Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 642
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ξεκίνησε από blue-roses, Ιανουαρίου 18, 2007, 02:48:56 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Μπαουντολίνο


Με περιτριγυρίζουν λύκοι ατάιστοι επίτηδες για να λυσσάξουν

Φονιάδες με κοφτερά δόντια και μάτια κόκκινα που γυαλίζουν, γρυλίζουν πεινασμένοι

Αιμορραγούν, καθώς η καρδιά τους σφίγγεται και δονείται

Θα μπορούσα να τους ταίζω τις πικρές μνήμες μου αλλά πάλι θα έσταζε αίμα...

Οι αυτουργοί του αποτροπιασμού δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν

Κάποιο μεγαλείο, έρμαιο των δολοπλοκιών του προαναφερθέντος εγκλήματος παρά την αγάπη του για την αλήθεια δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν οι λύκοι μου ήταν αθώοι, αλλά αν ήταν ένοχοι και μέχρι ποίου σημείου

Οι ομολογίες που απέσπασαν από τους κρατούμενους οι δήμιοι μου ήσαν όλα όσα αυτοί απεχθάνονταν σε μένα]

blue-roses

I Want You

Αγαπημένη μου η καρδιά μου πάει να σπάσει
Κυριεύεις το μυαλό μου με τη μορφή σου
Και ξέρω πως αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα
Σε θέλω

Έχω μια εικόνα σου να γδύνεσαι ή να σε γδύνω στο μισοσκόταδο
Να σε λατρεύω σαν μια γεύση που λιώνει αργά στο στόμα και επιτίθεται στη γλώσσα
Σε θέλω
Φοβάμαι ότι τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να σε θέλω
Ξέροντας ότι δεν είσαι εδώ … αλλά εκεί και κάνεις τα πράγματα που σημαίνουν κάτι για κάποιον άλλον
Όμως εγώ αγάπη μου … είμαι εδώ για σένα όλες αυτές τις στιγμές
Και σε θέλω περισσότερο από ό,τι η γη τον ήλιο για να ζήσει
Με όλη τη δύναμη της ψυχής που η καρδιά μου προστάζει
Κάθε βράδυ ξαπλώνω και σε ονειρεύομαι
Σε θέλω μόλις ξυπνήσω και ανοίξω τα μάτια μου για να δω … εσένα

Το ξέρω πως υπήρξαν στιγμές που μοίραζες την αγάπη σου στα άστρα
Ένα βράδυ προσευχόμουν στον ουρανό και σε είδα να πέφτεις
Σαν την πιο κρυφή επιθυμία που κλείστηκε στο σύμπαν περιμένοντας αυτή τη διαδρομή
Μια ευχή έκανα να σε θέλω
Κι ύστερα φάνηκες εκείνο το πρωινό που δεν θέλω να ξεχάσω
Πέρασα χρόνια να κοιτάζω τα χείλη σου να ροδοκοκκινίζουν και να αλλάζουν σχήμα
Όταν μου χαμογέλασες κι εγώ ένοιωσα αμήχανα και
Δεν πρόφτασα να σου πω «Σε θέλω»
Το ψιθύρισα ελπίζοντας πως εσύ … πρέπει να ξέρεις
Σε θέλω
Ακούω τη φωνή σου με κλειστά τα μάτια και ταξιδεύω σε έναν τόπο που θα ήμαστε μαζί ελεύθεροι
Σε μια πόλη που θα φτιάξεις εσύ για μας
Κι αυτό για μένα σημαίνει πολλά…
Γιατί σε θέλω περισσότερο από ό,τι ο ουρανός θέλει τη βροχή για να αγγίξει το χώμα

Κλείνω τα χέρια μου στο πρόσωπό μου

Διψάω για σένα
Θέλω να σου πω πως το να σε θέλω είναι αυτό που με κρατά από το να μην πεθάνω
Πως πιο πριν … περπατούσα στις μέρες άσκοπα και κρατιόμουν από τη συνήθεια

Γερνούσα
Ώσπου … σε άκουσα να μιλάς
Όλες μου οι αισθήσεις στράφηκαν προς τα εσένα
Δεν ντρέπομαι να σου πω ότι σαν σε κοίταξα … έκλαψα
Δεν σκέφτηκα ποτέ ξανά για δεύτερη φορά
Μου αρκούσε που είδα τα μάτια σου για να καταλάβω πως
Πάντα σε ήθελα

Θέλω εσένα και όλα τα άλλα είναι μια σπατάλη της ανάσας μου…
Θέλω εσένα και ξέρω πως δεν μπορώ να αντέξω άλλη στιγμή μακριά σου
Και στο λέω ακόμα μια φορά με τον ιδρώτα που με ενσταλάζει με δηλητήριο
Θέλω εσένα … μέχρι να με σκοτώσεις …

Κοίταξε μέσα στα μάτια μου και μέτρα με πόσους τρόπους ... σε στερούμαι ...

Καθώς τα νύχια μου γδέρνουν τους άδειους τοίχους ...

blue-roses

Broken Mirroring

Οι γραμμές στο χέρι μου πολλαπλασιάστηκαν
Κάτι θέλουν να πουν ή σιωπούν μέσα στην οδύνη της ανελικτικής πορείας
Όση περισσότερη σάρκα τους δώσεις τόσους χάρτες θα σου φτιάξουν
Συνήθως το χέρι μου έχει ένα κιτρινωπό χρώμα
Οι φλέβες που το διατρέχουν πασχίζουν να το κοκκινίσουν μα κάτι επιμένει να το χλομιάζει
Κοιτάζω τις γραμμές που ενώνονται, τέμνονται, ξεχωρίζουν κι ύστερα σβήνουν στην άκρη
Ποια μοίρα να δείχνουν;

Αγγίζω με το να χέρι το χέρι μου
Είναι ζεστό αλλού κι αλλού κρυώνει
Ο ήλιος το χει ρυτιδιάσει μα δεν πέρασε πολύς χρόνος από τότε που ήταν σαν βαμβάκι
Απαλό το δέρμα μου στην αφή και η μυρωδιά του μου θυμίζει κάτι έντονα
Σαν μια παλιά συνήθεια, τόσο γνώριμη μα τόσο νοσταλγική
 

Χθες έπιασα ένα ποτήρι γυάλινο και το έσφιξα με δύναμη
Ώσπου έσπασε
Κομμάτια γυαλιού έκοψαν τη χούφτα μου
Τα δάχτυλά μου γέμισαν με αίμα
Δοκίμασα να το γλύψω
Με έτσουξε μα η γεύση του ... μου ήταν οικεία
Τόσο γνώριμη μα τόσο νοσταλγική

........

