Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 180
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 421
  • Total: 421

Απόμακρος - Ιστορίες & Παραμύθια

Ξεκίνησε από Nikos Apomakros, Ιουνίου 22, 2011, 02:16:06 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Nikos Apomakros

Απτόητη φρίκη...

Ζωγράφιζε όμορφα. Κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Τα χρώματα άφηναν τους πάντες
άναυδους. Ο πρωτόγνωρος τόνος που είχαν αλλά και η τόσο απαλή υφή επάνω στο χαρτί.
Ακόμα κι ο πιο αδαής θα μπορούσε να πει ότι δεν ήταν κραγιόνια, μπογιές, κηρομπογιές ή
οτιδήποτε γνωστό και πολυχρησιμοποιημένο.
Έμπειροι ζωγράφοι και άλλοι δήθεν ειδικοί είχαν χάσει τον ύπνο τους προκειμένου να λύσουν
το μυστήριο, χωρίς καμμία τύχη. Το στόμα της παρέμενε σφραγισμένο και οι πίνακές της
πωλούνταν πριν καν "στεγνώσουν". Είχε πλέον ένα τεράστιο κοινό, ήταν διάσημη με την
θετικότερη έννοια που θα μπορούσε να έχει αυτή η λέξη. Διάσημη και περιζήτητη, αφού την
προσκαλούσαν σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση, σχετική ή μη με το αντικείμενό της.
Η ίδια δεν παρασύρθηκε από όλη αυτή τη κατάσταση. Δεν το πήρε πάνω της, δεν κολακεύτηκε
ούτε στιγμή από τις αντιδράσεις των ανθρώπων γύρω της, τόσο των "άσχετων", όσο και των
συνήθως αυτοαποκαλούμενων "ειδικών". Θεωρούσε πως βρισκόταν αντιμέτωπη με το κοινό
ενός τσίρκου. Ένα κοινό έτοιμο να φτύσει ή να χειροκροτήσει, σε μια πολύ περίεργη ισορροπία
και με απρόβλεπτες ταλαντεύσεις. Ίσως γι'αυτό είχε και το βλέμμα του γελωτοποιού, αυτό που
είναι καλά κρυμμένο πίσω από την υποκριτική δεινότητα. Βλέμμα μοναξιάς μέσα στο ασφυκτικό
πλήθος, θλίψης μέσα στο δυνατό γέλιο, θλίψης για το τι προκαλεί το γέλιο των άλλων και
βλέμμα απόλυτης αδιαφορίας, κατά βάθος, για τους γύρω. Ελλείψει εκτίμησης, απώλεια
ενδιαφέροντος.
Στο τέλος αποφάσισε να αποκαλύψει το μυστικό της. Οι πιέσεις ήταν ασφυκτικές, ένα πλήθος
κόσμου την παρακολουθούσε σε κάθε βήμα, με αποτέλεσμα πλέον να μην μπορεί ν'απομονωθεί
για λίγες ώρες, για να ζωγραφίσει στην ύπαιθρο, προκειμένου να προστατέψει το "μυστικό" της.
Δεν θυμόταν πια καν τον λόγο για τον οποίο το είχε κρατήσει κρυφό. Ίσως ένας ενδόμυχος φόβος,
ίσως μια επιθυμία να προκαλέσει την περιέργεια κάποιων, ίσως πολλά μαζί σε συνδυασμό με την
αυταρέσκεια, κάτι το οποίο πλέον δεν υπήρχε, είχε σβήσει μαζί με άλλα χαρακτηριστικά του
ψυχισμού της, χαρακτηριστικά του ανθρώπινου ψυχισμού γενικότερα.
Έτσι, αφού ειδοποίησε δημοσιογράφους, συνεργάτες, φίλους και γνωστούς για την απόφασή της
να μοιραστεί το περίφημο μυστικό με τον υπόλοιπο κόσμο, μάζεψε όλα της τα σύνεργα και πήγε
στο προκαθορισμένο σημείο, σ'ένα από τα πιο κεντρικά μέρη της πόλης. Έβγαλε έξω τα πινέλα,
ένα καρεκλάκι, έναν καμβά, ένα λείο επίπεδο αντικείμενο που της χρησίμευε σαν παλέττα, το οποίο
το είχε αλείψει με ένα ειδικό διαφανές υγρό κι ένα περίεργο κουτί που είχε πολλές μικρές τρυπίτσες
τριγύρω. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τις προετοιμασίες και το πλήθος την είχε ήδη περικυκλώσει,
άλλοι προσπαθώντας να δουν, άλλοι να καταγράψουν την διαδικασία στο κινητό, την ερασιτεχνική
ή την επαγγελματική τους κάμερα.
Εκείνη κοίταξε για ώρα κάποιον από το πλήθος κι έπειτα έβαλε το χέρι της με προσοχή μέσα στο κουτί,
από μια ειδική στρογγυλή πορτίτσα που είχε. Το έβγαλε με ιδιαίτερα αργές κινήσεις και με την χούφτα
κλειστή, το πλησίασε κοντά στη παλέττα και προσεκτικά άνοιξε τον αντίχειρα και δύο από τα δάχτυλα,
κρατώντας απαλά, με τις άκρες των άλλων δύο, το περίφημο μυστικό "υλικό". Τα μάτια όλων καρφώθηκαν
στο χέρι της προσπαθώντας να διακρίνουν το τι ακριβώς κρατούσε, μάταια όμως.
Μπόρεσαν να καταλάβουν μόνο όταν με κινήσεις ταχυδακτυλουργού εναπόθεσε το "υλικό" στην παλέττα.
Αναφώνησαν με φρίκη, χωρίς να πιστεύουν στα μάτια τους, θεωρώντας πως επρόκειτο για φάρσα. Εκείνη
συνέχισε να βάζει το χέρι της στο κουτί και να επαναλαμβάνει την διαδικασία μέχρι που γέμισε την
επιφάνεια της παλέττας, με όλα τα χρώματα που ήθελε να χρησιμοποιήσει.
Η παλέττα είχε καλυφθεί από πεταλούδες που σπάραζαν, προσπαθώντας να ξεκολήσουν τα φτερά τους
από το ειδικό αυτό υγρό στο οποίο και τις είχε τοποθετήσει. Ήδη κάποιοι ευαισθητοποιημένοι γονείς μάζευαν
τα μικρά τους, για να τα γλιτώσουν από το φρικιαστικό θέαμα, ενώ κάποιοι άλλοι έκλειναν τα μάτια τους,
αλλά παρέμεναν εκεί προκειμένου να παρακολουθήσουν την όλη διαδικασία. Οι πιο ψύχραιμοι μάλιστα
πιθανότατα αμφέβαλλαν ακόμη για το τελικό αποτέλεσμα.
Εκείνη κυνικά διάλεξε ένα πινέλο και βουτώντας το στα φτερά πεταλούδας, διαφορετικής κάθε φορά
που το έκρινε απαραίτητο, ολοκλήρωσε ένα από τα πιο καλοεκτελεσμένα της έργα, το πορτραίτο του ανθρώπου
που παρατηρούσε σχολαστικά λίγη ώρα πριν. Κατά την διάρκεια της ζωγραφικής άκουσε δεκάδες υβριστικά
και προσβλητικά σχόλια, ένιωσε πλήθος απλώς να αποχωρεί μουρμουρώντας σε σαφώς δυσαρεστημένο τόνο,
ενώ στο τέλος, πριν καν προλάβει το αριστούργημα να "στεγνώσει", ένα μέρος του πλήθους κινήθηκε προς
το μέρος της, με ιδιαίτερα απειλητικές διαθέσεις, πιθανότατα για να την λιντσάρει. Οι πιο ψύχραιμοι τους
συγκράτησαν κι έτσι αρκέστηκαν στο να της κλωτσήσουν τα σύνεργα, να φτύσουν και να ποδοπατήσουν
το έργο της. Διέλυσαν ακόμα και το κουτί, αφού πρώτα το άνοιξαν για να ελευθερωθούν οι υπόλοιπες
πεταλούδες.
Εκείνη δεν αντέδρασε σε τίποτε από όλα αυτά. Όταν τελείωσε τη ζωγραφιά απλά έκλεισε τα μάτια και περίμενε
καρτερικά την κορύφωση της δυσαρέσκειας, την οποία την είχε προβλέψει θα έλεγε κανείς με μαθηματική
ακρίβεια. Μόνο όταν όλα τελείωσαν άνοιξε τα μάτια, κοίταξε όσους την έβλεπαν με αηδία, είπε ειρωνικά
"Καλή όρεξη" και χωρίς να πάρει τίποτε από όσα είχε φέρει μαζί της, σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο της
επιστροφής.
Η αλήθεια είναι πως αν και τόσο απλές οι δύο αυτές λέξεις, "Καλή Όρεξη", ποτέ δεν έγιναν αντιληπτές
από το κοινό που έχασε από κοντά της δια παντός. Όλοι αρκέστηκαν στο να πετάξουν ή καταστρέψουν
κάθε της πίνακα που είχαν αποκτήσει, θυμωμένοι με το γεγονός ότι το "τέρας" ακόμη ανέπνεε,
απολαμβάνοντας παρόλα αυτά ακόμα το... φαγητό τους και διάφορα άλλα πράγματα, όπως ενδύματα,
υποδήματα, διακοσμητικά αντικείμενα...
κάθε μέρα που περνούσε...

