Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 227
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 239
  • Total: 240
  • cuba

Ο Χρόνος στη μυθολογια

Ξεκίνησε από isabella, Ιουνίου 21, 2006, 02:51:41 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

isabella

Ορφική Θεογονία

Στην Ορφική Θεογονία, ο Χρόνος γεννάται από την Ύλη και το Ύδωρ.
Κατόπιν ο Χρόνος (ή Ηρακλής), ενώνεται με την Ανάγκη (ή Αδράστεια), η οποία ως προσωποποίηση του συνόλου των φυσικών νόμων, από τη δύναμη των οποίων κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, “εκτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και αγγίζει τα πέρατά του”.
Φαίνεται λοιπόν ότι η σύζευξη αυτή, σημαίνει ότι η εξέλιξη του κόσμου μέσα στο χρόνο, γίνεται βάση μιας πανίσχυρης νομοτέλειας.
Από τον Χρόνο και την Ανάγκη, γεννιέται ο “νοτερός” Αιθέρας, το “απείρον” Χάος και ο “ομιχλώδες” Έρεβος.
Όλα μαζί, είναι μια εικόνα της πρωταρχικής καταστάσεως του κόσμου]

isabella

Κρόνος – Χρόνος


Το ζεύγος Ουρανού και Γαίας, έχασε την ηγεμονία των θεών, όταν ο Κρόνος τους εχώρισε, αποτέμνοντας τα αιδοία του πατρός του. Δηλαδή όταν με την πάροδο του Χρόνου, διαμορφώθηκε η Γη και έτσι αποχωρίστηκε με φυσικό τρόπο από τον Ουρανό.
Γι’ αυτό στην Ησιόδειο Θεογονία]

isabella

Άλλες προσωποποιήσεις του Χρόνου



Άλλη προσωποποίηση της εννοίας του χρόνου, είναι ο Ηρακλής, ο οποίος αποκαλείται “Μεγασθενής”, “Άλκιμος”, “Τιτάν”, “ Παγγενέτωρ”, “Παμφάγος” και είναι “Γαίης Βλάστημα Φέριστον”, όπως ο Κρόνος. Οι μύθοι τον παρουσιάζουν ως εκτελεστή μεγάλων άθλων, που συνίστανται ουσιαστικά, στην καταδίωξη και εξαφάνιση των αγρίων φυλών. Αυτά πρέπει να ερμηνευθούν ως αποτελέσματα της επενεργείας του χρόνου, αφού ως γεγονότα συνετελέσθησαν κατά την πάροδο πολλών αιώνων.
Από φυσικής πλευράς, ο Ηρακλής φαίνεται να ταυτίζεται με τον Ήλιο, όπως συνεπάγεται από τις επονομασίες και τις ιδιότητές του]

isabella

Δαίμων Ενιαυτός


“Γης Βλάστημα Φέριστον” ο χρόνος, σχετίζεται με την βλάστηση και τις γεωργικές εργασίες, από τις οποίες εξαρτάται η ζωή του ανθρώπου. Ο Ήλιος διατρέχοντας τον Ζωδιακό σε ένα έτος, συμπληρώνει ένεν πλήρη κύκλο στον ουρανό, του οποίου κάποιο σημείο, θεωρούμε αρχή και τέλος του.
Όταν ο Ήλιος διέρχεται από αυτό το σημείο, τότε “γεννάται” το πνεύμα του έτους, ο “Δαίμων Ενιαυτός” (= αυτός που επιστρέφει στον εαυτό του), ο οποίος μοιάζει με ουροβόρον όφιν (= φίδι που δαγκώνει την ουρά του).
Αλλά κάθε τι που γεννάται, αυξάνει, ακμάζει και τελικώς πεθαίνει. Έτσι και ο Δαίμων Ενιαυτός, διατρέχει όλο τον κύκλο της ζωής του στον ίδιο χρόνο που ο Ήλιος διατρέχει τον κύκλο του Ζωδιακού. Καθώς όμως πεθαίνει ένας Δαίμων Ενιαυτός, ένας άλλος αρχίζει τη ζωή του, πάλι για έναν χρόνο.
Οι άνθρωποι θέλουν πάντοτε μια καλή νέα χρονιά, στην οποία η γη να φέρει πολλούς καρπούς, να γεννηθούν πολλά και γερά παιδιά και ζώα και όλοι να είναι ευτυχισμένοι. Το πέρασμα από το παλαιό στο νέο έτος, γίνεται με τα “ευετηριακά δρώμενα”, δηλαδή τις τελετουργίες που εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για μια καλή χρονιά.
Είναι τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς, πολύτιμη κληρονομιά της αρχαιότητας, με τα οποία διώχνουμε κυριολεκτικά τον θνήσκοντα βλαστικό Θεό μας, τον παλαιό χρόνο, τον γέροντα Δαίμονα Ενιαυτό και υποδεχόμεθα τον νέο χρόνο, τον νεαρό και ωραίο Δαίμονα Ενιαυτό, με την ελπίδα της ευτυχίας.

