Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 289
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 339
  • Total: 340
  • Leon

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)

Ξεκίνησε από junkie, Ιουνίου 15, 2006, 02:09:16 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

junkie

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985)

Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κων/πολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασσική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξώφυλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Παράλληλα αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του στη ζωγραφική. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Ήταν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου από την αρχή μέχρι το τέλος. Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και αιχμάλωτος εργάζεται σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα.
Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος ο οποίος γράφει για τον Εγγονόπουλο στα 1945]

junkie

Στο θάνατο του ανθολόγου της υψηλής αγάπης

Σε τι κατασπατάλησες πάλε τη νύχτα χθες που μας επέρασε;
Σε τι μετάνοιες υπεβλήθης, σε τι πειρασμούς υπέκυψες;
Σε καταλαβαίνω, το βλέπω στα κλαμένα μάτια σου,
στα κλάματα που στεγνώσανε την καρδιά σου και το πετσί σου,
και σ’ τα κατάντησαν, δυστυχισμένε, ωσάν κελάηδημα πουλιού,
ωσάν τους ξεραμένους μπακαλιάρους που ορτσάρουνε στο μεσιανό κατάρτι,
ν’ υποκαταστήσουνε τις σημαίες των τόσο ανιαρών φανατισμών.
Φέρε δω τα δυο μαύρα διαμάντια που κρατάς στη φούχτα σου]



************************************************************


 Όρθρου Βαθέος



εκείνο που σ' εμένα
συγκινούσε
- και συγκινεί πάντοτε -
τους
ανθρώπους
είναι
η καταπληκτική μου ομοιότης
με τον
Aβραάμ Λίνκολν

μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούντζινό μου άγαλμα
σε μίαν οποιαδήποτε πλατεία του Πειραιώς
εναπόθεσαν
στα πόδια μου
σιωπηλά
κάτι
που έμοιαζε
- δεν εδιάκρινα καλά πάν' απ' το βάθρον -
σαν λείψανο
σα χάλκινο
μαγκάλι
μ' αναμμένα κάρβουνα

περίμενα να νυχτώση καλά
κι' όταν επλησίασα
να δω
διεπίστωσα
- με τι χαρά -
ότι δεν είταν τίποτ' άλλο
παρά
τα μαύρα μάτια της γυναίκας π' αγαπώ
που
ελάμπανε
μέσ' στο
σκοτάδι


**********************************************************

Πολυξένη



Bρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Kουταλιανού. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη ! Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελλός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ' απ' τα χωράφια. Kαι όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ' απ' τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Kι' όταν έσκυψα να δω μέσα σ' αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ' άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια ]

orxidea

Τα Βάσανα της Αγάπης
Du musst das Leben nicht verstehen,
dann wird es werden wie ein Fest.
R.M. RILKE

καθώς ανέμισαν
τα μαλλάκια της
έτσι μπροστά στα μάτια
μου
λες και σαν ξαφνικά να ξύπνησα
και για πρώτη φορά
την είδα
- και την επρόσεξα -
την ωραία
νεαρή
κόρη

με συνεκίνησε
η αρμονία
των κινήσεών της
η ραδινότης των μελών
του κορμιού της
η γοητεία του βλέμματός
της
η απαλή στρογγυλάδα
των μαστών της
η όλη χάρη τέλος
που ανεδίδετο
από το
κομψό
ολόδροσο
πλάσμα

κι' αμέσως σκέφτηκα
- και "φιλοσόφησα" -
ο νους μου πήγε
στον αγαθό εκείνον
που μπορεί κάποτε
- μα είμαι βέβαιος -
να υποφέρη
μαρτυρικά
να δυστυχήση
σα θα φαντάζεται
πως έχει σκέψη
κι' έχει ψυχή
το τρυφερό
το αιθέριο
το
πλασματάκι

και να ματώνη η καρδιά του
ν' απελπίζεται
ως θ' αποδίδη
έστω και
κόκκο νου
στ' ολότελα
άδειο
μικρό
κρανίο
[/i][/color]

Rakendytos

ΥΜΝΟΣ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Π ΑΓΑΠΟΥΜΕ..