Nikos Apomakros

Η λίμνη των Ευχών

Η λίμνη των ευχών δεν είναι μια συνηθισμένη λίμνη. Η μοναδικότητά της
δεν έγκειται μόνο στο που βρίσκεται και τι "αγκαλιάζει" με τα νερά της.
Ελάχιστοι την έχουν αντικρύσει αν και πολλοί, πάρα πολλοί βουλιάζουν εκεί,
χωρίς καν να το γνωρίζουν. Το νερό της δεν είναι ούτε κρύο, ούτε ζεστό
και μοιάζει αέρινο. Δε μπορείς να το αντιληφθείς με την αφή, δεν έχει γεύση
ή οσμή, δεν κελαρύζει για να αφουγκραστείς κάποιον ήχο, ενώ βρίσκεται
στο σκοτεινότερο σημείο του κόσμου, εκεί που τα μάτια δεν διατρυπούν
και δε συνηθίζουν το σκοτάδι. Αν κάποιος κατάφερνε να τη φωτίσει,
θα διέκρινε στο βυθό της εκατοντάδες χιλιάδες νομίσματα. Θα ένιωθε πως
βρίσκεται στην άκρη του ουράνιου τόξου, εκεί που φημολογείται πως ξωτικά
κρύβουν τον αμύθητο θησαυρό, έναν θησαυρό καταδικασμένο να βρίσκεται
στην άκρη των χρωμάτων, στο τέλος κάθε βροχής.

Η λίμνη των ευχών είναι η μητέρα της απουσίας των αισθήσεων και γενικότερα
η μητέρα κάθε απουσίας. Κάποτε θεωρείτο το ενδιάμεσο στάδιο δύο διαφορετικών
κόσμων, την εποχή που ο άνθρωπος δε γνώριζε και απλώς υπέθετε. Οι μύθοι
έλεγαν πως κάποιο Ον αναλάμβανε να σε βοηθήσει να τη διασχίσεις με αντίτιμο
ισοδύναμο μιας ευχής. 'Επειτα άλλαξαν οι καιροί, ο άνθρωπος πίστεψε ότι γνωρίζει
ή ότι δε πρέπει να γνωρίζει κι έπαψε να στέλνει νομίσματα στα νερά της λίμνης.
Η ευχή αντικαταστήθηκε με τη προσευχή, τα νομίσματα μαζευόντουσαν σε ειδικά
κλειδωμένα σιδερένια κουτιά για να υπηρετήσουν σκοπούς καλούς ή κακούς
και για το Ον σιγά σιγά οι μύθοι άλλαξαν. Υποτίθεται πως εγκατέλειψε τη Λίμνη,
η οποία βρισκόταν βαθιά μέσα στη Γη και ανέβηκε στον "γνώριμο" κόσμο
προκειμένου να συνεχίσει τη δουλειά του εκεί. Αυτή τη φορά όχι απλώς χωρίς αντίτιμο
εκ μέρους των ανθρώπων αλλά επειδή η μεταφορά άρχισε να θεωρείται πολύ περισσότερο
φρικτή από πριν, το Ον νοήθηκε παρομοίως πολύ πιο φρικτό σε εξωτερική αλλά και
εσώτερη όψη. Στο τέλος κατηγορήθηκε για ότι άσχημο αυτού του κόσμου, να καραδοκεί
για "θύματα" όντας σατανικό. Όλοι το θέλησαν να εναντιώνεται στη ζωή και να επιτίθεται
σε ότι όμορφο, βλασφημώντας ταυτόχρονα αυτό που θεωρούσαν πηγή κάθε παρουσίας
ακόμα και της παρουσίας του ίδιου. Κανείς δε ξέρει αν όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα
της ψευδαίσθησης του ανθρώπου πως γνωρίζει, ή της επιθυμίας του να μην γνωρίζει.

Το μόνο σίγουρο είναι πως όλοι ξέχασαν τη λίμνη, μια λίμνη που δεν υπάρχει μονάχα
όσο πιστεύεις σε αυτή και σίγουρα δεν εξαρτάται η ύπαρξή της από τον αριθμό
των νομισμάτων στα βάθη της. Αυτά απλώς δείχνουν κατά πόσο αναγνωρίστηκε η ύπαρξή της,
η λειτουργικότητά της και βέβαια τη "διακοσμούν". Μια διακόσμηση που έτσι κι αλλιώς
δεν έχει ιδιαίτερο νόημα αφού ουδείς είναι ικανός να την αντικρύσει.

Η λίμνη συνεχίζει ν' αγκαλιάζει τα πάντα, γιατί τα πάντα κάποτε αναζητούν μια αγκαλιά,
έστω και ανεπαίσθητη όπως η δική της. Και ναι, είναι η μητέρα κάθε απουσίας κι ο τελικός
αποδέκτης κάθε παρουσίας.
Είναι Η Λίμνη των Ευχών ή κατά άλλους της Απουσίας Των Αισθήσεων.

Nikos Apomakros

Άκρως Παρανοϊκό Παραμύθι

 Μια φορά κι ένα καιρό, ένα σαλιγκάρι καθώς προχωρούσε αμέριμνο άρχισε ξαφνικά να σφαδάζει.
Ένα σατανικό γέλιο ακούστηκε από ψηλά, μακριά του. Ένα πριγκηπόπουλο γελώντας, συνέχισε να
ρίχνει αλάτι πάνω του. Το σαλιγκάρι ζάρωσε, ένιωσε να φλέγεται, δίχως να υπάρχει φωτιά, ένιωσε
κάθε σημείο του σώματός του ν'αφυδατώνεται. Συσπάστηκε, ξαναζάρωσε, σύρθηκε μερικά χιλιοστά,
ζάρωσε περισσότερο, μέχρι που κατήντησε μια άμορφη μάζα και στο τέλος μετατράπηκε σε διαμάντι.
Το βασιλόπουλο, είπε στον ιπποκόμο του... «έτσι γίνεσαι βαθύπλουτος... Η συνείδηση άλλωστε είναι
ο μεγαλύτερος εχθρός του ενστίκτου.»

Ένας βάτραχος, εγκλωβισμένος στην αγκαλιά μιας όμορφης κοπέλας, παρακολούθησε το φρικτό
περιστατικό και της ούρλιαξε "Μην τολμήσεις να με φιλήσεις. Ο μύθος λέει πως θα γίνω πρίγκηπας,
πιθανότατα σαν και δαύτον". Η κοπέλα όμως χαμογελώντας τον φίλησε κι ο βάτραχος δεν έγινε
πρίγκηπας. Έγινε μάγος. Ευθύς, προφέροντας κάποιες περίεργες λέξεις, μεταμόρφωσε τον πρίγκηπα
σε γυμνοσάλιαγκα. Έχοντας γεμίσει από πριν παντού το έδαφος αλάτι, ο πρώην πρίγκηπας έμεινε
εγκλωβισμένος εκεί ακριβώς που μεταμορφώθηκε, ανίκανος να φύγει. Τριγύρω του το αλάτι θύμιζε
φωτιά που περίμενε ανυπόμονα να τον βασανίσει. Ο ιπποκόμος του, τρομαγμένος, κίνησε να φύγει.
Από τον τρόμο και τη βιασύνη του όμως, πάτησε τον γυμνοσάλιαγκα μετατρέποντάς τον σε μια
άμορφη και γλοιώδη μάζα, που δεν θύμιζε σε τίποτε διαμάντι. Ο μάγος σήκωσε το διαμάντι και το
έδωσε στη κοπέλα. Εκείνη το φίλησε και το διαμάντι ξανάγινε σαλιγκάρι που άρχισε να κινείται ζωηρά
για να κρυφτεί από τον ήλιο σαν να μη συνέβη τίποτε.

Ο ήλιος χαμογελώντας θλιμμένα πήρε ένα μαχαίρι κι έσκισε τον εαυτό του στο κάτω μέρος. Ένας
τεράστιος όγκος πάγου, ορατός από τη γη, άρχισε να ταξιδεύει στο διάστημα προς άγνωστη κατεύθυνση.
Οι άνθρωποι με απορημένο βλέμμα κοίταξαν τον ήλιο κι εκείνος, νιώθοντας πως οφείλει να δώσει μια
απάντηση, είπε... «Το ότι βρίσκομαι σε θέση να ζεσταίνω τα πάντα γύρω μου, δεν σημαίνει πως είμαι
σε θέση να ζεστάνω και τον εαυτό μου»...
Ακούγοντάς το αυτό και γελώντας σατανικά το φεγγάρι, σκόνταψε κι έπεσε στη λίμνη. Από τότε,
σ' εκείνη τη λίμνη, τα βράδια, οι περαστικοί μπορούν να δουν το φεγγάρι στα νερά της, ακόμα και τις
νύχτες που αυτό δεν είναι στον ουρανό...