isabella

Μετρώντας τον Χρόνο

Αν προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε τα ιστορικά ίχνη της προσπάθειας του ανθρώπου να μετρήσει τον χρόνο, ασφαλώς θα διαπιστώσουμε ότι αυτά συμπίπτουν με εκείνα της ίδιας της ύπαρξής του πάνω στη γη.
Από τις πρώτες στιγμές της ύπαρξής του, ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την έννοια της χρονικής διάρκειας και τον ρόλο της συστηματικής επανάληψης των φυσικών φαινομένων στην προσπάθεια προγραμματισμού των κοινωνικών ενασχολήσεών του.
Πιεστικός δάσκαλος, του στάθηκε η περιοδική επανάληψη των εναλλαγών μέρας και νύχτας και η σύνδεση του φαινομένου αυτού με την παρουσία ή απουσία από το ορατό στερέωμα, του φωτοδότη Ήλιου.
Η παρατήρηση αυτή του έδωσε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει έστω διαισθητικά, την πρώτη μονάδα μέτρησης του χρόνου, την ημέρα.

Ήδη γύρω στο 7000 π.Χ. μπορούμε να βρούμε ίχνη οργανωμένων κοινωνικών ομάδων και καλλιεργειών. Η ανάπτυξη όμως γεωργικών ενασχολήσεων, μας δίνει την ισχυρή ένδειξη ότι ήδη από εκείνη την περίοδο, ο άνθρωπος είχε όχι μόνο πλήρη γνώση της ύπαρξης των εποχών, αλλά συγχρόνως είχε την δυνατότητα να προβλέπει, έστω χονδρικά την διάρκειά τους. Η δυνατότητα διάκρισης των εποχών καθώς και του φαινομένου της περιοδικής επανάληψής τους, είχε σηματοδοτήσει την ανακάλυψη μιας νέας βασικής μονάδας μέτρησης του χρόνου. Το έτος.

Μέσα όμως στον ουράνιο κόσμο των άστρων και των πλανητών, κυρίαρχη θέση στην ψυχή των ανθρώπων, κρατούσε η χλωμή φιγούρα της Θεϊκής Σελήνης. Η βαθμιαία εξαφάνιση της φωτεινής της όψης, καθώς και η περιοδική επανάληψη των μυστηριακών μεταμορφώσεών της, δεκατρείς περίπου φορές κατά τη διάρκεια ενός Ηλιακού Έτους, δημιούργησε την αίσθηση μιας νέας μονάδας χρόνου. Του Σεληνιακού μήνα.
Από εκεί και πέρα, ήταν απλό λογιστικό παιχνίδι για τον άνθρωπο να υπολογίσει ότι κατά τη διάρκεια ενός Σεληνιακού μήνα, εξελίσσονταν 29,5 περίπου ημέρες.

Εκτός από την μελέτη της Σελήνης, πολλοί αρχαίοι λαοί κατέφυγαν στην μελέτη της κίνησης και άλλων ουρανίων σωμάτων, προκειμένου να προσδιορίσουν με ακρίβεια τη διάρκεια του έτους και τη διαδοχή των εποχών.
Οι κινήσεις του Σείριου (Σομπίτ), του λαμπρότερου άστρου του ουρανού, όπως και του αστερισμού του Ωρίωνα (Σαχού), αποτελούσαν για τους Αιγυπτίους τη βάση για τη διαμόρφωση του ημερολογίου τους.
Όταν ο Σείριος ανέτειλλε πριν από την ανατολή του Ήλιου στο θερινό ηλιοστάσιο, προμηνούσε τον ερχομό των ευεργετικών πλημμύρων του ιερού ποταμού Νείλου.
Και το σμήνος των Πλειάδων, όπως η Σουρεγιάτ (η Σοράγια των Αράβων), απετέλεσε τη βάση πολλών συστημάτων μέτρησης του έτους στη Νότια και στην Κεντρική Αμερική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη γλώσσα των Ινδιάνων αυτής της περιοχής, η λέξη έτος ταυτίζεται με το όνομα των Πλειάδων. Όταν η Πούλια (Πλειάδες) χανόταν κάτω από τον ορίζοντα αμέσως μετά τη δύση του Ηλίου, ήξεραν ότι έφτασε η εποχή της σποράς και ότι σύντομα θα άρχιζε η εποχή των μεγάλων εποχιακών βροχών.
Για τον λόγο αυτό, οι Μπακόνγκο στην Κεντρική Αφρική, ονομάζουν τις Πλειάδες “Οι Φύλακες της Βροχής”.

