παράξενο δε τον είχαν ξαναδεί. Ο αρχηγός τους όμως σκέφτηκε να τους ακολουθήσουν για να κλείσουν την μαγεμένη σφυρίχτρα. Δυστυχώς δεν κατόρθωσαν τίποτα, διότι η καλή νεράιδα Βασόρα σχημάτισε με το ραβδάκι της ένα πελώριο ωκεανό μεταξύ των ληστών και του Βενεζάρ, με αποτέλεσμα οι ληστές να πνιγούν και να σωθεί το παιδί της.

με αποτέλεσμα οι ληστές να πνιγούν και να σωθεί το παιδί της.
Όταν τελικά ο Βενεζάρ με τους πολεμιστές του κατέβηκαν στη γη, προχωρώντας για αρκετές ώρες είδαν από μακριά δέντρα, σκηνές και πολύ κόσμο. Σταμάτησαν όπως ήταν φυσικό και όλοι περίεργοι κοίταζαν τους νεοφερμένους ταξιδιώτες. Πλησίασαν στην πιο μεγάλη σκηνή. Εκεί καθόταν ένας γέρος με βασιλικά ρούχα. Το υπερήφανο σοβαρό του ύφος έδειχνε ότι έπρεπε να είναι ο Βασιλιάς της φυλής εκείνης.
Τους ρώτησε ποιοι είναι και τι θέλουν. Ο Βενεζάρ απάντησε με λίγα λόγια το λόγο του ταξιδιού τους και τον τρόπο που νίκησαν τους ληστές.
Ξαφνιασμένος ο Βασιλιάς της φυλής από το παράξενο γεγονός της σφυρίχτρας δεν έβρισκε λόγια να ευχαριστήσει  τον Βενεζάρ, τον οποίο και αποφάσισε να κρατήσει κοντά του.
Ο Βενεζάρ έζησε αρκετό καιρό στην ξένη φυλή. Υπηρέτησε τον αρχηγό πιστά μα το μίσος και η ζήλια των υπηκόων γρήγορα τον ανάγκασαν να φύγει. Τον κάλεσε, λοιπόν, ο αρχηγός της φυλής, του έδωσε αρκετές χρυσές λίρες σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, τον ξεπροβόδισε και του είπε:
«Βενεζάρ παιδί μου, δεν μπορώ να εξασφαλίσω τη ζωή σου ανάμεσα σε τόσους εχθρούς που σε τριγυρίζουν. Είσαι ελεύθερος και σ’ευχαριστώ για όσα μου πρόσφερες»
Ο Βενεζάρ με τη σειρά του ευχαρίστησε τον βασιλιά και παίρνοντας τους πολεμιστές του ξεκίνησε να βρει την τύχη του.
Μετά από αρκετούς μήνες ταλαιπωρίας έφτασαν σε μια πολιτεία όπου κάθε εβδομάδα έκαναν  αγώνες για να διαλέξουν τα πιο επιδέξια παλικάρια στο δόρυ και στα όπλα. Ο Βενεζάρ δήλωσε συμμετοχή.
Όλα τα ευγενικά παλικάρια είχαν μαζευτεί για να δουν τον ξένο. Μόλις ο Βενεζάρ έπιασε στο χέρι του το ακόντιο, όλοι τα έχασαν που ήξερε να μεταχειρίζεται τόσο καλά ακόντιο και το άλογό τρέχει γρηγορότερα από τον άνεμο. Κανείς όμως δεν ήξερε για την μαγεμένη σφυρίχτρα και για τα θαύματα που έκανε. Έτσι απόκτησε την εκτίμηση και τη φιλία των ευγενών, αφού ήταν ο καλύτερος κει με διαφορά μεγάλη.
Έτσι ανάμεσα στον πλούσιο κόσμο γνώρισε την Σειλά, μια όμορφη κοπέλα, ευγενική και αγαπητή.
Της φόρεσε ένα δαχτυλίδι διαμαντόπετρα και την έκανε γυναίκα του. Είχε βαρεθεί πια να τρέχει για να βρει την τύχη του. Είχε καταλάβει μετά από τόσες αγωνίες, φόβους και αιχμαλωσίες, ότι η μεγαλύτερη τύχη στον άνθρωπο είναι η υγεία του και η ελευθερία.
Ξέχασε τις δοκιμασίες και με την μαγεμένη σφυρίχτρα έφτιαξε ένα δικό του κόσμο, τον κόσμο που κλείνει μέσα του όλα τα συστατικά μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Ζει με βαθιά γεράματα και διηγείται τις ιστορίες του στα παιδιά του και τα εγγόνια. Κάπου την ακούσαμε και μεις και σας την διηγηθήκαμε.
Και από τότε ζούμε όλοι καλύτερα.

