Ειδήσεις:

1η δοκιμή με αναβάθμιση ...

Main Menu
Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 216
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 322
  • Total: 322

Παραμύθι;

Ξεκίνησε από gon, Μάρτιος 05, 2008, 04:21:45 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

gon

Τα καινούργια ρουχα του αυτοκράτορα

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας βασιλιάς που το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα ρούχα του. Σπαταλούσε τα χρήματα της χώρας για να αγοράζει ολοένα και περισσότερα ρούχα.

Είχε μια φορεσιά για κάθε ώρα της μέρας  και οι ράφτες του παλατιού δούλευαν ασταμάτητα ράβοντας συνέχεια καινούργια ρούχα.Η φήμη του αυτοκράτορα και η αδυναμία του για τα ρούχα  έφτασαν στα αυτιά δυο απατεώνων που αποφάσισαν να τον ξεγελάσουν και εκμεταλλευτούν την ματαιοδοξία του.

Μια μέρα λοιπόν εμφανίστηκαν στο παλάτι και ζήτησαν ακρόαση από τον βασιλιά.

«Καλησπέρα σου αυτοκράτορα μου, είμαστε δυο ξακουστοί ράφτες !Υφαίνουμε τα πιο όμορφα ρούχα που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να υφάνουμε ένα ύφασμα που όμοιο του δεν έχεις ξαναδεί..»

«Όχι μόνο είναι το πιο λεπτό και το πιο ανάλαφρο του κοσμου, μα είναι και μαγικό...είναι αόρατο για τους κουτούς και για αυτούς που είναι ανάξιοι για τη θέση τους»

«Χμ, σκέφτηκε ο αυτοκράτορας, αυτά τα ρούχα είναι ότι πρέπει  για μένα. Αν τα φοράω θα μπορέσω να ανακαλύψω ποιος είναι άξιος για τη θέση του και ποιος όχι, ποιος είναι σοφός και ποιος κουτός..»
Έτσι έδωσε στους δυο ράφτες ένα πουγκί με χρυσαφί και τη διαταγή να αρχίσουν αμέσως να υφαίνουν το μαγικό ύφασμα

Την επόμενη κιόλας μέρα εργάτες έστησαν δυο αργαλειούς και οι δυο κατεργάρηδες ξεκίνησαν τη δουλειά.

Κάθε μέρα που περνούσε ζητούσαν όλο και περισσότερα χρήματα από τον αυτοκράτορα δήθεν για να αγοράσουν χρυσές κλωστές και μετάξι..
Ο αυτοκράτορας που περίμενε πως και πως τα καινούργια του ρούχα δεν δίσταζε καθόλου και τους έδινε κάθε μέρα όλο και περισσότερο χρυσάφι.

Ο καιρός περνούσε και αυτοί όλη μέρα κι όλη νύχτα ήτανε στους δυο αργαλειούς που όμως έμοιαζαν αδειανοί.

Όλοι στη πόλη ήξεραν πια
για το μαγικό ύφασμα και ανυπομονούσαν να δουν τον βασιλιά με τα καινούργια του ρούχα.
«Θα θελα να ξέρω πως τα πάνε αυτοί οι δύο με το μαγικό ύφασμα» σκέφτηκε, αλλά έπειτα θυμήθηκε πως όποιοι ήταν ανάξιοι  για τις θέσεις τους δεν μπορούσαν να δουν το ύφασμα.
Θεώρησε λοιπόν πως ήταν καλύτερα να μην διακινδύνευε ο ίδιος τη φήμη του.
Έτσι ο υπουργός πήγε στο δωμάτιο όπου είδε τους δυο ραφτάδες να δουλεύουν  μπροστά από δυο άδειους αργαλειούς.
«Ω θεέ μου!» σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να καθαρίσει τα γυαλιά του, «Δεν βλέπω τίποτα. Είμαι λοιπόν βλάκας και ανάξιος για τη θέση μου;»

Ο υπουργός πλησίασε τους δυο κατεργάρηδες που καμώθηκαν πως δήθεν του έδειχναν το ύφασμα.«Κοιτάτε χρώμα, κοιτάξτε σχέδιο, μα πείτε μας έχετε ξαναδεί τέτοιο όμορφο ύφασμα ξανά;»
Ο υπουργός δεν μπορούσε να δει τίποτα ,γιατί δεν υπήρχε τίποτα να δει,αλλά φοβήθηκε πως όλοι θα καταλάβαιναν πως ήταν βλάκας και άχρηστος. Έτσι καμώθηκε πως το κοιτά και απάντησε..
Ω μα τι όμορφο, είναι πραγματικά υπέροχο! Τι σχέδια, τι χρώματα! Είμαι σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα μείνει πολύ ικανοποιημένος..
Αρχισαν τότε, με κάθε λεπτομέρεια, να του εξηγούν τα δήθεν σχέδια και χρώματα του ανυπάρκτου υφάσματος. Ο υπουργός άκουγε με πολύ προσοχή ώστε να μπορεί μετά περιγράψει στον βασιλιά αυτό που δεν είχε ποτέ δει.
Έπειτα  ζήτησαν από τον υπουργό κι αλλά χρήματα για να προχωρήσουν στο ράψιμο της φορεσιάς, και εκείνος δεν μπόρεσε να τους αρνηθεί..
Και φυσικά το χρυσάφι πήγε όλο στις τσέπες των δυο απατεώνων. . .



Ο βασιλιάς έστειλε έπειτα τον αρχιστράτηγο του  για να επιθεωρήσει τη δουλεία των δυο ραφτάδων.
Όμως κι αυτός όπως ο υπουργός δεν μπόρεσε να δει τίποτα.
Επειδή όμως δεν ήθελε να νομίζουν πως είναι ανόητος ή ανίκανος, δεν είπε τίποτα παρά μόνο προσποιήθηκε πως θαύμαζε το ύφασμα και στο βασιλιά είπε πως ήταν υπέροχο
Πήγε λοιπόν μαζί με τον υπουργό και τον αρχιστράτηγο να δει το περίφημο ύφασμα..
«Υπέροχο, τι χρώμα!»
είπε ο αρχιστράτηγος!
«Θεσπέσιο, τι σχέδιο!»
είπε ο υπουργός.
Ο βασιλιάς  τρομοκρατήθηκε. Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε, Δεν βλέπω τίποτα απολύτως!
«Το ύφασμα είναι θαυμάσιο» είπε μονομιάς,καθώς φοβήθηκε πως οι άλλοι μπορεί να καταλάβαιναν ότι δεν έβλεπε τίποτα.
«Να μου πάρετε αμέσως μέτρα για την φορεσιά, θέλω να είναι έτοιμη μέχρι την μεγάλη παρέλαση σε 3 μέρες.»
Οι δυο κατεργάρηδες πήραν αμέσως τα μέτρα του βασιλιά και υποσχέθηκαν να δουλεύουν νύχτα και μέρα χωρίς σταμάτημα μέχρι να τελειώσουν τη φορεσιά.
Έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλιδιά και έραβαν με βελόνες δίχως κλώστη...ώσπου
«Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα είναι έτοιμα!!»
Ο βασιλιάς μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενος από τους αυλικούς του.
Οι δυο κατεργάρηδες σήκωσαν τα χέρια στον αέρα σαν κάτι να κρατούσαν και του παρουσίασαν τα ρούχα.
«Αυτό είναι το παντελόνι, αυτό είναι το παλτό, και αυτός ο μανδύας σας μεγαλειότατε. Ανάλαφρα σαν πούπουλο, ούτε καν θα τα νιώθετε όταν τα φοράτε..»

«Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να δοκιμάσει τη καινούργια φορεσιά;»ρώτησε ο ένας και υποκλίθηκε.
«Θα μας επιτρέψετε να σας βοηθήσουμε να ντυθείτε, εδώ    σ αυτόν τον καθρέφτη.»
Ο βασιλιάς έβγαλε τα ρούχα του και οι δυο κατεργάρηδες
άρχισαν να τον ντύνουν με τα αόρατα ρούχα. Προσποιήθηκαν ότι έστρωναν τα μανίκια και πώς κούμπωναν το σακάκι.
«Μα τι ταιριαστά τα ρούχα! Τα χρώματα είναι υπέροχα!» Αναφώνησαν ο αρχιστράτηγος και ο υπουργός μαζί.
Ο αυτοκράτορας κοιτούσε και ξανακοιτούσε τον καθρέφτη αλλά δεν έβλεπε τίποτα και φοβήθηκε μην τον περάσουν για χαζό
«Τα καινούργια μου ρούχα είναι θαυμάσια, τι όμορφα που μου ταιριάζουν, τι καλοραμμένα, και το ύφασμα ανάλαφρο σαν πούπουλο!Σας απονέμω τον παράσημο του Αρχιράφτη και σας δίνω για αμοιβή δυο πουγκιά χρυσάφι        ακόμα..»
Σας ευχαριστούμε μεγαλειότατε, υποκλίθηκαν οι δυο ραφτάδες και από τότε…μην τους είδατε
Ο αυτοκράτορας φορώντας την καινούργια του φορεσιά ξεκίνησε για τη μεγάλη παρέλαση.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί στους δρόμους και περίμενε να δει τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα και το μαγικό ύφασμα που ξεχώριζε τους έξυπνους από τους κουτούς.
Οι θαλαμηπόλοι προσποιήθηκαν ότι κρατούσαν το μανδύα γιατί δεν ήθελαν να καταλάβει κανείς ότι δεν έβλεπαν τίποτα!

