Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 387
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 204
  • Total: 204

Sadahzinia

Ξεκίνησε από blue-roses, Μάρτιος 26, 2007, 12:23:15 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Θα περιμένω ήλιε        
 
Θα περιμένω ήλιε να φανείς, μετά απ' τη βροχή
Θα περιμένω φίλε - μην αργείς - αγκάλιασε τη γη
Έλα και φέρε χρώματα πολλά, πάρε μακριά το γκρίζο
κι αν θα μυρίσω αρώματα παλιά, το αύριο σου χαρίζω.

Στέκομαι ώρα εδώ, πάνω σ' απείραχτο κομμάτι
βρεμένο χώμα γύρω από στεγνό μονοπάτι
Βαριά η πλάτη απ' τις ψιχάλες και τα λάθη
Τι σπατάλη! μια ζωή μέχρι να μάθει!
Ρώτα τη γη που έχει λουφάξει στη συννεφιά,
στην αγκαλιά της κρυμμένα έχει αιώνια στοιχειά.
Όμως, στην άκρη αυτή που ξέχασε κι η γη κι η βροχή,
ώρα καλή στερνή μου θλίψη και πρώτη ευχή.
Πάρε ξωπίσω τούτο 'δω το στεγνό μονοπάτι
κι όταν θα βρεις στα ψηλά τ' ουρανού το δραγάτη,
πες του να 'ρθει θα περιμένω να βιαστεί
- θα είμαι εδώ - να φέρει χρώμα χρυσαφί,
να φέρει εικόνες αυγινές και πρωινή δροσιά
αν δε προφτάσει, θα φύγει η μέρα - μέρα φτωχιά.
Κρατάω μια ανάσα για το τέλος να μεθώ,
θα περιμένω φίλε, να φανείς πριν να χαθώ.

Θα περιμένω να φανείς όλης της γης ταξιδευτή
να φέρεις χώρες και βουνά πραματευτή,
να φέρεις λόγια φτερωτά κι όνειρα ψιθυριστά,
ήχους και αρώματα και χρώματα σωστά
Φέρε και κύματα απ' τις θάλασσες του κόσμου
κι άλλα καινούρια κι άπλωσέ τα όλα μπρος μου
κι απ' όσα φέρεις θα διαλέξω τα παλιά και καλά
και πιο πολύ σ' ευχαριστώ για τη φωτιά
Έλα που στέκομαι εδώ, βιάσου στο ίδιο μονοπάτι,
με βλέπει η γη σα ξεγραμμένο της πελάτη
Έλα και στάσου εκεί ψηλά και κάψε όπως θες
η μια σου άκρη στ' αύριο, η άλλη είναι στο χθες.
Και κάπου εκεί στη μέση, εγώ, θα περιμένω να φανείς,
κόντρα στο γκρίζο, μέσα στις στάλες τις βροχής.
Κέρνα κι εμένα μια γουλιά από το φως σου
ίσα να στάξει στη ψυχή κι ύστερα γεια σου.
 

blue-roses

 Θα περιμένω φίλε        
 
Στέκομαι ώρα εδώ, πάνω σ' απείραχτο κομμάτι·
βρεμένο χώμα γύρω από στεγνό μονοπάτι.
Βαριά η πλάτη απ' τις ψιχάλες και τα λάθη.
Τι σπατάλη! μια ζωή μέχρι να μάθει!
Ρώτα τη γη που έχει λουφάξει στη συννεφιά,
στην αγκαλιά της κρυμμένα έχει αιώνια στοιχειά.
Όμως, στην άκρη αυτή που ξέχασε κι η γη κι η βροχή,
ώρα καλή στερνή μου θλίψη και πρώτη ευχή.
Πάρε ξωπίσω τούτο 'δω το στεγνό μονοπάτι
κι όταν θα βρεις στα ψηλά τ' ουρανού το δραγάτη,
πες του να 'ρθει θα περιμένω να βιαστεί
α! θα είμαι εδώ α! να φέρει χρώμα χρυσαφί,
να φέρει εικόνες αυγινές και πρωινή δροσιά·
αν δε προφτάσει, θα φύγει η μέρα η μέρα φτωχιά.
Κρατάω μια ανάσα για το τέλος να μεθώ,
θα περιμένω φίλε, να φανείς πριν να χαθώ.

Θα περιμένω να φανείς όλης της γης ταξιδευτή
να φέρεις χώρες και βουνά πραματευτή,
να φέρεις λόγια φτερωτά κι όνειρα ψιθυριστά,
ήχους και αρώματα και χρώματα σωστά.
Φέρε και κύματα απ' τις θάλασσες του κόσμου
κι άλλα καινούρια κι άπλωσέ τα όλα μπρος μου
κι απ' όσα φέρεις θα διαλέξω τα παλιά και καλά
και πιο πολύ σ' ευχαριστώ για τη φωτιά.
Έλα που στέκομαι εδώ, βιάσου στο ίδιο μονοπάτι,
με βλέπει η γη σα ξεγραμμένο της πελάτη.
Έλα και στάσου εκεί ψηλά και κάψε όπως θες·
η μια σου άκρη στ' αύριο, η άλλα στο χθες.
Και κάπου εκεί στη μέση, εγώ, θα περιμένω να φανείς,
κόντρα στο γκρίζο, μέσα στις στάλες τις βροχής.
Κέρνα κι εμένα μια γουλιά από το φως σου·
ίσα να στάξει στη ψυχή κι ύστερα γεια σου.

