Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 379
  • Total: 379

Κοιτάζοντας το Ονειρο ΝΙΚΟΛΑΣ Γ. ΡΕΪΣΗΣ

Ξεκίνησε από krinos, Ιουλίου 01, 2004, 01:11:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

krinos

ΝΙΚΟΛΑΣ  Γ.  ΡΕΪΣΗΣ





[size=24]Κοιτάζοντας  το  Ονειρο[/size]







Στην Ματίνα

krinos

Τι απασχολούσε άραγε τόσο έντονα τον Μιχάλη;
Τραβούσε τα μαλλιά του πίσω μέρους του κεφαλιού του λες και ήθελε να τα ξεριζώσει. Καθηγητής πανεπιστημίου της Αθήνας, στην έδρα της κοινωνιολογίας, είχε τεθεί επικεφαλής ομάδας επιστημόνων που φωτογράφιζε τα όνειρα και μελετούσε την επίδραση τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Οι επιστήμονες ‘’ εισέβαλαν ‘’ με κάμερες στον υποθάλαμο του εγκεφάλου και βιντεοσκοπούσαν τα όνειρα, τα οποία προβάλουν εν είδε, ταινίας ..... στον δημιουργό τους, τον άνθρωπο δηλαδή που τα είχε ονειρευτεί, με στόχο να μελετήσουν την επίδραση στην συμπεριφορά τους.
Η έρευνα φιλόδοξη, απασχολούσε πολύ έντονα τον Μιχάλη κι ήταν η αιτία που τραβούσε συνεχώς τα μαλλιά του, όπως κάνει κάθε φορά που τον απασχολεί σοβαρό πρόβλημα, προσωπικό ή επαγγελματικό – μόνο που τούτη τη φορά η συνήθεια του αυτή πήρε διαστάσεις μανίας. Αν τον έβλεπε κάποιος άγνωστος, θα νόμιζε ότι ο Μιχάλης είχε..... κατοχικές ψείρες στο κεφάλι του.
Ο Μιχάλης λεβεντόπαιδο, ίσαμε εκεί πάνω, λεπτός, ελαφρά μελαχρινός με παχύ μουστάκι, με πανέξυπνα μάτια που πετούσαν φωτιές, με ατελείωτο χιούμορ και έφεση να αυτοσχεδιάζει μαντινάδες και να γράφει στοίχους. Είχε κληρονομήσει το ταλέντο φαίνεται από τον πατέρα του, το Μαστρο – Γιώργη, ο οποίος αν και οικοδόμος, αυτοσχεδίαζε και τραγουδούσε ωραίες μαντινάδες.
Σαν τύχαινε να γνωρίσει μία νόστιμη κοπέλα, ο Μιχάλης της έγραφε μαντινάδες, αλλά ντρεπόταν να της τις δώσει. Η σκέψη και μόνο, ότι θα έδινε τις μαντινάδες σε κοπελιά, τον έκανε να κοκκινίζει και να μοιάζει το πρόσωπο του σαν μακιγιαρισμένου τηλεπαρουσιαστή. Ακόμη και στην Ειρήνη, την βοηθό του, δεν είχε δώσει καμιά από τις τόσες ωραίες μαντινάδες που της είχε γράψει.
Η Ειρήνη αναλυτής δεδομένων, έκανε και τους τοίχους να ιδρώνουν στο πέρασμα της. Ψηλόλιγνη με κατάξανθα μαλλιά, λες και της είχε εναποθέσει ο ήλιος όλο του το μάλαμα, με βαθιά γαλανά μάτια, θαρρείς και δεν την βάφτισε παπάς σε κολυμπήθρα αλλά ο Ποσειδώνας – ο θεός της θάλασσας – στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου Πελάου και πήραν το χρώμα τους. Τις καμπύλες του σώματος της, τις σχεδίασαν αμαζόνες και νεράιδες. Το χρώμα των χειλιών της θα το ζήλευαν τα ροδοπέταλλα του τριαντάφυλλου. Τα πλούσια στητά στήθη της φάνταζαν σαν δίδυμα κανόνια αντιτορπιλικού.
Την πρώτη φορά που την γνώρισε ο Μιχάλης όταν τον επισκέφθηκε για την συνέντευξη της πρόσληψης της, νόμισε ότι έβλεπε τη θεά Αφροδίτη, σαν να ήθελε να δοκιμάσει ο Δίας τις στιχουργικές του ικανότητες.  Όταν έφυγε από το γραφείο του η Ειρήνη, έγραψε στα μικρά τετράγωνα χαρτάκια που συνήθιζε να γράφει μαντινάδες.

‘’ Η Αφροδίτη εις τη γή, σκέφτηκε να σε στείλει
  κι ο ήλιος άδεια σου ζητά, πρωτού να ανατείλλει
  Η Αφροδίτη έστειλε την αντιπρόσωπο της
 να χάσει η ερευνητική η ομάδα το μυαλό της.
Θαρρώ πως ωραιότερη δεν είδα στον αιώνα
σαν την Ειρήνη την ξανθή, που μοιάζει μ΄αμαζόνα ‘’

Έγραψε πολλές μαντινάδες για την Ειρήνη. Τα χαρτάκια με τις μαντινάδες ήτανε διάσπαρτα στα συρτάρια του και τα ντοσιέ του γραφείου του.
Πολλοί συνάδελφοι του καθηγητές εκδήλωναν ζωηρό ενδιαφέρον για την ερευνά του. Έτσι νόμιζε ο Μιχάλης. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η Ειρήνη ήταν που τους έκανε να τον επισκέπτονται στο γραφείο του και όχι η ερευνά του. Είχαν μάθει ότι ο Μιχάλης είναι πολύ ντροπαλός και δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για την  Ειρήνη και γι΄ αυτό μαζεύονταν στο γραφείο του σαν τις  μέλισσες.