Η παρέλαση άρχισε και όλοι όσοι την παρακολουθούσαν φώναζαν δυνατά,από φόβο μην τους περάσουν για κουτούς: «Τι κομψά που είναι τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα!! Τι ταιριαστά! Τι ωραίος μανδύας!»
Κανείς δεν τολμούσε να  ομολογήσει πως δεν έβλεπε τίποτα γιατί αυτό θα σήμαινε είτε ότι ήταν ανόητος είτε άχρηστος για τη θέση του.
Μα ο αυτοκράτορας
δεν φοράει τίποτα!
Είναι γυμνός!

Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στην ομήγυρη που σύντομα συνοδεύτηκε από φωνές και γέλια. «Το παιδί έχει δίκιο! Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός! Είναι γυμνός!»
Ο βασιλιάς κατάλαβε πως το πλήθος είχε δίκιο.
Οι δυο ραφτάδες τον είχαν ξεγελάσει. Δεν τόλμησε όμως να το παραδεχτεί.
Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και συνέχισε την παρέλαση μέχρι που κατακόκκινος από ντροπή και θυμό έφτασε στο παλάτι.  
ΤΕΛΟΣ

gon

Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας από την πλευρά του λύκου

Το δάσος ήταν το σπιτικό μου. Ζούσα εκεί και νοιαζόμουν γι’ αυτό.

Προσπαθούσα να το διατηρώ ταχτικό και καθαρό.

 

Κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα, ενώ προσπαθούσα να συμμαζέψω κάτι σκουπίδια που είχε παρατήσει ένας κατασκηνωτής, άκουσα βήματα. Πήδηξα πίσω από ένα δέντρο και είδα ένα μικρό κορίτσι να έρχεται από ένα μονοπάτι, κρατώντας ένα καλάθι. Μου φάνηκε ύποπτη από την αρχή γιατί φορούσε αστεία ρούχα ολοκόκκινα, και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα σαν να μην ήθελε να την αναγνωρίσουν.

 

Φυσικά την σταμάτησα για να ερευνήσω το ζήτημα. Την ρώτησα ποια ήταν, που πήγαινε, από που ερχόταν κ.τ.λ. Μου είπε μια ιστορία για κάποια γιαγιά που πήγαινε να την επισκεφθεί και να της πάει φαγητό.

 

Έδειχνε βασικά έντιμο άτομο, αλλά βρισκόταν στο δάσος μου και έδειχνε ύποπτη μ’αυτά τα ρούχα. ΄Έτσι αποφάσισα να της δείξω πόσο σοβαρό ήταν να εισβάλλει έτσι, χωρίς ειδοποίηση, ντυμένη αστεία.

 

Την άφησα να συνεχίσει αλλά έτρεξα πριν από αυτήν στο σπίτι της γιαγιάς της. Όταν συνάντησα την συμπαθητική γριούλα της εξήγησα το πρόβλημά μου και συμφώνησε ότι η εγγονή της χρειαζόταν ένα μάθημα. Η γριούλα συμφώνησε να κρυφτεί ώσπου να την φωνάξω. Έτσι, κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Όταν έφτασε το κορίτσι την κάλεσα να μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόμουν στο κρεβάτι ντυμένος σαν τη γιαγιά. Το κορίτσι ήρθε με τα κόκκινα μαγουλά της και είπε κάτι άσχημο για τα μεγάλα μου αυτιά. Με είχαν προσβάλλει κι άλλοτε και έτσι προσπάθησα να πω κάτι θετικό. Είπα ότι, ίσως, τα μεγάλα μου αυτιά, μου επέτρεπαν να την ακούω καλύτερα. Δηλαδή έδειχνα ότι την συμπαθούσα και ήθελα να προσέχω αυτά που λεει. Αλλά έκανε άλλο ένα καλαμπούρι για τα γουρλωτά μου μάτια. Τώρα καταλαβαίνετε πώς άρχισα να αισθάνομαι γι’ αυτό το κορίτσι που έβαζε ένα ευγενικό προσωπείο αλλά ήταν τόσο κακοήθης. Παρ’ όλα αυτά έχω την τακτική να γυρίζω και το άλλο μάγουλο και της είπα ότι τα γουρλωτά μου μάτια με βοηθούν να την βλέπω καλύτερα. Η επόμενη προσβολή  στ’ αλήθεια με νευρίασε. Έχω κάποιο σύμπλεγμα για τα μεγάλα μου δόντια κι αυτό το κορίτσι έκανε μία προσβλητική παρατήρηση. Ξέρω ότι θα έπρεπε να μην χάσω την ψυχραιμία μου αλλά πήδηξα από το κρεβάτι και της φώναξα πως τα μεγάλα μου δόντια ήταν χρήσιμα για να την φαω καλύτερα.

 

Τώρα ας είμαστε ειλικρινείς, κανείς λύκος δεν θα έτρωγε ποτέ ένα κορίτσι, όλοι το ξέρουν αυτό, αλλά αυτό το τρελοκόριτσο άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω ουρλιάζοντας κι εγώ προσπαθούσα να την φτάσω για να την ηρεμίσω. Έβγαλα και τα ρούχα της γιαγιάς αλλά αυτό φάνηκε να χειροτερεύει τα πράγματα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με δυνατό κρότο και ένας μεγαλόσωμος τύπος στεκόταν εκεί με το τσεκούρι του. Τον κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βρει τον μπελά μου. Υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο πίσω μου και την κοπάνησα.

Θα ήθελα να μπορούσα να πω πως εδώ τελειώνει η ιστορία. Όμως αυτή η γριούλα γιαγιά ποτέ δεν είπε την δική μου πλευρά της κατάστασης. Σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήμουν κακός και μοχθηρός. ΄Όλοι άρχισαν να με αποφεύγουν. Δεν ξέρω τι έγινε το κοριτσάκι με τα αστεία κόκκινα ρούχα, όμως εγώ δεν έζησα από τότε καλά. Έτσι αποφάσισα να σας γράψω την ιστορία μου.

Με εκτίμηση  
                                                                                                        Ο λύκος

gon

Η καλωσύνη

Η καλωσύνη είπε η γιαγιά, μονάχα η καλωσύνη,
όλα στον κόσμο χάνονται, μόνη απομένει εκείνη.
Στα λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικά τα εγγόνια,
ω, χρόνια των παραμυθιών, αθώα ωραία χρόνια.
Έξω το χιόνι αναγελά στην άγρια ανεμοζάλη
κι εδώ στα μισοσκότεινα, τριγύρω στο μαγκάλι
που κρύβει ανάρια χόβολη κι ονείρατα ανασταίνει,
άλλο απ' τα εγγόνια πρόσχαρο τα χέρια του ζεσταίνει
κι άλλο στέκεται παρ' έκει
κι όλα με μια ψυχή με μια καρδιά
κοιτούν στα μάτια τη γιαγιά,
που αρχίζει παραμύθι.
Η ρόκα ξεκουράζεται στ' άσαρκο μέσα χέρι,
ώσπου ν' αρχίσει το μακρύ κι ακούραστο νυχτέρι.

Ήταν τους λέει, μια φορά κι έναν καιρό
μια πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σαν την Αθήνα.
Πιο τρανή κι άλλη τόση
κι είχε έναν γέρο βασιλιά με φρόνηση, με γνώση.
Κι αυτός ο γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
είχε δυο βασιλόπουλα, δυο γιους να πούμε τάχα.
Ο πρώτος άγριος και κακός, τον κόσμο τυραννούσε,
μήτε φτωχό σπλαχνίζονταν μήδ' άρχοντ' αψηφούσε.
Ο δεύτερος ευγενικός, γενναίος όσο πρέπει,
ήξερε χάρες να σκορπά, χαρά παντού να φέρνει.
Κι ο πρώτος του ΄πε κάποτε «τον κόσμο δεν τον ξέρεις,
είναι άκαρδος, είναι κακός κι όλα κακά τα βλέπει.
Αν θες να γίνεις βασιλιάς κι αν θες και δόξα,
πρέπει να γίνεις άκαρδος, σκληρός ωσάν εμένα.
Ο φόβος μόνο κυβερνά τον κόσμο και τα πλούτη».
Εγύρισεν ο δεύτερος κι ευγενικά απεκρίθη,
«ο φόβος δεν τον κυβερνά, προσωρινά τον δένει,
είναι να πούμε φυλακή σε φρύγανα χτισμένη,
που η θύρα της συχνά κι εύκολα ανοίγει
κι ορμά με μια ο κατάδικος και τον φρουρό του πνίγει.
Το χαλινάρι βάλε του της Θεϊκής αγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιάς κι όχι σκληρός σατράπης».