gon

Η ΧΡΥΣΗ ΜΗΛΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό στο περιβόλι του Πέτρου και του Μάνθου φύτρωσε ένα μικρό τοσοδούλη κλαράκι μηλιάς. Τα φύλλα του έλαμπαν στις χρυσοκόκκινες ακτίνες του ήλιου.
«Μπα…», αναρωτιόντουσαν τα δύο παλικάρια, «πως φύτρωσε εδώ, στα καλά καθούμενα, μια μηλιά και μάλιστα χρυσή;»
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το ροζ συννεφάκι που τους γλίτωσε από την αμηχανία τους. Και έτσι όπως ήταν φουσκωμένο με νεράκι πότισε το χρυσό κλαράκι και να τι τους είπε:
Παλικάρια μου καλά,
Στον κήπο σας εφύτρωσε μια χρυσή μηλιά
Ποτίστε την, κλαδέψτε την
Λίγο να μεγαλώσει
Και τα κλαριά της γρήγορα
Για σας θε να φουντώσει
 
Ο Πέτρος κι ο Μάνθος αν και είχαν μείνει άναυδοι και συνειδητοποίησαν ότι είναι ξύπνιοι και όχι σε όνειρο, αποφάσισαν να κάνουν ότι του είπε το…ροζ συννεφάκι!
Ένας μήνας πέρασε και το μικρό χρυσό κλαράκι έγινε ένα όμορφο φουντωτό δεντράκι. Ένα όμορφο, χρυσό φουντωτό δεντράκι γεμάτο κοκκινόχρυσα μήλα! Ο Πέτρος και ο Μάνθος το φρόντιζαν και το περιποιούνταν γεμάτοι  καμάρι και αγάπη. Μια μέρα είδαν ανάμεσα στα κλαριά του ένα αηδόνι να γλυκοτραγουδά! Ήταν τόσο όμορφα παράξενο που αποφάσισαν να το πιάσουν. Εκείνο δεν αντιστάθηκε καθόλου και κρατώντας το στα χέρια τους το παρακολουθούσαν και θαύμαζαν τα χιλιάδες χρώματα που λαμπύριζαν κάτω από τις χρυσές ανταύγειες που σκορπούσε η μηλιά γύρω γύρω.

Ο Πέτρος  και ο Μάνθος το άφησαν ελεύθερο και τώρα ήταν το πιο παράξενο απ’όλα. Το αηδόνι τους κελάηδησε γλυκά και πήγε και κούρνιασε ξανά μέσα στα κλαράκια της χρυσής μηλιάς! Εκείνοι, συνηθισμένοι απ’όλα τα παράξενα που τους είχαν συμβεί, το άφησαν εκεί κι έφυγαν.
Ένα απόγευμα, που ο ήλιος είχε βασιλκέψει, τα δύο παλικάρια ξεκίνησαν για το περιβόλι τους. είχαν να μαζέψουν τους καρπούς από όλα τα δέντρα τους! Ένα δυνατό φως, όμως, γέμισε την γύρω περιοχή και στην ρίζα της χρυσής μηλιάς εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Που στα χέρια της κρατούσε ένα αδράχτι και μια ανέμη.
Τα παλικάρια την πλησίασαν και την ρώτησαν ποια είναι και από πού έρχεται…;
«Ροδαυγή με λένε», είπε η κοπέλα, «και είμαι η μονάκριβη κόρη του Άρχοντα της Γαλάζιας πολιτείας, μα η κακιά μου μητριά θέλησε να μου κάνει κακό για να εκδικηθεί τον πατέρα μου και σύζυγό της»
«Μα γιατί;» ρώτησαν απορημένα τα δυο παλικάρια
«Γιατί ο πατέρας μου κατάλαβε πόσο άσχημο χαρακτήρα έχει καινούρια του γυναίκα και αποφάσισε να την διώξει μακριά μας. Μ’έκανε λοιπόν αηδόνι και τα δειλινά γίνομαι άνθρωπος, περιμένοντας εκείνον που θα  με βοηθήσει να λύσει τα μάγια, ώστε να πάρω πάλι την ανθρώπινη μορφή μου. Όσο για τη χρυσή μηλιά, ήταν αγαπημένο μου δέντρο και η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη, όπου κάθε βράδυ κόβω ένα μήλο και του ψιθυρίζω το μήνυμά μου και εκείνο βγάζει φτερά και πετάει στον Πύργο του λυπημένο μου πατέρα για να το ανακοινώσει.
Τα παλικάρια της είπαν πως θέλουν να ακούσουν όλη την ιστορία καθώς και πως θα λύσουν τα μάγια. Η Ροδαυγή, τότε, τους έδειξε το αδράχτι και την ανέμη του Άρχοντα πατέρα της, για να γνέσουν νήμα και να πλέξουν μ’αυτό ένα φόρεμα. Τα κουβάρια θα τα έβρισκαν στο υπόγειό του Παλατιού της Γαλάζια Πολιτείας μέχρι το χάσιμο του φεγγαριού!
Όταν το φόρεμα  ετοιμαστεί θα πρέπει, να διαλέξουν ένα ηλιόλουστο πρωινό, να το πάρουν και με πολύ απαλές κινήσεις να το ρίξουν πάνω στις φτερούγες της. Αφού ξαναγίνει άνθρωπος τότε θα πρέπει να φωνάξουν τρεις φορές το όνομά της.
Ο Πέτρος ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια αλλά η Ροδαυγή του απάντησε πως σιγά σιγά θα γίνουν όλα…