**
Ο Περικλής κοινωνιολόγος γέννημα θρέμμα του Πειραιά έκανε την διδακτορική του διατριβή με θέμα ‘’ Η επίδραση των υπολογιστών στην ανθρώπινη συμπεριφορά ‘’. Βέρος Πειραιώτης με λεπτεπίλεπτη Χατζηκυριακιώτικη μαγκιά, περπατημένος ακούραστος καλλιεργητής των ‘’ αγρών ‘’ της Τρούμπας. Όταν ήταν νεαρός, ήταν το αγαπημένο παιδί κάθε Ιέρειας του έρωτα. Όταν περνά ακόμη και σήμερα από την ‘’ ιερές ‘’ οδούς Νοταρά και Φίλωνος, σαν να ακούει τη φωνή της Ισμήνης – δεν έμαθε ποτέ αν αυτό ήτανε το πραγματικό της όνομα -  να του φωνάζει πειραχτικά ‘’ έλα Περικλή στον Παρθενώνα μου ‘’. Δεν κοκκίνιζε ποτέ φλερτάροντας κοπέλα.Σε αντίθεση με τον Μιχάλη που κοκκίνιζε σαν παντζάρι, είχε τράκ, τρέμανε τα χέρια του, όποτε προσπαθούσε να φλερτάρει. Ακόμη κι όταν πήγαινε νεαρός σε κάποιο     ‘’ σπίτι ‘’ , πάθαινε τα ίδια. Οι Ιέρειες του έρωτα του έλεγαν: « πρωτάρης είσαι νεαρέ», κάνοντας τον Μιχάλη να χάνει την επικοινωνία με τον αυλίσκο του που κόντευε να ανέβει στο ...... πιγούνι του.
Ο Περικλής είχε πληροφορηθεί για την έρευνα του καθηγητή της κοινωνιολογίας του Μιχάλη του Ρεβισώνη. Μία μέρα που βρέθηκε στη σχολή της κοινωνιολογίας σκέφτηκε να περάσει από το γραφείο του για να μάθει περισσότερα για τη ερευνά του. Τηλεφώνησε στο γραφείο του Μιχάλη και ρώτησε την γραμματέα του, την Μαργαρίτα, αν βρισκότανε στο γραφείο του. Η απάντηση της Μαργαρίτας ήτανε καταφατική. Μετά από λίγο ανέβηκε στο γραφείο του Μιχάλη.
- Καλημέρα σας δεσποινίς Μαργαρίτα, είμαι ο Φαντόπουλος ο Περικλής που σας τηλεφώνησα ότι θέλω να δώ τον κύριο καθηγητή.
- Καλημέρα σας κύριε Φαντόπουλε, καθίστε. Θα ενημερώσω τον κύριο Ρεβισώνη να δω να μπορεί να σας δεχτεί.
Σήκωσε το ακουστικό από το κίτρινο τηλέφωνο και ενημέρωσε τον καθηγητή για την επίσκεψη του Περικλή.
Ο Μιχάλης εκείνη την στιγμή έτρεχε ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή και είπε στην Μαργαρίτα να ζητήσει συγνώμη από τον Φαντόπουλο που δεν μπορεί να τον δεί. Ήταν πρόθυμος όμως να του κλείσει ένα ραντεβού, συμπληρώνοντας ότι αν θέλει, μπορεί να ενημερωθεί από την βοηθό του την Ειρήνη.
- Λυπάμαι κύριε Φαντόπουλε, ο κύριος Ρεβισώνης είναι απασχολημένος και δεν μπορεί να διακόψει, σας ζητά συγνώμη, μου είπε όμως ότι μπορείτε να δείτε την βοηθό του την Ειρήνη την Κουκουλάκη, να εδώ στο απέναντι γραφείο.Ο Περικλής χτύπησε ελαφρά την πόρτα του γραφείου της Ειρήνης, και την άνοιξε όταν άκουσε το ‘’ περάστε ‘’. Στη θέα της Ειρήνης, η οποία στο μεταξύ είχε σηκωθεί από το γραφείο της, ο Περικλής κεραυνοβολήθηκε από την ομορφιά της. Αν και πολυπερπατημένος δεν είχε ξαναδεί τέτοιο ξωτικό. Η μνήμη του παλινδρόμησε στο καταχτητικό παρόν και παρελθόν του, του έφερε μπροστά στα μάτια του όλες τις καταχτήσεις. Όμως καμιά δεν έμοιαζε της Ειρήνης ούτε καν την πλησίαζε στην ομορφιά. Τις  έβλεπε όλες ασουλούπωτες και κακομούτσουνες. « Ταξιδεύει άραγε η ομορφιά στο παρελθόν ; ». Αναρωτήθηκε. Κατάφερε να γειώσει τον κεραυνό και έσφιξε το χέρι της Ειρήνης λέγοντας .......
- Καλημέρα σας δεσποινίς Κουκλάκη ο κυρ....
Η Ειρήνη τον διέκοψε απότομα, ελαφρά ενοχλημένη.
- Κουκουλάκη παρακαλώ, καλημέρα σας.
- Ω! Με συχγωρήτε.
- Δεν πειράζει απάντησε καλοσυνάτα η Ειρήνη.
- Φαντόπουλος Περικλής.
- Χαίρω πολύ κύριε Φαντόπουλε, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;

