Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 387
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 300
  • Total: 300

Sadahzinia

Ξεκίνησε από blue-roses, Μάρτιος 26, 2007, 12:23:15 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Πέρασμα        
 
Βαριά μου τύχανε και θρέφτηκα μ' άρρωστο μπόλι,
έφαγα κλάδεμα στης άνοιξης την πρώτη σκόλη,
έγυρα βάρυνα κατάρες και ευχές σωρό
σα μυρμηγκιά γητεμένη μ' αίμα από νεφρό.
Τα όνειρα τέλειωναν πριν τα παραμίλητά μου
και ό,τι σκότωνα, μεγάλωνε κοντά μου.
Τα όμορφα που είπα απλά τα φαντάστηκα
κι αυτά που είδα δυστυχώς τα μοιράστηκα.
Ψέμα που ζήλεψε να ζήσει στην αλήθεια πλάι.
Αυτή να αισθάνεται και εκείνο μόνο να μιλάει,
για όλα τ' ανύπαρκτα, τα πλουσιογερασμένα·
άστα είναι αθάνατα, μα άσε και μένα.
Άσε με μένα, να μ' αρνηθώ.
Άσε με μένα κι ίσως μπορεί να γεννηθώ.
Βαριά μου τύχανε, έφταιξες ψεύτη,
βαριά μου τύχανε σε χρόνο κλέφτη.

 

blue-roses

 Πετρανάσα        
 
Πετρανάσα μέσα από ρίζες και βάσανα
πρωτοταξίδεψες και ’γω μαζί σου ανάσανα
στίχους και ήχους ποτάμια και γητέματα,
κι άρχισες να μου τραγουδάς, αλλά στα ψέματα,
όπως αρέσει σε παιδιά να λένε τις αλήθειες τους,
μου έφτιαξες κόμπους μυστικά και μου ‘πες λύσε τους,
με μια ανάσα ή και πιο γρήγορα είπες,
πριν την αυγή ρώτα τη γη έτσι στ’ αυτί μου είπες.
Γιατί όταν τα χώματα μουγκρίζουν τα νερά σωπαίνουνε,
σε φοβερίζουν το ίδιο, σε τραβούν σε σέρνουνε,
στα τρίσβαθα υπόγεια, στις χρονορωγμές
που ανοίγουνε σε χίλια ανθρώπινα χρόνια λίγες δικές σου στιγμές,
Πετρανάσα, σώμα αόρατο,
απάνω το ένα στ’ άλλο σωρό βουβό κι αμπόρετο
θαύμα, σεισμός με πάταγο,
και στεναγμού χάδι πανάλαφρο κι αβάσταγο.

Πετρανάσα – απ’ τις ρωγμές και τα βάσανα,
έφερες μνήμες κι εγώ μαζί σου ανάσανα,
έγινες ρίμες, ευχές κι ανάθεμα,
στου ουρανού και της γης το πάντρεμα.

Πετρανάσα, κράμα ατόφιο και διάφανο,
ανάσα μ’ άρωμα πεύκο και λάβδανο,
θαμμένο βάλσαμο σε σπρώχνουν φλόγες κλέφτρες
να βγεις στο φως να ξεκουνάς τις πέτρες
απ’ τα θεμέλια να ξυπνάς με χωματένια γέλια,
των δέντρων τις σκιές στου ποταμού τα ρέλια,
τα νερά που σέρνονται σα φίδια,
τα βράχια που αρπαχτήκανε απ’ του γκρεμού τα φρύδια·
κάθε τόσο από ψηλά τους ξεγλιστράν χαλίκια
που αναστατώνουν πέφτοντας και του βυθού τα φύκια.
Και του ανέμου ο γιος ο ζέφυρος, σου δόθηκε καπάρο,
κάθε φορά που ακούγεσαι να τρίζει η γη σαν κάρο.
Πετρανάσα, ξάγρυπνη ανάσα και θυμητικό μου
μετράς χτυπήματα, στοιχειώνεις το ρυθμό μου,
ψιθυρίζεις μυστικά, στίχους και ανάθεμα,
ξαναχώνεσαι στης ρίζας το βάθεμα.

Χίλια ανθρώπινα χρόνια ή δέκα αιώνες κουρέλια.
Ήλιος σ’ απάτητα χιόνια και στοιχειωμένα θεμέλια.
Άκου τα γέλια τα πνιχτά, τα χωματένια,
ψάχνουν εσένα σε κράματα μαλαματένια
Κι εσύ σωριάζεις του φόβου μας τ’ αφόρετα,
καλοταιριάζεις τα κουρασμένα με τ’ αμπόρετα
Πετρανάσα, σώμα αόρατο,
μυστικό μέσα μου εξόριστο.