isabella

Ορίζοντας την Ημέρα



Οι Χαλδαίοι ήταν οι πρώτοι οι οποίοι διαπίστωσαν την σχεδόν ομοιόμορφη χρονικά διαδοχή των ημερών και όρισαν ως αρχή της ημέρας την ανατολή του Ήλιου.
Διαίρεσαν την ημέρα σε 24 ίσα μέρη, τις ώρες, κάθε ώρα σε 60 υποδιαιρέσεις και κάθε τέτοια υποδιαίρεση σε 60 μικρότερες, αφού βάση της αρίθμησής τους, ήταν το 60δικό σύστημα.

Οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι άρχιζαν την ημέρα (το 24ωρο), από την αυγή. Δηλαδή με το πρώτο φως της μέρας (Μέρα = Το φωτεινό τμήμα της ημέρας), διαιρούσαν όμως τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα (Νύχτα = Το σκοτεινό τμήμα της ημέρας), σε 12 άνισες ώρες και αυτό επειδή μεταβάλλεται η διάρκειά τους από ηλιοστάσιο σε ηλιοστάσιο (θερινό & χειμερινό), κατά τη διάρκεια του έτους. Κανόνιζαν όμως έτσι τα δύο 12ωρα, ώστε τόσο το μεσημέρι όσο και τα μεσάνυχτα, να συμπίπτουν πάντοτε με την έκτη ώρα.

Ο Όμηρος διαιρούσε το 24ωρο σε έξη μοίρες, τρεις για τη μέρα]

isabella

Οι Αρχαίοι Ινδοί.



Οι Αρχαίοι Ινδοί, όπως και οι Βαβυλώνιοι, άρχιζαν την μέτρηση της ημέρας τους με την ανατολή του Ήλιου.
Κάθε tithi (σεληνιακή ημέρα) υποδιαιρείτο σε δύο ίσα τμήματα που τα ονόμαζαν karanas. Αρχίζοντας από τις μικρότερες μονάδες χρόνου, η υποδιαίρεση της ημέρας των Ινδών ήταν η ακόλουθη]

isabella

Η Αρχή των Χρονολογιών



Ο καθορισμός του σεληνιακού ή του ηλιακού τροπικού έτους και στην συνέχεια του πολιτικού για την κατασκευή των διαφόρων ημερολογιακών συστημάτων βασίζεται σε μια καθαρά αστρονομική πρακτική. Παρ’ όλα αυτά, οι εν γένει χρονολογήσεις είναι μάλλον θέμα ανθρώπινης συμφωνίας. Έτσι, για να αρχίσουμε από τα καθ’ ημάς, ενιαία χρονολογική αφετηρία δεν υπήρχε στην Αρχαία Ελλάδα.
Το πολιτικό έτος των Αρχαίων Ελλήνων διέφερε από το φυσικό ηλιακό έτος που ονομαζόταν ενιαυτός. Συνήθως το έτος καθοριζόταν από τον χρόνο της θητείας κάποιου ανώτατου θρησκευτικού ή πολιτικού άρχοντα, ο οποίος του έδινε το όνομά του. Έτσι κάθε έτος, έφερε την ονομασία αρχικά του βασιλιά και αργότερα ενός από τους εννιά άρχοντες που ονομαζόταν “Επώνυμος” στην Αθήνα, η του σπουδαιότερου από τους πέντε Εφόρους στη Σπάρτη, που κι’ αυτός εκαλείτο “Επώνυμος”.
Τονίζουμε όμως, ότι ο απλός Αθηναίος πολίτης, ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος, όπως συνέβαινε και με όλους τους αρχαίους λαούς, χρησιμοποιούσε εκτός από το επίσημο πολιτικό έτος και τον εποχιακό τρόπο υπολογισμού του χρόνου, ο οποίος βασιζόταν στην απ’ ευθείας παρατήρηση των φάσεων της Σελήνης και της ανατολής ή δύσης ορισμένων λαμπρών άστρων, όπως ακριβώς ανέφερε ο Ησίοδος στο περίφημο έπος του “Έργα και ημέραι”.