krinos

- Ο κύριος Ρεβισώνης με παρέπεμψε σε σας να με ενημερώσετε σχετικά με την ερευνά σας.
- Πολύ ευχαρίστως, αλλά γιατί αυτό το ενδιαφέρον, είστε συνάδελφος;
- Ναι είμαι κοινωνιολόγος και κάνω την διδακτορική διατριβή μου.
- Με ποίο θέμα; Ρώτησε με ενδιαφέρον η Ειρήνη.
- Η επίδραση των υπολογιστών στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
- Α! Πολύ ενδιαφέρον, είπε με θαυμασμό η Ειρήνη.
- Εσάς ποίο είναι το αντικείμενο της ερευνάς σας;
- Προσπαθούμε να φωτογραφήσουμε τις εικόνες στον υποθάλαμο του εγκεφάλου του ανθρώπου, όταν κοιμάται, κάτι που καταφέραμε ήδη, και να βιντεοσκοπήσουμε τα όνειρα. Στη συνέχεια θα δείχνουμε τις βιντεοκασέτες με τα όνειρα στον άνθρωπο που τα είδε, για να μελετήσουμε αν θα αλλάξει η συμπεριφορά του και η ζωή του.
- Εκπληκτικό!! Είπε με κατάπληξη ο Περικλής, ενώ ένιωσε και πάλι, κοιτάζοντας την Ειρήνη, τον κεραυνό να ξαναγυρίζει από την γείωση στο κορμί του και συνέχισε:
- Βλέπω να σχετίζονται οι έρευνες μας δεν συμφωνείτε;
- Και βέβαια και οι δύο έρευνες ασχολούνται με την επίδραση στον άνθρωπο από τους υπολογιστές και τα όνειρα.
- Αλήθεια πόσο έχετε προχωρήσει, ρώτησε με περιέργεια ο Περικλής.
- Έχουμε ήδη καταφέρει να φωτογραφήσουμε εικόνες από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου ενός ανθρώπου που κοιμάται.
- Καταπληκτικό! Έχετε τέτοιες  φωτογραφίες στο γραφείο σας;
- Αρκετές.
- Θα μπορούσα να δώ μερικές;
- Μα και βέβαια, θα σας φέρω το άλμπουμ. Η Ειρήνη σηκώθηκε και με αργά βήματα, προχώρησε σε ένα ερμάριο στην άλλη άκρη του δωματίου, το άνοιξε και πήρε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες.
Ο Περικλής την παρακολουθούσε με την ματιά του.Το κεφάλι του γύρισε με ακρίβεια κάμερας παρακολούθησης πελατών τράπεζας προς την Ειρήνη, ένιωθε σαν να είχε βάλει τα δάκτυλα του στην πρίζα. Ένιωσε ένα δυνατό ρίγος στο κορμί, η καρδιά του σπαρταρούσε σαν πέστροφα που την έβγαλαν από τον Λούρο ποταμό, το στόμα
στέγνωσε και το ένιωσε σαν στεγνωτήριο ρούχων, η γλώσσα του πυρωμένο σίδερο, τα μάγουλα του κοκκίνισαν, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και δυνατά λες και χτυπούσαν την πόρτα της χωροφύλακας αναζητώντας κομμουνιστή.
Έβλεπε την Ειρήνη να περπατά γυμνή. Το κορμί της μαρμάρινο, ένα άγαλμα, το άγαλμα της Αφροδίτης, η ίδια η Αφροδίτη ολοζώντανη « μεταμορφώθηκε σε κοινή θνητή και παρουσιάστηκε σε μένα, σ΄ ευχαριστώ Δία μου.». Το όνειρο! η κασέτα στο βίντεο!
Η Ειρήνη έκλεισε το ερμάριο και βημάτισε προς το γραφείο της. Ο Περικλής έβλεπε ακόμη την κασέτα στο βίντεο. Παρατηρούσε την Ειρήνη να κατευθύνεται κατά πάνω του. Με ένα χαμόγελο γεμάτο ευτυχία, με πόθο στην ματιά, με ολάνοιχτη αγκαλιά σαν την Αρετούσα που αντάμωνε τον Ερωτόκριτο μετά από αιώνες χωρισμό. Ένιωθε Ερωτόκριτος.
Η Ειρήνη κάθησε στο γραφείο και πρότεινε το άλμπουμ στον Περικλή λέγοντας:
- Ορίστε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες κύριε Φαντόπουλε.
-Α! ... οι βιντεοταινίες είπε ο Περικλής και η χαρά του ζωγραφίστηκε στα μάτια του, που έμοιαζαν σαν πίνακας του Τσαρούχη.
- Όχι κύριε Φαντόπουλε, οι φωτογραφίες είναι.
Που να φανταστεί η Ειρήνη ότι ο Περικλής είχε κιόλας βιντεοσκοπήσει ένα όνειρο του και την έβλεπε.
Πήρε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες ο Περικλής, το άνοιξε και άρχισε να τις χαζεύει. Ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων, τα πάντα από τη ζωή μέχρι τον θάνατο. Κατάθλιψη γέμισε την ψυχή του, φρύαξε η καρδιά του, την ματιά του προσπαθούσε να ξεριζώσει η απόγνωση, ώσπου γύρισε μία σελίδα του άλμπουμ με φωτογραφίες  από όμορφες κοπέλες. Η ψυχή του γαλήνεψε, η καρδιά του άνοιξε σαν μπουμπούκι, η ματιά του έγινε απαλό χάδι και έβαλε την κασέτα της θύμησης. Δεν έμοιαζε καμιά από τις κοπέλες με εκείνες που είχε γνωρίσει. Ακόνισε τη θύμηση, τίποτα. Η ματιά σαν του ινδιάνου, ιχνηλάτησε τα πρόσωπα των κοριτσιών. Όλες ίδιες σαν σταγόνες νερό, μία και μονάχη σε πολλές φωτογραφίες η Ειρήνη!!!
Περπατούσε, χόρευε, γελούσε, χαιρετούσε και στις δύο  τελευταίες φωτογραφίες η Ειρήνη φιλούσε την άκρη της δεξιάς παλάμης της, την έφερνε κοντά στο σαγόνι της και φυσούσε ένα φιλί στον Περικλή. Η τίγρης μπήκε μέσα στο δεξί του χέρι, η αστραπή το σήκωσε, το γεράκι του άνοιξε τα δάκτυλα τα λύγισε και άρπαξαν το φιλί της Ειρήνης.
Σήκωσε το χέρι τόσο απότομα που η Ειρήνη ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε:
- Τι πάθατε κύριε Φαντόπουλε; - αν ήξερε.
- Α! Τίποτα, τίποτα ένα μυγάκι. Και συνέχισε γρήγορα γαι να μην τον ξαναρωτήσει η Ειρήνη. Εκπληκτικές φωτογραφίες, πως τις βγάζετε;  
- Με τον ηλεκτρονικό σκούφο. Ελάτε μία μέρα στην πανεπιστημιακή κλινική, στο διπλανό κτίριο να δείτε τους ασθενείς να τους φοράνε όταν κοιμούνται.
- Θα περάσω οπωσδήποτε.
Η Ειρήνη κοίταξε το ρολόι της. Ο Περικλής κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να του διαθέσει άλλο χρόνο.
Η Ειρήνη εργαζόταν ως βοηθός του Μιχάλη ένα χρόνο τώρα. Από τις πρώτες κιόλας μέρες τον είχε συμπαθήσει. Όμως εκείνος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται. Κάτι που την έκανε να μελαγχολεί. Μόνο μία φορά την ρώτησε από που κατάγεται, και εκείνη του απάντησε « από τα Χανιά». Τότε ο Μιχάλης επαλήθευσε τα όσα έλεγαν οι αρσενικοί. « οι ωραιότερες κοπέλες είναι από τα Χανιά!». Δεν ήξερε τίποτα για την προσωπική του ζωή. Αν είχε φιλενάδες, αν είχε κάποιο σοβαρό δεσμό που να εξηγούσε την αδιαφορία του, γι΄ αυτήν. Αργότερα έγινε καλή φίλη με την γραμματέα του Μιχάλη την Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα είχε γεννηθεί στην Μόσχα από Έλληνες γονείς, δάσκαλοι και οι δυο. Όταν τελείωσε το λύκειο την έστειλαν στην Αθήνα να σπουδάσει γραμματέας , που ήταν και η επιθυμία της. Η Μαργαρίτα είχε διαφορετική κουλτούρα. Ανοιχτόκαρδη, αθυρόστομη, απελευθερωμένη. Χαδιάρα και προκλητική με τους άνδρες. Σε λίγο χρόνο είχε           ‘’ φακελώσει ‘’ όλους όσους δούλευαν στο πανεπιστήμιο. Μέχρι που μία μέρα της έβγαλαν το παρατσούκλι ‘’ ΚΑ – ΚΕ – ΜΠΕ ‘’, λόγω και της Μοσχοβίτικης καταγωγής της. Μόνο για τον Μιχάλη δεν μπορούσε να μάθει τίποτα « η σιγανοπαπαδιά είναι, ή .... παρθένος.».
- Μάθε βρε παιδί μου τίποτα, την ικέτευε η Ειρήνη.
- Το βλέπω ότι σε πονάει το δοντάκι σου για τον λεβέντη μας, θα τον φακελώσω δεν μου γλιτώνει.
Η Ειρήνη χαμογέλασε αλλά το χαμόγελο μαράθηκε αμέσως στα χείλη της. Σκεπτότανε με απελπισία « Μήπως είναι ομοφυλόφιλος;». Δεν μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό της. « Πως δεν έκανα το πρώτο  βήμα να τον φλερτάρω; Την έπιανε ανατριχίλα. Μήπως είναι ανίκανος, μήπως είχε καμιά τραυματική σχέση και κλείστηκε στον εαυτό του; Μήπως, μήπως .....»
Μιά μέρα η Μαργαρίτα κοιμήθηκε με ένα φίλο του Μιχάλη και τα έμαθε όλα. Τα είπε όλα ‘’ χαρτί και καλαμάρι ‘’, στην Ειρήνη.