 

blue-roses

Πριν να χαθώ        
 
Βαρέθηκα πια δε θα σε ξαναρωτήσω
δικαιολογίες φτηνές δε θα σ' αφήσω
να μου δώσεις κι ούτε ευκαιρία να με πληγώσεις
Μπορεί να ήρθε η στιγμή να τα πληρώσεις
Αλήθεια λέω αποφάσισα να φύγω να χαθώ
κι ας πάω στο διάολο μπορεί να λυτρωθώ
μακριά από σένα κι όπου θέλει η ζωή μου ας με πάει
γιατί ούτε 'κείνη ρε δε μ' αγαπάει
Μα δε με νοιάζει για μένα απόψε έξω βρέχει
για την ψυχή μου που άλλο ψέμα δεν αντέχει
Κι όπως σε βρήκα έτσι σ' αφήνω το ίδιο βλάκα
μ' αυτή τη φορά δεν κάνω πλάκα
Όταν ξυπνήσεις θα σου λείπει πια το θύμα
χωρίς σκλάβο ο αφέντης πω-πω κρίμα
Τι θ' απογίνει πού θα ξεσπάσει τι θα βρίζει
τώρα στον κόσμο του μονάχος θα γυρίζει

Δε μου βγαίνει ούτε ένα δάκρυ
πάλι λίγο πριν χαθώ
Γι' αυτό κράτα μια μου ανάσα
να την έχεις φυλαχτό

Κι έχεις ανάγκη αυτό το φυλαχτό από μένα
να σου θυμίζει όσα πήγανε χαμένα
να σου μυρίζει η μοναξιά όπου και να 'σαι
ν' ακούς λυγμούς στο μαξιλάρι όταν κοιμάσαι
να σε φυλάει απ' τον κακό σου εαυτό
ναι, το πιο καλό είναι αυτό
να σε κάνει να λυπάσαι για όσα νόμιζες ωραία
να χορεύουνε οι τύψεις με τις σκέψεις σου παρέα
Μου φτάνει να θυμάσαι όσα είχες πει
το τελευταίο δώρο από μένα η ντροπή
και μια σταγόνα μες στα χέρια σου απ' τη βροχή
μπορεί να 'ναι κατάρα μπορεί και να 'ναι ευχή
Εσύ θα διαλέξεις μονάχος σου θα κρίνεις
αν θα καταπιείς το δηλητήριο που φτύνεις
Κι αν σου ταιριάζει να θέλει αφέντη η εποχή
κάτσε και άκου τη βροχή

Θα σου κλείσω μες στα χέρια
μια σταγόνα απ' τη βροχή
Φύλαξέ τη μπορεί να 'ναι
μια κατάρα και μια ευχή



 

blue-roses

Πρωινό στη Βαγδάτη        
 
O ήλιος ψήλωσε πάλι με τεμπελιά και ραχάτι,
μα πιο νωρίς ξυπνάει πάντα για πρωινό στη Βαγδάτη
η Γκουλσομά, δεκάξι στα δεκαεφτά παιδί,
γυναίκα κι αδερφή, κορίτσι, μ’ ένα μαγικό ραβδί
που βρίσκει τρόπο κάθε πρωί ξυπνά γελώντας,
κάνει ντους σ’ ένα λουτρό με αίμα τραγουδώντας.
Τρώει νιφάδες δημητριακών κρυμμένη στη σκάλα
και θραύσματα από βόμβα βουτηγμένα στο γάλα.
Σε γκρίζο σπίτι χτισμένο με τσιμεντόλιθους
και δέκα τρύπες απ’ της ηθικής – Αμερικής – ογκόλιθους
που ’πέσαν στη σκεπή και ’ριξαν φως,
κι έτσι την Γκουλσομά προσέχει τώρα πιο καλά ο θεός,
γιατί τη βλέπει και μετρά κάθε πρωί τις προσευχές της,
όπως σήμερα που έκανε δυο με τον καφέ της,
και μια βλαστήμησε φορά, όπως σ’ τα λέω και στα γράφω,
κι ύστερα έφυγε να πάει στης αδερφής της τον τάφο.

Πάει και τη βλέπει το πρωί κάθε μέρα σχεδόν,
γυρνώντας παίρνει εφημερίδα Ιρακινή σε ευρωπαϊκή βερσιόν,
έπειτα κρύβεται ξανά κάτω απ’ τη σκάλα,
και διαβάζει για τα πλάνα της Ε.Ο.Κ τα μεγάλα,
για τις τοξίνες στο γάλα, τον καιρό στο Λονδίνο,
για της ειρήνης τις κουβέντες στο Δουβλίνο,
για ενός πρωθυπουργού το ροζ παρελθόν,
για τον γαλάζιο πρίγκιπα Τσαρλς και της Καμίλας το κραγιόν,
για την πολιτική και τι θα φορεθεί το καλοκαίρι,
συνταγή – γαλλική – “τι να φάει το μεσημέρι”.
Αλλά δε διάβασε γιατί η “Αλεπού της ερήμου”
σκοτώνει πια εν λευκώ με σφραγίδα επισήμου.
Κι ούτε κατάλαβε γιατί κανείς στη γερασμένη Ευρώπη,
δε γράφει λέξη για της αδερφής της τη νιότη.
Όσο κι αν διάβασε, δε βρήκε πουθενά κάτι,
για όσα συμβαίνουν αλήθεια τα πρωινά στη Βαγδάτη.