 

blue-roses

Κατά λάθος προσευχή        
 
Χρωστούσα χρόνια αυτό το τραγούδι σε σένα
και είναι καιρός, πολύς καιρός που στο γράφω
σα φύλλα από βιολέτες τα λόγια μαδημένα
αλυσίδες που τις σέρνω στο χαρτί και τις ράβω
ανάβω κεριά να σου ζεστάνω της σιωπής τη δροσιά
που από παλιά σου έχει κλείσει το στόμα
κι ακόμα αφήνεις στο μέτωπό μου φιλιά
κι ας έχει κάνει στο μαντήλι σου φωλιά το μαύρο χρώμα.
Ζωή, φέρνεις ζωή, είσαι η φύση κι η γη
σ' έχουν για μούσα οι ποιητές κι οι θεοί
είσαι στο τέλος πάντα μαζί, είσαι η αρχή
κι από μέσα σου φωνάζουνε κόρες και γιοι.
Σ' έχω δει να ζητάς μια στιγμή σιγουριάς
έστω δυο πράγματα να έχεις να διαλέξεις
δεν έχεις τίποτα από αυτά για όσα πονάς κι αγαπάς
ούτε λυγίζεις, ούτε χάνεσαι, ούτε πέφτεις.
Τι έχεις και σε ποιο κόσμο γυρνάς
σε μια στιγμή γεννιέσαι, μεγαλώνεις, γερνάς.
Μόνο στην άκρη των ματιών σου το δάκρυ θα δω,
μοιάζουμε λίγο, μα σίγουρα δεν είσαι από δω.

Κάπου γεννιούνται κορίτσια και μεγαλώνουν νωρίς
κι αν δε το πω, κι αν δε το πεις δε θα το μάθει κανείς
Κάπου φιλιώνουν γιαγιάδες με τη δροσιά της σιωπής
τα είδαν όλα πια και τι να τους πεις.
Κάπου ζούνε μανάδες με ραμμένο το στομα
Θαμμένες-ζωντανές από χρόνια
και κάπου αλλού πεθαίνουν νεράιδες ακόμα…

Κάπου είδα γυναίκες με λυμμένα μαλλιά
να ψάχνουν τα παιδιά τους σε πλατείες
και να ρωτάν με τα μάτια χωρίς να βγάζουν μιλιά
ξόδεψε πάνω τους ο κόσμος αμαρτίες
Κάπου τις όμορφες τις κρύβουν με μαντήλες
να μη τους κλέψει μια ματιά ούτε ο ήλιος, το φως
και συ δεν άκουσες - δεν είδες
όλα μας τα παν και τα μάθαμε αλλιώς.
Κάπου τις είδα να περνάνε στη πρώτη γραμμή
μ'άσπρη ποδιά σαν αγγέλοι να γιάνουνε τη πληγή
είδα με πείσμα να ζητούν όσα η ζωή δεν έχει φέρει
με τα όνειρά τους να οδηγούν της ιστορίας το χέρι.
Μα ήτανε λίγες εκείνες και δε θα φτάσουν
να μαζέψουν τις μνήμες, να τις δικάσουν
είναι πιο λίγες κι οι λέξεις που έχω μαζέψει στο στόμα
κι από αγάπη τολμάω και γράφω ακόμα
Μάνα και κόρη και νεράιδα ξωτικιά
μαύρα μάτια, χέρια λευκά, ζεστή αγκαλιά
λες και σας έβρεξε ο ουρανός ολόδροση βροχή
πήγα τραγούδι να σας πω και βγήκε προσευχή.

 

blue-roses

Λυχνάρι        
 
M' έβαλε η τρέλα μου να γράψω με το ζόρι
όσα ο νους δε χώνεψε κι όσα η καρδιά ξερνά
και για όσα κύκλους κάνουνε κι όλο κρατάν τη πλώρη,
για όλα τα δάκρυα της γης και τ' αναφιλητά
που σε λυχνάρι κρύφτηκαν μ' ασήμι και χρυσάφι
λυχνάρι εφτάφωτο, παλιό, κρυμμένο μυστικό
κι ας το γυρεύανε θεοί, αρχόντοι και ζωγράφοι
κι ανάμεσα το ψάχνανε σε γη και ουρανό.
Πήραν στα χέρια τους σταυρούς, δρεπάνια και σφυριά
οι ιππότες της κρεμάλας να κάνουνε εκστρατεία.
Φτάσαν σε πόλεις και χωριά κι έχουν μπροστάρη το φονιά
που ξύνει το μολύβι του να γράψει ιστορία
όπως βολεύει τη μηχανή για να φυτεύει
μνήμη μικρή και θολερή κι αφηρημένη
αφού και τ' άλογο με λογική τα λόγια του μπερδεύει
κι η μοίρα που δε μίλαγε, την έχουν μιλημένη.
Μα το λυχνάρι είναι μακριά από καιρούς και τόπους
κι όσα για το αύριο φυλάει είν' πεθυμιές βουβές
σε κάθε νύχτας προσευχές από θεούς κι ανθρώπους
που βάστηξαν τ' αβάσταχτα απ' όλες τις μεριές.
Κι εγώ ρωτώ το φύσημα του ανέμου
μήπως πριν απ' το φονιά προλάβω και σε βρω.
Μα αν είσαι νους, θυμήσου με· στόμα είσαι Μίλησέ μου!
Κι αν είσαι μέσα στην καρδιά, άκου με να σου πω.

