Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 862
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 794
  • Total: 795
  • Leon

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ξεκίνησε από blue-roses, Ιανουαρίου 18, 2007, 02:48:56 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Γεννήθηκε την ηλιόλουστη Πρωτομαγιά του 1973 στην Αθήνα, όπου και κατοικεί.

Σπούδασε την Οικονομική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Στη συνέχεια απέκτησε MBA από το University of Glamorgan και παρακολούθησε το Master in Industrial/Organizational Psychology από το New York College.

Με την ποίηση ασχολήθηκε από το 1988 και μέσα από διακυμάνσεις συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει διαδικτυακά

blue-roses

Ακκομόδια Γή

Χωρίς τη συνήθεια

Χωρίς επιδεξιότητα

Χωρίς τη σκέψη

Έφτιαξα ένα κατοικήσιμο σπίτι

Φορώντας γαλάζια ζώνη εκεί που ουρανός και γη είναι κίτρινα

Με τρόπο υπάκουο

Με τον ίδιο πάντα απότομο βηματισμό

Και την αναισθητική επίδραση της μελαγχολίας

Ουσία υπερφυσική

Όπως καμιά συγκίνηση ανείπωτη ή δυσφορία

Η εισβολή του μυστηρίου και της ομορφιάς

Ο χειρισμός της ασύνειδης ώρας μετάβαλλε σε δικό του το φως που εκείνο το βράδυ κατόρθωσα να γεμίσω τόσο πολύ με το εγώ μου

Άρχιζα να σκέφτομαι

Να ελέγχω τη συνείδησή μου με περισσότερη αυστηρότητα

Άρχιζα να αισθάνομαι πράγματα τόσο θλιβερά

Γεμάτος τόσο φριχτές διαθέσεις με βελουδένια σκουροπράσινη απαλότητα

Τοποθετημένος μέσα στο πλαίσιο, όπου μπορούσα να γλιστρώ ανάμεσα στις άκρες του σκότους και τον μαγικό φανό

Δεν μπορούσα να κοιτάξω όσους αγαπούσα χωρίς να τους χαϊδέψω με τρυφερό πάθος

Αυτό το μαρτύριο μου επέβαλλε η μόνη μου παρηγοριά στα διάφορα συναισθήματα που προκαλούσε στην ψυχή μου η μέθη της θύελλας

Μου έλειπε η αίσθηση της φύσης με τη ζωηρή και ρυθμισμένη συμμετρία που γύρεψε να λύσει το μυστικό της επιβολής της απαραβίαστης μοναξιάς

Προορισμένος για χρήση ειδική και πιο χυδαία στάθηκα μπροστά σε οδύνες και αδικίες

Αντιμετώπισα γελώντας, ξεκάθαρα κι εύθυμα, νικημένος από πριν, αυτά που τόσο συνηθίζει κανείς να  βλέπει, ώστε στα γεράματα όταν ανέβω για να πλαγιάσω, φερμένος από το κρύο ή από κάποια δυσάρεστη σκέψη, θα βρισκόμουν στο παιδικό κρεβάτι μου, όπου σαν τότε την άκουγα να ανεβαίνει, κι ύστερα να περνά στο διάδρομο με τη διπλή πόρτα και ο ανάλαφρος ήχος από το φόρεμά της ήταν για μένα μια στιγμή οδυνηρή

Επαναλαμβάνομαι, ανάμεσα στις πέτρες και το χρόνο της ανάπαυλας

Ξανά και ξανά, ατενίζοντας λοξά τον ουρανό

Έβλεπε κανείς τη μέρα πως πολύ πιο έντονα από την ονειροπόληση, με δάκρυα και ηδυπάθεια, μου χρησίμεψε καιρό για καταφύγιο

Όσο διαρκούσαν αυτές οι αρετές, η ταπεινοφροσύνη και η καλοσύνη

Δεμένες αρμονικά μέσα στο βλέμμα της σαν ένα χαμόγελο που μου δίνε να πιω γουλιά γουλιά

Τώρα στέγνωσε το δάκρυ μου

Η ευαίσθητή μου πλευρά νεκρώνει και τα μάτια μου έγιναν μελαψά, τα μάγουλά μου ρυτιδωμένα κι η θέλησή μου μαβιά

 

Ίσως από μια εντύπωση

Άσχετα από τον εαυτό μου

Ένας ταξιδιώτης θα με διαβάσει για να σκοτώσει την ώρα του

Είναι απίθανο πια να σε συναντήσω στο δρόμο μου

Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν ξύπνησα

Τα δέντρα ζωγραφισμένα λύγιζαν σπρώχνοντάς με προς την απόφαση για όσα ήταν πραγματικά άσχετα

Έπαψα να πιστεύω πως οι άλλοι συμμερίζονταν την εντύπωση που έμεινε αξεδιάλυτη, σαν να γεννήθηκε πολύ πιο ύστερα

Η ανάμνησή σου οδηγεί στο σαδισμό

 

......

 

Παρακαλώ, θα μπορούσα να έχω μία άλλη Χάρη;

(σιγή)

Παρακαλώ, θα μπορούσα να έχω ένα άλλο πρόσωπο;

(σιγή ξανά)

 

Τότε, κι εκείνη αναρωτήθηκε γιατί της δόθηκε μισή η ζωή...

 

Ξέρεις ... δεν είναι ευγενικό να πηγαίνει κανείς στο σπίτι ανθρώπων που δεν γνωρίζει και με ένα ύφος παιδιάστικο, περιτριγυρισμένος από σφίγγες και με υπερβολική ζωηράδα, δίνοντας στο γαλάζιο βλέμμα του μια γλυκιά έκφραση ρεμβασμού, να δίνει εντολές...

 

Τη μέρα δείπνησα στην πόλη

Έντυνα με τη σκέψη μου τις στιγμές που εκείνη βρισκόταν μακριά μου με την ίδια ξεχωριστή γοητεία που είχαν οι στιγμές που βρισκόταν κοντά μου

Τη χάιδευα

Ζεσταινόμουν πάνω της και νοιώθοντας κάτι σαν ‘λιγότερο’, άφηνα να με κυριεύει ένα ελαφρό τρεμούλιασμα, που φέρνε μια σύσπαση στο λαιμό

Επειδή ένοιωθα ακόμα στεναχώρια και μελαγχολία, δεν έβρισκα το θάρρος να εγκαταλείψω το Παρίσι ... όσο εκείνη έμενε εκεί ...

 

Ακόμη μια μέρα ξημερώνει

 

Ύστερα από την παλιά συνήθεια της πολυτέλειας και της περιφρόνησης, τη στιγμή που το σπίτι που κατοικούσα ήταν ακόμη φτωχικό, τη στιγμή ακριβώς που δεν έβρισκα το ισάξιό μου ώστε οι αισθήσεις που τόσο είχα συνηθίσει να κυριευτούν από αμηχανία, άρχισα να εκτιμώ τη θέα του καντηλιού που καπνίζει ... τη μυρωδιά της λάμπας που τρεμοπαίζοντας ... μυρίζει

 

Το ιδιωτικό περιεχόμενο της ζωής μου (λες και πραγματικά μπορούσε να παρέλθει όχι από στοιχεία μυστηριώδη και διεστραμμένα αλλά από στοιχεία που ανήκαν έξω από το καθημερινό μου εγώ), παρέμενε σπιτίσιο και γνώριμο, σκισμένο και ξανά κολλημένο

 

Δεν υποψιάστηκα ούτε στιγμή πως αυτός που είχε θεωρήσει ασυμβίβαστο τον ίδιο με αυτή τη σκέψη, σε ένα παροξυσμό πνευματικής ισχύς, μπορούσε να σβήσει κάθε φως στη σκέψη μου, με τον απότομο τρόπο με τον οποίο είχα συνηθίσει

 

Τη σκέψη αυτή ψηλάφισα στο σκοτάδι και ξαναείδα το φως όταν βρέθηκα μπροστά σε μια σκέψη τελείως διαφορετική

Θα ήθελα ένα θαύμα να έκανα να εμφανιστεί, σαν μια ένδειξη της πιθανής παρουσίας της, στρέφοντας αλλού τα βλέμματα, ώστε να τους αποφύγουμε και να αναγκαστούμε να κάνουμε τη γνωριμία μας

Αντίκρισα ξαφνικά μπροστά στο γρασίδι το τρομακτικό ενδεχόμενο να τη δω να εμφανίζεται σε κάποια αλέα, να με γνωρίσει και σαν το κοιμισμένο νερό, αθέατο ακόμα και στο πουλί, τραβηγμένη νότα στην ομόφωνη μοναξιά, να με περιφρονήσει ...

Στάθηκα άπραγος στον ασάλευτο ουρανό, σχεδόν κάθετος, δίχως να λογαριάσω την επιθυμία και το φόβο μου και ξαφνιασμένος άρχισα να τρέχω προς τη φωνή του πατέρα που με καλούσε, ώστε θα ήταν δύσκολο να δει κανείς τον τόσο στοιχειώδη και απλοϊκό συμβολισμό]

blue-roses

Ο κατακλυσμός του Εράσμου

 

Έτσι έγινε

είδα τη σφαίρα

στο άκρο του τρούλου, επιμηκυμένη σε πλατιές διαστάσεις

με ισόχρονη μεγαλοπρέπεια, ταλαντεύεται

εγώ ήξερα αλλά ο καθένας δεν μπορούσε να το αντιληφθεί

πως η μαγεία εκείνης της ήρεμης ανάσας,

συνδέει αναπότρεπτα τη θεία φρόνηση με τη δυαδικότητα

η μυστηριώδης συνωμοσία των πιο άχρονων μέτρων εξάρτησης

αφημένη στην αφηρημένη τελειότητα του κύκλου

 

η χάλκινη σφαίρα ανέδιδε χλομές λάμψεις

μετρίαζε την ταχύτητα της ταλάντωσης

χαράζοντας μια σταθερή σπαθιά στο μυστικό τετράγωνο των δυνάμεων,

των οποίων το πεπρωμένο σημάδευε

 

ίδια ιστορία ξανά

επέστρεφε στο σημείο εκκίνησης

περιστρεφόταν γύρω από το κέντρο μιας πεπλατυσμένης έλλειψης

στην κορυφή του ναού του Σολομόντως

εκεί που οι ιππότες αποπειράθηκαν μια επίπονη και κτητική περιπλάνηση

 

διηγούμαι άλλη μια φορά,

κι ίσως να συνεχίζω να κάνω,

την ίδια διαδρομή

διότι το κενό επέτρεπε να καταδειχτεί

η αρμονική εξάρτησή μου προς την τελειότητα

αυτή η ανεστραμμένη αντίσταση στο διάβα των ωρών

κοιτάζοντας την αιχμή της λόγχης

αγγίζοντας τα αντιδιαμετρικά σημεία του ορίζοντα

δύση κι ανατολή

τον μοναδικό τόπο όπου η εξάρτηση βρισκόταν στην ιδεατή προέκταση του άξονα της γήινης περιστροφής

η παρέκκλιση σε απόμακρους γαλαξίες

προς το άπειρο

το αιώνια ακίνητο

το σταθερό

 

περιστρεφόμουν

σαν σφαίρα

χωρίς εγγύηση

χωρίς φρούριο

μέχρι που μπόρεσα να δω εκείνον

αισθάνθηκα πως τα νεφελώματα κι οι μαύρες τρύπες

ήταν ο παράδεισος

το μοναδικό αμετάβλητο σημείο του σύμπαντος

ένα μοναδικό σημείο

ο ιδεατός πείρος, η σφήνα, ο γάντζος που άφηνε το σύμπαν να κινείται γύρω του

 

η γη δεν γυρίζει πια

διότι δεν μπορεί να πάει ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πάνω, ούτε κάτω

δεν μπορεί να γυρίζει ούτε γύρω από τον εαυτό της

διότι δεν έχει εαυτό

είναι αξιοθρήνητη

αλλά αυτό δεν είναι δική μου δουλειά

 

δεν με βλέπει

γιατί δεν νοιώθει

δεν υποκύπτει στο συναίσθημα

γιατί δεν έχει ψυχή

δεν βρίσκεται εδώ

γιατί δεν έχει σώμα

είναι διάνοια, είναι φαντασία

δεν έχει γνώμη γιατί είναι αριθμός

δεν έχει τάξη, μέτρο, ουσία γιατί είναι αιωνιότητα

δεν είναι σκότος αλλά δεν είναι φως

δεν είναι λάθος αλλά δεν είναι σωστός

 

θα δοκιμάσω να κάνω διάλογο

θα φορέσω μαύρα γυαλιά για να μείνω συγκεντρωμένος

κι εκείνος απρόθυμος

θα απομακρυνθώ από το κεφάλι του

και θα ζητήσω τη μοναδική λύτρωση στην καταδίκη τού αυτός είναι η αλήθεια

ποια μόρφωση και ποιο εγχειρίδιο θα συσκοτίσει το θαυμασμό

εκείνη τη συγκίνηση την αδιάφορη μπροστά στο ρίγος του απείρου

παρά μόνο η μνήμη μου για την τρομερή εμπειρία της συνάντησης της αρνητικής ύπαρξης

η ανεκδήλωτη μπροστά στο βωμό της σιγουριάς

 