Να μη σας τα πολυλογώ, ύστερα από ένα χρόνο,
πέθανε ο γερο-βασιλιάς κι ανέβηκε στον θρόνο,
ο γιος του ο πρώτος ο κακός, τρόμος παντού και φρίκη,
βασίλευε με το σπαθί βγαλμένο από τη θήκη.
Οι φυλακές εγέμισαν, το ψέμα, η αδικία,
η ψευτιά , η απάτη, η κολακεία,
ό,τι κακό ευρέθηκε την μαύρη εκείνη ώρα,
εφούντωσε και θέριεψε στη μαύρη εκείνη χώρα.
Ωσότου τα παράπονα εφτάσαν μιαν ημέρα,
ωσάν αυτός ο βασιλιάς δεν θε ν' αλλάξει γνώμη,
να κυβερνά τη χώρα του με του Θεού το νόμο,
ευθύς αυτή θα σηκωθεί για να τον ξεθρονίσει,
να φέρει τον μικρότερο για να την κυβερνήσει.
Σαν τ' άκουσε ο βασιλιάς, τον αδελφό του κράζει
κι άδικα και παράπονα μονάχος τον δικάζει.
Τον βρήκε ψεύτη κι ένοχο και δίχως άλλα λόγια,
τον έκλεισε στου παλατιού τα σκοτεινά κατώγια,
τις μέρες και τις νύχτες του με πίκρες να περνάει.

Μα το άδικο δεν ζει πολύ και δεν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιάς από άλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως αφορμή και δίχως άλλη αιτία
και παίρνει τα φουσάτα του και ξεκινάει και μπαίνει,
στη χώρα την πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
και σε μια μάχη μοναχά νικάει και δεκατίζει
και πιάνει και τον βασιλιά και σκλάβο τον ορίζει.
«Και ο αδελφός;», ερώτησαν τα εγγόνια μ' ένα στόμα;
«Τώρα θα δείτε μάτια μου, δεν τέλειωσεν ακόμα».

Όταν η μάχη απόσωσε και ειρήνευσε το ασκέρι,
έστειλε ο νέος βασιλιάς την κόρη του να φέρει,
με άλογα χρυσοστόλιστα και με χιλιάδες άτια,
να δει τα μαρμαρόχτιστα, να δει τα ωραία παλάτια.
Κι έτρεξε εκείνη βιαστική να δείξει τη χαρά της,
σε κάθε τι πολύτιμο που βλέπει ολόγυρά της.
Μα όταν έφτασε και στου παλατιού τα σκοτεινά κατώγια,
όπου ο αδελφός του βασιλιά βρισκόταν ένα χρόνο,
ένοιωσε θλίψη στην ψυχή και στην καρδιά της πόνο.
Και δίχως να ξέρει τι έχει,
στο βασιλιά πατέρα της αλαφιασμένη τρέχει
και κλαίει, κλαίει γονατιστή με τον κρυφό της πόθο
κι ο βασιλιάς πατέρας της «σήκω», της λέει, «σε νοιώθω».
Έφερε το μικρό αδελφό απ' τα σκοτεινά κατώγια
και δίχως να μακρηγορεί, δίχως μεγάλα λόγια,
του λέει, "η κόρη μου σ' αγάπησε, γυναίκα σου τη δίνω"
και γίνανε οι γάμοι τους το ίδιο βράδυ εκείνο,
με όργανα με τούμπανα και με χαρές μεγάλες.
Και τον κακό το βασιλιά τον ξαναφέραν πάλι,
μαζί με δούλους να κερνά το ασκέρι στη χαρά τους

και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερά τους.

gon

Ένα Παραμύθι με Νόημα

"Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα απόμακρο χωριό, ζούσαν δέκα ψαράδες. Την εποχή εκείνη, κανείς άλλος δεν ήξερε να ψαρεύει και ούτε ενδιαφερόταν για το ψάρεμα. Αν μάλιστα οι ψαράδες έκαναν το αστείο να διδάξουν ψάρεμα στους ανθρώπους της πόλης, ή να τους δώσουν δωρεάν ψάρια εκείνοι τους κορόιδευαν και τους χλεύαζαν.

Οι κάτοικοι της πόλης, βλέπετε, τρώγανε μόνο έτοιμες προτηγανισμένες τηγανητές πατάτες που τους προμήθευε ο αφέντης μεγαλέμπορας.

Οι ψαράδες όμως επέμειναν. Σιγά σιγά, καλλιέργησαν και τη γη, κάναν μια μικρή φάρμα εκτροφής ζώων, άρμεγαν το γάλα και επειδή ήταν όλοι φίλοι μεταξύ τους και ήταν λίγοι σε πληθυσμό, ο καθένας έκανε ότι του άρεσε και το πρόσφερε δωρεάν και χαμογελαστά στους υπόλοιπους. Όποιος δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας κάποια δουλειά, μπορούσε να ρωτήσει τους παλιότερους κατοίκους του χωριού και εκείνοι με χαρά τον βοηθούσαν. Σιγά σιγά, οι ταλαιπωρημένοι και στα πρόθυρα της ασιτίας κάτοικοι της πόλης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν και αυτοί τον τρόπο ζωής του μικρού αυτού χωριού και άρχισαν να μαζεύονται στα περίχωρα του χωριού. Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε. Οι νέοι κάτοικοι απαιτούσαν σαν κακομαθημένα παιδιά τα δωρεάν ψάρια τους (λες και κάποιος τους τα χρώσταγε) και κακοαναθρεμένοι όπως ήταν, άρχισαν να ζητάνε τσιπούρες, φιλέτο, λαχανάκια Βρυξελλών, πράγματα που οι παλιοί χωρικοί δε μπορούσαν (χωρίς τη συνεργασία των νέων) να φτιάξουν.

Αλλά αυτό που πραγματικά έφερνε σε απόγνωση τους γέροντες του χωριού, ήταν η συμπεριφορά των νέων στο σχολείο. Δεν έκαναν τις εργασίες τους, δε διάβαζαν τα βιβλία τους, δεν παίδευαν το μυαλό τους και δεν παρατηρούσαν τους γεροντότερους ώστε να προοδεύσουν. Αντί αυτού, συνεχώς έβριζαν τη δασκάλα τους όταν τους εξηγούσε πως αν είχαν διαβάσει το βιβλίο δε θα χρειαζόταν να διακόπτουν συνέχεια το μάθημα και να ρωτούν τα ίδια και τα ίδια.

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για πολύ καιρό, μέχρι που πέθαναν οι γεροντότεροι, χάθηκε η γνώση που είχαν και τελείωσαν από τις αποθήκες οι έτοιμες τροφές που με τόσο κόπο συσσώρευαν.

Πεινασμένοι και απογοητευμένοι οι κάτοικοι της πόλης, ξαναγύρισαν στον παλιό αφέντη τους. Με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχτηκαν πως ήταν λάθος τους να φύγουν από κοντά του και του ζήτησαν να τους πάρει στη δούλεψή του.

Αυτός άλλο που δεν ήθελε. Τώρα πια όλοι δουλεύουν γι' αυτόν, για μια μερίδα προτηγανισμένες σάπιες πατάτες και κανένας δεν έχει μείνει για να επαναστατήσει εναντίον του."

gon

Ένας σουλτάνος ήθελε να γνωρίσει το ζακόνι (= συνήθειο, χαρακτήρας) κάθε τόπου που κυβερνούσε. Του είπαν τότε να φτιάξει καλύβες από τα ξύλα κάθε τόπου και να κοιμηθεί μέσα. Στο όνειρό του, του είπαν, θα φανερωθεί η κάθε χώρα.

Διέταξε και έφτιαξαν τέσσερις καλύβες με ξύλα από την Αίγυπτο, την Ανατολή, τη Ρούμελη και το Μωριά – κι έπιασε με τη σειρά να κοιμάται, κάθε βράδυ σε άλλη καλύβα.

Στην πρώτη ονειρεύτηκε το Νείλο. Στα νερά του κυλούσαν χρυσάφια, πλούτη αμέτρητα.

Στη δεύτερη, της Ανατολής, κοιμήθηκε σαν το πουλάκι και είδε όνειρα γλυκά, σα να ‘χε μαστουρώσει με χασίσι.

Στην καλύβα της Ρούμελης ονειρεύτηκε άτια να χλιμιτράνε και άρματα να βροντούν.

Τέλος, στην καλύβα τη Μωραΐτικη, λαχτάρησε και πετάχτηκε από τον ύπνο του, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ονειρεύτηκε, λέει, χίλιους διαβόλους να τρέχουν πάνω – κάτω, με αναμμένα δαυλιά!

skou70

kanena me drako den yparxei?  :roll:

tristana

Τους εξολόθρευσαν οι 'Αγιοι των Χριστιανών. Το φοβερό χούι κι αυτό...

gon

Ο Αναστάσης και η Μαριγώ

Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δως της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινίσει.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, όμορφος και λυγερός που τον έλεγαν Αναστάση. Ζούσε σ' ένα ορεινό χωριό στις πλαγιές του Παναχαϊκού. Το σπίτι του ήταν πολύ παλιό. Ο προπάππος του το είχε χτίσει με πέτρες που είχε κουβαλήσει με το μουλάρι από μια μακρινή ρεματιά.