krinos

- Όλα κατάφερα να τα μάθω, μόνο που δεν τον έριξα ακόμη στο κρεβάτι, μήπως νομίζεις ότι εγώ δεν τον κάνω πολύ κέφι; Φαίνεται όμως ότι δεν θέλει να έχει γκόμενα την γραμματέα του, και οι δύο ... δουλειές δεν μπορούν να γίνονται το ίδιο καλά! Είπε κλείνοντας πονηρά το μάτι.
- Σε αυτό έχεις δίκιο.
- Να σου ‘’ διαβάσω ‘’ λοιπόν τον φάκελο του!
Όταν τελείωσε το λύκειο ο Μιχάλης, δεκαοχτώ χρόνων παιδάκι, πήγε στην Αμερική για σπουδές και γύρισε μετά από δώδεκα χρόνια, ολόκληρος καθηγητής. Εκέι στην Αμερική, οι σχέσεις των δύο φύλων είναι πολύ διαφορετικές απ’ ότι στην Ελλάδα. Εκεί το  ‘’ καμάκι ‘’ γίνεται διαφορετικά. Οι άνδρες δεν πειράζουν τις γυναίκες στο δρόμο, στο λεωφορείο και στον κινηματογράφο, όπως κάνουν οι δικοί μας οι μάγκες, ούτε διανοούνται να κοιτάξουν μία κοπέλα στα μάτια πάνω από ένα δευτερόλεπτο γιατί τρομοκρατούνται και το βάζουν στα πόδια ή φωνάζουν την αστυνομία. Ξέρεις πόσοι βιασμοί γίνονται την ώρα στην Νέα Υόρκη; Πέντε.
- Τότε πώς .. προσεγγίζουν τα κορίτσια οι Αμερικάνοι; Ρώτησε σεμνότυφα η Ειρήνη.
- Να Παρασκευή και Σάββατο πηγαίνουν στα μπαρ και ζευγαρώνουνε.            
- Μα πως; Ρώτησε η Ειρήνη, με περιέργεια παρθένας.
- Άκουσε μωρό μου, όταν πάει μια αμερικανίδα μόνη της στο μπαρ, πάει για να  
 ‘’ ψωνιστεί ‘’, αυτό το γνωρίζουν οι άνδρες, τις διπλαρώνουν και μετά τις κρεβατώνουν. Αχ! και να ζούσα στην Αμερική.
- Παναγιά μου, εσύ θέλεις χαλινάρι!
- Όσο για τις πιτσιρίκες αυτές βγαίνουν με πιτσιρικάδες, συνήθως συμμαθητές τους στα γυμνάσια και στα κολέγια, και συχνάζουν σε ντισκοτέκ, ποτέ σε μπαρ.
Έτσι λοιπόν ο Μιχάλης  όταν έμαθε πως γίνεται το ‘’ καμάκι ‘’ στην Αμερική πήγαινε στο μπαρ έβρισκε μία κοπέλα που του άρεσε και τον έκανε και εκείνη κέφι, την κερνούσε κανένα ποτό, χόρευε μαζί της την έπαιρνε μετά σε Ελληνικό εστιατόριο και μετά στο κρεββάτι. Αχ! Και να ήμουνα στην Αμερική, Αχ!
- Πες του Μιχάλη να σε πάρει μαζί του όταν θα πάει στην Νέα Υόρκη να ενημερώσει το ίδρυμα που χρηματοδοτεί την ερευνά μας, να χορτάσεις καημένη άνδρες, να ηρεμήσει και το μυαλό σου.
- Μακάρι να με πάρει!, είπε ξελιγωμένα η Μαργαρίτα.
- Και ποιος σου τα είπε αυτά Μοσχοβίτισα, ο ίδιος ο Μιχάλης; Ρώτησε η Ειρήνη κοιτάζοντας πονηρά.
- Όχι καλέ, κοιμήθηκα με έναν φίλο του και μου τα είπε, όταν τον ρώτησα.
- Δεν έχεις τον θεό σου σουσουράδα! Φαίνεται δεν συμβαίνει τίποτα με τον Μιχάλη.
- Σαν τι να συμβαίνει;
- Να μου πέρασε από το μυαλό μήπως είναι ομοφυλόφιλος.
- Ποίος καλέ ο Μιχάλης, αυτός γκαστρώνει γαϊδούρα στον ανήφορο. Αλλά μωρή Ειρήνη πρέπει να κουνήσεις και εσύ την .... ουρίτσα σου. Που ξέρεις, ότι σκέπτεσαι εσύ για εκείνον, μπορεί να σκέπτεται και εκείνος για εσένα. Κουνήσου, αμαρτία να μην... λειτουργείται η αγιοσύνη σου.
- Έλα τώρα, δεν μπορώ να τα κάνω αυτά τα πράγματα.
- Ξέχασα εσύ είσαι του κατηχητικού.
Η Ειρήνη έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. « λες να έχει δίκιο η Μαργαρίτα;»
Το μόνο που δεν έμαθε η Μαργαρίτα ήταν ότι ο Μιχάλης γράφει μαντινάδες και μάλιστα ερωτικές
Ο Περικλής πήγε στο ραντεβού με τον Μιχάλη είκοσι λεπτά νωρίτερα, για να του δοθεί ο χρόνος να δει και να μιλήσει με την Ειρήνη. Από την ημέρα που την πρωτοείδε δεν έφευγε καθόλου από το μυαλό του. Του είχε χαθεί, έκτοτε, κάθε διάθεση για ... ‘’ καμακευτικές ‘’ επιχειρήσεις ένα σπορ στο οποίο επιδίδετο οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Η Μαργαρίτα μιλούσε στο τηλέφωνο όταν μπήκε στο γραφείο της ο Περικλής. Του έκανε νόημα να καθίσει. Όταν ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του τον χαιρέτησε.
- Καλημέρα σας κύριε Φαντόπουλε τι κάνετε;
- Πολύ ωραία εσείς;
- Α! Εμείς είμαστε ονειροπαρμένοι του αποκρίθηκε χαμογελώντας.
- Μα είναι ωραίο να ζει κανείς με όνειρα!
- Όταν είναι ωραία.
- Σωστά! Θυμάσαι τι είπε ο Γκαίτε; « όταν ο άνθρωπος σταματήσει να έχει όνειρα είναι ήδη νεκρός!»
- Τότε καλά κάνουμε δηλαδή εμείς που ασχολούμεθα με όνειρα!
- Σας ζηλεύω, είπε με προσποιητό θαυμασμό ο Περικλής.
Η Μαργαρίτα παρ’ ολίγο να του πει « έλα να κοιμηθείς μαζί μου να δεις ωραία και γλυκά όνειρα.», που τον έβλεπε σαν ξερολούκουμο.
- Συγνώμη ήρθα νωρίτερα.
- Α δεν πειράζει, είπε και τον έγδυσε με τα μάτια της.
Όταν της 'αρεσε ένας άντρας της φαινόταν σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη. Όταν έδινε αναφορά στην Ειρήνη ή σε άλλη φίλη της έλεγε στερεότυπα « βγήκα με έναν παίδαρο, κούκλος ήτανε!». « αφού ήρθε νωρίτερα τούτος ο παίδαρος θα τον.... φακελώσω!», σκέφτηκε σαν πράκτορας της Κα Κε Μπε.
- Πως πάει το διδακτορικό σας; Ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον η Μαργαρίτα.
- Όλο και προχωρά, σ’ ένα χρόνο ελπίζω να έχω τελειώσει την έρευνα.
- Για θυμίστε μου, ποίο είναι το θέμα της διατριβής σας;

