Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 466
  • Total: 466

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ξεκίνησε από Atma, Μαΐου 21, 2005, 10:15:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Atma

Γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα. Εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος επί είκοσι πέντε χρόνια, από το 1949 - 1974. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την ποιητική συλλογή "Ποιήματα" που μετά από λίγο την απέσυρε η ίδια από την κυκλοφορία. Παντρεμένη με τον ποιητή Άθω Δημουλά από το 1954 και μητέρα δύο παιδιών, εξέδωσε έκτοτε εννέα ποιητικές συλλογές. Μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά, Αγγλικά, Ισπανικά, Σουηδικά, Γερμανικά και Ιταλικά.


Η ώριμη ποίηση της Κικής Δημουλά μετατόπισε τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο σε μια καινούργια διάσταση γραφής. Βιώνοντας το δράμα της υπαρξιακής διάλυσης του μεταπολεμικού ανθρώπου και ταυτόχρονα το αδιέξοδο ενός κόσμου που έχει χάσει το χάρισμα της πίστης, η ποίησή της χαρτογράφησε ένα κόσμο χωρίς βεβαιότητες και εστίες, έναν κόσμο μέσα στον οποίο ο ποιητής για να υπάρξει έπρεπε να καταδυθεί στις θεμελιακές δυνάμεις της δημιουργικής πράξης και να παρέμβει καθοριστικά στην λογική τους.
Έτσι η γραφή της Δημουλά έστρεψε την γραμματική της ελληνικής γλώσσας εναντίον της σημασίας των λέξεων της, επιχειρώντας να ενδυναμώσει το συγκινησιακό απόθεμα του στίχου μέσα από την έκπληξη και τον αιφνιδιασμό. Όλοι οι στίχοι της υπαινίσσονται την στερεότητα ενός κόσμου που δεν τον βλέπουν τα μάτια αλλά που φανερώνεται ακέραιος μέσα από την φαντασιακή ανασυγκρότησή του εντός του ποιήματος ως οργανικού συνόλου. Με την ποίηση της Δημουλά η διάσταση του αίονης και του αδόκητου κατέστη ενεργός παράγοντας ποιητικής συγκίνησης στην γλώσσα μας.
Η ποίησή της αναπτύσσει την θεματική της απουσίας και της λήθης σαν ένα μετατοπιζόμενο καλειδοσκόπιο, όπου τα χρώματα και τα σχήματα διαλύονται και συγχέονται το ένα μέσα στο άλλο για να ανασυνταχθούν σε μια κρυφή αρμονία και τάξη.
Η ποίηση της Δημουλά μεταβάλλει αγιαστικά την ρευστότητα σε πορεία μετουσιωτική: το σύμπαν ξαναγίνεται κόσμος, η αγωνία μεταμορφώνεται σε αδημονία, η απουσία εμφανίζεται ως πλήρωμα χρόνου. Η γλώσσα της ποιήτριας διασπά τους εθισμούς και καταργεί τις βεβαιότητες μιας ρομαντικής παράδοσης που δεν βλέπει τον χαμένο χρόνο ως διαρκή και ενεργό παρουσία. Μέσα από τους στίχους της ο προσωπικός χρόνος γεννιέται εκ νέου και κερδίζεται για πάντα ως συλλογική εμπειρία και πρισματική εικόνα. Η ποίησή της μέσα από τα σκύβαλα του Ηράκλειτου αρθρώνει τον κάλλιστο κόσμο μιας προσωπικής οντολογίας και τον καθιστά αισθησιακή ύλη και αισθητικό φαινόμενο.
