Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,374
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,323
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 177
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 273
  • Total: 274
  • Leon

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Ξεκίνησε από isabella, Ιανουαρίου 11, 2007, 12:28:28 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

isabella

[size=18]ΟΙ ΣΑΤΥΡΟΙ [/size]
 

Μαζί με το Διόνυσο διασκεδάζουν επίσης οι Σάτυροι Πρόκειται για κάτι περίεργα όντα που η μορφή τους συνδυάζει χαρακτηριστικά ανθρώπου και ζώου. Μέχρι τη μέση είναι άνθρωποι και στο κάτω μέρος του σώματός τους ζώα. Ήταν φαλακροί, με μυτερά αυτιά και ουρά. Οι Σάτυροι είχαν πόδια και ουρά τράγου, ενώ οι Σιληνοί που επίσης ήταν παρέα του Διόνυσου και των Σάτυρων, αλόγου. Πολλές φορές όμως, οι αρχαίοι Έλληνες τους φαντάζονταν ως λυγερούς νέους άνδρες. Τα μόνα στοιχεία που έδειχναν ότι είναι σύντροφοι του Διόνυσου ήταν τα μυτερά αυτιά και η ουρά. Μ' αυτόν τον τρόπο δείχνουν το χαριτωμένο χαρακτήρα τους, ενώ άλλες φορές τους φαντάζονται οργισμένους, με άγρια ζωώδη χαρακτηριστικά.

Πάντα συνόδευαν τον Διόνυσο στο γλέντι, χορεύοντας ασταμάτητα με τη συνοδεία μουσικών οργάνων ή παίζουν οι ίδιοι τον αυλό και την κιθάρα.

Ήταν όμως και πιστοί υπηρέτες του Διόνυσου. Πρόθυμοι έτρεχαν να βοηθήσουν όταν τους καλούσε στον τρύγο και στο πατητήρι. Άλλωστε κι αυτή η δουλειά για τους εύθυμους συντρόφους του θεού γινόταν διασκέδαση. Επίσης, με προθυμία βοήθησαν το θεό, όταν προσπαθούσε να ξαναφέρει τον Ήφαιστο στον Όλυμπο. Όλοι μαζί κερνούσαν το θεϊκό σιδηρουργό άφθονο κρασί και μεθυσμένο πια τον συνόδευσαν με τα γαϊδουράκια τους στην κατοικία των θεών.

Τα γαϊδούρια ήταν το αγαπημένο τους ζώο. Χάρη στα δυνατά τους γκαρίσματα τρόμαξαν τους Γίγαντες όταν πολεμούσαν ενάντια στους Ολύμπιους θεούς. Ως πιστοί βοηθοί του Διόνυσου δεν μπορούσαν ν' αρνηθούν στο κάλεσμα του θεού τους. Όλοι μαζί, οι Σάτυροι, οι Σιληνοί και τα ζώα τους ήταν ο πιο παράξενος στρατός που είχαν σύμμαχό τους οι θεοί, αλλά και πολύτιμος.

Ζωηροί και παιχνιδιάρηδες οι Σάτυροι και οι Σιληνοί σκορπούσαν κέφι. Μερικές φορές όμως τα παιχνίδια τους δεν είχαν όρια και γίνονταν ενοχλητικοί. Όλους τους πείραζαν. Ξαφνικά μπορεί να κυνηγούσαν τις Μαινάδες και να διασκεδάζουν καθώς τις έβλεπαν να προσπαθούν να ξεφύγουν. Όποιον ήρωα συναντούσαν στο δρόμο τους τον πείραζαν.

Μια μέρα τους συνάντησε ο Περσέας καθώς γυρνούσε από τις Γοργόνες. Όταν όμως τους έδειξε απειλητικά το κεφάλι της Γοργώς, τρομοκρατημένοι τράπηκαν σε φυγή. Κατά βάθος ήταν δειλοί και άτολμοι. Όσο κι αν ενοχλούσαν το μεγάλο ήρωα, τον Ηρακλή, δεν τολμούσαν ποτέ να τον αντιμετωπίσουν. Πάντα έτρεχαν να γλιτώσουν όταν τους έπαιρνε είδηση. Ο γιος του Δία ήταν καλός φίλος με το θεό του κρασιού, αλλά ήταν ο φόβος κι ο τρόμος στους ζωηρούς συντρόφους του. Κάποια μέρα βρήκαν τον ήρωα να κοιμάται και προσπάθησαν κρυφά να του αρπάξουν τα όπλα. Ο Ηρακλής όμως τους έβλεπε με την άκρη του ματιού του, και τους πήρε στο κυνήγι.

Ακόμη και με τους θεούς τσακώνονταν. Μια φορά τρεις Σιληνοί μάλωναν με την Ίριδα. Η θεά ήταν οργισμένη επειδή οι Σιληνοί ήθελαν να της αρπάξουν από το βωμό της το σφάγιο που θυσίασαν γι' αυτήν οι άνθρωποι.

Ήταν τόση η ασέβειά τους που κάποτε προσπάθησαν να βιάσουν τη σύζυγο του πατέρα των θεών, την Ήρα. Τρομοκρατημένοι την άφησαν όταν είδαν από μακριά να έρχεται ο Ηρακλής. Πονηροί κι ασυγκράτητοι οι τραγοπόδαροι σύντροφοι του Διόνυσου. Άλλοτε βίαιοι, ενοχλούσαν τους θεούς και ανθρώπους. Άλλοτε χαριτωμένοι επιδίδονταν στο χορό και στη μουσική.

Ένας μάλιστα από τους Σάτυρους, ο Μαρσύας, ήταν ξακουστός για τις ικανότητές του στο παίξιμο του αυλού. Ήταν όμως τόση η υπεροψία του που τόλμησε να προκαλέσει τον ίδιο το θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα. Η μουσική και των δυο σκόρπισε στη φύση υπέροχες μελωδίες. Ο ένας από τους δυο κριτές, ο Μίδας, πρότεινε τον Μαρσύα ως νικητή. Ο θεός του θύμωσε και τον τιμώρησε για την ασέβειά του μεταμορφώνοντας τ' αυτιά του σ' αυτιά γαϊδάρου. Το τέλος του Μαρσύα ήταν ακόμη τραγικότερο, καθώς ο θεός τον έγδαρε ζωντανό.

Εκτός από τον Μαρσύα και ο μεγαλύτερος σε ηλικία Σιληνός, ο γερο Σιληνός, ξεχώριζε από την ανωνυμία της θορυβώδους παρέας. Πατέρας του λένε ότι ήταν ο Απόλλωνας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν ο Πάνας. Επίσης ξακουστά ήταν και τα παιδιά του, όπως ο Κένταυρος Φόλος και ο Στάφυλος, ο τσομπάνης του Οινέα.

Σ' αυτόν παρέδωσαν οι Νύμφες το μικρό Διόνυσο για ν' αναλάβει τη μόρφωσή του. Και όταν αργότερα ο θεός άρχισε τα μακρινά του ταξίδια, τον ακολούθησε και ο πιστός δάσκαλός του. Όλοι στη συντροφιά τον σέβονταν και τον αγαπούσαν. Θαύμαζαν τη σοφία του και τις πολλές γνώσεις που είχε. Δε χόρταιναν να τον ακούνε να τους λέει τραγουδιστά ιστορίες από τα παλιά χρόνια. Πιο πολύ απ' όλους βέβαια τον αγαπούσε ο Διόνυσος. Γι' αυτό και δέχτηκε ν' ανταμείψει τον Μίδα μ' ό,τι του ζητήσει, όταν του παρέδωσε το γέρο παιδαγωγό του που είχε χαθεί.

isabella

[size=18]ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ[/size]


Οι Νύμφες ήταν γυναικείες μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους πανέμορφες, η Άρτεμη όμως ξεχώριζε με τη θωριά της ανάμεσά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά στις πηγές. Υμνούσαν με τις γλυκιές φωνές τους τους Ολύμπιους θεούς και ιδιαίτερα τον πατέρα του Πάνα, τον Ερμή. Μαζί τους χόρευε και η Αφροδίτη, μαζί με τις Χάριτες, όπως λέει ο Όμηρος, στο βουνό Ίδα, στην Τροία. Άλλοτε το χορό τους τον οδηγεί ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Οι Νύμφες θεωρούνταν γενικά κάτι μεταξύ θεών και θνητών, όχι καθαυτό θεές. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολύ και τρέφονταν με αμβροσία.

Συγγένευαν με μεγάλους θεούς, ενώ ο Ερμής θεωρούνταν γιος Νύμφης, της Μαίας. Γενικά, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν κόρες του Δία. Άλλοι, πάλι, τις θεωρούσαν κόρες ποταμών: είτε του μεγαλύτερου ποταμού που υπήρχε, του Ωκεανού, είτε του Αχελώου, είτε κόρες των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Έτσι, κάθε περιοχή είχε τα ποτάμια της και καθένα απ' αυτά είχε γεννήσει τις Νύμφες της περιοχής αυτής, λ.χ. ο ποταμός Πηνειός ήταν ο πατέρας των Νυμφών της Θεσσαλίας και ο ποταμός Ξάνθος ήταν ο γεννήτορας των Νυμφών της Τροίας. Πολύ συχνά εκείνες έδιναν τα ονόματά τους στις κοντινές πόλεις, όπως έγινε με τη Νύμφη Σπάρτη, που ήταν κόρη του ποταμού Ευρώτα. Υπήρχαν όμως και κάποιες Νύμφες, οι οποίες λέγονταν Μελίες και είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, που έπεσαν στη Γη, όταν ο Κρόνος, ο γιος του, του έκοψε τα γεννητικά του όργανα.

Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια. Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοιπόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.

Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: 1) Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών και είναι οι πιο γνωστές, 2) Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και 3) Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες.Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Αμαδρυάδες -που το όνομά τους σημαίνει "δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα"- τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι.

Ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν δέντρα ιερά και τα ιερά άλση που σχημάτιζαν ήταν χώροι αφιερωμένοι στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Κάποτε μια Νύμφη, εκεί που χόρευε με τις όμοιές της, χλόμιασε παρατηρώντας τη βελανιδιά της να κουνιέται πέρα δώθε. Άφησε το χορό γεμάτη ανησυχία· πολύ γρήγορα χάλασε η φλούδα, έπεσαν τα κλαδιά και ταυτόχρονα η ψυχή της Νύμφης πέταξε, αποχαιρετώντας το φως του Ήλιου. Οι Νύμφες, όταν βρέχει, χαίρονται, γιατί τρέφονται τα δέντρα, ή κλαίνε, όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους.

Για τις Ναϊάδες, ιδιαίτερα, υπάρχουν πολλοί μύθοι, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι κάποτε ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ' αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και να τον φιλήσει· τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Πολύ γνωστές επίσης ήταν οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που συνήθως έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Έπειτα οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, αλλά σοφούς και γενναίους.

Εξίσου ονομαστές ήταν οι ιστορίες για τους έρωτες του Απόλλωνα με Νύμφες και ιδιαίτερα η ιστορία της Δάφνης. Ο θεός την πολιορκούσε με μεγάλη επιμονή, χωρίς επιτυχία. Μόλις του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, άρχισε να την κυνηγάει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την αρπάξει, η Δάφνη παρακάλεσε απεγνωσμένα τη μάνα της, τη Γαία, να τη βοηθήσει. Τότε, πραγματικά, άνοιξε η γη και κατάπιε τη Δάφνη, ενώ στη θέση της φύτρωσε ένα φυτό που πήρε το όνομά της.

Μια άλλη Νύμφη, η Ωκυρρόη, κόρη ενός ποταμού της Σάμου, επιχείρησε να φύγει με μια βάρκα από το νησί, για να γλιτώσει από τα χέρια του θεού. Μάταια όμως προσπαθούσε, γιατί ο Απόλλωνας μεταμόρφωσε το βαρκάρη που τη μετέφερε σε ψάρι και τη βάρκα της σε βράχο.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Νύμφες ήταν γνωστές τροφοί πολλών και σημαντικών θεών ή ηρώων· ήταν δηλαδή εκείνες που αναλάμβαναν την ανατροφή τους, όταν βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Τους θήλαζαν και αποτελούσαν τις αντικαταστάτριες των μανάδων τους. Πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο Δίας ανατράφηκε απ' αυτές στην Κρήτη. Ακολουθούν η Ήρα, η Περσεφόνη, ο Ερμής, ο Πάνας και ο Διόνυσος. Από τότε οι Νύμφες αποτελούν μέλη του Διονυσιακού θιάσου, μαζί με τους Σατύρους. Ακόμη, η θεά Αφροδίτη είχε εμπιστευθεί τον Αινεία, το γιο της, στις Νύμφες του τρωικού βουνού Ίδη. Στις Ναϊάδες απέδιδαν διάφορες ιδιότητες: έλεγαν πως μπορούσαν να κάνουν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι' αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμή τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και τη Σικελία· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, έλεγαν ότι πήγαινε ο Ηρακλής για ν' ανανεωθεί η δύναμή του.

Πίστευαν ακόμη πως οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, επικρατούσε η αντίληψη πως ήξεραν να ερμηνεύουν τη θέληση της ανώτερης θεότητας· η Ερατώ τις επιθυμίες του Πάνα ή η Δάφνη αυτές της Γαίας. Στο σπήλαιο Σφραγίδιο του βουνού Κιθαιρώνας υπήρχε μαντείο των Νυμφών, ενώ πολλοί θνητοί, προικισμένοι με μαντικές ικανότητες, έλεγαν πως τις ικανότητές τους τις είχαν λάβει από κείνες. Επίσης, θεωρούνταν μητέρες πολλών σοφών θνητών, μάντεων και γιατρών, όπως η Χαρικλώ του Τειρεσίας, η Φιλύρα του Χείρωνα και η Κορωνίδα, μάνα του Ασκληπιού.Οι Νύμφες λατρεύονταν σε πολλά μέρη σ' όλη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν όμως ναοί αφιερωμένοι σ' αυτές. Οι θυσίες προς τιμή τους γίνονταν κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπηλιές. Ο Οδυσσέας και οι κάτοικοι της Ιθάκης τις τιμούσαν με εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Συχνή ήταν και η ύπαρξη των βωμών τους μέσα σε ιερά άλλων θεών.Όμως οι Νύμφες δεν είχαν δράση πάντοτε ευεργετική για τους θνητούς κι υπήρχαν φορές που προκαλούσαν μεγάλο κακό. Αν, για παράδειγμα, τύχαινε να δει κανείς μια Νύμφη την ώρα που έκανε το λουτρό της μέσα στην πηγή, έχανε τα λογικά του. Ήταν, όμως, και γενικότερα ικανές να προκαλέσουν σύγχυση του νου στους θνητούς και να τους κάνουν τρελούς. Οι άνθρωποι που καταλαμβάνονταν από έκσταση κι ενθουσιασμό, έφευγαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στα βουνά, όπου κρύβονταν μέσα σε σπηλιές.

Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στη λαϊκή μας παράδοση μέχρι σήμερα· είναι οι γνωστές μας νεράιδες, που ζουν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και τις νεραϊδόβρυσες. Θεωρείται πάντοτε επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, αφού υπάρχουν ακόμη οι μύθοι για τους "νεραϊδοπαρμένους", όπως ήταν ο Ύλας στην αρχαιότητα. Μόνο οι σαββατογεννημένοι και "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν.Τελειώνοντας, αξίζει να τονίσουμε για μια φορά ακόμη το ότι οι Νύμφες λατρεύονταν ως στοιχεία των πηγών και των ποταμών, δηλαδή γενικότερα του νερού. Η σημασία του νερού ως δύναμη ζωής και γονιμότητας είναι μεγάλη και ζωτική σε μια μεσογειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Το νερό είναι πηγή ζωής και βοηθά την ανάπτυξη και αναζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό και η αντίληψη για τις Νύμφες διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: έφτασαν να τις θεωρούν πνεύματα της βλάστησης, θέλοντας έτσι να συμβολίσουν γενικότερα την οργιαστική δύναμη της φύσης. Κι όπως το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες θεωρούνταν τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων.

isabella

[size=18]ΠΑΝΑΣ [/size]


 Συχνά στην εύθυμη συντροφιά του Διόνυσου συμμετέχει κι ένας άλλος παράξενος θεός, ο Πάνας. Η μορφή του είναι αλλόκοτη και τρομάζει όσους πλησιάζει. Έτσι, συνήθως ο δύστυχος Πάνας είναι μόνος του. Μόνο στην παρέα των Σάτυρων γίνεται δεκτός μ' ενθουσιασμό, αφού αγαπά κι ο ίδιος το τραγούδι και το χορό.

Ο Πάνας ήταν γιος του αγγελιοφόρου των θεών, του Ερμή. Σ' ένα υπέροχο μέρος της Αρκαδίας έβοσκε τα πρόβατα ενός θνητού ο φτερωτός θεός· ανάμεσα στις ομορφιές της φύσης διέκρινε την ομορφιά της Νύμφης Δρυόπης και την ερωτεύτηκε. Κατάφερε να την κάνει δική του και σύντομα η Νύμφη γέννησε τον καρπό του έρωτά τους.

Το παιδί που γέννησε είχε αποκρουστική όψη: τα πόδια του ήταν πόδια τράγου, το πρόσωπό του καλυπτόταν από πυκνή γενειάδα, τ' αυτιά του ήταν μυτερά και είχε δυο κέρατα στο κεφάλι ανάμεσα στ' ανακατεμένα μαλλιά του. Τρομαγμένη η Δρυόπη τράπηκε σε φυγή εγκαταλείποντας το γιο της. Ο Ερμής που τον λυπήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά του και τον έφερε στην κατοικία των θεών, στον Όλυμπο. Όλοι οι θεοί μόλις τον είδαν άρχισαν να γελούν γοητευμένοι από τη μορφή του και περισσότερο απ' όλους ο θεός του κεφιού, ο Διόνυσος, που με χαρά δέχτηκε να έρθει στη συντροφιά του. Κι επειδή είχαν ευχαριστηθεί οι πάντες όταν τον είδαν, τον ονόμασε Παν.
 

Ο Πάνας τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στη φύση. Τριγυρνούσε ανάμεσα στα βράχια, στα βουνά και στα ρυάκια σκορπώντας στην πλάση τις μελωδίες του σουραυλιού του. Αυτός πρώτος είχε φτιάξει τη σύριγγα, δηλαδή το σουραύλι. Μια ιστορία λέει ότι το έφτιαξε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να κατακτήσει την όμορφη Νύμφη Σύριγγα. Καθώς την καταδίωκε κι εκείνη προσπαθούσε να του ξεφύγει βρέθηκε μπροστά στον ποταμό Λάδωνα. Η Σύριγγα ικέτευσε το θεό ποταμό να τη γλιτώσει κι εκείνος τη λυπήθηκε· τη στιγμή που ο Πάνας άπλωνε τα χέρια του να την πιάσει, βρέθηκε να κρατά, αντί την ωραία Νύμφη, ένα καλάμι.
Απογοητευμένος ο δύστυχος Πάνας στεκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού κρατώντας το καλάμι· τότε άκουσε τον ήχο του αέρα που περνά μέσα απ' αυτό. Έκοψε κι άλλα καλάμια σε διαφορετικό μήκος, τα ένωσε κλιμακωτά με κερί κι έτσι έφτιαξε τη σύριγγα. Ο Πάνας ήταν πολύ καλός μουσικός· μάγευε με τις μελωδίες του τα ζώα, τα πουλιά, τις Νύμφες του δάσους. Τα τραγούδια του έδιναν ρυθμό στα βήματα κάθε χορευτή. Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για χορό και για γλέντι, είτε με τις Νύμφες είτε με τη συντροφιά του Διόνυσου.