- Η επίδραση των υπολογιστών στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
- Πολύ ενδιαφέρον θέμα! Αλλά εκείνη εννοούσε ‘’ θέμα ‘’ τον ίδιο και όχι την ερευνά του . « αλλά δύσκολο φαντάζομαι, δεν πρέπει να μελετήσετε την συμπεριφορά πολλών ανθρώπων να διαπιστώσετε αν άλλαξε;»
- Και βέβαια! Δεσποινίς Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα κρατιότανε.
- Στο γραφείο μας ο Μιχάλης έχει καταργήσει τον πληθυντικό του είπε κοιτάζοντας τα χείλη του.
- Εντάξει, είπε ο Περικλής με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο, και το μυαλό του πήγε αμέσως στην Ειρήνη.
Ο Περικλής δεν μπορούσε να διανοηθεί τα σατανικά σχέδια της Μαργαρίτας.
- Πολύ ωραία, και πως τους βρίσκεις τους πελάτες; Συγνώμη τους χρήστες υπολογιστών ήθελα να πω.
- Φίλοι και γνωστοί με γνωρίζουν με χρήστες υπολογιστών και στη συνέχεια προσπαθώ να τους πείσω – πράγμα δύσκολο – να μελετήσω την συμπεριφορά τους.
- Η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να κρατηθεί τον  « γούσταρε εδώ και τώρα !»
- Εθελοντές δέχεσαι; Ρώτησε δήθεν αθώα.
- Αυτό είναι το ιδανικό.
« αβάντι πόπολο παντιέρα ρώσσα!» σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Και με σχοινί να την είχανε δεμένη θα το έκοβε.

krinos

- Τότε προσφέρομαι εθελόντρια είπε, και σκέφτηκε να του το αμολήσει. « δεν παίρνεις χαμπάρι ρε παίδαρε ότι σε γουστάρω»      
Ο Μιχάλης περί Ειρήνης τύρβαζε, που να πάρει χαμπάρι.
- Μα αυτό είναι θαυμάσιο! Μαργαρίτα.
- Λες να χάλασα είπε χαμογελώντας.
- Δεν μου φαίνεται με την πρώτη ματιά.
- Εμένα μου φαίνεται ότι χάλασα!
- Θα το δείξει η αυτοψία είπε, και ξελιγώθηκαν στα γέλια.
- Τώρα σοβαρά πως θα με εξετάσεις; Είπε και άρχισε να τον βλέπει τσίτσιδο στο κρεβάτι.
- Γέλασε. Θα συναντηθούμε ένα βραδάκι να τα πούμε.
« επιτέλους μπήκε το νερό στο αυλάκι», σκέφτηκε θριαμβευτικά.
- Απόψε; Είπε ασυγκράτητη.
- Μία άλλη μέρα.
- Ποία;
- Την Παρασκευή, σου είναι εύκολο;
- Ωραία! Τι ώρα;
- Στις οχτώ, σε βολεύει; Και στις τρεις το πρωί θα την .... βόλευε.
- Βεβαίως. Μα σε ποίο μέρός;
- Που μένεις Μαργαρίτα;
- Στην Καστέλα, στον Πειραιά.
- Θαυμάσια! Και εγώ στην Καλλίπολη του Πειραιά μένω. Τι θα έλεγες για το γωνιακό ζαχαροπλαστείο στη πλατεία στο Πασαλιμάνι;
- Υπέροχα!