Η Γκουλσομά έχει αυτιά φτιαγμένα ειδικά
να πιάνει ήχους στον αέρα και εγκαίρως να ξυπνά,
να αποφεύγει δεξόζερβα τις σφαίρες,
για πρωινή γυμναστική όλες τις μέρες.
Είναι πολύ προσεκτική σε κάθε βήμα,
μην πάει για ψώνια και τη βρει στο κεφάλι κάνα βλήμα.
Έχουν γεράσει σε μια νύχτα τα χέρια της,
πάνε δυο χρόνια τώρα που δε βλέπει τον πατέρα της.
Θα ‘θελε να ‘τανε μαζί του στα βουνά κρυμμένη,
κι όχι στη σκάλα με το μπολ του πρωινού να περιμένει.
Θα ‘θελε έστω μια φορά να πάει στην Ευρώπη,
να δει και μόνη της πως ζούνε οι ευγενείς ανθρώποι,
Θα ‘θελε τ’ αύριο να μη μυρίζει ξινισμένο γάλα,
να μη πέφτουνε βόμβες σα της βροχής την ψιχάλα.
Μα πιο πολύ, αύριο θέλει της καρδιάς της οι χτύποι
να ’ναι ακόμα εκεί, κι ό,τι άλλο λείπει ας λείπει.

 

blue-roses

Σάββατο και Κυριακή        
 
Δευτέρα – τσαγκαροδευτέρα
Τρίτη - μου το βγάλαν απ’ τη μύτη
Τετάρτη - τ’ αφεντικό μ’ έχει στο μάτι
Πέμπτη και Παρασκευή - θα μου καεί η συσκευή
όμως τώρα δώσε …

Σάββατο και Κυριακή, στη χώρα του μαλάκα γουστάρουμε όλοι.
Σάββατο και Κυριακή γεμίζουν οι κερκίδες γιορτή και σκόλη.
Σάββατο και Κυριακή, τα trendy μας τα νιάτα τα μαστουρωμένα. Σάββατο και Κυριακή, αγωνίζονται για του ραγιά τα κεκτημένα.

Viva – Revolution!
Είναι η μέρα που κουρεύουμε λιγάκι το γκαζόν
και στη διαπασών γυρνάνε οι κάγκουρες στους δρόμους
ν’ αντισταθούν στους άδικους τους νόμους.
Ήρθε η μέρα που ξεσκάμε με το αζημίωτο,
φροντίζουμε το νόημα να μείνει αναλλοίωτο.
Σε πολύχρωμα χωριά με σινεμάδες,
προβληματίζονται ζευγάρια, πιτσιρίκια και μανάδες,
για το μέλλον κι έχουν μότο “όταν ξεδίνεις,
κάνε κατάληψη σε λούνα παρκ αδρεναλίνης,
κάντο με μέθοδο κι αργά, μη το πας φιρί φιρί,
- σαν κουραστείς πιες κι ένα ούζο στου Ψυρρή”.
Ή κάνε αντίσταση μεσ’ τα λαδάδικα,
“stop the war” απ’ τα χοροπηδάδικα.
Αδέρφια μας, εργάτες ενωθείτε!
μεσ’ τα σκυλάδικα καλά ταμπουρωθείτε
κι ίσως κάποια Κυριακή συννεφιασμένη
να ψηφίσουμε αλλαγή όλοι οι αδικημένοι,
να φωνάξουμε “Mπάτσοι, γουρούνια, έξω από τη Μύκονο”
- Σκάστο ρε συ, τώρα έχει ημίχρονο.
Σαββατοκύριακο στη χώρα που εξάγει μπάζα.
Πολιτισμός - tabula rasa.
Χωρίς προσχήματα στου Παλαμά τη γενέτειρα
ναυτάκια από το Ρούσβελτ πηδούν κρυφά στη Κέρκυρα,
και χουλιγκάνια πωρωμένα, προεδροταϊσμένα,
μετά απ’ τα ντου κλαίνε μπαταρισμένα.
Δουλοπάροικοι άντε ξετινάξτε τις κάρτες σας,
τα κρίματά μας πάρτε όλοι στις πλάτες σας.
Αγιάστε μας με λιβάνια σα σκηνώματα,
μήπως σώσετε τα αμαρτωλά μας σώματα,
σα κι εκείνους που πεθάνανε γι’ αυτή τη χώρα τη ρημάδα,
για ν’ αρμέγουν τα παιδιά σας την Κλάρα τη γελάδα,
Ή να λιώνουν στα internet café.
Τι ωραία που στολίζουνε το κυριακάτικο μπουφέ!
Κόλακες διπλοτάκουνοι απ’ τις φιδοφωλιές
σου πουλάν μ’ άτοκες δόσεις αγκαλιές.
Κι εσύ άλλο που δε θες τα πας αμάσητα,
και από τις ονειρώξεις σου μαζεύεις τα παράσιτα,
φαντασιώνεσαι την δημοκρατία νοσοκόμα
που το θερμόμετρο σου βάζει γλυκά στο στόμα.
Μικρέ μου γείτονα, καλοζωισμένε,
η Δευτέρα είναι ο εφιάλτης σου καημένε,
γι’ αυτό απόψε οι δευτεράτζες σου λένε τις ειδήσεις,
να μοιάζει happy end κι όμορφα να ξυπνήσεις.

 

blue-roses

Σαν δάκρυα        
 
- Απ' τις σταγόνες της βροχής που χτυπάνε
πάνω στο τζάμι και σαν δάκρυα κυλάνε
σαν μια που χρόνια κρατάω μέσα μου εικόνα
ερωτευμένη είμαι ακόμα με ένα γκρίζο χειμώνα.