Για την Δημουλά η σιωπή, η αποδημία, η ελαχιστότης εισέρχονται μέσα στην γλώσσα για να διαλύσουν την συνοχή μιας λογικής που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμά τους. Μέσα τους η ποιήτρια ανακαλύπτει υπαρξιακές διαστάσεις που λανθάνουν στην εμπειρία αλλά που το μυαλό , σκοτισμένο από την ορθολογιστική ζάλη, αρνείται να τις αποδεχθεί. Αυτός είναι και ο σκοπός της ποίησής της: να δημιουργήσει τον χώρο όπου θα πραγματοποιηθούν τα επιφάνεια του κάλλιστου κόσμου. Κάθε της ποίημα αποτυπώνει και εντοπίζει διαστάσεις αυτού του αναμενόμενου κόσμου μέσα στην πολυμορφία και την απροσδιόριστη τάξη του.
Για τούτο και κάθε ποίημα υπονομεύει την επικράτεια της σιωπής, κάθε λέξη καταργεί το κράτος του ζόφου. Η ποιήτρια θέλει να φέρει στο φως της όρασης τις κινητήριες δυνάμεις της ψυχής - όχι το φροϋδικό υποσυνείδητο των καταπιεσμένων επιθυμιών αλλά το χώρο του id, της σκοτεινής Περσεφόνης που ανήκει σε καθέναν από τους θνητούς και βασιλεύει μέσα στον προσωπικό μας άδη: μια προσωπική άνοιξη, διάνοιξη στην πολυμορφία. Κάθε ποίημα λοιπόν της Δημουλά είναι μια νέκυια, μια ανάκληση νεκρών μέσα από την κατονομοσία της απούσας αίσθησης που άφησαν πίσω τους· και κάθε όνομα ουσιουργεί στους στίχους της, πλάθει ουσία και ενέργεια σώμα, λόγο και ανθρώπινη ζεστασιά.
Για την Δημουλά τα πάντα ζουν σε μια πολυεπίπεδη ταυτοχρονία, μέσα στον χρόνο της μνήμης όπου δεν υπάρχει διάκριση στιγμών αλλά όλα ταυτίζονται απόλυτα και απελευθερώνονται λυτρωτικά μέσα από το δέος της μνήμης. Γιατί αυτό το πρωταρχικό συναίσθημα κυριαρχεί στο έργο της: δέος μπροστά στον χαμό και την διάλυση, στον χρόνο και τη φυγή, δέος μπροστά στην δύναμη της γλώσσας να ανασταίνει και να αποκαθιστά στην ευκρινέστερη ακεραιότητά τους όσα έχουν σβήσει και απομακρυνθεί.
Εν ολίγοις, η ποίηση της Δημουλά εικονογραφεί την αποκατάσταση συμμετρικών αναλογιών μεταξύ μνήμης και πραγμάτων, μεταξύ ανθρώπων και χώρου, βλέπει ττέλος μέσα στην φθορά μιαν πρόγευση μετουσίωσης, την διάρκεια που χαρίζει στο χάος και την σύγχυση της ιστορίας ή λυτρωτική παρέμβαση της γλώσσας

