Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 432
  • Online ever: 2,373 (Αυγούστου 19, 2025, 02:18:11 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 403
  • Total: 403

Τάσος Λειβαδίτης

Ξεκίνησε από Atma, Ιουνίου 25, 2004, 10:43:01 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

riaghul

Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι αυτά τα λίγα κι απλά πραγματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα, έν' άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε ένα έρωτα που να μή μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.

Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
πατάνε πάνω στον έρωτά μας
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.

Μας φοβούνται κα μας σκοτώνουν
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε


Τασος Λειβαδίτης

Ramos

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ

Αδερφια,
αποψε δεν ειμαι πια ποιητης
μου απαγορευουν να μαι ποιητης.

Αποψε ειμαι ενας παραξενος τυπος
            που γυριζει τους δρομους
της απεραντης πολιτειας
μεσα στη νυχτα
παιζοντας ενα μεγαλο σκληρο ταμπουρλο
δυνατα
γυριζοντας απο σοκακι σε σοκακι κι απο
πλατεια σε πλατεια
τρομαζοντας τους νυχτοφυλακες που αποκοιμιθηκαν
κανοντας να γαυγιζουν τα σκυλια
παιζοντας για δυο δεκαρες στα καπηλια
βαρια λαικα τραγουδια
παιζοντας το ταμπουρλο μου εξω απ ολες τις πορτες
κατω απ  ολα τα παραθυρα
δυνατα
πιο δυνατα
για να κραταει αγρυπνους τους ανθρωπους
για να κραταει αγρυπνη τη ζωη
για να φωναζει μεσ στη νυχτα
πως οσο και να μας σκοτωνουν
εμεις
υπαρχουμε
ακομα πιο δυνατα
κανοντας να τρανταζεται μεσ στο σκοταδι και να τρεμει
ολακερη η πολιτεια.
........................................................................
Εμεις δεκαπεντε χρονια τωρα πειναμε
δεκαπεντε χρονια κρυωνουμε
δεκαπεντε χρονια  μας σκοτωνουν και δεκαπεντε χρονια
ελπιζουμε.
Δεκαπεντε χρονια τραγουδαμε και ζησαμε.

Οποιος δεν τραγουδαει
πεθαινει.
..........................................................................

Τασος Λειβαδιτης

Eratw

Για να σε συναντήσω  

Κάθισε εδώ κοντά μου
Μου 'λειψες ξαφνικά
Έτσι όπως πέφτει ο ήλιος
Χτυπάει η μοναξιά
Μείνε λιγάκι ακόμα
Κάτι έχω να σου πω
Να πάρει ο αέρας χρώμα

Αχ, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω
Γι' αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου
Γι' αυτό, για να σε συναντήσω

Δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν έχει μέτρημα
θάλασσα που κυλάει
αυτό το αίσθημα
στο πιο βαθύ σκοτάδι
στη δυνατή βροχή
γιορτάζει η αγάπη,
γιορτάζει η αγάπη
της νύχτας το σκοτάδι
φωτίζει το φιλί

isabella

Ολη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα
να σωθούν από τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νυχια τους μείναν κομμάτια
δερμα, γδαρθηκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή
αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί,που λιγο πριν ξεψυχήσουν
Θαρρούν πως βλέπουν φώτα
κάπου μακρια

Κι οταν ξημέρωσε, τα σώματα τους
σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
Ξεβρασμένα στην όχθη
ενός καινούριου μάταιου πρωινού

orxidea

Βραδινός Επίλογος

Ήτανε ένας νέος ωχρός ,

καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας ,

κρύωνε

Τι περιμένεις ;του λεω

Τον άλλο αιώνα μου λεει

(που να πάω;)

Όσο για μένα έμεινα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων αλλά -

αλλά ποίος σήμερα ν' αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς

(χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν)

Αλλά μια μέρα δεν άντεξα

''εμένα με γνωρίζετε; ''τους λεω

''όχι'' μου λένε .

Έτσι πήρα την εκδίκηση μου

και δεν στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους

Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι

Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά

'' τι έχετε; ''μου λένε

'' εγώ...εγώ ..τίποτα '' τους λεω,

μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν μ' αυτόν τον τρόπο;''

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι,

τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.

Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα ,αλλά εκείνη αρνείται

όμως απόψε βιάζομαι απόψε να χαρίσω όλη τη λησμονιά

και στη θέση της ν' ακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη

Κύριε αμάρτησα ενώπιον σου...ονειρεύτηκα πολύ ,

έτσι ξέχασα να ζήσω

Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το' χα μάθει από παιδί ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο,

αλλά κανείς δεν με γνώριζε, σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν το όνειρο στα παιδιά και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί και απ' τους αγγέλους

ίσα με πάντοτε αλλού

και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο

και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

είμαστε κι όλας νεκροί

S.O.S

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει

Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι ,φυσάει

κάτω από τις γέφυρες φυσάει

μες τις κιθάρες φυσάει

S.O.S

S.O.S

Φυσάει, φυσάει απόψε φυσάει

Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι ,φυσάει

κάτω από τις γέφυρες φυσάει

μες τις κιθάρες φυσάει

S.O.S

δος μου το χέρι σου φυσάει

δος μου το χέρι σου φυσάει

δος μου το χέρι σου φυσάει

δος μου το χέρι σου

δος μου το χέρι σου

Bijoux

Από την συλλογή του "Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα'' 1987

AΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΤΣΑΪ
Αλλά γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις.
Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω απο μια μαρκίζα, αλλά δε
βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο;
Τι συνέβει χτές; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας
φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη
ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν
μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
"μα δεν ακούς, λοιπόν - δεν ακούς; "ν' ακούσω τί;"
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου
ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα - ποιόν ειδοποιούσαν; Τι
ήθελαν να πουν;
Aπ' όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ' την νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι. {...}

Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδυασε,
στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα - στάθηκα στο διάδρομο,
είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα
την κρίσιμη στιγμή -
με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λεει, κρυφά τις σκιές
του παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου
αίμα
κι ύστερα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω
απο κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα
τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι
μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να' χει κανείς αλλού το νού του. Εξάλλου,
εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις
γνωριμίες.
{...}

'Ωσπου σιγά σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο
αίνιγμα
και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που
ενδίδουν
κι ύστερα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας
αναγνώρισης που άργησε
οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χαθηκαν κυνηγώντας
κάτι άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό
κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι
απο αύριο ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή.
Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιός μας εμπάιζει ;
Kαι καμιά φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει
βοήθεια ακούγεται απ' το παρελθόν - ακριβώς γιατί
ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις απο γεγονότα που δε
συνέβησαν ποτέ - αλλά  ποιός είναι βέβαιος για το τι
συνέβει ;
Eξάλλου η κάμαρά μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της
γής, θέλω να πώ πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή
ξένοι.
Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν
ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωϊ και μετά το
ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το
ίδιο πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα
σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ'
αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποιήση για πάντα.

Bijoux

ΙΝΑ ΠΛΗΡΩΘΗ ΤΟ ΡΗΘΕΝ....

{...}
Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα
τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη
φήμη ξέγοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα
μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με
ρωτούσε δακρυσμένη "γιατί σ' αρέσει να ταπεινώνεσαι;"
"θέλω να καταλάβω, μητέρα".

Και κλαθε τόσο απ' το μεγάλο ρολόϊ του τοίχου ακόυγονταν
οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο σπίτι μείναμε πολλοί :
ο γέρος με το φλάουτο
ένας τρελός χωρίς ηλικία
ένα φάντασμα απ' την Οδησσό
εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον
ουρανό -
τ' απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω
ν' ανάβουν ένα ένα τ' άστρα
έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.

Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιήθηκαν
ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη
ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά -
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν
ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.

