Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 292
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 235
  • Total: 235

ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ξεκίνησε από Atma, Ιουλίου 03, 2004, 12:45:49 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Atma

Ιμήν Χαζμ

Σ αγαπώ με έναν έρωτα αναλοίωτο
Ενώ οι έρωτες των ανθρώπων δεν είναι παρά
αντικατοπτρισμοί
Σου αφιερώνω έναν έρωτα, λευκό δίχως κηλίδες
Στα σωθικά μου είναι καθαρά γραμμένη χαραγμένη η αγάπη μου για σένα
Αν στο μυαλό μου κάτι άλλο έπερνε την θέση σου
θα το ξερίζωνα και θα το έσκιζα με τα ίδια μου τα χέρια
Από εσένα θέλω μονάχα έρωτα
Πέρα από εκείνον τπτ άλλο δεν ζητώ
Και αν το πετύχω η Γη ολόκληρη κι η ανθρωπότητα
θα μοιάζουνε στα μάτια μου σαν κόκκοι σκόνης
και οι κάτοικοι της χώρας αυτής
έντομα

Atma

Ομάρ Αμπί Ραμπία


’Θα αρνιόσουν, αφού τις γνώρισες πρώτα καλά,
Τις κατοικίες όπου έζησαν οι γείτονές σου;

Κατοικίες λευκές, που κάποτε προστάτευαν
με μυστικό το πάθος σου, και ήταν συνάμα τα σημάδια του.

Ήθελε να σου αρέσει όταν ήσασταν εκεί,
Αναζητώντας το πάθος σου, ακόμη και στην άρνησή σου .

Αυτό που ζητούσες, στο έδινε ή το αρνιόταν,
Παίζοντας την κάθε στιγμή

Στιγμές τη θέλησή σου απαρνιόταν,
Κι άλλοτε την έβλεπες σε τίποτα να μην αντιστέκεται

Όταν της θύμωνες, εκείνη κατάφερνε
Με το γέλιο να απομακρύνει αυτή τη διάθεσή σου.

Ήσουν, και ήταν κι αυτή, ήταν ο χρόνος
Ευλόγησε λοιπόν κι εκείνη και το χρόνο.

Τη νύχτα ήσουν γι αυτήν πατρίδα…
Και ήταν τότε, από τις δικές σου τις πατρίδες, η κορυφαία.

Ήταν λοιπόν η έγνοια σου μονάχα εκείνη,
Κι άλλην έγνοια απ’αυτήν δεν είχες.

Τότε, ήταν η συντρόφισσά σου πέρα για πέρα μέχρι το βυθό της λέξης
Και σύντροφός σου όσο κανένας σύντροφος .

Τότε, τον κάθε χλοερό τόπο υπερέβαινε η ευχαρίστηση,
Όσο φημισμένος κι αν ήταν

Λεβάντα ευωδίαζε η σκιά της
Κι όποιο κοράκι να’ταν δεν ήταν σαν τα δικά της.

Όμως κακοί σύρθηκαν ανάμεσα σε κείνη και σε σένα
Χαλάσανε τα δίχτυα της αγάπης και την απομάκρυναν .

Πεισμάτωσα, πεισμάτωσε, το πείσμα
Οδήγησε στο χωρισμό

έκανες δημόσιο το φευγιό σου για να την πληγώσεις άδικα
δεν ήταν στ’αλήθεια πρέπουσα αυτή η συμπεριφορά σου

Ή μήπως την είχες πλησιάσει, για να την αρνηθείς ;
Το μέλλον θα δείξει.

Νομίζεις ίσως ότι στο πάθος σου
Θα επιστρέψει να δει κάποια σημάδια

Μα το πάθος μέχρι το βασίλειο των νεκρών θα σε λιώνει
Η σκέψη σου και η λύπη σου γι’αυτήν.