Ανεβείτε στη σκηνή και πάρτε τις θέσεις που σας υπέδειξα
Εσείς δεσποινίς πλησιάστε τον κύριο Γ. και αγγίξτε τον απαλά με το χέρι στον ώμο
Κι εσείς κύριε γυρίστε και κοιτάξτε την με έκπληξη
Ναι ναι έτσι μπράβο
Σαν μια τυποποιημένη γκριμάτσα αυστηρότητας
Ισιώστε τώρα τη γραβάτα


........

Σκούρο βαθύ χρώμα μπογιατίζω τα μάτια μου
Βάλθηκα να τα βγάλω μάταια όμως γιατί επέμεναν να με κοιτάζουν
Ύστερα θα βάψω τα μάγουλά μου
Αυτή η διαδικασία της εγκοπής και της παράθεσης της χρηστικότητας με οδηγεί σε μια επίγνωση
Σαν την άχλη που κάλυψε τους αγρούς και τα φυτά δροσίστηκαν
Νοιώθω νέος μα δεν μου φαίνεται

Αποχρωματίστηκα

........

Έκτακτα, έκτακτα
Το κοινό θα κατενθουσιαστεί
Κι εσύ χρυσό μου ... όταν γελάσεις ... θυμήσου τι αντικρίζεις

Εκδόσεις «Καθρέφτης»
 

.........

Κάτι σαλεύει και με αρμέγει
Κάτι σαλεύει και με κουρεύει
Κάτι αρμέγει αυτόν που κουρεύει
Σαλεύει ... και με παλεύει

Εκδόσεις «Φάρσα Λειψών»


Η διάγνωσης]

blue-roses

Στο μυαλό του Τζων Μάλκοβιτς


Κάποια στιγμή θα κλείσω τα μάτια και θα αφεθώ στον ίλιγγο της αβύσσου που με ελκύει

Η δίνη της με περικλείει και μου ζητά να της παραδοθώ

Κοιτάζω κάτι σπασμένα αγγεία

Κάποτε ήταν γεμάτα λουλούδια και νερό

Ύστερα ράγισαν και μόνα τους έπεσαν, έσπασαν, τσάκισαν

Θέλω να κάνω ένα ταξίδι έξω από δω μα δεν τολμώ να το αποφασίσω

Διστάζω ή τραβιέμαι σε ψεύτικες μικροθυσίες μιας τάχα νέας εποχής που προσπαθώ να οραματιστώ

Ακούω ανάσες στα σκοτάδια

Βλέπω σκιές

Ο καθρέφτης μου γίνηκε κομμάτια και μόνος σύντροφος στην τύχη μου παραμένει ο πυλώνας της ΔΕΗ

Γελάς γιατί δεν ξέρεις

Αντιδράς χωρίς να ξηλώνεις τις ρωγμές που σε κρεμάνε στα άσπρα

Αν ζούσες στο Πέραμα, αν γινόσουν λίγο αυτό που οικτίρεις

Ίσως έπαυες να νοιώθεις λύπη

Ίσως μπορούσες να δεις πως το ηλεκτρικό φορτίο κουβαλά τη ζύμη για μια ανώτερη τροφή

Αρκεί να ενωθείς με το ρεύμα

Αρκεί να αφήσεις το δάχτυλό σου να πιάσει την πρίζα

Γυμνό κι ίσως μουσκεμένο

Έτσι θα έχεις επαφή και το σώμα σου θα γίνει διάκενο

Διαφανής είμαι μα οι τρύπες που έμεινες να κοιτάζεις είναι κάθε μία μπαγιάτικη σκέψη που έπεσε στο κενό

Κενόδοξο κενοτάφιο ειρμών χωρίς συνοχή

Ανοχή στην πάταξη της θέλησης ή το πως τράβηξα για μιαν Ιθάκη

Ποιο νησί και ποια αλήθεια θα με φιλοξενήσουν;

Κάποια στιγμή θα κλείσεις τα μάτια

Και θα αφεθείς στον ίλιγγο που σε ελκύει από παιδί

Η δίνη της αυτό κάθαρσης

Η παράδοση στην εξωλέμβια λήθη

Και θα δεις πως ο θάνατος δεν είναι παρά ένα παραδόπιστο κους – κους

Μια εξωσυζυγική σχέση

Μην τους ακούς

Προτού χαθείς, προτού πάψεις να γεύεσαι καρπούς και να εικάζεις τη γεύση

Προτού αρνηθείς το πικρό και προτιμήσεις το γλυκό

Στάσου μόνο για μια στιγμή

Και κάψε καθετί που σε θυμίζει

Μη μου προσδώσεις κι άλλο βάρος

Δεν αντέχω άλλο δράμα

Έχω μια οικογένεια να θρέψω

Και καθόλου χρόνο για παλιμπαιδισμό

Και άμα τύχει και λυγίσω

Θυμίσου ... κι εγώ παίδι σου είμαι

Στο μυαλό σου γεννήθηκα...

 

blue-roses

Αβραξάς


Στα βάθη της ψυχής μου λιμνάζει πηγμένο αίμα

Ένα έλος όπου κοχλάζουν εκδικητικές ύαινες σαν χίμαιρες

Η προσωρινή συμφιλίωση του θεϊκού με το σατανικό

Είμαι ένας τεράστιος συλλέκτης οσμών

Έχω την ικανότητα να τις μετατρέπω σε μνήμες με ένα τσακ

Ένας κομήτης που αστράφτει την Κυριακή

Σβήνω στην αρχή κάθε επόμενης μέρας

Όσες ώρες κι αν με γυρίσεις ανάποδα

Σαν ρυθμικές δονήσεις χωρίς κραδασμούς

Θα μου προκαλούν κοσμική αποστροφή

Χάσαμε την αθωότητα για ένα τίμημα που δεν λογαριάσαμε

Μα ήταν τόσο προφανές πως

Ο χρόνος είναι η πλάνη μας

Σε κοιτάζω στις παλιές φωτογραφίες και δεν σε αναγνωρίζω

Πριν λίγο άκουσα τα βήματα ενός παιδιού

Γύρισα και είδα μόνο μια θαμπάδα

Σαν κερί που ανάβει ... για μια ευχή

Ξεχύθηκαν οι λέξεις στα παρακείμενα ποτάμια

Πηγή του κακού

Τριγύρω από τις πληγές ... στήσανε χορό αρμάδες

Χαμένα κορμιά και χαμάληδες, ζοφερές σκοτίσεις επενδυμένες με τακτ

Συλλέγω οσμές τις Κυριακές

Τις μετατρέπω σε μνήμες

Κι έτσι τοποθετώ εσένα πάνω σε κόκκινες κασετίνες

Αφηρημένη τέχνη ...