Η λυπημένη ματιά της Μαργαρίτας έδωσε πίσω τα ρούχα του Περικλή, όταν την ρώτησε:
- Η Ειρήνη είναι στο γραφείο της;
Η Μαργαρίτα και τη λέξη Ειρήνη ένιωσε αντίζηλο της και την ‘’ έστειλε ‘’ στους ασθενείς του Μιχάλη.
- Όχι, όχι στην κλινική είναι. Είπε και κοίταξε το ρολόι της να δει αν είναι η ώρα να περάσει τον Περικλή στο γραφείο του Μιχάλη « μην ανοίξει η πόρτα και μπουκάρει η Ειρήνη και τότε... αντίο παίδαρε.». Σήκωσε αμέσως το τηλέφωνο και είπε στο Μιχάλη « ο κύριος Φαντόπουλος είναι εδώ να περάσει;». « να περάσει χωρίς το ... κερί και το λιβάνι», της απάντησε ο Μιχάλης, ο οποίος έβγαζε σπυριά με τους πληθυντικούς.
Η Μαργαρίτα άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και σχεδόν έσπρωξε τον Περικλή μέσα.
Ο Περικλής σάστισε όταν μπήκε στο γραφείο του Μιχάλη. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το γραφείο ενός καθηγητή της κοινωνιολογίας θα έμοιαζε με την καμπίνα του κυβερνήτη ενός διαστημόπλοιου. Απέναντι από την πόρτα υπήρχε το γραφείο. Ήταν τεράστιο και φτιαγμένο από ακριβό κρύσταλλο. Πάνω στο γραφείο ο προσωπικός υπολογιστής με το πληκτρολόγιο του. Δίπλα στο πληκτρολόγιο υπήρχε ένα άλλο μικρότερο, χρώματος μαύρου με πολύχρωμα κουμπιά. Από το γκρι και μαύρο πληκτρολόγιο ξεκινούσαν αμέτρητα καλώδια και κατέληγαν σε τερματικά τα οποία ήταν τοποθετημένα σε ξύλινα γραφεία. Τα γραφεία κάλυπταν την απόσταση από το γραφείο του Μιχάλη μέχρι τους τοίχους δεξιά και αριστερά. Δεξιά και αριστερά της εισόδου ήταν τοποθετημένες δύο τεράστιες μονάδες επεξεργασίας δεδομένων και εικόνων. Λίγο πάνω από κάθε μονάδα υπήρχαν ηλεκτρονικές γιγαντοοθόνες, έμοιαζαν σα μεγάλες οθόνες τηλεόρασης.
Μπροστά από το κρυστάλλινο γραφείο ένα τραπεζάκι και δύο καρέκλες όλα ξύλινα και σκαλιστά.
Το γραφείο του Μιχάλη δεν είχε παράθυρο. Στο ταβάνι αμέτρητα μικρά φωτάκια. Ο φωτισμός ήταν ρυθμιζόμενος. Πάνω στο γραφείο του Μιχάλη υπήρχαν ακόμη δύο  σωληνοειδή φώτα, που έμοιαζαν με μπαζούκας σε μικρογραφία. Τα φωτιστικά ήταν στερεωμένα στα κεφάλια δύο ξύλινων αγαλματιδίων, χρώματος μαύρου. Έμοιαζαν με τους Παπούα της Αφρικής. Ο Περικλής τα κοίταξε με περιέργεια και απορία και συμπάθεια « γιατί απορείς; Δε ξέρεις ότι εμείς σηκώνουμε τις ανάγκες σας» σαν να άκουσε ότι του ψιθύρισαν.
- Καλώς το Περικλή, είπε ο Μιχάλης με ένα πλατύ χαμόγελο, εγώ είμαι ο Μιχάλης χωρίς κερί και λιβάνι!
- Χαίρω πάρα πολύ!
- Κι εγώ Περικλή μου.
Τη ζεστασιά του Μιχάλη την ζούσε για πρώτη φορά ο Περικλής. Ένιωσε ανθρώπινα, σχεδόν ερωτικά.
- Έλα κάθισε.
Κάθισαν στις καρέκλες του γραφείου, ο ένας απέναντι στον άλλον. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και έκανε την εμφάνιση της η Μαργαρίτα κρατώντας ένα δίσκο. Τον άφησε μπροστά τους πάνω στο τραπεζάκι και είπε ειρωνικά φεύγοντας: « τα καφεδάκια σας κύριοι.». Ο Μιχάλης τινάχτηκε από την καρέκλα σαν ελατήριο. Εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί. Της φώναξε : « δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου τρελομοσχοβίτισα;» και λύγισε το δάκτυλο του και το δάγκωσε αναστενάζοντας. Αχχχ!
Ο Περικλής έπιασε την κοιλιά του από τα γέλια.
- Τι περιμένεις μουρμούρισε ο Μιχάλης.
Ο Περικλής κάρφωσε τα μάτια του σαν βέλη στο δίσκο. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο δίσκο. Μία παλιά ασημένια ‘’ Καλημέρα ‘’, με τον καθρέφτη στο κέντρο και την όμορφη κόρη που χαμογελούσε. Τα φλιτζάνια ήταν παλιά αλουμινένια νεροπότηρα. Η ζαχαριέρα και η γαλατιέρα επίσης από αλουμίνιο. Ο Περικλής γέννημα θρέμμα του Πειραιά, χωρίς ρίζες σε χωριό, θα μπορούσε να δει τέτοια ‘’ άχρηστα ‘’ πράγματα – όπως έλεγε ένας συνάδελφος του Μιχάλη – μόνο στο Μοναστηράκι. Ο Μιχάλης πρόσεξε την ματιά του Περικλή, που κοιτούσε το δίσκο με περιέργεια εξωγήινου που του κάνουν το τραπέζι σε Ελληνικό χωριό και την  ξεκάρφωσε.
- Πρώτη φορά τα βλέπεις;
- Ναι πρώτη φορά! Στο Μοναστηράκι τα βρήκες;
- Ε! Όχι βέβαια είπε ο Μιχάλης, σαν να τον πρόσβαλλαν. Η γιαγιά μου, η συχωρεμένη η Στασία, μου τα χάρισε. Παθολογική αγάπη μου είχε και μου τα έδωσε όταν φύγαμε από το νησί για να έρθουμε στην Αθήνα.
- Ποίο νησί; Ρώτησε ανυπόμονα ο Περικλής, λες και βιαζόταν να μπαρκάρει.
- Εγώ γεννήθηκα στην Αγία Μαρίνα της Κάσου.
- Α! Το νησί τω εφοπλιστών.
- Δυστυχώς! Είπε με παράπονο ο Μιχάλης.
- Γιατί δυστυχώς; Ρώτησε με περιέργεια ο Περικλής.
- Γιατί έχουν καβούρια στις τσέπες τους! Και γι΄ αυτό έχουν ελάχιστα ενδιαφερθεί για το νησί. Να φανταστείς ότι εδώ και σαράντα χρόνια προσπαθεί το κράτος να φτιάξει το λιμάνι και αυτοί που είναι ‘’ κράτος εν κράτει ‘’ σφυρίζουν αδιάφορα από το Λονδίνο.
- Τι μου λες! Ώστε έτσι τους πούστηδες! Δαγκώθηκε ο Περικλής.