……………

 

χωρίς ακόμα να μπορώ να αποτραβήξω το βλέμμα από το θόλο

αντιλήφθηκα τη μεταφορά της γνώσης ως υπαινιγμό μιας διαστρεβλωμένης πρόφασης

η μακρινή μετανάστευση συνοψίζονταν για άλλη μια φορά στη γη

όπου βρέθηκα αντιμέτωπος ξανά με τη σκοτεινή μου θέληση

στην οροφή του νάρθηκα ανέμιζαν τριμμένα υφάσματα

η αλληγορία της μακρινής μετανάστευσης με ένα αεροπλάνο από πρόσφυγες

έντομα, καλώδια, μέταλλα, χελώνες κι ό,τι άλλο χωρίς σημασία

το ένα δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο

αρκετά επιβλητικά στην άκρη του ματιού

όπως τα τέκνα του λόγου και του φωτός

που καταδικασμένα συμπορεύονται στην προδοσία

σαν τους τουρίστες που γυρεύουν δροσιά στις πλατείες

συνωστίζονται στα σιντριβάνια

με γένια κίτρινα και χέρια σκασμένα

με κόκκινους μακρύς λαιμούς και λιγδιασμένα μαντίλια

αυτά τα σκιώδη φαντάσματα που προκάλεσαν την ενάρετη επιθυμία επίδειξης

για να ικανοποιήσουν την ανάγκη να δοξάζονται εν ζωή σαν θεοί

κι ύστερα να αραχνιάσουν στο μουσείο ως μια ακόμα συλλογή

 

άραγε σε νοιάζει ;

όταν με κοιτάς ... με βλέπεις ;

βλέπεις που μπλεδίζω ;

όταν ανασαίνω κομπιάζω

όταν κινούμαι παραπατάω

κι όταν πονάω μορφάζω

αντέχεις να με βλέπεις να σου μοιάζω ;

σε νοιάζει

ή έτσι θέλω να πιστεύω

τι σημασία έχει αφού πάλι φοράς μαύρη γραβάτα δεμένη φιόγκο

η ρεντιγκότα σου μόλις βγήκε από το καθαρτήριο

είσαι αγνός

εξαγνισμένος

δεν κουβαλάς μαρτύρια, σημάδια και κάθε λογής ηλεκτρομαγνητικούς σκελετούς

συντηρείς το διάλογο του οποίου η διατύπωση σου διέφυγε

άραγε να υποκρίνεσαι ;

 

μπήκα και έμεινα έκθαμβος μπροστά στην συνομωσία τη σιωπής με το ουράνιο τόξο

μέχρις ότου ενωθούν και πάλι ο κόσμος των λουλουδιών με το απώτατο σύμπαν

εκεί που κινείσαι

και τώρα είσαι ακίνητος

στήλη άλατος στεφανωμένος με την υπεροψία που θέλησες να διαφυλάξεις από το σέβας των επισκεπτών σου

τη μάζα των ιεροφυλάκων όλων των τεχνών και των επιτηδευμάτων

τη στιγμή που ήταν προφανές ότι οι λέξεις και οι φθόγγοι έστεκαν αγκάθια στην καρδιά

τα είδωλα σκευάστηκαν σε κέρινες γνάθους

κι οι στρόβιλοι ξεχύθηκαν σα πυρακτωμένες παρθένες

κι έκαψαν συνειδήσεις

εξαπάτησαν τις αισθήσεις

χειραγώγησαν την ειρωνεία

για να αποκτήσεις τον έλεγχο των φρουρών

στη νέα Ατλαντίδα που σχεδίαζες με ψεύδη και απάτη να ξυπνήσεις

 

σε κοιτάζω με εμπιστοσύνη μικρού παιδιού

δεν έχω τον έλεγχο των νεύρων και της φαντασίας μου

παραδίδομαι στη μη συγκίνηση

και παραμένω διαυγής στην τρυφερή νοσταλγία

θα μπορούσα να σε φιλοξενήσω επάνω μου

να σ' αφήσω να σκαρφαλώσεις με κρεμ ταγιέρ και μακριά εσάρπα

ψύχραιμος δαίμονας βαφτισμένος αμαρτία

να σε γευτώ

ώσπου να σε απορρίψω παραμερίζοντας για να περάσει ένα στολίδι της πλώρης με αιχμηρό έμβολο

ο κόλπος της άσεμνης βελούδινης αφηρημένης κοιλάδας όπου γυμνά κορμιά,

μηχανές χωρίς καρδιά

σκελετωμένα υποδείγματα μιας αμιγούς αφηρημένης λειτουργικότητας

τσακίζουν

πριονίζουν

σπάζουν

τεμαχίζουν και τεντώνουν το σεληνόφως

θέτουν την σφαίρα πάλι σε τροχιά

κι ο χρόνος αρχίζει πάλι να μετρά

 

μέδουσα,

τέσσερις η ώρα το πρωί

πρέπει να ψάξεις για τους αποστεωμένους αριστοκράτες

πρέπει να συμπεριφερθείς σαν επιστήμων

φορώντας κολόνια να έλκεις το ίδιο κάτοπτρο στην ίδια παγίδα

η γυναίκα που με μάγεψε πρέπει να πεθάνει πριν το τέλος

πιθανότατα από το δικό σου χέρι

στο αίθριο όπου υπάρχει αφθονία κατόπτρων

όπου ένας καθρέφτης όταν θέλεις να κοιταχτείς

αντανακλά την ανθρώπινή σου φύση

ως μια τυχαία διευθέτηση ενός συμβολικού στρατηγήματος

 

η εκκλησία που χτίζεις

η χώρα της αφθονίας που ονειρεύεσαι

τα πολύχρωμα μοντέλα της αυτοπεποίθησης και της διστακτικότητας

η εναλλαγή τους με την αγωνία και τον τρόμο

οδηγούν στη μόνη αλήθεια πριν την απογοήτευση

αυτός είναι ο κανόνας

το θέαμα που αναστάτωσε τις σελίδες του αποκρυπτογράφου

ο σωρός με τις αινιγματικές απάτες

αυτό το παιχνίδι με τις εκπολιτισμένες χαίτες και τα αρώματα

εσύ έπρεπε απλώς να ψάξεις στα κατακάθια

 

αυτό είναι το τέλος ή πρέπει ακόμα να το περιμένω ;

 

καλωσόρισες στο βασίλειο των άκακων νεκρών

των γκρεμισμένων αιολικών στηλών

εδώ θα σου προσφέρουμε προστασία

αν κοιτάξεις με διαφορετικό τρόπο και τους υπόλοιπους

στο εξής θα περιστρέφεσαι εκπέμποντας ατμούς

μέσα από γυάλινους σωλήνες θα τρέφεσαι

μέσα από ελικοειδής σωλήνες θα χύνεσαι στο κενό

έτσι θα αναπαράγεσαι

αν θελήσεις ηδονή

αν θελήσεις λαγνεία

αν θελήσεις να είσαι λεπτομερής με τη διαπύρωση

τότε μπορεί ο αφέντης των κεριών να σου φορέσει προσωπείο

κι ίσως τότε περιστραφείς σε μια κυστοειδή μήτρα

ώσπου να τεμαχιστείς και να χαθείς ... σαν εντύπωση

 

 

………………………

 

λούζομαι ω! άβαξ

ο ιππώνακτος

ο ανήρ κι ο άναξ

χαρούμενα κουρδίζω το λοφίο

μπόρεσα να δω πέρα από τις λάσπες

σ’ αντικατέστησα

δεν χάθηκε χρόνος

και τώρα που νοιώθω ... ξέρω

 
 
 

blue-roses

The Promise Land

Σώμα και ψυχή

Και αίμα και πληγές

Πιο αργά η μουσική, παρακαλώ

Κλείστε τα μάτια σας κύριοι

 

Σκόπευες να επιτελέσεις θαύματα, έτσι;

Θέλησες να πάρεις σβάρνα την Ευρώπη

Να γίνεις ιεραπόστολος

 

Θέλησες να καθίσεις στα σκαλιά του ουρανού

Να πατήσεις εκεί που οι άλλοι γλίστρησαν

Κι έπεσαν

 

Και τώρα είναι έκπτωτοι

 

Μια στιγμή…

 

Ας κοιτάξουμε το φως του ήλιου πάνω στους κίτρινους δρόμους

Πως χρυσαφίζει στις αυλακιές της άμμου

Κατά μήκος των τειχών που έχτισαν οι καλοσχηματισμένες καλλονές σε σκαμνιά πειθαρχίας

Πάνω στη γλιστερή αποβάθρα, βαστώντας με ένα φυσικό τρόπο…ανθρώπινα κομματάκια σε μια ξεθωριασμένη βαλίτσα

 

Το παλιό σπίτι στο Μ.

 

Ένα αδύναμο χέρι, μαραζωμένο … χαϊδεύει το δικό μου

 

Αυτός είναι που ξέχασε το μικρό παιδί

Είχε πλησιάσει την άκρη του νερού και η υγρή άμμος έβρεξε τα παπούτσια του

Στάθηκε , ενώ τα πόδια του άρχισαν να βυθίζονται αργά-αργά στο τρεμουλιαστό έδαφος

 

Ήμουν ένα γεροδεμένο παλικάρι εκείνο τον καιρό

Κάποτε θα σου δείξω τη φωτογραφία μου

Ήμουν, πίστεψέ με!

Ένας εραστής που για την αγάπη του περιπλανήθηκε ένα μακρύ δρόμο

 

Μέσα από τις πολεμίστρες στη νότια ακτή, η κρύα θολωτή αίθουσα του πύργου περίμενε, να τη διαβώ, έρποντας, όπως τα αιλουροειδή

 

Είδα μια εκδικητική φλόγα να τινάζεται ψηλά μες την ομίχλη

 

Μερικά θρυμματισμένα γυαλιά

Την ξεθωριασμένη βαλίτσα, με τα κουλουριασμένα πρόσωπα … αυτών που φύγανε

 

Ω, ω , παιδιά του παλιού σπιτιού στο Μ.

Γιατί φύγατε;

 

Οι φίλοι μου πήγανε στρατιώτες

Καθώς τους αποχαιρετούσα τα μάτια τους έλαμπαν

Με κάρφωσαν με ένα βλέμμα αστραπής

 

Τους άκουσα να τραγουδούν καθώς απομακρύνονταν

Το ξέρεις αυτό το παλιό τραγούδι;

 

Ω, ω , παιδιά

Του παλιού σπιτιού στο Μ.

Γιατί φύγατε;

Ποτέ δεν σας λησμόνησα

Το αίμα σας κυλάει στις φλέβες μου

Οι πόθοι σας ανοίγουν τα φτερά τους μέσα μου

Περπάτησα ανάμεσά σας

Πάνω στο παγωμένο ποτάμι του Long Foot

Ανάμεσα στις ιριδίζουσες φωτιές του ρετσινιού

 

Εγώ στη θέση κάποιου άλλου που τον απήγαγαν οι μάγισσες

 

Δεν μίλησα σε κανέναν

Κανείς δεν μου μίλησε…

 

Μια βάρκα βρισκότανε πλάι μου

Το νερό κρύο … απαλό

 

- Πες την αλήθεια

- Ποιος είναι πίσω σου;

 

Να βγω, να βγω γρήγορα…ένα σωσίβιο…!

Δεν είμαι καλός κολυμβητής

 

Θέλω η ζωή μου να παραμείνει δική μου…

 

Να! ένας πνιγμένος

Εγώ … μαζί του, στα βαθιά

 

Σάββατο σήμερα

Είμαι αιχμάλωτος της σκηνής της πυρπόλησης

Είναι η ώρα του Πανός

Πλησιάζει το μεσημέρι των ζώων

Ο πόνος βρίσκεται μακριά

 

Έχωσα το μολύβι μου στην τσέπη και κατέβασα το καπέλο μου στα μάτια

Έτσι τα βλέφαρά μου…παρέμειναν υγρά

 

Είμαι ήρεμος εδώ και μόνος

Και θλιμμένος

Προσπαθώ να γράψω και πάλι στο χαρτί

Τέτοιος που είμαι, καλά τα παθαίνω

Ή όλα ή τίποτα

 

-Θυμάμαι τότε που σε είδα να ζωγραφίζεις τα σκοτάδια

Με παίρνε ο ύπνος ώσπου να τελειώσεις

Εγώ κοιμόμουν ενώ εσύ ζωγράφιζες

Κι ύστερα μου ζήτησες ένα τίτλο για το έργο σου ]

blue-roses

Ο Μελαγχολικός Αύγουστος

Μέρος 'Α - 08/04/2001
Η αναζήτηση του αστερισμού

 

Δοκίμασε να της απλώσει το χέρι, μα έχασε την ισορροπία του

Έτρεξαν και τον σήκωσαν

Τον αγκάλιασε και πέτρωσε σ’ αυτό το αγκάλιασμα

Ο Αύγουστος πέθανε στα χέρια της

-         Βρήκε αυτό που ζήταγε!