Χωρίς λόγο και χωρίς λυχνία

Σου έδωσα την σκυτάλη για να κουρσέψεις τα πέλαγα

Και σε έντυσα με δειλινά για να μην κρυώσεις στις κατάρες

Τώρα εξατμίζεσαι ολόγυρά μου

Επιμένεις να με καταδιώκεις σαν ήρωας

Κι όμως θαρρείς πως έτσι ... τινάζεσαι σαν σκόνη από το πάτωμα

Εκεί που πατούσες κι εγώ έφτυνα για να λασπώσω το χώμα

Χτες σε είδα ξανά

Φούσκωνες μπαλόνια σωρό και φρόντιζες να σκάνε στα χέρια όσων τα πιάνανε

Είχα την επιθυμία να σε φροντίσω για λίγο

Σε ρώτησα]

blue-roses

A New Era

 
Δέσμιος των υλικών και της ακολασίας

Των αισθήσεων ο επηρμένος

Της λαγνείας ο κυνηγός κι ο κυνηγημένος

Ο άξεστος, ο αυτάρεσκος μαζί και ο αρεστός

Ονειρικός και χειμαρρώδης

Σαρκαστικός, ουτοπικός

Νάρκισσος κανονικός

Ο Άξιος της μοίρας του και ο μοιρολάτρης

Οσφυοκάμπτης

Αναχαιτιστής, οραματιστής

Ζωγράφος μα και ποιητής

Ουρανού και γης

Ορατών και αοράτων

Θαυμάτων και θυμάτων

Θυμητικός και συμπαρουσιαστής των ελιγμών της κόρης του ματιού

Χτίζω κάστρα, ιππότες χρίζω

Παίρνω ρόλους μοιράζω ρόλους, τους συντονίζω, σαν ζώο  οσμίζω

Χειροκροτητής και εκπυρσοκροτητής γυμνών συνειδήσεων

Αναστέλλομαι διαστέλλομαι και αυτό σατιρίζομαι

Στο δρόμο έρπομαι

Κλείνω πόρτες ανοίγω πόρτες

Κι όλο εδώ αναλίσκομαι και ανακυκλώνομαι

Παθιάζομαι και αρμενίζω, συντηρώ εικόνες που

Κοιτάζω και δεν βλέπω

Έτσι σ’ αγγίζω και μετά μηδίζω

"Εγώ" γίνομαι μα κάτι άλλο θυμάμαι να ήμουν

Ωριμάζω γίνομαι

Γινώσκω και πέφτω

Ίπταμαι, ενίσταμαι και εξανίσταμαι

Δέρμα από τα φίδια ντύνομαι

Κι από κει…μόνο σε σένα αποκρίνομαι κι ανταποκρίνομαι

 

Τελειώνω εδώ τις εικασίες, τις πικρίες και τα παράδοξα συνθήματα

Κι όλους τους ανθρώπους μούμιες που νεκροί ως είναι με παράσιτα τρέφονται και θαρρούν πως ζουν

Δεν ζουν

Και καμένες λάμπες σωρό σπάζω, κι άλλες δεν ανάβω

Μόνο σε ένα χέρι δυνατό μπορώ να αφήνομαι

 

Πετάω ξανά

Για τη Βηρυτό το βάλα

Στο κατόπι μου μόνο μέλισσες με ακολουθούν κι αργοπορούν

Έτσι επίτηδες

Ώσπου να φτάσω, την άμμο που σε σκεπάζει διαβαίνω

Κι όταν πατήσω το πόδι μου στην άγια πόλη

Για σένα εγώ σωπαίνω …

blue-roses

Toy Soldier

Συνήθιζα να ερωτεύομαι υπόκωφες λέξεις μιας εσώτερης προβολής της ειρωνείας στην αρμονία, πριν ακριβώς το ξέσπασμα της άνοιξης, που φτερούγιζε σαν νεογνό πουλί στο μέσο μιας παράξενης συμφωνίας των ουρανών και της αγέλης των ρομαντικών σκιών που βρεχόταν σε ευλογημένες πηγές ατίθασα και στοχαστικά


Ρουφούσα τον αέρα αδηφάγα και σπαταλούσα την τελευταία μου ανάσα τραβώντας κουπί ταξιδευτής σε βάρκα χάρτινη, φουσκωμένη με όνειρα και ορέξεις ακόρεστες δια μέσω χαρμόσυνων ταλαντεύσεων και ανέκφραστων σπονδών προς τον Θεό που μου χάρισε … το ταξίδι

 

Γεμάτος ψευδαισθήσεις, με όχι ψεύτικες αισθήσεις μα υποσχέσεις για ένα θησαυρό άφαντο από των ματιών την άκρη, ρουθούνιζα σαν το ζώο που πεινασμένο αναζητά τροφή και όταν βρει το θήραμα … πρώτα το φοβίζει

 

Ακόνιζα τη σκέψη μου βουτώντας σε ασυμμετρίες και παροξυσμούς ενός λαβύρινθου που ανακάλυψα εκείνη τη μέρα που η δική μου Αριάδνη διάλεξε να εμφανιστεί μέσα σε μια γλυκιά πλάνη για να με προσκαλέσει να τον εξερευνήσω

 

Με χρώματα κι αρώματα του αναγκαστικού ύπνου μου βάφτισα την ελπίδα, εικόνες ζωγράφισα και έζησα με τη φαντασία, με όνειρα τη διάνθισα και μορφές και ποιήματα στοιχειοθέτησα την αρχή μου ... μα δεν ήξερα αυτό που προδίκαζα ήδη μέσα από τις ρύμες μου ... στο τέλος μου ... πως θα ‘ναι η αρχή μου...

 

.................

 

Παρεμβάλλονται οι στιγμές σαν δάκρυα στις κόρες των ματιών μου, όπου η ομίχλη απλώθηκε πυκνή ώσπου δεν έβλεπα που να πατήσω, κι άλλες φορές νόμιζα ότι κολυμπούσα στη θάλασσα, ένιωθα κοντά στην ακτή, αλλά δεν κατάφερνα να τη φτάσω μα κανείς δεν μ' έβλεπε και το ρεύμα με παρέσερνε μακριά. Υπήρξαν στιγμές που έκανα αποσπασματικές σκέψεις, βέβαιος ότι συνερχόμουν από βαθύ ύπνο, αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ κι ένιωθα το κεφάλι μου θολό, σαν να 'χα ξυπνήσει έπειτα από υπερβολικό πιοτό ή να χα πέσει πάνω σε τοίχο. Υπήρξαν κι άλλες στιγμές που μέσα από ένα παράθυρο περνούσε μια δέσμη φωτός, άνοιξη ολόγυρα άστραφτε στον αέρα και μέσα στους κάμπους αναγάλλιαζε κι εγώ έτρεχα σαν παιδί που το ξαμόλησαν στο ύπαιθρο σαν για να το ξεφορτωθούν ή για να το εγκαταλείψουν ... κι άγγιξα τους γκρεμούς και βούτηξα από τα ύψη ...