Λυχνάρι μου κρυμμένο, βουβή μου πεθυμιά
φέρε όλα τα δάκρυα και πνίξε το φονιά
και γίνε το χαλί μου σε ουράνιους χορούς
να πάμε τραγούδια σε κόσμους απόσκερους.

Λυχνάρι μου, σε γύρεψα στις θάλασσες, στις χώρες
και διάβαζα για σένα για μια και χίλιες νύχτες,
πέταξα σ' ουρανούς και κούρδισα τις ώρες
μήπως σε βρώ μια ώρα αρχύτερα απ' τους θύτες.
Έψαχνα να σε δω στις αγορές και στα παζάρια
πίσω από υφάσματα, μπακίρια και μαλάματα,
μα του έμπορα με γέλαγαν τα πλανερά τροπάρια,
λόγια παχιά - είν' ακριβά τα θάματα!
Μα αρκεί που θα τα φανταστώ και γίνονται αλήθεια
μ' ένα λυχνάρι μαγικό να ανεβώ, μου φτάνει,
στα σύννεφα να περπατώ - τι λατρευτή συνήθεια!
Κι οι δυο μας να ψαρεύουμε τα δάκρυα πυροφάνι
να πνίξουν Δύση, Ανατολή, Βορρά και Νότο
και πρώτο-πρώτο το φονιά που έχει στόμα και μιλιά
και αυτά που κάνει όπου περνά στοιχειώνουν κάθε τόπο·
μα εσύ είσαι απλό σα "γεια χαρά",
μ' άκουσες που σου τραγουδώ και ήρθες σαν ανάσα
τώρα που στήνονται γιορτές για σένα και για τις ευχές
που κουβαλάς μαζί σου και σβήνεις τ' άστρα
πνοή χαλάστρα, γκρεμίζεις κάστρα, πνίγεις φωνές
σκίζεις τους χάρτες που χώρισαν πελάγη από στεριές
και χτίσαν τείχη ανάμεσα σ' ευχή και τύχη.
Φτιάχνεις αντίδοτο , καμώνεις μια αλυσίδα από καρδιές
γίνεσαι χαλί, πάνω σου ο κόσμος να πατήσει.

 

blue-roses

Μαγιάτικο        
 
Φέρνω, πλούσια δώρα σου φέρνω - σειρά μου - παίρνω
ανάσα του Μαγιού και το κεφάλι πισωγέρνω
στον ήλιο και τα μαλλιά μου έχουν θυμώσει που τα σέρνω
και κάθε χρόνο επιμένω στεφάνι λουλουδιασμένο,
πλεγμένο να τους φοράω.
Παραπατάω, γλεντάω, τραγούδια τραγουδάω.
Πάω με στολίδια και παιχνίδια απ' το καιρό,
στριφτά του αέρα δαχτυλίδια παίρνω φόρα και φυσώ.
Για μαύρη μπόρα δεν είναι ώρα,
έχει η άνοιξη χορό δυο μήνες τώρα.
Έφτιαξα νάμα από νερό, να ξεδιψάσω να χαρώ,
για να σε βρω, κι ας μη μπορώ, κίνησα γη και ουρανό·
να ρθω απ' το χάραμα. Πράγματα, αστράμματα
είδα στο δρόμο, χίλια τόσα μικροθαύματα.
Κατάματα με κοίταγε μελίσσι, γελούσε κι όλη η φύση
η λύση με κρασί, φιλί, μεθύσι.
Φοβόμουνα τ' αμίλητα της παγωνιάς μελλούμενα,
το Μάη μοιάζουν γνώριμα, παντότινά λαλούμενα
στο φως με λάφυρα, με της βροχής τ' αρπάγια
να σπείρει τη φωτιά με ξόρκια και μάγια.

Πλέξε ζωή ένα μαγιάτικο στεφάνι και δος μου
να το βάλω στο λαιμό του μπαγιάτικου αυτού κόσμου,
να σκεπάσω τη ντροπή και το αίμα με βάγια·
ξύπνα την άνοιξη με μάγια.
Γιόμισέ μου τη σελήνη, κάνε τ' άστρα ασκέρι,
στείλε μου λίγο αλμύρα να ποτίσω καλοκαίρι
σα μαχαίρι στη φωτιά τη λεχώνα,
να πυρώσω για να βγάλω το χειμώνα.