Την ίδια επίσης μέρα, άρχισε να αφήνεται στην αγκαλιά της συναίσθησης της ομοιότητας]
 

Μέρος 'Β - 16/04/2001

Μοιραία συνάντηση

 

Έτσι έρχεται

Με αρπάζει από τα πέτα του σακακιού, προτείνει το πρόσωπό της και με φιλάει

Στέκεται στις μύτες των ποδιών της

Μου προκαλεί αμηχανία

Δεν λέει ποτέ ψέματα

Τη στιγμή εκείνη ο Αύγουστος είδε την Ομόφωτη

Στην περιοχή των χορευτών, πέρα στην πάνω γειτονιά, υπήρχαν ακόμη πολλοί υποψήφιοι για έκσταση

Το μέντιουμ σάλευε αφύσικα περιμένοντας κάτι να τη δονήσει

Αλλά μάταια

Τότε ήρθε η μητέρα της Ομόφωτης, η Έλξη

Τα χέρια της ήταν κομμένα από τους καθρέφτες

Όλο μιλούσε κι όλο κοβότανε

Η διαπεραστική οσμή του ιδρώτα που μούσκευε κάθε κορμί αλλά κι ο ίδιος ο αέρας ο γεμάτος πάθη, έδρασαν πάνω του

Η Ομόφωτη διοχέτευσε την ένταση με κινήσεις των ποδιών και των πελμάτων

Όσοι πιστοί της είχαν απομείνει έτρεξαν να γονατίσουν στο πόδια τους και οι πιο χαλαρωμένοι ξαναοδηγούνταν ανάμεσα στο πλήθος

Το επόμενο πρωί η Ομόφωτη του είπε ξερά ότι θα πήγαινε στην λίμνη των πενθούντων αστέρων να επισκεφτεί μια φίλη της

Αποχαιρετηθήκανε αμήχανοι

Έφυγε με μια υφασμάτινη βαλίτσα κι ένα τόμο από ξόρκια στην πλάτη

Δεν ένοιωθα πάθος, ζήλια, νοσταλγία

Ένιωθα κενός, διαυγής, καθαρός και γυαλιστερός σαν αντανάκλαση από μέταλλο

Δεν ξαναείδε την Ομόφωτη

Πετούσε χαρταετούς εκεί στην κάτω γειτονιά που είναι υπέροχοι

Ο μύστης ενθαρρύνει τον μυστικιστή, τον χρησιμοποιεί κι έπειτα τον εγκαταλείπει

Είναι ο χημικός της τέχνης

Η μύηση είναι ο καρπός του νου και της καρδιάς

Ύστερα μπαίνουν οι αριστοκράτες και η αίθουσα γεμίζει από γεγονότα διανόησης και όχι σωματικά

Η Ομόφωτη φρουρούσε ανελέητα το μυαλό της και είχε ξεχάσει το σώμα της

Ξέχασέ την Αύγουστε

Οι λαϊκοί είναι πιο αδύναμοι από μας…

Ακολουθεί η σκηνή μες το σκοτάδι όπου πέρασα τη νύχτα μου άγρυπνος…
 

Μέρος 'Γ - 18/04/2001

Ο δεσμός με το Σκορπιό

 

Δεν ήταν ούτε κάτι ανάξιο, ούτε υποκρισία

Ακόμα τότε, όπως και τώρα ο Αύγουστος ένοιωθε μεγάλο δέος μπροστά στο θάνατο

Προσπαθούσε να σκέφτεται τα πράγματα με ένα τρόπο λιγότερο στενόμυαλο και περισσότερο προσωπικό και επινοητικό

Βαθιά συγκινημένος και συνεπαρμένος, ζούσα μέσα σ’ αυτό τον κόσμο όλο οδύνη μα και ομορφιά, τον αχνό φανταστικό και τόσο ζωντανό κόσμο της πάνω γειτονιάς, όπου κατοικούσε η Ομόφωτη

Μια μέρα την παρακολούθησε στα κρυφά σαν βγήκε από την εκκλησία και την είδε να μπαίνει σ’ ένα σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης

Δεν μπόρεσε να μην μπει στον πειρασμό και την πήρε στο κατόπι της

Τον αντιλήφθηκε καθώς διάβαινε την πόρτα μα τον αγνόησε

Έκατσε αντίκρυ της σιωπηλός

Το κάτω μέρος του προσώπου της έδειχνε παιδικό, αναποφάσιστο κι ερχόταν σε αντίθεση με το μέτωπο και την έκφραση στο βλέμμα

Κείνο που του άρεσε ήταν τα σκούρα καστανόχρωμα μάτια της, γεμάτα περηφάνια και εχθρότητα

Του ρίξε μια ματιά σαν να ήθελε να τον ξεφορτωθεί

Κανείς άλλος δεν υπήρχε εκεί μέσα

Νιώθω φόβο

Τι θα απογίνεις Αύγουστε;

Μήτε η θρησκεία, μήτε οι συνήθειες και τα ήθη αντιπροσωπεύουν και μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες σου…

Εκατό χρόνια κι αν περάσουν, κανείς δεν θα καταλάβει τι κουβαλάς σαν εκρηκτική ύλη μέσα στα κατάβαθά σου

Μα δεν ξέρουν τον Θεό κι ας προσεύχονται σ’ αυτόν

 

Τίποτα το ενθαρρυντικό δεν βγαίνει απ’ όλα αυτά

Κανείς δεν εμπιστεύεται το διπλανό του

Ακόμα κι αν τον κοιτάζει στα μάτια…

Ακόμα κι αν του δίνει το χέρι

Προσκολλούνται σε ιδανικά που δεν υπάρχουν και λιθοβολούν όποιον κηρύξει νέες ιδέες

 

Γιατί επιμένεις Αύγουστε;

Για τα σπουδαία ρεύματα που μπορούν να παίρνουν καθημερινά διαφορετική μορφή

 

-         εδώ μένουμε

-         θέλουμε πολύ να σε ξαναδούμε

-         έλα να μας επισκεφτείς μια Κυριακή

 

Ολόχαρος πήρα το δρόμο για το σπίτι μου μες την ψυχρή νυχτιάτικη ατμόσφαιρα

Περπατούσα με τρόπο κωμικό, αταίριαστο στην αντίθεση που είχα συνηθίσει στη μοναχική ζωή

Η καρδιά γιορτάζει…και νοιώθεις ευλογημένος που είσαι ζωντανός

Είχα συνηθίσει να ζω κλεισμένος στον εαυτό μου

Δέχτηκα σαν μοιραίο ότι ο κόσμος γύρω είχε χάσει κάθε ομορφιά για μένα

Η λατρεία της Ομόφωτης άλλαξε ολότελα τη ζωή μου

Έμοιαζε πολύ σε κάτι γνώριμο από πάντα

Ένας άγουρος κύκνος που έγινε παπαδοπαίδι...λίγο πριν γίνει άγιος

Ο νους μου ήταν στραμμένος σε τούτο...

 

Ακολουθεί η σκηνή με το τέλος της παιδικής ηλικίας, όπου καθένας πληρώνει κάποιο τίμημα για να κερδίσει την ελευθερία του και να γίνει ώριμος άντρας

Κοιμήθηκα βαριά ως το άλλο πρωί

Τούτος ο φωτεινός κόσμος ήταν ως ένα βαθμό δημιούργημα δικό μου

Ένας τρόπος για να ξεφύγω από τη μητρική αγκαλιά και την ανεύθυνη σιγουριά

Ήταν μια καινούργια υπηρεσία που εγώ ο ίδιος είχα ανακαλύψει και επιθυμήσει

 

Η προσωπογραφία είναι η δύσκολη δουλειά

Φτάνω σύντομα στο τέλος της ιστορίας μου  
 

Μέρος 'Δ - 21/04/2001

Η εξομολόγηση του Αυγούστου

Όλες οι γεύσεις της ζωής μου έγιναν πικροί καρποί

Φύλλα δηλητηριώδη που σαπίσανε κι έπειτα πέσανε

Άμμος σταχτιά που βράχηκε, έγινε πέτρα και τσακίστηκε  

Στέγνωσε το χρώμα, ξεθώριασε το φως

Τα χέρια μου ματώσανε, κουράστηκαν οι ώμοι στο βάρος του καρφιού που μου κάρφωσαν … όταν μας χώρισαν

Χωρίς εσένα...

 

Δεν βλέπω

Χωρίς εσένα…

 

Εσύ … αντιπροσωπεύεις … την αλήθεια

Είσαι ο ουρανός που ζωντάνεψε, γαλήνεψε και φώτισε τη θάλασσα

Που αλμύρισε και κυμάτισε αντανακλώντας … τα μάτια σου … που τα ανοιγόκλεισες και με κοίταξες … με χάραξες … με αναγέννησες … μας έκανες ένα …

 

Εσύ έκανες το στίχο μου τραγούδι

Εσύ είσαι η πληρότητα...του να ζεις...το νόημα στην ανοχή και την υπομονή

Το τέλος της αγωνίας μου είσαι εσύ...

 

Εσύ ... μου χάρισες δύναμη ξανά για να παλέψω, από αυτή τη στιγμή ...

Κι εσύ μπορείς να μου τη στερήσεις...

Μα δεν θα πονέσω ...

 

Γιατί με σένα γίνομαι ένα...

Εγώ είμαι το δεξί μάτι...κι εσύ το αριστερό...

Με σένα βλέπω...εσένα βλέπω...με σένα ... μπορώ να πολεμήσω...τα φαντάσματα

 

Στα σκοτεινά σοκάκια της ξένης γης όπου οι βάρβαροι με ζυγώσανε και τα πουλιά έκρωζαν

Ένα ψίθυρο άκουγα να μου λέει

"Μη φοβάσαι"

"Άντεξε"

 

Χωρίς φόβο...

Χωρίς εσένα...

Με σένα...

Ένα...

Ο κόσμος έγινε ένα...ξανά

Είναι μηδέν χωρίς εσένα

Κι εσύ...

Ένα...

 

Μέρος 'Ε - 23/04/2001

Το ψυχογράφημα του Αυγούστου

Την Κυριακή η Ομόφωτη αποφάσισε να δει το μέντιουμ προσωπικά

Πέρασε από τις επτά θάλασσες της γονιμότητας και της δημιουργίας για να φτάσει στη φεγγαρολίμνη όπου κατοικούσε η γριά

Μέσα στη νιρβάνα, η Πεποίθηση της ανέλυσε την ψυχή του

- ο Αύγουστος είναι σταθερός και αξιόπιστος

Αγαπά τα καλά πράγματα στη ζωή ... αλλά χρειάζεται συγκινησιακή ασφάλεια για να μπορεί να κινηθεί

Συχνά είναι ξεροκέφαλος και πολύ σπάνια αλλάζει

- Μόνο όταν θέλει...

Ελάττωμά του είναι το αίσθημα της ιδιοκτησίας για πρόσωπα και πράγματα

- Μόνο όταν νοιώθει το κενό

Ως φίλος και σύντροφος είναι πιστός και χαριτωμένος ... αλλά και εκεί αισθάνεται κτήση

- Μόνο για ό,τι του ανήκει σε κάθε ζωή...σε κάθε επόμενη...

Ο Αύγουστος, έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά, όμως είναι έτοιμος να κάνει βήματα μπροστά

- Μόνο όταν καθρεφτίζομαι στα μάτια σου...

Ομόφωτη, έχεις ήδη μάθει αρκετά ... για να ανακαλύψεις ένα καινούργιο μονοπάτι που να ενώνει τις δυο γειτονιές

Ξεφύλλισες όλα τα τραπουλόχαρτα

Τώρα σου έμεινε το τελευταίο

Τράβηξέ το

- Τι θα κάνεις εσύ;

- Θα ξεπεράσω τους φόβους μου

Θα εμπιστευτώ

Η επιμονή και το πείσμα σε δημιουργικές κατευθύνσεις έχουν πάντα αποτέλεσμα...

Και προτού να λουστώ, ας με οπλίσει η Αφροδίτη με περισσότερο σθένος και χαρακτήρα

Η Πεποίθηση πλάγιασε, την κούρασε ο δαίμονας του μυαλού που κάλεσε

- Δες το κλειδί που κρατάς στα χέρια σου...

Η Ομόφωτη άνοιξε μια πόρτα

Ήξερα πως δεν είχα άλλο χρόνο για χάσιμο...

Το καλοκαίρι τελείωνε...

 

Καληνύχτιζα τα σκοτάδια

Και δεν είδα τα αστέρια που έπεφταν ... στο σύμπαν ... διάφανα ... και λαμπερά ...

Οι άνθρωποι χάνονται πάντα

Ανθρώπινες απώλειες ... ελαφρών ψυχών ... στο γιοφύρι του άπειρου χρόνου

Κοντοστάθηκα στην προβλήτα και τους αποχαιρέτησα

Δεν δάκρυσες ούτε στιγμή

Δεν σε αρνήθηκα ποτέ...

Κανείς δεν ξέρει πότε θα σε ξαναδώ...

Η ματαίωση είναι η αποκοπή του φωτός...

Φύγαν μέρες ... στο αιώνιο κυνήγι του σκορπιού...

Νομίζεις πως το άξιζα Αύγουστε ;

Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι σήμαινε να σε μυρίζω ... να σε αισθάνομαι ...

Σε χρειάζομαι και...

Ξημερώνει η μέρα της ειρωνείας...