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε σαν τα ροδια
ερχονται και μας βρισκουνε τις νυχτες οταν βρεχει..
με τους μαστους τους καταργουν την μοναξια μας
μες τα μαλλια μας εισχωρουν βαθια και τα κοσμουνε..
σαν δακρυα, σαν ακρογιαλια φωτεινα, σαν ροδια..

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε κυκνοι
τα παρκα τους ζουν μονο μεσα στην καρδια μας..
ειν τα φτερα τους, τα φτερα αγγελων
τ αγαλματα τους ειν το κορμι μας..
οι ωραιες δεντροστοιχιες ειν αυτες οι ιδιες..
ορθες στην ακρια των ελαφρων ποδιων τους
μας πλησιαζουν κι ειναι σαν να μας φιλουν στα ματια κυκνοι..

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε λιμνες στους καλαμιωνες τους
τα φλογερα τα χειλια μας σφυριζουν..
τα ωραια πουλια μας κολυμπουνε στα νερα τους
κι υστερα σαν πετουν τα καθρεφτιζουν..
υπερηφανα ως ειν οι λιμνες
κι ειναι στις οχθες τους οι λευκες λυρες..
που η μουσικη τους πνιγει μεσα μας τις πικρες
κι ως πλημμυρουν το ειναι μας χαρα, γαληνη..
ειν οι γυναικες π αγαπουμε λιμνες

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε σαν σημαιες
στου ποθου τους ανεμους κυματιζουν..
τα μακρυα μαλλια τους λαμπουνε τις νυχτες
μες τις θερμες παλαμες τους κρατουνε την ζωη μας..
ειναι οι απαλες κοιλιες τους, ο ουρανιος θολος,
ειναι πορτες μας, τα παραθυρα μας, οι στολοι..
τ αστρα μας συνεχως ζουνε κοντα τους
τα χρωματα τους ειναι τα λογια της αγαπης..
τα χειλη τους ειναι ο ηλιος, το φεγγαρι
και το πανι τους ειναι το μονο σαβανο που μας αρμοζει..
ειν οι γυναικες π αγαπουμε σαν σημαιες

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε δαση
το καθε δεντρο τους ειν κι ενα μηνυμα του παθους..
σαν μες σ αυτα τα δαση μας πλανεψουνε
τα βηματα μας και χαθουμε..
τοτες ειν ακριβως που βρισκουμε τον εαυτονε μας και ζουμε
κι οσο απο μακρυα ακουμε ναρχωνται οι μπορες..
η και μας φερνει ο ανεμος
τις μουσικες και τους θορυβους της γιορτης..
η τις φλογερες του κινδυνου
τιποτε φυσικα.. δεν μπορει πια να μας φοβισει..
ως οι πυκνες οι φυλλωσιες ασφαλως μας προστατευουν
μια που οι γυναικες π αγαπουμε ειναι σαν δαση

..ειν οι γυναικες π αγαπουμε σαν λιμανια
μονος σκοπος προορισμος των ωραιων καραβιων μας..
τα ματια τους ειν οι κυματοθραυστες
οι ωμοι τους ειν ο σημαιοφορος της χαρας..
οι μηροι τους σειρα αμφορεις στις προκυμαιες
τα ποδια τους οι στοργικοι μας φαροι..
οι νοσταλγοι τις ονομαζουν Κατερινα
ειν τα κυματα τους οι υπεροχες θωπειες..
οι Σειρηνες τους δεν μας γελουν
μονε μας δειχνουνε τον δρομο..
φιλικες προς τα λιμανια..τις γυναικες π αγαπουμε

..εχουνε οι γυναικες π αγαπουμε θεια την ουσια
κι οταν σφιχτα στην αγκαλια μας τις κρατουμε
με τους θεους κι εμεις γινομαστ ομοιοι..
στηνομαστε ορ8οι σαν αγριοι πυργοι
τιποτε δεν ειν πια δυνατο να μας κλονισει..
με τα λευκα τους χερια αυτες, γυρω μας γατζωνουν
κι ερχονται ολοι οι λαοι, τα ε8νη και μας προσκυνουνε..
φωναζουν αθανατο στους αιωνες τ ονομα μας
γιατι οι γυναικες π αγαπουμε
την μεταδινουν και σε μας αυτη την θεια ουσια..