«...και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»... είπε η Χιονάτη και άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό.
Οι νάνοι δεν διαμαρτυρήθηκαν που τέλειωσε το παραμύθι. Είχαν γυρίσει ψόφιοι στη κούραση και
πεινασμένοι, αλλά είχαν διαλέξει να ακούσουν πρώτα ένα παραμύθι και μετά να φάνε. Η Χιονάτη
μάζεψε τα μαξιλάρια τους... τα έσκισε με ένα μαχαίρι κι έπειτα άρχισε να τα ξεπουπουλιάζει. Οι
νάνοι σάστισαν κι απέμειναν να κοιτούν με ανοιχτό το στόμα. Αφού τα ξεπουπούλιασε, τα έβαλε
στο τσουκάλι που έβραζε νερό κι άρχισε να τα ανακατεύει με μια ειδική κουτάλα. Ήταν τόσο φυσικές
οι κινήσεις της και τόσο αθώο το ύφος της, που κάθε νάνος πίστεψε πως ήταν δημιούργημα της
φαντασίας του αυτό που είδε. Γι' αυτό το λόγο και κανείς τους δεν μίλησε στον άλλο για το περίεργο
συμβάν.
Σιγά σιγά τους φάνηκε πως το σπίτι άρχισε να μυρίζει κοτόπουλο. Η μυρωδιά γινόταν όλο και πιο
έντονα γαργαλιστική και στο τέλος άρχισαν να τους τρέχουν τα σάλια. Η Χιονάτη με αργές κινήσεις
έβγαλε το τσουκάλι από τη φωτιά και το άφησε σε μια άκρη. Μάζεψε εφτά πιάτα κι εφτά κουτάλια,
τα έβαλε στο τραπέζι, πήρε το τσουκάλι και με τη κουτάλα άρχισε να βάζει το ζουμάκι στα πιάτα.
Οι νάνοι έφαγαν με βουλιμία. Όταν έγλυψαν και τη τελευταία σταγόνα, ικανοποιημένοι από τη
περίφημη γεύση κοτόπουλου που είχε η σούπα, άρχισαν να επευφημούν τη Χιονάτη.
Εκείνη χαμογέλασε και με μια πηρούνα άρχισε να βγάζει τις βρασμένες μαξιλαροθήκες από το τσουκάλι
και να τις ρίχνει επιδεικτικά στο τραπέζι, μπροστά στα έκπληκτα για δεύτερη φορά μάτια τους.

«Όπως είδατε... δεν έχει σημασία τόσο το τι τρως... όσο το σαν τι στο σερβίρουν... είπε η Χιονάτη.
Οι νάνοι αναγουλιασμένοι, κρατώντας το στομάχι τους, πήγαν με δυσκολία για έναν ύπνο γεμάτο
βαρυστομαχιά κι εφιάλτες εκείνο το βράδυ... μονολογώντας πριν τους πάρει ο ύπνος...
«τελικά ναι... η άγνοια είναι ευτυχία...».

Ωστόσο ήξεραν ότι μετά απ'αυτό κανείς δεν θα τους πείθει εύκολα για το τι τρώνε...
κι έτσι δε κάκιωσαν στη σοφή μα και σκληρή Χιονάτη.

Nikos Apomakros

Παραμύθι: Το κυνήγι της Σελήνης (2003)

Πριν πολλά πολλά χρόνια, ζούσε στη θάλασσα μια σοφή τσιπούρα που την έλεγαν Σεπεέ. Όπως κάθε ψάρι της ηλικίας της, είχε κάνει κι αυτή αρκετές γέννες κι είχε χιλιάδες παιδιά, σκορπισμένα σ' όλα τα πελάγη της ανατολικής Μεσογείου. Ένα μόνο, από την τελευταία της γέννα, το είχε κρατήσει στο πλάι της για συντροφιά, ίσως γιατί καταλάβαινε ότι το τέλος της πλησίαζε και το πιο πιθανό θα ήταν να μην μπορούσε να γεννήσει ξανά. Tο ονόμασε Δάκιστο και προσπαθούσε πάντα, καθώς βολτάριζαν στα θαλάσσια μονοπάτια, να του μεταβιβάσει όλες τις γνώσεις και τις εμπειρίες που είχε η ίδια μαζέψει. Πως να αντιλαμβάνεται ένα χταπόδι που καραδοκεί για την τροφή του ή που πλησιάζει αργά εκμεταλλευόμενο το καμουφλάζ του, πως να αποσπά την τροφή από ένα αγκίστρι χωρίς να πιαστεί σε αυτό, πως να πλέει στα δυνατά ρεύματα ώστε να μην παρασύρεται και να μην ξεφεύγει από την πορεία του και πολλές άλλες χρήσιμες γνώσεις που χρειάζεται ένα ψάρι για να επιβιώσει με μια σχετική άνεση στη θαλάσσια ζούγκλα.

Κάθε φορά που είχε πανσέληνο, φεύγανε μαζί για το μακρινό ταξίδι προς το φεγγάρι, ένα ταξίδι που η εκπλήρωσή του ήταν, εννοείται, ανέφικτη. Παρόλο που όλα τα ψάρια, από κάθε είδος, γνώριζαν πως κανείς δεν είχε καταφέρει να φτάσει το φεγγάρι, κάθε φορά που αυτό ήταν πλήρες, κατευθύνονταν ανά ομάδες, σαν σιωπηλοί προσκυνητές, σαν θαλάσσια ξωτικά της νύχτας, προς το μέρος του φωτεινού αυτού δίσκου, που τόσο ατίθασα διέλυε το σκοτάδι κι έλαμπε όπως κανένα άλλο αστέρι. Κι έλαμπαν κι αυτά, τόσο από τον πόθο που είχαν στα μάτια, για να το αγγίξουν, όσο κι από το φως που έριχνε στα σώματά τους. Έμοιαζαν έτσι με εττερόφωτα θαλάσσια αστέρια.

Μια νύχτα, η πανσέληνος ήρθε πολύ νωρίτερα από ότι συνήθως κι ήταν το φως της πιο δυνατό από ποτέ. Έμοιαζε δε, το φεγγάρι, να βρίσκεται τόσο κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, ώστε να μπορούν να το αγγίξουν με ένα πολύ μικρό πήδημα. Η Σεπεέ, που στεκόταν για ώρες λίγα εκατοστά πάνω από τον πυθμένα, αναλογιζόμενη την ζωή της, τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές που πέρασε, μόλις το είδε έμεινε άναυδη και συνέχισε να το παρατηρεί με έκπληξη και θαυμασμό. Από αυτή τη κατάσταση ήρθαν να τη βγάλουν οι δυνατές κραυγές του Δάκιστου, που τον είχε αφήσει να παίξει για λίγο με κάποια ακίνδυνα ψάρια της ηλικίας του.
«Μαμά», της είπε, «κοίτα... ήρθε το φεγγάρι κοντά!!! Μας πλησίασε. Πάμε να το αγγίξουμε γρήγορα, πριν γυρίσει πάλι εκεί που ήταν. Ήδη όλοι μου οι φίλοι το έχουν περικυκλώσει και προσπαθούν να το αγγίξουν, όπως και κάθε άλλος.»