Οι αισθήσεις μου με προστάζουν...

Θα ψάξω να σε βρω...
[/color]  

Μέρος 'Στ - 24/04/2001

Στον αστερισμό του Σκορπιού

Έτσι είναι, άτεχνη και απλοϊκή εκείνη η αισθητική κριτική που κρατά τους καλύτερους επαίνους της για το αποκαλούμενο «ξέχωρο και παντοτινά αδιαίρετο σώμα»

Γιατί λοιπόν να χάσουν τα λόγια τους;

Ο Αύγουστος είχε την ανάγκη να ακούσει τη φωνή της αλήθειας

Η Ομόφωτη καλούταν να συλλέξει τα κομμάτια του καθρέφτη της

Φαίνεται πως είχε γίνει επιτακτική αυτή η αναγκαιότητα, όσο η τροφή και η αναπνοή να θεωρούν αυτό το χάος που τους περιέβαλλε σαν μια ενότητα και να μιλούν για το εγώ τους σαν να ήταν μονοδιάστατο

Ακόμα και αν αυτό που μοιράζονταν ήταν μια αυταπάτη

Ένα παιχνίδι του μυαλού

Όποιος θέλει να το αντιληφθεί αυτό, πρέπει να αποφασίσει μια για πάντα να βλέπει τους χαρακτήρες ενός τέτοιου ποιήματος όχι σαν ξεχωριστές υπάρξεις, αλλά σαν τις ποικίλες όψεις και πτυχές μιας ανώτερης οντότητας, κατά τη γνώμη μου, της ψυχής του Ενός…

 

Στις κοιλάδες της γης που τους λάτρεψε

Όπου άγριοι πόθοι τους βασάνισαν

Και τα φλεγόμενα παραμύθια τους συντρόφεψαν

Συναντήθηκαν ξανά ο Αύγουστος και η Ομόφωτη

 

Δεν υπάρχει νύχτα

Δεν υπάρχει μέρα

Το τέλος και η αρχή, το δάγκωμα του σκορπιού, το μυστικό της ύπαρξης…

 

Η Ομόφωτη ελέγχει και μεταβάλλει την ύλη με ένα της νεύμα

Κατέχει το μυστικό της ίδιας της ύπαρξης, το καλά κρυμμένο, το από τους πολλούς προστατευόμενο

Γνωρίζει ό,τι είναι γραμμένο στον πυρήνα του κυττάρου, κατά συνέπεια ξέρει τι είναι και τι πρόκειται να γίνει…

Κάτω από τον έλεγχό της, βρίσκεται ο ίδιος ο μηχανισμός του θανάτου

Αυτό δεν φόβισε τον Αύγουστο κι ας τρομάζει την ίδια

Γιατί ο θάνατος που σχετίζεται με την Ομόφωτη, δεν είναι πάντοτε το βύθισμα στην ανυπαρξία, η βουτιά στον Άδη

Αλλά ένα στάδιο της ζωής…

Ο Αύγουστος θα περάσει από αυτό το στάδιο προτού ξαναγεννηθεί

Το σύμπαν κινείται σ’ ένα αέναο κύκλο

Η γραμμή έχει σπάσει από πριν

Η Ομόφωτη τον χάραξε…κι ας φοβήθηκε αρχικά…

Τώρα κι οι δύο ξέρουν τη θέση τους στον κύκλο της ζωής…

Το μόνο σίγουρο τέλος ... είναι η αφετηρία για μια καινούργια ζωή…

Η τελική ένωση των απέναντι γειτονιών … προς μια κοινότητα …

 

Ο σκορπιός μίλησε … κι έβγαλε από το στόμα του … πύρινες λέξεις …

Η φωτιά θα προκαλέσει την αλλαγή

Λάβα, σεισμοί, καταστροφή

Ο έρωτας…στις σπηλιές

Και πάλι κατακλυσμοί, παλίρροιες, πνιγμοί

Η αόρατη κλωστή που τους συνδέει…

Το άγγιγμα της αντίπερα όχθης

Η διερεύνηση της ζωής και του θανάτου

Ο Αύγουστος και η Ομόφωτη…
 

Μέρος 'Ζ - 28/04/2001

Σκορπίζοντας τις Φθινοπωρινές Εμμονές

 

Σκηνή Πρώτη

Μονόλογος

 

Έτσι το καλοκαίρι τελειώνει

 

Ο καιρός άλλαξε

 

Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα !

 

Όλα αλλάζουν

 

Όλα και τα πάντα...

 

Γεννηθήκαμε για να πεθάνουμε...

 

Πριν λίγο την είδα , χαρούμενη και μου χαμογέλασε

Τώρα είναι παγωμένη...

Ο Αύγουστος έφυγε...πήρε μαζί του και τα πουλιά

Τώρα ταξιδεύει προς το νότο

Ήταν περαστικός από εδώ...

Κι όλα αυτά δεν κράτησαν παραπάνω από ... λίγο ...

Ήταν στιγμές ...

 

Συννέφιασε ο ουρανός

Θα βρέξει δάκρυα...αλλά κι αυτά γρήγορα θα στεγνώσουν...

Αλίμονο...

Ήταν μόνο μια πόρτα...μισάνοιχτη...

Την είχε αφήσει ανοιχτά...για να δει...να μπει...να μείνει και να φωτίσει...να ζήσει...

Δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο

Θα έπρεπε να το είχε καταλάβει...

 

Σκηνή Δεύτερη

Συζητά η μητέρα της Ομόφωτης και ο Ποιητής

 

Ε]

blue-roses

Το φθινόπωρο των παρελθόντων εραστών.


-Ι-
Βαριά πατήματα, χυτά

Με πόδια δεμένα σφιχτά, απομακρυσμένα

Στο απογυμνωμένο σεληνιακό πεδίο όπου

Η ειμαρμένη αυτοκράτειρα ενσκήπτει χαριτωμένα,

Σχεδόν προκλητικά πισωγυρίζει,

Στα παραφυσικά ταμεία της επιτομής της επιβλητικότητας

Η θηλυκότητα ξεχειλίζει ακραιφνώς

Γονατίζοντας σε χάλκινα πατώματα αγυάλιστα

Τα χαραγμένα από τους δυνάστες της επίγειας λαγνείας

Που γέρνουν κομπιάζοντας                                                                                  

Αναδεύοντας την οσμή του ζώου

Στο τριχωτό τρίγωνο,

Στη ματωβαμένη αρένα πεταμένα

Χωρίς οίκτο

Κυνηγούν εξαγριωμένα

Να ντύσουν την αισχύνη και την ηδονή

 

Η λεπίδα του ξυραφιού που κρατάς

Κοφτερή στο ξεραμένο από ιδρώτα δέρμα γλιστρά

Και κόβει,                                                                                                                  

Ακρωτηριάζει την αντιστεκόμενη φύση

Που επιμένει να γεννιέται

Ζητώντας την ετυμηγορία που με τόνο υστερικό εσύ τιμάς,

Τρίβεις τα πόδια σου στη μοκέτα

Δοκιμάζοντας ένα άγευστο σοκ σε μια εκπομπή που έπαψε να προβάλλεται,

Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν μόνοι τους με αίμα

Την πνευματική ιπποσύνη των πεπαλαιωμένων τελετουργιών,

Τα πάθη του πρωτόγονου εφηβαίου

 

Τα δύο Έψιλον της Ιθάκης μου,                                                                                        

Ο Επιτάφιος

Κι ο Εξαναγκασμός,

«Εντέλει, εγώ δεν στέλνω δαίμονες στο σπίτι κανενός!»

 

Άκουσα ψιθύρους αμοιβαίας συγνώμης,

Ταιριάζει η αστρική συγκυρία αυτή την εποχή

Ο αστερισμός της παραποίησης,

Αλλά δεν βρίσκομαι στην εποχή των ανόητων αδελφών μου,

Η ελάχιστη κοινή λογική μου συμμορφώνεται ακόμα και στο φολκλόρ,

Γύρισα στην αστραπή                                                                                              

Έγινα σκανδαλοποιός

Εγώ, ο θορυβοποιός με το χυδαίο μασονικό πνεύμα

Εγώ, ο θεατρινίστικος υλιστής με τις δαιμονολογικές διαφορές

 

Στο δερμάτινο παραπέτασμα τράβηξα

Εκδίδοντας επικίνδυνες εικασίες,

Αλίμονο, μόνο οι διαπιστευμένοι φύλακες της επαγρύπνησης της μνήμης

Κολάζουν στα επτά μέτρα,

Η υψηλή και ασύγκριτη ενασχόλησή τους,

Κάτω από το διάχυτο ημίφως της μεγάλης μπλε λάμπας                                                

Που κοντοστέκει στο πράσινο αμπαζούρ

Πάνω στο θολωτό σκούρο μαόνι,

Μας χαρίζει την αληθινή γνώση

 

Τα δύο Έψιλον της Ιθάκης μου,

Η Εμπειρία

Και ο Εφησυχασμός,

Ανάμεσά τους χάραξα ένα σταυρό για να πατήσω την οφθαλμαπάτη

 

Τριάντα έξι δεκανοί,                                                                                                

Οι άρχοντες του ουρανού

Περιστρέφουν τα στοιχεία του σύμπαντος

Τον αέρα, το νερό, τη γη και τη φωτιά

Με μια θηλυπρεπή δεξιοτεχνία

Που τα πλήθη τιμούν με χρησμούς,

Είναι η γνώση που διέφυγε στο κύκλοτρο,

Έτσι κι εγώ στρέφω το βλέμμα μου στο θέατρο των αναμνήσεων

Πόσο περήφανος ήμουν την ημέρα της γιορτής

Με τα αξιόλογα και θαυμαστικά επιφωνήματα,

Την τάξη του ρηματικού υλικού που ακολουθεί την τάξη των εικόνων και των αντικειμένων,

Είμαι ένας αντιπαθέστατος άνθρωπος                                                                        

Μια λεπτότατη ρεπροντιξιόν

Που παρήχθη σ’ αυτό το μικρό φούρνο αλκοόλης

 

Εγώ, που με αμφίβολη σοβαρότητα αναζήτησα έναν αυστηρό αναγνώστη,

Εγώ, ο εύπορος και περίεργος και οξυδερκής,

Με τα άκρα που συγκλίνουν,

Εγώ, που συμβούλεψα  να ανταμείψετε την πλήξη

Θα κοιτάξω το είδωλό μου

Που το βαλσάμωσαν οι σπίθες της αναληθείας                                                        

Και θα περιοριστώ στα αδειανά κοχύλια και τις πλαστικές σακούλες

Τα δύο Έψιλον θα είναι η ανταμοιβή της δικής μου Ιθάκης,

Η Εύχαρις και η Ευχερής

Ήσσονος αξίας μη εκφυλισμένη επισκόπηση

 

Καλέστε τώρα τα δαιμονικά σε μια διαρκή αναζήτηση,

Την Ιερή Θεωρία της Γης

Η πραγματεία περί Αριθμών

Η διαστροφή και ο σαδομαζοχισμός

Η ατελεύτητη σειρά των εκφυλισμών,                                                                      

Που μεταφράστηκε αποσπασματικά με μια αίσθηση μυστικιστικής κλειστοφοβίας

 

-ΙΙ-

 

Μένω εμβρόντητος!

Ίσως να πρόκειται για κουτσομπολιά,

Μια μέρα έπιασα την ηθική να λιμάρει τις γρανιτένιες προεξοχές της μήτρας,

Αμφότερα ανθρώπινα έργα αναπαράγουν στη δομή τους τις αρμονικές σχέσεις του κόσμου,

Η υπόθεση της ραδιενέργειας είναι λιγότερο παιδαριώδης

Είναι μια ενδιαφέρουσα εικασία σαν το σύστημα των αντιστοιχιών]

blue-roses

Μηδαμώς κενόν.