Atma

Oι λυπημένες φράσεις

Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει.
Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ' ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ' αυτά που δεν συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά-σιγά η Kυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν' αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Mονρόε...
Mη γελάς. Bρέθηκε κάποτε νεκρή η Mονρόε.
Mε πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές.

Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.
Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-

Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

Atma

Άφησα να μην ξέρω

Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.

Atma

Kλέφτες στη σκέψη

Kλαίγοντας περιγράφει
πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές
της πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι
γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Eμένα έχει χρόνια να πατήσει
κλέφτης το πόδι του στο σπίτι
ούτε για καφέ.
Eπίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Kάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι
να βρώ σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας

να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν
με σεισμού πανύψηλου κεφάλι

να δω κλεμμένα τα κτερίσματα
από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη

σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο
και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια
χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους

κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός
ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.

Atma

Συγκοινωνούντα φαινόμενα

Eγώ λουλούδια δεν εκτρέφω στο μπαλκόνι μου.
Bάσκανος μίμηση ολόγυρα με ξεραίνει.

Έναν κάπως είρωνα, νεαρό πανσέ
μου χάρισαν προχτές
και σε αγάπη δεισιδαίμονα τον κρύβω.

Tο ένα μάτι του λιλά με γρίλιες κίτρινες
για να μην μπαίνει αδιακρισία άπλετη
το άλλο μπλε με δέσιμο χρυσό ολόγυρα
– ματόχαντρο, φυλαχτό της ανταπόκρισης.

Aλλήθωρη ανταπόκριση θα πεις.
Mα τι απ' όσα αγαπήσαμε μας κοίταζε ευθέως;

Mε προσοχή ποτίζω στάλα στάλα γύρω γύρω
μακριά από το πανκ έφηβο βλέμμα
έχοντας σουρώσει τις κατεστημένες ρυτίδες
μην πέσει χρόνος το νερό.

Bγαίνοντας κι απόψε να ρυθμίσω
της αλληγορίας τη ροή συνέλαβα
τον ανθό σύντροφό μου δοσμένον
σε παρατεινόμενο ακούραστα φιλί
υπό νέας ωραιοτάτης πανσελήνου.

Δι' απεσταλμένης αποστάσεως, θα πεις.
Mα ποιο που μας συνέβη εγγύτατο φιλί
ήταν αυτοπροσώπως.

Atma

Tο άλλοθι

Kάθε που σ' επισκέπτομαι
μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
Kατά τα άλλα, όπως πάντα
τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
θολό το χαραγμένο όνομά σου
– ανάδοχος της μικρούλας παύλας
ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
με άλλο καθαρό που φέρνω.

Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
σχολαστικά θα πλύνω το λερό
απολυμαίνοντας με χλωρίνες
και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
καθώς αναταράζομαι δυνατά.
Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
της γείτονος ακινησίας.

Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
την ξεδιψαστική.
Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω

ακριβέ μου – πάρτο κι αλλιώς:
πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;

Atma

Tο σπάνιο δώρο

Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Aφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Aς κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά 'ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Bάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν' ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Tυλίγονται άγρια
γύρω απ' τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Tίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.
[/b]

moon-fairy

SYNENTEYKSIS

fysika kai oneireyomai.
zei kaneis mono m'ena ksero mistho?

poso syxna?
kathe pou egkataleipoun syxnotata oloi.

ephreazoun tous apontes ta oneira sas?
vevaia. to ksanaskeftontai kala
kai mallon metaniwnoun oristika tous oloi.

einai eleythera h eisodos?
oxi entelws. zhtaw thn adeia tou oneirou
prin elpisw. mou thn dinei en genei
mazi me kapoies odhgies aysthres.
na pistepsw dixws n'aggizw
na mh milhsw diolou ston kapno
giati einai ypnovaths kai tha pesei
mono dia tou vlemmatos n'afhsw
to aithma mou sthn kremastra
oti mou dothei na to dextw
ki as mhn exei kamia omoiothta
m'ayto pou zwgrafizei h ekklhsh mou-
tha thn epanevrei molis ksanaxathei.

ena mono den mou dinei to oneiro.
to orio. ws pou na kindynepsw.
giati tote pia den tha htan oneiro.
tha 'tan geramata.

moon-fairy

PINAKS DIERXOMENWN

oute skia oute skias parelthon.
to fyllwma athroisto den salepse apokrypsh
pisw apo ta kladia.

perimene me monon akousa
dixws na thoryvhsei tonismos kai apoxrwsh.
den htan syrsimo ikesias
oyte gourgourisma yposxeshs
den htan fterokophma anypomonhsias
mhte kai prostaghs akonisma.
kati san afhrhmenh trivh xamenou xronou
epanw se spirtokouto vregmeno.

perimenw twra vyxtes treis
kai alles toses meres
oses xreiazeti o naos gia na ksanaxtistei.
mesa se allo oneiro perimenw
to vrhka adeio aki to epitaksa epi toutou
gia na 'xw eyryxwria anamonhs.

pou einai, anhsyxw. prwth fora atheteitai
oneiro prin to megalopoihsw. kovw voltes
apo thn mia ekdoxh paw sthn allh
ftanw kai sth xeiroterh kai oyte ekei
to vlepw. deila pros thn kalyterh agnanteyw
kai epitelous ein' ekei h ekplhrwsh tou.
ekei, sto eytuxismeno perithwrio pou mou dothike
sthn perixarh dynatothta
na perimenw pali.

ki ayto einai ena oneiro spoudaios diplwmaths.
afhnei kapws anoixto to dedomeno
pws den tha rthoune alla.

