Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 862
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 766
  • Total: 767
  • Leon

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ξεκίνησε από blue-roses, Ιανουαρίου 18, 2007, 02:48:56 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Αγία Αικατερίνη
 

Η αγάπη δεν είναι αρκετή

 

Σαν την τσαλακωμένη λαμαρίνα και το σπασμένο παρμπρίζ μετά από πολύνεκρο ατύχημα

Ακόμα και μέσα από την άμορφη μάζα ... παραμένει αυτοκίνητο

 

Σαν το άδειο μπουκάλι από το πιο γλυκά μεθυστικό άρωμα που έφτιαξε ποτέ άνθρωπος

Ακόμα κι αν το σπάσεις σε χίλια κομμάτια ... θα μυρίζει πάντα το ίδιο

 

Σαν την κινηματογραφική Αμελί Μελό

Αν και μεγάλωσε κι έγινε γυναίκα κι άπλωσε τη ματιά της στον κόσμο, παραμένει μέσα της το ίδιο παιδί

 

Και σαν τη γυναίκα την ορφανή

Που κόπηκε απ’ τις ρίζες της μικρή και παλεύει για μια ταυτότητα και όμως η μόνη ταυτότητα που έχει είναι ... κρυμμένη στην καρδιά της

 

Σαν τους καρπούς που ξεφλουδίστηκαν από το κέλυφος για να φαγωθούν

Και μας αποκάλυψαν την υπέροχη γεύση τους ... χαϊδεύοντας τον ουρανίσκο

 

Και σαν το νερό της βροχής που εξατμίστηκε στην επιφάνεια της γης από τον ήλιο

Κι όμως...πάλι νερό θα γίνει ... και θα ξαναγίνει

 

Ο κύκλος δεν σπάζει ...

Βαστάζει

Κι είναι πέρα από μένα και σένα και τις δυνάμεις σου

 

Λες πως η αγάπη μου δεν είναι αρκετή

Για τον ένα ή τον άλλο λόγο

Προφασίζεσαι τις ύστερες μνήμες, τις προφάσεις αμαρτίας

Κρατάς στη συλλογή σου τα γραμματόσημα που σε βολεύουν

Κι ας μην έχουν καμιά αξία παρά μόνο αυτή που ο πόνος σού προστάζει

Ίσως έτσι να μπορέσεις να ταιριάξεις την εικόνα μου

Τι λες;

 

Ανόητη!

Συνεχίζεις έναν μάταιο αγώνα για να πείσεις και να πειστείς

Ότι για όλα τα καλά που σου δίνονται θα έπρεπε να πληρώσεις κάποιο τίμημα

Πως είμαι πολύ καλός για να είμαι αληθινός

Κι όμως το μόνο τίμημα που διάλεξες να πληρώσεις

Είναι ο κατακερματισμός της αλήθειας

Το σκορποχώρι μας

Σε ποιο ψέμα τελικά ζεις;

Γιατί παραμένεις σε αφασία;

Θυμάσαι ... «μαζί σου ή όλα ή τίποτα»

Γιατί θα πρέπε να ζήσουμε στο όλα και τον φανατισμό;

 

Δεν με πείθεις

Θα ήθελα να πω ακόμη μια φορά πως εγώ σε ξέρω

Πως εγώ μπορώ να σε νοιώθω

Πως εγώ ξέρω τι είναι δικό μου και τι όχι...

Ακόμη και τώρα...

Μα τι καλό θα μας προσέφερα από δω που δεν μπόρεσα να στο δώσω όταν κοιμόμουν δίπλα σου

Σφιχτός στην ψυχική παροχή λες

Άραγε με τι θα καλυφθεί η δική σου εμμονή;

 

Η αγάπη που δεν είναι αρκετή ... το νέο σου άλλοθι

Και τώρα αναζητάς ένα στήριγμα σε ένα όνειρο που το γέννησες μόλις πριν λίγο

Και δεν αντέχει να κρατήσει αυτό που είσαι εσύ

Ποιος σου ‘πε ότι μπορείς να χτίζεις και να γκρεμίζεις ... για πάντα;

Κανείς δεν θα σε πείσει για την αγάπη σε πλεονασμό

Ακόμα κι αν το κάνει ...

Εσύ δεν θα μπορέσεις να το δεις

 

Γιατί η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται καλά κρυμμένη στον πυρήνα τους...

Η μόνη συμπαντική αλήθεια Σκορπιέ μου

Εκεί που εσύ φοβάσαι το φως

Και βάλθηκες να φυλάξεις Θερμοπύλες

Σαν άλλος Προκρούστης κόβεις και ράβεις στα μέτρα σου

Χωρίς να νοιάζεσαι ποιον συνθλίβεις

Γιατί μάχεσαι να διασφαλίσεις το σκοτάδι σου

Το δικό σου ηλεκτρικό δωμάτιο

Που έχτισες και πέταξες ... το όνειρο της αληθινής αγάπης που μοιραστήκαμε

Και καταδίκασες την αγάπη μου ... στη δική σου ανεπάρκεια

Το μόνο μέτρο που γνωρίζεις...

 

Όχι η αγάπη δεν είναι αρκετή για να με σκέφτεσαι ή να με αγαπάς ακόμη

 

Η αγάπη δεν είναι...αυτό με έμαθες...

blue-roses

Οι γιοι μου

Εγκεκυστωμένος από το σκοτάδι

Περιβαλλόμενος από κάψα

Αλυσοδεμένος την άλικη μνήμη

Πουλιά κρώζουν τον απόλυτο μηδενισμό

Θύελλες ξεσπούν με ορμή στοv πλήθινο τύμβο

Μυθικός βασιλιάς χωρίς θρόνο

Μα με οργή

Έρπομαι

Εγκλεισμένος με τη λήθη και την Αργώ

Νομίζοντας πως οι παρευρισκόμενοι ωθούνται στις πιο ταπεινές πράξεις από πυγμή

Και κρύβονται από σύνεση

Σιγήστε καμπάνες στα χωριά

Ανίδεοι ρομαντικοί ονειρευτείτε

Κι εσείς κέρινα κορμιά που δονείστε από του πάθους τη λόξα

Εσείς εγκόσμιες αρνήσεις που χαροπαλεύετε σε συνευρέσεις με αλλοιομένες φράσεις

Όνειδος, έρεβος, φόβο πάταξον

Αντισταθείτε

Κατηφορίζει η γραμμική βήτα και όλο το επίλεκτο χρονικό

Της αρετής

Ο Θάνατος

Οι τρεις φύλακες της μιας αλήθειας

Ο Εχέφρων, ο Ανόσιος και ο Ευστέργιος

Δεν συγχωρούν

Δεν λησμονούν

Διψούν για αίμα και δικαιοσύνη ταμένοι στης πίστης μου το ιδανικό

Ιππότες βαμμένοι με της έριδας το δέρμα

Πατούν, χτυπούν, σπάζουν και λιώνουν

Καίγονται τα χωριά σας

Καίγονται τα σπιτικά σας

Χαίρομαι στη λάμψη της φωτιάς να φωτίζομαι

Κλεισμένος μέσα στα βράχια

Αδημονώ

Την ελευθερία μου να νοιώσω για πρώτη φορά από τον ίδιο εμένα

Το όνειρο τέλειωσε...και τώρα...καταιγιστικά θα ζήσω για όσο περίσσεψε χρόνος

Μηδέ ποταμός μηδέ μάνα να μη μείνει χωρίς πνιγμό

Όλεθρος

Στη Σίβυλλα οδηγείστε τους και κάψτε τους

 

Έρχονται οι γιοι μου

Ξανθοί

Όμορφοι

Με πύρινα μάτια

Να ελευθερώσουν τον πατέρα τους

Τον Άσπιλο...

Νικητές Αετοί οι γιοι μου...