-Ι-
Mε όλη τη δύναμη της φωνής μου,

Εγώ που γεννήθηκα στ’ αστέρια

Στο έκκεντρον μιας χαλκέντερης δομής ,

Από μια γνώμη εμποτισμένη στην ένσταση

Λογοκρίνουσα και ανιστόρητη

Χωρίς θρησκεύοντα δισκία και αναλγητικά,

Φωνάζω,

 

Ο απόρθητος παραλογισμός της ευθύνης

Το επίβουλο παραλήρημα,                                                                                      

Η αλάθητη επιχειρηματολογία

Άκαμπτη φθονεί κλεισμένη σ’ ένα μοναδικό παρατηρητήριο,

Όπου οι συμμετέχοντες αποδοκιμάζουν και λοιδορούν

Γενικώς απορρίπτουν τις μάζες, μ’ ένα μάτι κριτικό που εμπιστεύονται

Γενναιόδωρα, χωρίς παρακαταθήκη για την ανθρώπινη περηφάνια

Φωνάζουν,

 

Ήμουν εκεί ανάμεσα στα συνηθισμένα πρόσωπα

Και είχα δίπλα μου τον άνθρωπο με την ουλή

Στεκόμουν αμήχανος                                                                                                

Στη χαριτωμένη κωμωδία θεατής

Κάνοντας επικίνδυνες εικασίες μ’ ένα συνωμοτικό ύφος

Αισθανόμουν δειλός

Ένα θέαμα για το θέαμα

Ο μόνος που με θαύμαζε ήταν ο εαυτός μου

 

Τέσσερις γωνιακές κολόνες στηρίζουν την υποκρισία

Τη διακοσμούν με λεπτοσκαλισμένα επίχρυσα κιονόκρανα,

Η παραφύση των χρωμάτων

Θολώνει την εικόνα,                                                                                                  

Χωρίς σφυγμό

Το νεκρικό παρεκκλήσι, του αδιόρατου αμαρτωλού η κατοικία

Ο μελαγχολικός αισθησιασμός

Η παρακμή της διαφορετικότητας,

Το αναγνωστήριο από σκούρο μαόνι γεμάτο χαρτιά κιτρινισμένα

Και μια έλλειψη από αναγνώστες

Οπαδούς των γνωστικών σπουδών

Με προδομένα πιστεύω

 

-ΙΙ-

 

Mε όλη τη δύναμη της φωνής μου,                                                                            

Εγώ που γεννήθηκα στις εφτά θάλασσες

Ένα μεγάλο βιβλικό ψάρι ξαπλωμένο στο ρεύμα του νερού

Ένα κοχύλι που στολίζει το ραγισμένο αμφορέα

Πλαγιασμένο στο πλάτωμα του χρόνου,

Μια ρωγμή σε φαλλικό σχήμα

Το άγαλμα ενός ζώου,

Με κραυγές φωνάζω

Μιας άλκης, ενός πιθήκου, ενός λιονταριού…

 

Η φύση φοβάται το κενό,                                                                                          

Ό,τι παντού, ό,τι από όλους  και ό,τι πάντοτε

Με σταυρούς στο στήθος πάνω σε λευκό λινό

Με κόκκινη μανία στο φως ενός πυρσού

Τυλιγμένη σ’ ένα γαλάζιο φόρεμα

Την καμαρώνουν οι άγγελοι ανοίγοντας τα φτερά τους

Δυο μάτια αμυγδαλωτά που απλώνουν το βλέμμα τους

Στην αποκάλυψη της αέναης μυστικολογίας των ολίγων,

Το σφάλμα του μύστη

 

Ξαναβρήκα τους φίλους μου,                                                                                  

Όχι την αθανασία

Μα τη διάσπαση του ομφάλιου δεσμού,

Ανάμεσα σε δυο σύμπαντα ξεχασμένα

Ο χείριστος σκηνογράφος τα σπίλωσε

Μερικά πλάσματα με ακαθόριστη μορφή τα έντυσαν σαν κούκλες

Λαμπερά υφάσματα και κορμιά από κερί

Κλωστές που οι υφάντρες τους είχαν υφάνει με κατάρες,

Η κλασική αλληγορία χαραγμένη σε αυστηρά πρόσωπα

 

Η αίθουσα βυθίστηκε στη σκιά                                                                                

Το δάπεδο μπορούσε και αντανακλούσε

Πυκνοί ατμοί, αναθυμιάσεις γεμάτες αίμα

Ένα πουλί αποκεφαλισμένο

Μια χαλαρή ζυγαριά

Η όχθη της λίμνης … η ακροθαλασσιά

Στο σπίτι τον μελλοθανάτων

Μέσα στα θυμιάματα

Ψιθύρισαν]

blue-roses

Πικρό ξημέρωμα.

Ι
Σε άδεια περίπτερα με ανοιχτά φτερά και μάτια ιδρωμένα, στο τσιμέντο
Καθισμένα τα χρόνια της αβρότητας, τα πρώτα σκιρτήματα ανακαλούν
Στο περίπου,
Που πεταμένα μέσα σε μια φυλακή γιομάτη από θρανία
Ξύλινα, σα ξύλινοι σταυροί το ελεήμων όρος τους γυρεύουν
Να καρφωθούν και φυτεμένοι
Από κει να αγναντεύουν
Χιλιάδες ξύλινους σταυρούς, ματωβαμμένους
Στον κόσμο της παραποιημένης πίστης, επικηρυγμένους,
Στην απέναντι όχθη σαπισμένους                        
Στραβοκαταπίνουν την τροφή που τους κερνούν ανόρεκτα,
Μα όταν νυχτοκοιμούνται, αλαφροίσκιωτοι οι μανδύες που τα θωπεύουν
Τα ζευγαρώνουν κι ύστερα πάλι κάποιοι ξενόγλωσσοι γλωσσοδέτες
Στα φώτα της αυγής τα βαφτίζουν
Ξανά γεννιόνται, στο ξέφωτο του πράσινου δάσους
Που κοκκινίζει καθώς ο ήλιος τα τριγυρίζει
Κι ανθίζει
Κι ωριμάζει
Και πέφτει και σαπίζει
Ξανά πεθαίνουν                                                                                                    

Φωνασκούν σαν πηγαινόφερτα στολίδια της νιότης,
Ακμάζουν περιοδεύοντας τη γη της εξελισσόμενης παρωδίας
Ή της κατά συρροή τραγωδίας
Ή της ατελέσφορης μυσταγωγίας
Σαν χαμένοι,
Κι όμως να που αντέχουν
Σαν τα πετροχελίδονα, κάθε άνοιξη γυρίζουν πίσω
Κάθε σύντηξη στη δύναμη της εγκατάλειψης να εισχωρήσουν,
Την χαριτωμένη άνοιξη,                                                                                          
Στην αλλαγή της πονεμένης μαρτυρίας των πολλαπλών αγωνιών
Που μόνο λίγοι εμπνευσμένοι, τυχάρπαστοι τυχοδιώκτες θα μηνύσουν,
Προσπερνώντας ένα δακρυσμένο χείλη που τρεμοπαίζει
Για τη φλόγα από ξεραμένο καφέ κερί...πενιχρό δείγμα της μοναξιάς
Του ανεξερεύνητου ποταπού κοιτάσματος της εν κατακλείδι ανεμελιάς
Της νιότης,
Του είμαι...που εύλογα ανακλήθηκε στην εφεδρεία
Να ανελκύσει το θησαυρό τον ξεπεσμένο όχι στα βιβλία
Μα εκεί δα...στα άπατα βάθη
Στην τραγωδία                                                                                                          
Ή στην μυσταγωγία
Ή στην σπαραχτική κωμωδία που
Θεατές, θεατριζόμενοι, μικροί Θεοί στη σκηνή
Απαγγέλλουν

ΙΙ
Εκκλησιάζουσες με τα ψηλόλιγνα πόδια και τα αλλόκοτα ράμφη,
Που περπατάτε στους φράχτες των μαρμαράδικων,
Παραγγείλατε από την πειθαρχημένη θέληση,
Να χαλιναγωγήσει τα ξεσπάσματα της δημιουργικής ορμής,
Το θεμέλιο λίθο της ευγλωττίας,                                                                                
Από τις πόλεις όπου άμαξες και διαβάτες συνωστίζονται στις αλέες ήσυχα ψιθυριστά,
Χαζεύοντας το λαϊκό κόσμο που γεμίζει τραπέζια στα υπαίθρια καφενεία,
Μέχρι να πέσει ο ήλιος και η σιωπή να μαζευτεί από τους δρόμους,
Να στοιβαχτεί στα υπνοσέντονα, στη μικρή βυζαντινή βασιλική
Ψυχή ζώσα, οι στερνές ακτίνες του ήλιου σας κεντρίζουν
Χρυσές κορώνες πέφτουν στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου που κουβαλάτε
«εισέρχεσθε εις τον οίκον του Θεού»
«είθε το αιώνιο φως να σας φωτίζει»
Τη νεανική δίψα για ταξίδι, για τόπους μακρινούς έξω από το χάρτη,
Τη λαχτάρα να κυριαρχήσετε στη φύση της συγκίνησης                                                        
Της απέραντης γης που ανυπόμονη σας καλεί να σας φανερώσει τα κάλλη της,
Φτέρες θεόρατες, ένα χάος από πράσινα φύλλα, αχαλίνωτα άνθη,
Φουντωμένους φοίνικες, βαθύσκιωτα νερά, άσπρα λουλούδια σαν το γάλα,
Καλαμιές ανάμεσα στους κόμπους των μπαμπού,
Τα αστραφτερά μάτια της τίγρης που παραμονεύουν
Και νοιώθετε της καρδιά σας να χτυπάει από φρίκη και ηδονή άσβηστη
Στους φράχτες των μαρμαράδικων που συχνάζετε
Έξω από το νεκροταφείο

ΙΙΙ
Κασσίτερος και ασήμι καλύπτουν τη νυχτιά,                                                                  
Απόψε που τα φύλλα έγειραν στο νοτιά παραδομένα στη μέθη του,
Μα δίστασαν τη δροσιά του να στραγγίξουν,
Ας αποξηρανθούν,
Νωχελικά η «προαπαιτούμενη δέσμευση» θα τους παρηγορήσει,
Ξεδιπλώνοντας στο ξέφωτο τη νοσταλγία της Αρετούσας Βενετίας,
Της χρυσαλίδας που καθρεφτίζεται στα λιμνάζοντα νερά,
Κι από τους πόρους της ένα άρωμα ξεφεύγει,
Της κόρης το δέρμα μοσχομυρίζει,
Κι όλο παλεύει με τις αισθήσεις, κι αερίζεται, στους δύο πόλους εξατμίζεται,
Με λάγνους στίχους τη συνοδεύουν οι παλαίμαχοι μνηστήρες, σε μια πανήγυρη                      
Το παιχνίδι στήνουν και αναμένουν κι όλο προσμένουν
Της μοίρας το πρόσταγμα να τους μιλήσει
Να τους φιλήσει, κλαυθμός και πύρινα στάχυα θα ανεμίζουν
Στο λιβάδι που έθαψαν πριν την προσμονή και χίλια χρόνια υπομονή
Για τη βασιλεύουσα των ημιθέων, των ακραιφνών Πανθέων
Παγωμένη η νύχτα των δελφινιών που ξετυλίγεται κάτω από τις κουρτίνες,
Στο παράθυρο κρεμασμένη η πιο κοφτερή ματιά,
Η ιδιάζουσα, η χιλιοφορεμένη στα ελικοειδή δρομάκια,
Κατά πόδας τους χρυσοκόκκινους καρπούς από ένα τσαμπί τσιμπάει,
Θυμωμένο πλάσμα με μαύρη πλάτη και μαλλιά,                                                                  
Δεν προσπαθεί να καταλάβει το πλεύρισμα του Αγγελιοφόρου στην αποβάθρα,
Παρακολουθεί χωρίς βλέμμα μες τη σιωπή,
Στη λαξεμένη από τις κατάρες βάρκα το παλαμάρι σπάει,
Σε μια μικρή δεξαμενή η καταιγίδα ξεσπάει,
Η καταιγίδα της φιλάρετης Βενετίας,
Για να ζήσει στο παρόν
Στη νυχτιά
Που είναι ντυμένη στο ασημί των αθανάτων

IV
Ο ουρανός ήτανε γκρίζος, ο αέρας υγρός,                                                                
Μείνανε άδεια τα λιμάνια, ακόμη κι η στεριά τα λησμόνησε,
Η νοτισμένη καπνιά από τα ξεχασμένα φουγάρα έπεφτε πάνω
Στο πλυμένο κατάστρωμα, που δεν εννοούσε να στεγνώσει... όταν...
Ο κόσμος άλλαξε θέση, του λείπε ο ύπνος,
Κάτω από τα πόδια του φαινόταν πως έπλεε
Η αλλόκοτη διάσταση που ξεμακραίνει,
Ίσως έτσι να ξανάβρισκε την παλιά γνώριμη όψη του,
Αν σκέπαζε ο ίδιος για μια στιγμή το πρόσωπό του κι ύστερα
Άνοιγε πάλι τα μάτια να κοιτάξει γύρω του,
Χειρονομώντας και τραυλίζοντας ακατάληπτα ώσπου,                                                
Ο ύπνος πάλι να τον πάρει,
Να βυθιστεί, στα κύματα του ονείρου του πιο βαθύ ύπνου να κρεμαστεί,
Στερνή λειψή ψαλιδισμένη κούφια ελπίδα χωρίς καμπίνα,
Μα με μια τόση δα πορτούλα,
Κλειδωμένη κι από την αίσθηση του χρόνου τεμαχισμένη,
Ο καθαρός αέρας στη βροχή, η σιγουριά του χειμώνα στα φουσκωμένα σύννεφα,
Η κουρασμένη καρδιά, η περιπέτεια κι η αναστάτωση, το δέος κι η θλίψη,
Η δύναμη που του χαρίζει η Τέχνη...

Με χαμηλή φωνή, όλο ευγένεια και υποκλίσεις,                                                                  
Κουρασμένος και παραζαλισμένος από την τρικυμία,
Την περιπέτεια της νυχτιάς,
Με ένα δαδί τελειωμένο, μισοσβησμένο, μισαναμμένο
Μια πολυθρόνα τον ξεκουράζει, κι από τα χρώματα τα πιο ζωηρά, πολύχρωμη,
Μόνο ο ουρανός έχει κρατήσει το γκρίζο του χρώμα,
Ο αέρας υγρός,
Με τα χέρια σταυρωμένα, από τη μια ευχαριστημένος που βρίσκεται στο πέλαγο,
Από την άλλη ένα τσίμπημα δυσαρέσκειας τον καταβάλλει,
Εις εαυτόν προσδίδουσι τις μεταπτώσεις και τις επιθυμίες,
Ελέω φυσικώ δικαίω
Ο σιωπηλός, ο αόρατος, κρυμμένος στο ψηλό του παρατηρητήριο τραγουδά]

blue-roses

Η εσχάτη των λυγμών.