Αλλά κι όταν τελειώνει η μέρα γίνεται άξαφνα μια
παράξενη ησυχία απο πολλά πράγματα που ξεχάσαμε,
ο αέρας μυρίζει παλιούς μενεξέδες - το γέρικο νοσοκομείο
με τα μικρά κίτρινα φώτα του τη νύχτα μοιάζει
σα να' ναι
απο μιαν άλλη εξωπραγματική ζωή - εκεί έζησα, άρρωστος
απο χαμένες ευκαιρίες αιώνων,
όταν γύρισα σπίτι δεν ακούγονταν πια τ' ανάλαφρα
βήματα των κοριτσιών
ή των επισκεπτών το βράδυ. Και κάθε φορά που έβαζα
ένα δίσκο στο γραμμόφωνο, καταλάβαινα ότι δεν
ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές
και μόνον ο χρόνος είναι γενναιόδορος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του -
λοιπόν ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα
της Κρίσεως ; Ποιός θα σηκωθεί να μας υπερασπιστεί ή έστω
να κάνει μια μικρή αναφορά στ΄όνομά μας ;
Έρημα βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε
τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε να ξεχάσουμε !
Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει :
πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβλη.

Έτσι, απόψε που σκοτείνιασε και δεν έχουμε πουθενά να
πάμε, ας κάνουμε ένα ταξλιδι στα περασμέν -
τι θα βρούμε ; άγνωστο. Γι αυτό καλύτερα μην το
διακινδυνεύσουμε,
ας γυρίσουμε προς τον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών
κι ας κοιμηθούμε λίγο. Αφού όλα είναι
ανώφελα κι εδώ που ζήσαμε
θα κατοικήσει η λήθη.

Bijoux

OI ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ



  Οι καλές διηγήσεις είναι πάντοτε σύντομες σα τα
πρώτα σημάδια του πεπρωμένου
προς τι λοιπόν οι μακριές εξομολογήσεις - στάθηκα στην
άκρη του δρόμου κι έκλαψα
όχι απο θλίψη, αλλά για να εκδικηθώ αυτά τα μαύρα
χρόνια που με τυράννησαν -
αλλά κι όταν σε διώχνουν γιατί το κάνουν, αν όχι για
να δείς έξω την απεραντοσύνη του δειλινού,
είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα και για μια στιγμή γίνονται όλα τόσο πιθανά,
που θα μπορούσες να ζήσεις μια αιωνιότητα - συλλογιέμαι
τη μητέρα που μπαινόβγαινε στα δωμάτια των
αρρώστων ανέγγιχτη
και καμιά φορά το απόμακρο τραγούδι ενός περαστικού
τη νύχτα
είναι ό,τι πιο ωραίο ζήσαμε. Και κάποτε θα σας πώ πόσο
πολύ σας αγάπησα, μόνο που πρέπει να με βρείτε
τον ίδιο προσωπικά
όπως ο δήμιος...
{...}
Παρακολουθούσα λοιπόν με αγωνία το βάθος του ορίζοντα
ή τα φύλλα του ημερολογίου
και τα όνειρα που κάναμε παιδιά μας διαποτίζουν
ολόκληρους
χωρίς να τα θυμόμαστε ή στη μέση του καλοκαιριού ένα
μικρό σύννεφο είναι ο πρόλογος του φθινοπώρου
και συνήθως σκοτώνουμε το παρόν με το φόβο ή την τύψη
μα πιο πολύ με τ' όνειρο
κι αν συνεχίζω να υποφέρω είναι ένα μέγα μυστήριο γιατί
κανείς δε θα ζήσει ποτέ δυο φορές
ω ηλικία, που έστω κι ένα βλέμμα στον καθρέφτη είναι
μια μάχη με άγνωστη έκβαση.
Πάντοτε με βάραινε μια αόριστη ενοχή, σα να' χα
κλείσει την πόρτα μου σ' έναν άγγελο
ή παραπλανήσει ένα παιδί - κατά τα άλλα η οικογένειά μου,
απο τις πιο ευυπόληπτες, διατηρούσε όλες τις
μεγαλοαστικές συνήθειες
μόνο που το σπίτι δε χωρούσε τόσες μικρότητες κι είχαμε
κι ένα άλλο στην εξοχή.
Ύστερα ο πατέρας πτώχευσε, όλα άλλαξαν, ο αδερφός
μου άρχισε να στέλνει μοχθηρά γράμματα
κι εγώ ερωτεύτηκα την Ιβηρική χερσόνησο
εξάλλου τι άλλο είναι ο κόσμος απο εκείνη τη μεγάλη
υπόσχεση
τι άλλο η αμαρτία απ' το να μην αγαπάς τον εαυτό σου
τι άλλο η ανωνυμία απο το να ζήσεις αγνός και να φύγεις
αγνότερος
ή όταν γύριζα απ' τις περιπέτειε΄ς μου στο άγνωστο
έφερνα πάντα σαν έπαθλο
την ωραία άγνοια του κόσμου
και συχνά μ' έβρισκε άγρυπνο το πρωϊ να χρωματίζω
χάρτινα πουλιά
και να περιμένω να κελαηδήσουν. Ένας αλκοολικός του
ονείρου σ' ΄ναν ύπνο απο χιόνι.
{...}
Και κάποτε ονειρεύομαι να κλάψω τόσο πoλύ, που όλα
τα μυστικά ν' αποκαλυφθούνε
θα' ναι νύχτα βαθιά κι η θάλασσα θ' αναζητάει την
αιωνιότητα
σαν τους αυτόχειρες - τελικά διάβηκε η ζωή, αλλά δεν
το κατάλαβα, έχοντας να λησμονήσω
τόσους θλιμμένους αιώνες - κοίταζα λοιπόν κάθε στιγμή
μου να γίνεται σκόνη κι ύστερα όνειρο
και καμιά φορά έβγαζα το κεφάλι μου απ΄το παράθυρο
"το ξέρω ότι ματαιοπονώ" τους έλεγα και τους έδειχνα
τα μενεξεδένια σύννεφα.
Αλλά τώρα βασίλεψε ο ήλιος, σε λίγο θα πάρω το δρόμο
της δύσης
και δεν θα με ξαναδείτε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο του
ωραίου μυθιστορήματος
κρεμασμένο με τους άλλους επαναστάτες.