Δέντρο, έχει φυτρώσει ένα δέντρο στης γης το κέντρο
κι ανεβαίνουν απ' της ρίζας το νεύρο
ψίθυροι αλλόκοτοι, στίχοι αλλιώτικοι,
άνοιξη νιόφερτη, μοίρα μου κόκκινη.
Ξύπνα να πεις τα όνειρά σου.
Ξύπνα και κράτα κοντά σου
τα πιο όμορφα, τα μακρινά, με πείσμα και με δόλωμα,
το θόλωμα απ' τα αρώματα, της νιότης σου το φόρτωμα.
Απότομα σε ξύπνησα, το ξέρω·
να δεις που το στεφάνι μου δυο βόλτες θα το φέρω
στο κεφάλι, στημόνι ο νους, κι υφάδι του κόσμου η παραζάλη.
Ίσως μ'αγκάθια εγώ να πρέπει και πάλι
να το πλέξω, να ισορροπήσω εκεί έξω
ή με τρόπο να μαγέψω, τα μπαγιάτικα ν' αντέξω,
να σκεπάσω τη ντροπή και το αίμα με βάγια,
να γεμίσω στιγμές τη ψυχή τους την άδεια,
να δέσω μάγια απ' τη ζωή στη γη και δες!
Οι ευχές θα γίνουν μυρωδιές, κυριακάτικες φωνές
που γλυκαίνουν το λαιμό και τη καρδιά σου με γέλια
και μαγιάτικα στήνουν νυχτέρια.
 

blue-roses

Μαγικός αυλός        
 
Χάλασες τον ύπνο μου με τις φωνές ντελάλη,
μα ξημερώνει μια γιορτή μεγάλη.
Χαλάλι, θα ντύσω τη μοναξιά μου
με της ντροπής την πράσινη τη φορεσιά μου.
Στα μαλλιά μου θα βάλω έναν ήλιο όπως όλοι,
κάθε φορά που γιορτάζει η πόλη,
σ' ανάμνηση ενός παλιού βασιλιά
θα κοιτάω γλυκά και δε θα βγάζω μιλιά.
Θα χαθώ στα σοκάκια, μη με πάρουν χαμπάρι
- ευτυχώς, έχει μεγάλο παζάρι.
Πρέπει να βρω να πάρω κάτι για την ψυχή μου,
αφού ντρεπόμουν και δεν την πήρα μαζί μου,
γιατί φοβάται τους στρατιώτες κι ανθρώπους μερικούς,
δε γνωρίζει πως πρέπει να μιλάει σ' αυλικούς.
Μην εκτεθώ σαν την προηγούμενη φορά και πάλι
που είχα έρθει στη γιορτή μ' ένα κόκκινο σάλι.
Θα 'χουν σκεπάσει οι σημαίες τον ουρανό
και στην πλατεία θα 'χουν βάλει ένα καλάθι γαλανό
και τον πράσινο μάγο σ' ένα σημείο ψηλό
να παίζει δυνατά με τον μαγικό αυλό.

Ποτισμένο χίλια λάθη
ένα φίδι στο καλάθι,
σφύρα του να βγει να μάθει
με τον μαγικό σου αυλό.
Κι αν κοντά σου θέλει να 'ρθει
που μυρίστηκε τα πάθη,
χάρισέ του ένα αγκάθι
να ψάχνει ουρανό

Όμως, φοβάμαι η γιορτή μη γίνει παρωδία,
ο μάγος παίζει αλλιώς μια παλιά μελωδία
κι έχει τρελάνει το φίδι που παράξενα σαλεύει,
δε χορεύει όπως παλιά, κάτι γυρεύει.
Ό,τι βλέπει, μοιάζει ίδιο, μ' αλλιώτικα μυρίζει?
σα να ψάχνει ουρανό κι όχι εκείνον που σφυρίζει.
Θα θυμώσει τον καινούργιο, τον πράσινο μάγο
που 'ναι φτιαγμένος από βρώμικο πάγο.
Θ' αλλάξουν χρώμα οι αυλικοί όπως το χώμα,
όταν κρατάει το νερό πάνω του ακόμα
και σαν αρχίσουν στη γιορτή μας τα λάθη,
θα μείνει μόνο στην πλατεία το καλάθι
με το φίδι να χορεύει ακόμα μοναχό του,
χωρίς ν' ακούει μουσική από τον αυλό του?
κι ευτυχώς ψυχή μου που δεν ήρθες μαζί μου,
τσάμπα ντύθηκα κι εγώ με τη ντροπή μου.
Μείναμε μόνοι με το φίδι τρελαμένο στο καλάθι,
τόσες φορές κι εγώ τα ίδια έχω πάθει.
Λέω να βάλω μια φωτιά για το καλό
και να κάψω τον μαγικό αυλό
 