 
Ι
Κοιτάζοντάς σε,
Ασημένιο βέλος στις μνήμες μου καρφώνεις,
Υψώνεις το κονταροχτυπημένο σου μένος και με δέος
Ψηλό, τραχύ, που χλιμιντρίζει στα στενά
Ψηλό, σταχτί, τη βασανισμένη μου σάρκα καψαλίζεις
Της επιτίθεσαι, την ξεψαχνίζεις

Κοιτάζοντάς σε,
Ασημένια δόξα, δοξάζω την αλύτρωτη ώρα και τον ξινισμένο ιδρώτα
Που αλλότριες τέρψεις σου είχαν καρφώσει τη λόξα                                                                    
Μια θάλασσα μαύρη να κρύψεις στον πάτο,
Και να γεννηθούν Ευμενίδες για να εγείρουν
Σκουριασμένο δόρυ που θα τρυπήσει ό,τι σαπίζει,
Καμένη η σάρκα που βαυκαλίζει
Απάνω στα άρματα
Του νόστου τα λυγισμένα χέρια,
Της λύπης τη γεύση έχουν ξεφτίσει
Τα ξωτικά ψάλλοντας τα τραγούδια της Λάμιας,
Της ξανθιάς νεράιδας
Την κόρη που οι Τιτάνες είχαν γεννήσει                                                                                  

Κοιτάζοντάς σε,
Δακρυσμένο κυπαρίσσι, αργοκυλάει μια θέληση καρφί
Ποτάμια και νεύρα που χουν ραγίσει
Εσένα προσμένουν
Σε σένα προσμένουν
Και υπομένουν
Και επιμένουν
Κι έχουν δακρύσει

ΙΙ
Μυρίζω το άρωμά σου χίμαιρα                                                                                                            
Γλυκιά ή μέθη που μου προσφέρεις τα δειλινά                                                                            
Τα στερημένα απ’ της κόλασης τα πάθη
Σαν χέλι ηλεκτρικό με καταδιώκεις, η εικόνα στον καθρέπτη σου
Απεικονίζει το νεκρό εχθρό που με πολεμάει και με κοιμίζει,
Κι η μυρωδιά που ακόμη μυρίζει, στη μύτη μου βασανιστικά
Κλώθει την επιθυμία να θυμηθώ, να τη θυμηθώ
Τη μνήμη που η μυρωδιά σου μου θυμίζει
Στα λιβάδια που τα ορμητικά ποτάμια ξεράθηκαν, κάποιες
Κομμένες τρομπέτες βράχηκαν, σιώπησαν και ξεχάστηκαν
Μόνο σκουλήκια απόμειναν ένα Θεό να προσκυνάνε                                                                
Τι είναι δεν νοιάζονται κι αλλού κοιτάνε
Το μηδέν ζωγραφίζουν
Με τ’ άδεια μάτια τους το άδειο φωτίζουν,
Με ανάσα πνιγμένη
Λίμνες κοιτάζουν, το νερό με κίβδηλα ραβδιά ταράζουν και χαράζουν
Στους άφαντους χάρτες που τα πόδια ξεκουράστηκαν
Χαρές και δάφνες, οι γιορτές των παγετώνων γίνηκαν σκόνη
Η νύχτα μόνη, παγωμένα υγρή
Σάλιο φτύνει,
Τους βράχους κράζει                                                                                                        
Γλυκοχαράζει
Κάποιοι τσοπάνοι κρυμμένοι στο ορμητήριο τους
Ξεπηδούν, στο μαγικό αυλό φυσούν
Το τραγούδι του Πάνα, του τρανού Τιτάνα, τους ψιθυρίζει
Πως η μέθη στη μέθη πάλι γυρίζει
Και ξεσκονίζει...εξιλαστήριο θύμα την αρετήν

Η γη μυρίζει σαν χίμαιρα
Γλυκιά η μέθη που χουν ξεχάσει
Γλυκιά μέθη                                                                                                                        
Μεθάω πάλι
Καθώς ρεμβάζω στο ακρογιάλι
Και κάνω πως την καταλαβαίνω...

ΙΙΙ
Ντύθηκαν οι εμμονές με πειραγμένες σκέψεις σε καλολαδωμένα γρανάζια
Για να πιστέψεις,
Τα άσπρα κρίνα μαδήθηκαν, γερμένη αγέλη των αγγέλων η
Επί γης ειρήνη,
Μόνο δυο λέξεις θα τιθασεύσεις
Αν τις πιστέψεις...
Να τις προσέξεις                                                                                                                    
Μπορεί γυρνώντας τους την πλάτη να μην προσέξεις,
Κι αυτές οι λέξεις να γίνουν πλάνη
Που μοιάζει με λέξεις
Μα πως θα πιστέψεις
Πως είναι της αδίστακτης οχιάς
Οι χρόνιες σκέψεις,
Από τον Άδη πηγάζουν
Σε κυριεύουν και σε προστάζουν, στον Άδη τάζουν
Να μην πιστέψεις αυτές τις λέξεις
Μα ... αυτές τις λέξεις                                                                                                                 80

Υπάρχουν θαμμένα μες τα βιβλία
Τα θάματα που έκαναν οι άγιοι άνθρωποι
Που τους δίκασαν οι αποτάσσοντες το Σατανά άνθρωποι και τους εξόρισαν
Και τα κάτεργα γέμισαν
Γιατί πίστεψαν πως δεν υπήρχε
Τι να πιστέψουν σ’ αυτές τις λέξεις
Που θες να πιστέψεις...
Γιατί έχεις τις ίδιες κρύες, ευσπλαχνικές σκέψεις
Μα να προσέξεις                                                                                                                        90
Τι έχουν να σου πουν αυτοί οι διωγμένοι
Όταν ο Άλλος θα τους δικάσει
Και με κρασί τις πίκρες που τους πότισες κεράσει
Και δώσει έφεση, Αυτός που κρίνει στο δικό του δικαστήριο
Τις ντυμένες λέξεις, τις κακοποιημένες, την πλάνη
Που θέλουν και θέλεις να πιστέψεις
Να μην πιστέψεις
Να Τον πιστέψεις
«Υπάρχει Αλήθεια»

IV
Στοχάζομαι την οργή των στοχαστών                                                                                  
Που ελεύθερα στην αγορά δημόσια στοχάζονται,
Καθισμένοι σε πήλινα τούβλα που αποκαλούν ναό
Τους μαύρους πίνακες γεμίζουν σύμβολα, τα άστρα μετράνε
Ανεξήγητα φαινόμενα, μένει αναπάντητο ερώτημα η
Ανεξερεύνητη ηδονή, η ελλοχεύουσα εις μάχην
Τα όρια που θέτουν δύσπιστα εις μάτην, ξεπερνώντας τα
Πετάω μια πέτρα στο άδειο δωμάτιο γεμάτο τύψεις που θες να συντρίψεις
Κι αφουγκράζομαι τα κουρδισμένα έλατα
Που αναπνέουν ό,τι εγώ εκπνέω
Κι όμως ζουν...μπορεί το σάπιο τις ρίζες τους να τρέφει                                                            
Κι επιμένουν τη γη να αφήνουν μες το χώμα να τα κρατά
Για να μην φύγουν, να μην ξεφύγουν
Να μην πετάξουν εκεί στα ψηλά
Ελεύθερα να ανέβουν τη σκάλα που τους στρώνει ο ουρανός
Σαν τους στοχαστές που την οργή τους στοχάζομαι στην αγορά
Κι αφουγκράζομαι
Πως δεν στοχάζονται
Μα τη γη κοιτούν, το μαγνήτη που χαλκάς τους τραβάει κάτω απ’ τη μύτη τους
Και τους κρατάει δέσμιους, όμηροι της γης,
Γλυκός ο ύπνος,                                                                                                                    
Το γάλα της μάνας τους αποζητάνε
Βουλημικά ,αχόρταγα παιδιά να γίνουνε και πάλι
Το γάλα να πίνουνε,
Τη μάνα τους ζητάνε
Κι από τη μάνα τους ζητάνε την τελευταία χάρη
Μια ζωή ξανά...
Στη γη σκυφτοί
Δουλικοί, υπόδουλοι
Της αφάνειας οι αφεντάδες
Νεκροί...                                                                                                                              

V
«Υπάρχεις;»
«Αλήθεια; Έτσι με έμαθαν να πιστεύω»
«Υπάρχουμε, γερνάμε, πεθαίνουμε»
Ζωή και                                                                                                                                  
Θάνατος,
Δεμένη επίπλαστη κλωστή σε γραμμή
Μια αρχή κι ένα τέλος...ο μύθος
Κλειστή γραμμή έγινε ο χρόνος, φυλακή
Κύκλος σβησμένος, το επιμύθιο
Ο Θάνατος επικηρυγμένος                                                                                                      
Τυφλός πειρατής, ο μονόφθαλμος βασιλεύει στους τυφλούς
Κι με το γάντζο του θαρρείς πως σου βγάζει το μάτι
Ακούστηκε σαν προσευχή
Άπνοη κραυγή                                                                                                                          
Εγκλωβισμένη σε διονυσιακή γιορτή, στο παραλήρημα
Υπακοή...ανυπακοή
Στον Αόρατο Ένα
Σπονδή και θυσία στην αμφισβήτηση
Για τον τελευταίο των χορών
Σιγή...και αποσιώπηση                                                                                          
Φυγή, η έξοδος των νοσταλγούντων κωμικών

«σε τι πιστεύεις;»
«στον αναστάσιμο θάνατο»                                                                                                      
Στους καθημερινούς μικρούς, μεγάλους
Αναστάσιμους θανάτους
Στο θάνατο χωρίς θάνατο μετά το θάνατο και πριν απ’ αυτόν
Στη γνώση από τους αταίριαστους εν ζωή θανάτους...

VI
Ποιητή ουρανού και γης
Ποιητή της ταλαίπωρης γης                                                                                                  
Προσευχήσου, Παράκλητε Θεέ
Για την ανατροφή μας
Προσδοκούμε την ύστατη στιγμή
Ένα ζευγάρι κέρινα μάτια να αλείψουν την πληγή που χεις αφήσει                                            
Μ’ ένα δάκρυ, πέτρινο γυαλί στρωμένο στο χαλί
Την ανάσταση που ξοδεύτηκε σε μια ζωή
Ανέξοδα
Ανέλπιδα
Ανάστησε το Χριστό που έχουμε μέσα μας,
Το μόνο νόημα, την αγνή ψυχή, την ατσαλάκωτη εν αγνοία
Κυβερνήτη άχρωμε, χλωμέ ουρανέ
Άδικε, αταίριαστε εν ζωή τιμωρέ
Άσπλαχνε, άκαρδε χρόνε, την αλύπητη αλμύρα
Στα χείλη που σε δοκίμασαν πότισες                                                                        

Θάνατε κουτέ, μικρόψυχε, ο πόνος κι η οδύνη
Χαρισμένη σε μια θύμηση,
Στον ανατρεπόμενο σφυγμό στο αμέσως επόμενο λεπτό
Ορατέ Θεέ, Αόρατε
Σε προσκυνώ με το μάτι καρφωμένο στην Ατλαντίδα που κατέστρεψες
Το δάκρυ σου προσμένω
Στο λαθεμένο μου γιατί σκισμένη ατολμία χοροπηδάει,
Τραγουδάει χαμηλόφωνα, φοβισμένα, πνιγμένα στη μάσκα της
Κι αν η καρδιά μου ακόμη χτυπάει
Είναι πριν, αλλά μετά σε προσπερνάει                                                                        
Γαλήνη...η ηρεμία μέσα στο τούνελ με στροβιλίζει, στο
Βασίλειο της επεξήγησης του ορθού λόγου κι όμως...
Ανέλπιδα βιώνω, αλόγιστα μηνύματα χωρίς λόγο
Συγκεντρώνω
Το σίδερο πυρώνω
Εγώ τελειώνω
Ποιητή ουρανέ
Ποιητή Θεέ
Προσευχήσου για μας...τους πειρασμούς μας καταλάγιασε στα πάθη

VII
Καρδιά εν αρρυθμία                                                                                                      
Η ξεκούρδιστη ρομβία τριγυρνάει στα άλση της αλητείας...
Ο αποδιοπομπαίος τράγος
Της αυθόρμητης επανάστασης των μικροαστικών ρευμάτων
Φλογισμένη πατρίδα χωρίς χώμα, χωρίς χρώμα, χωρίς άνοιξη
Χωρίς πατρίδα
Της γης οι βλαστοί κοιτάζουν τον ήλιο
Τον ήλιο κοιτάζουν
Κι ανθίζουν
Ζουν...πεθαίνουν...σαπίζουν, φυτρώνουν
Τα ποτίζουν,τα πατούν                                                                                              
Τον ήλιο τους κρύβουν
Κι όμως αυτά επιμένουν
Για τον ήλιο ζουν;
Για τι ζουν;