Στο Άργος, ο χρόνος σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αρχή της χρονολογικής αρίθμησης εθεωρείτο η γιορτή της Ήρας, τα “Ηραία”, που τελούνταν στο Άργος ανά τετραετία στο μέσον του δεύτερου έτους εκάστης Ολυμπιάδας.

Στην Ήλιδα, μετρούσαν τον χρόνο με τις Ολυμπιάδες, έναν τρόπο που γενικεύτηκε από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς του 3ου π.Χ. αιώνα, οι οποίοι άρχισαν να αριθμούν τα έτη με αφετηρία όχι την αρχή των Ολυμπιακών Αγώνων, που χάνεται στο βάθος των αιώνων, αλλά την Ολυμπιάδα του 776 π.Χ. στην οποία αναδείχτηκε νικητής στον αγώνα δρόμου ο Κόροιβος.

Εκτός της χρονολογίας κατά Ολυμπιάδες, άλλοι συγγραφείς ως αρχαιότατο χρονολογικό όριο δέχονταν την άλωση της Τροίας, την οποία τοποθετούσαν στο 1200 ή στο 1184 π.Χ.
Αργότερα επικράτησαν άλλες χρονολογικές εποχές, όπως η “Φιλιππική”, ή “Αλεξάνδρου”, ή “Εδέσσης” από την έναρξη της βασιλείας του Φιλίππου Γ’ του Αριδαίου, ο οποίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς από το στρατό στη Βαβυλώνα, μετά τον θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου που αντιστοιχεί στη 12η Νοεμβρίου του 324 π.Χ. ή των Σελευκιδών από την ανάκτηση της Βαβυλώνας από τον Σέλευκο 312 π. Χ. ή η Χαλδαϊκή , μεταγενέστερη της προηγουμένης κατά έξη μήνες και οι τρεις εποχές του Αντίοχου.

Τέλος είναι γνωστό ότι οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον προστάτη της πόλεως των Αθηνών Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) καθιέρωσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα νέα χρονολογία, που την αποκαλούσαν “Αδριάνεια”.
Αριθμούσαν δηλαδή τα έτη από την εποχή της πρώτης άφιξης του Αδριανού στην Αθήνα, ενώ συγχρόνως ονόμασαν έναν από τους μήνες του έτους “Αδριάνειον”.

isabella

Ημερολογιακή Χρονολόγηση



Οι αρχαίοι Ρωμαίοι, σύμφωνα με το πολιτικό έτος που καθόρισε ο μυθικός Ρωμύλος, είχαν πρωτοχρονιά την 1η Μαρτίου. Ενώ στο μεταγενέστερο ημερολόγιο του Νουμά, το έτος άρχιζε την 1η Ιανουαρίου.
Αυτό, οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι την ημερομηνία εκείνη, ορκίζονταν οι ύπατοι της Ρώμης.

Υπάρχει πάντως το αστρονομικό δεδομένο ότι η γη βρίσκεται στο περιήλιο τηε τροχιάς της 11 περίπου ημέρες μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκ.), δηλαδή στις αρχές του Ιανουαρίου κάθε έτους. Η 1η Ιανουαρίου ως αρχή του έτους διατηρήθηκε τόσο στο Ιουλιανό, όσο και στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες μέχρι την οριστική καθιέρωσή της. Ήδη λοιπόν από το 153 π.Χ. ως αρχή του πολιτικού έτους στο ημερολόγιο του Νουμά, θεσπίστηκε η 1η Ιανουαρίου η οποία διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο.

Αργότερα η επιλογή αυτή θεωρήθηκε από την Χριστιανική Εκκλησία ως ειδωλολατρική λόγω της γιορτής του χειμερινού ηλιοστασίου και των Σατουρναλίων, που παραδοσιακά γιορτάζονταν αυτές τις ημέρομηνίες.
Αντ’ αυτής, η Χριστιανική Εκκλησία, θεωρούσε ως αρχή του έτους τον ευαγγελισμό της θεοτόκου δηλαδή την 25η Μαρτίου, που ημερολογιακά βρισκόταν κοντά στην εαρινή ισημερία, αν και η επιλογή της αυτή ποτέ δεν καθιερώθηκε ευρύτερα.