Πάντα στο ένα χέρι του κρατούσε τη σύριγγα, που γι' αυτό λέγεται "αυλός του Πανός" και στο άλλο συνήθως μια γκλίτσα. Ο Πάνας ήταν θεός των τσομπάνηδων. Αυτόν θεωρούσαν ως προστάτη τους οι βοσκοί, αλλά κι όσοι μάχονταν κι αγωνίζονταν δίκαια, γιατί θεωρούσαν ότι με τη βοήθεια του Πάνα θα καταφέρουν να τρέψουν σε φυγή τους εχθρούς τους, να σπείρουν δηλαδή στους αντιπάλους τον πανικό, όπως ονομάστηκε, από το όνομα του θεού, ο φόβος που καταλαμβάνει τους ανθρώπους και που τους κάνει να βλέπουν τη φυγή ως μόνη σωτηρία.

Εκτός από τη Σύριγγα και άλλη φορά προσπάθησε ο άσχημος θεός να κατακτήσει κάποια Νύμφη. Μάταια όμως. Ούτε η Νύμφη Ηχώ, που με τη μελωδική φωνή της τον σαγήνεψε, δε θέλησε να ενωθεί με τον τραγοπόδαρο θεό. Για να την εκδικηθεί έβαλε τους προστατευόμενούς του, τους τσομπάνηδες, να επιτεθούν στην άτυχη Νύμφη. Μόνο η Νύμφη Πίτη δέχτηκε να μείνει μαζί του. Θυμωμένος όμως ο αντίζηλός του, ο Βορέας, την γκρέμισε από ένα βράχο. Η Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι, δυστυχώς, κι αυτός ο έρωτάς του έμεινε ανεκπλήρωτος

isabella

[size=18]ΟΙ ΜΑΙΝΑΔΕΣ [/size]


Τον Διόνυσο σ' όλα τα ταξίδια του τον ακολουθούσε μια μεγάλη πολύβουη παρέα. Γύρω από το θεό του κεφιού συγκεντρωνόταν μια παράξενη συντροφιά που "χαλούσε τον κόσμο" με τις φωνές και τα τραγούδια της.

Το κρασί έρεε άφθονο και το γλέντι έφτανε στο αποκορύφωμα. Η κεφάτη συντροφιά ταξίδευε από χώρα σε χώρα για να μάθουν όλοι οι άνθρωποι την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του οίνου. Τα ταξίδια τους ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι. Τον ενθουσιασμό και τη χαρά τους μετέδιδαν σ' όσους συναντούσαν. Ενώ όσοι τους πολεμούσαν, υποτιμώντας τις δυνάμεις τους, είχαν άσχημο τέλος. Οικτρά μετάνιωσαν οι Ινδοί που τους επιτέθηκαν. Μετά από μάχες τριών ετών αναγκάστηκαν να δεχτούν τον Διόνυσο και τη συνοδεία του. Στο πλήθος που συνόδευε το θεό έβλεπες παράξενα πλάσματα: τις Μαινάδες, τους Σάτυρους, τους Σιληνούς και πολλές φορές το θεό Πάνα.

Οι Μαινάδες αντιπροσωπεύουν το θηλυκό στοιχείο της συντροφιάς και κρατούν στο χέρι τους το θύρσο όπως και ο θεός. Ο θύρσος ήταν ένα καλάμι τυλιγμένο με φύλλα κισσού ή κλήματος. Μερικές φορές κρατούν φίδια ή και άλλα ζώα. Τα ρούχα τους είναι ελαφρά για να μπορούν να χορεύουν χωρίς δυσκολία.

Όταν καταλαμβάνονται από το πνεύμα του θεού, επιδίδονται σ' έναν ασταμάτητο, ξέφρενο χορό. Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να έχουν βγει από τον εαυτό τους· η μέθη και η έκσταση οδηγεί τα βήματά τους. Ο χορός τους πολλές φορές γίνεται άγριος και τρομαχτικός στους απλούς ανθρώπους. Όταν καταλαμβάνονται από μανία -γι' αυτό λέγονται Μαινάδες- δεν γνωρίζουν τι κάνουν· η παραφροσύνη τις οδηγεί σε πράξεις εξωφρενικές. Έτσι η μητέρα του Πενθέα κομμάτιασε μαζί με άλλες Μαινάδες τον ίδιο το γιο της. Οι Μαινάδες της Θράκης κομμάτιασαν το κορμί του δύστυχου Ορφέα που απογοητευμένος από την εξέλιξη του έρωτά του, άρχισε να μισεί τις γυναίκες.

isabella

[size=18]ΟΙ ΧΑΡΙΤΕΣ [/size]


Οι Χάριτες στην αρχαιότητα συμβόλιζαν ό,τι πιο ευγενικό, όμορφο και αγνό υπήρξε ποτέ στη Γη. Ήταν το ιδανικό της σεμνότητας, της άψογης συμπεριφοράς και της ευπροσηγορίας. "Χάρις" σήμαινε, πρώτα πρώτα, χαρά· τη χαρά που εκπέμπει κανείς, όταν τον χαρακτηρίζουν ευγενικά συναισθήματα, μα και τη χαρά και την τέρψη που προκαλεί στους γύρω του. Η "Χάρις" ήταν ακόμη συνώνυμο της ίδιας της χάρης και της ερασμιότητας, καθώς και της ευεργεσίας και της ευγνωμοσύνης.

Ήταν κόρες του Δία και της Ωκεανίδας Ευρυνόμης. Υπήρχαν όμως και διάφορες άλλες εκδοχές για την καταγωγή τους. Μητέρα τους θεωρείται η Ήρα ή η Ευνομία ή η Λήθη ή η Αφροδίτη και πατέρας τους ο Ουρανός ή ο Διόνυσος. Υπήρχε, επίσης, ασάφεια σχετικά με το πόσες ήταν και πώς ονομάζονταν, καθώς και πολλές διαφορετικές εκδοχές από τόπο σε τόπο. Σε παλαιότερες εποχές ήταν μία ή δύο και ήταν γνωστές ως σύζυγοι μεγάλων θεών ή ως θεότητες στην υπηρεσία της Αφροδίτης. Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει τη Χάρη, που ήταν σύζυγος του Ήφαιστου. Ακόμη διηγείται ότι μία από τις Χάριτες την παντρεύτηκε ο Ύπνος· του την είχε υποσχεθεί η Ήρα, ως αντάλλαγμα για να κοιμίσει εκείνος κρυφά τον Δία και να μπορέσουν οι θεοί να αναμιχθούν στον πόλεμο της Τροίας. Αργότερα οι Χάριτες επικράτησε να θεωρούνται ως τρεις αχώριστες αδερφές, κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, με τα ονόματα Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια. Κατοικούσαν κοντά στην κορυφή του Ολύμπου κι από κει κανόνιζαν τα πάντα, υμνολογώντας ασταμάτητα τον πατέρα τους και βασιλιά των θεών. Τη ζωή τους την περνούσαν κυρίως σε γιορτές και ήταν απαραίτητες στα συμπόσια των θεών. Χωρίς αυτές οι κάτοικοι του Ολύμπου ούτε γλεντούσαν, ούτε χόρευαν. Κάθονταν συνήθως δίπλα στον Απόλλωνα και δοξολογούσαν τον Δία, ομορφαίνοντας τις συγκεντρώσεις με την παρουσία και τις μελωδικές φωνές τους. Ήταν, επίσης, μέλη της χορευτικής ομάδας του Ολύμπου, μαζί με την Ήβη, τον Γανυμήδη, τις Ώρες, την Αρμονία και την Αφροδίτη. Ήταν άλλωστε φίλες της μουσικής, των ασμάτων, της ποίησης, του χορού και της ρητορικής και τις βρίσκουμε πολύ συχνά μαζί με τις Μούσες. Όλα τα καλά των θνητών, όλα τους τα προτερήματα κι ό,τι αγαθό απολάμβαναν, οφείλονταν στις Χάριτες: η ομορφιά, η σοφία, η δόξα αλλά και η διασκέδαση, η ευχαρίστηση, η χαρά και η ευτυχία, ήταν δικό τους έργο. Πάνω απ' όλα όμως ήταν οι θεές της σωματικής χάρης και της ομορφιάς που μαγεύει. Ήταν αυτές που προίκιζαν τους ανθρώπους με θέλγητρα· με τα χαρίσματα, δηλαδή, που ωθούν τους ανθρώπους στον έρωτα και στην ηδονή, με την πιο ευγενική και σεμνή διάσταση που μπορούν αυτές οι έννοιες να πάρουν. Μ' αυτόν τον τρόπο η ανθρώπινη ζωή αποκτά νόημα και ουσία. Οι ίδιες οι Χάριτες, άλλωστε, είχαν πολλά χαρίσματα και ήταν ικανές να διεγείρουν την επιθυμία: τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια τους είχαν λαμπερή ομορφιά και η συμπεριφορά τους ήταν αξιαγάπητη.

Οι Χάριτες μπορούν να παρομοιαστούν με μια "Τριπλή Αφροδίτη": ο "Αφροδισιακός" τους χαρακτήρας είναι εντελώς φανερός και διάχυτος. Άλλωστε, η Αφροδίτη ήταν η θεά με την οποία κυρίως σχετίζονται στη μυθολογία, καθώς πρόκειται για τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα.