 

blue-roses

Αθηνά Παλλάδα

Απόψε θα έρθω σαν μαύρο περιστέρι

σε μια πολιτεία που οι άνθρωποι μιλούν μια ξένη γλώσσα κι όλο βραδιάζει

η αγάπη είναι μια αρρώστια του μυαλού

οι άλλοι δεν το βλέπουνε

όμως εγώ που άγγιξα

τη ραγισμένη φλέβα του χεριού σου

ξέρω

αυτό το αγρίμι που κοιμάται

 

Η εικόνα στον καθρέφτη

θάνατος από αναχώρηση μητέρας

ένα λευκό κενό αναλυτό παράπονο

που ψαλιδίζει τον αέρα

έξω απ΄ το βάρος των βλεφάρων

όπως και στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες

πίσω απ την πλάτη το δαιμόνιο μιας φωνής

ΔΕΝ ΕΙΠΑ πουθενά τη μοίρα μου

 

Μια μέρα είχες πει

«Όταν τα όνειρα γίνονται ένα με το χώμα τα παρασύρει η βροχή»

κάποιος είπε ότι θα βρέξει  

εσύ είσαι η βροχή

μη μου τη στείλεις

να τη φορέσεις

 

Θέλω να έρθεις μεσάνυκτα

γιατί η μέρα μου προσπαθεί να περάσει τις ωδίνες των ηρώων

θα σου ανοίξω μεσάνυκτα

θα χεις μαζί σου ό,τι σου παρήγγειλα

δεν χρειάζεται νερό θα έχουμε τα δάκρυα σου

και 'γώ ξαπλωμένος ανάσκελα

θα κοιτάζω επίμονα τις ρωγμές του ουρανού

αφού ξέρω, πως καμιά φορά

το θέλαμε τόσο πολύ και οι δύο

αντί να φύγεις σ' άγνωστη πολιτεία

με κόκκινα μάτια

ανάμεσα σε ναυαγούς αγνοούμενους

και μυθικούς δράκους

στο έλεος ενός καταστροφικού ήλιου

ξαπλωμένοι σε αφασία
πάνω στην κοιλιά της Παναγίας
να μας απορροφήσει στο σώμα της

 

Ο κόσμος μεταμορφώνεται συνεχώς

οι εποχές αλλάζουν αστραπιαία

η αλήθεια και το ψέμα είναι το ίδιο

κι ο έρωτας
είναι η ευκαιρία που μας δίνεται
να γίνουμε αθάνατοι


 
 

blue-roses

CASHMERE

Απέβαλα τη μυρωδιά της Σαπφούς
Εισπνέω αρώματα εσωστρέφειας σε δίκη
Εγώ, η παραδοχή της αμέπτου ίριδος
Κρυστάλλινη ματιά η σταχυά που ροδίζει
Κρίνομαι
Γυρίζω εξ' αρχής ακραιφνώς και μπλεδίζω
Στο χώμα σέρνομαι ως ερπετό
Ανυπερθέτως στοχάζομαι και στην δόξα κουρνιάζω
Των Αχαιών
Των ηδυπαθών Ρωμαίων
Σαν το κόκκινο κρασί το ευγενικό μα συνάμα στυφό και ξηρό στη γλώσσα
Αγγίζομαι
Μυρίζω κάτι από το χθες
Μύριζα κάτι γλυκό
Κι αποβάλλω τη μυρωδιά της Λητούς
Χτενίζομαι
Τριγυρίζω τις νύχτες σαν όνος αποστεωμένος
Θέαμα φριχτό στις παλάμες σας κρύβομαι
Καθυστερώ την ανεκτικότητα
Και προβάλλω τη γιατρειά σε στέκια άκοσμα, άοσμα, μη κοσμικά, απόκεντρα
Από ρυτίδες βαμμένες μοβ περιστοιχίζομαι
Ο γιος του ουρανού και η κόρη της Ήβης
Αρετή ονομάζεσαι
Ιδανικό προδομένο και μια ματιά στην ίριδα που εξόκειλε
Μυρίζω οσμή αλόγου
Ζώο νεκρό που στόμωσε την σιωπή του με ... άναρχες κραυγές αετού
Κρώζω τώρα δα ξερνώντας στα βράχια σας
 
Αναχαιτίστε με
 
Γη μου
Κορμί μου
Αδυνατώ και ασθμαίνομε
Κύρτωσα στην πλαγιά του βουνού που συντρίφτηκες
Νους και καρδιά καταλάγιασαν
Χτυπούν στο ρυθμό του θανάτου
Πένθιμα
Ρηχά
Και πάλι ήχους κροταλίζω
Το χρόνο ροκανίζω
Τα νιάτα που περνούν και ένα στήθος στητό που γδέρνει η βροχή ... σφίγγομαι
 
Λογίζομαι
Εγώ, η επιφανής ρότα της ανεμελιάς
Το σύννεφο της αδέκαστης οξυδέρκειας του φιδιού
Η χάρις και η ηδονή
Λαγνεία βαφτίζομαι
 
Ξεχνώ
Αδιαφορώ για τις σκιές
Και όσοι μου δώσατε πριν σημασία
Κατάρτι κομμένο σας ξεβράζω στην ακρογιαλιά
Τουλάχιστον σας χαρίζω τον αγώνα για επιβίωση ... στο πουθενά
 
Σείομαι
Εγώ που κατοικούσα στη Σιών
Και τις μυθικές ύβρεις σας αρκέστηκα να εικάσω
Εγώ, ο ίδιος που μέσα από τον αποκρυφισμό αντίκρισα την κατακραυγή
Εγώ τώρα κρατώ δαμόκλειο σπάθα στο χέρι το δεξί
 
Εγείρομαι
Αντιστεκόμενοι και αντιστάτες
Ρυθμιστές της αναπνοής
Ανερχόμενοι ηθοποιοί της μοιραίας διαδρομής
Σε μια πορεία που ποτέ πριν δεν κόμισε νέα λύτρα για τον αποχωρισμό από τα γενόμενα
Γεγονότα τελικώς αποδιοπομπαία
Ρίγη συγκίνησης που διίστανται
Τοίχοι που ραγίσατε στο θέρος
 
Θεριεύω
Στον κάμπο αγναντεύω
 
Εσείς όλοι οι επικριτές μου
Του νόμου οι τιμημένοι
Εσείς που αγορεύσατε σε νόθες γειτονιές την καταδίκη μου
Και τρέξατε σε εκστρατείες εκθρονισμού μου
Πετύχατε
 
Εσείς ματωμένοι εχθροί της γιορτής μου
Ρηγάδες, βαλέδες και ντάμες της στημένης παρτίδας των Ημιθέων
Του γκρεμού της ντροπής και της αισχύνης
 
Τώρα γελάστε
 
 
....
 
 
Γελάστε με την ψυχή σας
 
.....
 
Γιατί Εγείρομαι...
εγώ ο γιος της Ήρας
Και Μαίνομαι
Εγώ ο αδελφός του Άρη


 

blue-roses

MISTER WILSON

Τον βλέπω που ξανοίγεται στα βαθιά
Τον πήρε η καταιγίδα
Ούτε που κατάλαβα πως έγινε
Δεν άκουσα
Δεν είδα
 
Όλα χωρίζουν κάποια στιγμή
Κρατούν για κάποιες στιγμές αμοιβαίας μοναξιάς ή συνύπαρξης
Διαιρούνται για να ενωθούν ξανά πιο κάτω και να ξαναχαθούν
Αόρατη αλυσίδα
 
Ο δικός μου mr Wilson χάθηκε στην καταιγίδα
Τον κοιτούσα να απομακρύνεται και του ανέτεινα το χέρι
Δεν μπόρεσα να τον γυρίσω πίσω
Κι εκείνος ολοένα και ξεμάκραινε αποφασισμένος
Ταξιδιώτης στην ίδια θάλασσα με μένα προς μια άλλη κατεύθυνση που τον έλκυσε τώρα
 
Δημιούργημα της φαντασίας
Φανταστικός φίλος και συνοδοιπόρος
Χαμένος κι αυτός στο ίδιο νησί
Μου χάρισε λίγο από το χρόνο του
Για όση ώρα έμεινε βουβός και βρήκα εγώ το θάρρος να μιλήσω
 
Ξεκινήσαμε μαζί το ταξίδι της επιστροφής
Σε μια πέτρα γράψαμε
«Εγώ και ο Mr Wilson μείναμε σε αυτό το νησί για 4680 μέρες»
Κι ανοίξαμε πανιά για νέα στεριά
Χωρίς ορίζοντα, χωρίς ελπίδα με μόνη πυξίδα τον ουρανό
Παραδομένοι σε ένα πιο σύντομο θάνατο
 
Ώσπου, ξέσπασε καταιγίδα
Αυτό που δεν υπολογίσαμε
Έσπασε τα πανιά, έσπασαν τα σχοινιά
Βρεθήκαμε κι οι δύο στο νερό
Ξύπνησα αργότερα όταν η καταιγίδα κόπασε
 
Ο mr Wilson απομακρύνθηκε βουβά
Τυλιγμένος στη σιωπή του
Δεν άρθρωσε κουβέντα
Έτσι με αποχαιρέτησε
Κι εγώ έμεινα να τον κοιτάζω
 
Ώσπου τα μάτια μου τον έχασαν
Ή εκείνος με έχασε
ή βυθίστηκε
ή πέθανε
έκλαψα πολύ, ούρλιαξα και φώναξα «θεέ μου»
 
.....
 