Κι η σκέψη μου σε σένα πάλι τώρα τρέχει
κι η καρδιά μου άλλο μόνη να 'ναι δεν αντέχει
και μια θλιμμένη μελωδία απ' της βροχής τους ήχους
να μου θυμίζει ξανά παλιούς σου στίχους.

- Κάθε σταγόνα ένα χαμένο όνειρό μου
κι όλα τα σύννεφα ξανά στο μυαλό μου
κι ενώ μιλάω στο Θεό μια ευχή μόνο κάνω
να κλαιει ο ουρανός για μένα σαν πεθάνω.

- Και έκλαιγε μαζί σου τότε ο ουρανός
γιατί είχε ακούσει βλέπεις της ευχή σου ο θεός
και σαν δάκρυα γεμάτα από πόνο
το ταξίδι της βροχής μοιάζει μέσα στο χρόνο.

Κι ενώ τα πάντα σκεπάζει εγώ πονάω
δε σκέφτομαι τίποτα απλώς τραγουδάω
ψάχνω για σένα κάπου εκεί στη βροχή
και αναρωτιέμαι γιατί αυτή η ευχή.

Και αλήθεια σ' άκουσε ο Θεός
και έκλαψε ο ουρανός
και αναρωτιέμαι στη βροχή,
γιατί αυτή η ευχή.

- Και όλη η ζωή σου έμοιαζε με τη βροχή
και κάθε όνειρο χαμένο ζούσε μέσα στην ευχή
γι' αυτό τα δάκρυα κυλάνε του ουρανού
κι είναι σα να ακούω τη φωνή σου από παντού.

Και σφίγγω τα μάτια μου να μη δακρύσω
κοιτάω ψηλά και δε θέλω να μιλήσω
σ' όλους εκείνους που στα μάτια με κοιτάνε
σιωπηλοί κι ανήμποροι, δήθεν πονάνε
που δεν μπορούν να σε νοιώσουν στη βροχή
δεν τους αφήνει για άλλη μια φορά η ντροπή,
μα εγώ το ακούω το τραγούδι σου στα σύννεφα ψηλά
κι αλήθεια νιώθω πιο καλά.

Όταν ξέρω ότι για μένα τραγουδάς
και θα 'ναι σίγουρα σα να με φιλάς
κάθε φορά που θα κλαιει ο ουρανός
θα θυμάται την ευχή σου ο θεός.

Και αλήθεια σ' άκουσε ο Θεός
και έκλαψε ο ουρανός
και αναρωτιέμαι στη βροχή,
γιατί αυτή η ευχή.

 

blue-roses

Σε ποιο κόσμο γυρνάς        
 
Είναι ο κόσμος μου μεγάλος κι ελάχιστος
χωράει μυριάδες, μα εγώ δεν μπορώ
κι είν' της φωτιάς μου ο όρκος- σου λέω- εκείνος ο αλάθευτος
που με ξεβγάζει απ' τον υπόλοιπο σωρό.
Φοβάμαι, όμως, που μόνο και πάλι τώρα μ' αφήνει
και γι' αυτό ψάχνω γνωστή, ζεστή συντροφιά
μακάρι να 'ρθει κι ας φέρει και παράταιρη οδύνη,
μαύρο όνειρο φόντο πίσω απ' ωραία νυχτιά.
Λοιπόν, τα λόγια μου τα πριν και τα επόμενα,
θα τα φτιάξω- μια φορά στο λέω ακόμα- ζωή,
μα θα κρυφτώ, μήπως γλιτώσω ξανά απ' τα γραφόμενα
που μου τα κέρασε η μοίρα ευχή.

Σε ποιο παράξενο κόσμο γυρνάς,
σε ποιο στοιχειό αντίκρυ θεριεύεις,
για ποια ντροπή στα κρυφά τραγουδάς,
ποιο φόβο πάλι με αγάπη παντρεύεις.

Τα λόγια εκείνα που με φέρανε στο δρόμο σου,
τα φυλάω στην πιο κρυφή του μυαλού μου γωνιά.
Μην ξεμακραίνεις, μου 'χες δώσει το λόγο σου
κι αν θυμάσαι είναι το ψέμα κακοσημαδιά.
Όπως κάποιοι που λένε τόσο απλή τη ζωή
και σπαταλάνε γι' αυτήν τα πιο τρελά όνειρά τους,
τη σκορπάω εγώ στης φωτιάς τη φυλή
και χαλάλι αν χαθώ και σε αδιάβατους βάλτους.

Πες μου ποιο κόσμο (-βρήκα ένα κόσμο-).
Πες μου ποια αγάπη (-μια μεγάλη αγάπη-).
Πες μου ποιο φόβο, ποια ντροπή (-στα κρυφά τραγουδάω-).
Ποιον εφιάλτη (-γυρεύω να 'ρθει-).
Ποια όμορφη νύχτα (-μια σαν κι αυτή-).
Ποια λόγια, ποια άχρηστη ευχή (-πάνω μου πάλι μαζεύω-).

Ποιον εφιάλτη ικετεύεις να 'ρθει
και ποια πανέμορφη νύχτα ζηλεύεις·
σε ποια κρύβεσαι άχρηστη ευχή,
ποια λόγια πάνω σου πάλι μαζεύεις.