Οι Χάριτες τη συνόδευαν, μαζί με το θεό Έρωτα και την Πειθώ. Κάποτε η Αφροδίτη είχε μια δυσάρεστη περιπέτεια: βρέθηκε δεμένη στο δίχτυ του Ήφαιστου, μαζί με τον εραστή της, τον Άρη. Κατέφυγε έπειτα στην Πάφο της Κύπρου, όπου οι Χάριτες ανέλαβαν να την περιποιηθούν: τη λούζουν, την αλείφουν με αθάνατο λάδι, την ντύνουν με υπέροχα ρούχα και τη στολίζουν. Με την ίδια επιμέλεια και με τον ίδιο τρόπο αναδεικνύουν την ουράνια ομορφιά της, όταν ετοιμάζεται να πάει να ξελογιάσει τον Τρώα Αγχίση. Ο αφροδισιακός χαρακτήρας των Χαρίτων προβάλλεται έντονα και μέσα από την τέχνη τους να κατασκευάζουν αρωματικά λάδια, με τα οποία έκαναν το δέρμα να ευωδιάζει κι ενίσχυαν, έτσι, την ερωτική επιθυμία. Οι ίδιες ήταν φημισμένες αρωματοποιοί. Οι Χάριτες είχαν σχέσεις με πολλούς άλλους θεούς, που ήταν πάντοτε αγαθές και καμιά έριδα δεν τις διατάρασσε ποτέ: με τον Διόνυσο, τη Δήμητρα, τον Ερμή, τον Ήφαιστο, την Αθηνά· συνοδεύουν επίσης συχνά τον Δία και την Ήρα. Όταν ο Απόλλωνας άρχισε να κρούει τη λύρα του, πριν καλά καλά γεννηθεί, οι Χάριτες έστησαν χορό μαζί με άλλες θεές. Κι όταν η Άρτεμη μπήκε μέσα στο ναό του αδερφού της, στους Δελφούς, εκείνες άρχισαν να υμνούν μαζί της τη Λητώ, τη μητέρα τους, παρέα με τις Μούσες. Ο Όλυμπος χωρίς αυτές δε θα είχε καμιά χάρη και στα συμπόσια πάντα η πρώτη κούπα ήταν αφιερωμένη σ' αυτές, στο Διόνυσο και στις Ώρες.

Τόποι λατρείας αφιερωμένοι στις Χάριτες υπήρχαν σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας - στην Αθήνα, μάλιστα, υπήρχε ναός τους στην Ακρόπολη και αγάλματά τους στημένα σε πολύ κεντρικά σημεία. Το αρχαιότερο ιερό τους βρισκόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Εκεί υπήρχαν τρεις ακατέργαστες πέτρες, που έλεγαν ότι είχαν πέσει από τον Ουρανό. Αυτές τις θεωρούσαν προσωποποίηση των τριών Χαρίτων και σ' αυτές έκαναν προσφορές· πολύ αργότερα τους αφιέρωσαν αγάλματα. Η λατρεία αυτών των "ουρανοκατέβατων" λίθων φανερώνει ότι υπήρχε η άποψη της καταγωγής των Χαρίτων από τον Ουρανό, που πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν πατέρας τους. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι σε πολλά άλλα μέρη τα ονόματα κι η λατρεία τους σχετίζονται και με τη Σελήνη.

Στη Βοιωτία τελούνταν γιορτές προς τιμή τους, που ονομάζονταν "Χαρίτεια" και που ήταν μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Τη νύχτα οι πιστοί χόρευαν κι έπειτα πρόσφεραν γλυκίσματα από αλεύρι και μέλι. Οι γιορτές αυτές θύμιζαν πραγματικά "μυστήρια" και οι Χάριτες λατρεύονταν εκεί ως θεότητες της φύσης, οι οποίες πρόσφεραν γονιμότητα στο φυτικό κόσμο.

isabella

[size=18]ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ [/size]

Για τις Μούσες υπήρχαν πολλές διαφορετικές εκδοχές στην αρχαιότητα, που αφορούσαν τόσο την καταγωγή τους, όσο και τον αριθμό τους. Φαίνεται, πάντως, ότι στα πολύ παλιά χρόνια ήταν Νύμφες των βουνών και των νερών, που σιγά σιγά όμως "προβιβάστηκαν" και απέκτησαν με τον καιρό συγκεκριμένες αρμοδιότητες.

Πίστευαν πως κατοικούσαν στον Όλυμπο και τραγουδούσαν με τις ακούραστες φωνές τους θείες μελωδίες και ύμνους, παίζοντας λύρα.

Το θέμα των τραγουδιών τους ήταν πάντα η αρχοντική καταγωγή των θεών, τους οποίους εγκωμιάζουν. Κυρίως όμως υμνούν τον Δία και το μεγαλείο του, καθώς ήταν εκείνος που δημιούργησε τον "κόσμο" με την έννοια ότι έβαλε σε τάξη το σύμπαν και όρισε τους κανόνες που διέπουν τη ζωή των θεών και ανθρώπων. Το πόσο στενά δεμένες ήταν μαζί του φαίνεται από το ότι τις αποκαλούσαν "Ολυμπιάδες". Σπανιότερα δόξαζαν με τα τραγούδια τους το γένος των ανθρώπων και τους φημισμένους ήρωες. Το αρμονικό τους τραγούδι μάγευε το βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, γέμιζε με ευφορία τις ψυχές όλων των θεών και γοήτευε ολόκληρη τη φύση η οποία στεκόταν ασάλευτη κάθε φορά που οι Μούσες ακούγονταν από την κορυφή του Ολύμπου, για να τις αφουγκραστεί: ο ουρανός, τα άστρα, η θάλασσα και τα ποτάμια, όλα σιωπούσαν ευλαβικά...

Οι Μούσες τραγούδησαν για να γιορταστούν οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα και της Αρμονίας με τον Κάδμο. Τραγούδησαν ακόμη θρηνητικά στην ταφή του Αχιλλέα. Ο Πλάτωνας αναφέρει τον εξής μύθο: όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και μαζί τους η ποίηση και η μουσική, κάποιοι θνητοί γοητεύθηκαν τόσο πολύ, που συνεχώς τραγουδούσαν· ξεχνούσαν να φάνε και να πιούνε κι έτσι πέθαιναν σιγά σιγά, χωρίς να υποφέρουν. Απ' αυτούς κατάγονται τα τζιτζίκια, που είναι προστατευόμενα των Μουσών και που συνεχώς τραγουδούν ξεχνώντας πείνα, δίψα και κούραση, μέχρι να πεθάνουν. Τότε πηγαίνουν στις Μούσες και τους λένε τα ονόματα των πιστών τους οπαδών, που είδαν στη Γη κατά το σύντομο πέρασμά τους.

Έλεγαν πως οι Μούσες γεννήθηκαν, επειδή ο Δίας, που γιόρταζε το γάμο του, ρώτησε τους καλεσμένους του, τους άλλους θεούς, αν τους έλειπε τίποτα. Εκείνοι τότε του απάντησαν πως θα έπρεπε να φτιάξει κάποιες θεότητες που θα υμνούσαν τον Δία με στίχους και μουσική αντάξια των κατορθωμάτων και του μεγαλείου του.

Ως προς την καταγωγή τους, οι πιο πολλοί πίστευαν πως μητέρα τους ήταν η Μνημοσύνη, που κοιμήθηκε μαζί με τον Δία στην Πιερία (δηλαδή την περιοχή βόρεια του Ολύμπου), για εννιά διαδοχικές νύχτες. Ένα χρόνο μετά η Μνημοσύνη γέννησε εννιάδυμα, κοντά στην κορυφή του Ολύμπου: εννιά κόρες, που τις μάγευε όλες η μουσική και η ποίηση και που από τότε αποτέλεσαν μια λαμπρή χορωδία. Τα ονόματά τους ήταν τα εξής: Κλειώ, Ευτέρπη , Θάλεια, Μελπομένη, Ερατώ, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη. Ως προς τον αριθμό και την καταγωγή τους, οι άλλες εκδοχές ήταν πως ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, ή του Απόλλωνα, ακριβώς επειδή κι ο ίδιος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, διεύθυνε τη χορωδία τους, γι' αυτό και ονομαζόταν Μουσαγέτης - "ηγέτης", διευθυντής των Μουσών. Θεωρούσαν, επίσης, κάποιοι ότι ήταν λιγότερες από εννιά, ίσως και τρεις ή τέσσερις. Γενικά, πάντως, ήταν συνηθισμένο στην αρχαιότητα για τους ομαδικούς θεούς να υπάρχει σύγχυση σ' αυτά τα θέματα.

Η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από την Πιερία, δηλαδή την περιοχή στην οποία γεννήθηκαν, γι' αυτό και τις έλεγαν "Πιερίδες". Έλεγαν πως ο Πίερος, βασιλιάς της Μακεδονίας σύμφωνα με τη μυθολογία, έφερε από κει τη λατρεία τους στη Βοιωτία. Ο Πίερος, μάλιστα, απέκτησε εννιά κόρες, στις οποίες έδωσε το όνομα των Μουσών, Πιερίδες. Ήταν όμως τόσο αλαζονικές, ώστε προκάλεσαν τις Μούσες να παραβγούν μαζί τους στο τραγούδι. Οι Μούσες τις νίκησαν, όπως ήταν φυσικό, και για να τις τιμωρήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε φλύαρες κίσσες. Όταν αυτές τραγουδούσαν, σκοτείνιαζε και κανείς δεν τις άκουγε. Στη Βοιωτία, λοιπόν, οι Μούσες κατοικούσαν στο βουνό Ελικώνας, που έγινε και το κέντρο της λατρείας τους. Γι' αυτό άλλωστε και τις ονόμαζαν "Ελικωνιάδες". Αργότερα κάποιοι συγγραφείς τις τοποθετούσαν στον Παρνασσό.