Οι αστρονόμοι πάντως, διατηρούσαν την 1η Ιανουαρίου ως αρχή του πολιτικού έτους. Γενικά όμως, η ιστορία της αφετηρίας του πολιτικού έτους, παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις.
Μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα και μέσω της κοσμοκράτειρας Ρώμης, ως αρχή των χρονολογιών, λαμβανόταν το έτος κτίσεως της αιώνιας πόλης (A.U.C.). Το έτος κτίσεως της Ρώμης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του εκκλησιαστικού συγγραφέα Διονυσίου του Μικρού (532 μ.Χ.), αντιστοιχούσε στο 732 π.Χ.
Από τον 6ο αιώνα και μετέπειτα, ως αρχή της χρονολόγησης, ορίστηκε η γέννηση του Χριστού.

Το 312 στο Βυζάντιο, ο Μέγας Κων/νος καθιέρωσε τον 15ετή κύκλο των Ινδικτιώνων, για φορολογικούς σκοπούς, με ετήσια αρχή την 1η Σεπτεμβρίου.
Το γεγονός αυτό, οδήγησε τους Βυζαντινούς να ορίσουν ως αφετηρία του πολιτικού τους έτους, την ημερομηνία αυτή. Πιθανώς η Ινδικτιώνα, να συνδέεται με κάποια ρύθμιση φορολογικών απειλών.
Η Ινδικτιώνα παρέμεινε δημοφιλής στη Δύση κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και εχρησιμοποιείτο από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγίας Έδρας (Παπικό Κράτος), μέχρι την κατάκτησή της από τα στρατεύματα του Μεγάλου Ναπολέοντα, το 1808.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο εκκλησιαστικό της ημερολόγιο, θεωρεί ως αφετηρία του έτους την 1η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία τιμάται η αρχή της Ινδίκτου. Επειδή λοιπόν η αφετηρία του πολιτικού έτους δεν ήταν κοινή για όλα τα Ευρωπαϊκά Χριστιανικά κράτη, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ με την εγκύκλιο της ημερολογιακής μεταρρύθμισης (1492 μ.Χ.), προέτρεπε όλους τους Χριστιανούς να θεωρούν ως αρχή του έτους, την 1η Ιανουαρίου.
Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Υπήρχε παράδοση αιώνων στις Ευρωπαϊκές χώρες, όπου ως αρχή του έτους, εκτός της 1ης Ιανουαρίου, εθεωρείτο η 25η Δεκεμβρίου, ή η 1η Μαρτίου, ή η 25η Μαρτίου.

Στη Γερμανία και την Ισπανία τον Μεσαίωνα, το νέο έτος άρχιζε τα Χριστούγεννα, ενώ στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας το πολιτικό έτος άρχιζε την 1η Μαρτίου, μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας το 1797.
Στη Φλωρεντία, το έτος άρχιζε την 25η Μαρτίου μετά την 1η Ιανουαρίου, ενώ στην Πίζα το έτος άρχιζε την πάλι την 25η Μαρτίου, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου του έτους της Φλωρεντίας.

Η Αγγλία θεωρούσε ως αρχή του πολιτικού έτους την 25η Δεκεμβρίου και από τον 14ο μ.Χ. αιώνα την 25η Μαρτίου, έως το 1752 μ.Χ. οπότε υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, με αφετηρία τελικά του έτους, την 1η Ιανουαρίου.
Τα ορθόδοξα Ευρωπαϊκά κράτη έως τις αρχές του 20ού αιώνα, ακολουθούσαν το Ιουλιανό ημερολόγιο και έτσι διέφεραν τότε, 13 ημέρες από το Γρηγοριανό ημερολόγιο, έστω και αν θεωρούσαν ως αρχή του πολιτικού τους έτους, την 1η Ιανουαρίου.