 

Τα φαντάσματα περνούσαν ολόγυρα, με άγγιζαν, κι έπειτα διαλύονταν αδιαφανή ωσάν την αμόλυντη αδελφή μου, την πίστη , όπου σχεδόν αθόρυβα, ξυπόλητη στην γκρίζα πόλη, κρεμιέται ξεφτισμένη σαν χαλί απ' τις προσόψεις, στολισμένη με χρυσάνθεμα ... σαν το τσίμπημα της βελόνας εμβολιασμένης το θανατηφόρο υγρό ... η θεραπεία δια του έρωτος

 

«Πολύ πνευματώδες, και αυτό είναι καλός οιωνός. Ξαπλώστε ξανά, ελάτε να σας βοηθήσω. Μου λέτε τι κάνατε μόλις τώρα;»

 

«Σήμερα το πρωί, χθες, πριν από δέκα χρόνια, είδα μια απαίσια φάτσα στον καθρέφτη»

 

«Αυτό είναι το λιγότερο, έπειτα από αυτό που έπαθες»

 

Ακολουθούν στιγμές μετατραυματικού σοκ που μοιάζουν με χιλιάδες βολτ να διαπερνούν το πετσί μου...δεν ξέρω ... δεν θυμάμαι ... δεν βλέπω ...

 

.................

 

Μυστικό κήρυγμα στο θρόνο του επιτάφιου θρήνου, τα δεσμά μου έσπασα μες το λαβύρινθο, εγώ που ταξίδεψα στο Παρίσι που ποτέ δεν έφτασα, εγώ ο ίδιος ο δραπέτης του Μαρανέλο που κυλίστηκα στη λάσπη και τη βροχή και ύμνησα και ύβρισα το Θεό που με διάλεξε για τούτο το μαρτύριο... εγώ ο ίδιος που είδα αυτά που είδα μέσα από μια φυλακή τώρα εγκατέλειψα ο ίδιος το κελί μου ...

 

Χαϊδεύω τα παιδιά και νοιώθω τη μυρωδιά τους, μην μπορώντας να την προσδιορίσω, εκτός του ότι είναι πολύ τρυφερή. Μου έρχεται μόνο στο νου το ότι υπάρχουν αρώματα δροσερά σαν τις σάρκες των παιδιών

 

Όμως, το κεφάλι μου δεν είναι αδειανό, μέσα του στριφογυρίζουν αναμνήσεις που δεν είναι δικές του

 

Ο κύρης του μ’ εξόρισε στα μισά του δρόμου ...

 

«Κι αυτό μου ακούγεται σαν φτιαχτή φράση»

blue-roses

Χρυσαλλίς Στιγμή

Μου ζήτησες νερό ένα απομεσήμερο
Από τις χούφτες μου έσκυψες να πιεις και το είδα ... ξεδίψασες
Έπιασες το χέρι μου και σε ακολούθησα χωρίς σκέψη στο διάβα σου
Από μικρή σου άρεσε να παρατηρείς το καθετί και πιο κάτω στάθηκες και κοίταξες τη βροχή
Μύριζε η γη από το άγιο μύρο και θαρρείς πως ... ήταν αγιασμός
Θέλησες να βαφτίσεις τη στιγμή και της χάρισες το άρωμά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... θα κουβαλά μια μυρωδιά
Παλεύεις με το χρόνο
Βελόνα και κλωστή γίνεσαι
Και υφαίνεις με το ρέλι ... όποιον το χρόνο φυλακίζει έξω από τη μουσική
Χορεύεις
Η Ήρα σε γέννησε και από τη μήτρα σου μπορεί να γεννηθεί ένας μικρός θεός
Αν το θελήσεις
Όπως θέλησες να βαφτίσεις τη στιγμή και της χάρισες ... το πάθημά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... μια ανάσα σε φέρνει πιο κοντά στη ζωή
Πότισες τα λιβάδια και έτρεξες ανάμεσα σε παπαρούνες και μαργαρίτες σωρό
Γελούσες και εγώ μπορούσα να δω πως ακόμα και αν δεν ήσουν παιδί ...
Ακόμα και αν δεν μπορούσες να πετάξεις
Ακόμα και έξω από τους χάρτες που δεν κατοικείς ... ήσουν εσύ ...
Η αστροφεγγιά σε χαϊδεύει
Ένα γλυκό φεγγάρι
Κάθε φορά που θα έρχεται η άνοιξη
Κι η γη θα γυρίζει ανάσκελα
Και θα ανοίγει τα πόδια της στον ήλιο για να τον υποδεχτεί στη μυστική συνουσία
Στην ουσία λίγο πιο κει...
Θα στέκεσαι θεριεμένη
Εικόνα γεμάτη από χορδές και βάλσαμο και ρόδα
Νυχτώνει
Κι οι πέτρες λύγισαν στο χώμα
Το χώμα μύρισε νοσταλγία
Κι η νοσταλγία μου φέρνει στη θύμηση εκείνη τη στιγμή
Που θέλησες να βαφτίσεις και της χάρισες το όνομά σου
Για κάθε λεπτό που ξεπροβάλλει ... κάθε στιγμή ... αυτή είναι η ταυτότητά σου


 

blue-roses

Τα Κόκκινα Γοβάκια


Σκέφτηκα ένα τραγούδι για μια ρόδα που γυρίζει ... χωρίς σταμάτημα

Ταξίδεψα στο χρόνο ανάμεσα σε στιγμές ... και κόμπους ... χωρίς εσένα

Σε κουβαλούσα πολύτιμο φυλακτό ... κι έτσι ήσουν μαζί μου

Κι έτσι μεγάλωσα και βρέθηκα σε κάποιο σημείο του ορίζοντα

Κι όλες αυτές τις μέρες που μέτρησα άγνωστη μεταξύ αγνώστων

Παγιδευμένη σε μια πορεία προς τη μουσική χωρίς χρώμα και τόνο

Σχετικά φιλόδοξη ...