krinos

« με συγχωρείς»........ο Μιχάλης τον διέκοψε.
- Αν τους χαρακτηρίσω εγώ θα ‘’ βουλιάξει ‘’ κανένα βαπόρι τους, με πιάνεις;
- ΑΠΟΛΥΤΑ
- Άσε μην μου τους θυμίζεις, αλλά ας έρθουμε στο θέμα μας. Κάτι μου είπε η Ειρήνη και με συγχωρείς που δεν μπόρεσα να σε δω την άλλη φορά.
Δεν πειράζει ήθελε να πει « αλλά είδα την Ειρήνη».
- Για πες μου Περικλή ποίο είναι το αντικείμενο της διατριβής σου;
- Η επίδραση των υπολογιστών στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
- Ανθρωποκεντρική και η δική σου έρευνα!
- Όπως και η δική σου.
- Πόσα χρόνια ασχολείσαι με την διατριβή;
- Τρία.
- Κοντεύεις λοιπόν.....!
- Θέλω ένα χρόνο πάνω κάτω.
- Έχεις καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα;
- Αρκετά αλλά καταθλιπτικά.
- Για ν’ ακούσω.        
Στο μυαλό του Μιχάλη ήρθαν οι μαντινάδες που έγραφε μία μέρα στο γραφείο του, μετά από δεκαοχτώ ώρες δουλεία πάνω από τον υπολογιστή. Κόντευε να στραβωθεί από την οθόνη. Το ρολόι του έδειχνε οχτώ το πρωί. Ήταν η ώρα που καλημέριζε ο ήλιος την Αθήνα από τον Υμηττό. Γύρισε από συνήθεια να δει την ανατολή του ήλιου. Τον ήλιο τον έκρυβε ο σύγχρονος πολιτισμός και η τεχνολογία του.
Μελαγχόλησε. Πήρε ένα από τα αγαπημένα του χαρτάκια και έγραψε.
‘’ Σαν φυλακή μου φαίνεται, ετούτο το γραφείο
  έχει απόλυτη σιγή, σαν το νεκροταφείο.
  Μπροστά σ’ ένα μηχάνημα κάθομαι καρφωμένος
  κατάντησα πια άψυχος και απομονωμένος.
  Αυτοί οι υπολογιστές έχουν υπολογίσει
  πως σύντομα ο άνθρωπος κτήνος θα καταντήσει. ‘’
- Για δώσε μου μία πικρή γεύση Περικλή.
- Θα σου πω δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Ένας αρχιτέκτονας, παντρεμένος με δύο παιδιά αγόρασε σύγχρονους υπολογιστές και τα προγράμματα για να βγάζει τα σχέδια του. Απορροφήθηκε όμως τόσο πολύ – γιατί όπως ξέρεις με τους υπολογιστές βγαίνουν γρήγορα φανταστικά σχέδια – που παραμέλησε τελείως την γυναίκα του και τα παιδιά του. Μέρα νύχτα ήταν αγκαλιά με τον υπολογιστή. Μάταια η γυναίκα του προσπάθησε να τον ξεκολλήσει από την κατάρα της σύγχρονης τεχνολογίας. Άρχισαν οι καυγάδες και τα προβλήματα και στο τέλος η γυναίκα του πήρε τα παιδιά και πήγε στο χωρίο της κάπου κοντά στην Βόνιτσα.
Ο Μιχάλης σκέφτηκε να του διαβάσει τις μαντινάδες αλλά επειδή η περίπτωση του αρχιτέκτονα ήταν χειρότερη από  την δική του μονολόγησε: « εγώ τουλάχιστον δεν είμαι παντρεμένος ».
- Λυπάμαι Περικλή.
- Είναι να μην λυπάται κανείς. Θα σου πώ μια άλλη ανατριχιαστική περίπτωση. Ένας νεαρός, εικοσιέξι χρόνων παντρεμένος με μια εικοσάρα καλλονή, έγινε συνδρομητής στο ‘’ SEXNET ‘’. Πρέπει να σου πω, πως το έμαθα και εγώ από την έρευνα ότι στο    ‘’ SEXNET ‘’ είναι ..... ‘’ σπιτωμένες ‘’ όλες οι διάσημες γυναίκες. Τις καλείς με τον υπολογιστή και σου παρουσιάζονται τρισδιάστατες στην έγχρωμη οθόνη του και εσύ τους δίνει εντολή με τα πλήκτρα και σου κάνουν ότι γουστάρει η ψυχή σου, μέχρι και έρωτα! Ο Μιχάλης φρύαξε.
- Ρε τους νταβατζήδες μέχρι εκεί έφτασαν!
- Και που είσαι ακόμη, έχουν να δουν τα μάτια μας!
- Τα δικά μου αποκλείεται, καλύτερα να τα βγάλω, τους ξεφτιλισμένους! Γαμ.... μα για συνέχισε με τον μαλάκα.
- Έμπαινε λοιπόν ο νεαρός στο ‘’ SEXNET ‘’ και καλούσε στην οθόνη του υπολογιστή του μία διάσημη σεξοβόμβα να καλή ώρα σαν την Σάρον Στόουν και άρχιζαν ζωντανή συνομιλία, να σαν και την δική μας. Σιγά σιγά η συνομιλία άρχισε να γίνεται ερωτική, μετά ξεντύνονταν και έκανα ‘’ έρωτα ‘’ .
- Τι έρωτα έκανε δηλαδή ο μαλάκας με την δεξιά και αριστερά χείρα;
- Ε! Αυτό δεν το έμαθα.
- Και τι έγινε τελικά;
- Μία μέρα τον έπιασε επαυτοφόρο η γυναίκα του να ‘’ μετρά ‘’ την απόσταση από την οθόνη του υπολογιστή. Επειδή όμως ήταν μόλις τρεις μήνες παντρεμένοι και εκείνη ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, προσπάθησε να τον κάνει να αλλάξει το χούι. Με τρόμο διαπίστωσε η κοπέλα ότι ο σύζυγος της ήθελε να κάνει ‘’ έρωτα ‘’ μόνο με τις κοπέλες της οθόνης. Και έτσι τον παράτησε και αυτή και πήγε στο χωριό της κάπου κοντά στην Καρδίτσα.
Ειλικρινά Μιχάλη δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο ‘’ πολιτισμός ‘’ των υπολογιστών θα μπορούσε να κάνει τέτοια ζημιά στον άνθρωπο.
- Ο θεός να βάλει το χέρι του. Είπε με παράπονο ο Μιχάλης.
- Ποιος θεός Μιχάλη, τον βάλανε και αυτόν στο μουσείο σαν τους αρχαίους θεούς  του Ολύμπου, τώρα πιστεύουν στο νέο Θεό τον υπολογιστή, λες να ήταν αυτός ο άγνωστος θεός για τον οποίο μιλούσε ο Σωκράτης, που για χάρη του ήπιε το κώνειο;
- Έτσι φαίνεται! Και πρέπει να βρουν γρήγορα δικλείδες ασφάλειας να μειώσουν την καταστροφή από την χρήση των υπολογιστών.
- Δεν βλέπω να γίνεται τίποτα γιατί αυτοί που τους σχεδίασαν τους εξουσιάζουν και δεν κινδυνεύουν οι ίδιοι.
- Από το πανεπιστήμιο Αθηνών σου δόθηκε αυτό το θέμα της έρευνας;
- Όχι, όχι. Από το Queens College του City University της Νέας Υόρκης . Ζήτησα να κάνω την έρευνα στην Ελλάδα.
- Είπα και εγώ ....
- Τι;
- Ότι διαθέτουν χρήματα στην πατρίδα μας για τέτοια θέματα.
- Μα μόνο για την δική μου έρευνα θα μιλάμε; Για την δική σου ενδιαφέρομαι Μιχάλη.
- Εντάξει. Λοιπόν Περικλή, η ερευνά μας έχει διάφορα στάδια. Πρώτα προσπαθήσαμε να φωτογραφήσουμε τις εικόνες που σχηματίζονται στον υποθάλαμο του εγκέφαλου του ανθρώπου, κάτι που καταφέραμε ήδη. Τώρα προσπαθώ να βρώ το πρόγραμμα για να βιντεοσκοπήσουμε τα όνειρα.
- Το βρήκες το πρόγραμμα; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Περικλής.
- Σχεδόν.
-Α! Α!      
- Στη συνέχεια θα δείξουμε τα όνειρα στον άνθρωπο που τα είδε στο βίντεο για να δούμε αν θα επηρεαστεί η συμπεριφορά του και η ζωή του. Θα γίνει στην συνέχεια αξιοποίηση των ευρημάτων αυτής της έρευνας από άλλους επιστήμονες,