Τώρα το σπίτι έχει παλιώσει, τα μπατζούρια τριζοβολούν όταν τα δέρνει ο άνεμος. Έξω στην αυλή είναι ένα πηγάδι σφραγισμένο με μια βαριά πέτρα.

Κάποια βραδιά ο Αναστάσης άκουσε μουγκρητά να βγαίνουν απ' το πηγάδι. Το πρωί που ξύπνησε είδε την πέτρα μισοκαμμένη. Φοβήθηκε πολύ,πήρε το δίκανο του και έριξε μια τουφεκιά στην καμμένη πέτρα. Η πέτρα διαλύθηκε. Μια κατακόκκινη φλόγα ξεπετάχτηκε από το πηγάδι. Ο Αναστάσης παγωμένος ακίνητος, βλέπει τρία κοφτερά νύχια, μια καυτή γλώσσα, μυτερά δόντια και κάτι κόκκινα μάτια να τον κοιτάζουν με μίσος......

Ο Αναστάσης τρέμει, το δίκανο του πέφτει απ' τα χέρια. Τρέχει σαν αστραπή στο πυκνό δάσος. Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του μια όμορφη νεράϊδα. Η νεράϊδα του χαμογελάει γλυκά και του γνέφει να πάει κοντά της. Ο Αναστάσης παίρνει θάρρος και την πλησιάζει.

Εκείνη του δίνει το μαγικό της ραβδί και του λέει: "Πάρε το ραβδί και πήγαινε στο πηγάδι".

Εκείνος δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στο πηγάδι. Δίνει μια ραβδιά στην τρύπα του πηγαδιού. "Aμπρα Κατάμπρα, άμπρα κατρό βγες δράκε και έλα εδώ!!!".

Και έξω βγαίνει η Μαριγώ που την είχε φυλακισμένη ο δράκος εδώ. Την άλλη μέρα γάμος γίνηκε στο χωριό.

Με ζευγάρι τον Αναστάση και τη Μαριγώ.

Επήγα και εγώ προσκαλεσμένος να τους δώ.

gon

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΣΚΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό στο μικρό χωριουδάκι της Γαλάζιας Πολιτείας, ζούσε ένας πλούσιος χωρικός που τον έλεγαν Ιβάν. Ο Ιβάν μαζί με τη γυναίκα του Τιτίκα και την κόρη τους Μαρούσκα, αποτελούσαν μια όμορφη οικογένεια.

Η Μαρούσκα όσο μεγάλωνε γινόταν πολύ όμορφη. Ωραιότερη από τ’άλλα κορίτσια της ηλικίας της που ζούσαν στο χωριό, με αποτέλεσμα, εκείνα, να τη ζηλεύουν και έτσι δεν της έκαναν παρέα. Τα παλικαριά έδειχναν στη Μαρούσκα την προτίμησή τους, μα εκείνη κλεινόταν στην κάμαρά της στολίζοντάς την με λουλούδια λογής λογής.

Μα τα αγαπημένα της ήταν οι μενεξέδες!

Μια μέρα, λοιπόν,. Αποφάσισε να περπατήσει στο δάσος, να μαζέψει μενεξέδες και αγριολούλουδα του χειμώνα. Ήταν Δεκέμβρης μήνας και το κρύο πολύ τσουχτερό. Η καημενούλα η Μαρούσκα πήρε λάθος μονοπάτι και χάθηκε. Τα δόντια της έτριζαν από το κρύο και τα ποδαράκια της άρχιζαν να παγώνουν.

Άρχισε να κλαίει από το φόβο της, μα τα δάκρυα που κυλούσαν από τα γαλάζια μάτια της, λες και της έδωσαν λιγάκι θάρρος. Τα σκούπισε με το μαντήλι της και τότε μέσα από τα χιονισμένα δέντρα διέκρινε μακριά στο βάθος την κόκκινη ανταύγεια μιας φωτιάς.

«Αχ!», αναστέναξε χαρούμενα, «Ας τρέξω ως εκεί να ζεσταθώ!»

Και με όση δύναμη της είχε απομείνει άνοιξε τα βήματά της  ώσπου βρέθηκε στο ξέφωτο με την αναμμένη φωτιά. Αλλά το πιο παράξενο ήταν η ξύλινη καλύβα στημένη και φωτισμένη με πολλά φωτάκια. Δειλά δειλά η Μαρούσκα άνοιξε την πόρτα μπήκε μέσα και τι να δει! Στολισμένη την καλύβα Χριστουγεννιάτικα, με δέντρο φορτωμένο δώρα, λαμπιόνια και χιλιάδες παιχνίδια. Στην μέση της καλύβας ένα κρεβάτι με πουπουλένιο πάπλωμα.

Πόσο νύσταξε και πόσο κουρασμένη ήταν!  

Δίχως να σκεφτεί σε ποιον ανήκει η καλύβα έβγαλε τα παπούτσια της και τις βρεγμένες κάλτσες της, φόρεσε κάτι πιζάμες που βρήκε δίπλα στην καρέκλα και…Χωπ! Κουκουλώθηκε με το πουπουλένιο πάπλωμα.

Η φωτιά στο αναμμένο τζάκι τριζοβολούσε και ανάδυε μια ζέστη που αποκοίμησε τη Μαρούσκα. Και τότε είδε το όνειρο. Το πιο όμορφο αλλά και παράξενο όνειρο….

Γύρω από το τζάκι δώδεκα άντρες με πανωφόρια στις πλάτες και κουκούλες, ήταν καθισμένοι γύρω-γύρω. Οι τρεις φορούσαν άσπρα πανωφόρια σαν χιόνι, που πέφτει το χειμώνα. Άλλοι τρεις φορούσαν πρασινωπά, σαν το χορτάρι της άνοιξης. Τρεις άλλοι φορούσαν κίτρινα σαν τα θερισμένα στάχυα και οι τρεις τελευταίοι φορούσαν κοκκινωπά σαν τα ώριμα μήλα. Έτσι έμεναν ακίνητοι κοιτάζοντας τη Μαρούσκα που κοιμόταν βαθιά. Η Μαρούσκα μέσα στον ύπνο της, ένιωθε τόσο ευτυχισμένη, ώστε τους ρώτησε ποιοι είναι…

Εκείνοι απάντησαν….

Είμαστε οι δώδεκα μήνες και επειδή είσαι καλή κοπέλα, στήσαμε αυτήν την καλύβα και ανάψαμε τη φωτιά, για να έρθεις να ζεσταθείς. Τότε η Μαρούσκα σηκώθηκε και άρχισε να χαιρετά έναν-έναν τους δώδεκα μήνες. Ο πιο μεγάλος, ο Ιανουάριος, τη ρώτησε

-          Πως βρέθηκες στο δάσος;

-          Ήρθα να μαζέψω μενεξέδες, απάντησε εκείνη.

-          Μα τι λες παιδί μου, είπε ο Ιανουάριος με βαθιά βροντερή φωνή, που να βρεθούν οι μενεξέδες μέσα στο χιόνι;

-          Συγγνώμη!! Συγγνώμη, φώναξε κλαίγοντας η Μαρούσκα. Δεν ήξερα ότι το χειμώνα δεν υπάρχουν μενεξέδες, και ήθελα τόσο πολύ να στολίσω τα βάζα μου…

Τότε ο Ιανουάριος έδωσε το χρυσό του ραβδί στο Μάρτιο κι εκείνος σκάλισε λιγάκι τη φωτιά. Η φλόγα υψώθηκε και προκάλεσε ζέστη. Το χιόνι έλιωσε τριγύρω, τα δέντρα πρασίνισαν, έβγαλαν μπουμπούκια και λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν παντού! Πρώτοι πρώτοι ξεπρόβαλλαν οι μενεξέδες.

-          Έλα Μαρούσκα, της είπε ο Μάρτιος, μη χάνεις χρόνο. Μάζεψέ τους μενεξέδες σου.

Η Μαρούσκα δεν προλάβαινε να μαζεύει. Στο τέλος είχε φτιάξει ένα τεράστιο μπουκέτο. Ευχαρίστησε τους δώδεκα μήνες και, τάχα μου, έφυγε για το σπίτι της. Μα γύρισε πίσω το κεφάλι αντικρίζοντας τους δώδεκα άντρες λυπημένους. Γύρισε πίσω στην καλύβα, ακούμπησε στο μικρό τραπεζάκι το μπουκέτο με τους μενεξέδες, κάθισε ανάμεσα στους μήνες και τότε όλοι μαζί χαμογέλασαν.

Ένας - ένας οι μήνες της χάριζαν ότι πιο όμορφο είχαν. Οι τρεις γεροντότεροι, χιόνια, κάστανα, πορτοκάλια και μήλα μαζί με τα πιο όμορφα χιονολούλουδα, τις φλεβαριάτικες παρθένες που λέει ο κόσμος.