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο

Διαβάζοντας ευαγγέλια και ευχές και ξορκίζοντας κατάρες και ενοχές

Έφτασα ως εδώ

 

Που μένεις σήμερα;

Κατοικώ στη γειτονιά των μεγάλων προσδοκιών

Τα βράδια ζωγραφίζω τον ήλιο και τα πρωινά τον κρεμάω στο παράθυρό μου να με φωτίζει

Γεύομαι τροφές χωρίς γεύση μα με ουσία ανέγγιχτη από τις νεότερες δοξασίες της γενιάς μου

Στην κακοκαιρία ντύνομαι με αναληθή δόγματα περιμένοντας την ύφεση

Στις ερωτήσεις αποκρίνομαι με δίκαια αντίστιξη

Κι όταν χαρίζομαι ... κοιτάζω ψηλά και χαμογελώ για να σβήσω με γλύκα τον πόνο της μοναξιάς

Πονάω, ασθενώ, εξασθενώ ... συλλογίζομαι

 

Υπάρχει ένας κόσμος που δεν σε πρόδωσε

Μα έφυγα πολύ πριν από κει

Δεν θα επιστρέψεις

Θα σε κρατήσω για λίγο και ...

Θα σου θυμίσω μόνο ... εκείνο το πάθος

Θα γίνω και πάλι βασίλισσα;

Πιάσε το χέρι μου και πρόσεξέ με....

Μόνο έτσι θα σου αποκαλύψω την καλά κρυμμένη από τους πολλούς... «μυστική δοξασία»

Τη γνώση εκείνη που συνειρμικά ... θα σε οδηγήσει πίσω ... σε σένα

 

.............

 

Ναι, γνώρισα καλά αυτόν τον άνθρωπο

Ήμουν μία απ΄ αυτούς, που σύχναζαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στο απλό του διαμέρισμα , στη συνοικία Τερν

Σε αυτό το σημείο, ξανάρχεται στο μυαλό μου η έντονη παρουσία του, η ήρεμη δύναμη, ταυτόχρονα ήρεμη και καθησυχαστική , που ακτινοβολούσε απ΄ όλο του το είναι, τις στάσεις, τις χειρονομίες ... και τους τρόπους του

«Έχω ακόμα στ΄ αυτιά μου τη φωνή του. Αντηχεί και προκαλεί μέσα μου πάντα νέες δονήσεις. Μα πάνω απ΄ όλα, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου απέναντί του, να κοιταζόμαστε στα μάτια ,να βρίσκομαι αντιμέτωπη με την απαιτητική καλοσύνη του βλέμματός του . Απαιτητική, ναι ,μερικές φορές αποσβολωτική και χωρίς οίκτο. Φαινόταν να μαντεύει ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο υπήρχε μέσα μου, με το χαμόγελο του ανθρώπου, που γνωρίζει ... το παιδί που κουβαλούσα ...»

 
 

blue-roses

Neverland  

Θα ρθει μια στιγμή που θα ξεγελάσεις τον εαυτό σου

Θα πεις ψέματα, χωρίς να αναρωτηθείς γιατί έπρεπε να φύγεις

 

Είσαι μια ψυχή εύθραυστη που μαθαίνει αργά ... μα σου αρέσει να μαθαίνεις

Σου αρέσει να παίζεις με τους διακόπτες

Ανοίγεις και κλείνεις τα φώτα

Μα κάποια στιγμή θα σπάσεις και θα γεμίσει ο χώρος από το άρωμα της βανίλιας που κουβαλάς στην ψυχή σου

 

Χρειάζεσαι αγάπη

 

Το ξέρεις πως όλα φτιάχνονται για να χαλάνε

Τα δίχτυα του ψαρά πιάνουν μεγάλα ψάρια μα δεν αντέχουν την μυρωδιά του αίματος

Τα κατάρτια του πλοίου σε ταξιδεύουν σε απάτητα νερά μα σκεβρώνουν μπροστά στο μεγαλείο της απώλειας της στεριάς

 

Μιλάς για μένα εσύ σαν να με ξέρεις από χθες

Γίνε γενναίος και άναψε ένα δαδί

Μια διαδρομή είναι ... μην την κάνεις στο σκοτάδι ...

Κανείς όρκος δεν θα ασχημύνει την παιδικότητά σου

Αυτό είναι ... ένα παραμύθι εύκαιρο για κάτι τέτοιες στιγμές

Το ήξερες πως τα παιδιά δεν γεννιούνται για να μεγαλώσουν

Γερνάνε μόνο όταν τους στερείς ... το λιβάδι

Τον ήλιο

Το χαμόγελό σου

 

Είπες]

blue-roses

Πλανήτης 1000

 

Για όλες εκείνες που ήρθαν για να ... φύγουν

 

Δεν μπόρεσαν να μείνουν γιατί δεν είχαν αυτή την πειθώ στο τίναγμα του χεριού τους

Γιατί όταν ανοιγόκλειναν τα μάτια δεν διέκρινες μέσα τους την καθαρότητα της ψυχής τους...

Παρά μόνο κάτι σκοτεινό και άρρωστο...πηγμένο αίμα

Κι όταν μιλούσαν δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα μάτια σου στα χείλη τους...

Κι όλο αφαιρούσουν στις σκιές του παρελθόντος

 

Για όλες εκείνες που ενώ ήρθαν ... είχαν ήδη φύγει

Η ίδια τους η αύρα φώτιζε μόνο την έξοδο

Κι αν τους έδινες μια ευκαιρία ... να παραμείνουν για λίγο ... θα διαπίστωνες πόσο χάσιμο χρόνου είναι να χαλιέσαι σε τέτοια άσκοπα επιχειρήματα

Κι αν επέμενες να τις μυρίσεις ... θα έκλεινες στο μυαλό σου πάντα μια μνήμη ... χωρίς μαγνήτες και ιδιότητες πάθους

 

Αλλά και για εκείνες που επιθυμούν να έλκουν συνεχώς την προσοχή των άλλων για να νιώθουν ασφάλεια, ενώ ένα άλλο τμήμα του εαυτού τους νιώθει να απειλείται από αυτή την προσοχή και επιθυμεί να το αφήσουν ήσυχο

Γι 'αυτές που οι αμυντικοί μηχανισμοί τους δεν φτιάχτηκαν για να τις προφυλάσσουν από το να αποκτήσουν επίγνωση των αντιφάσεων, των απογοητεύσεων και των απειλών τους αλλά για να καταστρέφουν και να διεκδικούν κατά βούληση από απληστία και ένα ένστικτο παρορμητικό

Γι' αυτές που επιθυμούν να ελέγχουν εαυτό και προσκείμενους...και αγνοούν μέσα στην αβρότητα της υποτιθέμενης ισορροπίας τους ... την ψύχωση που κρύβεται στην υποπροσωπικότητά τους

 

Για όλες εκείνες που δεν κατέλαβαν καμιά κυψέλη του μυαλού

Όλες εκείνες που θα τις ονομάσω ... οι γελοίοι έρωτες

Ανεπίκαιροι, μονοδιάστατοι, ατελείς και άτεχνοι

Άτολμοι, άχρωμοι και άτεκνοι

Άπνοοι

Χωρίς ψυχή

Χωρίς ταυτότητα

Οι γυναίκες ... για λίγο

 

