Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 586
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

Κώστας Καρυωτάκης

Ξεκίνησε από isabella, Μάρτιος 31, 2006, 09:56:41 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

(1)

Παλιό η ψυχή μου γράμμα είναι κι εγράφη
σε μια παρθένα ωραία -- ευγενική
παρθένα -- που για λύπη ερωτική
το μοναστήρι εδιάλεξεν, ετάφη.

Τι τώρα κι αν ασπρίζουνε οι κροτάφοι;
Το τότε κι αν η μοίρα ήταν κακή;
Ενα συρτάρι εβένινον εκεί
των αναμνήσεων κρύβει το χρυσάφι.

Την ώρα που γεμίζουν ίσκιο οι θόλοι,
καθισμένη σε πέτρα το κοιτά,
το σφίγγει στα ωχρά χέρια κλαίοντας όλη.

Επειτα, ενώ, με βλέφαρα κλειστά,
το φευγαλέο της όραμα κρατά,
σηκώνεται και πάει στο περιβόλι.

(2)

Με τον καιρό που πρόσχαρη ήταν νέα
-- αλίμονο! -- για να αναμετρηθεί,
για να 'βρει ένα σκοτάδι πιο βαθύ,
σέρνεται προς την πένθιμη αλέα.

Βαριά στη ζωή της έπεσε η αυλαία
κει δεν μπορεί καλά να θυμηθεί.
Το χείλος, μόνο ξέρει, δεν ανθεί,
δεν είναι πια τα μάτια της ωραία.

Κι όπως τα δέντρα ολόγυρα σιωπούν,
έτσι ποτέ για εκείνον που τη χάνει,
ποτέ δε θα 'ρθουν άνθρωποι να πουν.

Αχ, μήτε τ' όνομά του εδώ δε φτάνει!
Να ζει; Και πάντα να τον αγαπούν;
Μην έχει τάχα -- σαν αυτή -- πεθάνει;

(3)

Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός,
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ' απομείνει.

Κατάμονη σε μι' άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός.
Ενας ακόμη θα 'σουνα νεκρός,
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.

Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται και αργεί
χαμένην ευτυχία να νοσταλγεί.

Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι
όσα, το βράδυ, δάκρυα, την αυγή,
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει.

blue-roses

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΗΤΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ...

Τώρα που μήτε ο έρωτας μήτε η φιλία της φέρνει,
μήτε κι αυτό το μίσος μου παρηγοριάν, α, πώς
η ώριμη θλίψη μου κατά καιρούς τα περασμένα γέρνει,
της νιότης μου καρπός!

Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα.
Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή
όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα
εράντιζε τη γη.

Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα·
ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια.
Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα
μού άγγιζε τα μαλλιά.

Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει
στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,
τα χρόνια που 'ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
κι έφυγαν ουρανός.

Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα,
στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά.
Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα,
χαμένη τώρα πια.

Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε
χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν.
Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε
οι θεοί να μου γελούν.

Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου,
ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ,
πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ' όνειρό μου,
τ' όνειρο που μαδώ.

Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει!
Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί.
Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη,
σαν πάχνη, σα ζωή!

blue-roses

ΜΟΝΑΞΙΑ

Μεσάνυχτα και λείπετε, αδερφούλες μου.
Σαλεύει θλιβερό το κυπαρίσσι.
Τις κάμαρες θ' ανοίξω που στοιχειώσανε,
τ' αγέρι κι η νυχτιά ναν τις γιομίσει.
Ανε με πάρει ο ύπνος, μέσα στ' όνειρο
θα 'ρθει κάποια από σας να ξυπνήσει.

Πού πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα
μονάχη μες στο σπίτι μας και ξένη;
Στην άρπα, που ενοστάλγησε τα δάχτυλα,
η αράχνη τον καημό μου τον υφαίνει.
Τα χέρια μου, όπως δένω κι όπως θλιβομαι,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.

Τι να 'φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,
σαν τάφοι, τ' αδειανά σας τα κρεβάτια;
Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,
ποτέ δε θαν το πουν τα σκαλοπάτια;
Πώς ξεχειλά σα δάκρυον, αδερφούλες μου,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!

 

blue-roses

ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ...

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά·

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ --
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!