Η Σεπεέ σάστισε για λίγο κι έμεινε σιωπηλή προσπαθώντας να ζυγιάσει τα συμβάντα. Αφού πέρασε ένα λεπτό, που στον Δάκιστο φάνηκε αιώνας, του είπε: «Ξέρω πως βιάζεσαι να αγγίξεις το φεγγάρι, μα πριν σου δώσω την άδεια μου, θα σου πω μια ιστορία, η οποία έχει τις ρίζες της πολύ βαθιά, πίσω στο χρόνο. Την ιστορία αυτή την ξέρουν λίγοι, μα ακόμα πιο λίγοι είναι αυτή που καταλαβαίνουν το νόημά της. Γι' αυτό και δεν της δίνουν σημασία. Κανείς δεν θέλει να ακούει ιστορίες χωρίς νόημα, που δεν αξίζουν τον χρόνο που τους αφιερώνεις.
Άκου λοιπόν. Πριν πολλά εκατομμύρια πανσέληνους, τα φεγγάρια στον ουρανό ήταν δύο και πάντα δίπλα δίπλα. Όλοι τα ονόμαζαν οι -Αιώνιοι Ερωτευμένοι- και γέμιζαν από το φως του ήλιου με τον ίδιο τρόπο, στον ίδιο χρόνο. Η λάμψη που χάριζαν τις νύχτες, ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που εμείς τώρα πια βλέπουμε. Μια νύχτα όμως, καθώς βρίσκονταν στα μισά του κύκλου τους, το ένα από αυτά άρχισε να γίνεται όλο και πιο λαμπερό, όλο και πιο μεγάλο. Όλοι στο θαλάσσιο βασίλειο κατάλαβαν πως το φεγγάρι πλησίαζε και πως θα μπορούσαν ίσως επιτέλους να το αγγίξουν. Είχαν βλέπεις και οι τότε, την ίδια επιθυμία με μας. Κολύμπησαν λοιπόν με όλη τους τη δύναμη, για να φτάσουν στο σημείο που υπολόγιζαν πως θα πέσει. Οι πιο γρήγοροι έφτασαν πριν από το φεγγάρι και το περίμεναν γεμάτοι αγωνία και χαρά. Το φεγγάρι όμως, έπεσε στη θάλασσα με δύναμη και τους καταπλάκωσε, σκοτώνοντας ταυτόχρονα και πολλούς άλλους που είχαν πλησιάσει αρκετά ώστε να δεχτούν τις πιέσεις που προκλήθηκαν και τις δυνατές ωθήσεις που τους παρέσυραν ανεξέλεγκτα. Όταν όλα ησύχασαν, όλοι όσοι γλίτωσαν, πλησίασαν το κομματιασμένο πια φεγγάρι, στον βυθό που είχε καταλήξει, για να το αγγίξουν. Δεν έλαμπε όμως πια και δεν τους έδωσε καμμία χαρά το γεγονός ότι το άγγιξαν, παρά μόνο μελαγχολία. Έμειναν για μέρες να το κοιτάζουν με μάτια γουρλωμένα, με σπασμούς απογοήτευσης και λύπης στα πρόσωπά τους. Τα κομμάτια του, με την πάροδο του χρόνου, έσπασαν σε μικρότερα και μικρότερα, μέχρι που έγιναν άμμος. Το φεγγάρι ξεχάστηκε κι όλοι επέστρεψαν στις παλιές τους συνήθειες, προσπαθώντας πάλι να φτάσουν το φεγγάρι που είχε απομείνει μόνο του πλέον στον ουρανό. Οι πιο σοφοί κατάλαβαν πως κατά βάθος, αυτό που είχε σημασία, ήταν ο ίδιος τους ο πόθος κι όχι η πραγματοποίησή του. Κατάλαβαν πως περισσότερη αξία είχαν οι μαγικές βραδιές που κινούσαν όλοι μαζί, γυρεύοντας να το αγγίξουν κι όχι η επίτευξη του στόχου αυτού. Γι' αυτό και στράφηκαν πάλι όλοι πίσω, σ' αυτό που συνέχιζε να βρίσκεται τόσο μακριά ώστε κανείς να μην το φτάνει...».
«Έχεις δίκιο μαμά...» πετάχτηκε ο Δάκιστος «αν και να σου πω την αλήθεια, θα ήθελα κι εγώ ν' αγγίξω το ένα φεγγάρι και μετά να συνεχίσω να προσπαθώ για το δεύτερο χωρίς να τα καταφέρνω ποτέ.»

Η Σεπεέ δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ήταν μια έξυπνη παρατήρηση. Χωρίς να σχολιάσει τα λόγια του γιού της, είπε στον Δάκιστο: «άκου παιδί μου, πέρα από το γεγονός ότι μερικά πράγματα στον κόσμο υπάρχουν απλώς για να μην τα φτάνουμε ποτέ, να έχεις υπ' όψιν σου και το εξής... όταν κάτι που θεωρείς δύσκολο ή κι ανέφικτο, σε πλησιάζει και μάλιστα χωρίς ο ίδιος να έχεις κάνει κάτι το πολύ εξαιρετικό, να ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι να πρόκειται για παγίδα ή γενικά για κάτι ψεύτικο. Σίγουρα πάντως δεν θα πρόκειται για κάτι που περισσότερο θα σε ωφελήσει παρά θα σε βλάψει. Αυτά είχα να σου πω, από τις εμπειρίες που σαν γέρικο ψάρι έχω αποκομίσει... Τώρα έχεις την άδεια μου να τρέξεις κοντά στο φεγγάρι αν το επιθυμείς...»

Ο Δάκιστος έμεινε για λίγο ακίνητος και σιωπηλός. Ήταν ολοφάνερο πως μια ολόκληρη πάλη συνέβαινε μέσα του. Τελικά απομακρύνθηκε προς το μέρος του φεγγαριού που συνέχιζε να φωτίζει με αξιοζήλευτη δύναμη τα νερά. Όταν άρχισε να διακρίνει καθαρά τις σιλουέτες των φίλων του, που προσπαθούσαν στην επιφάνεια να φτάσουν το φεγγάρι, σταμάτησε κι απέμεινε να τους παρατηρεί από μακριά. Ξαφνικά, είδε μια περίεργη σκιά να πέφτει στα νερά, ταυτόχρονα άκουσε έναν περίεργο παφλασμό κι αντίκρυσε τον έναν από τους φίλους του να σφαδάζει καρφωμένος σε μια τρίαινα. Μετά από ένα δευτερόλεπτο, ένα άλλο ψάρι "πέταξε" προς τη μεριά του «φεγγαριού» που δεν ήταν τίποτε
άλλο παρά το πυροφάνι ενός πανούργου γέρου ψαρά. Κανένα από τα υπόλοιπα που βρίσκονταν εκεί, κοντά στο «φεγγάρι», δεν κατάλαβε τίποτε, μιας και ήταν όλα τυφλωμένα από το ιδιαίτερα δυνατό φως κι απορροφημένα με την προσπάθειά τους να το φτάσουν. Ο Δάκιστος επέστρεψε γοργά στο βυθό, πλησίασε την Σεπεέ και της είπε «Είχες δίκιο μαμά... από δω και πέρα, να λες την ιστορία που μου είπες πιο συχνά και σ' όσους περισσότερους μπορείς, αρχίζοντας μάλιστα από τους φίλους μου. Υποσχέσου το...»

Η Σεπεέ χαμογέλασε κουνώντας καταφατικά τα πτερύγιά της κι ο Δάκιστος αποκοιμήθηκε στο πλευρό της ήσυχος πλέον, με την αίσθηση της απόλυτης ασφάλειας.

kapoia_za

όμορφο πολύ.
κάθησα τη μητέρα μου να το διαβάσει..
καλημέρα!

Nikos Apomakros

[quote user="kapoia_za" post="351234"]όμορφο πολύ.
κάθησα τη μητέρα μου να το διαβάσει..
καλημέρα![/quote]

Χαίρομαι πολυ που σου άρεσε. Δεν είναι από τα αγαπημένα μου... Λογω στυλ.
Προτιμώ τα ψυχεδελικά ;) που αφήνουν απλά στο τελος ένα πολυ περίεργο συναίσθημα

kapoia_za

κύριε!κύριε!
εσείς δεν ήσασταν ο ψαράς;;;

Nikos Apomakros

Και ο ψαράς... Και ο Δακιστος... Και κάποιες φορές ο φίλος του...
Σπάνια υπάρχει μια τσιπούρα να σε κρατήσει πίσω, με τρόπο
που να πείθει και να μη θίγει ταυτόχρονα. Για να εισακουστεί.

kapoia_za

φεγγάρι
Δάκιστος
φίλος
ψαράς
μητέρα






Με έπεισες:)

Nikos Apomakros

[quote user="kapoia_za" post="351303"]φεγγάρι
Δάκιστος
φίλος
ψαράς
μητέρα






Με έπεισες:)[/quote]

Ναι... Με αυτή ακριβώς τη σειρά... Αν κατάλαβα καλά δλδ τι εννοείς.


Αλλιώς κάπου σε έχασα....

Nikos Apomakros

Πυροσβέστης


-Συγνώμη αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να ανεχτώ!

Δεν είχε περάσει πολύ ώρα από την στιγμή που ο ΧΘ μελετούσε το αναρτημένο χαρτί με τις υπηρεσίες. Μάταια προσπαθούσε να καταλάβει την λογική τους. Στο τέλος βρέθηκε να τσακώνεται με τον διοικητή του, ενώ η θερμοκρασία αυτή τη καλοκαιρινή μέρα είχε ανέβει κατακόρυφα, τόσο εκτός όσο κι εντός του πυροσβεστικού τμήματος. Ένας πραγματικός καύσωνας με την λαύρα, τον λίβα αλλά και τα "μπουρίνια" του.

"Είναι απαράδεκτο κ.Διοικητά",είπε ο ΧΘ, "όλοι έχουν μέχρι και πενθήμερο κενό εντός του μήνα, ενώ εγώ ούτε καν τρεις μέρες. Εντάξει, δεν έχω οικογένεια, έχω όμως προσωπική ζωή". Ψευδόταν φυσικά. Δεν είχε ούτε οικογένεια, ούτε προσωπική ζωή. Η οικογένεια του, οι φίλοι του, οι γνωστοί, τα πάντα στη ζωή του ήταν οι συνάδελφοί του και το Σώμα. Δεν είχε σημασία όμως, ένιωθε αδικημένος από το πρόγραμμα κι είχε δίκιο. Έπρεπε να τον αντιμετωπίζουν ισάξια, αφού ήταν σωστός και με τόσο πάθος για τη δουλειά του.