Σε ποιο παράξενο κόσμο πάλι μονάχη γυρνάς,
σε ποιο στοιχειό της ζωής πάλι αντίκρυ θεριεύεις,
για ποια ντροπή ξεχασμένη στα κρυφά τραγουδάς,
ποιο ξένο φόβο πάλι με τόση αγάπη παντρεύεις.
Ποιον κουρασμένο εφιάλτη ικετεύεις να 'ρθει,
σε ποια πανέμορφη νύχτα χρωστάς και πάλι ζηλεύεις,
σε ποια κρύβεσαι χιλιοειπωμένη κι άχρηστη ευχή,
ποια άδικα λόγια πάνω σου πάλι μαζεύεις.


 

blue-roses

Σπασμένος κώδικας        
 
Αφήνω λέξεις - τις κάνεις στίχους
μαζεύω εικόνες - τις κάνεις ήχους
βγάζω θυμό - χαμογελάς
και λίγο ζήλεια - μα δε μιλάς
σου λέω το λάθος μου - μου λες πως φταις
μεγάλο πάθος σου να σέρνεις μαζί σου και το χθες
σου λέω είμαι εδώ - μου λες εντάξει
μα στο φευγιό σου έχεις χαθεί κι έχεις αράξει
τ' αλλάζω όλα μα εσύ τα ξέρεις
πριν τα σκεφτώ θα τα προφέρεις

Κάνω όνειρό μου όσα έχεις χάσει
έχω κομμάτια απ' όσα έχεις σπάσει
έχω ελπίδες κι εσύ αναμνήσεις
θέλεις ζωή - θέλω να ζήσεις
το μυστικό σου όμως δεν ήτανε καλά κρυμμένο
έψαξα και βρήκα έναν κώδικα σπασμένο

Ρίχνω μια ιδέα - φτιάχνεις μια αρχή
σου δίνω ήρωες - μου δίνεις τη σωστή εποχή
σου δίνω στόχους - ξέρεις τους τρόπους
νομίζω ότι έχω το κλειδί εσύ όμως ξέρεις τους ανθρώπους
μιλάω λίγο - γράφεις αργά
βιάζομαι τόσο μα εσύ το πας σιγά
σε κοιτάζω στα μάτια, εσύ κοιτάς το κρασί
περιμένω μια λέξη, μ' αλλού εσύ
είμαι κοντά σου - μου μοιάζεις μόνη
κι όταν σ' αγγίζω ζηλεύουν οι χρόνοι
ψάχνω γιατί όταν ξεχνιέσαι και θυμώνεις
βλέπεις κακό παντού μου το χρεώνεις
Δε θέλω συγγνώμη. Τα μάτια μη σφίγγεις
σε σκέπτομαι ακόμα κι όταν θέλεις να φύγεις
Μου λείπεις μα σου μιλάω και επιμένω
στον ίδιο κώδικα εκείνο τον σπασμένο
 

blue-roses

Στο χορό με τις τύψεις        
 
Περίμενα καιρό γι' αυτό το βράδυ
πήρες κουράγιο είπες θ' αντέξεις το σκοτάδι
άνοιξες το τζάμι κι άφησες τον αέρα
να σου παγώσει το κορμί πέρα για πέρα
ναι μη φοβάσαι τώρα δε σ' ακούει κανείς
μπορείς από το ψέμα σου να βγεις
και ν' ανοίξεις άμα αντέχεις την καρδιά σου
μπορεί να βρεις και δυο λόγια εκεί δικά σου
μπορεί ποιος ξέρει αυτά που θ' αντικρύσεις
να θες κι εσύ να τα γνωρίσεις
να τα θες να τ' αγγίξεις να τα νοιώσεις
να τα σκεφτείς να θες να τα γλυτώσεις
μπορεί όμως πιο πολύ να σε φοβίσουν
να σου γυρίσουν τα παλιά να σου θυμίσουν
κι αν γίνει έτσι και θες να τα καλύψεις
σ' αφήνω να βρεις την άκρη με τις τύψεις

Τα μυστικά σου μην κρύψεις
στον χορό με τις τύψεις
μη φοβάσαι μπορείς από το ψέμα να βγεις
μη φοβάσαι τώρα δε σ' ακούει κανείς

Φτύσε λοιπόν ότι σου είναι βάρος
θέλει περίσσια ρε μαγκιά θέλει και θάρρος
ζήτα κι αν πρέπει την πολυπόθητη συγγνώμη
που σε πονάει τόσο καιρό το ξέρω ακόμη
χαμογέλα κανείς σου λέω δε σε βλέπει
τώρα μπορείς γιατί η ψυχή σου στο επιτρέπει
κι αν θες αγάπησε τα όχι και ζήσε
και μη ρωτάς γιατί εντάξει είσαι
φτάνει χορεύοντας στα ματιά να κοιτάς
να μη τρομάξεις
κράτα το βήμα σταθερό και μην αλλάξεις
αυτή τη νύχτα θα χορέψεις χωριστά με καθεμια
μη δώσεις σημασία καμία
σ' ότι σου πούνε στο αυτί ψυθιριστά
κράτα τα μάτια σου συνέχεια ανοιχτά
και φλέρταρέ τες ξεγέλασέ τες
κι αν τις χωρέσει η αγκαλιά σου κοίμησέ τες
κούρνιασε πάνω στη σιωπή κι αποκοιμήσου κι εσύ
και θα σ' αφήσει η ντροπή μια γλύκα σαν από κρασί
κι αν έχεις καταφέρει το ψέμα να μην κρύψεις
θα' χεις χορέψει στ' αλήθεια με τις τύψεις
 