 
βουή
 
βουητό μηχανών ακούγεται πίσω μου
 
μου φαίνονται όλα τόσο ψεύτικα
 
είμαι ναυαγός κι ο ήλιος με καίει
στέγνωσα
 
θα περάσει κάποιο πλοίο στη μέση του ωκεανού ...
 


 
 
[/b]

blue-roses

ΠΡΑΣΙΝΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Κοιτούσες τα πρασινισμένα λιβάδια
τα κοπάδια σκορπούσαν ανάμεσα στα λουλούδια
έτρεχες ξωπίσω να τα προλάβεις
σαν την υγρασία πάνω στα φύλλα που αργά, σχεδόν νωχελικά
ταξιδεύει προς το χώμα καθώς ο αγέρας σφυρίζει
στην διαδρομή της μοιραίας έλξης
το πέσιμο
και μετά στην βροχή
θαύμαζες από μικρή τον κύκλο της ζωής
ακολουθούσες τα σύννεφα που γέμιζαν το παράθυρό σου στην εξοχή
τα όνειρά σου ντύνονταν σταθμός
μα δεν κατέβαινες ποτέ παρά μόνο να τα γδύσεις με οργή
και να τα ντύσεις ξανά με χρώμα και φως
το σκοτάδι σε πονούσε
είχες βρει αυτό το μικρό δωμάτιο και πάλευες να μπεις
ποιος κρατούσε το κλειδί;
ποτέ σου δεν ρώτησες, γιατί αυτό που κοιτούσες ήταν αυτό που νόμιζες πως θα δεις
κι αυτό που ήθελες να δεις ήταν αυτό που κοιτούσες
εσύ κρατάς το κλειδί
 
Κοιτούσες τα λιβάδια
πρασινισμένα, γεμάτα πνοή και δροσιά ξεχύνονταν σαν κύματα σε αγριεμένη θάλασσα
παιδιά ντυμένα με πλουμιστές στολές γελούσαν και έπαιζαν ανάμεσα σε ρόδα και ανθούς
το πράσινο χαλί πατούσες και ολόγυρά σου μάζευες μέλισσες και πεταλούδες
χορδές έτρεμαν και μπότες ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν εκεί που άφησες το ίχνος σου
κανείς δεν μπόρεσε να φτάσει τη σκιά σου
κανείς δεν μπόρεσε να κλέψει απ' τη λάμψη σου
σαν ήλιος κεντούσες και έκαιγες και έσπαιρνες και νικούσες
απόλυτο άστρο αρετής και αγάπης
Σε είδα πως κοιτούσες τα λιβάδια
μια μέρα λαμπρή, γεμάτη ζωντάνια και πόθο για αρχή
ήμουν εκεί ... όλο αυτό τον καιρο
ανάμεσα στις μυρωδιές και τις παπαρούνες
στο κόκκινο, το κίτρινο και το χρυσαφί
ήμουν πράσινο φύλλο, κατάξανθος ανθός
τριφύλλι, περιβόλι στη γιορτή
ήξερα πως σου ανήκα
ένας καρπός
θεέ μου πόσο θα θέλα να κόβες να γευτείς ...
χυμός να λούσει στα χείλη σου, μέλι να ποτίσει τη διαδρομή
βιολιά τραγουδάνε
αίμα θα γίνει
Θα βγει αληθινή η γραφή
κανένα λεπτό δεν πήγε χαμένο
αν χορεύεις ελεύθερος ...
.........
Στο ίδιο λιβάδι γυρίζω ξανά και ξανά
μελένια μαλλιά και μάτια σταχτυά
στον χρόνο μου η αληθινή ζωγραφιά
βασίλισσα της καρδιάς μου
εσύ η Ιέρεια της ζωής

blue-roses

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΤΟ ΓΕΝΑΡΗ

Για όσους γεννήθηκαν το Γενάρη
Μπλε, σαν φτερά πουλιού
Και συνέχισαν να ζουν διπλή ζωή
Μετά από παρατεταμένες διακοπές
Εμπνευσμένοι στην ιδεολογία της μόδας
Αυτοί οι αντιήρωες που παρίσταναν πραγματικούς ανθρώπους
Ως διαμαρτυρία για τις μεταφορικές περιγραφές των περίπλοκων συναισθημάτων
 
Για όσους νοιώθουμε αντιστοίχως τα σωστά άγχη
Οι περισσότεροι από μας, πιστοί στο δανδισμό της Οξφόρδης
Που θέλουμε να φανούμε διαφορετικοί
Και φορούσαμε σκούρα γκρι κοστούμια και μαύρες γραβάτες
Διαλογιζόμαστε για την ύπαρξη και το μηδενισμό
Αφανίζοντας την ανακόλουθη συμπεριφορά που άλλοι ονόμασαν ιδιοτροπία
Κι άλλοι απλώς εγωισμό
 
Για όσους διαβάζουν νευρικά προσπαθώντας να μιμηθούν μετά το πρώτο σοκ
Με ένα αίσθημα ανακούφισης και ελευθερίας
Τους μοναδικούς κοντινούς συγγενείς
Την ανομοιόμορφη ομάδα νέων
Σ' αυτούς εκείνα για τα οποία δεν ήθελαν να αρέσουν
Είχαν γίνει απλώς αυτοί που με συντηρούσαν
Και στους οποίους έπρεπε να δείχνω μια δεδομένη ευγνωμοσύνη
Δεν μπορώ να δώσω τίποτα περισσότερο
 
Για μέρες επειδή η Μαρία φοβόταν
Για κάποιο λόγο που ορθωνόταν στο μυαλό της ως ο απεχθής
Όμως πάντοτε ο ισχυρός στύλος της ατόφιας ηθικής
Μέσα στη βαλτώδη αστική παρακμή
Είχε μια σύγχρονη αίσθηση
Βάδιζε με αυτογνωσία
Πολύ περισσότερο από κάθε λεπτομέρεια ξεχωριστά
Βρισκόταν κοντά, στο πλάι μου
Ακόμα και κοντά της, πάντα μπερδευόμουν
 
Την παρακολουθούσα να προχωρά στο δρόμο προς το μέρος μου
Να κάνει παύση
Να διασχίζει το δρόμο
Και ήταν υπέροχη
Ήταν μία γυναίκα από αυτές τις σπάνιες,
ακόμα και ανάμεσα σε ήδη όμορφες γυναίκες που έχουν γεννηθεί με ένα φυσικό φωτοστέφανο
Πάντα στη ζωή μου τη μεγαλύτερη σημασία θα την έχει η αντίδρασή της
Ακόμα και οι πιο ήμεροι νοιώθουν
Τη μια στιγμή που είναι άσχημη
Και μετά μια κίνηση, μια έκφραση, ένα χαμόγελο που έσβηνε την ασχήμια
Σε κάποια άλλη περίπτωση θα μπορούσα να αποφύγω τα μάτια της
Και να γίνω σωστό κτήνος
Καθώς την κοιτούσα
Που με ικέτευε να μην πω ψέματα
Με τον ήρεμο, σχεδόν επιτηδευμένο τρόπο της, έδειξε κατανόηση
 
Ίσως, με όλα όσα συνέβησαν, είδε πιο καθαρά τα αισθήματά της για μένα
Ό,τι και να συνέβη, δεν μπορούσα πια να παραπονεθώ
Όσες δυστυχίες κι αν έφερε η Μεγάλη Αγωνία, κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος απ’ ό,τι ήταν ανθυγιεινό
Δεν εννοώ πως έχασε ξαφνικά όλες τις αναστολές της
Ή ότι μου αφέθηκε
Αλλά μου έδωσε όσα περισσότερα μπορούσε
Ο χρόνος που περνούσα μακριά της
Αυτές οι ώρες της μοναξιάς που της χρωμάτισε το κενό ή η έλλειψη
Μου έδωσαν δύναμη για να συνεχίσω εκεί που σταμάτησα
Στο τέλος είναι η αρχή μου
Τέτοια λάθη γίνονταν συχνά για να υποψιαστείς κάτι
Κι όταν αρνιέσαι να μιλήσεις για τον πόλεμο
Δεν θα μπορείς να ρουφήξεις την αγάπη της σαν βδέλλα
Μια πολύ αισθησιακή βδέλλα
Η Μαρία είχε γίνει μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα
 