Έπρεπε λοιπόν, να περάσουν κάμποσοι αιώνες, ώστε στις αρχές του 20ού αιώνα, η 1η Ιανουαρίου να καθιερωθεί γενικά ως αρχή του πολιτικού έτους.
Και πάλι όμως, η ημερομηνία αυτή δεν είναι παγκόσμια πρωτοχρονιά, αφού οι Εβραίοι, οι Κόπτες, οι Μουσουλμάνοι κ.ά. ακολουθούν διαφορετικά ημερολόγια.
Αυτό σημαίνει ότι έχουν πρωτοχρονιά την 1η ημέρα των μηνών Τισρί, Τουτ και Μουχαράμ αντίστοιχα, που δεν συμπίπτει με την πρωτοχρονιά του Γρηγοριανού ημερολογίου.

isabella

Σύνοψη Χρονολογικών Εποχών


Η αφετηρία των χρονολογιών σε χρήση στην αρχαιότητα και η αντιστοιχία τους με το Ιουλιανό ή το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

1 ]

isabella

Γνώμονες


Η Γνωμονική, είναι ο αρχαιότερος κλάδος της Πρακτικής Αστρονομίας.
Ασχολείται με την κατασκευή και τις ιδιότητες των γνωμόνων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό διαφόρων αστρονομικών στοιχείων.
Κυρίως όμως, η γνωμονική είναι η τέχνη της κατασκευής ηλιακών ρολογιών, που συνίσταται]

isabella

Ηλιακά ρολόγια.

Όσον αφορά τους Έλληνες, (που γνώρισαν την τέχνη της γνωμονικής από τους Χαλδαίους), λόγω των μεγάλων προόδων τους στην γεωμετρία και την τριγωνομετρία, κατασκεύασαν πολύ τελειότερα όργανα.
Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, πρώτος ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610-540 π.Χ.), εισήγαγε τον γνώμονα στην Ελλάδα και έστησε στη Σπάρτη έναν πυραμοειδή γνώμονα, που έδειχνε την αληθινή μεσημβρία.
Ο Αναξιμένης (586-525 π.Χ.), τον τελειοποίησε και κατασκεύασε στη Σπάρτη το ονομαστό Ηλιακό ρολόι.
Ο διάσημος για την εποχή του αστρονόμος, αρχιτέκτονας και γεωμέτρης Μέτων (5ος π.Χ. αιώνας), εκτελούσε τις παρατηρήσεις του με το ηλιοτρόπιο, που ήταν ένα είδος τελειοποιημένου γνώμονα.
Με το όργανο αυτό, μαζί με τον συνεργάτη του Ευκτήμονα, ανακάλυψε ότι οι ισημερίες και οι τροπές, δεν διαιρούσαν το έτος σε 4 ίσες εποχές.
Όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (ΙΙΙ, 3) πραγματοποίησαν με το ηλιοτρόπιο παρατήρηση της θερινής τροπής, το αντίστοιχο έτος 432 π.Χ. μια παρατήρηση που χρησίμευσε ως βάση για τον καθορισμό της ετήσιας φαινόμενης ηλιακής τροχιάς.
Τα ηλιακά ρολόγια, που κατά πάσα πιθανότητα επινοήθηκαν από τους αρχαίους Κινέζους και Χαλδαίους, είναι ο αρχαιότερος τύπος ρολογιών και τα είδη τους είναι αναρίθμητα]