Οι τρεις της άνοιξης της υποσχέθηκαν ότι ποτέ δεν θα λείψουν οι ανθισμένες αμυγδαλιές και τα χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια από το κήπο της.

Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού της χάρισαν τα χρυσαφένια στάχυα, σταφύλια, καρπούζια, μοσχομπίζελα, μανουσάκια.

Τέλος, οι τρεις μήνες του φθινοπώρου την πλησίασαν και της είπαν…

«Πάρε από εμάς γαρυφαλιές, χρυσάνθεμα και μαργαρίτες και μια υπόσχεση. Ποτέ δεν θα φύγεις για το δάσος, χειμώνα με χιόνια και κρύο.

Αυτά τα δώρα που σου δώσαμε, πάντα για όλη σου τη ζωή, θα υπάρχουν στο σπίτι σου. Εμείς τα δώδεκα αδέλφια θα σου χαρίζουμε κάθε εποχή την γλύκα στα φρούτα, το άρωμα στα λουλούδια και τη γεύση ώστε ότι τρως να είναι το καλύτερο.»

Πόσο χάρηκε η Μαρούσκα. Φίλησε ένα-ένα τ’αδέλφια κι έφυγε τρέχοντας από το γνωστό μονοπάτι για το σπίτι της.

Το δυνατό φως του ήλιου που μπήκε από το παράθυρο που άνοιξε η μητέρα της, ξύπνησε το κορίτσι από το πιο όμορφο όνειρο που την είχε κάνει τόσο ευτυχισμένη.

Έζησε ευτυχισμένα με τους γονείς της, αργότερα τον άντρα της και τα τρία τους παιδιά…

Πόσο ευτυχισμένα νιώθεις όταν η ψυχή σου είναι γεμάτη από καλοσύνη κι ακόμα περισσότερο, όταν αυτή την ευτυχία εισπράττεις από αυτούς που αγαπάς….

Κάπως έτσι τελειώνουν όλα τα παραμύθια, μόνο που έχουν διαφορετικά χρώματα. Κόκκινα, γαλάζια, ροζ…έτσι έζησε και η Μαρούσκα το δικό της παραμυθένιο όνειρο, ώστε να ζει ευτυχισμένη αλλά και εμείς να ζούμε με τη θύμηση του παραμυθένιου ονείρου της ακόμα καλύτερα…

 
Γιαγιάκα Άννα

gon

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ


Μια φορά και έναν καιρό, μέσα στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα πελώριο δέντρο που το έλεγαν χαμομήλι. Φάνταζε ανάμεσα στα άλλα δέντρα, για το χοντρό του κορμό και τα μεγάλα του κλαδιά! Περήφανα κάθε πρωί, άνοιγε τα πράσινα φύλλα του, τα τέντωνε καμαρωτά, και από την πολλή του περηφάνια δεν έκανε παρέα με κανένα από τα υπόλοιπα δέντρα. Όμως επειδή ο καλός μας Θεός τιμωρεί τους υπερήφανους, ακούστε τι έπαθε.

Ένα πρωί ήρθαν στο δάσος κάτι ξυλοκόποι. Τα δέντρα παραξενεμένα σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, τι ήθελαν εδώ.

Προς μεγάλη τους έκπληξη τους ρώτησε και το χαμομήλι, και τότε του απάντησαν ότι έψαχναν να βρουν τον πιο χοντρό κορμό, για να φτιάξουν τον Σταυρό του Ναζωραίου.

         - Αχ! Αναστέναξε η ελιά. Κάποτε κάθισε στον ίσκιο μου να ξεκουραστεί. Ο Ναζωραίος βοηθάει τους πονεμένους και τους άρρωστους. Εγώ δεν τον δίνω τον κορμό μου, είπε αποφασιστικά τελειώνοντας την κουβέντα της η ελιά.

Συγκινημένοι το Πεύκο και η Λεύκα είπαν πως ούτε κι εκείνοι θα έδιναν τον κορμό τους.

Στο μεταξύ οι ξυλοκόποι έβγαλαν τα τσεκούρια, σήκωσαν τα μανίκια τους, και άρχισαν να κόβουν την Ελιά. Μονομιάς εκείνη αγρίεψε, και πέταξε τόσο μεγάλους ρόζους που τα τσεκούρια των ξυλοκόπων κόντεψαν να σπάσουν.

        - Πάμε στο Πεύκο, φώναξαν.

Όμως εκείνο πλημμύρισε ρετσίνι. Τα τσεκούρια κόλλησαν και θυμωμένοι οι ξυλοκόποι πήγαν στην Λεύκα. Κι εκείνη όμως δεν τους άφησε να κόψουν τον κορμό της.

Η μέρα περνούσε και κανένα δέντρο δεν έδινε το ξύλο του για τον Σταυρό. Η Ιτιά τρανταζότανε, η Τριανταφυλλιά γέμιζε αγκάθια και το Έλατο πέταγε φλούδες. Μόνο σαν ήρθε η σειρά του Χαμομηλιού, εκείνο κάθισε σιωπηλό και υπάκουο και έκοψαν το ξύλο του, από όπου φτιάχτηκε και ο Σταυρός του Ναζωραίου.

Οι ξυλοκόποι το φόρτωσαν κι έφυγαν βιαστικά. Τότε ένα παράξενο σκοτάδι απλώθηκε στο δάσος. Όλα τα δέντρα με απορία έβλεπαν το Χαμομήλι να κονταίνει, να κονταίνει, οι ρίζες του συρρικνώθηκαν, τα πελώρια κλαδιά του χάθηκαν, μαλάκωσε ο κορμός του, κι ‘έγινε τόσο μικρό που κανείς πλέον δεν το πρόσεχε. Λυπημένο άρχισε να κλαίει, ζητώντας από τον καλό Θεό συγχώρεση που υπήρξε περήφανο και ξιπασμένο. Εκείνος του έδωσε την ευκαιρία να επανορθώσει και του είπε:

        - Έγινες η αιτία να πονέσει ο Μοναχογιός μου, αλλά επειδή μετάνιωσες αληθινά, σου δίνω την δύναμη να μπορείς με το ζουμί από τα λουλουδάκια σου να γιατρεύεις τους πόνους των ανθρώπων.

Από τότε φυτρώνει μόνο του στις ερημιές χωρίς ανθρώπινη φροντίδα. Αν καμιά φορά πηγαίνοντας στη εξοχή, συναντήσετε κάτι τόσο δα μικρά λουλουδάκια, με κίτρινη καρδιά και άσπρα φυλλαράκια, μην τα πατήσετε.

Σκύψτε να το μαζέψετε. Είναι το Χαμομήλι.

Γιαγιάκα Αννα

gon

ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΑΥΓΟ



Μια φορά και έναν καιρό μέσα σε ένα πολύ μεγάλο ψάθινο καλάθι ζούσε ένα πανέμορφο αυγό. Κάθε μέρα έλεγε στην μαμά του πόσο μεγάλη εντύπωση του είχε κάνει μία πολύ γλυκιά ιστορία που του είχε διηγηθεί η ίδια για κάτι μπάμπουρες που ζουζούνιζαν στον αέρα μία συγκεκριμένη περίοδο κατά την διάρκεια του χρόνου και για τον πόσο μελαγχολικές ήταν εκείνες ακριβώς οι μέρες της εβδομάδας. Η μαμά του τότε έπιανε το αυγό και του έλεγε την ιστορία.

Κάποτε, έλεγε, που ο ήλιος χαμογελούσε ευχαριστημένος, τα νερά του ποταμού κυλούσαν καθάρια και τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα ψηλά στον ουρανό σκίζοντας μεγαλόπρεπα τον αέρα, ένα σημαντικό γεγονός έκανε τον κόσμο να κλάψει. Έμαθαν πως κάποιοι άνθρωποι που δεν είχαν αγάπη στην καρδιά τους θα σταύρωναν τον Χριστό μας. Τότε όσα αυγά είχαν κάνει οι χήνες, οι αετοί, οι κότες μαζεύτηκαν σε μεγάλους πήδους και άρχισαν να τρέχουν σε κείνο τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο ψηλό βουνό που το έλεγαν Γολγοθά. Πω πω τι έβλεπαν !!

Τον Χριστούλη να ανεβαίνει το βουνό αναστενάζοντας και ζητώντας συγχώρεση από τον Θεούλη για τους ανθρώπους που τον καταδίκασαν . Ο ιδρώτας κυλούσε σε χοντρούς κόμπους από το πρόσωπό του, ο όχλος να τον σπρώχνει και να του φωνάζει δυνατά και δίπλα του η μανούλα του να κλαίει γοερά. Τότε ένα μικρό αυγό καθώς είδε να βασιλεύει ο ήλιος και ουρανός να γίνεται κατάμαυρος έκανε δύο πήδους πιο γρήγορα και έτρεξε δίπλα στον Χριστό μας.