blue-roses

Στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη        
 
Είχα ένα όνειρο να πάω κι εγώ όπως όλοι
στων ποιητών και των ρομαντικών την όμορφη πόλη·
στο ξακουστό Παρίσι το χιλιοτραγουδισμένο
που κάθε ερωτευμένος το ‘χει κρυφό απωθημένο.
Κάθε μεγαλωμένος με τα γαλλικά του και τα πιάνα,
ονειρεύεται μια βόλτα αγκαζέ στο Σηκουάνα.
Να, ρε μάνα, τα κατάφερε και η αφεντιά μου,
μόνο που είχα το μονόχνοτο τον άντρα μου κοντά μου.
Με κρεμασμένα μούτρα, γιατί έπρεπε κι αυτό να το ζήσει·
ίσως το πρώτο μου και τελευταίο ταγκό στο Παρίσι.
Απ’ την αρχή ήτανε κάπως, ήμουνα λίγο εκτός

για όσα θα ’βλεπα στην Πόλη του Φωτός.
Είδα χαρούμενους τουρίστες στα Ηλύσια πεδία
παντού σημαίες γαλλικές – τι κοροϊδία!
Είδα γνωστούς αριστερούς με κρασί και πατέ,
είδα να με κοιτάν δυο μάτια από μια μπούρκα στο σιτέ,
είδα έναν κλόουν σε τσίρκο που έμοιαζε του Σαρκοζί
και μια αφίσα του Λεπέν με χοιρινά μαζί,
είδα ένα stencil στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
«δημοκρατία μ’ εκπτώσεις ελάτε να ψωνίσετε όλοι».

Τώρα οι Άθλιοι στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
σε τσιμεντένια μπουντρούμια στριμωγμένοι είναι όλοι·
γομωμένο φυτίλι από στουπί σε μπουκάλι
γίνεται κάθε περήφανος που σηκώνει κεφάλι.
Μια ανάσα δρόμο από την Πόλη του Φωτός
μνήμες σέρνονται να θαφτούνε εκτός.
Πίσω απ’ την όμορφη παριζιάνικη εικόνα
είδα έναν σκοτεινό κι ατέλειωτο χειμώνα.

Κάτω απ’ του Άιφελ τον πύργο μίλησα αγγλικά για λίγο
και κάποιοι μου προτείνανε καλύτερα να φύγω.
Ποιος να μου το ’λεγε, πως απ’ την πρώτη κομμούνα
θα ξεπέφταν να φροντίζουν μια πατρίδα γουρούνα
Είδα την Εσμεράλντα σε σκαμπό ρουστίκ
τον Κουασιμόδο ντυμένο από λουσάτη μπουτίκ,
είδα κι ένα όνειρο λίγο πριν τα χαράματα]

blue-roses

Το σύνθημα        
 
Άκου! Το σύνθημα – άκου – δόθηκε τώρα·
την πιο κατάλληλη στιγμή σωστή κι αβανταδόρα,
ποντάρισια καλή στη ζωή που έχει άλλο σύστημα
και τσαλακώνεται χάρη στο περιτύλιγμα
μπροστά στα μάτια μας· στα σκαλοπάτια μας
παρακαλάει γι’ άλλη μια βουτιά παρά τα χάλια μας.
Μια ευκαιρία ζητάει να την φοράει στα μαλλιά,
μυαλό ακάθαρτο και χέρια δεμένα με τριχιά.
Οχιά διμούτσουνη η θεωρία – άκου το σύνθημα!
Στην πράξη ξεσκεπάζεται η ουσία και το μήνυμα,
το κρυφομίλημα απ’ το όνειρο μας· σώπα!
Σώπα κι άκου, κι αν δε πιστεύεις ρώτα.
Ξεσπάν φωτιές σε χίλιες δυο γωνιές απλά κι απανωτά.
Η αξιοπρέπεια στο κόκκινο – αν έχεις ακουστά –
μπορεί στ’ αδύνατα, τα ονείρατα τ’ απειροαδικημένα,
να ξεμπροστιάζει λόγια παχιά και χιλιομπαλωμένα.
Άκου στο σύνθημα και μάθε – η αξιοπρέπεια στο κόκκινο· επιτέλους άκου!
Άκου το σύνθημα και μάθε – ψάξε, ταξίδεψε, ρώτα, τραγούδησε και άκου…
Άκου το σύνθημα και μάθε – χωράει όλη η γη στη χούφτα σου· κάνε αρχή και άκου.
Άκου το σύνθημα και μάθε – ξεσπάν φωτιές, κράτα γερά αδερφέ μου κι άκου…
Λοιπόν, άνθρωπε, καλέ μου άνθρωπε, άκου και μάθε
Ψάξε ταξιδεύοντας, ρωτώντας, τραγουδώντας πάθε.
Κάνε αρχή μετά το σύνθημα μονάχος κι ανεπίσημα
και ψηλαφώντας μπες στο παρασύνθημα.
Μας περιμένουν κι άλλοι, παραφουσκωμένοι ζάλη,
σ’ ονειροπλάνο μπασταρδεμένο μ’ ατσάλι.
Κόβουνε τα σκοινιά κι ας μπάζει η γαλέρα,
παραγεμώνουν τα πανιά μ’ αέρα και ξημερώνει η μέρα.
Fiera! ήρθες τη δεύτερη μέρα της ζωής – ζωής κραυγή·
μια δρασκελιά κι όλη η γη …
χωράει στη χούφτα σου, στριμώχνεται - θα σπάσει!
γι’ αυτό το σύνθημα άκου πριν για πάντα να σωπάσει.
 