isabella

Η Κλεψύδρα



Η εφεύρεση της κλεψύδρας αποδίδεται στον Θεό χρονομέτρη Θωθ, τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, που ήταν διαιρέτης του χρόνου και πατέρας όλων των επιστημών, ιδιαίτερα δε, της Αστρονομίας.
Η κλεψύδρα που σημαίνει “κλέφτης του ύδατος”, ουσιαστικά είναι το πρώτο υδροχρονόμετρο γνωστό στους Αιγυπτίους από την εποχή των βασιλέων των Θηβών της 18ης δυναστείας.
Πάντως η πρώτη κλεψύδρα για την οποία έχουμε γραπτά στοιχεία χρονολογείται γύρω στο 1800 π.Χ. και κατασκευάστηκε από τον Φαραώ Αμενεμχέτ Γ’.
Η λειτουργία της κλεψύδρας βασίζεται στην ισόχρονη συνεχή ροή νερού ανάμεσα σε δύο όμοια βαθμολογημένα δοχεία τοποθετημένα σε διαφορετικά ύψη. Το νερό άρχιζε κάποια στιγμή να στάζει από μια μικρή οπή που βρισκόταν στη βάση του υψηλότερου δοχείου, γεμίζοντας αυτό που είχε τοποθετηθεί χαμηλότερα.
Στα Αθηναϊκά δικαστήρια η κλεψύδρα χρησιμοποιείτο για να καθορίζεται η διάρκεια της δίκης. Σημειώνω ότι ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαφών στην Αρχαία των Αθηνών Αγορά, ήταν και μία μοναδική στο είδος της κλεψύδρα που χρονολογείται από το 400 π.Χ. και κοσμεί το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς. (Νο. 27. Σκεύη από δικαστήρια 5ος-4ος π.Χ. αιώνας).
Οι απλές υδάτινες κλεψύδρες σύντομα εξελίχθηκαν σε πολύπλοκα υδραυλικά όργανα με σιφώνια και οδοντωτούς τροχούς, όπως η περίφημη Υδραυλίδα, έργο του ονομαστού μηχανικού της αρχαιότητας Κτησίβιου του Αλεξανδρέα.
Σημειώνω ότι από τα γνωστότερα υδραυλικά χρονόμετρα της αρχαιότητας, ήταν και το μνημείο του Ανδρόνικου του Κυρρήστου που ετροφοδοτείτο με νερό από την πηγή της Ακρόπολης, που έμεινε γνωστή ως “Κλεψύδρα των Αθηνών”.
Στην Κίνα, η πρώτη βέβαιη μνεία για την κλεψύδρα γίνεται στο έργο “Μέθοδος περιστροφής μιας κρικωτής σφαίρας με νερό που σταλάζει από μια κλεψύδρα”. Το έργο αυτό γράφτηκε από τον Τσανγκ Χενγκ το 90 μ.Χ.

isabella

Αμμωτά


Μετά την κλεψύδρα, ένα άλλο όργανο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα για την μέτρηση του χρόνου, ήταν τα αμμωτά, ή αμμομετρικά ρολόγια, ή αμμοκλεψύδρες, όργανα παρόμοια σε γενικές γραμμές με τις κλεψύδρες, μόνο που σε αυτά, το νερό αντικαταστάθηκε από την άμμο.
Η επινόησή τους αποδίδεται στον Γάλλο μοναχό Luitprand που έζησε τον 8ο αιώνα.
Τα αμμωτά, πολύ γνωστά πλέον ως διακοσμητικά είδη, αποτελούνται από δύο κατακόρυφα σφαιροειδή δοχεία ίσης χωρητικότητας, στημένα έτσι, ώστε να συγκοινωνούν μόνιμα μεταξύ τους μέσω μιας πολύ μικρής οπής, που συνδέει τα στόμιά τους.
Στο εσωτερικό του επάνω δοχείου τοποθετείται λεπτή και ξηρή άμμος, που ρέει συνεχώς προς το κενό κάτω δοχείο σε καθορισμένο και υπολογισμένο εκ των προτέρων χρόνο.
Ειδικά αμμωτά χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και οι ναυτικοί για να μετρούν την ταχύτητα του πλοίου σε μίλια, σε συνδυασμό με το δρομόμετρο. Αυτά, ήταν τα καλούμενα “Αμμωτά δρομομετρήσεως” ή “Μετζομινούτα”, ενώ υπήρχαν και τα “Αμμωτά τεραωρίας” ή “Μετζαρόλια”.

Είναι γεγονός ότι οι κλεψύδρες, τα υδροχρονόμετρα και τα αμμωτά, επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας νέας αντίληψης για τον χρόνο.
Με το άδειασμα ή το γέμισμα των αντίστοιχων δοχείων, έδιναν μια σαφή και συγκεκριμένη ένδειξη για το πόσος χρόνος είχε περάσει, αντίθετα με τα ηλιακά ρολόγια που ήταν κυρίως δείκτες, εφ όσον απλώς έδειχναν σε ποιες ώρες έπρεπε να γίνουν ορισμένες προγραμματισμένες εργασίες.
Με αυτή την έννοια, η εφεύρεση της κλεψύδρας, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η ουσιαστική απαρχή της ιστορίας της μέτρησης του χρόνου.
Ταυτόχρονα με την διάδοση της κλεψύδρας, διαδόθηκε και η αντίληψη πως ο χρόνος είναι μια ρέουσα πραγματικότητα που μπορούσε να μετρηθεί ανεξάρτητα από τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.