Κάθισε δίπλα του και άρχισε να κλαίει. Τότε ο Χριστός ακούγοντας το κλάμα του έσκυψε προς το μέρος του το έπιασε και αμέσως σταλαματιά σταλαματιά, το αίμα από το αγκάθινο στεφάνι έπεσε πάνω στο αυγό που έγινε κατακόκκινο. Έτρεξαν και τα άλλα αυγά εκεί κοντά στον Χριστό και όταν όλα πια είχαν γίνει κατακόκκινα από το ευλογημένο αίμα του Χριστού έφυγαν για το σπίτι τους.

Οι μαμάδες τα φύλαξαν, γράφοντας αυτήν την ιστορία για να ξέρει ο κόσμος ανά τους αιώνες πως κάθε Μεγάλη Πέμπτη που ο Χριστός μας πάει για τον Γολγοθά, πρέπει να βάφει κόκκινα αυγά εις ανάμνηση της ημέρας όπου το αίμα του Χριστού έβαψε εκείνο το αυγουλάκι.

Από τότε πέρασαν 2.000 χρόνια και το Πασχαλινό αυγό θα βάφεται πάντοτε κόκκινο.

gon

Η ΑΓΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ *ΝΕΟ*



Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής, ζούσε ένας χωρικός που έβγαινε στο παζάρι να πουλήσει την πραμάτεια του, έχοντας πάντα για συντροφιά ένα κατάλευκο περιστέρι. Τοποθετούσε το κλουβί δίπλα του και κουβέντιαζαν, διότι το περιστέρι είχε ένα χάρισμα. Μιλούσε με ανθρώπινη φωνή. Βέβαια ο χωρικός παραξενεμένος δεν έκανε σχόλιο για το γεγονός, διότι αυτό συνέβαινε καθημερινά με αποτέλεσμα να μην του δημιουργεί καμία περιέργεια.

Κάποια μέρα όμως άκουσε τον φίλο του να του λέει:

«Βγάλε με απ’το κλουβί και άσε με να κάτσω στον ώμο σου»

Πράγματι εκτέλεσε την επιθυμία του και αυτό από τότε πετούσε ελεύθερο επιστρέφοντας πάντα στον αφέντη του. Κάποια μέρα βροχερή που ο χωρικός είχε πάει πάλι στο παζάρι να πουλήσει πραμάτεια, βλέπει να στέκεται μπροστά του ένα παλικάρι που είχε στην πλάτη κρεμασμένη μια φαρέτρα.

-        Γεια χαρά σου! Είπε ο χωρικός στο παλικάρι.

-        Γεια σου και χαρά σου και σένα, απάντησε εκείνο

-        Τι καλό ζητάς; Τον ρώτησε ο χωρικός.

-        Το περιστέρι σου, απάντησε το παλικάρι.

-        Μα δεν ανήκει στην πραμάτεια.

-        Δεν πειράζει, εγώ αυτό θέλω, είπε το παλικάρι, κι έβγαλε ένα πουγκί γεμάτο χρυσά φλουριά, τα έδωσε στο χωρικό, πήρε το περιστέρι κι έφυγε.

Πιο κάτω σ’ένα δέντρο είχε δέσει το άλογό του, ανέβηκε και χάθηκε σαν σίφουνας μέσα στο μεγάλο δάσος.

Σε λίγο έφτασαν σ’ένα ξύλινο σπιτάκι, έβγαλε το περιστέρι απ’το κλουβί, του έδωσε φάει κι άρχισε να καθαρίζει τα τόξα του. Αυτό γινόταν αρκετούς μήνες, ώσπου κάποια μέρα το περιστέρι είπε στον καινούριο του αφέντη:

«Μη με ξαναβάλεις στο κλουβί

Και αν θα βγάλω μια κραυγή

Τρέξε να δεις τι θα συμβεί»

Χωρίς πολλές εξηγήσεις, το παλικάρι έκανε όπως του είπε το περιστέρι και σαν ήρθε το βράδυ, ξάπλωσε όπου τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Κάποια στιγμή άκουσε μια κραυγή. Σηκώθηκε κι έτρεξε να δει τι είχε συμβεί. Μπροστά στα έκπληκτά του μάτια αντίκρισε μια πανέμορφη κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά.

-        Ποια είσαι; Ψέλλισε τρομαγμένος

-        Είμαι η πριγκίπισσα Αγνή, που το κακό ξωτικό θέλησε να με κάνει γυναίκα του. Εγώ όμως αρνήθηκα και με μεταμόρφωσε σε περιστέρι. Άκουσέ με σε παρακαλώ διότι δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Θέλω να ξέρεις πως είσαι το παλικάρι που χρόνια περιμένω να λύσει τα μάγια του ξωτικού.

-        Λέγε μου τι πρέπει να κάνω, ρώτησε εκείνος.

-        Πρέπει να βρεις το διαμάντι που φυλάει το ξωτικό στον χρυσό του πύργο. Ύστερα να το πας στην  καλή μάγισσα Μαλιντούσα, να σου δώσει το μαγικό σπαθί, να σπάσεις το διαμάντι ώστε να βγάλεις από μέσα την καρδιά του ξωτικού. Αμέσως μετά θα την πιάσεις με το μαγικό σπαθί και θα τη δώσεις να την φάει το λιοντάρι που θα φυλάει την πόρτα του χρυσού πύργου. Κάνε όλα αυτά και ύστερα θα δεις τη συνέχεια.

Μονομιάς η πριγκίπισσα ξανάγινε περιστέρι και πεταρίζοντας τις λευκές του φτερούγες κρύφτηκε μέσα στο κλουβί. Το παλικάρι έκανε το σταυρό του κι αφού καβάλησε το άσπρο του άλογο ξεκίνησε για τη μεγάλη  περιπέτεια που του είχε αναθέσει το περιστέρι.

Πέρασε βουνά και κάμπους, απέραντες θάλασσες και μια μέρα σ’ένα ξέφωτο συνάντησε έναν αετό που μιλούσε σαν άνθρωπος.

 
-        Γιατί άφησες τα βουνά; Ρώτησε το παλικάρι τον αετό

-        Για να σε βοηθήσω, απάντησε ο αετός

-        Αχ! Μα τι μπορείς εσύ να κάνεις ώστε να με βοηθήσεις; Είπε το παλικάρι.

-        Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Ανέβα στις πλάτες μου και το άλογό σου να το δέσεις στο δέντρο. Είπε ο αετός.

Πράγματι σε λίγο πετούσαν πάνω από το χρυσό πύργο του ξωτικού. Χαμήλωσε ο αετός, κατέβηκε το παλικάρι, το έδωσε ένα από τα φτερά του και του είπε:

«Μόλις φτάσεις έξω από την πόρτα κάψε το φτερό και ρίξε το μπροστά στα μάτια του Λιονταριού. Εκείνο θα τα χάσει με τη φωτιά. Θα του πέσει το κλειδί από το στόμα. Άρπαξέ το, άνοιξε την πόρτα και δίχως να γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου πήγαινε κατευθείαν στο δωμάτιο που θα ακούγεται μελωδική μουσική. Εκεί θα αντικρίσεις μια μεγάλη κρυστάλλινη μπάλα, πάνω σ’ένα πέτρινο τραπέζι, κτύπα δυνατά την μπάλα στο τραπέζι. Εκείνη θα σπάσει και μέσα θα βρεις το διαμάντι που ζητάς. Κατόπιν έλα εδώ για να σε πάω στην καλή  μάγισσα Μαλιντούσα και την συνέχεια τη γνωρίζεις».

Ευτυχώς έγιναν όλα στην ώρα τους και όπως έπρεπε, κι έτσι σε λίγο το παλικάρι κρατούσε το διαμάντι με την καρδιά του ξωτικού και πετώντας πάνω στις πλάτες του αετού έφτασαν στο σπιτάκι της καλής μάγισσας Μαλιντούσας. Με τη βοήθεια του μαγικού σπαθιού πήραν την καρδιά και πετώντας ξανά για το χρυσό πύργο την έδωσαν στο λιοντάρι. Εκείνο μόλις την έφαγε άρχισε να βγάζει φωτιές ώσπου κάηκε και μαζί του είχε χαθεί για πάντα και το ξωτικό.

Τότε το παλικάρι ευχαριστημένο πέταξε με τον αετό για το δάσος που είχε αφήσει το άλογό του. Το θαύμα είχε γίνει και τα μάγια είχαν λυθεί. Πάνω στη σέλα του λευκού αλόγου περίμενε η Αγνή πανέμορφη και χαμογελαστή. Κρατούσε στα χέρια της τα φτερά του περιστεριού, τα πέταξε πάνω στον αετό και μονομιάς εκείνος έγινε ένας πανέμορφος πρίγκιπας! Ο αδελφός της Αγνής!

Φυσικά θέλετε να μάθετε τι έγινε…

Το παλικάρι παντρεύτηκε την Αγνή κι έζησαν ευτυχισμένοι.

Κάποια μέρα πήγαν στο παζάρι και αντάμωσαν τον χωρικό. Με τα φλουριά που είχε πάρει, είχε γίνει ο άρχοντας της μικρής Πολιτείας. Του διηγήθηκαν την ιστορία και χαμογέλασε. Τα ήξερε όλα λοιπόν; Γι’αυτό και είχε πάντα συντροφιά του το λευκό περιστέρι!!