blue-roses

Μην κλαις        
 
Μη κλαις σιγοτραγούδα πρώτα,
μπροστά σ' αυτή τη βαριά, κλειδωμένη πόρτα.
Έχει χορτάσει από δάκρυα το πλατύ της πεζούλι,
έχει πιει αγάπες, στιγμές και μεδούλι.
Μικρούλι, μη χτυπας, δε θα σου ανοίξει ποτέ πια κανείς,
τι κι αν μπορείς, πάντα είναι αργά και νωρίς
να τους πεις τα μυστικά σου και τα δικά σου·
πάρε πινέλα, χρώματα, ζωγράφισέ τα φτερά σου
και πέτα πάνω από κάμπους μέσα σε κήπο κρυφό
σα περιστέρι ραμμένο στο ρούχο σα φυλαχτό,
φτιάξε στεφάνι στα μαλλιά κόκκινη ζίνια,
πίσω απ'τη πόρτα όλου του κόσμου να ξορκίσεις την ασκήμια.
Φτάσε εκεί που δε μπορείς ούτε στα όνειρά σου,
απ' τον αέρα πιάσου, τάξε τα δάκρυά σου
να μη βαρύνουνε ποτέ το πέταγμά σου
και χίλια γέλια σου σκόρπα στο πέρασμά σου
να φτάσουν σ' εκείνους που ταξιδεύουνε κοντά με σένα
κι εμένα - μια άκρη ασημένια για στέμμα
να 'χεις για ήλιο και φεγγάρι και παρέα.
Μη κλαις, πρώτη φορά και τελευταία.

Μη κλαις, αυτή η πόρτα δεν ανοίγει, αν τραγουδάς τα όνειρά σου.
Μη κλαις, πάντα ήμασταν λίγοι, άνοιξε τα φτερα σου.
Μη κλαις, πέτα σ' απέραντους κάμπους σαν να 'ναι η πρώτη φορά.
Μη κλαις, κι αν ανταμώσεις κάποιους, βάφτισέ τους ξανά..

Μη κλαις, μικρό μου, έχεις απάνω σου τους ήχους
και δες που έχεις τις λέξεις όλες και τους στίχους
για να φτιάξεις τραγούδι σα μπερδεμένο γλωσσοδέτη
στους πολλούς κι εσύ μονάχη μείνε, σκέτη.
Εδώ τριγύρω, έτσι κι αλλιώς, πάντα ήμασταν λίγοι
κι η φωνή μας ξανεμίζεται, μα πίσω καταλήγει
πάλι σ' έμας, γι' αυτό μη κλαις, βαφτισέ μας ξανά,
καινούρια ονόματα, καινούρια λόγια απλά
δώσε· άπλωσ' τα χέρια - ένα γεφύρι από φτερά -
πέρνα κι απέναντι, για λίγο πάτα στεριά.
Κι αν τελικά τη πόρτα ανοίξεις μ' όσα λες,
μη δουν μονάχα στα μάτια σου πως κλαις.

Ειν' η ζωή σα πριγκιπέσσα σε παλιό παραμύθι
που σας το λένε οι ηλίθιοι κουκί και ρεβύθι.
Γίνανε μύθοι οι ευτελείς, μη σας πείθει κανείς,
είσαι παιδί, έχεις γεννηθεί τα πιο όμορφά να χαρείς
από νωρίς σ' ανήκει ό,τι βρεις.
Γίνε τραγούδι πανέμορφο της γης.
Θα δεις ό,τι καλό μοιραστείς, καλό ταξίδι κάνει,
πάντα είναι δίπλα σου το δρόμο δε χάνει.
Ασ' τους να βιάζονται τόσο, αυτοί δε ξέρουνε πότε
ανατέλλει ο ήλιος και που πάει να χαθεί
ας τους να πνίγονται όλους σε πανάρχαιους ρόλους
και ο θεός τους για πάρτη τους έχει αγχωθεί,
γι'αυτό εσύ σιγά-σιγά
το πρώτο βήμα που θα κάνεις μπροστά κι αργά
είναι η αρχή για ένα ταξίδι σε κόσμο ολάνοιχτο,
κράτα το βλέμμα σου μπροστά κι ασάλευτο.
Κι όταν μυρίσεις γιασεμιά και μενεξέδες
θα 'ναι τα νιάτα σου δρομάκι σε μπαξέδες
κι έτσι το δάκρυ σου το καταχωνιασμένο
θ' ανήκει πια στο κόσμο αυτό τον κουρασμένο.

 

blue-roses

Ναι        
 
Ναι κοιτάω ψηλά στον ουρανό
απλώνω το χέρι μου και παίρνω από κει
ένα σύννεφο γκρίζο με λίγο γαλανό
για να φτιάξω τη δικιά μου φυλακή
πλάθω τα όνειρα που μαζί θα πάρω
με λίγο χώμα που πιάνω από τη γη
κρατάω δροσιά κι αέρα για να τρατάρω
τον πόνο και τον φόβο με φυγή
μα δεν μπορώ είναι τα μάτια μου θολά
δε βλέπω καθόλου μέσα κει
Ναι κι αυτά που μίσησα πολλά
μέσα στη δικιά μου φυλακή