Με μεγάλο ζήλο λατρεύονταν, επίσης, οι Μούσες στους Δελφούς, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό Απόλλωνα, στον οποίο ανήκε το μαντείο. Εκεί η λατρεία Απόλλωνα και Μουσών έφτασε να συγχωνευτεί εντελώς. Στην Αθήνα τις τιμούσαν ιδιαίτερα: μεταξύ άλλων, ονόμαζαν μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη "Μουσείον" προς τιμή τους κι ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Οι Μούσες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς σ' ολόκληρη την Ελλάδα· ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επικράτησαν φυσικά οι πρώτες, που τιμώρησαν τις φαντασμένες Σειρήνες, κόβοντας τα φτερά τους· εκείνες έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Ακόμη τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας), ενώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ιδρυθεί στα χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το "Μουσείο", ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με διευθυντή του τον αρχιερέα στην υπηρεσία των Μουσών.

Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση· όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται, πάνω απ' όλα, ως θεότητες της Μνήμης.

Στον Όμηρο επίσης αναφέρεται η περιπέτεια του αοιδού Θάμυρη από τη Θράκη, που καυχήθηκε πως θα μπορούσε να νικήσει τις Μούσες στο τραγούδι. Εκείνες, τότε, τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα να γράφει στίχους και να παίζει λύρα. Στην Οδύσσεια, ο φημισμένος τραγουδιστής των Φαιάκων Δημόδοκος ήταν ο αγαπημένος της Μούσας, που του έδωσε, όμως, μαζί με την τέχνη να γράφει υπέροχα τραγούδια κι ένα ολέθριο δώρο: του στέρησε το φως των ματιών του. Φαίνεται πως οι τυφλοί αοιδοί ήταν κάτι συνηθισμένο έτσι κι αλλιώς στην εποχή του Ομήρου. Είναι γνωστό ότι η απουσία της όρασης οξύνει τη μνήμη κι αυτό πρέπει να έκανε τους αοιδούς πολύ δυνατούς στο να θυμούνται και να απαγγέλλουν απέξω αναρίθμητους στίχους, όπως γινόταν τότε.

Ο ποιητής Ησίοδος, όταν ξεκινά τη "Θεογονία" του, μας διηγείται μια ιστορία που ο ίδιος έζησε: μια μέρα, όταν έβοσκε τα πρόβατά του στη Βοιωτία, την πατρίδα του, τον πλησίασαν οι Μούσες στο βουνό Ελικώνας και του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης: του χάρισαν το δώρο της ποίησης. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ποίηση ο ποιητής παρουσιάζεται να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση του στην τέχνη· ότι δημιουργεί ως αυτόνομη οντότητα κι ότι οι Μούσες οι ίδιες παρέχουν την εγγύηση για την καλλιτεχνική αξία των όσων ο ίδιος συνθέτει. Εδώ οι Μούσες δεν ευλογούν και δε βοηθούν απλώς τον ποιητή, αλλά τον μυούν στην τέχνη.

Όπως αναφέρθηκε οι Μούσες θεωρούνταν θεές της μουσικής και της ποίησης, που εν χορώ υμνούσαν τον Δία με τις μελωδικές τους φωνές. Στον Όμηρο είδαμε και μια άλλη τους διάσταση: θεές της Μνήμης και κατ' επέκταση εκείνες που διασώζουν αξίες και ηθικές αρχές και διδάγματα από το παρελθόν. Μ' άλλα λόγια, ό,τι μια κοινωνία θεωρεί βασικό για την επιβίωσή της. Μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας οι εννιά Μούσες ήταν μια αδιάσπαστη ομάδα, λίγο λίγο όμως και γύρω στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής η καθεμιά τους περιορίστηκε σε μιαν ιδιαίτερη περιοχή. Οι διάφοροι συγγραφείς δε συμφωνούν πάντα μεταξύ τους, ως προς τη διάκριση αυτή· παρόλ' αυτά έγινε με τον καιρό λίγο πολύ αποδεκτή και έχει φτάσει ως τις μέρες μας.

Η Καλλιόπη, η πρώτη των Μουσών και πιο σεβαστή απ' όλες, ήταν η Μούσα του ηρωικού έπους, η Κλειώ ήταν η Μούσα της ιστορίας, η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης, η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού), η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης. Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας, η Θάλεια της κωμωδίας, η Ουρανία της αστρονομίας και τέλος η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι τους επικούς ποιητές τους ενέπνεαν ακόμη η Ουρανία και η Κλειώ.

Είτε όλες μαζί, ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης· το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, μα και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.

isabella

Ο ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
 Ο Μινώταυρος ήταν καρπός της ένωσης της γυναίκας του Μίνωα Πασιφάης μ' έναν ταύρο! Τον ταύρο αυτόν είχε στείλει από τη θάλασσα σαν σημάδι ο Ποσειδώνας στον Μίνωα, που ήθελε να αποδείξει την κυριαρχία του σ' όλη την Κρήτη. Ζήτησε, όμως, από τον Μίνωα να θυσιάσει τον ταύρο προς τιμή του. Ο Μίνωας όμως δεν το έπραξε και έτσι η οργή του Ποσειδώνα πήρε πρωτότυπη μορφή. Προκάλεσε τον έρωτα της Πασιφάης για τον ωραίο ταύρο και τη σφοδρή επιθυμία της για ένωση μαζί του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν διόλου εύκολο. Ο πολυτεχνίτης, όμως, Δαίδαλος βρήκε τη λύση. Έφτιαξε μια ξύλινη αγελάδα, κούφια εσωτερικά για να χωράει η Πασιφάη, την οποία έντυσε εξωτερικά με δέρμα από αληθινή αγελάδα και με τροχούς την έσυρε ως το λιβάδι όπου έβοσκε ο ταύρος.
Προϊόν αυτού του αφύσικου ζευγαρώματος ήταν ο Μινώταυρος, τέρας με κεφάλι ταύρου και σώμα ανθρώπου. Το ταυρόμορφο τέρας ο Μίνωας έκλεισε στο βάθος του Λαβύρινθου και το έτρεφε με ανθρώπινο αίμα. Όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου η Αθήνα να πληρώσει για τρίτη φορά τον αιματηρό της φόρο στον Μίνωα, ο Θησέας ζήτησε από τον πατέρα του να περιληφθεί στην ομάδα των θυμάτων. Οι νέοι και οι νέες που θα πήγαιναν στην Κρήτη επιλέγονταν με κλήρο. Ο Θησέας ήταν εθελοντής.

Ξεκίνησε, λοιπόν, μ' ένα καράβι με μαύρα πανιά και υποσχέθηκε ότι θα σήκωνε άσπρα πανιά κατά την επιστροφή, όταν θα είχε απαλλάξει την Αθήνα από το βαρύ της φόρο. Ακολουθεί μια έντονη λογομαχία μεταξύ του Μίνωα και του Θησέα όπου ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι κι αυτός είναι γιος θεού, του Ποσειδώνα.   Για να το αποδείξει αποδέχεται την πρόκληση του Μίνωα και πέφτει να πιάσει το δαχτυλίδι που πέταξε στη θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται η Αμφιτρίτη που του χαρίζει έναν πορφυρό μανδύα και ένα στεφάνι από ρόδα οδηγώντας τον στο παλάτι του θεού. Ο Θησέας επιστρέφει από το βυθό με το δαχτυλίδι και αποδεικνύει τη θεϊκή του καταγωγή.
 

Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΚΑΙ Ο  ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ

 Στην Κρήτη ο Θησέας βρίσκει σύμμαχο την κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όμορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη συναντάει τον Θησέα και του προσφέρει τη βοήθειά της με την προοπτική, όμως, φεύγοντας να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε μόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος μπορούσε να δώσει τη λύση σ' αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
Η Αριάδνη κατέφυγε στον Δαίδαλο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έμπαινε στον Λαβύρινθο έπρεπε να πάρει μαζί του ένα κουβάρι κλωστή. Δένοντας τη μια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα προχωρούσε προς το βάθος του ξετυλίγματος το νήμα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήμα και ακολουθώντας την πορεία του θα έβρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου.

Ο Θησέας μπαίνοντας στον πολύπλοκο Λαβύρινθο ακολούθησε τη συμβουλή του Δαίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήμα. Έτσι έμεινε παροιμιώδης ο "μίτος της Αριάδνης".

Ο Θησέας μέσα στον Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε μαζί του και με το σπαθί του του 'κοψε το λαιμό προσφέροντάς το ως θυσία στον Ποσειδώνα, κάτι που θα 'πρεπε να κάνει, όπως είπαμε, ο Μίνωας με τον ταύρο, πατέρα του τέρατος. Με το μύθο του Μινώταυρου συμπλέκεται και ο μύθος του κατασκευαστή του Λαβύρινθου Δαίδαλου.
 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μετά την εξόντωση του Μινώταυρου ο Θησέας, μαζί με την Αριάδνη πλέον, φεύγει από την Κρήτη με το ίδιο πλοίο που είχε φτάσει εκεί. Πρώτος σταθμός το νησί της Νάξου, όπου Θησέας και Αριάδνη συνευρέθηκαν. Καρπός του έρωτά τους ήταν δυο παιδιά, ο Δημοφώντας και ο Ακάμαντας, οι οποίοι έλαβαν μέρος και στον Τρωικό πόλεμο, ή σύμφωνα με άλλους ο Στάφυλος και ο Οινοπίωνας. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που συναντήθηκαν Θησέας και Αριάδνη. Ενώ το ζευγάρι κοιμόταν εμφανίστηκε στον Θησέα η θεά Αθηνά και του είπε να εγκαταλείψει την Αριάδνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Θησέας είχε το νου του σε μια άλλη κοπέλα στην Αθήνα, την όμορφη Αίγλη. Τέλος μια άλλη εκδοχή μιλάει για τον έρωτα ενός θεού για την Αριάδνη, του Διόνυσου, που μη αντέχοντας να τη βλέπει στο πλευρό του Θησέα, την άρπαξε και αφού την καλόπιασε, προσφέροντάς της και ένα χρυσό στεφάνι, την έπεισε να μείνει μαζί του.