Ο διοικητής τον κοίταξε με αμηχανία, κατάσταση στην οποία βρισκόταν πολύ σπάνια. Είχε ταλέντο στο να υπεκφεύγει και να είναι ετοιμόλογος σε τυχόν παράπονα, ερωτήσεις κι επικρίσεις. Ήταν μέρος της δουλειάς του, αφού καλείτο να δίνει αναφορά σε ανώτερους, σε πολιτικούς, στα ΜΜΕ αλλά και στους απλούς πολίτες. Το αδύνατό σημείο του ήταν απέναντι σε άτομα που εκτιμούσε και σεβόταν. Άτομα σαν το ασήμαντο, για κάποιους, ανθρωπάκι μπροστά του, τον ΧΘ, ένα ανθρωπάκι με ουλές κι εγκαύματα επιμελώς κρυμμένα σε πολλά σημεία του σώματός του, παράσημα, θα μπορούσε να πει κανείς, της δουλειάς του.

Ο ίδιος ο ΧΘ δεν τα υπολόγιζε. Αισθανόταν τόσο ήρωας, όσο ήρωας θα αισθανόταν ένας πατέρας που έσωσε το παιδί του από φλεγόμενο διαμέρισμα, από πλημμύρα ή από πυρκαγιά σε δάσος. Ήταν κάτι σαν υποχρέωσή του, ευθύνη του, δουλειά του. Και για όσους τον ήξεραν, όλα αυτά δεν ήταν ένα μέρος της ζωής του, αλλά η ίδια του η ζωή. Να όμως που αυτή τη φορά αντέδρασε κι αντέδρασε δυναμικά, βρίσκοντας έναν διοικητή εντελώς απροετοίμαστο. "Έχεις απόλυτο δίκιο παιδί μου, συγνώμη. Διέφυγε εντελώς της αντίληψής μου", βρήκε το κουράγιο να αρθρώσει ο διοικητής. "Θα το διορθώσω όπως μπορώ και θα σε κρατήσω ενήμερο". Ο ΧΘ μαλάκωσε αμέσως. Ο διοικητής ήταν πολύ τυπικός κι απόμακρος άνθρωπος, ενώ η θέση του απαιτούσε να είναι πολύ αυστηρός. Γενικότερα, πολύ σπάνια ζητούσε συγνώμη και σίγουρα δεν είχε αποκαλέσει κανέναν άλλο "παιδί του". "Ευχαριστώ κε διοικητά", είπε κι αποχώρησε από το γραφείο ικανοποιημένος.

Όταν γύρισε στο θάλαμο είδε τους συναδέλφους κάπως παγερούς. Κανείς δεν θα ήθελε να είναι στην θέση του όσον αφορά τη προσωπική του ζωή. Από την άλλη μεριά, ο ενθουσιασμός του κι η όρεξή που είχε για δουλειά ήταν κάτι που κανείς άλλος δεν είχε σε τέτοιο βαθμό. Κι αυτό ήταν αξιοζήλευτο γιατί του έδινε ώθηση και κουράγιο ν'αντέξει κάθε δυσκολία. Ο λόγος της στάσης τους απέναντί του έγινε αμέσως αντιληπτός.

"Ρε κολητέ, μας την έκανες, το ξέρεις;", είπε ο Κώστας, ένας από τους παλιότερους στο Σώμα. "Αφού πάλι εδώ θα γυρνοβολάς αν πάρεις συνεχόμενες μέρες κενό, γιατί έκανες παράπονα; Τώρα θ'αλλάξουν πάλι οι υπηρεσίες κι ένας Θεός ξέρει ποιός θα στερηθεί τις μέρες αυτές... Πολλοί είναι οικογενειάρχες, το ξέρεις ότι είναι αρκετά διαφορετικό, πάλι θα τα λέμε;". Ο ΧΘ δεν μίλησε. Κάθε μεριά είχε και το δίκιο της, το ήξερε αυτό. Μπέρδευε ακόμη έννοιες λέξεων όπως τυπικός, καλός, ορθός, σωστός, δίκαιος. Λέξεις που ίσως εκτός Π.Σώματος να έχουν ελάχιστη διαφορά μεταξύ τους, αλλά μέσα στο Σώμα είναι από διαφορετικές, μέχρι και αντίθετες. Κοίταξε μ' ένα απλανές βλέμμα τον συνάδελφο και φίλο του κι αυτό ήταν μάλλον αρκετό. "Τέλος πάντων φιλαράκι", συνέχισε ο Κώστας, "ότι έγινε έγινε, έχεις κι εσύ το δίκιο σου.. δε λέω... απλώς..". Ένας δυνατός ήχος τον διέκοψε, φωνές από διαταγές και μια γενικότερη φασαρία. Ο Παύλος, ένας από τους καινούριους μπήκε απότομα στο θάλαμο. "Φωτιά παιδιά! Φωτιά κι απ'ότι άκουσα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις".

Μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλοι ήταν έτοιμοι και σκορπίστηκαν στα οχήματα. Τα ουρλιαχτά από τις σειρήνες έμοιαζαν ν'ακούγονται από παντού, οδηγοί αγχωμένοι έκαναν απότομα στην άκρη για να περάσει ο κόκκινος σαματάς, ενώ κάποιοι με θράσος ακολουθούσαν τα πυροσβεστικά, προκειμένου να φτάσουν δέκα λεπτά πιο γρήγορα στον προορισμό τους. Μετά από μία περίπου ώρα νευρικής οδήγησης, τα οχήματα έφτασαν κοντά στην πυρκαγιά. Το τεράστιο πευκοδάσος, ένας από τους μεγαλύτερους πνεύμονες της περιοχής, είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Ένα χάος από στάχτες και πρασινοκόκκινα χρώματα να διαπερνούν ανά στιγμές τους καπνούς. Ανθρώπινες φωνές εκνευρισμένες, στενοχωρημένες, προερχόμενες από κατοίκους, περίεργους περαστικούς, πυροσβέστες κι αστυνομικούς. Όλοι μαζί έμοιαζαν με μυρμήγκια που έτρεχαν από και προς κάθε κατεύθυνση. Η κινητοποίηση έμοιαζε να είναι από τις μεγαλύτερες. Δύο ελικόπτερα και τέσσερα αεροπλάνα κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο περνούσαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα κι έριχναν νερό και χημικά.

Ο ΧΘ πήδηξε από το όχημα κι άρχισε να ξετυλίγει την μάνικα με γοργές κινήσεις. Έσυρε τον τεράστιο σωλήνα με την βοήθεια του Κώστα και του Παύλου, σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα προς το μέρος της φωτιάς. "Ρε τρελαμένε, με το μαλακό ρε, δεν πας για πικ νικ! Ακούς ρε χωριό;", φώναξε ο Κώστας μονολογώντας "που σε βρήκαμε ρε κατσίκι... πανάθεμά σε...". Ο Παύλος λαχανιασμένος πάσχιζε ν'ακουστεί όσο καθαρότερα γινόταν "Ακούστε. Είναι ήδη μέτωπο πέντε χιλιομέτρων με δυνατό άνεμο που αλλάζει συνέχεια κατεύθυνση. Ας μείνουμε κοντά στον δρόμο με τους υπόλοιπους".

Ο ΧΘ σταμάτησε να προχωράει κι άρχισε να ψεκάζει τη φωτιά κρατώντας μια λογική απόσταση. Δύσκολα διέκρινε τα φλεγόμενα κλαδιά στην ήδη αποπνικτική ατμόσφαιρα.
"Κωστή μετράς ακόμη;" φώναξε. "Μετράω ρε χαμένε, μετράω. Είμαστε στα εφτά...", είπε εκείνος χαμογελώντας μέσα του. Παρόλες τις γκρίνιες και τις διαφωνίες με τον ΧΘ, ο Κωστής τον αγαπούσε και τον ένιωθε σαν αδερφό του. "Πως να του κρατήσεις μούτρα του τρελάρα", έλεγε, "σαν μικρό παιδί κάνει στις πυρκαγιές... ο κόσμος να καίγεται, κι αυτός ανασαίνοντας με δυσκολία, να μετράει τα δέντρα που σβήσαμε πριν καούν ολοσχερώς. Είναι ικανός να σου δίνει κουράγιο ακόμα και στην κόλαση".
"Οκτώ ρε Κωστή, ήμαρτον, ούτε να μετρήσεις δεν μπορείς; Οκτώ!".