Κι ύστερα ήρθες εσύ....
Σε μια στιγμή ... που ήμουν ήρεμος και άπλωνα τα χέρια

Μπήκες δυναμικά στο χώρο και επιβλήθηκες με τη μορφή σου

Κοφτερό μυαλό σαν λεπίδι

Κρατούσες το στόμα σου κλειστό όταν μιλούσα

Κι όταν μιλούσες κοιτούσα τα χείλια σου μόνο

Γιατί είχες κάτι να πεις ... και δεν συνδύαζες απλά χορδές και νότες για να βουίξουν τα αυτιά μου

Κράτησες τις αποστάσεις σου και φρόντισες να περιχαράξεις το χώρο σου για να προστατέψεις εσένα

 

Μου άνοιξες την πόρτα και μια μέρα με βροχή...που κρύωνα και γελούσα

Με πήρες στην αγκαλιά σου ... και με κράτησες εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα

Μπόρεσα να δω πως ... ένα έγκλημα πάθους θα μπορούσε να συντελεστεί ... ξανά

Ένοιωσα....σε ένοιωσα

Εκείνο το απόγευμα που με χάιδευες κι εγώ ... σε χάζευα

Άπλωσες το χέρι στο τζάμι και μου χάρισες ένα χρόνο ... ολοκληρωμένο

 

Τόσα χρόνια που αναρωτιόσουν γιατί...ήξερες πως ο δρόμος είναι μακρύς και πως την κατάλληλη στιγμή

Αυτή τη νύχτα

Θα εμφανιζόμουν ... όχι πια σαν σκιά...όχι πια σαν φαντασία ...

Αλλά με σάρκα και οστά

 

Με δίδαξες την επιθυμία να ανήκω ξανά κάπου

Μου έμαθες πως με τα χέρια του κανείς φτιάχνει χαρταετούς ... και με τα χέρια τους πετάει στον ουρανό

Μια μέρα φωτεινή ... με ήλιο ... και αέρα ταξιδιάρικο....

Τη μέρα που θέλεις να μοιραστείς ... εσένα με τον άλλον

 

Σαν το Σάββατο που σε πρωτοφίλησα ... στα χείλια ...

 

Ήξερα ότι θα κρατούσε μόνο τόσο...δεν ήλπιζα...

 

Κι έτσι έφυγες κι εσύ...

Γιατί από την αρχή δεν ήθελες να μείνεις...
Γιατί από την αρχή ... διαπραγματευόσουν και δεν ήθελες να πάρεις αυτό που αξίζεις
Γιατί έτσι προλαμβάνεις εσύ ...



 

blue-roses

Κιτς


Με την αρωγή της αρετής στα χέρια ενός λευκού και αθώου περιστεριού

Γεμάτος ιριδίζοντα χρώματα και εικόνες μιας εκ βαθέων διύλισης του υποκειμένου

Αγνάντεψα σε χρόνους δανεικούς σημαίες, φρούρια και κορμιά που πάλευαν να κατακτήσουν και να κατακτηθούν

Χόρτασα από τροφές ασήμαντες και ζοφερές για μια πατρίδα χωρίς νέφη και ουρανό

Ευλογημένο νερό βάφτισε τις ώρες στο λιμάνι των ευχών που πετούσα χαρταετό τις Κυριακές

Παρέα με πουλιά χιλιοταξιδεμένα πέταξα προς μια πορεία αλόγιστη, συλλογιζόμενη μόνο τα μέτρα και τις ροπές...σαν ταξίδι στις νότες

Όση γνώση κι αν σκορπίζεται στις παράκτιες ακτές δεν αφομοιώνεται μονομιάς παρά συλλέγεται σταλιά σταλιά

 

Χαλεποί οι καιροί και οι φίλοι μεγάλωσαν και έφυγαν σε άλλες γειτονιές

Κατοικούν σε σπίτια ψηλά, διώροφα γεμάτα δωμάτια αδειανά και τοίχους μωβ

Σαν τα όνειρα που εγκλωβίστηκαν τελικά στην ψυχή αφού ποτέ δεν ένοιωσαν τη γεύση του να τα ξεθυμάνεις...απωθημένα τα είπαν

Φυλακίστηκαν, και μέσα σε αυτές τις ντουλάπες με τα βαριά έπιπλα ... άρχισαν να σαπίζουν

Άλλαξαν οι νύχτες και φόρεσαν παλτά για να σκεπάσουν το κρύο της αδημονίας αλλά και της απελπισίας

Αν τίποτα δεν έχει νόημα τότε αφήστε τις καμπάνες να ηχήσουν πένθιμα για απόψε

Μα σαν τελειώσει το μοιρολόγι κατεβείτε ξανά στην πλατεία

Προτάξτε τα στήθη στον αέρα και με μάτια υγρά τραγουδήστε όλοι μαζί για κάποιες κουρτίνες από μετάξι που δεν καήκανε

Ποιος τρελός θα ακολουθήσει αυτή την ξέφρενη γιορτή;

 

Πήρα στα χέρια μου δυο φράουλες και δάγκωσα τη μία με λαιμαργία

Από μικρός ξεχώριζα τις γεύσεις σε αυτές που μυρίζουν και σε αυτές που πίπτουν

Όλα καταλήγουν σε ένα σωλήνα και από κει αποβάλλονται

Όσο πιο πολύ αργείς να χωνέψεις τόσο πιο πολύ επιβαρύνεσαι

Μα όσο πιο γρήγορα γευτείς τόσο πιο πολύ θα πεινάσεις

Μερικά κύτταρα του εγκεφάλου μου είναι που ελέγχουν τις αισθήσεις

Υπόταξα την καρδιά και έτσι τώρα μπόρεσα να δω κάτω απ’ την εικόνα

Κάποιοι βλέπουν ό,τι κοιτάζουν....και σιωπούν

Κάποιοι κοιτάζουν και αντιλαμβάνονται πως βλέπουν ... και ριγούν

Κάποιοι βλέπουν όταν κοιτάζουν και αυτό που στέκεται αντίκρυ τους το λένε ... εγώ

 

Οι τοίχοι του σπιτιού μου είναι άδειοι

Κατέβασα τα κάδρα και ξήλωσα τις μνήμες

Με τα χέρια μου έφτιαξα ένα κάμπο από χρυσά στάχυα

Μέσα εκεί τρέχω ανάμεσα σε γελαστά παιδιά

Γυρίζω ολόγυρα, κύκλους κάνω και πουθενά δεν φτάνω

Μονάχα, εδώ καρφωμένος από το τρεχαλητό κουράζομαι

Τι μένει, τι περιμένω και τι χρειάζομαι δεν με μέλλει πια

Χωρίς φραγμό με της γενιάς μου την κατάρα να ζω πέρα από τη στενωπό

Να βασιλέψω σε άδεια κάστρα και πολιτείες ρηχές όσο και πνιγμένες στα χρέη

Αδιέξοδα μα ανέξοδα τελικά ... αντιλήφθηκα πως

Το να ανήκεις κάπου ... υστερεί από το να μάθεις την αλήθεια

Μια ζωή ... και ένας θάνατος αργός...