 

blue-roses

ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ

Είσαι άντρας. Ομως ο ίδιος πάντα μένω·
τα χρόνια που περάσανε με άφησαν
παράξενο παιδάκι γερασμένο.
Και δεν ποθώ πια τίποτε αδελφέ μου·
τα ονείρατα στα χέρια μου εσκορπίσαν
και τα 'δωκα, ροδόφυλλα του ανέμου.
Ω, πότε θα μπορέσεις να ξεχάσεις
τις έγνοιες της ζωής που σ' εκερδίσαν
να 'ρθεις απο 'κει πέρα, να περάσεις
τριγύρω μου το χέρι και σκυμμένος
ν' ακούσεις όσα πάθη εγονατίσαν
αυτόν που τόσο σου 'ναι αγαπημένος;
Καλέ μου, σιγανά θα σου μιλούσα,
θα σου 'λεγα πως όλοι μ' εμισήσαν,
πως ρεύοντας το δρόμο μου ετραβούσα,
διωγμένος κάθε μέρα απ' τους ανθρώπους,
μη ξέροντας ποιοι τόποι μ' εκρατήσαν,
μη ξέροντας σε ποιους πηγαίνω τόπους.
Κι ως είσαι λατρεμένος αδελφός μου,
τα μάτια σου κοιτώντας που εδακρύσαν,
θα ξεχνούσα τα βάσανα του κόσμου,
και βλέποντας μακριά, κατά τη δύση,
τα συννεφάκια που θαμπά εχρυσίασαν
φιλώντας ιλαρά το κυπαρίσσι,
για μια μικρήν ηλιολουσμένη πόλη,
για ένα μεγάλο σπίτι που εκυλήσαν
τα πρώτα πρώτα χρόνια μας και οι βόλοι,
για τις χαρές που ακόμα με κρατούνε
ικέτη, θε να σου 'λεγα, μα έσβησαν,
για τους καιρούς που δε θα ξαναρθούνε...

 

blue-roses

[ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ...]

Ολα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.
Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος,
και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.

Ολα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί,
σ' εκείνη τα βιβλία μου λησμονούνται,
σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.

Ηταν ευτυχισμένη τότε η ώρα,
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.
Εχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα,
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.

Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δε μπαίνει.
Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,
αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.

Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,
σε ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς,
κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.

 

blue-roses

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Εγώ δεν επλανήθηκα σε δάση απάρθενα, βουερά,
μηδέ η ριπή μ' εχτύπησε του ωκεάνιου ανέμου.
Σκλάβο πουλί, τ' ανώφελα πηγαίνω σέρνοντας φτερά
και δε θα ιδώ τους ουρανούς που νοσταλγώ, ποτέ μου.

Μα πάντα, ω φύση, αλίμονο! πόσο η ψυχή μου ταπεινή
λάτρισσα στο παραμικρό γίνεται μάντεμά σου,
και πόσο, τώρα που η βραδιά θα πέσει φθινοπωρινή,
το καθετί περσότερο μου λέει την ομορφιά σου!

Με μιαν ακρούλα σύννεφου ταξιδεμένου με καλείς,
με το χρυσίο χαμόγελο του μαραμένου βρύου,
μ' ένα χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες όλες της αυλής,
που το σαλεύει μοναχό η πνοή του Σεπτεμβρίου.

Και τη φωνή σου ακούγοντας, τη μυστικιά, τη δυνατή,
ω φύση, θα 'ρθω κάποτε φέρνοντας το σταυρό μου.
Θα' ναι το χώμα σου ελαφρό, και θα 'ναι πάντα ονειρευτή
η ώρα με τ' αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου!

 

blue-roses

ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ...

Φύγε κι άσε με μοναχό, που βλέπω να πληθαίνει
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλορροεί στο χέρι σου και πάει

Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων

Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.

blue-roses

[ΔΕΝΤΡΑ ΜΟΥ...]

Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.

Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.

Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

 

blue-roses

[ΜΙΚΡΑ -- ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ]

Καθώς βαδίζω, μια σκιά μ' ακολουθεί από πάνω
σαν βαρύ νέφος ή φτερό δυσοίωνου πουλιού.
Είναι μαζί μου όπου να πάω, μαζί μου ό,τι να κάνω,
και δεν αφήνει ούτε να δω τον ήλιο του θεού.

*****

Σάββατο βράδυ]

blue-roses

[ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ]

Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

“Αδελφέ” θα μου πουν “δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

“Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

”Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.”

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου...

blue-roses

[ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ...]

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελέυθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.

 

 

blue-roses

ΒΡΑΔΥ

Τα παιδάκια που παίζουν στ' ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη --
τ' αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,


τ' ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τραίνο που θα 'ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ' ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη...

 

blue-roses

[ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...]

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.

Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πυγμή, που δε συντρίβει
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.

blue-roses

[ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ...]

Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.

Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,

είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...

Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.

 

541 Επισκέπτες, 1 Χρήστης