Είχε πλέον βραδιάσει για τα καλά. Δεν άκουγόταν παρά μόνο ο ήχος του φλεγόμενου ξύλου και κάποιες φωνές αχνά, από μακριά. Οι ομάδες είχαν σκορπιστεί μιας κι ο κλοιός των πυροσβεστών έπρεπε ν' ανοίξει. Ξαφνικά ο ΧΘ ξεχώρισε έναν βήχα, από το μέρος της φωτιάς κι η αντίδρασή του ήταν ακαριαία. "Κωστή πιάσε γρήγορα να σύρουμε την μάνικα μ'ακούς; Κάποιος είναι μέσα στη φωτιά! Κουνήσου!" φώναξε κοιτάζοντας βιαστικά τριγύρω. "Που είναι ο Παύλος; Πάλι για κατούρημα πήγε; Μόνος σου θα την σύρεις;". Ο Κώστας άρχισε να τραβά την μάνικα με απότομες βίαιες κινήσεις. "Πήγε να βοηθήσει λίγο τα παιδιά δίπλα. Έπρεπε ν'αντικατασταθεί ο Θάνος, τον πήραν ξάπλα με αναπνευστικό τον άμοιρο. Που πάμε;". "Ευθεία μέσα" είπε ο ΧΘ κι άρχισε να χώνεται προς τη φωτιά πριν προλάβει ο Κώστας να διαφωνήσει. Εκείνος κοίταξε τα καυτά κλαδιά και τις πάμπολλες εστίες που σιγόκαιγαν, ένιωσε τον άνεμο, σκούπισε τον ιδρώτα του κι έμεινε πίσω. "Ρε γύρνα εδώ να το οργανώσουμε, που πας μόνος σου; Ακολούθα το πρωτόκολο. Ρε ακούς; Ρε κατσίκι;". Ο ΧΘ όμως δεν άκουγε. Ο Κώστας έβλεπε ακόμη την σιλουέτα του μακριά, ανάμεσα στους καπνούς, να ψάχνει μανιασμένα τον άγνωστο. Ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση κι ο Κώστας τρόμαξε. Η σιλουέτα του ΧΘ χάθηκε από τα μάτια του, ενώ ο καπνός σε συνδυασμό με ένα τεράστιο κύμα ζέστης τον σχεδόν τον έπνιξε και τύφλωσε προσωρινά. Άρχισε να υποχωρεί αργά κραυγάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε "Χρήστο; Χρήστο μ'ακούς; Γύρνα πίσω ρε θα πλακωθούμε. Ρε Χρήστο; Γαμώτο...". Δεν μπόρεσε να συνεχίσει με τις φωνές και είπε μέσα απ'τα δόντια του "αν δεν γίνεις ψητός θα σε φάω έστω κι ωμό ρε βλήμα. Κάθε φορά μου κόβεις το αίμα". Βήχοντας τέντωνε την μάνικα και την τραβούσε ελάχιστα μήπως και καταφέρει κάτι έτσι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο Χρήστος, για πρώτη φορά στην υπηρεσία του, δεν την κρατούσε πια.

Γύρισε στο όχημα με φτερά στα πόδια κι άρχισε να ζητά βοήθεια από τον ασύρματο. Μέσα σ' ελάχιστα λεπτά ένα ακόμη όχημα και πέντε άτομα ήταν εκεί. "Βοηθήστε να πάρουμε τις δύο μάνικες παιδιά! Ο Χρήστος είναι στις φλόγες. Γρήγορα. Να ρίχνετε νερό εκεί που θα δείχνω. Παύλο φύγαμε!". Έτσι άρχισαν κι οι έξι να παλεύουν με την φωτιά, σε με υπεράνθρωπη προσπάθεια να δημιουργήσουν διάδρομο προς το μέρος του Χρήστου. Ο Κώστας βλέποντας οτι η φωτιά είχε αναζωπυρωθεί παντού, κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Κρατήθηκε όμως και φώναξε "Γιώργο, ξύπνα και ρίξε με την μάνικα όπως ρίχνω κι εγώ". Σήκωσε το στόμιο προς τον ουρανό σε μια κλίση λίγο μικρότερη των σαρανταπέντε μοιρών κι έριξε νερό στις τεράστιες φλόγες πίσω μακριά, λες και προσπαθούσε να σβήσει την ίδια την κόλαση. Το νερό δε, έμοιαζε να εξατμίζεται πριν καν ακουμπήσει το χώμα.

Λίγα λεπτά πριν ο ΧΘ μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του "Ποιό πρωτόκολο; Που είναι η δύναμη του Σώματος; Που είναι όλοι, πόσοι έπρεπε να είμαστε εδώ και πόσοι είμαστε; Μη πω που να το βάλουν..." και προχωρούσε ακάθεκτος. Ξανακούγοντας τον βήχα έσπευσε προς το μέρος του με νέο κουράγιο. Ξαφνικά άρχισε να αισθάνεται όλο του το σώμα να ψήνεται. Σήκωσε το λαιμό απ'το μπλουζάκι για να τον καλύπτει μέχρι κάτω απ'τα μάτια. "Ανάθεμα", μονολόγησε, "πόσο πιο άσχημα μπορεί να εξελιχτεί; Κι ο άνεμος εναντίον μου; Δεν την γλιτώνω απόψε". Προσπάθησε να κοιτάξει τριγύρω αλλά απ' τον καπνό δεν φαινόταν τίποτε. Μονάχα φλόγες, πυρωμένα κάρβουνα και μια σταχτιά θύελλα. Η φωτιά πλέον τον είχε περικυκλώσει κι ο κλοιός της έσφιγγε σαν πύρινη θηλιά. Εκείνη τη στιγμή σκόνταψε πάνω σε κάτι μαλακό κι έπεσε μπρούμυτα κάτω, στο καυτό χώμα. Ανέπνεε με δυσκολία κι ένιωθε ότι από την υψηλή θερμοκρασία θα έπαιρνε από μόνο του το σώμα φωτιά. Βρήκε κουράγιο μόνο να γυρίσει ανάσκελα και να σκουπίσει κάπως τα μάτια του. Κοιτάζοντας έτσι μισότυφλος τον ουρανό κι αναπνέοντας με δυσκολία, όλα τριγύρω άρχισαν να θολώνουν. "Ήρθε το τέλος" σκέφτηκε, "Μα πόσο χαζός φάνηκα. Ούτε στο kamenos.gr δεν θα πιστέψουν την ιστορία μου" κι άρχισε να γελάει νευρικά. Ένιωσε το κορμί του να καίγεται και κοίταξε για μια τελευταία φορά τον ουρανό. Ξαφνικά κάτι σκληρό τον χτύπησε στο μέτωπο. Έπειτα στον λαιμό και στο χέρι. "Πολύ μικρά αυτά τα κουκουνάρια", σκέφτηκε και συνέχισε να περιμένει την αγκαλιά της κόλασης. Τα χτυπήματα συνεχίστηκαν κι άρχισαν να γίνονται περισσότερα. Τα ένιωθε πλέον σε όλο του το κορμί. Κάτι έπεσε με φόρα πάνω στο μάτι του. "Μα τι γίνεται;" αναρωτήθηκε δυνατά, μάζεψε όλες του τις δυνάμεις και σχεδόν ανασηκώθηκε. Ένιωθε το σώμα του ακόμη να καίγεται αλλά κοιτάζοντας τριγύρω ανατρίχιασε. "Χαλάζι", ψέλλισε, "Δεν μπορεί, ο κόσμος καίγεται κι εγώ ονειρεύομαι χαλάζι; Σίγουρα είμαι στα τελευταία μου"

Κι όμως έριχνε βροχή και δυνατό χαλάζι μαζί. Η φωτιά άρχισε να υποχωρεί ολοένα και περισσότερο κι ο άνεμος είχε κοπάσει εντελώς. Η στάχτη πάλευε να παραμείνει στον αέρα, να μην παρασυρθεί από τις σταγόνες νερού μέχρι το έδαφος. Σταγόνες που άρχιζαν ήδη να σχηματίζουν ποτάμια στο ζεστό ακόμη χώμα και να το ξεπλένουν από την μαυρίλα. Τα καρβουνιασμένα δέντρα τσίριζαν μια μελωδία γνωστή στους πυροσβέστες, που για λίγα λεπτά είχαν μείνει ασάλευτοι και κοίταζαν εξουθενωμένοι και μαγεμένοι την απίθανη εικόνα ενός φυσικού στοιχείου να παλεύει με ένα άλλο για το ποιό θα επιβληθεί.

Ο Κώστας βρήκε τον Χρήστο σχεδόν αμέσως, λιπόθυμο και σ' άσχημη κατάσταση, αλλά τουλάχιστον ζωντανό. Δίπλα του ακριβώς, ήταν ξαπλωμένος ένας πολίτης, νεκρός από ασφυξία. Έσκυψε, σήκωσε τον φίλο του κι άφησε το κορμί του ν' ακουμπήσει στον ώμο του. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και γύρισε προς το όχημα αργά, παραπατώντας στη μαύρη λάσπη. Αν και ανακουφισμένος, δεν έπαψε ούτε λεπτό να λέει μέσα απ'τα δόντια του "α ρε άτιμο κατσίκι, δε θα γίνεις καλά; θα τα πούμε ρε, θα τα πούμε...".