Ο μεγαλύτερος άθλος του Θησέα, όμως, τελείωσε τραγικά. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Θησέας ξέχασε ν' αλλάξει τη μαύρη σημαία του καραβιού του. Στη θέα της ο Αιγέας, που περίμενε με αγωνία στα βράχια του Σουνίου, πιστεύοντας ότι ο γιος του έγινε τροφή του Μινώταυρου, έπεσε απελπισμένος στη θάλασσα. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε "Αιγαίο" πέλαγος.

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν τον θεωρούσαν νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Η βασιλεία του Θησέα σημαδεύτηκε από τη συνένωση των δήμων της Αττικής και τη θεμελίωση των πρώτων θεσμών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ο Θησέας είχε εμπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών. Η εμπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έμμεση και είχε σχέση με τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας μόλις έμαθε την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της Θήβας.

 Έτσι άρχισε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Θησέα από τη μια μεριά και του Κρέοντα και τους "σπαρτούς" από την άλλη. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνημα των αντρών του, πείθοντάς τους ότι μάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι πήραν τα πτώματα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας, είτε στην Αθήνα.

Ο μύθος θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, των θρυλικών πολεμόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε κάπως υποδεέστερο ρόλο σ' αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας βγήκε κερδισμένος απ' αυτή την εκστρατεία. Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ' άλλους την πήρε μόνος του, την περίφημη "ζώνη" της Αμαζόνας Ιππολύτης. Απ' αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αμαζόνα Αντιόπη, που σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όμως, δεν πέτυχε. Σ' αυτή την αναμέτρηση σκοτώθηκε η Αντιόπη πολεμώντας στο πλευρό του άντρα της.

Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε μια άλλη κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όμως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος ήταν ένας όμορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι' αυτό και τον προστάτευε η Άρτεμη. Απέκρουσε τον παράφορο έρωτα της μητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισμένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από μακρινό ταξίδι βρήκε το γράμμα και κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε. Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει μακριά, αλλά στο δρόμο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφηνίασε τα άλογα του άρματος του νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο.
 

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ ΚΑΙ ΛΑΠΗΘΩΝ

Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθου, βασιλιά μιας μυθικής θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πειρίθου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθους τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον. Στο τέλος, έγιναν φίλοι μια και ο Πειρίθους αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγμα το οποίο εκτίμησε ο Θησέας. ΄Οπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για μελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -μισών ανθρώπων, μισών αλόγων- που κατοικούσαν στο Πήλιο.

Ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσμένοι στους γάμους του Πειρίθου με την Ιπποδάμεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Πράγματι, ο Πειρίθους με τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και με την προσπάθεια ν' αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του Δία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή "ωραία Ελένη", που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεμο, άρπαξαν όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών. Ο Θησέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όμως, να "νοικοκυρευτεί" και ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο μάτι την Περσεφόνη, την κόρη της Δήμητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν μια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όμορφη κόρη.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ


Όμως οι περιπέτειές τους δεν είχαν τέλος. Οι αδελφοί της Ελένης, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι γνωστοί Διόσκουροι, βρήκαν την ευκαιρία και άρπαξαν την Ελένη από την Αττική, ενώ παράλληλα ο Θησέας με τον Πειρίθου πιάστηκαν αιχμάλωτοι στον Κάτω Κόσμο. Ο Θησέας κατάφερε να γλιτώσει με τη βοήθεια του Ηρακλή, ο οποίος στην κάθοδό του στον Άδη τον απελευθέρωσε. Στην Αθήνα, στο μεταξύ, οι Διόσκουροι είχαν εγκαταστήσει στο θρόνο τον Μενεσθέα, ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει για τον Θησέα. Έτσι ο ήρωας κατέφυγε στο νησί της Σκύρου με την ελπίδα να πείσει το βασιλιά Λυκομήδη να τον βοηθήσει να ξαναπάρει το θρόνο του. Ο Λυκομήδης φέρθηκε πονηρά. Με την πρόφαση της ξενάγησης του σπουδαίου καλεσμένου του, τον οδήγησε σε μια απόκρημνη περιοχή του νησιού, απ' όπου τον γκρέμισε στη θάλασσα. Αυτό ήταν και το τέλος του μυθικού ήρωα.

isabella

Πύραμος και Θίσβη

Κάποτε τα κοκκινόμαυρα μούρα της μουριάς ήταν ολόασπρα σαν το χιόνι. Η αλλαγή στο χρώμα τους έγινε με ένα τρόπο παράξενο και θλιβερό. Αιτία στάθηκε ο θάνατος δυο νέων εραστών.
Ο Πύραμος, ο πιο ωραίος νέος, και εκείνη, η Θίσβη, η πιο ωραία νέα της Ανατολής, ζούσαν στη Βαβυλώνα, την πόλη της βασίλισσας Σεμίραμης. Τα σπίτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και ένας κοινός τοίχος τα χώριζε. Μεγάλωσαν και λαχταρούσαν να παντρευτούν, μα οι γονείς τους το απαγόρευαν. Η αγάπη όμως δεν ξέρει από απαγορεύσεις και πάντα βρίσκει τρόπο να εκδηλωθεί. Στον κοινό τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια υπήρχε μια χαραμάδα. Οι δυο νέοι την ανακάλυψαν και μέσα από αυτή μπορούσαν να ψιθυρίζουν γλυκά ερωτόλογα, και όταν έπρεπε να χωριστούν, καθένας ακουμπούσε τα χείλη του στον τοίχο, μα τα φιλιά του δεν έφταναν στα χείλη από το άλλο μέρος.
Στο τέλος έφτασε μία μέρα όπου δεν μπόρεσαν να αντέξουν περισσότερο. Αποφάσισαν την ίδια νύχτα να φύγουν κρυφά από τα σπίτια τους και να συναντηθούν σε ένα γνωστό τους μέρος, κάτω από ένα δέντρο, μια ψηλή μουριά με ολόασπρα σαν το χιόνι μούρα, όπου κοντά ανάβλυζε μια ολόδροση πηγή.
Ο ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα και η νύχτα έφτασε. Η Θίσβη γλίστρησε έξω και, χωρίς να την καταλάβει κανένας, πήγε ίσια στο σημείο συνάντησης. Ο Πύραμος δεν είχε φτάσει ακόμη. Φοβόταν, αλλά η αγάπη την έκανε τολμηρή. Ξαφνικά με το φως του φεγγαριού είδε μια λέαινα. Το άγριο θηρίο φαινόταν να έχει μόλις σκοτώσει κάποιον, γιατί τα σαγόνια του ήταν γεμάτα αίμα, και πήγαινε στην πηγή να σβήσει τη δίψα του. Η Θίσβη αποφάσισε να φύγει, αλλά, καθώς έφευγε, της έπεσε ο μανδύας. Η λέαινα πήρε το μανδύα και τον έκανε κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά είδε ο Πύραμος, όταν έφτασε ύστερα από λίγο. Ήταν καταματωμένα και είδε πάνω στη σκόνη τα αχνάρια λιονταριού. Το συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο΄ δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή. Η Θίσβη ήταν νεκρή. Γεμάτος οδύνη και θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο, που δεν είχε πάει πρώτος, για να προστατέψει την αγαπημένη του, πήρε τα ματωμένα κομμάτια και φιλώντας τα ξανά και ξανά, πήγε κάτω από τη μουριά. «Τώρα», είπε, «θα πιεις και το δικό μου αίμα». Τράβηξε το σπαθί του και το έμπηξε στο πλευρό του. Το αίμα ανάβρυσε με ορμή και έβαψε βαθυκόκκινα τα μούρα.
Η Θίσβη, αν και ήταν ακόμα τρομαγμένη από τη λέαινα, πήρε το θάρρος να γυρίσει πάλι πίσω, στη μουριά. Δεν μπορούσε να βρει το δέντρο που περίμενε, γιατί έβλεπε ένα δέντρο με κόκκινα μούρα. Είδε κάτι να κινείται στο έδαφος. Έκανε πίσω με φρίκη, αλλά κοιτάζοντας προσεκτικά, είδε τον Πύραμο, λουσμένο στο αίμα και ετοιμοθάνατο. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. Φιλούσε τα κρύα του χείλη και τον παρακαλούσε να την κοιτάξει και να της μιλήσει. Στο άκουσμα της φωνής της εκείνος άνοιξε τα βαριά του βλέφαρα για μια ματιά. Ύστερα ο θάνατος τα έκλεισε.
Η Θίσβη είδε το σπαθί και τον αιματοβαμμένο μανδύα της, και τα κατάλαβε όλα. Πήρε το σπαθί που ήταν ακόμα γεμάτο από το αίμα της ζωής του και το βύθισε στην καρδιά της.
Τα βαθυκόκκινα μούρα της μουριάς είναι η παντοτινή ανάμνηση των αληθινών αυτών εραστών, που ούτε ο θάνατος δεν μπόρεσε να τους χωρίσει.