 

Ψάρι είμαι και στο βυθό λογίζομαι

Στον αφρό βγήκα

Αφρόψαρο με είδες και άπλωσες τα δίχτυα

Στο λαιμό σου στάθηκα

Δεν με κατάπωσες μόνο με έφτυσες

Κι έτσι σκώρο φαγωμένο ... γεμάτο λέπια και γλοιώδη υφή

Στη μήτρα ξαναγύρισα

Καλύτερα βαθιά στα παγωμένα νερά να περιδιαβαίνω... παρά τροφή και έπειτα σκατά...

 


 

 

 
 

blue-roses

Πλους


Συλλήβδην η διάδοχος κατάσταση συσσωρεύει πλούτη στο γενικότερο πλαίσιο της υφαρπαγής της θλίψης

Ένας από τους κληρονόμους προσέβαλε την διαθήκη αγωνιώντας για της νεότητας τα απωλεσθέντα

Ως κυβερνήτης ξεκινά για τον πλου με το αερόστατο «self ego»

Χαρούμενος τα πράσινα λιβάδια αφήνει ξανά

Θάβει με τα χέρια του τις χορδές για να καλύψει τα νώτα του

Πιο πριν φοβόταν αν κάποιος εκεί που θα πατούσε … τα λέρωνε

Τώρα ενσκήπτει στα επερχόμενα πυρά του πυροβολικού από τα βάθη της ερήμου

Αυτά που ονομάζουν σύμφυρμα ορυκτών σωματιδίων

Και απογειώνεται

 

Παρακάτω περιγράφεται η είσοδος της άνοιξης στο αρξάμενον έτος]

blue-roses

Μαρμίτα

 
Κυνηγημένος από την αρετή μιας τάχα ενδεικτικής νιότης ή επιστροφής στην προγενέστερη κατάσταση ενός μικροαστικού αστεϊσμού ή μιας παρατυπίας ευπρεπισμού και καθωσπρεπισμού

Κομπάρσος σε αντιδραστήριο χωρίς εναντίωση στον δεσποτισμό και κάποιων συντηρητικών πεποιθήσεων κοινωνός

Οξειδωμένος από το μένος και την υποταγή στις κατευθυντήριες γραμμές των άνωθεν ελεγχόμενων στα εξόν συνετέθη που προσάπτουν άλλοθι στις εκκρεμότητές τους

Αποκτώ φήμη μιας τάχα χαλκέντερης ομοιοπάθειας

Μοιάζω στο δικό τους σώμα σαν εξωγενής επιπολασμός κατώτερου πληθυσμού χωρίς δημογραφική πολιτική ή αιφνίδια και δραματική επέκταση

Αποκτώ συνήθεια κι έτσι αποχαυνωμένος παύω να αντιλαμβάνομαι το διαφορετικό ως πηγή έμπνευσης και γνώσης αλλά ως κίνδυνο που παραβαίνει τους κανόνες και τα όρια του άγω και του φέρομαι

Κι έτσι αποκτώ κίτρινες γνώσεις…ψευτομαθαίνοντας ελληνικά ή μια γλώσσα ανίερων συμβόλων για να συνεννοούμαι

Αποκτώ την πλήρη γνώση του θέματος αγνοώντας την αρχή και το τέλος, κοιτάζοντας μόνο τους κόμπους μιας κλωστής που δεν ξετυλίγεται αλλά υφαίνεται αργά σε αυτόματο αργαλειό καλολαδωμένο από μυαλά χωρίς συνείδηση πέραν της γεωγραφίας του ξεχασμένου και του σκονισμένου χημικού εμπλουτισμού της φυσικής μετάπτωσης της αντιπαράθεσης

Κλέβω γιατί αντιδρώ με τη βάση και τους καταλύτες της διάσπασης των ευχών

Μαθαίνω το κουμπί ή το κόλπο που κρύβεται στους κληρονομικούς χαρακτήρες κι αυτή είναι μια αποκτηθείσα ικανότητα που όσο χαλκευμένη κι αν είναι η συνταγή του είναι πάντα θα λειτουργεί σαν την υπόφυση που βρίσκεται κάτω από τη φύση...για να προστατεύει όχι εμένα αλλά το δικαίωμά μου να αποκτώ ...χωρίς κόστος αγοράς ή κτήσης παρά ως κτητική παραγραφή το άλγος της επικεφαλίδας, της χρυσής προμετωπίδας και της άκρατης ονείρωξης του γένους των μύθων και τον πλαστών ονείρων

Ως άλλος εμβολοφόρος κινητήρας εσωτερικής καύσης διυλίζω τον κώνωπα με ένα κάποιο ξέσπασμα θυμού ως άλλη πυρηνική έκρηξη ή σύντηξη του αζώτου σε ένα συνονθύλευμα ερωτηματικών και αέριων αναγωγών σε πλήρη εξάρτηση με την συμπαντική ανορεξία ή τη στειρότητα μιας αφαίμαξης χωρίς οίστρο

Η σκέψη που συγκεντρώνω στη Αιγιαλεία ζώνη σαν δυνατή γροθιά, ένα ισχυρό ράπισμα, σαν κόλαφος ξαφνικά και βίαια ξεσπά, ακριβώς στη μέση, καταμεσής του μη τρωτού τρόμου, έχοντας συγκεκριμένη ελαφρά γεύση σκόρδου, και σε ένα πλατάγισμα των χειλιών με ένα τόνο μίσους απευθείας εκπνέει ένα ηχηρό φιλί στον αόριστο χρόνο

Αυτό το μέσο προσβολής ή πρόκλησης ακόρεστης σωματικής βλάβης, το ανώτερο όπλο, το εξοπλισμένο με συμβατικές κεφαλές εδάφους αέρος, το δικό μου φονικό όπλο είναι το μέσο άμυνας ή υπερίσχυσης στους αδυνάτους]

blue-roses

Καπέλα Σιστίνα
 


 
Χωρίσαμε στον προαύλιο χώρο της Καπέλα Σιστίνα

Την ακολούθησα με τα μάτια για όση ώρα η εικόνα της απομακρύνονταν

Σαν ίχνος που σβήνει, ένα κερί που τρεμοπαίζει ... πριν σβήσει και γίνει καπνός

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει καθώς ο αέρας άπλωνε στο πρόσωπό μου ένα δροσερό χέρι