Προχωρούν μπροστά οι σημαιοφόροι,
Οι λαμπαδοφόροι της επίτασης του αφορισμού
Κρατούν δαδιά σμιλευμένα από τροχό
Ξωπίσω τους τα άλογα τα γερασμένα, οι αφρισμένοι γερόλυκοι                                                    
Τα σκασμένα στο στίβο της μάχης
Τα απότιστα, τα πεινασμένα
Κι ο λαός ζητωκραυγάζει, άλαλα συνθήματα χωρίς σύνθεση κράζει
Χειροκροτεί τους νικητές που τα κορμιά τους
Ματοβαμμένα
Κείτονται σκόρπια, σχεδόν νεκρά,
Σχεδόν ζωντανά
Πάντως χωρίς ζωή, νεκροφανή
Σχεδόν νεκρά

                                                                                                                                       

Οι καμπάνες θα ηχήσουν                                                                                                        
Ντιν, Νταν, Ντιν, Νταν ξανά Ντιν, Νταν
Ρυθμικά δυνατά, με ρώμη ακόμη μια φορά μες το στάδιο
Γυρίζουν οι νικητές με τα κορμιά σκισμένα...κουρέλια φορούν...τραγιά
Ξανά Ντιν, Νταν, Ντιν, Νταν

Οι καμπάνες θα ηχήσουν
Οι καμπάνες θα σιωπήσουν
Και τότε θα σχηματιστεί στην άκρη του ματιού μας
Ένα δάκρυ, θα κυλήσει τη στερνή διαδρομή                                                                    
Στο καλοσχηματισμένο μας πρόσωπο, θα βρέξει                                                                    
Κι ύστερα... θα μείνει μόνο αλάτι
Ώσπου το δάχτυλο να το σκουπίσει
Και στο στόμα τη γεύση του να δροσίσει
Ροδόσταμο η γεύση που θα αφήσει η εσχάτη των λυγμών

Κλάμα
Κλαίμε
Κλαίω
Κλαίνε                                                                                                                    
Κλάψτε!                                                                                                                                  
Κλαις;
Έκλαιγες;...

VIII
Λευκό πουκάμισο φόρεσαν οι μασκοφόροι κι από τα χνώτα τους
Καταλαβαίνεις
Πως οι Χαλδαίοι αναστήθηκαν
Έμαθαν γραφή και ανάγνωση στα σχολεία που οι Μύριοι τους κλείσανε
Και τώρα στη συναγωγή κινήσανε για να εκδικηθούν
Μορφωμένοι μέσα σ’ ένα όνειρο                                                                                              
Εσύναψαν εταιρεία για το εύκολο κέρδος
Πουλώντας πνεύμα και ηθική
Και τη σκάλα ανέβηκαν
Και ανέβηκαν ψηλά
Ώσπου από τα μάτια μας χάθηκαν
Αγγίξανε το στερέωμα του κόσμου και έγιναν κόκκος άμμου
Φύσηξε ο Αίολος και τους σκόρπισε στις εφτά θάλασσες
Κι από αυτούς έμεινε μόνο ένα παιδί να μας πολεμάει
Τη συνείδησή μας χτίζει και με λόγια ανίσχυρα τη ραπίζει                                                  
Καμιά συνταγή ή πανοπλία δεν τον φοβίζει...                                                                          

Με το χαλκό που στο αμόνι θα ισιώσουμε
Θα σου αντισταθούμε
Κι αν όπλο έχεις πιο ισχυρό από τη θέληση, τότε
Θα σε ακολουθήσουμε μα πιο πριν στάσου για λίγο
Τον άρτο τον ευλόγησες μα από τον άρτο δεν δοκίμασες
Γιατί μας χλευάζεις απύθμενο πνεύμα;
Αλαφροίσκιωτε υποκριτή                                            
Θα σου αντισταθούμε χαλκευμένη υπόσχεση                                                                          
Τη ζωή του μέλλοντος αιώνος προσδοκούμε
Σ’ αυτή πιστεύουμε, γι’ αυτή παλεύουμε
Κι όμως ακόμα δεν τη ζούμε...
Ποια ζωή ζούμε;
Για ποια ζωή θέλεις να ζούμε;

Γιε του Χαλδαίου, τύραννε
Και σκλάβε της πειθούς
Με γόρδιο δεσμό μας έχεις δέσει...                                                                        
Σ’ εκείνα τα χρόνια τα σκοτεινά μετά τη γέννησή σου                                                              
Μας έγινες συνείδηση
Ύλη δεμένη με την ύλη
Ψυχή φτιαγμένη από τη ψυχή
Μα αυτή ακόμη η ανθρώπινη συνείδηση και σε σένα δόθηκε
Μπορεί να κρύφτηκε στην ύλη μα από την ύλη δεν προήλθε
Κι είναι κτήμα μας ... και προϋπάρχει
Και μεταδίδεται
Το μάτι που αντιλαμβάνεται πως βλέπει
Κοιτάζει                                                                                                                          
Έχει ταυτότητα                                                                                                                                    
Και ανασηκώνεται
Στην πόλη που ονόμασε]

blue-roses

Ανατομία μιας ζωής  
 
Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και κοίταξε γύρω στο δωμάτιο

Καθόταν η ίδια εκεί πέρα

Υποτίθεται πως δεν είχε επιστρέψει

Στέκεται σκυμμένη, με το κεφάλι της να γέρνει ελαφρά προς τα αριστερά

Έδινε την εντύπωση ανθρώπου μπροστά στον οποίο η παρουσία άλλων ήταν περιττή

Ήξερε, φυσικά, ότι η στάση αυτή αποκάλυπτε ένα άλλο, απαγορευμένο πρόσωπο

Κάτι σαν έλλειψη ζωής πάντα έλαμπε στο μοναδικό διαπεραστικό της βλέμμα σαν να απέδιδε το χρέος της με φροντίδα και προσοχή σε μικρά διαλείμματα

Έτσι καθώς ήταν αποκοιμισμένη έδειχνε σε τόσο κοντινή απόσταση ένα φαινομενικά ιδιαίτερο και ακριβό ένστικτο να καταπνίξει την επιθυμία να αφεθεί σε τόσο βαθύ ύπνο

Είχε ήδη αντιμετωπίσει το θάνατο ως μία υγιή δημιουργική απόσταση ανάμεσα σ' αυτήν και τη νεκρή εκδοχή της

Ένας κόλπος ανοιχτός μόνο στη μητέρα της ...

Με πολύ σιγανή φωνή

Με μεγάλα βήματα

Με τον κόμπο στο στομάχι από προτάσεις και λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους

Παλεύοντας να πάρει ανάσα, παρά τους μαύρους κύκλους, σε λιγάκι επρόκειτο να υποκύψει σ' αυτό το οποίο αποκάλεσε "θυμός που δεν έχεις εκφράσει"

Ένα τόσο εφιαλτικό φως υστερεί από μια μικρή παύση σε κομμάτια από τους φόβους και τις φαντασιώσεις όσων είχαν πραγματοποιηθεί και όλα ήσαν ξένα μεταξύ τους

Σε αυτή την τελευταία ανάμνηση η ευχάριστη ζεστασιά του ήλιου εξαφανίστηκε και μετατράπηκε σε κάτι ερεθιστικά βίαιο και σκληρό

Χωρίς να συνειδητοποιεί τι έχει κάνει πριν ακόμη ανταλλάξει έστω και μια κουβέντα, ένιωσε μικρή και ατημέλητη και περιττή με μια μπερδεμένη έκφραση στο πρόσωπό της

Διαδίδεται πως οι άνθρωποι μαζεύονταν κατά ζεύγη κι ύστερα χάθηκαν από το προσκήνιο αφήνοντας πίσω τους βαριά σιωπή ... έχοντας παραμείνει στα ουσιώδη από τα υπολείμματα του χέρσου που απειλούσε ανά πάσα στιγμή να βγει και πάλι στην επιφάνεια
 

blue-roses

Αγάπη Είναι
 

θα ήταν παράξενο, αν μετά από τη μέρα που συνέβη το γεγονός ήταν τα δικά του αισθήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει κι όχι οι πέτρινοι τοίχοι

Θα περνούσαν χρόνια ώσπου γι’ αυτή την οποία αφορούσε αυτή η ιστορία θα έπρεπε να προσπαθήσει να μην αισθάνεται αυτό το επαναλαμβανόμενο άγχος

Να νιώθει ένα παγωμένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά

Φυσικά αν σκεφτόταν κανείς σε τι τον είχαν υποβάλει η υπερηφάνειά του κι η ηδονή της κατάκτησης μέχρι εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό, που είχαν αντικατασταθεί  από την καταπίεση και το άγχος, θα τον κυνηγούσαν όπου ξεδιπλωνόταν όλος αυτός ο αμέριστος θαυμασμός και τώρα όλη αυτή η αφέλεια

Περίμενε ανυπόμονα τις εκφράσεις αποδοχής, την αναγνώριση για όποιον επισκεπτόταν την Ιερουσαλήμ κι εξυπηρετούσε πράγματι το σκοπό του

Υπήρχε μια σαββατιάτικη σιωπή στη φύση καθώς ανάσαινε τον καθαρό αέρα με τις προλήψεις των υποτιθέμενων λογικών ανθρώπων που τον γέμιζαν με τη λάμψη της προσμονής

Είναι αλήθεια, ένιωθε πάντα σε μια σχετική ασημαντότητα την αμυδρή υποψία ότι υπήρξε μάρτυρας αυτού του σπάνιου χαρίσματος ,της απόλυτης γνώσης του πότε να μιλήσει, πότε να παραμείνει σιωπηλός, καθώς και της ακριβής αντίληψης του απαραίτητου βαθμού ζεστασιάς

Κανείς δεν πείστηκε πως για ακόμη μία φορά θα είχε την ικανότητα να απολαύσει την εξαγνιστική αίσθηση ότι ήταν "κι αυτός εκεί"

Ως συνήθως, δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό κάθε αόρατης λεπτομέρειας τόσο οικείας όσο αναλογιζόταν τα γεγονότα κι έσκυβε βαριά πάνω τους παρ' όλο που έμεινε ενώ ήξερε, όπως και κάθε άλλος

Οι φωτογραφίες των νεκρών έπρεπε να μείνουν χωρίς να χρειαστεί να δει τα μάτια της

Οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου ήταν χαραγμένες αφού όλα είχαν καταρρεύσει και τα ψηλά παράθυρα και τα βαριά έπιπλα δημιουργούσαν μια κατανυκτική, μυστηριώδη ατμόσφαιρα

Τίποτε όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί εκείνη την τελευταία στιγμή με διαφορετικό τρόπο έτσι ώστε να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του ή η ταυτότητά της ενώ εισχωρούσε στον προσωπικό της χώρο που τον ανάγκασε να συνεχίσει, να επιμείνει στις δειλές του προσπάθειες

Επειδή τα μάτια της ήταν κλειστά …

Στο μοναδικό διαπεραστικό τους βλέμμα είχε αισθανθεί σαν ζεματισμένος και ιδιαίτερα μεγάλος

Η αλήθεια όμως ήταν ότι για πρώτη φορά, επέτρεπε τώρα στον εαυτό του να την κοιτάξει από κοντά, ενώ αυτή νομίζει ότι κοιμάται σαν να ήταν αυτή και το σώμα της δύο διαφορετικές οντότητες

Τώρα, έτσι καθώς ήταν αποκοιμισμένη, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως έδινε διέξοδο σε όλα τα συναισθήματα θυμού που έτρεφε απέναντί του

Αυτά όμως δεν ήταν παρά ιστορίες φολκλόρ, που είχε κατασκευάσει μία υγιή δημιουργική απόσταση ανάμεσα σ' αυτόν και το νεκρό

Κάθε φορά που βρισκόταν μπροστά στο θάνατο, ένα πέπλο κατέβαινε σ' αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "οι συναισθηματικοί του αδένες"

Όλα ήταν τυλιγμένα σε μια πάχνη ονείρου και, παρ' όλο που ένιωθε ότι τα μέλη του δεν του ανήκαν, ήταν το δικό του χέρι αυτό το οποίο έκλεισε την πόρτα και τα δικά του πόδια αυτά τα οποία τον οδήγησαν έξω από το δωμάτιο

 

blue-roses

Πελασγός
 

Σαν καλός ποιμένας αρθρώνω ικεσίες γονυπετής

Φρονώ ό,τι δεν πιστεύω παρότι γνωρίζω πως η πίστης σώζει

Νοσταλγώ τους χαμένους ορίζοντες που δεν θα ιδώ ξανά ποτέ

Η κίνηση της περιοχής των μηρών μου ... ρυθμίζεται από ενοχές

Γλύφω ό,τι ξεραίνεται ακολουθώντας μια χαλκευμένη δοξασία

Θαύματα εκ θαυμάτων γινόμενα και μη αίρονται

Να σώσω το δέρμα μου

Στα χέρια μου έπεσε μια γραφή από τους Χετταίους καμωμένη με  πηλό και σφήνα

Ένας λαός αχώνευτος και ξεπεσμένος σε υπό επίπεδα ωνητών αξιωμάτων

Ακολουθούν επί σκοπών αναπόδεικτες εικασίες

Κάπως έτσι θαρρώ ότι νοιάζομαι και για σένα

Τα ίχνη σου λαξεύω στις πέτρες σε χρόνους σφαιρικούς

Πλίθινα πλήθυνα αυτόφυτα αναδυόμενες σκέψεις

Στην αυγή της παρακμής του γένους μου

Η Αρετή, ο έρωτας και το καταστροφικό μας ένστικτο γκρεμίζονται

Αρματολός και ξανά κλέφτης

Εχθρός του συστήματος και εραστής του συνάμα

Ό,τι γνώριζα κατέρρευσε και η ανάγκη για μια νέα μυθολογία ατροφεί

Τι δύναται να κρατήσει το βάρος του μυαλού μου;

Μια νέα θυσία;

Μια ανθρωποθυσία ίσως;

Ένα εύλογο ερώτημα

Ή ένα μπουκάλι κρασί Πομάρ από τη Βουργουνδία βορειανατολικά της γης των Κελτών

Ό,τι ψήνεται για δέκα χρόνια έχει γεύση αλλά όχι διάρκεια

Έχει μνήμη αλλά όχι υφή

Έχει λόγο αλλά όχι ύπαρξη

Κι έτσι ευνουχισμένοι κρατώντας λαμπάδες στη γιορτή μιλώντας Ετρουσκικά

Μυούμαστε στην φυλή των Αθηναίων ... σαν ραπανάκια

Αλλά δεν είμαστε Έλληνες κι ας ζούμε στο φέουδό τους

Απλοί στρατιώτες είμαστε με δολοφονικά ένστικτα ...