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ..για να γουσταρουμε!

LoVeDePy


blue-roses

ΤΟ ΛΙΚΝΟΝ Ο ΛΥΧΝΟΣ

πάντοτε αγαπούσα
-με πάθος-
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ'ένοιαζε
o θάνατος

τώρα που μ'άφισες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φώς
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα'θελα
να πεθάνω πια
ποτέ.

blue-roses

Βενζίνη
 
μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ' τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ' τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο]

blue-roses

sorry λαθος το παρακατω ειναι το σωστό.

blue-roses

Βενζίνη  
 
μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ' τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ' τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο]

blue-roses

Αρκεσίλας  
 
...fuyard que je connais aux traces de tes larmes.
                        MARIE-JEANNE DURUY



έφυγε
και τονέ βλέπω
ν' απομακρύνεται
κατά μήκος
της ερήμου λεωφόρου
και κάθε τόσο γυρνάει
και μας χαιρετά
δι' ανεπαισθήτου κινήσεως των βλεφάρων
ώς ότου
- λίγο-λίγο -
το καραντί του
να χαθή
να σβύση
στο βάθος του ορίζοντος

έγραψε

στο γράμμα του
έλεγε - ανάμεσα σ' άλλα -
πως αγαπάει
τη
βροχή

"είμαι Έλλην
- είναι τα λόγια του -
πατρίς μου και μητέρα μου
η
βροχή"

"σαν με προλάβη η βροχή
- συνέχιζε -
σαν με προλάβη
ολόγυμνο
στους δρόμους να γυρνώ
με ντύνει
- η βροχή -
μ' απίστευτης λαμπρότητος
και ποικιλίας
φορεσιές
και στήνει αέναα γύρω μου
ως προχωρώ
μυθώδους πλούτου
σκηνικά
και διακόσμους"

τώρα γυρνά στα "τέρματα"
μέσ' στην πολυκοσμία και τις μουσικές και τη λαϊκή χαρά
κι' ανακατεύεται
- γίνεται ένα -
με το πλήθος

κι' αισθάνετ'
άλλοτε
σα βασιλιάς αναμεσίς στους υπηκόους του
κι' άλλοτε πάλι
- ίσως την ίδια ακριβώς στιγμή -
σαν
άρχοντας εξόριστος
ανάμεσα
σε ξένους
- κι' άγνωστους -
λαούς

 

blue-roses

 
Ο Μυστικός Ποιητής  
 
                    hommage a raveL


η σκιά της λίμνης
απλώνονταν μέσ' στο δωμάτιο
και κάτω από κάθε καρέκλα
κι' ακόμη κάτω απ' το τραπέζι
και πίσω απ' τα βιβλία
και μέσ' στα σκοτεινά βλέμματα
των γύψινων προπλασμάτων
ακούγονταν σαν ψίθυρος
το τραγούδι της
μυστικής ορχήστρας
του νεκρού ποιητή

και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα
τόσον καιρό
ολόγυμνη
μέσ' στ' άσπρα ντυμένη
κάτω απ' το φως του φεγγαριού
με τα μαλλιά λυμένα
με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια
που κυματίζανε αργά
ωσάν τις υποσχέσεις
που δεν δοθήκανε ποτές
σε μακρινές άγνωστες πόλεις
και σ' άδεια
ερειπωμένα
εργοστάσια

κι' έλεγα να χαθώ κι' εγώ
σαν το νεκρό ποιητή
μέσα στα μακριά
μαλλιά της
με κάτι λουλούδια
π' ανοίγουν το
βράδυ
και
κλείνουν
το πρωί
με κάτι ψάρια ξερά
που κρέμασαν
μ' ένα σπάγγο
ψηλά
στην καρβουναποθήκη

κι' έτσι να φύγω
μακριά
απ' την οχλαγωγή
και το θόρυβο
του σκοπευτηρίου
να φύγω μακριά
μέσ' στα σπασμένα
τζάμια
και να ζήσω
αιώνια
πάνω στο ταβάνι
έχοντας όμως
πάντα
μέσα στα μάτια
τα μυστικά τραγούδια
της νεκρής ορχήστρας
του
ποιητή
 
 

339 Επισκέπτες, 1 Χρήστης