Μια μέρα πήγαμε να περπατήσουμε στο δάσος, στο βόρειο μέρος του Λονδίνου
Εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολύ όμορφα και απομονωμένα δάση σε τόσο κοντινή απόσταση από το Λονδίνο
Ήμαστε ξαπλωμένοι στο χορτάρι και φιλιόμαστε
Ίσως γελάσεις που ήμαστε ξαπλωμένοι και φιλιόμαστε μόνο
Κι όμως, έτσι δίναμε στον κόσμο μια πλούσια σε μυστήριο και γλυκιά συγκίνηση
Δεν είναι μόνο οι κακές μνήμες που σβήνουν
Αλλά ολόκληρα είδη αισθημάτων
Και αν είσαι σοφός, δεν θα λυπηθείς ποτέ το παρελθόν,
Για αυτά που δεν ήξερες αλλά θα λυπηθείς τον εαυτό σου για αυτά που ήξερε
Ανάμεσα στα λουλούδια, τα αθώα πουλιά και τα δέντρα, πως θα μπορούσα να την αρνηθώ
Είπε «ό,τι κι αν συμβεί, με πλήρη αφοσίωση που δεν μπορώ να σου περιγράψω,
με επισημότητα και ειλικρίνεια αυτή η υπόσχεση είναι ένα άλλο χαμένο μυστήριο»
 
Όλο αυτό έβλεπες
Όλο γι’ αυτό σου μιλούσαν
Έτσι, νομίζω πως τώρα όπως και πριν και για πάντα
Σε κάθε βλέμμα και διάθεση όπου διακρίνονταν ο υπαινιγμός, εκτός από τη σωματική έλξη
Με θεατρικούς όρους και έμφυτη αίσθηση της αγγλικής ειρωνείας
Το φλερτ ήταν περιττό
Ήμουν αισθησιακός και τυχοδιώκτης
Ένας αποτυχημένος ποιητής που ακόμα έψαχνε την ανάσταση σε γεγονότα αν όχι σε στίχους
Μπορούσα να πιω το κύμα αν μου πρόσφεραν
 
Καθισμένος κάτω από το μικρό πεύκο ατένιζα τη θάλασσα και προσπαθούσα να μαζέψω τα ταραγμένα λογικά μου
Ήξερα κιόλας πως αυτό που με τραβούσε σε εκείνη ήταν το διφορούμενο χαμόγελό της
Η σιωπή, που θα έπρεπε να γίνει λάσπη για να δέσει πάλι ο τοίχος
Φαντάστηκα ποια ήταν η πραγματική αιτία που έγινα εργάτης
Έπρεπε να απασχοληθώ και να φύγω από τη μέση
Να κάνω ένα διάλειμμα
Η δουλειά είναι η τιμή και η δόξα για τον άντρα
Μου πήρε 4 μέρες να διασχίσω 1000 μίλια
Κι όλο τον υπόλοιπο καιρό έκανα ούτε 30
Την τέταρτη μέρα ο ποταμός φαρδύς και σιωπηλός σαν λίμνη σε παραμύθι
Σαν καθρέφτης όπου δεν έχουν κοιταχτεί από τον καιρό που έγινε ο κόσμος οι νεράιδες
Με ξέβρασε στην ακτή
Είμαι τυχερός
Πίεσα τη φτέρνα του αριστερού ποδιού στο πάτωμα ώσπου απαλλάχτηκα από αυτό
Μετά αισθάνθηκα ένα γυμνό πέλμα να γλιστρά μαλακά πάνω στο γυμνό μου πόδι
Τα δάκτυλά της έστριβαν και έξυναν το πάνω μέρος των δικών μου
Ήταν αθώο, αλλά ερωτικό
Μπορέσαμε να έχουμε επαφή
Συχνά τα πιο παράξενα δώρα είναι πράγματι από θρησκευτικό ένστικτο
Αυτό το ένστικτο καθορίζει ό,τι προσφέρει η κάθε περίπτωση
 
Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ήταν μασκαρεμένοι εχθροί
Η καρδιά μου αναπήδησε
Με μια ελαφριά κίνηση μου είπε πως έχω δίκιο
Ήταν μια φωτοβολίδα που έπεσε σε αργή παραβολή
Ήταν φανερό πως οι μισές πήγαιναν να επιτεθούν σε κάποιο σημείο στην άλλη πλευρά του μυαλού
 
Με όλα αυτά κοίταξα γύρω μου
Ό,τι νόμιζα πως είμαι
Ό,τι περίμενα πως είσαι
Για όλα όσα περίμενα
Ήταν είκοσι μέτρα μακριά σε μια σειρά βράχια με αρκετούς θάμνους για να δώσουν κάλυψη
Με τη μελαγχολική συνειδητοποίηση της αιτιατής παραδοχής της ύπαρξης
Η αλήθεια έλαμψε μέσα μου
Ήταν όλα τόσο φανερά
Πάντα ήξεραν πως θα ερχόσουν
Μια επιστροφή του παλιού σεβασμού
Πέρα από το θυμό
Στην κορυφή
Στην ησυχία
Ήρεμα
Έτσι όσο μακάβρια και αν είναι η περιπέτεια
Ο θίασος θα ξαναμπαρκάρει
Μετά, χωρίς να πουν λέξη




 

blue-roses

ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΑΡΚΤΟΣ

Ακολουθώντας τη στάχτη που σκόρπισε ο αέρας
Αναπνέοντας τον ατμό του καμένου μέσα στις παραισθήσεις σίδερου
Γεμίζοντας ταυτόχρονα την παλέτα μου με κεραμίδια, ξερά φύλλα από ρόδα και ευχές από μια γη ξεχασμένη
Επαγρύπνησα
Ένοιωσα την ταπεινότητα της υπέρτασης καθώς με το ένα χέρι ακούμπησα το θολό τζάμι που γράφαμε μαζί παιδιά
Με συγκίνησε η Αρτεμισία άρκτος, γερασμένη στο σκουπισμένο από τις σκόνες σπιτάκι της ξαπλωμένη την βρήκα
Κουνούσε τα μάτια σαν βεντάλια
Θυμόταν ακόμη το άρωμα της βανίλιας και τα χρώματα που ζωγραφίζαμε στην βεράντα
Αν ερχόσουν εκείνο το δειλινό θα μπορούσες να δεις κι εσύ το ουράνιο τόξο να ανατέλλει μέσα στη βροχή
Περπατούσαμε έτσι πιασμένοι σφιχτά, ακουμπώντας στον ώμο ο ένας του άλλου
Ψηλαφώντας το όριο του μαρμάρου από την άμμο
Χτίζαμε το δικό μας κάστρο και με μόνη σημαία την ειρήνη στην ψυχή τινάζαμε το βλέμμα στον ήλιο
Με νόημα
Συμβολικά ο πατέρας καθρεφτίζεται στις ψυχές μας

Ζητούσα τη φύση
Από μικρό παιδί κουραζόμουν στις αυλές των σπιτιών ανακατεύοντας χρώματα με τα πινέλα μου
Από μικρό παιδί έπλαθα ιστορίες για μεγάλα παιδιά και αναζητούσα τη στιγμή εκείνη τη μαγική,
 τη μοναδική μέσα στο χρόνο που όλα θα συγκλίνουν σε μια πορεία
Κι ο χρόνος κύλησε
Και σκότωσα τη φύση

Χαμένα βασίλεια ζητάς τώρα όπως και τότε
Και η μουσική στο δωμάτιο είναι η ίδια όπως και τότε
Ο κύκλος δεν σε αφήνει να ξεφύγεις
Μιλάς για μαγεία κι όμως ζωντανεύεις τους δυνάστες σου
Ζητάς χάρη κι όμως εσύ είσαι που ζητάς τον ίδιο θάνατο

Ακούστε
Όλοι εσείς οι επικριτές από μένα ζείτε

Μεγάλη η κατάληψη του νου σου αφέντη
Νομίζεις πως αντέχουμε την σπορά το φθινόπωρο και τη ζέση το καλοκαίρι
 
Μα αν εσείς ανεκτίμητοι δεν μπορείτε να δείτε το χαρωπό πρόσωπό μου να κατακλύζετε από την ίδια μπόρα
τότε ποια μοίρα φέρνει τη βροχή έξω στο σταυροδρόμι
 
Κάπως έτσι ένοιωσα τη φύση να έρχεται μέσα από τις θύελλες και την ευγένεια της ψυχής
Ψηλό αγόρι κρεμασμένο σε ένα δέντρο με την καρδιά στραμμένη στην ανατολή
Από όλες τις αρετές μόνο η παρορμητικότητα είναι διεισδυτική στο αίμα
Αδηφάγα μα συνάμα τοξοβολεί την αναμάρτητη ζαριά στο σύμπαν
Καθισμένος σε μια πολυθρόνα από μια γωνιά κοιτάζω τη φωτιά που σιγοκαίει
Αν με ακούς εκεί που βρίσκεσαι εκεί μείνε
Καθώς οι ώρες και τα λεπτά περνούν και οι νοσταλγοί του ταγκό αργοπόρησαν
Ο δικός μου χορός δεν χωράει στο ρόλο μου
Κι έτσι αποφασισμένος να ζυγώσω την παγωμένη ρόδα που γλιστράει
σαν ξυράφι στο ροντέο της αγάπης έμαθα να αγαπώ
 