Nikos Apomakros

Η... Δημιουργία

...την πρώτη ημέρα εφηύραν τα απαραίτητα για την Πράξη. Η φωτιά, ο
τροχός, σκαπτικά εργαλεία, εργαλεία επεξεργασίας του ξύλου, τα χρώματα,
το τσιμέντο, το σκοινί και κάθε είδους κόμπος που μπορεί να γίνει σε αυτό
και πολλά άλλα ανακαλύφθηκαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον έναν
και μοναδικό σκοπό.

...την δεύτερη ημέρα έγινε η κατασκευή του σκηνικού. Ένα φτηνιάρικο
ξύλινο βάθρο και τριγύρω τσιμεντένιες θέσεις ικανές να "φιλοξενήσουν"
χιλιάδες, ανύπαρκτους ακόμη, θεατές. Στη μέση του βάθρου μια καταπακτή
με μηχανισμό ειδικό για την περίσταση κι από πάνω ένα δοκάρι με ένα
σκοινί.

...την τρίτη ημέρα άρχισαν να σχεδιάζουν το παρασκήνιο. Πως, πότε, ποιός,
τι και γιατί. Εκεί καταναλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της "φαιάς ουσίας",
ολόκληρη η μέρα ήταν αφιερωμένη στο σχεδιασμό μιας και το επιθυμητό
αποτέλεσμα βασιζόταν εκεί. Κάθε κίνηση ήταν πλέον υπολογισμένη,
προμελετημένη από κάθε άποψη, κάθε πιθανότητα είχε καλυφθεί απόλυτα.

...την τέταρτη ημέρα δημιούργησαν τους Εξειδικευμένους και τους απλούς
θεατές. Γενικότερα όλους τους κομπάρσους της ιστορίας. Το σενάριο
άρχισε να γίνεται πραγματικότητα κάποιων κι εκεί χρειάστηκε ιδιαίτερη
προσοχή για ν'αποφευχθούν τυχόν ανεπιθύμητα στραβοπατήματα που θα
οδηγούσαν σε διαφορετική εξέλιξη των όσων επρόκειτο να συμβούν

...την πέμπτη ημέρα δημιούργησαν τους Θύτες. Αυτό ήταν και το
ευκολότερο σημείο, αφού όλο το υπόλοιπο σκηνικό ήταν ήδη φτιαγμένο
έτσι ώστε όχι μόνο να εξυπηρετεί την δημιουργία τους, αλλά και να τους
κατασκευάζει ολοκληρωτικά από μόνο του, εάν αυτό ήταν απαραίτητο.
Συνέβαλλαν όμως με σημαντικές πινελιές, όπου έκριναν πως αυτές ήταν
απαραίτητες. Το "Σύστημα" τελειοποιήθηκε.

...την έκτη ημέρα χαμογελώντας άραξαν σε μια γωνιά, πάγωσαν τον χρόνο
ώστε να μην κυλάει για τα δημιουργήματά τους και αρκέστηκαν στο να
συζητούν μεταξύ τους περί του τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Φάνηκε να
συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους και να αλληλοσυμπληρώνονται. Πως θα
μπορούσε άλλωστε να μην... Στο τέλος άφησαν τον χρόνο να κυλίσει,
σίγουροι ότι την έβδομη ημέρα δεν θα χρειαζόταν η συμβολή τους για να
δημιουργηθεί το Θύμα.

...την έβδομη ημέρα οι Θύτες δούλευαν πλέον πυρετωδώς και
δημιούργησαν σε ελάχιστο χρόνο το πρώτο τους Θύμα. Οι Εξειδικευμένοι
ετοίμαζαν κάτω από τις εντολές των Θυτών το ήδη έτοιμο Σκηνικό, χωρίς
κανείς τους βέβαια να καταλαβαίνει ότι ήταν ήδη έτοιμο κι οι υπόλοιποι
Κομπάρσοι και Θεατές γέμιζαν τις τσιμεντένιες κερκίδες, χωρίς κανείς
ν'αναρωτιέται πως βρέθηκαν κι αυτές εκεί, έτοιμες, στημένες.
Όταν όλοι και όλα πλέον είχαν χρησιμοποιηθεί, ένα κουφάρι αιωρείτο στο
κενό. Εκείνοι χαμογέλασαν κι έφυγαν αφήνοντας το σκηνικό να
εξελίσσεται με τον μοναδικό τρόπο που του είχαν δώσει.

Πολλά άλλαξαν από τότε, ουδέποτε όμως κάτι το αρκετά βασικό ώστε να
επηρεάζεται και το τελικό αποτέλεσμα. Κάθε εξέλιξη ήταν προμελετημένη,
είχε προβλεφθεί, ήταν κομμάτι ενός τέλειου σχεδίου και συνέβαλε με την
σειρά της σε αυτό.

Κι η έβδομη ημέρα.. ήταν η μόνη που τα δημιουργήματα είχαν "γνωρίσει",
με εξαίρεση τους "Εξειδικευμένους" και τους Θεατές, οι οποίοι ανά στιγμές
δίσταζαν κι αμφέβαλλαν, αλλά στο τέλος υποχωρούσαν ακολουθώντας το
Ρεύμα. Γι'αυτό κι από τότε κάθε ημέρα ήταν μια επανάληψη της Έβδομης,
με κάποια κουφάρια να επιβεβαιώνουν την άγνοια ή την αδιαφορία όλων
για τις προηγούμενες ημέρες...

Nikos Apomakros

Η Δίκη (Καθρέφτης)


"Πάψε! Πάψε πια...".

Ήταν μια νύχτα που οι σκέψεις διέσχιζαν τη σιωπή του δωματίου γοργά, σαν καταιγίδα που πλησίαζε απειλητική. Τα κουκλάκια, τριάντα περίπου στο σύνολο, ήταν καθισμένα δίπλα δίπλα, σε ένα δωμάτιο που θύμιζε δικαστήριο. Κοιτούσε το καθένα, το δικό του απόλυτο κενό. Υπήρχε μπόλικη ποσότητα απο δαύτο, στα διάφορα σημεία ενός δωματίου που ήταν γεμάτο από μικροπράγματα. Όντας σιωπηλά και με κενό βλέμμα, θυμίζαν ενόρκους που είχαν βαρεθεί το θέατρο του δικαστηρίου και κυρίως την αέναη διεξαγωγή της δίκης, με όλα της τα συναφή. Έμοιαζε να παρακολουθούν μηχανικά πλέον τις κατηγορίες, απολογίες, όρκους, υπερασπίσεις, συνηγορίες περιμένοντας με ανυπομονησία το τέλος της δίκης, για να δηλώσουν το παρόν, λέγοντας μια γνώμη που δεν θα είχε και ιδιαίτερη σημασία.

Ο "πρόεδρος" του δικαστηρίου στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο. Έδειχνε εύθραυστος όπως ο κάθε άνθρωπος, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Κάτω από κάποιες άλλες όμως ήταν πιο σκληρός κι από ατσάλι. Εκεί τον θυμάμαι πάντως, ακίνητο, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήταν ακάθεκτα εναντιωμένος στη ποινή θανάτου, η οποία είχε ψηφιστεί ως νόμιμη τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν τη χρειαζόταν άλλωστε. Ήξερε πως να μιλήσει, ωστε και μόνο οι λέξεις να σου τρυπούν το στήθος, να σε πνίγουν, να σε καίνε ή να σε δηλητηριάζουν. Κάποτε είμασταν φίλοι. Νομίζω από τους καλύτερους. Δεν είμαι σίγουρος πια, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι καταλαβαινόμασταν απόλυτα, ακόμη και δίχως να μιλάμε. Αρκούσε να κοιταχτούμε, να ανταλλάξουμε βλέμματα. Και τις περισσότερες φορές, ξέραμε τι σκέφτεται και τι αισθάνεται ο άλλος, ακόμα κι όταν είχαμε αρκετό καιρό να ειδωθούμε.