Πηγή: "Ελληνική και Παγκόσμια Μυθολογία", της Έντιθ Χάμιλτον

isabella

Ορφέας και Ευρυδίκη

Οι πρώτοι μουσικοί ήταν οι θεοί. Μετά από αυτούς έρχονταν λίγοι θνητοί, τόσο σπουδαίοι στην τέχνη τους, ώστε σχεδόν έφταναν τους θείους μουσουργούς. Ο πιο μεγάλος από αυτούς ήταν ο Ορφέας. Ήταν γιος μιας από τις Μούσες και ενός πρίγκιπα της Θράκης. Η μάνα του του έδωσε το χάρισμα της μουσικής και η Θράκη το δυνάμωσε. Δεν είχε όριο η δύναμή του, όταν έπαιζε και όταν τραγουδούσε: κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Κάθε τι ζωντανό και άψυχο τον ακολουθούσε. Έκανε να τρέμουν οι βράχοι στις βουνοπλαγιές και ανέστρεφε το ρεύμα των ποταμών. Επόμενο ήταν, όταν συναντήθηκε με την Ευρυδίκη, να τη γοητεύσει με τη δύναμη του τραγουδιού του.
Παντρεύτηκαν, μα η χαρά τους κράτησε λίγο. Αμέσως μετά το γάμο, καθώς η νύφη περπατούσε σε ένα λιβάδι μαζί με τις συντρόφισσές της, μια οχιά τη δάγκωσε και πέθανε. Η θλίψη του Ορφέα ήταν πολύ μεγάλη. Αποφάσισε να κατεβεί στον κόσμο των νεκρών και να τη φέρει πίσω. Εκεί χτύπησε τη λύρα, και στο άκουσμά της ολάκερη η απέραντη ερημιά έμεινε ακίνητη από τη μαγεία. Ο Κέρβερος χαλάρωσε τη φύλαξη. Ο Τάνταλος λησμόνησε τη δίψα του. Για πρώτη φορά τα πρόσωπα των φοβερών θεαινών, των Ερινύων, βράχηκαν από τα δάκρυα. Ο βασιλιάς του Άδη ήρθε κοντά να ακούσει μαζί με τη βασίλισσά του. Ο Ορφέας ζήτησε από το τρομερό βασιλιά να του δώσει πίσω την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Συγκινημένος ο Άδης αποφάσισε να χαρίσει ό,τι η Αγάπη γύρεψε, αλλά με ένα όρο: να μην κοιτάξει πίσω να τη δει, όσο θα τον ακολουθούσε, μέχρι να φτάσουν στον επάνω κόσμο. Έτσι πέρασαν οι δυο τους τις μεγάλες πύλες του Άδη και πήραν το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε από το σκοτάδι στο φως. Μόλις ο Ορφέας βγήκε στο φως, από τη λαχτάρα του να τη δει, γύρισε πίσω. Ήταν όμως πολύ νωρίς: εκείνη βρισκόταν ακόμα μέσα στο σπήλαιο. Άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει, αλλά εκείνη γλίστρησε πίσω στο σκοτάδι. Το μόνο που άκουσε ήταν ένας σιγανός λόγος: «Έχε γεια». Απελπισμένος προσπάθησε να την ακολουθήσει στον κάτω κόσμο, αλλά δεν μπόρεσε. Οι θεοί δε δέχονταν να κατεβεί στον κάτω κόσμο για δεύτερη φορά, όσο ήταν ακόμη ζωντανός.
Περιπλανιόταν στις ερημιές της Θράκης, απαρηγόρητος, και πάντα έπαιζε και τραγουδούσε. Στο τέλος μια συντροφιά από Μαινάδες σκότωσαν το χαριτωμένο μουσικό, σχίζοντας ένα-ένα τα μέλη του και πέταξαν το κεφάλι του στο ποτάμι Έβρο. Εκείνο το έφερε μέχρι το ακρογιάλι της Λέσβου όπου το βρήκαν οι Μούσες και το έθαψαν στον ιερό τόπο του νησιού. Μάζεψαν επίσης τα μέλη του και τα έβαλαν σε ένα τάφο στους πρόποδες του Ολύμπου, και από τότε μέχρι σήμερα τα αηδόνια σε αυτό το μέρος κελαηδούν πιο γλυκά από οπουδήποτε αλλού.

isabella

Βαυκίς και Φιλήμων



Στη Φρυγία υπήρχαν κάποτε δυο δέντρα, μια δρυς και μια φλαμουριά που φύτρωναν από τον ίδιο κορμό. Επρόκειτο για θαύμα που οφειλόταν στο Δία.
Ψηλά στον Όλυμπο, όταν ο Δίας κουραζόταν να τρώει αμβροσία και να πίνει νέκταρ και βαριόταν να ακούει τη λύρα του Απόλλωνα και να βλέπει τις Χάριτες να χορεύουν, μεταμφιεζόταν σε θνητό και κατέβαινε στη γη για περιπέτειες. Σύντροφός του ήταν ο Ερμής, ο πιο διασκεδαστικός, πολυμήχανος και πονηρός από όλους τους θεούς.
Ο Δίας αποφάσισε να εξακριβώσει πόσο φιλόξενος και περιποιητικός ήταν ο λαός της Φρυγίας. Η φιλοξενία είχε ιδιαίτερη σημασία για το Δία, γιατί ήταν ο θεός της φιλοξενίας. Οι δυο θεοί πήραν τη μορφή φτωχών ταξιδιωτών και περιπλανήθηκαν χτυπώντας την πόρτα κάθε φτωχού καλυβιού και κάθε πλούσιου αρχοντικού, ζητώντας λίγη τροφή και ένα μέρος να ξεκουραστούν. Κανένας δε τους δέχτηκε.
Έφτασαν τελικά σε κάποιο καλύβι και εκεί η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ένας γέρος, ο Φιλήμων και μια γριά, η Βαυκίς, τους καλωσόρισαν με τον πιο φιλικό τρόπο και τσακίστηκαν να τους περιποιηθούν. Οι θεοί αποφάσισαν στο τέλος να τους ανταμείψουν. Τους συνόδεψαν έξω από την καλύβα και τους είπαν να κοιτάξουν γύρω τους. Έκπληκτοι παρατήρησαν ότι το μόνο που μπόρεσαν να δουν τριγύρω ήταν νερό! Μια μεγάλη λίμνη τους περικύκλωνε και ολόκληρη η περιοχή είχε εξαφανιστεί. Ο Δίας είχε τιμωρήσει σκληρά την αφιλόξενη χώρα. Η μικρή, ταπεινή καλύβα είχε μεταβληθεί σε ένα μεγαλόπρεπο ναό με στήλες από το πιο λευκό μάρμαρο που υπάρχει, και με χρυσή σκεπή.
- «Καλοί μου άνθρωποι», είπε ο Δίας, «ζητήστε ό,τι θέλετε και θα το αποκτήσετε».
- «Άφησέ μας να γίνουμε ιερείς σου σε αυτό το ναό», είπε ο Φιλήμων, «και, αφού ζήσαμε τόσα χρόνια μαζί, μην αφήσεις κανένα από τους δυο μας να ζήσει μόνος. Δώσε την υπόσχεσή σου πως θα πεθάνουμε μαζί».
Οι θεοί συγκατένευσαν, πολύ ευχαριστημένοι από τους δυο γέρους. Έζησαν πολλά χρόνια. Μια μέρα όμως που στέκονταν μπροστά στο μαρμάρινο και χρυσό αριστούργημα, άρχισαν να μιλούν για την προηγούμενη ζωή τους, που υπήρξε τόσο σκληρή, και παρόλα αυτά τόσο ευτυχισμένη. Ξαφνικά, καθώς αντάλλαζαν τις αναμνήσεις τους, είδαν πως έβγαζαν φύλλα, ενώ γύρω τους άρχισε να φυτρώνει φλούδα δέντρου. Πρόλαβαν μόνο να φωνάξουν: «Έχε γεια, αγαπημένε μου σύντροφε».
Έγιναν δέντρα, αλλά δέντρα ενωμένα. Η φλαμουριά και η δρυς φύτρωναν από τον ίδιο κορμό.