Atma

Άδωνης 133 Η αρχή του λόγου أول الكلام

Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σε μένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλον με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές

Ω, παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε ;

Atma

Άδωνης 133 Η αρχή του λόγου أول الكلام

Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σε μένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλον με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές

Ω, παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε ;

Atma

Άδωνης 133 Η αρχή του λόγου أول الكلام

Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σε μένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλον με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές

Ω, παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε ;

Atma

Κάποιος πήγε στην πόρτα του Αγαπημένου
και χτύπησε.
Μια φωνή ακούστηκε από μέσα:
"Ποιός είναι;".
Αυτός απάντησε: "Εγώ είμαι".
Η φωνή είπε: "Δεν υπάρχει χώρος
για σένα και για μένα",
και η πόρτα έκλεισε γι' αυτόν.
Μετά από ένα χρόνο μόνωσης και στέρησης,
επέστρεψε και ξαναχτύπησε.
Μια φωνή από μέσα ρώτησε:
"Ποιός είναι;".
Ο άνθρωπος απάντησε: "Είμαι εσύ!".
Τότε η πόρτα άνοιξε γι' αυτόν.

Ρούμι

Atma

Κάποιος πήγε στην πόρτα του Αγαπημένου
και χτύπησε.
Μια φωνή ακούστηκε από μέσα:
"Ποιός είναι;".
Αυτός απάντησε: "Εγώ είμαι".
Η φωνή είπε: "Δεν υπάρχει χώρος
για σένα και για μένα",
και η πόρτα έκλεισε γι' αυτόν.
Μετά από ένα χρόνο μόνωσης και στέρησης,
επέστρεψε και ξαναχτύπησε.
Μια φωνή από μέσα ρώτησε:
"Ποιός είναι;".
Ο άνθρωπος απάντησε: "Είμαι εσύ!".
Τότε η πόρτα άνοιξε γι' αυτόν.

Ρούμι

Atma

Pablo Neruda


Κάποια κούραση


Δεν μου αρέσει να κουράζομαι μόνο εγώ
Θέλω μαζί μου και συ να κουράζεσαι
Είναι να μη νοιώθει κανείς κουρασμένος
Με κείνη τη στάχτη που πέφτει
το φθινόπωρο στις πολιτείες
με κάτι που δεν θέλει ν΄ ανάβει
και που λίγο - λίγο μαζεύεται πάνω στα ρούχα μας
και σιγά - σιγά πέφτει μέσα στις καρδιές
και τις ξεθωριάζει.
Νοιώθω κούραση απ΄ τις κακιές θάλασσες
Κι απ' τη μυστήρια γη.
Είμαι κουρασμένος με τις κότες:
Ποτέ δεν μπορέσαμε να μάθουμε
Τι σκέφτονται,
Και μας κοιτάζουν μ' αδιάφορα μάτια
Χωρίς καν να νοιάζονται για τους ανθρώπους.
Για μια φορά σε καλώ
Να κουραστούμε απ΄ τα τόσα αντικείμενα
Απ' τα σκάρτα φαγητά
Και την καλή ανατροφή.
Ας κουραστούμε με το να μη πηγαίνουμε στη Γαλλία,
Κι ας κουραστούμε δυο μέρες τη βδομάδα
Που έχουν πάντα το ίδιο όνομα
Και που μας ακουμπάνε σαν πιάτα στο τραπέζι
Χωρίς λόγο
Και μας ξεσηκώνουν άδοξα.
Τελικά ας πούμε την αλήθεια,
πως ποτέ δε συμφωνήσαμε
με κείνες τις νύχτες, που
μπορείς να τις συγκρίνεις
με καμήλες ή με μύγες.
Έτυχε να δω πολλά μνημεία
Που έστησαν για τους μεγάλους
Τους γαϊδάρους της ενεργητικότητας.
Στο ίδιο σημείο βρίσκονται, ακίνητοι
Με τα σπαθιά τους στα χέρια τους
Πάνω στα θλιβερά τους άλογα.
Κουράστηκα πια μ' αυτά τα αγάλματα
Δεν την αντέχω τόση πέτρα.
Αν συνεχίσουμε να γεμίζουμε τον κόσμο
Με ακίνητους
Πως θα ζήσουνε οι ζωντανοί;
Κουράστηκα με τις αναμνήσεις.
Θέλω, όταν γεννιέται ο άνθρωπος
Να μυρίζει τα λουλούδια και το φρέσκο χώμα,
Την άψογη φωτιά
Κι όχι αυτό που όλοι ανάσαιναν.
Αφήστε ήσυχους αυτούς που γεννιούνται!
Μεριάστε να μεγαλώσουν.
Μην τα 'χετε σκεφτεί όλα γι' αυτούς.
Μην τους διαβάζετε το ίδιο βιβλίο.
Αφήστε τους ν' ανακαλύψουν την αυγή
Και να δώσουν όνομα στα φιλιά τους.
Θέλω να κουραστείς μαζί μου
Για κάθε τι ωραίο
Για καθετί που μας γερνάει
Για καθετί που το' χουν έτοιμο
Για να κουράσουν τους άλλους.
Ας κουραστούμε μ' αυτό που σκοτώνει
Και μ΄ αυτό που δεν θέλει να πεθάνει.