Φορούσε μαύρο παλτό και τα καστανά μαλλιά της απλώνονταν πλούσια στους ώμους καλύπτοντας τον ψηλό της λαιμό

Στεκόμουν εκεί αποκαμωμένος

Αγκιστρωμένος σε ιδεαλιστικές αντισυλληπτικές προφυλάξεις και υπεραναλύσεις νοητικής σύλληψης μηνυμάτων που κατακλύζουν την μη πεπερασμένη μου εννοιοκρατία

Είχα μια θεμελιώδη αντίληψη για τον έρωτα από παιδί

Δημιούργησα τη δική μου υπεραξία σαν άλλος καπιταλιστής

Επένδυσα το αρχικό μου κεφάλαιο και απέκτησα ... τον πλούτο

Διάλεξα να τον καταθέσω στα χέρια της ... κι όχι να τον αποθησαυρίσω

 

Εμφανίστηκε μπροστά μου από το πουθενά

Πως σε λένε; Με ρώτησε

Νόρμαν αποκρίθηκα

Εσύ είσαι ο Νόρμαν που γι’ αυτόν κλαίνε τα πουλιά κι οι άγγελοι έπαψαν να πετούν;

Τι λες αξιοσέβαστε Πατέρα;

Νόρμαν, είπε η γέρικη μορφή του αρχιερέα

Χους εις χουν

Ανάμεσα σε μια στιγμή, την ίδια και την αυτήν, τη γέννηση και το θάνατο

Σαν τόξο

Τεντώνεται μια χορδή

Ξεμακραίνει για λίγο...καλύτερα εξοκείλει

Μια συχνότητα είναι που ταλαντώνεται

Εκεί εμφανίζεται ο μεγαλειώδης ουτοπισμός του έρωτα

Σαν μια εξώτερη ακμή στο κύκλοτρο, περιστρέφεται και όλο απομακρύνεται

Τα μάλλα απομακρύνεται τα μάλλα τεντώνεται...

Μα σαν επιστρέψει, με τη δύναμη της αδράνειας που συσσώρευσε, αντίδραση στη δράση

Δεν χαστουκίζει, δεν ραπίζει ...

Αλλά συντρίβει, κόκκαλα σπάζει

Μακάριε Πατέρα, γιατί σε μένα;

Ρυτιδιάζω...κι όμως το χέρι δεν απλώνω να την πιάσω

Θα απωλέσεις γιε μου...το κομμάτι σου...

Δεν υπάρχει απόσβεση σε αυτό το κεφάλαιο

Δεν υπάρχει σωτηρία και γαλήνη ξανά για την ψυχή σου

Θα καίγεσαι...

Είδες ένα όραμα του αυριανού κόσμου

Κάτι που έμοιαζε εξαιρετικού κάλλους, χάρμα οφθαλμών, σαν "οπτασία", σαν "ζωγραφιά”

Κι εσύ σαν μερικούς ακόμα από τους οραματιστές της εποχής εκείνης καταπιαστήκατε στα καταδικασμένα ουτοπιστικά σχέδια

Μα τώρα ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις

Ο πυρήνας σου φλέγεται...μα μόνος σου έστρεψες το βέλος σε σένα

Άδικη ποινή Πατέρα για ένα αληθινό ... συναίσθημα

Αγαπούσες την όμορφη εκδοχή σου...

Αγαπούσα να την μυρίζω...

Αγαπούσε να ενατενίζει την απολυτότητά της γι ’αυτό σε έτρωγε

Αγαπούσαμε τον έρωτα

Αγαπούσαν τα φαντάσματα

Και τώρα;

 

Ο ουρανός έγινε γκρι

Τα πλακάκια της αυλής του Ναού γέμισαν με ξεραμένα φύλλα

Το μυαλό ... είναι κολλημένο στις μνήμες του

Άλλη συγκίνηση δεν του επιτρέπει να τις απωθήσει

Αυτή είναι η αλήθεια Νόρμαν...δεν θα σβήσει ποτέ

Θα μάθεις να ζεις με την απώλεια του εαυτού σου

Θα την κουβαλάς

Κήδεψέ την και άφησέ την να αναπαυτεί, να ησυχάσει

Δώστης τόπο στο μαυσωλείο των συναισθηματικών εμμονών

Χάρισέ της την αθανασία στο κενοτάφιο των ανακαινισμένων θεμελίων σου

Σχετικοποίησέ την

Πες ... εκείνη, εκείνο τον καιρό, με εκείνες τις διαστάσεις ...

Μην περιμένεις καμία δικαίωση, κανένα λάφυρο ή αντάλλαγμα

Μην μπλέξεις ξανά τον Θεό σε αυτά

Ωρίμασε

Και γίνε ο άντρας που φοβόσουν να είσαι ...

Όχι χωρίς συναισθήματα

Όχι χωρίς ευθύνες

Μα με γνώση πως ... ο αγώνας του νάρκισσου να διατηρήσει την ομορφιά ... και να την επεκτείνει... ως άλλη μαζοχιστική διαίρεση, είναι μάταιος...αφού όλα διαρκούν μια στιγμή...ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο και είναι δικαίωμα και φυσικός νόμος ... να σε ακολουθήσουν οι επόμενες γενιές κι εσύ...εσύ φτωχό μου και μίζερο ανθρωπάκι να προσδοκάς ... ένα καθημερινό και ήπιο θάνατο … τη δική σου πτώση…

 

Ένα τέντωμα του τόξου ... ήταν

Μια ζαριά ... με έκταση υπερεκτιμημένη που διάλεξες να ρίξεις

Ανάμεσα στη ζωή ... και στο θάνατο

Και τώρα ... ζήσε με αυτό...στοίχειωσε και πέθανε

 

Ανοιγόκλεισα τα μάτια

Βράδιασε

Και το κρύο τρύπωσε στο πετσί μου

Τα τείχη που φυλάσσουν το ναό ... διαβαίνω

Οι καμπάνες ηχούν πένθιμα...

Νεκρώσιμη ακολουθία ή Εσπερινός;

 

Ακολούθησα τη σκιά σου ... και μες το σκοτάδι ...

Οι ρομαντικές φαντασιώσεις της νιότης μας ... έσβησαν ...

Αυτό διαφέρει από εκείνο που είχα οραματιστεί για το μέλλον ...

 
 

485 Επισκέπτες, 1 Χρήστης