isabella

Κήυξ και Αλκυόνη



Ο Κήυξ, βασιλιάς της Θεσσαλίας, ήταν γιος του Εωσφόρου, του αστεριού που φέρνει την ημέρα, και στο πρόσωπό του είχε όλη τη λάμψη του πατέρα του. Η γυναίκα του,η Αλκυόνη, ήταν κόρη του Αίολου, του βασιλιά των ανέμων. Οι δυο τους αγαπιούνταν με αφοσίωση και ποτέ δε χώριζαν με τη θέλησή τους. Κάποια μέρα, όμως, εκείνος αποφάσισε να την αφήσει, για να κάνει ένα μακρινό ταξίδι περνώντας τη θάλασσα. Όταν η Αλκυόνη έμαθε τι σχεδίαζε ο άντρας της, ταράχτηκε από λύπη και φόβο. Του είπε με μάτια λουσμένα από τα δάκρυα και με φωνή που κοβόταν από τους λυγμούς ότι εκείνη ήξερε όσο λίγοι τη δύναμη των ανέμων πάνω στη θάλασσα, τις θυελλώδεις συναντήσεις τους, τα μαύρα σύννεφα που μάζευαν και την τρομερή κόκκινη αστραπή. Του είπε ακόμη ότι είδε ανθρώπους και σπασμένες σανίδες καραβιών ξεβρασμένα στη στεριά από τη θάλασσα. Του ζήτησε να την πάρει μαζί του, αλλά ο Κήυξ, συγκινημένος βαθιά που τον αγαπούσε, αρνήθηκε να ακούσει την παράκλησή της. Η Αλκυόνη στάθηκε στην ακτή και παρακολούθησε το καράβι που έφευγε μέχρι που χάθηκε από τα μάτια της.
Εκείνη την ίδια νύχτα άγρια φουρτούνα ξέσπασε στη θάλασσα. Όλοι οι άνεμοι συναντήθηκαν σε μια μανιασμένη καταιγίδα και τα κύματα σηκώνονταν σαν βουνά. Η βροχή κατέβαινε τόσο ορμητικά που φαινόταν σαν ολόκληρος ο ουρανός να πέφτει πάνω στη θάλασσα και η θάλασσα να πηδά ως τον ουρανό. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο καράβι, που έτρεμε και έτριζε σαν σάπιο ξύλο, είχαν τρελαθεί από το φόβο τους, όλοι εκτός από έναν που σκεφτόταν με χαρά ότι η Αλκυόνη ήταν μακριά από τον κίνδυνο. Το όνομα της ήταν στα χείλη του, όταν βούλιαξε το πλοίο και τα νερά το σκέπασαν.
Η Αλκυόνη μετρούσε τις μέρες και προσευχόταν πολλές φορές την ημέρα στους θεούς για χάρη του, μα πιο πολύ στην Ήρα. Η θεά συγκινημένη από τις προσευχές για κάποιον που ήταν από καιρό νεκρός, κάλεσε την αγγελιαφόρο της, την Ίριδα, και την πρόσταξε να πάει στο σπίτι του Ύπνου, του θεού του ύπνου, και να τον παρακαλέσει να στείλει στην Αλκυόνη ένα όνειρο που θα της έδειχνε την αλήθεια για τον Κήυκα.
Ο θεός του ύπνου έστειλε το γιο του το Μορφέα, που μπορούσε να πάρει τη μορφή οποιουδήποτε ανθρώπου, στην Αλκυόνη. Πήρε τη μορφή του Κήυκα, γυμνός και στάζοντας νερά, και της είπε: «Κακόμοιρη γυναίκα, ο άντρας σου είναι εδώ. Είμαι πεθαμένος, Αλκυόνη. Δεν υπάρχει για μένα ελπίδα. Χάρισέ μου όμως τα δάκρυά σου. Μη με αφήνεις να πάω άκλαφτος στη χώρα των Σκιών».
Η γυναίκα ξύπνησε αμέσως και πήρε την απόφαση ότι δε θα προσπαθήσει να ζήσει άλλο, ενώ τα κορμί του αγαπημένου της περιπλανιόταν στα κύματα. Με το πρώτο φως της ημέρας πήγε στην ακτή και καθώς κοίταξε μακριά στη θάλασσα, είδε κάτι να πλέει στα νερά. Το κύμα το έφερνε στην ακτή και με φρίκη συνειδητοποίησε ότι ήταν ο άντρας της. Έτρεξε και πήδησε μέσα στα νερά και τότε αντί να βυθιστεί σε αυτά, βρέθηκε να πετά πάνω από αυτά. Είχε φτερούγες. Είχε φτέρωμα σε όλο της το σώμα. Είχε μεταμορφωθεί σε πουλί. Οι θεοί ήταν καλοί: έκαναν το ίδιο και στον Κήυκα. Τα δυο πουλιά αντάμωσαν στον ουρανό, και από τότε πετούν πάντα μαζί.
Κάθε χρόνο υπάρχουν εφτά ημέρες, όπου η θάλασσα είναι ήρεμη και γαλήνια΄ καμιά πνοή ανέμου δεν ταράζει τα νερά. Αυτές είναι οι ημέρες όταν η Αλκυόνη κλωσάει στη φωλιά της που πλέει στη θάλασσα. Όταν τα νέα πουλιά βγουν από τα αυγά, η μαγεία τελειώνει. Οι μέρες της τέλειας γαλήνης λέγονται Αλκυονίδες …… «όταν τα ειρηνικά πουλιά κλωσούν πάνω στο μαγεμένο κύμα».

isabella

Ενδυμίων και Σελήνη



Ο νεαρός αυτός, που το όνομά του είναι τόσο διάσημο, έχει μια πολύ σύντομη ιστορία. Ίσως ήταν βασιλιάς, ίσως ήταν κυνηγός, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν πως ήταν βοσκός. Ήταν ένας νέος με εκπληκτική ομορφιά και αυτή ήταν η αιτία της ασυνήθιστης τύχης του.
Καθώς βοσκούσε το κοπάδι του, ο Ενδυμίων είχε ξαπλώσει για λίγο. Τον είδε η λαμπερή Σελήνη, τον αγάπησε, κατέβηκε ψηλά από τον ουρανό, τον φίλησε και ξάπλωσε κοντά του. Δεν ξύπνησε ποτέ ο νέος, για να δει την αστραφτερή ασημένια μορφή να σκύβει πάνω του. Κοιμάται για πάντα αθάνατος, χωρίς ποτέ να νιώθει τι γίνεται γύρω του. Υπέροχα ωραίος, ακίνητος και μακρινός σαν νεκρός, αλλά ζεστός και ζωντανός όταν κάθε νύχτα η Σελήνη τον επισκέπτεται και τον γεμίζει με τα φιλιά της.
Ο μαγικός αυτός ύπνος ήταν έργο δικό της, έτσι ώστε να μπορεί να τον βρίσκει και να τον χαϊδεύει όσο θέλει. Το πάθος της όμως δεν της φέρνει παρά πόνο γεμάτο στεναγμούς

isabella

Πυγμαλίων και Γαλάτεια

Ένας νεαρός γλύπτης από την Κύπρο, που λεγόταν Πυγμαλίων, ήταν μισογύνης. Για αυτό είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί ποτέ. Έλεγε στον εαυτό του ότι η τέχνη του του έφτανε. Και όμως το άγαλμα, που έφτιαξε δίνοντας όλη την ψυχή του σε αυτό, ήταν το άγαλμα μιας γυναίκας. Είτε γιατί δεν μπορούσε να διώξει από το νου του, όπως είχε διώξει από τη ζωή του, αυτό που αποδοκίμαζε, είτε γιατί θέλησε να φτιάξει μια τέλεια γυναίκα, για να δείξει στους άντρες τις ατέλειες του γένους, που ήταν υποχρεωμένοι να ανεχτούν.
Το έργο του ήταν εξαίσιο. Κανείς δε θα πίστευε ότι ήταν καμωμένο από φίλντισι ή από πέτρα, αλλά μόνο από ζεστή, ανθρώπινη σάρκα. Τέτοια ήταν η τέχνη του περιφρονητή της γυναίκας. Το πιο υπέροχο κατόρθωμα της τέχνης του ήταν δικό του, η τέχνη να κρύβεις την τέχνη.
Αλλά το γένος που περιφρονούσε, τον εκδικήθηκε: ο δημιουργός ερωτεύτηκε βαθιά και με πάθος το έργο του. Κανένας άτυχος εραστής ζωντανής κόρης δεν ήταν τόσο απελπισμένος και δυστυχισμένος όσο ο Πυγμαλίων. Φιλούσε εκείνα τα προκλητικά χείλη, μα δεν του ανταπέδιδαν το φιλί. Χάιδευε τα χέρια και το πρόσωπό της, χωρίς καμιά ανταπόκριση. Την έπαιρνα στα χέρια του- μα εκείνη έμενε παθητική και κρύα. Την έντυνε με ακριβά ρούχα, της έκανε δώρα, της έστρωνε το κρεβάτι και τη σκέπαζε ζεστά. Δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει άλλο το παιχνίδι. Στο τέλος το εγκατέλειψε.
Αυτό το παράξενο πάθος δεν έμεινε πολύ καιρό κρυφό από τη θεά του έρωτα, την Αφροδίτη. Ενδιαφέρθηκε για αυτόν τον πρωτότυπο εραστή και αποφάσισε να βοηθήσει το νεαρό.
Η ημέρα που γιόρταζε η Αφροδίτη ήταν ιδιαίτερα τιμημένη στην Κύπρο, το νησί που πρωτοδέχτηκε τη θεά, όταν γεννήθηκε μέσα από τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας. Πλήθη συνωστίζονταν στους ναούς της. Όλοι οι άτυχοι εραστές έρχονταν εκεί με δώρα να παρακαλέσουν να γυρίσει στο καλό ο έρωτάς τους. Εκεί ήταν φυσικά και ο Πυγμαλίων. Τόλμησε να παρακαλέσει τη θεά να βρει μόνο μια κόρη σαν το άγαλμά του, όμως η Αφροδίτη ήξερε τι πραγματικά ήθελε και σαν σημάδι ότι εισάκουσε την παράκλησή του η φλόγα του βωμού πήδησε ψηλά τρεις φορές, φωτίζοντας δυνατά.
Γεμάτος ελπίδα, ο Πυγμαλίων έτρεξε στο σπίτι και την αγαπημένη του. Ήταν εκεί πάνω στο βάθρο της, μαγευτικά όμορφη. Τη χάιδεψε μια-δυο φορές. Ήταν αυταπάτη ή μήπως ήταν ζεστή στο άγγιγμά του; Φίλησε τα χείλη της και τα ένιωσε να γίνονται απαλά κάτω από τα δικά του χείλη. Άγγιξε τα μπράτσα της, τους ώμους της, και η σκληράδα τους έφυγε. Ήταν σαν να έβλεπε κερί να λιώνει στον ήλιο. Έπιασε τον καρπό της: αίμα χτυπούσε στη φλέβα της. Με ανείπωτη ευγνωμοσύνη και χαρά αγκάλιασε την αγαπημένη του και την είδε να του χαμογελά κοιτάζοντάς τον στα μάτια και να κοκκινίζει.
Η Αφροδίτη η ίδια ευλόγησε το γάμο τους με την παρουσία της. Ο Πυγμαλίων ονόμασε την αγαπημένη του Γαλάτεια, και το παιδί τους, ο Πάφος, έδωσε το όνομά του στην αγαπημένη πόλη της Αφροδίτης.

sevenseas

ξερεις πιστευω οτι ο Πανας δεν ηταν μυθικο προσωπο, αλλα υπαρκτο
αυτο το πιστευουμε οσοι ειμαστε Αρκαδες την καταγωγή
πιστεουμε σ΄αυτον ως προγονο μας
αγαπη στην φυση
και στον παραδοξο ερωτα ( ειδες ποσο κομψα τον χαρακτηριζω?)

οπως οι Γαλατες φοβοντουσαν μην πεσει ο ουρανος και τους πλακώσει
ετσ κι εμεις οι Αρκαδες εχουμε τον φοβο της σεξοαυαλικης ανικανοτητας
 :P  :P  :P  :P  :P  :P  :P  :P

273 Επισκέπτες, 1 Χρήστης