Πράγματι ο Πέτρος και ο Μάνθος ξεκίνησαν για τη Γαλάζια Πολιτεία. Βρήκαν στα υπόγεια τα κουβάρια με το μαλλί και όταν γύρισαν σπίτι τους έφτιαξαν το φόρεμα που έπρεπε να ρίξουν πάνω στη κοπέλα!
Το πρωινό που διάλεξαν ήταν το πιο φωτεινό πρωινό του μήνα αλλά η περιοχή έλαμψε πραγματικά μόλις η Ροδαυγή πήρε την ανθρώπινη μορφή της. Όσο για την χρυσή μηλιά…χάρηκε τόσο πολύ που φούντωσε και πέταξε περισσότερα κλαράκια με χιλιάδες χρυσά μήλα. Η Ροδαυγή έκοψε μερικά και γέμισε ένα καλαθάκι. Το έδεσε με ένα μεγάλο ροζ φιόγκο και το έδωσε στο φίλο της, το ροζ συννεφάκι, να το πάει στον πολυαγαπημένο της πατέρα. Τον άρχοντα της Γαλάζιας Πολιτείας.
Όταν έφτασε στον πύργο, το ροζ συννεφάκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και ακούμπησε το καλάθι με τα χρυσά μήλα πάνω σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο τραπέζι. Το ροζ συννεφάκι έψαξε στον πύργο και βρήκε τον άρχοντα πατέρα και τον οδήγησε στο δωμάτιο με το κρυστάλλινο τραπέζι. Εκεί τα χρυσά μήλα του διηγήθηκαν όλη την ιστορία της κόρης του και πως περνούσε όσο ήταν μαγεμένο αηδόνι.
Η κακιά μητριά, που έ3μενε ακόμα στον Πύργο, κρυφακούγοντας τα γεγονότα, θύμωσε, μπήκε στην αίθουσα, άρπαξε το καλαθάκι με τα μήλα και τα πέταξε μακριά. Όμως τα μήλα μεταμορφώθηκαν σε πανέμορφα αετόπουλα που άρπαξαν την κακιά μητριά και την πήγαν πολύ μακριά στα πανύψηλα βουνά και έως και σήμερα ζει μόνη της.
Το ροζ συννεφάκι που περνά τακτικά από κει μας λέει, ότι τη βλέπει να κάνει την προσευχή της στο καλό μας Θεό ώστε να την συγχωρέσει για το κακό που έκανε. Εγώ όμως που ξέρω το τέλος κάθε παραμυθιού θα σας εκμυστηρευτώ την αλήθεια.
Ο καλός μας Θεούλης τη συγχώρεσε και την έκανε κουκουβάγια για να είναι πουλί της σοφίας και της γνώσης. Είχε πάρει ένα καλό μάθημα, που από τότε δίνει σοφία και γνώση στους ανθρώπους για να γίνουν και εκείνοι με τη σειρά τους χρήσιμοι στην κοινωνία.
Η πεντάμορφη Ροδαυγή παντρεύτηκε τον Πέτρο και ζούνε ευτυχισμένοι και πολύ πλούσιοι με τη χρυσή μηλιά στο περιβόλι τους.
Έμαθα πως μέχρι και σήμερα ζούνε καλά μα εμείς ζούμε ακόμα καλύτερα!