Ουρανέ της γαλήνης και του μύθου
Εσύ που λύγισες τη γη και το φεγγάρι γκρέμισες
Εσύ που ανάστησες τη ζωή και το θάνατο νίκησες
Μόνο εσύ μπορείς να κρίνεις την αυγή το καράβι που ναυάγησε στα ρηχά
Αν ξέρα το πέταξε
Ή αν μέρα το νύχτωσε
Κουράγιο να δίνεις σε με και  στους συντρόφους μου
Θα έρθουν κι άλλες θάλασσες να δεις
Σαν κύματα τις ακούω που πλησιάζουν το βορρά
Νυχτογάλαζα χρώματα γκρι και μπλε και σιελ και μπλε βάφουν την εικόνα που θέλω να βλέπω
Με μάτια ακονισμένα, κλείδωσα τη σκέψη και άνοιξα ξανά πανιά πλατιά
Δεν ξέρω για πού
Δεν ξέρω για πόσο
Αν ήξερα ίσως να φοβόμουν
Τώρα δα φοβάμαι ακόμα
Κι είναι αδυναμία το μόνο που ξέρω
Όμως θα πάω …

blue-roses

ΦΑΡΜΑΚΙ

Είμαι αυτός που γράφει και διαβάζεται
Είμαι αυτός που γράφω σε κάθε λέξη που διαβάζετε
Όταν τίποτε δεν έχει απομείνει
Όταν σε τίποτε δεν βλέπω κάτι να απομένει
Τότε καταλαβαίνω πως κάτι μένει …
Αναπνέω …
 
Τα δάχτυλά μου χορεύουν σαν να έπαιζαν πιάνο …
Θυμάσαι ;
Αυτό που δεν έμαθες ποτέ να κάνεις κι όμως κι εσύ χτυπάς πλήκτρα
 
Ήμουν αδύναμος κι υπήρξα σκληρός
Δεν άντεχα να βλέπω να είμαι κάτι που δεν θέλω
Πήρε χρόνο μα είχα τη θέληση
Έγινα δυνατός κι υπήρξα καλοσυνάτος
Έμαθα να αγαπώ
Πόνεσα
Σε πόνεσα
Δεν το είχα σχεδιάσει έτσι
Δεν μπόρεσα να το εξηγήσω
Έγινα αδύναμος κι υπήρξα σκληρός
Ο ίδιος εφιάλτης επαναλήφθηκε
Θυμάσαι που έλεγα πως η ευτυχία είναι η επιθυμία της επανάληψης;
Είμαι ευτυχισμένος … να είμαι αδύναμος … να είμαι σκληρός;
 
Τι απομένει Μήδεια τώρα που όλα έπεσαν;
Απομένω … εγώ
Κι αυτό που έμεινε είναι ο κακός σου εαυτός
Αυτό σου μένει …
 
Γκρεμίζω
Σηκώθηκε σίφουνας
Θα τα παρασύρει όλα, τυφώνας, καταιγίδα, κατακλυσμός
Άστραψα και βρόντηξα
Καθετί που με κάνει να μην είμαι εγώ θα πέσει
Πως πήρα τέτοια απόφαση;
Δεν ξέρω αν θα αντέξω …
Κι όμως … υπάρχεις εσύ
Μέσα σε όλα αυτά
Η μόνη μελωδία μες τη μοναξιά
Ο γιατρός της κάθε νόσου
Δεν με εγκατέλειψες
 
Και να που ερωτεύτηκα
Και να τώρα δα που η απόσταση … θα μας σώσει
Κι όταν βρισκόμαστε … νοιώθω πάλι πως με τιμωρούν
Νοιώθω πως ο μόνος δρόμος είναι να παλέψω …
 
ΤΕΛΟΣ
 
 
 
……………
 
 
 
 
ας ξαναγράψουμε το έργο από την αρχή …
ας συνεχίσουμε την ιστορία μας εκεί που τελείωσε
όλα ήσαν ζωντανά στη χώρα των υποσχέσεων …
 
όλα και καθετί που σε θυμίζει
κι εσύ ζωντανός
αυτός που γράφει κι εσύ διαβάζεις
αυτός που γράφω πως είμαι
 
και δεν θα προδώσω άλλο
 
δεν είμαι φαρμάκι … ούτε φάρμακο
μπορεί να μην είμαι καλός συμπαίχτης ή καλός παίχτης, αλλά είμαι εδώ …
 
είμαι εγώ
κι είμαι ακόμα εδώ ….
 
[…]
 
 
 

blue-roses

ΚΑΡΤΕΡΙ

Από μακριά ο καθρέφτης ακτινοβολούσε μια λάμψη κοίλη

Κάθε μητέρα που γιορτάζει την επιστροφή του γιου καληνυχτίζει τη μπόρα σ’ ένα καρτέρι

Χαλαρά πατούσαν τα πόδια της στο στραγγισμένο από τους κόμπους της ζήλιας χαλί

Είχαν μαλακώσει οι ρυτίδες στο πρόσωπο και οι ορμόνες είχαν καταλαγιάσει

Μπορούσες να δεις πέρα από τη φαντασία

Ανάμεσα στα βουνά της άρκτου κουνούσαν τα χέρια τους κατακόκκινα παιδιά

Νύχτες ολόκληρες ξεφάντωναν στον αστερισμό της δυστυχίας

Τώρα ολομόναχα περιμένουν να σφιαγαστούν

Κράτα το κρίμα για μένα

Αν θέλεις να ρωτήσεις το ναυπηγό για το σκαρί που σκάρωσε

Αν υποπτεύτηκες πρότερα τη μοίρα των αμαρτωλών που γδύθηκαν στη θύελλα

Τώρα δα θα ήθελες έτσι για αλλαγή να ξεχυνόμουν στα λιβάδια

Πιο γρήγορα απ’ το λίβα

Πιο κομψά από την αρετή

Θα έφτανα την άκρη του αόρατου για να σε δω

Φτερό θα γινόμουν

Θα πετούσα την αυγή πάνω στις δροσοσταλίδες

Τον ήλιο θα μετρούσα με θωριά τα δειλινά καθώς θα έσβηνε στη δύση

Κι αν τύχαινε και κάπου εκεί σε συναντούσα

Λίγο πριν εξατμιστείς

Και γίνεις ατμός και εξαφανιστείς στον κύκλο της ζωής

Θα σου παρέδιδα την πιο γλυκιά ευτυχία για κει που χάνεσαι να κρατήσεις στερνή δοξασία

Αγάπη μόνο

Αν πήρες έχεις

Αν έχεις δώσε

Αν σου έχωσαν καρφιά στην καρδιά γέλα

Αν έκλαψες πικρά την μοναξιά σου πέτα

Και ρίζωσε στη γη και αστροπελέκια κάλεσε τα στοιχειά να κάψουν

Αγάπα ξανά κι ο κύκλος θα σπάσει τα μούτρα αυτών που συνωστίζονται στην αυλή σου

 

Τους κόλακες γυρεύω...

 

Κλαψουρίζω στην άμμο

Γύρισα τα μάτια μου ... μα δεν σε είδα

Νόμιζα πως σε άκουσα ... μα δεν με φώναξες

Κι έσκυψα

Και γύρισα τα μάτια μου αλλού

Ύστερα χάθηκες

Σε πήρε η θάλασσα μακριά

Και το αλάτι σκέπασε το άδειο σου κουφάρι

Λούφαξε

Μπορείς να γίνεις ψάρι του γυαλιού

Τώρα που έμαθα να αγαπώ

 

 
 

blue-roses

Take The Long Way Home


Ανέτεινα την κοσμική και συνάμα κακοδιάθετη ύλη έξω από τη γη

Πέρα από το ηλιακό σύστημα, εκεί που ο ήλιος ξεθωριάζει

Μέχρι που κάθε φόβος στην καρδιά σβήνει

 

Διασχίζοντας χωρίς πίεση το αυλάκι του κόσμου

Εσωτερική ειρήνη πέρα από τα μέτρα

Ζούσα εκεί απ’ όπου ήρθε

Όταν ένας άνθρωπος με σταμάτησε

Θέλω να έχω αυτό που έχεις

Και να αποκτήσω αυτό που απέκτησες

 

Το απέκτησα ενώ κοιμόμουν αγαλήνευτος μες τη βροχή στους δρόμους

Και μάθαινα να μοιράζομαι τον πόνο των ανθρώπων μου ή

Να μοιράζω τον πόνο μου στους ανθρώπους μου

Το απέκτησα ανθίζοντας λουλούδια στις πέτρινες καρδιές

Τα κατάφερα γιατί πάντα επέλεγα το μακρύτερο δρόμο προς το σπίτι

 