Bijoux

ΕΝΟΙΚΟΙ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ

Τελικά
η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. Ακολούθησαν ταραγμένες
μέρες. Σκιές απ' το παρελθόν
εμφανίστηκαν στους δρόμους. Κάποιο ευφάνταστοι είδαν
και τον τυφλό ραψωδό
σε μια σκάλα υπηρεσίας - εξακολουθούσε ενοχλητικά
να υμνεί την Τροία.
Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ' το μεγαλείο όλων
αυτών που δεν πράξαμε. Ώσπου νύχτωνε
και τ' άστρα φώτιζζν σιγά σιγά
το ακατανόητο του κόσμου.

Κι ο αδερφός μου
πέθανε στο νοσοκομείο. Μόλις ξεψύχησε μάλιστα του
έβαλαν μπροστά ένα παραβάν
για να μην μπορώ να ξεχάσω.

Τα κυπαρίσσια αντίκρυ, ήσυχα και σιωπηλά, τη νύχτα
κάνουν μυστηριώδη νοήματα στους επιλήσμονες
ακόμα κι οι εποχές γερνάνε - θυμάσαι τον μικρό αντεροβγάλτη
του παλιού καναπέ
τώρα ήρθε ο καιρός να ξεκοιλιάσει κι εσένα μια
αστόχαστη λέξη
ήρθε ο καιρός ν' ακούσεις τις τρομερές ιστορίες που
διηγούνται οι ώρες απ' το βάθος των ρολογιών
η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες
τα παιδικά φαντάσματα μας εγκατάλειψαν, ασ φορέσουμε
ένα σεντόνι κι ας πάρουμε τη θέση τους -
οι γέφυρες τη νύχτα μοιάζουν με τα ηνία ενός μεγάλου
αμαξιού, ποιός το οδηγεί ; που μας που πάει ;
στις γωνιές παραμονεύουν εκείνοι που ξεχάσαμε,
το μέλλον είναι ένας κήπος που επιτέλους αναπαύονται οι νικημένοι
κι υπάρχουν μερικοί που παραδόξως νομίζουν ότι είμαι
εγλω -
ας τους αφήσουμε στην πλάνη τους.
{...}
Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας
αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο.