gon

Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, στον απέραντο βυθό της θάλασσας είχε το παλάτι της μία πανέμορφη σειρήνα. Κάθε μέρα μετά το ηλιοβασίλεμα ανέβαινε πάνω στον αφρό, πάντα σ’ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου ήταν ένας μεγάλος βράχος. Εκεί καθόταν, αγνάντευε τα καράβια κι έπαιζε με την κιθάρα της μελωδικούς σκοπούς. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.
Μια μέρα όμως, ένα καράβι πέρασε τόσο κοντά της, που ο καπετάνιος του θαμπώθηκε από τη ομορφιά της και την ερωτεύτηκε παράφορα. Τι να έκανε όμως; Το καράβι ταξίδευε και έπρεπε να φτάσει στο προορισμό του! Έπρεπε όμως να της μιλήσει. Να της πει πόσο πολύ ερωτευμένος είναι…και να τι σκέφτηκε!

Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε τον καημό του, το έβαλε μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι, το έκλεισε με έναν φελλό και το έριξε στη θάλασσα λέγοντας:
Θάλασσα που σ’αγαπώ
Έλα πάρε τον καημό,
Στο’κλεισα στο μπουκαλάκι
Την κυρά σου έχω μεράκι…
Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή και κοιτούσε το μπουκάλι ώσπου χάθηκε από τα μάτια του. Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια από αυτές η Σειρήνα ανέβηκε πάλι στον αφρό της θάλασσας και βρήκε το μπουκάλι να επιπλέει δίπλα της. Το άνοιξε και διάβασε τι ήταν γραμμένο μέσα. Αμέσως έπεσε σε μεγάλη περισυλλογή. Τα όμορφα λόγια που διάβασε, έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Τον αγάπησε μόνο μέσα από ένα κομμάτι χαρτί… Έπρεπε να βρει τον καπετάνιο. Ναι! Έπρεπε! Αλλά πως; Με ποιον τρόπο;
Πήγε λοιπόν και βρήκε τον αδελφό της τον Ποσειδώνα που είναι Βασιλιάς της Θάλασσας και τον παρακάλεσε να ψάξει να βρει τον αγαπημένο της καπετάνιο. Ο Ποσειδώνας της υποσχέθηκε πως θα εκτελέσει την επιθυμία της, διότι αληθινά ήθελε να την δει ευτυχισμένη.


Η Σειρήνα, γεμάτη χαρά, βούτηξε στο βυθό που ήταν το παλάτι της και άρχισε να χτενίζεται, να πλένεται, να βάφεται. Μέχρι που ειδοποίησε όλες τις γοργόνες να της φτιάξουν το ωραιότερο κολιέ από σπάνια κοράλλια και φιλντισένια όστρακα! Εκείνες υπάκουσαν στη κυρά της θάλασσας και εκτελούσαν κάθε της διαταγή. Μέχρι και ολομέταξες μπλούζες με χρυσοποίκιλτα στολίδια κατάφεραν να φτιάξουν! Οι μέρες, όμως, περνούσαν και ο Ποσειδώνας δεν είχε ανακαλύψει το καράβι με τον αγαπημένο καπετάνιο της αδελφής του….
Κάποιο δειλινό, όταν το φεγγάρι άρχιζε να ασημώνει τον ουρανό με το φως του, έπιασε μια τρικυμία, σήκωσε βουνά τα κύματα κι όσα καράβια έτυχε να περνούν από κει θαλασσοπνίγηκαν. Τα ξάρτια του εσπασαν και τα πληρώματα βρέθηκαν στον απέραντο ωκεανό, όπου κολυμπώντας προσπαθούσαν να σωθούν.
Ανάμεσά τους κάποιος φώναζε :

«Κυρά της θάλασσας που είσαι; Τα κύματα σταμάτησε! Τα καράβια χάθηκαν, σώσε μας πνιγόμαστε…!»