Ναι ψυχή μου απλώθηκες πολύ
και πήρες αγκαλιά όσα σου έμοιαζαν καλά
ήπιες χαρά την έφτυσες χολή
τρόμαξες για λίγο και φέρθηκες δειλά
ζηλέψαμε κι οι δυο τις στάλες της βροχής
πέσαμε χαμηλά - κυλήσαμε παντού
στην καταιγίδα διάλεξες μονάχη να κρυφτείς
φόρεσες τα γκρίζα να μοιάζεις τ' ουρανού
μα δεν μπορώ ακόμα όλα είναι θολά
νοιώθω ότι πεθαίνουμε κι οι δυο μας μέσα κει
Ναι κι όσα μισήσαμε ξανά
ζούνε στη δικιά μας φυλακή
 

blue-roses

Ξεδιαλύνει το τοπίο        
 
Τώρα που τ' όνειρο απέκτησε καρδιά
και στη ψυχή μας απάνω μπουσουλάει,
πάει από μόνο του δίπλα στη φωτιά,
την αγκαλιάζει και παράξενα μιλάει.
Ζητά απ'τη σκύλα τη ζωή να το βυζάξει,
να το ποτίσει και με ζέστη και με κρύο,
μέχρι όρθιο να σταθεί και να φωνάξει,
επιτέλους, ξεδιαλύνει το τοπίο.

blue-roses

Ξέχνα τους        
 
Τα ξέρω όλα απ' έξω κι ανακατωτά.
Δε νυχτώθηκα στο δάσος τελικά.
Θυμάται ο νους, θυμάται και το σώμα,
σα τον ήλιο που επιστρέφει κάθε τόσο στο γιόμα.
Δρόμο παίρνω και δρόμο αφήνω - τι δίλημμα.
Βρίσκω σημάδια στον αέρα στα πάντα.
Ακούω τ' όνειρό τους και της σκιάς το κρυφομίλημα·
μόνο οι φωνές τους σα νεκρική μπαλάντα
ξεμείνανε, στο χώμα φτύσανε ν' αγιάσουν όσα γίνανε,
στον ώμο στίγμα πήρανε και φύγανε.
Περάσαν σύνορα και των στοιχειών τις τρικυμίες,
τη μοναξιά των άγριων πουλιών κι απουσίες
μετράω, νυχοπατάω στον ύπνο τους τον πράο,
πουλάω τρέλα κι οργή τεμπέλα κρατάω
για πάρτη μου, δε 'μολογάω τ' άχτι μου,
γι' ασπίδα έχω τ' αγκάθι μου - μη στα πολυλογάω.
Ξεχνάω - δε πιάνει αλλιώς η ευχή κι αγάπη.
Κρατάω μια ανάσα, σπάω τη μνήμη σα κανάτι
και βρίσκω μέσα μια στιγμή, την τώρινη,
γεμάτη πίκρα, γεμάτη γλύκα και ζωή.
Ξέχνα τους φτύνουν εκεί που τρώγανε.
Ξέχνα τους αυτούς κι όσα καμώσανε.
Ξέχνα τους ο ήλιος κάνει τη γύρα του.
Ξέχνα τους όπου δειλός κι η μοίρα του.

Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε ξαφνικά
πως φύγαν κι άλλοι, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Ούτε και θέλω να ρωτάς, τη σκέψη σου να σπαταλάς,
μ' αχάριστες αλήθειες να μιλάς·
να χρίζεις ημίθεους μ' αλλόκοτους ψίθυρους
κι εγώ να πρέπει να κρατάω τόνους ήπιους
στο λόγο μου - κι ο πόνος μου
Αν μιζεριάσει, θα μασήσει απ' το χρόνο μου.
ʼστους μονάχα να γυρνούν σα τα φαντάσματα
μες στα τραγούδια που και που του στίχου προσανάμματα.
Δε τα μπορώ τα δράματα, όταν σκαρώνω πράγματα
- νερωμένα δάκρυα. Τζιβαέρια και μαλάματα
σου γράφω· κι όταν τα ζω, όλα τ' αλλιώτικα ξεχνώ.
Κι ακόμα σ' ευχαριστώ για όσα δεν άκουσα εδώ.
Δεν είναι τίποτα καινούριο ούτε και παντοτινό,
γι' αυτό ξέχνα τους στο ανέξοδο κενό.

Ξέχνα τους, κρυφοχαιρέτα τους,
σ' ακούνε και σε βλέπουν, σιγοτραγούδησέ τους·
και συ, βουή, το μήνυμα ταξιδεψέ τους....

"Αυτό που ήξερες, μάθε πως δεν είσαι,
με τ' όνομά σου κανείς δε σε φωνάζει.
Τίνος το πρόσωπο φοράς Κοίτα πως είσαι.
Μες στον καθρέφτη κάποιος σε κοιτάζει.
Δεν είσαι αυτός που θα σου πω, σ' έχω ξεχάσει.
Δεν ήσουν άλλοτε εδώ, λάθος θυμάσαι.
Ήδη ο χρόνος που ζητάς έχει περάσει·
σ' έχω ξεχάσει, μα εσύ ακόμα φοβάσαι."