Σιγά σιγά αυτό άλλαξε. Απομακρυνθήκαμε πολύ όταν ανέλαβε τη πολυπόθητη δουλειά του, την οποία φάνηκε πως περίμενε καιρό και με υπερβολική ανυπομονησία. Αρχικά και με απίστευτο ζήλο, δίκαζε και καταδίκαζε όλους τους άλλους. Τους φίλους, γνωστούς και συγγενείς μου. Εγώ δεν έδινα και πολύ σημασία. Με υπερασπιζόταν πάντα, ήταν φίλος μου τον οποίον εμπιστευόμουν τυφλά. Εκτός αυτού, τις λίγες φορές που ασχολήθηκα ιδιαίτερα, έβλεπα πως είχε πάντα απόλυτο δίκιο σε αυτά που έλεγε, στον τρόπο που έκρινε τους πάντες και συνεπώς στις αποφάσεις του. Πάντα μα πάντα. Κάποιες ελάχιστες φορές που αναρωτιόμουν, που αμφέβαλλα και το έψαχνα λίγο παραπάνω, δεν μπορούσα να εντοπίσω το παραμικρό ψεγάδι. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι ποτέ δεν επέμεινα ιδιαίτερα. Γιατί άλλωστε να το κάνω; Με μένα ήταν απόλυτα φιλικός κι επιεικής, ήταν ο καλύτερός μου φίλος, με υποστήριζε με θέρμη και του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη.

Δεν θυμάμαι πότε άρχισε να αλλάζει αυτό. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι από κάποια περίοδο και μετά, άρχισε να δικάζει όλο και περισσότερο εμένα, αφήνοντας κάθε άλλο "κάθαρμα" σε δεύτερη μοίρα. Αρχικά υπέθεσα πως το έκανε για το καλό μου και δεν πρόσεχα πως να απαντήσω σε αυτά που ρωτούσε. Απαντούσα πρόχειρα, γρήγορα, απλά. Εκτός αυτού, ήταν δώρο άδωρο να μιλήσω προσεκτικά ή αναλυτικότερα. Ήξερε τις σκέψεις μου, τις πράξεις μου, τα συναισθήματά μου εξ αρχής. Μερικές φορές και πριν ακόμα σκεφτώ, αισθανθώ ή πράξω. Με μια απλή ανταλλαγή βλεμμάτων ή και δίχως καν αυτή, με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Κι είχε πάντα δίκιο για ότι ρωτούσε, για ότι συμπέρασμα κι αν έβγαζε για μένα, το ομολογώ.

Με την πάροδο του χρόνου, το δωμάτιο άρχισε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο με δικαστήριο. Τα κουκλάκια έγιναν οι σιωπηλοί ένορκοι, οι ερωτήσεις πλήθαιναν και δυσκόλευαν, ενώ η δίκη γινόταν όλο και πιο βασανιστική. Και μέσα σε όλα αυτά, προστέθηκε ένας εισαγγελέας, του οποίου δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ποτέ την ακριβή θέση στο δωμάτιο. Κι όμως η φωνή του, ακουγόταν πεντακάθαρα θαρρείς και έβγαινε από παντού. Τρυπούσε τα αυτιά μου βάναυσα με τις κατηγορίες που απήγγειλε, μπροστά σε όλους κι ειδικά στον δικαστή.

Ήταν μια νύχτα, που οι σκέψεις διέσχιζαν τη σιωπή του δωματίου γοργά, σαν καταιγίδα που πλησίαζε απειλητική. Τελικά κεραυνός η φωνή του προέδρου, έσκισε στα δύο σιωπή και σκέψεις. "Κατηγορούμενε, καταδικάζεσαι ομόφωνα σε θάνατο.", είπε. Δεν ξέρω πως έφυγε το τασάκι κι έσπασε τον καρφωμένο στο τοίχο καθρέφτη. Αυτό που θυμάμαι πεντακάθαρα ήταν τα λόγια κι ο τόνος της φωνής μου. "Πάψε! Πάψε πια...". Δεν κατάφερα να πάψει κι ο εισαγγελέας, του οποίου δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ποτέ την θέση στο δωμάτιο. Κι όμως η φωνή του ακούγεται ακόμα πεντακάθαρα θαρρείς και βγαίνει από παντού. Τρυπάει τα αυτιά μου βάναυσα με τις κατηγορίες που απαγγέλει...

Nikos Apomakros

Ένας χωρικός βρήκε κάποτε τον τρόπο να γίνει πλούσιος κλέβοντας από τους συγχωριανούς του
χρήματα και τιμαλφή. Περνούσε λοιπόν με τον γαϊδαρό του και δυό τρία ορφανά που 'χε μαζέψει,
έξω από τα σπίτια συγχωριανών όταν όλοι λείπανε στα χωράφια. Έστελνε τα παιδιά να παίξουν,
έμπαινε σε κάποιο τυχαίο σπίτι, άρπαζε, έβγαινε κι έβαζε τον γαϊδαρό του να τα καταπίνει. Κατόπιν
μάζευε τα παιδιά, περνούσε από τα χωράφια και χαιρετούσε θερμά κάθε συγχωριανό φροντίζοντας
να είναι εμφανές ότι τα χέρια, οι τσέπες και το πουγκί του, ήταν όλα άδεια και συνέχιζε για το σπίτι
του μακριά στο λόφο.

Σιγά σιγά οι συγχωριανοί, άρχισαν να μυρίζονται ότι αυτός είναι που τους κατακλέβει, αλλά
δεν μπορούσαν να πουν τίποτε. Δεν ήταν απόλυτα βέβαιοι και δεν μπορούσαν να αποδείξουν
κάτι. Ωστόσο ο θυμός άρχισε να μεγαλώνει με τον καιρό και να εξελίσσεται πια σε μανία. Στο τέλος
δεν άντεξαν. Προσέλαβαν άξαφνα έναν σφαγέα, από άλλο χωριό, τον ταϊσανε, τον φιλοξένησαν,
του τάξανε διάφορα και τέλος τον πήρανε μαζί τους στα χωράφια και παραφύλαξαν για τον χωρικό.
Μόλις πλησίασε εκείνος και βλέποντας να τον περιτριγυρίζουν εξοργισμένοι, αποφάσισε να κάνει
τον ανήξερο. Αυτό εξόργισε ακόμα περισσότερο τους συγχωριανούς του, οι οποίοι διέταξαν τον
σφαγέα να κάνει τη δουλειά για την οποία τον κάλεσαν.

Ο σφαγέας αρχικά στράφηκε στο γάιδαρο, υποθέτοντας ότι εκεί είναι η βάση του προβλήματος.
Επειδή όμως τα ορφανά είχαν δεθεί ιδιαίτερα με το ζώο και ήξεραν ότι δεν μπορεί να έχει φταίξει
σε κάτι, έσπευσαν να το προστατεύσουν. Έτσι, ο σφαγέας, χωρίς κανένα εμπόδιο από τους
φοβισμένους ή έξαλλους χωριανούς, σκότωσε με γρήγορες κινήσεις πρώτα τα ορφανά και κατόπιν
το άμοιρο το ζώο. Βγάζοντας το μαχαίρι από τα σωθικά του, ξεχύθηκαν κάποια χρυσαφικά που
είχε κλέψει ο χωρικός εκείνη τη μέρα. Ο χωρικός πάνω στην αναμπουμπούλα βέβαια είχε τραπεί
σε φυγή πριν καν ο σφαγέας φτάσει στον γάιδαρο και κανείς δεν τον ξαναείδε.
 
Όταν όλα τελειώσανε, ο σφαγέας παρέμεινε στο χωριό κι όλοι έτρεμαν στην ιδέα μήπως στρέψει
ποτέ το μαχαίρι του προς τα πάνω τους, για κάποιο λόγο. Μια ιδέα που σιγά σιγά άρχισε κι αυτός
να εκμεταλλεύεται ιδιαίτερα. Οι χωρικοί φυσικά γύρισαν στα χωράφια τους, αφού πρώτα κηδέψανε
με τιμές τόσο τα ορφανά, όσο και τον γάιδαρο, που πλέον είχαν γίνει κάτι σαν σύμβολο θυσιασμένης
αθωότητας.

Λίγα χρόνια μετά, όταν η μανία έσβησε, συνειδητοποίησαν ότι αν είχαν αφιερώσει λίγο χρόνο,
θα είχαν ανακαλύψει ότι μπορούσαν να ποτίσουν με ένα ειδικό φάρμακο τον γάιδαρο προκειμένου
να αποβάλλει τα κλοπιμαία και θα φυλάκιζαν ή εξοστράκιζαν τον κλέφτη χωρικό, χωρίς να χυθεί αίμα
και φυσικά χωρίς να καλέσουν και φορτωθούν δια παντός τον σφαγέα και τον φόβο που συνέχιζε να
σπέρνει προκειμένου να μην πάψει να απολαμβάνει την όλη... φιλοξενία.

Τέλος


ΥΓ:

Κλέφτης Χωρικός = Διεφθαρμένος Πολιτικός
Γάιδαρος = Δημοκρατία
Ορφανά = Υπερασπιστές της Δημοκρατίας
Συγχωριανοί = Πολίτες
Σφαγέας = Ακραία λύση

papadia

πολυ ωραιο κ πολυ επικαιρο απομακρε το παραμυθι σου....

      κ ολα τα αλλα επισης πολυ ωραια κ με δυνατα μυνηματα

      σημερα τα διαβασα για πρωτη φορα κ μου αρεσαν πολυ...
...οσο μπορω...οταν μπορω...

421 Επισκέπτες, 0 Χρήστες