blue-roses

Φτάνει η σιωπή        
 
Μπάσο ο βοριάς φάλτσο ο νοτιάς φυσάει·
πως να σταθούν σε μια μεριά μονάχα οι λέξεις
Κι όλα της γης τ’ αρίζωτα, τα διάφανα ονείρατα σκορπάει,
πως θες να τα βροχομαγέψεις
Πώς, με συννεφένιους ουρανούς και με κεφάτες μπόρες,
μαργαριτάρια στάλαμα και ένα κάρο μάλαμα
θες να κερδίσεις μήνες, μέρες κι ώρες,
και μια στιγμή το χάραμα με ό,τι αγαπάς αντάλλαγμα
Πώς περιμένεις να χωρά ο ήλιος το φεγγάρι,
κι όλα τ’ αστέρια τάματα σα φυλαχτά στον ώμο
Πως να ’ταν τρόπος τα όμορφα να γίνουν κεχριμπάρι,
να τελειώναν τ’ άσχημα σ’ ένα τσιγάρο δρόμο
Φτάνει η σιωπή που όλα τα αλλάζει, φτάνεις κι εσύ
που στέκεσαι ήσυχα εκεί και δίχως καλοπιάσματα,
που μου ’λεγες αν νοιώθεις μόνο, δε φτάνει - χαρά μισή -
φτάνει να ξέρεις, όμως, και είναι σα χίλια θαύματα.

Φτάνει η σιωπή να μου απαντά,
όταν τριγύρω τα πάντα φωνάζουν,
σα τον ήλιο που τη βροχή συναντά,
και σιωπηλά τις ώρες μοιράζουν.
Φτάνει η σιωπή, για όσο θα στέκεσαι εκεί,
φτάνει αυτή και τίποτα άλλο.
Γίνεται λέξεις, στο στόμα φιλί,
κι είναι παρέα καλή σε ταξίδι μεγάλο.

Φτάνει η σιωπή που μου απαντά
πως στην αγάπη δεν καλοχωρά χαρά ούτε λύπη,
κι όσα κι αν τάξεις ψέματα με ουρά, όλη τη γη με τα βουνά,
της Κυριακής είναι χαρά και της Δευτέρας λύπη,
αλλάζει αβέρτα σα Μάρτη μήνα ψεύτη
που μία κλαίει και μια γελάει,
μονολογεί μπροστά σ’ έναν γεμάτο δακτυλιές καθρέφτη -
μια ρυτίδα που δεν ήταν χτες εκεί απαντάει]

blue-roses

Χίλια μπουκάλια καταγής        
 
Χίλια μπουκάλια από κρασί μέτρησα απόψε καταγής,
τα ρέστα από τα χρόνια μου μαζί σου ολημερίς
κι ολοζωής - μα τί τα θες -
τα ξαναλές, λες και δε γίνανε και χθες.
Μόνο που απόψε ήταν σαν να 'σουνα εκεί και συ
μες στο ποτήρι - ίσως να φταίει το κρασί -
μα είχες εκείνη τη παλιά, τη ξελογιάστρα ματιά,
σγουρά μαλλιά, κορμοστασιά και μια πλανεύτρα αγκαλιά
και μου 'λεγες πως όλα θα 'ναι εντάξει,
θα μ' έχεις, λέει, μη βρέξει και μη στάξει.
Και μου 'στηνες ονόματα παγίδα να με πιάσεις
και τα γνωστά σου ψέμματα κόντευες να χιλιάσεις.
Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια, μια κρυφή ελπίδα
ράγισε και μ' άφησε στο μέτωπο ρυτίδα.
Ανάθεμα, δε μ' άφησες καρδιά για ν' αγαπώ.
Τι άλλο να κάνω μια σε φτύνω, μια γελώ
Κι έπειτα πιάνω αριστερά, ψηλά στο στέρνο, τη καρδιά μου
τη ξεκάρφωσες, την έριξες με τα μπουκάλια γεια μου!
Πίνω ξανά μισή γουλιά απ' το ποτήρι,
κάνω κράτει περιμένω διψασμένο μουσαφίρη.

Χίλια μπουκάλια καταγής κι απόψε θάνατε αν 'ρθεις,
θα σε κεράσω με τ' αγιάζι της αυγής.
Χίλια μπουκάλια καταγής κι αφού μας έγινες μπεκρής,
ούτε σταγόνα δε θα βρεις, θα τρελαθείς.