 

blue-roses

Ο κόσμος σαν γαμπρός        
 
Από καιρούς κι από πολλούς σοφούς, που ακόμα λένε τώρα,
είχε ακουστεί πως έρχεται τάδε ημέρα κι ώρα
κάτι από πέρα και μακριά, κάτι τρανό κι ωραίο·
μάλλον θα εννοούσανε τον κόσμο μας το νέο.
Και κλαίω - απ' τη χαρά μου κλαίω.
Αν ζήσω τούτη τη στιγμή, όσα τραγούδια λέω
να γίνουν κόκκινο χαλί στο κόσμο τούτο που θα 'ρθεί,
η πανικόβλητη εποχή τη γλώσσα της να καταπιεί
κι η γη που γέρασε πολύ κι ώρα της είν' να πέσει.
Σώπα θα φέρει ο κόσμος νέα γη πεσκέσι,
που θα 'χει όλα τα προικιά καινούρια του κουτιού,
μα ο νοικοκύρης θα βαρά τη πόρτα του κουφού.
Δε πέφτει λόγος κανενός που ο κόσμος ντύθηκε γαμπρός
να 'ρθεί να σπείρει κι από πίσω κι από μπρος,
να αλωνίσει, να λιχνίσει σύμπαντα να κατακτήσει,
από τη Δύση να μας βγεί σ'Ανατολή να πάει να δύσει.
Κι η βρύση με τα δάκρυα παρακαλώ να κλείσει.
Σε λίγο θα κεράσουνε όνειρα, ψέμα, μίση.
Επίσημη η γουλιά, μα στο λαιμό μου 'χει καθήσει·
ο αρραβώνας έγινε, μα η νύφη έχει μεθύσει.
Ο καινούριος γαμπρός, όμορφος κόσμος, παστρικός,
γλίστρυσε στο λάκκο που του άνοιγε ο παλιός.
Βάλαν φωνή οι πεθεροί και λόγια παπαρδέλα.
Σπόρος - σαπίλα και καρπός προλάβαν, γίναν ένα·
στάχτη η φωτιά, σκουλήκι το μετάξι.
Κλείσε μάτια και μυαλό, ο κόσμος δε θα υπάρξει.
Του χτίσανε χιλίοχρονο μαρμάρινο κιβούρι,
σημαία να τον κάνουνε για να τους φέρνει γούρι
στο αχούρι του νου τους· καλούπι τους πλούτους
στριφώσαν στο μπατζάκι του παλιού παντελονιού τους
κι αρνούνται να σβήσουν, όπως να 'ναι θα ζήσουν,
τη καρδιά τους λιγάκι δε μπορούν να κουνήσουν.
Μα η φλυαρία χωρία ουσία φτάνει ως εδώ.
Είναι ένας κόσμος εκεί έξω, και γι' αυτόν τραγούδώ.
Δεν είναι ο επόμενος ούτε παλιός, και όλο γυρίζει,
χρόνια τ' ατέλειωτο ανηφόρι ανηφορίζει.

 

blue-roses

Όμορφα        
 
Τι όμορφα λες τι όμορφα κάνεις τι όμορφα πας να με ξεκάνεις,
πιάνεις τα πόστα όλα κι όμορφα σκάβεις
το λάκκο μου και για κοστούμι μέτρα πάρε μου,
ράφτο μου στενό και τα μανίκια χιαστί στην πλάτη πιάστε μου,
σαν τον τρελό της γειτονιάς να μοιάζω,
αλλά από μέσα μου να τα μαζεύω όλα και να βράζω
για ώρα, και όσα όμορφα μου έταζες για δώρα
κουλουβάχατα τα σπρώχνω με φόρα στο γκρεμό.
Ενώ εγώ θα πάω απ’ τ’ απέναντι το ρέμα
που είναι πιο όμορφα και το ‘χει ο ήλιος γέρμα,
ο ‘χουνε τα πουλιά φωλιά και τα λουλούδια ρίζα
και τα κουρέλια που ραπάρουνε ακόμα το ’χουν βίζα,
και μπαινοβγαίνουνε στα μέρη που δε σου μοιάζουν όμορφα,
αλλά βαριά, ιδιόμορφα,
μα εμείς τα ξέρουμε τα ζούμε,
κι απ’ όσα όμορφα λες, τίποτα δεν ακούμε.

Τι όμορφα κλείνεις το στόμα σου κι όλο μιζεριάζεις.
Αλήθεια, τι όμορφες αρλούμπες μου αραδιάζεις
και μοιάζεις μ’ ανεμοδούρα, αφού δε ξες τι θες.
Τι όμορφα που μιξογελάς και χασκοκλαίς
και πεταρίζεις στα κρυφά εδώ κι εκεί σα μέλισσα
στα πεταχτά σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα χασομέρισσα,
γλωσσού – ή όμορφο λουλουδικό χωρίς το μίσχο
κι όνειρο που απόμεινε σαν πρόκα σ’ άδειο τοίχο.
Βήχω και ξεροβήχω, σου χαλώ τον ύπνο,
και θαρρείς πως απλά σου ’κατσε βαρύ το δείπνο.
Μα όταν κάποτε ξυπνάς, σκορπάς εσύ κι άλλοι στα πάντα
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Παρακάλα, όμως, καημένε να πάθουν κάτι οι μούσες
οι δικές σου, οι φλύαρες και χαμηλοβλεπούσες
κι ύστερα τρέχα μακριά κι από τα δήθεν όμορφά σου
που μες στη σούρα και τη νύστα σου βρεθήκανε μπροστά σου.
Ό,τι διαλέξεις να ζεις, κράτα το έστω πιστά.
Στάσου μακριά από μένα και προσεκτικά,
γιατί εμείς ό – μορ – φα
θα την περνάμε εδώ που αράξαμε και θα γερνάμε όμορφα.