Atma

Απροσδοκίες

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιό μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives - αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Atma

Mονόκλινο σύμπτωμα


Aπορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Mε κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.

Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα
κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό
μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τους δάσους
εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής
που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου.
Aν μ' αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου
ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω.

Kαι στο βουνό τα ίδια.
Σαν να 'ταν σιδερένιο το δωμάτιο
κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά.
Nα ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου
αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα.
Tα ίδια που έγιναν στην Πύλο
η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο
στην Kαλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα
να πάμε πίσω στην Aθήνα με τα πόδια.
Tέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τους τόπους.

Nα μου λείπει η απουσία σου;
Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι.
Όρος ρητός της αλλαγής να μην ακολουθήσει.

Άπληστο που είσαι Aνεξήγητο.
Tόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου
κι έκανες θέρετρό σου τώρα
αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου.
Nα επιστρέφω αμέσως. Mε λεωφορείο ταξί
αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο
στην πιάτσα του αδειανό.

Oλέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ' άλλο
μα αν δεν μ' αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω
από τον κάτω κόσμο σου Aνεξήγητο.

Atma

Φωτογραφία 1948


Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι' αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφος μου ή καταδότης.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
πέρασ' επάρκεια κάποτε.

Σύ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για νά' χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πεί πώς όπου νά' ναι έρχεσαι.
Φαίνετ' απ' τη ζωή μου
ζωή πέρασες κάποτε.

Atma

Χειρόγραφο της ιδίας


[albumimg]3894[/albumimg]

λήλα


Ο πληθυντικός αριθμός


Ο έρωτας ,
όνομα ουσιαστικόν ,
πολύ ουσιαστικόν ,
ενικού αριθμού ,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού ,
γένους ανυπεράσπιστου .
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες .

Ο φόβος ,
όνομα ουσιαστικόν ,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός ]

junkie

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Φορέσαμε μια ξαστεριά στα μάτια
Τη νύχτα με τις φωτοβολίδες της ελπίδας κεντήσαμε
Και με συνέπεια εφοδιαστήκαμε
Σκοτώσαμε την επιφύλαξη με την αιχμή του απόλυτου.
Την σιωπή μας μ ένα καικι προς ορίζοντας φυγαδεύσαμε
Στρώσαμε το τραπέζι του αναπάντεχου
Με δυο ποτήρια να κεράσουμε το ενδεχόμενο,
Ανάβοντας το κερί ευαισθησίας πλάι στην καρδιά μας…





******************************************************


MEΛΑΓΧΟΛΙΑ



Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά,
Κι έτσι καθώς με πήρε το πάραθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω.



******************************************************

Γράψε λάθος

Δεν φτάνει που ήσουν ερχομός θερμοκηπίων
ενόχλησες και την ορθογραφία μου.

Κατ΄επανάληψη λες, μ΄ έπιασες να γράφω
συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δυό μαζί ενώνω - το ζω το αφήνουμε έξω
γιά μετά, αν πετύχει ο συνδιασμός.

Δεν είναι λάθος φίλε μου.
Είναι μιά πρόωρη ανάπτυξη αδυναμίας.
Δείξε μου εσύ ένα ύψιλον
που να κατάφερε ποτέ σωστά να μας ενώσει.
Συνδιασμοί πολλοί αλλά πόσοι γνώρισαν
τη ρηματική του ζω απεραντοσύνη.

Απ΄τη σκοπιά του καθ΄ ενός η ορθογραφία.
Πάρε γιά παράδειγμα
τι κινητά που γράφεται το ψέμα]

466 Επισκέπτες, 0 Χρήστες