Atma

Bertolt Brecht

Aλλαξε τον κόσμο : το έχει ανάγκη
Με ποιόν δε θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιό γιατρικό θα' ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Τι βρωμιά δε θα' κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;
Αν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν' αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιός είσαι;
Βυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το' χει ανάγκη.
Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν' αλλάξεις:
Οργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλιωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέριας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πως
την πραγματικότητα ν' αλλάξουμε.

Atma

Thomas S. Eliot - Burnt Norton I

Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ίσως και οι δυό παρόντες είναι εις χρόνο μέλλοντα
Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος εις χρόνο παρελθόντα.
Εάν ο χρόνος όλος είν' αιωνίως παρών
Όλος ο χρόνος είναι αλύτρωτος.
Ο,τι μπορούσε να ήταν είναι αφαίρεση
Μένοντας μιά διαρκής δυνατότης
Μονάχα σ' έναν κόσμο εικασιών .
Ο,τι μπορούσε νά ήταν και ό,τι έγινε
Στοχεύουν σ' ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν .
Πατήματα αντηχούν μέσα στην μνήμη
Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Κατά την θύρα που ποτέ μας δεν ανοίξαμε
Προς τον ροδόκηπο. Οι λέξεις μου αντηχούν
Έτσι στο μυαλό σου .
Αλλά για ποιό σκοπό
Ταράζοντας την σκόνη σ' ένα κύπελλο με ροδοπέταλα
Δεν ξέρω.
Αντίλαλοι άλλοι
Τον κήπο κατοικούν. Θ' ακολουθήσουμε;
Γρήγορα είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
Γύρω στην γωνιά. Μέσω της πρώτης πύλης,
Στον πρώτο κόσμο μας, θ' ακολουθήσουμε
Την παραπλάνηση της κίχλης; Στον πρώτο κόσμο μας.
Εκεί ήταν αυτοί, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
Κινούμενοι χωρίς βιασύνη πάνω απ' τα φύλλα τα νεκρά,
Στη ζέστη του φθινόπωρου μέσ' απ' το τρέμουλο του αέρα,
Και το πουλί κελάηδησε σ' απόκριση προς
Την ανήκουστη την μουσική κρυμμένη μες στην λόχμη ,
Και διεσταυρώθ' η αθέατη σπίθα-ματιού διότι τα ρόδα
Είχαν την όψη λουλουδιών που τα ποθούσαν .
Εκεί φιλοξενούμενοί μας ήταν , δεκτοί και παραδέκτες.
Έτσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, στο ίδιο σχέδιο,
Απ' το άδειο μονοπάτι, στον κύκλο της πρασιάς,
Να δούμε κάτω μες στην στραγγισμένη στέρνα.
Στέρνα στεγνή, στεγνό τσιμέντο καστανό στην άκρη,
Και η στέρνα ήταν γεμάτη με νερό από ηλιόφως,
Κ' ήσυχα, ήσυχα σηκώθηκε ο λωτός,
Η επιφάνεια έλαμψε απ' την καρδιά του φωτός,
Και ήταν πίσω μας καθρεπτισμένοι μες στην στέρνα.
Τότ' ένα νέφος πέρασε και η στέρνα ήταν άδεια.
Φύγε, είπε το πουλί διότι τα φύλλα ήταν γεμάτα με παιδιά,
Παράφορα κρυμμένα, πνίγοντας γέλιο.
Φύγετε, φύγε, φύγε, είπε το πουλί: Το ανθρώπινο είδος
Δεν μπορεί ν' αντέξει και πολλή πραγματικότητα.
Χρόνος παρελθών και χρόνος μέλλων
Ο,τι μπορούσε να είχε γίνει κι ό,τι απέγινε
Στοχεύουν σ' ένα τέλος, πού είναι πάντοτε παρόν