Να τρελαθείς, να μου χαθείς απόψε θάνατε άμα 'ρθεις
ήπιες, ξεδίψασες καλά απ' το ποτήρι της ζωής
και στο ξεφάντωμα σου απάνω το ξεδιάντροπο
ξελόγιασες και το δικό μου άνθρωπο.
Μαζί λοιπόν, μετά τα συμφωνήσατε
κι δυο μες στο μεθύσι μου τα λόγια σας μασήσατε
ο ένας μου άφησε στον ώμο ένα χάδι
και ο άλλος μου είπε για της μοίρας το υφάδι.
Δεν πολυνοιάστηκα, μάλλον κουράστηκα,
πήγα να φύγω, μα ξανακάθισα.
Έτσι κι αλλιώς, του ριζικού μου μαντευόμενα
κι ίσως πριν έρθει η αυγή αναμενόμενα.
Γι' αυτό θα ρίξω τα μπουκάλια καταγής
μια ώρα αρχύτερα εαυτέ μου, μήπως και σοβαρευτείς
και καταφέρεις να σιγοντάρεις την αγρύπνια,
παρόλο που ήπια ως το πρωί να μείνω ξύπνια.
Μιας και η μέρα που θα 'ρθει θα 'ναι η λήθη του θανάτου,
θα ξεχαστεί και του καλού μου η αφεντιά του.
Πίνω λοιπόν, στερνή γουλιά και σπάω κάτω το ποτήρι.
ασπρο πάτο! Aπόψε κάνω το δικό μου χατίρι.


 

blue-roses

Χρονορωγμή        
 
Ήρθε το σούρουπο και μου ΄φερε παλιές μυρωδιές
και ξαναχάθηκα σε μια απ' του χρόνου μου τις ρωγμές
έγινα χθες, έγινα φωτιά και σκιές,
έγινα μπόρα και νερό στις νεραϊδοπηγές,
έγινα γυάλινη κούκλα και θλιμμένο λουλούδι
κι είμαι σαν δάκρυα στο πρώτο τραγούδι,
ανοιξιάτικο χνούδι σ' έναν απέραντο κήπο,
έγινα μάνα που ακούει απ' την κοιλιά τον πρώτο χτύπο
κι ας λείπω από κοντά σου όνειρό μου,
έχω μια ζωγραφιά για κόσμο ολάκερο δικό μου
πνιγμένο κακό μου,
σ' έφτιαξα γλάστρα για το βασιλικό μου
να σας ποτίζει αγκαλιασμένα η βροχή μου,
φωλιά να φτιάξει η ομορφιά στην αυλή μου
Στη γη μου να 'χουν τα πάντα φωνή,
να είναι ο ήλιος καμπάνα και το φεγγάρι σκοινί,
να κάνουν ταίρι όσα μισώ με όσα νομίζω σωστά
και να φάνε απ' το ίδιο πιάτο όσα ήταν πριν χωριστά
και όσοι σκοτώναν ο ένας τον άλλο
να 'χουν ταξίδι μπερδεμένο, δρόμο ατέλειωτο, μεγάλο.
Πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί,
βάζω το βιος μου σ' ένα μουσικό κουτί
Τρέχω και πάω να κρυφτώ στη παλιά φυλλωσιά
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά.

Κόψε μου λίγο απ' την αυλή γιασεμί,
και μια αγκαλιά απ' τη παλιά φυλλωσιά
στου χρόνου μου πέτα τα τη ρωγμή
μέχρι τη ρίζα μου να φτάσει η δροσιά
Τρίψε στο χέρι μου λίγο βασιλικό
δος μου νερό απ' τις νεραϊδοπηγές,
να πάει κάτω όλο μου το κακό,
μη βασανίσει άλλες τόσες γενιές.

Έλα και πες δυο παραμύθια παλιά
εκείνα που λεγες τα βράδια σταλιά με σταλιά
κι όλο κοιμόμουν πριν να μάθω το τέλος,
πριν το στόχο βρει του πρίγκηπα το βέλος.
Έλα να ψάξουμε στου χρόνου τη γεμάτη σοφίτα,
κλείσε τα μάτια και μια ευχή ακόμα ζήτα,
πάνω στο δέντρο κλαδί με κλαδί
όπως χτυπάει η πένα πάντα στο ρυθμό τη χορδή.
Γιασεμί, ώσπου να 'ρθει η βροχή
να 'ναι αξημέρωτη η νύχτα που έχει παντού απλωθεί,
μαζί με τ' άρωμα τη μυρωδιά σου,
να ' ναι αβασίλευτη κι η μέρα ήλιε μου στη ποδιά σου.
Για λίγο στάσου, παράξενο αηδόνι
που μου σφυρίζεις τις λέξεις και ο στίχος τελειώνει
και σώνει πια για καλά όσα έχει κάψει η φωτιά
κι όσα απ' το κλάδεμα ξεθάρρεψαν και βγήκαν κλαδιά.
Μικρή ροδιά και μυγδαλιά,
βρεγμένο χώμα, χειμώνα σε μια ρίζα από ελιά,
σκυμένη ράχη, γέρικη πλάτη για συντροφιά·
πέφτει στη μάχη απόψε ακόμα άλλη μια αθώα γενιά.
Κι εμένα μ' έπιασε η νύχτα στης νεράιδας το φτερό,
μέσα απ' τα χέρια μου κυλάει της πηγής το νερό
ψιθυριστά μυστικά και κλειδωμένα,
μου πέρνουν κάτω το κακό μέσα στη στέρνα.

 

300 Επισκέπτες, 0 Χρήστες