Bijoux

Aπο μια παλιά φυλή που χάθηκε, είμαστε, βάρβαρες εισβολές
μας σκόρπισαν,
αλλά τα βράδια θα μας αναγνώριζε κανείς, λιγοστούς, καθισμένους
πάντα παράμερα,
με φτωχά λόγια για τη συμπόνια ή τη διαδοχή,
κι όταν, καμιά φορά, μπαίναμε στις πολιτείες, ένα φλάουτο
ακουγόταν στη στοά
που είχαν καταφύγει οι επικηρυγμένοι, ενώ οι τυφλοί πήγαιναν
τώρα βιαστικοί
ακουμπώντας στη σκόνη που άφησε πίσω το περασμά μας.
 
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινη πράξη"

Bijoux

Aιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι απο παντού, και μόνο το
τραγούδι μας, καμιά φορά θλιμμένο
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως
σε σιωπηλή γυναίκα,
γερνάμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.
Κι αλήθεια, κατά που πέφτει η βασιλεία,
και μόνος ο καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,
αργά, τη νύχτα.
 
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"

Bijoux

Kι ίσως αυτό που ποτέ δεν καταλάβαμε, ήταν ότι έμεινε για
πάντοτε δικό μας,
γιατί ποιός κέρδισε ποτέ τη νύχτα ή τ' όνειρο, και μες στο σπίτι ο
ένας για τον άλλον
ένα απλό κειμήλιο είμαστε, και μόνος του ο καθένας θα πεθάνει,
έτσι μέσα στο ανήσυχο βράδυ, αλλόκοτα φωτισμένο απ' τους
πυρσούς,
ειμαστε πάντα απροετοίμαστοι. Κ' ήταν αυτή η συγκομιδή μας.
 

Tάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινη πραξη"

Bijoux

H άλλοτε, τη νύχτα, τα βήματα κάποιου, μακριά, μας έλουζαν,
άξαφνα, μες στο βαθύ μυστικό τους,
τότε καταλαβαίναμε, πως όλα θα μείνουν άγνωστα για μας,
και πως αυτό θα είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία.
 
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"

Bijoux

Αλήθεια, που ζήσαμε, γιατί, συχνά, ξαναγυρίζουμε, άξαφνα,
και τότε ένα πρόσωπο άγνωστο στο δρόμο, ή στο βάθος μιας
κάμαρας, (που είναι κιόλας κλειδωμένη), στέκεται τόσο αβέβαια,
που το αναγνωρίζεις αμέσως, αφού και το σπίτι μας δεν ήτανε
ποτέ χτισμένο, μα έτοιμο να ξεκινήσει με τον πρώτο περαστικό,
κι οι αληθινοί μας πόνοι κλαίνε αλλού, και μόνο μας στέλνουν ένα
κλονισμένο βήμα, ή ένα κυπαρρίσι, ξαφνικά, καθώς περνάμε, όπως
η λύρα, που, πονετική το βράδυ, στο χέρι του τυφλού ακουμπάει
ένα τραγούδι,
    όμως οι ονειροπόλοι περίμεναν στο βάθος κι η αιώνια
αναμονή τους, σχεδόν ορατή, τους σήκωνε, κι απο τον ένα κόσμο
πήγαιναν στον άλλον, με τα παλιά τους, φθαρμένα πανωφόρια, ώσπου
όταν βράδιασε (κ' ένα βράδυ είναι πολύ) έγειραν στο κικλίδωμα.
Ήμουνα ξανά μονάχος, κι αχ, ήτανε πολλά στον ουρανό τ' αστέρια,
και δεν ήθελα, θέ μου, να πεθάνω....
 
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"

Bijoux

Τρωτοί κι αφανείς υπήρξαμε, πλάθοντας με το φτωχό πηλό
τις μέρες μας στην άκρη του ορίζοντα
κυβερνώντας με υπομονή τις νύχτες μας στην άκρη της γυναίκας,
και πάντα ο παμπάλαιος χρόνος που σε νέους θρύλους μας
αποπλανά.
Όμως είναι κάποιος, που κάθε πρωϊ ντύνεται το κουρέλι του,
για να περάσει αμόλυντος μεσ' απ' την πόλη.
 
Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"
[/i]

403 Επισκέπτες, 0 Χρήστες