Διέσχιζα τους δρόμους του κόσμου χωρίς πίεση

Φρέσκος γεμάτος ισχύ, ακμαίος γεμάτος ορμή, έτσι η ζωή έγινε ο καθρέφτης μου

Πηγαίνοντας μακρύτερα μάθαινα περισσότερα

Εκεί που ο Αίολος λυσσομανά ... βρισκόμουν

 

Εμφανίστηκα σε μέρη που ποτέ δεν θέλησα να βρεθώ

Κι έτσι τερμάτισα τη νεότητά μου κρεμασμένος στη δοκιμή

Τώρα είμαι στην παλίρροια, εκεί έμαθα λεπτομέρειες πέρα από τη γνώση

Είδα ένα σπόρο να φυτρώνει, επέστρεφα σπίτι

Όταν ένας άνθρωπος με σταμάτησε και ζήτησε να έχει αυτό που είχα και να αποκτήσει αυτό που απέκτησα

 

Το απέκτησα γιατί χαμογελούσα στη χαρά με ευγνωμοσύνη

Γιατί έκλαιγα στη λύπη αλλά δεν παραδιδόμουν στην εντροπία

Έβρισκα δύναμη να μοιράζομαι τον πόνο μου με τους ανθρώπους

Το απέκτησα γιατί έμαθα να είμαι ειλικρινής και να εμπιστεύομαι

Τα κατάφερα γιατί είχα πάντα σύμμαχο και συνοδοιπόρο στο μακρύτερο δρόμο προς το σπίτι ... τον Έναν

 


 

blue-roses

ΜΥΣΤΙΚΟ
 

Κι είχα να πω ένα λόγο … μα προτίμησα τη σιωπή

Ήθελα να γυρίσω και να γνέψω στην ηλιαχτίδα να με ακολουθήσει … μα προτίμησα τη σιωπή

Μπορούσα να μείνω εκεί και να μυρίζω τη δροσιά της ανοιξιάτικης νεροποντής, να αφήσω το μυαλό μου να ταξιδεύει ανέμελα σε άλλες εποχές πιο ξένοιαστες, πιο παιδικές … μα προτίμησα τη σιωπή

 

Αν ήξερα, αν φανταζόμουν κι αν μπορούσα να μιλήσω με τους μάγους θα τους ζητούσα να μου χάριζαν ένα αστέρι

Θα το φρόντιζα σαν μικρό παιδί που αφήνεται στην αγκαλιά της μητέρας του

Τα βράδια θα του διάβαζα παραμύθια για ήρωες ξεχασμένους σε κάστρα που ποτέ δεν έπεσαν, στην αρετή που ποτέ δεν λύγισε, στην υπερηφάνεια που ποτέ δεν αμαυρώθηκε

Και σαν μεγάλωνε, σαν έφτανε η ώρα που καρτερούσα θα του μαρτύραγα το μυστικό

 

Ξέμεινα από καιρό στα χαμένα και μόνη ελπίδα στην άχαρη επανάληψη της αναπνοής είχα τη ματιά μου στα μάτια του, την ξεκομμένη από τα χείλη γεύση της ανάγκης για αγάπη, για αγάπη ενεργητική που δίνει και παίρνει από το δόσιμο, για αγάπη αληθινή που όμοια της μόνο η φαντασία μπορεί να τρέφει και να ανατρέχει στα λιβάδια τα καταπράσινα, εκεί στους παρθένους αγρούς με τις κατακόκκινες τουλίπες και τις αστείρευτες μυρωδιές όπου οι μέλισσες έστησαν τρελό πανηγύρι με τις πεταλούδες και ‘γω σε πρώτο-συνάντησα μέσα στο ολόλευκο φόρεμά σου, ανέμελη, σχεδόν παιδί, με τα μακριά σγουρά μαλλιά σου, το βελούδο του μεταξιού στο δέρμα σου, την απόλυτη ηδονή στο βλέμμα σου…

 

Πέρασε ένα ακόμα λεπτό …

 

Πέρασε ένα ακόμα λεπτό …

 

Ανυπόφορες στιγμές κατακλύζουν το χρόνο μου

Αν υπάρχω πραγματικά, αν είμαι αυτό που αισθάνομαι κι αν είμαι αυτό που φαίνομαι

Ακόμα κι αν είμαι αυτό που δεν καταλαβαίνω αλλά αναγκάζομαι να είμαι

Ακόμα κι αν είμαι η ξεχασμένη παραδόπιστη εμπιστοσύνη στην τυφλή υποταγή της μοίρας μου

Αν είμαι εγώ το πεπρωμένο μου

Θα αναρωτηθώ …

Πόσες στιγμές σκορπισμένες στο σκοτάδι τραγούδησα για μιαν ευχή πως ίσως έρθεις μια μέρα ξαφνικά όπως ξαφνικά θα χαθείς ένα απόγευμα Μαγιού στο σκοτάδι που σε τραγούδησα

Κι ίσως τότε, τυφλός γυμνός σχεδόν τρελός να αναρωτηθώ…

Πόσο ακόμα θα υποκρίνομαι πως προτιμούσα τη σιωπή απ’ τη βροχή, προτίμησα τη σιωπή απ’ την πάλη για μια άλλη ζωή … ζωγραφισμένη με τα πινέλα της αθωότητας … κλειδωμένα στα όνειρα της εφηβείας …

 

Νοιώθω μια βαριά αναπνοή

Ένα σαρκοβόρο ζώο διψά για τη σάρκα μου

Ενοχές και ένοχες τύψεις με δένουν με το άλγος της αναβλητικότητας

Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να πετάξω μα τα χέρια μου ήταν φτερά

Κούρεψα την οργή με το σπαθί που πρόδωσα στο αίμα σου κολασμένη φύση

Έσφαξα αμέτρητες ουρές από τα πουλιά της νιότης μου

Μάτωσα

Κουράστηκα

 

Αναλογίσου γιατί να πρέπει να λυγίσω το ατσάλι ενώ δεν είμαι φωτιά …

 

Το μάτι μου ανοιγόκλεισε μπροστά στην παρέλαση των ανθέων

Στη γειτονιά που με γέννησε δεν θα γυρίσω

Το σπίτι μου γκρέμισα

Κι όμως αν ζητούσα καταφύγιο ξανά, αν προσπαθούσα να γυρίσω στην εκκλησιά, εκεί που μου χάιδευαν τα μαλλιά στο κατευόδιο για την Χώρα των Θαμάτων, ίσως να αισθανόμουν ζωντανός παρά σβησμένος από τις μνήμες των ηλεκτρικών κυμάτων που με παρέσυραν στη δίνη του Ταγού κατακτητή

Στις πολεμίστρες έσκισα τα ρούχα μου

Τα στήθια μου άνοιξα στον αέρα

Με πάντρεψε η λήθη με την Αλκμήνη στην Ιωλκό

Στο γλέντι κόπιασαν μύριοι φίλοι, χάρτινες βαρκούλες με τραγουδούσαν στα πνιγμένα πέλαγα

 

Ήσουν όμορφη εκείνη τη μέρα

Έλαμπες σαν ελάφι

Χρυσή σκόνη ανασήκωνες στο πάτημα των ποδιών σου

Κι ήταν θαρρείς μια ξεχωριστή ύλη χαρισμένη στην ύλη μου … το άγγιγμα των χειλιών σου

Αυτά ήσαν τα μόνα καλά νέα που ψιθύρισα καθώς τα καρυδότσουφλα έσβηναν στα μοβ του δειλινού

 

Έχω μελαγχολήσει

Τα δάκρυα σβήστηκαν στο πρόσωπό μου

Προσπαθώ να βγάλω τον καθρέφτη από την τσέπη μου μα αυτός αντιστέκεται κάθε που τον κοιτάζω

Δεν δείχνω πια

Δεν φαίνομαι

Αντανακλώ μόνο τη θλίψη

Έχω ξοφλήσει

 

Όσοι με ξέρανε θα έλεγαν πως είμαι τρελός

Πως ένα άλογο θα μπορούσε να με βαστάξει μέχρι να το σκάσω από την παραφροσύνη

Κι αν μπορούσα να το ζέψω με τη δύναμη της πίστης μου στο αδύνατο

Αν μπορούσα να το ποτίσω με χρώμα, ίσως να το έβαφα μαύρο και να το έθαβα σε μια τρύπα

Πλάι στον ιδρώτα που μούσκεψα για ένα λεπτό δόξας που κράτησε λιγότερο από την τρικυμία