Κι έτσι έζησαν όλοι καλά μα εμείς ζούμε καλύτερα!!

Γιαγιάκα Άννα

gon

Η ΓΑΛΑΝΗ, ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΚΑΙ Η ΧΗΝΑ



Μια φορά και έναν καιρό, τότε που οι  ιππότες καβάλα στ’άσπρα τους άλογα έτρεχαν να βοηθήσουν τους φτωχούς και να τιμωρήσουν τους κακούς, ζούσε σ’ένα σπιτάκι μια κοπέλα πεντάμορφη, που την έλεγαν Γαλανή. Για  μόνη συντροφιά της είχε ένα αηδόνι και μία χήνα.
Για το αηδόνι είχε φτιάξει ένα μεγάλο κλουβί και για τη χήνα ένα ξύλινο σπιτάκι.
Κάθε πρωί η Γαλανή μάζευε τ’αυγά της χήνας, τα πουλούσε στην αγορά και με τα χρήματα που έπαιρνε αγόραζε τρόφιμα και σπόρους για το αηδόνι. Κι εκείνο γλυκοτραγουδούσε από ευχαρίστηση και όλοι στο χωριό το καμάρωναν.
Κάποιο πρωινό που η Γαλανή πήγε στην αγορά να πουλήσει τ’αυγά την χήνας, επιστρέφοντας αντίκρισε το κλουβί άδειο.

«Πω πω συμφορά μου!!», φώναξε και άρχισε να κλαίει μ’αναφυλητά. Την άκουσε ένας περαστικός ιππότης, την πλησίασε και τη ρώτησε τι της συμβαίνει. Η Γαλανή του εξήγησε τι είχε συμβεί και εκείνος προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βρει το αηδόνι της.
Έφυγε λοιπόν ο ιππότης και άρχισε αμέσως να ψάχνει στα δάση. Ρωτούσε τα πουλιά, μα κανένα δε γνώριζε τίποτα για την τύχη του αηδονιού. Ώσπου μια μέρα που είχε ξαπλώσει κάτω από τον ίσκιο μιας βελανιδιάς να ξαποστάσει, ακούει ξαφνικά το άλογό του να χλιμιντρίζει. Σηκώνεται και βλέπει δίπλα του ένα ποτάμι που έσερνε στο πέρασμά του ένα ματωμένο φτερό. Δίνει μια βουτιά και αφού το έπιασε το ακούμπησε δίπλα του, συνεχίζοντας τον ύπνο του. Δεν είχε προλάβει να κλείσει τα μάτια του κι ακούει μια ψιλή φωνούλα που του έλεγε:

«Ξύπνα σε παρακαλώ κι άκουσε τι θέλω να σου πω»

Ξαφνιασμένος ο ιππότης γύρισε και κοίταξε το ματωμένο φτερό που μιλούσε με ανθρώπινη φωνή.

-        Τι θέλεις; Το ρώτησε
-        Πήγαινέ με στο σπιτάκι της Γαλανής και θα δεις τη συνέχεια.

Πράγματι πήρε το φτερό και το άφησε στο σπιτάκι της Γαλανής. Εκείνη μόλις είδε τον ιππότη έτρεξε να τον ρωτήσει αν έφερνε καλά νέα. Εκείνος τη έδωσε λυπημένος το ματωμένο φτερό κι ή Γαλανή αμέσως αναγνώρισε τι φτερούγα του αγαπημένου της αηδονιού και φώναξε:

«Αηδόνι μου καλό, ποιος κακός σου λάβωσε το πράσινο φτερό;»

Εκείνο τότε απάντησε:

«Το κακό το ξωτικό, με την κόκκινη τη σκούφια
Που’ναι εις το μαγικό βουνό.
Μα σαν θα’βρεις και το μαγικό νερό,
Τότε θα’μαι πια δικό σου
Να σου γλυκοκελαηδώ»

Η Γαλανή ξεκίνησε αμέσως και από τότε φύλαγε το φτερό στον κόρφο της και πάντα με τη βοήθεια του καλού ιππότη ξεκίνησαν να ψάξουν για το μαγικό νερό.

Έβαλε ο ιππότης τη Γαλανή πάνω στο άλογο και χάθηκαν μαζί στα δάση. Σαν το άνεμο έτρεχαν περνώντας βουνά, ποτάμια, λιβάδια, ώσπου μετά από αρκετούς μήνες αντίκρισαν μπροστά τους ένα πελώριο κάστρο. η πόρτα, όμως, δυστυχώς ήταν κλειστή και τη φύλάγαν δύο Δράκοι που ο καθένας βαστούσε στο στόμα του από ένα κλειδί. Τότε κάθισαν λυπημένοι να σκεφτούν τι μπορούσαν να κάνουν.
Ξαφνικά ένα σύννεφο άφησε στα έκπληκτα μάτια τους ένα σπαθί με χρυσή θήκη και δύο μεγάλα κατακόκκινα ρόδια και μια φωνή που τους είπε:

«Εσύ ιππότη πάρε το σπαθί που είναι μαγεμένο. Μ’αυτό θα σκοτώσεις τους Δράκους. Πρώτα όμως  Γαλανή θα τους δώσει να φάνε τα ρόδια. Εκείνα, καθώς θ’ανοίξουν το στόμα τους θα πέσουν τα κλειδιά. Εσύ τότε προχώρησε, σκότωσέ τα και πάρε τα κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα και γεμίστε το μπουκαλάκι από το σιντριβάνι με το μαγικό νερό. Μα να κάνετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε διότι η πόρτα θα ξανακλείσει και τότε θα μείνετε φυλακισμένοι μέσα στο κάστρο για πάντα».

Πράγματι έκαναν όπως τους είπε η φωνή από το σύννεφο, ευτυχώς πρόλαβαν και βγήκαν από το κάστρο, έριξαν απ’το μαγικό νερό πάνω στο ματωμένο φτερό και μονομιάς ξανάγινε το γλυκόλαλο αηδόνι.
Κάθισε στον ώμο της Γαλανής, επέστρεψαν με τον ιππότη στο σπιτάκι της και βρήκαν χιλιάδες αυγά από τη χήνα. Τότε η Γαλανή τα έβρεξε με το μαγικό νερό και τι να δει!
Χιλιάδες ιππότες με χρυσοκόκκινες στολές καβάλα σ’άσπρα άλογα παρουσιάστηκαν στις διαταγές της!
Η Γαλανή τους παρακάλεσε να γυρίζουν τον κόσμο και να βοηθάνε όλους τους φτωχούς και να κάνουν παντοτινά το καλό σε όσους έχουν ανάγκη.
Όσο για τη Γαλανή, παντρεύτηκε με τον καλό ιππότη και έζησαν ευτυχισμένοι στο μικρό τους σπιτάκι. Το αηδόνι τους γλυκοξυπνούσε με τη γλυκιά του φωνή και η χήνα τους έδινε κάθε μέρα τα τυχερά αυγά της!

Ludwig

Παράθεση από: "tristana"Τους εξολόθρευσαν οι 'Αγιοι των Χριστιανών. Το φοβερό χούι κι αυτό...