Atma

Edgar Allan Poe

Το κυρίαρχο σκουλήκι
Κοιτάξτε! Μια πανηγυρική παράσταση είναι,
Σε αυτά τα τελευταία έρημα χρόνια.
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο,
Κάθεται σ?ένα θέατρο για να δει
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο,
Ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο
Τη μουσική των κόσμων.
Μίμοι, στο σχήμα του Υψίστου ντυμένοι,
Σιγομιλάν και σιγομουρμουρίζουν,
Και δώθε κείθε ξεπετάγονται,
Νευρόσπαστα σωστά, που πηγαινώρχονται
Στις διαταγές τεράστιων άμορφων στοιχείων,
Που αλλάζουνε τα σκηνικά μπρός πίσω,
Σαλεύοντας με όρνιου φτερά
Την αόρατη ένα γύρω δυστυχία.
Το ποικιλόμορφο αυτό δράμα, σίγουρα
Δεν θα βολέψει να λησμονηθεί,
Μ?αυτό το φάντασμα που αιώνια κυνηγιέται
Απώνα πλήθος, όπου δε βολεί να το τσακώσει
Μεσ? έναν κύκλο, όπου αιώνια στρέφοντας
Ματαγυρνά στην ίδια θέση πάντα,
Κι όπου περίσσα τρέλα και πιότερη αμαρτία
Και φρίκη της πλοκής του, ειν? η ψυχή.
Μα ιδέστε, μεσ?στη χλαλοή των μίμων
Μια χαμόσυρτη μορφή που εισβάλει,
Ένα πράμα αιματοκόκκινο, που νηματόστριφο
Προβάλλει από τα ερημοσκότεινα βάθη της σκηνής.
Σα νήμα γυροστρέφει, γυροστρέφει,
Και σ?αγωνία θνητών οι μίμοι γίνονται βορά του,
Και κλαίνε λυγμικά τα σεραφείμ,
Θωρώντας τις μασέλες του ερπετού,
Από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλάνε.
Κι έσβυσαν,έσβυσαν με μιας όλα τα φώτα,
Κι εμπρός απ? ολες τις τρεμουλιαστές μορφές
Η αυλαία νεκροσάβανο
Πέφτει με τη μανία μιας καταιγίδας,
Ενώ οι άγγελοι χλωμοί κι αποσβησμένοι
Σκώνονται, ρίχτουνε τα πέπλα και βεβαιώνουνε
Πως το έργο αυτό ειν? η τραγωδία που λέγεται ?Ανθρωπος?

Κι ο ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι

Atma

Charles Baudelaire

Βραδινή Αρμονία
Νάτοι, ξανάρθαν οι καιροί που στο κλαδί ανοιγμένο,
τ' άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
τα μύρα κ' οι ήχοι, που η πνοήτου απόβραδου έχει σπείρει,
κυλουν σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!

Τ' άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
και το βιολί, σα μια καρδιά που θλίβουν, δονισμένο,
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!
κι ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι.

Ξεσπάει το βιολί ως καρδιά που θλίβουν, δονισμένα
καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι!
ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι,
κι ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο...

Καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι,
ζει μόνο απ' το παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο ...
Μέσα μου ως άγιο, η μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!

Atma

Έλα-θυμήσου. Κάθε ελπίδα, παλάτι είναι που τρέμει…
Έλα. Βάλε να πιούμε. Κρασί η ζωή, στη λάσπη και κυλάει.

Σαν άνθρωπο μοναδικό προσβλέπω, μα τ' ουρανού το απέραντο γαλάζιο!
Αυτόν που κάθε τι αφήνει πίσω και ξωπίσω, κι ελευθερία ζυγώνει.

Άκου του αγγέλου αυτά τα λόγια τα ιερά που χτες μου είπε
Όταν το νου μου η μέθη οδήγησε στην ομορφιά του:

Βασιλικό γεράκι με το οξύ σου βλέμμα! Να γίνεις Λωτοφάγος, στου παραδείσου τα λημέρια.
Τη γη που κλαίει ν' αφήσεις, τη γη, που λάσπη κάνει τη ζωή μας…

Κοίτα ψηλά στο θρόνο τον Ύψιστο, που σε καλεί
Μακριά από τις θλιβερές παγίδες του ντουνιά σου.