isabella

Τα Μηχανικά Ρολόγια



Οι απλές υδάτινες κλεψύδρες σύντομα εξελίχθηκαν σε πολύπλοκα υδραυλικά όργανα με σιφώνια και οδοντωτούς τροχούς.
Εφευρέτης μιας βελτιωμένης κλεψύδρας της υδραυλίδας, ήταν ο περίφημος μηχανικός της αρχαιότητας, Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς.
Το υδραυλικό αυτό όργανο, αποτελούνταν από ένα μεταλλικό δοχείο σε σχήμα ανεστραμμένου κώνου που είχε μια μικρή οπή στην κορυφή από την οποία έσταζε το νερό που μαζευόταν σε ένα κυλινδρικό δοχείο.
Η ροή του νερού, είχε ρυθμιστεί ώστε να είναι ισοταχής και να μπορούν να υπολογίζονται οι ώρες ανάλογα με τον όγκο του ρέοντος νερού.
Στην ελεύθερη επιφάνεια του νερού που γέμιζε το κυλινδρικό δοχείο επέπλεε ένα κομμάτι φελλού, ή ένας ανεστραμμένος πλωτήρας. Πάνω στον πλωτήρα υπήρχε ένας κανόνας με οδοντωτούς τροχούς που στρέφονταν πολύ αργά, καθώς οι σταγόνες του νερού χτυπούσαν πάνω τους. Με τον τρόπο αυτό, είχε επινοηθεί η αρχή του μηχανικού ρολογιού.
Σύμφωνα με τον Γαληνό (131-201 μ.Χ.), το υδραυλικό αυτό ρολόι κατασκευαζόταν από διαφανές υλικό, ώστε να φαίνεται η στάθμη του νερού, η οποία υποδείκνυε τον ακριβή χρόνο μέσω μιας αριθμημένης κλίμακας.

Η ιστορία των μηχανικών ρολογιών, αν και αυτά εμφανίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη τον 12ο ή 13ο αιώνα, αρχίζει πολύ νωρίτερα.
Μια κλειστή και συντηρητική κοινωνία της Άπω Ανατολής, η Κινεζική, είχε εφεύρει το μηχανικό ρολόι τον 1ο ή 2ο μ.Χ. αιώνα.
Την περίοδο αυτή οι Κινέζοι, κατασκεύασαν ένα μεγάλο ορειχάλκινο όργανο για τον προσδιορισμό των εκλειπτικών συντεταγμένων των άστρων.
Τον 5ο μ.Χ. αιώνα οι Κινέζοι, κατασκεύασαν μια μεγάλη ουράνια σφαίρα και συνέδεσαν τους ρυθμούς του χρόνου με τις μεταβολές των θέσεων των ουρανίων σωμάτων.
Ο αστρονόμος Υ-Γιαγκ, κατασκεύασε τον 8ο μ.Χ. αιώνα μια μεγάλη χάλκινη ουράνια σφαίρα, αληθινό αριστούργημα τέχνης. Η σφαίρα αυτή, ήταν ουσιαστικά ένα υδραυλικό χρονόμετρο, του οποίου οι τροχοί κινούνταν με νερό και έδειχνε τις κινήσεις του Ήλιου, της Σελήνης, των 5 γνωστών τότε πλανητών και τις συνόδους τους και την διάρκεια της μέρας και της νύχτας, με εκπληκτική ακρίβεια.
Οι Κινέζικες ουράνιες σφαίρες, οι οποίες αποτελούνταν αρχικά από δύο δακτυλίους τον ένα μέσα στον άλλο, ονομάζονταν “κρικωτές σφαίρες” και ήταν πρόδρομοι των σύγχρονων μηχανικών ρολογιών.
Τα υδροχρονόμετρα αυτά, παρουσίαζαν λόγω των τριβών, κάποια διαφορά ως προς την πραγματική ώρα, γεγονός που οι κατασκευαστές τους, το γνώριζαν.
Έτσι, κατά έξυπνο τρόπο, έκαναν τις διορθώσεις τους σε περίοδο συννεφιάς.
Τότε δηλαδή που κανείς δεν μπορούσε να παρατηρήσει τη θέση των ουρανίων σωμάτων.
Σήμερα, είναι γνωστό ότι οι Κινέζοι αστρονόμοι επινόησαν τον πρώτο εκκρουστήρα, την καρδιά δηλαδή ενός μηχανικού ρολογιού, γύρω στο 700 μ.Χ. επτά αιώνες δηλαδή πριν το κατορθώσει ο Δυτικός Κόσμος.

239 Επισκέπτες, 1 Χρήστης