αντε πάγενε απο δω....τριχωτή κουμούνα....που σε λέει και ο κος Μπαταρίας  :P

gon

Ο ΚΑΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΤΙΜΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο πράσινο σπιτάκι του μεγάλου δάσους, ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του και τον μονάκριβο γιο του που τον έλεγαν Λαμπρινό.
Όταν γεννήθηκε ο Λαμπρινός, ένα φωτεινό αστέρι μαζί με την καλή μάγισσα Νερένια, στάθηκαν πάνω από την κούνια του νεογέννητου δίνοντάς του πολλές ευχές. Μια όμως ευχή έλεγε, πως κάποτε, σαν γίνει παλικάρι όμορφο και δυνατό, θα έχει τόση μεγάλη σοφία στο μυαλό του, ώστε θα γίνει βασιλιάς της χώρας του και το σπουδαιότερο θα παντρευόταν την κόρη του Βασιλιά.
Ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του ένιωσαν μεγάλη χαρά και αφού πιάστηκαν από τα χέρια, χόρευαν, ευχόμενοι να έβγαινε αληθινή η ευχή.
Τα χρόνια περνούσαν, ο Λαμπρινός μεγάλωνε, είχε ευγενικούς τρόπους, κι έλεγε πάντα σοφά λόγια, που εδώ πρέπει να πούμε ότι καμιά φορά οι συγχωριανοί του δύσκολα τα καταλάβαιναν.
Μια  μέρα ένας τελάλης φώναζε στην πλατεία του χωριού, ότι ο μεγαλειότατος Βασιλιάς ήθελε να πάνε στο παλάτι όλα τα παλικάρια που ήταν 20 ετών. Ξέρετε γιατί; Θα σας πω εγώ γιατί!
Ένα πρωινό που είχε βγει για κυνήγι ο βασιλιάς συνάντησε στο δάσος τον καλό νάνο Χουζουρίτσα και του εκμυστηρεύτηκε το μυστικό για τις ευχές που είχαν δώσει το αστέρι και η μάγισσα Νερένια στον Λαμπρινό.
Θυμωμένος λοιπόν ο Βασιλιάς, διέταξε τον τελάλη να φωνάξει όλα τα παλικάρια που ήταν 20 χρονών, διότι τόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε.
Σκόπευε βλέπετε να κυβερνούσε εκείνος τη χώρα του και μάλιστα για πολλά χρόνια. Πως όμως θ’αναγνώριζε τον Λαμπρινό ανάμεσα σε τόσα παλικάρια;
Γι’αυτό φώναξε τον νάνο Χουζουρίτσα και τον ρώτησε αν ο Λαμπρινός είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα. «Βεβαίως», του απάντησε ο Χουζουρίτσας. «Λέει τα πιο σοφά λόγια και πίνει νερό μόνο από πήλινη κούπα»
«Ωραία», είπε γελώντας ο Βασιλιάς. Και αφού έδωσε ένα πουγκί χρυσές λίρες στον Χουζουρίτσα, τράβηξε για την αυλή του όπου στο μεταξύ είχαν μαζευτεί τα παλικάρια.
Πονηρός όμως καθώς ήταν ο Βασιλιάς, για να μην φανερωθεί με τη πρώτη ότι ήξερε για τον Λαμπρινό, έδωσε να πιούνε νερό πέντε-έξι παλικάρια από την χρυσή του κούπα. Εκείνα, όπως ήταν φυσικό έκαναν αυτό που τα διέταξε ο Βασιλιάς. Σαν έφτασε όμως η σειρά του Λαμπρινού δεν δέχτηκε να πιει νερό από τη χρυσή κούπα. Έβγαλε λοιπόν από το ταγάρι του την πήλινη κούπα του και ήπιε νερό.
«Εσύ στην άκρη», φώναξε ο Βασιλιάς στον Λαμπρινό. Οι υπόλοιποι να φύγετε και να πάτε στα σπίτια σας».
Πράγματι όλα έγιναν όπως ακριβώς είχε διατάξει ο Βασιλιάς. Και γυρνώντας στον Λαμπρινό μ’ένα ύφος όλο κακία του είπε:
«Εσύ είσαι λοιπόν του λόγου σου που θες να γίνει Βασιλιάς και να μου πάρεις τον θρόνο;»
Τα έχασε ο Λαμπρινός. Δεν γνώριζε βλέπετε τις ευχές που τον είχαν μοιράνει!
Σήκωσε λοιπόν τα μάτια του στον βασιλιά και απάντησε.
«Πολυχρονεμένε μου, κάποιο λάθος κάνετε. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ν’αρπάξω το Βασίλειό σου και ποτέ δεν ξεστόμισα κάτι τέτοιο. Αν όμως κυκλοφορεί αυτή η φήμη, φαίνεται, θα είναι γραφτό να γίνω εγώ Βασιλιάς αυτής της χώρας.
Σκύλιασε από το κακό του ο Πολυχρονεμένος για τη σοφή απάντηση που έδωσε ο Λαμπρινός και του φώναξε δυνατά:
«Είσαι άτυχος καψερέ νεαρέ. Διότι για να γίνεις Βασιλιάς πρέπει να ψάξεις να μου βρεις μια πηγή που αντί για νερό να τρέχει κρασί, ένα μύλο που να αλέθει αντί για αλεύρι, σανό! Και, τέλος, θέλω να μου βρεις μια κότα που αντί για το συνηθισμένο αυγό να γεννά κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό. Αν δεν τα καταφέρεις θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρι»

Ήρεμος  ο Λαμπρινός απάντησε:

«Δε φοβάμαι Βασιλιά μου. Πιστεύω να τα καταφέρω. Διότι εσύ για να μου ζητάς τόσο ακατόρθωτα πράγματα, μα την πίστη μου, κάτι γνωρίζεις που σε φοβίζει και θέλεις να με ξεπαστρέψεις, πρόσεχε όμως, και δώσε το λόγο σου, τώρα, μπροστά στους συμβούλους σου, ότι , όταν επιστρέψω νικητής θα τον κρατήσεις και μάλιστα για την αξία και την ανδρεία μου, θα πάρω για γυναίκα μου την όμορφη κόρη σου»!


Τι να έκανε ο Βασιλιάς; Έδωσε το λόγο του.
Τότε ο Λαμπρινός καβάλησε το άλογό του, κτύπησε με το καμτσίκι τα καπούλια  και χάθηκε σαν άνεμος μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης.
Αφού πέρασε βουνά και δάση έφτασε σε μια πύλη όπου όλοι έκαναν πανηγύρι. Κάθισε σ’ένα τραπέζι να φάει και προς μεγάλη του έκπληξη είδε δίπλα του την πηγή που αντί για νερό έτρεχε κρασί!
Σημείωσε στο μυαλό του την παράξενη αυτή πόλη κι έφυγε.

Σε λίγες μέρες συνάντησε έναν μυλωνά και τον ρώτησε.
-        Τι αλέθεις στο μύλο σου;
-        Σανό! Απάντησε ο μυλωνάς
-        Γιατί; Ξαναρώτησε ο Λαμπρινός
-        Γιατί έχουμε πολλά γαϊδούρια στην περιοχή και το έχουμε ανάγκη.
-        Για φαντάσου τι συμβαίνει, είπε τάχα μου ο Λαμπρινός και συνέχισε το δρόμο του.

Σε κάποια στιγμή έπρεπε να περάσει ένα ποτάμι. Μπήκε στην μοναδική βάρκα και ο βαρκάρης του εμπιστεύτηκε το μυστικό για την κότα που γεννούσε κάθε μέρα ένα χρυσό αυγό.

Πω! Πω! Χαρές που έκανε ο Λαμπρινός σαν είχε βρει ότι παράξενο του είχε ζητήσει ο Βασιλιάς! Φόρτωσε λοιπόν καλάθια γεμάτα από τα χρυσά αυγά, πήρε και την κότα και καβάλα στ’άλογό του επέστρεψε στον μυλωνά. Του είπε ότι, ο πολυχρονεμένος Βασιλιάς του χαρίζει 50 χρυσά αυγά, μα εκείνος για αντάλλαγμα έπρεπε να του δωρίσει το μύλο του.
Μόλις ο μυλωνάς είδε τα χρυσά αυγά, θόλωσε το μάτι του και δίχως δεύτερη σκέψη δώρισε το μύλο του στον βασιλιά. Σαν έφτασε και στην πόλη με την παράξενη πηγή, επειδή δεν μπορούσε, όπως καταλαβαίνετε να την πάρει μαζί του, σκέφτηκε να καλοπιάσει τον πρόεδρο του χωριού, με άλλα 50 χρυσά αυγά, ώστε να τον θυμάται και σαν ο Λαμπρινός γύρισε στον Βασιλιά, να είχε απόδειξη ότι πράγματι είχε περάσει από την πόλη και είχε βρει την Πηγή.
Ο Λαμπρινός είχε τελειώσει με τα κατορθώματά του και γύρισε στον Βασιλιά νικητής. Πρώτη τον είδε η βασιλοπούλα, η οποία τον ερωτεύτηκε. Ο άπλήστος, όμως, Βασιλιάς μόλις είδε τον θησαυρό με τα χρυσά αυγά και τον νεαρό να γυρνά νικητής και επειδή δεν ήθελε να του δώσει την μονάκριβη κόρη του, αλλά ούτε και να τον κάνει βασιλιά, ήθελε να τον ξεγελάσει παίρνοντάς του την παράξενη κότα.
Ευτυχώς που ο Λαμπρινός ήταν σοφός και έξυπνος.
Αφού του εξήγησε πως είχε βρει ότι παράξενο του είχε ζητήσει, έσκυψε στο αυτί του και κάτι του ψιθύρισε.
Κορδώθηκε καμαρώνοντας ο Βασιλιάς και άπληστος καθώς ήταν έτρεξε να περάσει το ποτάμι να βγει  στην απέναντι όχθη ώστε να πάρει την κότα που γεννούσε τα χρυσά αυγά. Του την είχε φυλάξει όμως ο έξυπνος Λαμπρινός. Διότι καθώς έφταναν στην όχθη ο βαρκάρης έδωσε τα κουπιά στον Βασιλιά, εκείνος πήδηξε κι ο κακός κι άπληστος βασιλιάς μέχρι τα βαθιά του γεράματα κωπηλατούσε τη βάρκα κάνοντας τον βαρκάρη.
Όσο για τον Λαμπρινό …
Παντρεύτηκε την βασιλοπούλα, έγινε βασιλιάς σύμφωνα με το γραφτό του, κυβέρνησε δίκαια και σοφά και απόκτησε πολλά παιδιά που μέχρι σήμερα διηγούνται την ιστορία του παππού τους και του φιλότιμου σοφού πατέρα τους. Μάθαμε ότι ζούνε αυτοί καλά μα εμείς ζούμε όπως πάντα καλύτερα.

322 Επισκέπτες, 0 Χρήστες