Άκου και μπόλιασε τη μνήμη σου μ' αυτό
Που γέροντας σε κέρασε σα μερτικό της γνώσης:

Αδύνατον να σταματήσεις της τύχης τις στροφές,
Με τα πολλά της τα παιδιά που γηρατειά κι ανέχεια τους ορίζει.

Άσε λοιπόν να φύγει, κάθε στεναχώρια.  Άκου με κυνικά. Και να θυμάσαι
Ένα πως είν' το μυστικό του μύστη: μόνο έρωτα ν' αφήνει να τον καίει!

Απλώσου! Ποτέ να μην ξανάρθεις με τη σκέψη σε αμαρτία παλιά.
Τους κύκλους και την κρίση τους εμείς δεν κυβερνάμε.

Κοίτα: όταν τριαντάφυλλο για μια στιγμή μονάχα, ανοίγει και γελάει,
εσύ απιστία σκέπτεσαι; Βέβαια όχι. Αηδόνι μου μην κλαις, που η γη αλλάζει.

Κι εσύ ποιητή, αδύναμε, σαν την Ελένη, τι τον ζηλεύεις τον μεγάλο Χάφιζ;
Ειν' ο Θεός που τού 'δωσε το χάρισμα στα ποιήματα με λόγια του να λάμπει!

Χάφιζ

Atma

Ναι έχω κάνει ένα μικρό λάθος ο τόνος στο παραπάνω ποιημα
είναι στην λήγουσα, όπως σωστά με διόρθωσες..

Χαφίζ λοιπόν το όνομα του ποιητή!!

Όλα εντάξει τώρα;;

freak

μετα απο τον Νερουδα, Ελιοτ, Ποε, Baudelaire κ το Χιλιες κ μια νυχτες.... νομιζω οτι λιγη ψυχεδελεια χρειαζεται:


''Ο ελεφαντας στη πορτα'' (Joseph Byrd,1969)

λησμονησες ολες τις αλλαγες αλλα ακομα μπορεις να τραγουδας,
και το δελφινι κοντα πισω σου κραταει το χρονο,
και υπαρχει κατι που ρουφαει στις γωνιες του μυαλου σου,
αλλα η τηλεφωνητρια δεν σου δινει πισω το νομισμα...

τα ιδιωτικα σου φαντασματα ζωνουν το κρεβατι,
για να σου ψυθιρισουν το βραδυ,
και να αποξερανουν το μεδουλι των κοκκαλων σου,
το πνευμα απ' τα ματια σου,

κ ο υπνος θαρθει με διαφορετικα χρωματα,
καθαροτερα απ' οσα εχεις δει ποτε σου,

στον ηλιο που πεθαινει,
ολες οι φωτιες σου, γινανε σταχτη,
και η τελευταια σου παραισθηση χανεται,

πικρο ειναι το κρασι,
φοβος το καλοκαιρι, φοβος το χειμωνα,
δακρυα που κανουν το νερο, αλμυρα,

αναμεσα απο ερημους βωμους,
προς τα αμπελοδεντρα περιπλανιεσαι,
καθως τα σταφυλια σου κρεμονται,
σαπια πανω στ΄ αμπελι,

καλυμενα ειναι τα τυμπανα,
θολα τα τροπαια, κουρελιασμενες οι δαφνες,
αυτο που μισεις, εχεις γινει,

ενω δεκαεφτα πραγματικοτητες δινουν γευση στη σουπα σου,
νοιωθεις αμηχανος γιατι δεν θυμασαι τα ονοματα τους,
κανεις δεν σταματα να δωσει οδηγιες,
να σου πει ποτε και που και ποιος,
και δεν θυμασαι πως να παιξεις το παιχνιδι,

τα πραγματα που καθονται και σε περιμενουν,
να σκονταψεις στο σκοταδι,
θα παρουν τους ιστους και απο τα ματια σου,
και θα τους φυτεψουν στην καρδια σου,

και ο υπνος θαρθει με διαφορετικα χρωματα,
καθαροτερα απ' οσα εχεις δει ποτε σου.

235 Επισκέπτες, 0 Χρήστες