Όμορφα, εμείς περάσαμε.
Όμορφα, εδώ που αράξαμε.
Όμορφα, και θα γεράσουμε.
Όμορφα, εμείς περάσαμε κι αράξαμε
και θα γερνάμε όμορφα

 

blue-roses

Όπως θες        
 
Ράβε, κόβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει·
φάε, πιες και πλήρωνε του ρολογιού σου οι χτύποι
δε σώνονται, χρεώνονται, μη σκας και μην αγχώνεσαι.
Να βρεις την άκρη στη ζωή, η μέση σου θα πόνεσε.
Χώρεσε - τι δε χώρεσε - φόρεσε, έξω το 'ριξε,
φόβος ήτανε, πέρασε, τα καλοβόλεψε
κουτσά στραβά κι ανάποδα, αγχωτικά κι αδιάκοπα
έδεσες κόμπο άσκοπα, ασήμαντα κι ανάθεμα.
Μάθημα πρώτο, το αφόρητο χνότο
ράβεις με χοντρη κλωστή και χιαστί τσιρότο.
Τρέφεις μ'αίμα και κόπο τσιμπούρι στον κόρφο,
στ' απόνερα πνίγεις το κρυφόνειρο το νόθο.
Και νιώθω τη ντροπή σου, το τρακ στη φωνή σου.
Με το ένα, με το δύο, με το τρία δική σου
η σκηνή και το έργο, αρχή, μέση και τέλος,
στο άψε σβήσε ζήσε, γέρνα και τέλος.

Αν τις σκιες ζηλεύεις που είναι δέκα οριές,
στάσου μακριά από μένα και πήγαινε όπου θες.
Αν τις ανάσες κλέβεις κι αλλού βάζεις φωτιές,
μείνε με τα κλεμμένα και πέθανε όπως θες.

Συγχώρα και τη γνώμη μου, άκου καλά και σώνει μου,
θα κάψει η φλόγα τα φτερά της ομορφιάς παγόνι μου,
αν τη σκια ζηλεύεις που έχει οχτώ ζωές
και φτάνει στο κεφάλι μου ίσαμε δέκα οριές.
Αχνίζει η στάχτη, το πικρό μου το στόμα,
τόσα χρόνια σου πήρε, δε μ' έχεις μάθει ακόμα.
Απ' το 'να στ' άλλο λημέρι με το σταυρό σου στο χέρι,
αθώο περιστέρι· ποιος στ' αλήθεια να ξέρει
Τρέμεις μη παραπέσει λάθος πράξη και λέξη
και δε σπέρνεις ποτέ σου μήπως τάχα δε βρέξει.
Ζηλεύεις το φως που ποτέ δε ρωτάει,
αυθαίρετα σ' αγγίζει και τον ίσκιο σου μετράει.
Θέλεις πάση θυσία κάτι μεγάλο να γίνεις.
Κλέβεις ανάσες και σε βάζο τις κλείνεις.
Συμπεθεριάζεις με τη μοίρα, τρώς και κουφέτα,
το μυαλό σου το ρηχό βυθομετράω με φουρκέτα.
Τα όνειρά σου υφαίνει μια αράχνη πρωτάρα,
τα κλεμένα σου βάζεις σα μυρμήγκι στη μπάντα.
Όλο λόγια - λόγια λες, κι όλο τίποτα δε λες.
Στάσου μακριά από μένα, πήγαινε όπου θες, όπως θες.

 

blue-roses

Πάει κι αυτό        
 
Έφτασες κιόλας, πάει κι αυτό το ταξίδι?
πάρε μια ανάσα, σε λίγο κι άλλο αρχίζει.
Και είναι αυτό που θα φέρει και τ' άλλα
και είν' αυτό που θα είναι όλα τ' άλλα?
αυτό που μοιάζει αιτία και πλήρωση,
φτάσιμο, φυγή ή προσποίηση?
αυτό που θα σε βγάλει απ' το δρόμο σου
ή θα σε κλείσει για πάντα στον κόσμο σου.
Μα πριν χαράξεις στο χάρτη το πέρασμα,
βάλε σημάδι, πέρνα απ'της άκρης το Πέραμα,
πιάσε το χώμα και το μαύρο το σύννεφο,
κράτα σφιχτά στη παλάμη το σίδερο
και ψάξε πίσω σου και μέσα σου και πέρα,
είν' η ψυχή σου που διψάει για αέρα.
Κλείδωσε τα χέρια σου απάνω κι ένα δάκρυ,
όποια κι αν είναι αυτή η ασημένια άκρη.

 

blue-roses

Πάντα κάτι θα υπάρχει          
 
Πάντα θα υπάρχει μια νυχτιά
που θα σ' έχει δει να κλαις

Πάντα θα υπάρχει μια ματιά
να σου θυμίζει ότι φταις

Πάντα θα υπάρχει η σιωπή
μετά απ' του πόνου τις κραυγές

Πάντα θα υπάρχει η ντροπή
και στις ζεστές τις αγκαλιές

Πάντα κάτι θα υπάρχει
για να υπάρχεις κι εσύ κι εγώ

Πάντα κάτι θα υπάρχει

 

204 Επισκέπτες, 0 Χρήστες