Την απελπισμένη φωνή άκουσε ο Ποσειδώνας! Κολύμπησε γρήγορα κατά κει και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο αγαπημένος καπετάνιος που γύρευε τόσο καιρό! Ο Ποσειδώνας του πέταξε την τρίαινά του. Ο καπετάνιος την άρπαξε αμέσως και μαζί με τον βασιλιά της θάλασσας κατέβηκαν στο βυθό όπου ήταν η Σειρήνα καθισμένη στο θρόνο της και τους περίμενε.
Ο καπετάνιος τάχασε! Πρώτα πρώτα γιατί βρήκε την αγαπημένη του αλλά και από τα πλούτη και την πολυτέλεια που περιτριγύριζαν την γοργόνα του! Και αμέσως σκέφτηκε πως δεν είχε καμία ελπίδα να τον αγαπήσει η γοργόνα…ποια γυναίκα θα άφηνε τέτοια πλούτη;

Η Σειρήνα διάβασε τη σκέψη του αγαπημένου της καπετάνιου. Σηκώθηκε από τον θρόνο της, του άπλωσε τα χέρια και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Εκείνος την πλησίασε και εκείνη λικνίζοντας το κορμί της με την ψαρένια της ουρά και μ’ένα χαμόγελο όλο πονηριά του είπε:

«Σήκωσε το κάθισμα του θρόνου από κάτω θα βρεις ένα χρυσό κασελάκι, άνοιξε το και πες μου τι έχει μέσα…»

Πράγματι εκείνος έκανε όπως του είπε η αγαπημένη του. Ανοίγοντας λοιπόν το κασελάκι βρήκε ένα γράμμα, ένα σπαθί, ένα παξιμάδι κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο από το νερό της ζωής. Κοίταξε με απορία την Σειρήνα σαν νά'θελε να της πει, τώρα τι πρέπει να κάνω; Από την αμηχανία τον έβγαλε η αγαπημένη του λέγοντας:
«Σ’αγαπώ κι εγώ καλέ μου καπετάνιε, όμως υπάρχει κάποια δυσκολία. Για να γίνω γυναίκα σου διάβασε πρώτα το γράμμα»

Ο καπετάνιος το άνοιξε αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά:
« Για να παντρευτεί η Σειρήνα τον άντρα που θα αγαπήσει, πρέπει πρώτα η Σειρήνα να γίνει άνθρωπος με πόδια και ο μελλοντικός σύζυγος να της προσφέρει ένα παλάτι στη στεριά για να ζήσουν. Μετά, έχοντας για όπλα το σπαθί και το παξιμάδι πρέπει να νικήσει τον στρατό της Νεραιδοχελώνας που πολιορκεί τον βυθό της θάλασσας και αφού την πιάσει αιχμάλωτη πρέπει να την καταφέρει να του μαρτυρήσει το μυστικό με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσει το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής»
Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του, έπιασε από τη μέση την αγαπημένη του και της είπε:
«Η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη που θα κινήσω γη και ουρανό και θα βρω την άκρη και θα σε κάνω γυναίκα μου. Άσε με όμως να ξεκουραστώ λίγο για να έχω καθαρό μυαλό να σκεφτώ».
Πράγματι πήγε να ξεκουραστεί, μα ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το ναυάγιο που τον πήρε ένας βαθύς ύπνος και είδε ένα παράξενο όνειρο.
Ένα μεγάλο γαλάζιο αστέρι με κεφάλι ανθρώπου ήρθε και κάθισε δίπλα του, κρατώντας το γράμμα που πριν λίγο είχε διαβάσει.
- Τι το θέλεις εσύ; Ρώτησε ο καπετάνιος.
- Για σένα το έφερα, απάντησε το αστέρι, και στάσου να ακούσεις προσεκτικά ό,τι θα σου πω.
Ανακάθισε ο καπετάνιος στο κρεβάτι, άνοιξε διάπλατα μάτια και αυτιά και άκουσε προσεχτικά το αστέρι.
«Αυτά που θα ακούσεις είναι η λύση που θέλεις στο αίνιγμα του προβλήματος που γράφει το γράμμα. Λοιπόν, πρώτα πρέπει να πας να εξοντώσεις το στρατό της Νεραιδοχελώνας. Στο σπαθί που θα κρατάς στα χέρια σου, εγώ θα δώσω δύναμη και έτσι θα νικήσεις όλο το στρατό. Με το παξιμάδι στο χέρι, πλησίασε το στόμα της Νεραιδοχελώνας μα πρώτα, πριν της το ρίξεις στο στόμα, βούτηξέ το και τύλιξέ το σε τούτα εδώ τα φύκια…»
…»Μόλις φάει το τυλιγμένο παξιμάδι θα γίνει ήρεμη σαν αρνάκι. Τότε πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα. Κόψε της την ουρά και υποχρέωσέ την να σου μαρτυρήσει το μυστικό για το πώς θα χρησιμοποιήσεις το μπουκαλάκι με το νερό της Ζωής. Ύστερα θ’ανέβεις στον αφρό της θάλασσας, παρακαλώντας τον Βασιλιά Ποσειδώνα να σου δώσει ένα καράβι για να πας στις γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί θα φτιάξεις το παλάτι που θα καθίσεις με την αγαπημένη σου γυναίκα»
- Και πως θα φτιάξω το παλάτι; Ρώτησε ο καπετάνιος
- Πολύ απλά! Πάρε τόσα βότσαλα όσα τα δωμάτια που θα κάνεις, γέμισε το χρυσό κασελάκι με άμμο, γέμισε κι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό της θάλασσας και σαν φτάσεις στις γαλάζιες βουνοκορφές φώναξέ με!
Κατενθουσιασμένος κι ευτυχισμένος ο καλός καπετάνιος ευχαρίστησε το γαλάζιο αστέρι για το καλό που του έκανε, μα κείνη τη στιγμή τ’αστέρι χάθηκε κι εκείνος ξύπνησε αναστατωμένος με όσα είχε δει. Και το πιο παράξενο είναι ότι δίπλα του ήταν ένας μεγάλος σωρός από φύκια!
Έκανε το σταυρό του για την τύχη που είχε και πήγε στην αγαπημένη του Σειρήνα. Της είπε πως είναι έτοιμος να εκπληρώσει το καθήκον του για την ευτυχία τους και κρατώντας το σπαθί, το παξιμάδι και το μπουκαλάκι αποχαιρέτησε την αγαπημένη του.