Κι έπειτα μας περιμένει η μετάνοια και ο φόβος του ξεριζωμού

Προτού βρεθώ στον παράδεισο θα περάσω από την κόλαση ...

Έπειτα μου δίνετε τα υφάσματα ...

 

blue-roses

Lindheim

Πίστεψα ότι πεθαίνω το φθινόπωρο του 1987
Στην πραγματικότητα, προσπαθώ να πω πως ήθελα να πεθάνω

Δίχως να μου δημιουργηθεί εκείνη η αίσθηση της προσδοκίας και της συνενοχής που πάντα ένιωθα, ενώ όλοι βρίσκονταν σε κατάσταση αγωνίας ...κανείς δεν μου έδωσε σημασία
Αφομοίωσα αστραπιαία κι όλες τις άλλες χειρονομίες, εκφράσεις και αναφωνήσεις που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι πάντες καμωμένοι ότι δήθεν η όλη ιστορία ήταν ένα διασκεδαστικό αστείο, μια προσωρινή παύση των διαδικασιών της ζωής και μια βεβαιότητα ότι όλα τα σημαντικά πράγματα συμβαίνουν κάπου πολύ μακριά
Η αμετακίνητη τάξη των πραγμάτων δεν έπρεπε να διαταραχθεί από την εισβολή του φορτικού θανάτου στην έλλειψη ακρίβειας
Εκείνη περνάει από χέρι σε χέρι με αστραπιαία ταχύτητα σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς
Αυτό υπήρξε και μια από τις αιτίες να διακοπεί στο αποκορύφωμα της τρυφερότητας το όποιο γόητρό τους

«Σας παρακαλώ, πείτε του κάτι· σας παρακαλώ, αγγίξτε τον»

Ο ουρανός γίνηκε στάχτη
Μακρόσυρτοι θρήνοι ατμομηχανών βουίζουν στα αυτιά μου
Μου μένει μόνο η μυρωδιά του σταθμού και της καπνιάς
Κι άλλος ένας μακρύς ύπνος, ίσως
Αφού δεν είχα συλλογιστεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς
Ενώ εγώ πονούσα
Η ηδονή είναι η κατάπαυση του πόνου
Κι άνοιξα τα μάτια

«Εσύ είσαι ο Κρίνο, έτσι σε φωνάζουν όλοι. Κι εγώ είμαι η Κάσα. Η γυναίκα σου. Με αναγνωρίζεις;»

Επειδή εγώ είμαι κομμάτι της προσωπικής σου ιστορίας κι οι κόρες μου είναι σάρκα από τη σάρκα σου
Δεν ένιωθα καν ομίχλη, αλλά, πώς να το πω, απάθεια
Ή μήπως λέγεται αταραξία


Λιντχαιμ Οκτώβριος 1987

blue-roses

Espumateque

Η οδός Μετριοπάθειας, ανάμεσα στην πλατεία Ανορεξίας και την αποβάθρα του Στείρου, κρύβει κάποια παλιά αρχοντικά που, χάρη σε αρχιτέκτονες και διακοσμητές, ξαναζούν παλιά μεγαλεία
 

Η Αγάπη αγαπούσε τη σιωπή. Της ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί ν' ακούει ακόμα τη βαριά, τραχιά φωνή του λιγομίλητου, καλοσυνάτου Τζόγου, με τον οποίο, σε τακτές ώρες κάθε μέρα, επέμενε να κουβεντιάζει ασταμάτητα

Μόνο οι Ρομαντικοί θα είχαν αντίθετη γνώμη, αν διέθεταν νοημοσύνη, μέσα από το σιωπηλό διαλογισμό τους, τώρα όμως πρόβαλλαν ως αντίλογο μόνο τα επιδεικτικά χασμουρητά της επιδοκιμασίας τους

Αντιγύριζε τις ματιές τους και, όταν συνέβαινε να μιλάει μονάχη της μεγαλόφωνα, τα απύθμενα σιωπηλά μάτια της πετούσαν επίμονες σκοτεινές λάμψεις, που άξιζαν περισσότερο από οποιαδήποτε έναρθρη απάντηση

Η Πλήξη είχε υιοθετήσει τη συνήθεια να την κοιτάζει αφ' υψηλού, να προσποιείται πως δεν την αναγνωρίζει, κι ακόμα, παρά την τόσο απλή κι ελάχιστα κοινωνική φύση της, να φτάνει στο ακραίο σημείο να υπαινίσσεται πως την σνομπάρει

Μέσα στη σιγαλιά του σαλονιού της ή απομονωμένη στο άδυτο της κάμαράς της, η Αγάπη κουβέντιαζε με τον αόρατο εραστή της ... το μαύρο αφεντικό, ακολουθώντας τους ήδη πεπατημένους χάρτες ακόμα πιο μόνιμα ή και για πάντα

Η εφαρμογή του κανόνα δεν επιδεχόταν εξαιρέσεις

Θα έλεγε κανείς ότι δε θα ξανάβλεπε το κατώφλι της πόρτας, εκτός αν γινόταν κάποιο θαύμα ή αν εκδήλωνε έμπρακτη μετάνοια για την αποκοτιά του κομίζοντας χρυσό, λιβάνι και μύρο ή οποιοδήποτε άλλο δαπανηρό "συγχωροχάρτι"

Καθισμένη μπροστά στο τραπέζι κι ενώ άρχιζε ν' ανακατεύει και να κόβει τα χαρτιά για την καθιερωμένη πασιέντσα της, η Αγάπη ένιωθε να την παρατηρεί το πρόσωπο του πίνακα που ήταν κρεμασμένος στην αριστερή μεριά του απέναντι τοίχου

Δε χρειαζόταν να σηκώσει τα μάτια για να δει πως αυτήν κοιτούσαν τα μάτια που υπήρξαν, που ήταν, δικά της

Τα σχήματα, τα χρώματα, τα χαρακτηριστικά, οι γραμμές του αρχοντικού της προσώπου, απηχούσαν μια ζωντανή κι επίμονη νεανικότητα ή κάτι ακόμα πιο μυστηριώδες που σε κάποια έργα  θα μπορούσαν να περάσουν γι' αφηρημένα, καθώς από την τρυφερή σάρκα και τα εκφραστικά πρόσωπα κρατούσαν μόνο κάτι που θύμιζε παρανάλωμα του πνεύματος

Η Αγάπη αψηφούσε αυτή την αίσθηση κι αντλούσε την πεποίθηση από αυτό που βίωνε με τρόπο φυσικό]

blue-roses

Mondo '77

Υπό τον ίσκιο της πικροδάφνης στον πίσω κήπο του μεγαλοπρεπούς αυτού οίκου, η ύλη του οποίου είναι αφιερωμένη στις δραστηριότητες της υψηλής κοινωνίας και του καλλιτεχνικού κόσμου, χτένιζε τη λιακάδα, στο περιεχόμενο ενός ψηλού ποτηριού με ξανθά μαλλιά, με εμφανώς ενοχλημένο και επιτιμητικό ύφος

 

Αν και καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να υποχρεώνεις έναν καλό άνθρωπο να φορτωθεί τέτοιο βάρος στη συνείδησή του έβγαλε ένα επιφώνημα απογοήτευσης ξεσκονίζοντας τα ρούχα της

 

Εννοώ δηλαδή πως ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον εάν γνώριζες τις περιστάσεις που οδηγούν σε μια παρακινδυνευμένη επιλογή που δεν προτιμάται γενικώς

 

Μια πάντα ευπρόσδεκτη αίσθηση κοσμιότητας απέτρεψε ο αναστεναγμός της αν και πολλές φορές είχε αισθανθεί κι αυτή κάτι παρόμοιο αφού αντιμετώπιζε τα καθήκοντά της με πραγματικό ενδιαφέρον

 

Στο τέλος αυτού του διαστήματος μια μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη πομπή προηγείτο καλοπροαίρετα της σκιάς της προσκομίζοντας νέα δώρα για να τη δελεάσουν να μην αρκεστεί σε έναν αυστηρά διακοσμητικό ρόλο

 

Με το ένστικτο που προειδοποιεί, για το οποίο κανονικά θα έπρεπε να ντρέπεται, όλους τους ασκόπως περιφερόμενους με ένα απροσδιόριστο βλέμμα καλοκαγαθίας, μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι είχε συνειδητοποιήσει πως η ώρα να μοιραστεί μια αμιγή αθωότητα με εκείνο το ευγενές ζωντανό πάθος, που με τόση φιλοπονία προκειμένου να κερδίσει το αστραφτερό τρόπαιο ποθούσε διακαώς μια θέση στο πάνθεον των διασήμων,  παρέμενε με λιγοστές και απλές φιλοδοξίες

 

Ήξερε την έννοια της λέξης σεβασμός και χαμογέλασε συγκαταβατικά στα σαρκαστικά σχόλια περί της σφαιρικότητας του επιμεμπτού σε ένα αφηρημένο νεύμα με χαρακτηριστικά που απέπνεαν κύρος για να τα αναπολεί διασκεδαστικά η μνήμη και του άλλου ενώπιόν της

 

Εν ολίγοις, για έναν άνθρωπο που, για το καλό όλων, ουδέποτε θα έπρεπε να είχε μάθει να γράφει και που, εφ' όσον κατείχε ατυχώς το χάρισμα τούτο μου ζήτησε να προσπαθήσω ν' ανακαλύψω κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε με τεντωμένο δάχτυλο για να προκαλέσει μια σύσπαση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό μου, εξακολουθούσε να φαίνεται εκτός τόπου ωστόσο κατάφερνε να φαίνεται και να συμπεριφέρεται έτσι αποτελώντας ένα διαρκές μυστήριο για όλους τους γύρω της

 

Ακροπατώντας αμέριμνα επιμελώς μια εκ πεποιθήσεως υγιεινιστής ακροβάτης απομακρύνθηκε αθόρυβα

Είχε επανέλθει στον ήρεμο, δυναμικό εαυτό της ξανά

Μια ελαφριά αύρα έφερε μαζί της το άρωμα λουλουδιών της άνοιξης

Ένας οξυδερκής παρατηρητής θα είχε διαγνώσει πίσω από την κίνηση αυτή μια αμυντική διάθεση στην οποία είχε εξασκηθεί από τότε που έκλεινε τα δεκάξι της χρόνια

 

Ουδέποτε μου πέρασε τέτοιο πράγμα από το μυαλό στην προκειμένη περίπτωση όμως έκρινε ότι θα ήταν σφάλμα να παρεκβεί από το κυρίως θέμα

 

Πολλοί άνθρωποι συστήνουν τη γνωστή μας αμμωνία για την αντιμετώπιση του τσιμπήματος από σφήκα ως θεραπεία σε ένα στιγμιαίο, γρήγορο, πικρό μειδίαμα, από εκείνα που δεν προμηνύουν τίποτε καλό

 

"Λέω, γιατί να του πούμε κάτι που δεν αληθεύει;"

 

Η εγγενής ευθυκρισία λειτουργεί έστω και την τελευταία στιγμή

 

Η φύση ολόκληρη σιωπούσε κι αφουγκραζόταν λες και όλα τα πλάσματα ήξεραν πως η μοίρα της ήταν αδιαφόρως απασχολημένη με εκείνο το αίσθημα ικανοποίησης ότι έχει βγάλει ωραίο πράγμα ...

Και κατευθύνθηκε προς το ροδώνα

 

794 Επισκέπτες, 1 Χρήστης