Ακούω το ποδοβολητό μου

Πλησιάζει η ώρα του διθυράμβου

Εγώ ο γιος του Ίωνα

Εγώ ο γιος του Ταύρου

Ο ομορφότερος της Φαίδρας

Θα προτιμήσω τη σιωπή

Κι απ’ όλες τις αρετές της μετριότητας

Θα είμαι διακριτικός μαζί μου

Και θα σιωπήσω…

 

Ένα λεπτό ακόμα

 

Σε ένα λεπτό

 

Σηκώθηκε σκόνη

Ο ήλιος με καίει

 

Επιτέλους ελεύθερος

 

Και τώρα σιωπή

 

Μπορείς να κρατήσεις μυστικό …;

Σσστ

 

 


 

blue-roses

ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ
 

Είμαι το άγγιγμα της προσωποποιημένης μου σιωπής,

η ελεύθερη επιλογή μου, που έχει αρχίσει να γίνεται ουδέτερη και καθολική,

η αλήθεια η αινιγματική κι η ελλειπτική,

διότι μπροστά σε μια στιγμή ανοχύρωτης σύγχυσης μπορούσες να ψεύδεσαι λέγοντας αλήθεια,

ή μάλλον,

κάνοντας την αλήθεια τρέλα είναι αδύνατον να συναγάγεις την ιδεολογία του πικρού και εφεξής αποσταγμένου παραδομένου, σ’ ένα κόσμο  πιο απόκρυφο από τον ίδιο το Λόγο, πιο αποσταγμένο και από την ενόχληση που ένα σταυρωτό κουστούμι τυλιγμένο σε μια γραβάτα στο Λυκαυγές μιας τεράστιας ανατροπής των ιδανικών και των προτύπων, ακολουθεί.

 

Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησα ότι είχα σταματήσει σε μια στιγμή ανίσχυρος,

ενώ μέσα στον πυρετό μου διέθετα ακόμη κάποια ευαισθησία,

γι’ αυτό εξάλλου είχα πάει εκεί,

αλλά με πνεύμα ιπποτικό και γεμάτο θαυμασμό, σαν να επισκεπτόμουν ένα μικρό τέμενος,

κρυφό στα μάτια του κόσμου, που φύτρωσε για να προσφέρει την εκκλησία στις προσευχές μου.

Οι μοίρες όμως διώχνουν τον μισαλλόδοξο και ζητούν συγνώμη από τον άπιστο.

Αυτή η συνταύτιση με τον εχθρό θα με οδηγήσει αργότερα στην καταστροφή,

Διότι στη δίκη θα με κατηγορήσουν για σχέσεις με αποκρυφιστικές αιρέσεις

Κι ίσως να είναι αλήθεια, μοιάζω λιγάκι με τυχοδιώκτη του περασμένου αιώνα που τον κυρίευσε το πάθος της ερήμου, χωρίς παιδεία ή ανατροφή, μα με μόνη ανατρεπτική δύναμη την πίστη στον εαυτό μου γι’ αυτό που με καθοδηγούσε να σε ανακαλύψω…

 

Βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, γιατί είμαι αναγκασμένος να πάω στην έρημο ξανά και να κοιμάμαι κάτω από μια σκηνή και να περνάω μέρες ολόκληρες χωρίς να βλέπω ζωντανή ψυχή, χωρίς να μυρίζω τη σταρένια σου σάρκα και να προχωρώ με το άλογο μες στον ήλιο και να υπομένω τη δίψα και να ξεκοιλιάζω τους φτωχοδιαβόλους που με τριγυρνούν…

 

Μου θυμίζει την ερημιά της ζωής μου…

 

Άραγε με σκέφτεσαι, σε κάθε κυνήγι σου με τα όπλα ενάντια στα λιοντάρια,

δηλαδή σε μια ζωή μετάνοιας και μάχης,

χωρίς να μιλήσω για τον όρκο αγνότητας σε κάποια διαβολική θεότητα που ζούσε μες στον κόσμο και μήνες ολόκληρους στην έρημο, και ξάπλωνε μαζί μου στη σκηνή τη νύχτα που νύσταζες, κρύωνα, διψούσες, φοβόμουν και ήθελα την προστασία σου…

 

Μια ώρα ύπνος ακόμα

 

«μα σκέφτεστε τι ζωή, σκέτη κόλαση, ανάμεσα στους άλλους που δεν έχουν δώσει τον ίδιο όρκο και όταν καταλαμβάνουν μια πόλη βιάζουν τις λέξεις και καίνε τους δρόμους, σβήνουν τους χάρτες και τις μνήμες μαζί…»

 

… όμως πήγαινα στ’ αλήθεια γυρεύοντας

 

Που είσαι ;

Που χάθηκες;

 

Μη χάνεσαι …

 

Έφυγες και εγώ με ποιον θα μοιραστώ τη ζωή μου τώρα

Κι ας ήξερα πως αυτό θα κρατούσε για πάντα

Κι ας πίστευα πως σαν ξημέρωνε θα σε είχα δίπλα

 

Αλλά δεν είμαι αυτό που πίστευα πως είμαι

Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρευόμουν

 

Θα ήθελες να σε έπαιρνα μαζί, να αγγίξουμε τη ζωή που έπλαθα στα παιδικά μου όνειρα

Τότε που το μόνο που ζητούσα ήταν να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί σου

Και πίστευα πως σαν ξημέρωνε θα σε είχα δίπλα

Γιατί ήξερα πως αυτό θα κρατούσε για πάντα

 

Δέκα χρόνια πριν … σου είπα σ’ αγαπώ

Θα τρόμαζες αν ήξερες … πόσο …

 

 

blue-roses

Under The Bridge

 

Καλογυαλισμένα παπούτσια και μαλλιά χωρίστρα

Ρούχα σκούρα, επιτηδευμένη τσάκιση, σιδερωμένα με τρόπο

Ποδαράκια λεπτά, χαμόγελο ανύπαρκτα σβησμένο, βλέμμα χαμηλωμένο

Στέκεται όρθιο με τα χέρια διπλωμένα πίσω

Ακούνητο

Σαν ψεύτικο

 

Χορεύεις;

Θα χόρευα μαζί σου

Θα σου έδινα ένα λόγο να νοιώσεις υπερήφανος

Κι εγώ ποιος υποτίθεται πως θα είμαι;

Ό,τι κι αν κάνεις ... μην με αφήσεις

Αν σου δώσω αυτό που ζητάς, θα μου το δώσεις πίσω;

Ξέρεις τι θέλω;

Ξέρω

 

Τον περισσότερο χρόνο τον ανάλωσα στο να αλλάζω δίσκους

Η πρώτη μεριά είχε τη γοητεία του αγνώστου

Η δεύτερη έπαιρνε την προίκα της απογοήτευσης και του πόνου

Έσπασα το πικ απ

Ο φόβος του θανάτου είναι η μελωδία της ευτυχίας

Ακόμη κι όταν νοιώθω πως η ζωή με κυνηγάει

Δεν σπάω

Το ίδιο το σύστημα αυτοκαταστρέφεται και καθαρίζει

Ο χρόνος είναι η άλλη οδός

Μα ο χρόνος περνάει κι άλλη μια μέρα προστίθεται και αφαιρείται ταυτόχρονα

Αντίστροφη μέτρηση προς την ίδια την ευτυχία μου...

 

Σου αρέσουν τα κλισέ

Οι θησαυροί που περιμένουν να ανακαλυφθούν

Η ιδέα πως θα πεθάνεις

Η εντύπωση πως δεν είναι η ώρα σου να πεθάνεις

Ό,τι είναι χρηστικό δεν κρύβεται κι όμως η επιλογή δεν είναι πάντα η σωστή

Βλέπεις πάνω απ’ όλα θέλω να νοιώθω

Ήθελα να νοιώσω

Θέλω να νοιώθω στο μέγιστο

Έπαιξα σε αρχαία δράματα

Έγινα ο ηθοποιός της υπαίθρου

Ο μέγας δραματουργός και ο κακός σκηνοθέτης της τόλμης

Όλα μοιάζουν σαν ένας κύκνος σε μια λίμνη

Θέλει να ελευθερωθεί όμως έτσι περήφανος που είναι κολυμπάει ακόμη

Θα μπορούσε να πετάξει .... και πόσο μακριά θα πήγαινε;

Γελάω τώρα δα γιατί έχει φτερά

Είναι τόσο όμορφος

Απίστευτης σύλληψης η δημιουργία του ράμφους

Τσιμπάει χωρίς να βρέχεται

Εκτός αν βάλλει το κεφάλι στο νερό

Κι όμως δεν πνίγεται

 

Έχω μια φέτα ψωμί

Την αλείφω βούτυρο παχύ

Την αλείφω μέλι από παραγωγό διαλεχτό

Την στολίζω στο πιάτο

Και στην προσφέρω

Νοιώθω νευρικά

Θα σου αρέσει;

Θα δοκιμάσεις;

 

Οι μασκοφόροι της λογικής τρέμουν στο τελευταίο επεισόδιο

Επιδιώκουν τη συνέχιση ... τη διαιώνιση

Παίρνουν το ρίσκο τους ... να κλέψεις το χρόνο τους

Γίνονται ο Καζανόβας

Ορίστε να ’τος

Ανασύρεται από τη μαγεία

Με την περίεργη προφορά

Και το σπαστό χαμόγελο

Μοιάζει με το Ζορό

Ήρωας

Επεφημύστε τον

Καβάλα στο άσπρο άλογό του

 

Νόμιζες πως είχες άγρια ζωή;

Νόμιζες πως μπορούσες να φεύγεις και να μην γυρίζεις πίσω ποτέ;

Καλά

Πάρε τώρα το δρόμο ... ξεμάκραινε ... και συνέχισε ώσπου να χαθείς από τα μάτια μου

Τόσο μακριά φτάσε που δεν θα είσαι πια ορατός

Κι άσε εμένα εδώ ... πίσω

Να σε βλέπω να χάνεσαι

Να ταξιδεύεις ....