Νίκησε τον στρατό της Νεραιδοχελώνας, καθώς και όλα όσα είχε δει στον ύπνο του. Είχε φτάσει η στιγμή για το μυστικό και η Νεραιδοχελώνα του είπε πως με το νερό θα πρέπει να ραντίσει την ουρά της Σειρήνας και μετά να πιουν και οι δύο από αυτό!
Έτσι κι έκανε. Και ναι! Καλά το φανταστήκατε! Στη θέση της ουράς εμφανίστηκαν πόδια κι ή Σειρήνα έγινε ένας κανονικός άνθρωπος!
Ο καπετάνιος όμως είχε να ολοκληρώσει το έργο του. Δίνοντας ένα γλυκό φιλί στη αγαπημένη του έφυγε για τις Γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί αφού μάζεψε τα βότσαλα φώναξε το γαλάζιο αστέρι!
Το γαλάζιο αστέρι χαμογελώντας κάλεσε το καλό πνεύμα της χαράς και της ευτυχίας και του έδωσε διαταγή να φτιάξει το παλάτι που ήθελε ο καπετάνιος.

Μονομιάς ένα δυνατό φως πλημμύρισε όλον τον τόπο. Οι βουνοκορφές παραμέρισαν και χιλιάδες εργάτες παρουσιάστηκαν όπου κάθε ένας είχε από τέσσερα χέρια. Έτσι το παλάτι μέχρι το βράδυ ήταν έτοιμο. Έτσι όλα έγιναν πραγματικότητα για τον καπετάνιο και την Σειρήνα, που ευτυχισμένοι έκαναν τον γάμο τους μέσα σ’ένα καράβι για να μπορεί να είναι στο γάμο και ο αδελφός τους ο Ποσειδώνας!
Το τι γλέντι έγινε δεν περιγράφεται. Το καράβι, πλημμυρισμένο φώτα, έμοιαζε σαν γαλαξίας αστεριών, χιλιάδες γοργόνες με τις κιθάρες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν. Τα δελφίνια έκαναν βόλτες γύρω από το πλοίο, οι γλάροι είχαν γεμίσει τα ξάρτια και μαζεμένες ψαροπαρέες γύρω από το καράβι περίμεναν με ανοιχτό το στόμα τις λιχουδιές που τους πετούσαν!
Σαν νύχτωσε και το γλέντι τελείωσε, η αυλαία έκλεισε και το νιόπαντρο ζευγάρι πάνω στην χρυσή άμαξα, δώρο του Ποσειδώνα, έφυγαν για το παλάτι τους.
Εκεί ζουν ευτυχισμένοι και όσοι περνούν από τις γαλάζιες βουνοκορφές, λένε ότι ακούνε τα μελωδικά τραγούδια της Σειρήνας να τραγουδά την ευτυχία και την αγάπη του άντρα της.
Λένε ακόμα ότι περνάνε καλά μα εμείς περνάμε καλύτερα…!

297 Επισκέπτες, 0 Χρήστες