Να ταξιδεύω με την εικόνα σου στα μάτια

Κι όταν βρεθείς εκεί που η πίστη σου θα σε οδηγήσει γύρισε πίσω και κοίτα

Πες μου τι θα δεις τότε ...

Φώναξε, κράξε γιατί δεν θα ακούσω ...

 

Κορίτσια ελάτε

Μαζευτείτε

Θα σας πω μια ιστορία

Μπορεί να σας πονέσει όμως όλες θα νοιώσετε ...

Ήταν κάποτε μια μάνα

Δούλευε σκληρά

Πάλευε με τα θηρία

Το βράδυ γύριζε σπίτι ματωμένη

Και για κάθε παιδί που τάιζε ... μοίραζε το αίμα της

Τώρα αυτή η μάνα πέθανε

Και τα παιδιά της γίνηκαν βρικόλακες ...

 

......

 

Κάτω από τη γέφυρα ... πέρα στη μολυσμένη λίμνη ζω

Κύκνος είμαι

Δεν έχω χέρια για να αγγίζω

Δεν αγγίζω και δεν νοιώθω

Δεν βλέπω τι να αγγίξω

Κι έτσι βουτάω με το ράμφος στο νερό ...

 

 
 

blue-roses

Tiger and Dragon
 

Το χάρισμα

Η τέχνη μου

Με συντρόφεψε ακούραστα πιστά

Με ταπείνωσε

Την ξεφτίλισα

Τώρα την εγκατέλειψα

Άλλος θα πει πρόσκαιρα

Άλλος θα πει άξαφνα

Άλλος θα πει για πάντα

 

Πίστευα πως είχα μια ζωή

Τη ζωή που ακόμη έχω

Και για την οποία λυπάμαι τόσο

Αναζητώντας το Θεό σ’ αυτή τη ζωή

Επιδόθηκα στην αναζήτηση της αλήθειας

Οποία η σημαντικότητα της ύπαρξής μου;

Κι αν κάποιες στιγμές ένοιωσα σημαντικός

Αν για κάποια πράγματα ένοιωσα μέσα μου νικητής

Τότε γιατί τώρα λυπάμαι;

Γιατί στα προβλήματα αισθάνομαι μόνος;

Γιατί είμαι φτιαγμένος να μην θέλω κάποιον στο πλευρό μου;

 

Αυτή η αλήθεια της αναζήτησης είναι βαριά κατάρα, αλήθεια

Ο χρόνος που άφησα πίσω μου χωρίς ίχνη δεν θα δείξει τίποτα

Στέκομαι στο απέραντο κενό μου αγκαλιά με την απάθεια του ίδιου μου του είναι

Η ψυχή μου κρέμεται σκισμένη σημαία

Έχω ματώσει

Ο πόνος που μου άρεσε μικρός γιατί με έκανε να νοιώθω ζωντανός , σημαντικός

Ο πόνος που χρησιμοποιούσα απέναντι σε μένα

Εκεί που θύμα ήμουν κι ο μόνος θύτης ήμουν εγώ

Αυτός ο πόνος τώρα είναι παραπάνω απ’ όσο μπορώ να αντέξω

Πατέρα, για πόσο ;

 

Κοίτα με τώρα

Τώρα που δεν έχω πρόσωπο

Τώρα που οι πληγές που άνοιξα τρύπησαν την ουσία

Κι ό,τι με έκανε πριν σημαντικό τώρα είναι ανάξιο λόγου

Τώρα που πρέπει να παραδεχθώ την ανειλικρίνεια μου

Τα λάθη μου

Τη μιζέρια μου

 

Μου λείπουν πράγματα από το χθες

Με φόβιζε το αύριο

Με πόνεσε πολύ η ανάλωση στις εύκολες αγάπες

Ένοιωθα πως κατανάλωνα αυτό που είχα για τη μία σε ό,τι έφτυνα

Αποδοκίμαζα τον εαυτό μου κι όλο σε μεγαλύτερο πόνο τον δοκίμαζα

Φορούσα μάσκες που δεν ήμουν

Καλλιεργούσα την εικόνα

Γιατί έτσι πίστευα πως ήμουν σημαντικός

Γιατί έτσι ένοιωθα κυνηγός, πετυχημένος, νικητής

Από το έλλειμμα

Ελλειμματικός και σε κάθε περίπτωση επαναλαμβανόμενος

Προβλέψιμος

Ο ίδιος σε κάθε παράσταση

Ο «τέλειος άντρας»

 

Ενοχές τώρα

Στομάχι σπασμένο

Αυτοκαταστροφή

Μια δόση ειλικρίνειας

Μια δόση δύναμης

Όχι αρκετά όμως

Ποτέ δεν θα είναι αρκετά σε μένα

Συναισθήματα εξασθενισμένα, ανώφελα, ανιδιοτελή, ιδιοτελή, μαραμένα, έντονα, πυρακτωμένα, κακούργα, καταδικασμένα, φυλακισμένα, φυλακή

Φυλακή!

 

Η αγάπη

Οι πραγματικοί άνθρωποι

Και πάλι το νόημα της ζωής

Οι εικόνες

Τα αρώματα

Τα χρώματα που κεντρίζουν τόσο πολύ το γκρίζο μου τοπίο

Οι μυρωδιές που θυμίζουν το παρελθόν, το αναμοχλεύουν, το απλοποιούν, το απλουστεύουν

Και οι θύμησες που το απομυθοποιούν

Ανοίγω τα χέρια διάπλατα

Τα κλείνω

Και κουρνιάζω

Απύθμενη ασημαντότητα, κουκίδα τίποτα στο απέραντο μηδέν

 

Ένα μελίσσι κεντρίζει τώρα την καρδιά μου

Βοήθεια φωνάζω

Κανείς δεν ακούει

Τα βλέμματα αλλού

Κι όμως υπάρχει ενδιαφέρον

Αλλά και πάλι ποιος μπορεί να βοηθήσει;

 

Εσύ πνιγμένη στα δικά σου γιατί

Εγώ χωμένος ως το κεφάλι μέσα στο βάλτο

Κανείς μας δεν περπατάει

Κανείς μας δεν βλέπει

Κανείς δεν μας βλέπει

Κι όλα από μόνα τους είναι ασήμαντα μέσα στην αφέλεια της απύθμενης αναβράουσας ιδιοσυγκρασίας μας

Το όνειρο που φτιάχτηκε εφιάλτης για να στοιχειώσει τη νύχτα

Και το χάπι που χρυσώνει και σώζει τον ύπνο μοναχά τα ξημερώματα

Όταν δεν τρομάζω

Μια ζωή που τρέχει

Και ένα πλαίσιο που πιέζει

Θα είναι πάντα εκεί για να παίζει αυτό το ρόλο

Μέχρι να σβήσει η τελευταία ελπίδα ... η πιο αρρωστημένη αναπνοή

Ο τίγρης και ο δράκος βρέθηκαν στο δρόμο της φωτιάς

Δεν νίκησε κανείς

Δεν κίνησαν για κάπου μαζί

Δεν άλλαξαν δρόμο

 

Παρέμειναν εκτεθειμένοι στις αχτίδες του ήλιου και προσδοκούσαν να πέσει αυτή η νύχτα

Που το φεγγάρι θα είναι μεγαλοπρεπώς φιλόδοξο

Η αιώνια βουτιά στο άπειρο κενό

 

ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΑΤΕ – ΠΡΟΣΔΕΘΕΙΤΕ – ΠΟΝΕΣΑΤΕ – ΕΞΕΛΘΕΤΕ ...

 

 
 

766 Επισκέπτες, 1 Χρήστης