krinos

κοινωνιολόγους,ψυχολόγους,ψυχίατρους, ακόμη και αστρολόγους σε περαιτέρω εφαρμοσμένες έρευνες.
- Έχετε εκτιμήσει την περίπτωση της αρνητικής επίδρασης των ονείρων στον άνθρωπο; Και μόνο ότι θα μπορεί να βλέπει τα όνειρα του στο βίντεο το πρωί είναι συγκλονιστικό!
- Περικλή αυτό το θέμα με προβληματίζει πάρα πολύ και γι’ αυτό προχωρούμε πολύ προσεκτικά. Κατ’ αρχήν επιλέξαμε ανθρώπους εθελοντές, μεγάλη ηλικίας με ανίατες ασθένειες. Όλοι έχουν μεταφερθεί στην ειδικά διαμορφωμένη πτέρυγα της πανεπιστημιακής κλινικής, όπου ψυχίατροι, κοινωνιολόγοι και   κοινωνικοί λειτουργοί, μέλη της ερευνητικής ομάδας μας, τους προετοιμάζουν ψυχολογικά. Ως τώρα τους δείχνουμε φωτογραφίες με ευχάριστες εικόνες από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου τους.
- Και τις δυσάρεστες και τρομαχτικές;
- Α! Αυτές μπορεί να τους τις δείξουμε αργότερα αν χρειαστεί.
Δεν θέλουμε να βλέπουν τώρα κάτι που να τους στεναχωρεί, θυμίζοντας τους τα βάσανα που πέρασαν στη ζωή τους, είναι όπως καταλαβαίνεις απάνθρωπο.
- Και βέβαια είναι Μιχάλη. Μα πες μου, με ποίο τρόπο θα βιντεοσκοπήσετε τα όνειρα;
- Ο ασθενής φορά μία περικεφαλαία, όταν πάει για ύπνο, που την λέω ηλεκτρονικό σκούφο, και είναι συνδεδεμένος με πολύπλοκους υπολογιστές και μηχανήματα φωτογράφησης και βιντεοσκόπησης. Όταν εμφανιστεί μία εικόνα στον υποθάλαμο φωτογραφίζεται αυτόματα. Το ίδιο γίνεται και με τα όνειρα. Τα μηχανήματα έρχονται σε μερικές μέρες από την Αμερική.
- Για δώσε μου ένα παράδειγμα αρνητικής επίδρασης του βιντεοσκοπημένου ονείρου στον άνθρωπο.
- Ένας άνθρωπος μπορεί να βλέπει ή με μία ειδική κασέτα να τον κάνουμε εμείς να βλέπει, ότι έπαιξε Lotto και κέρδισε εκατομμύρια, ότι πόνταρε σε κάποιο άλογο στον ιππόδρομο, ότι κέρδισε στην ρουλέτα του καζίνο, να το πιστέψει, να γίνει τζογαδόρος και να καταστραφεί οικονομικά. Να βλέπει συνέχεια ότι η γυναίκα του τον απατά με τον γείτονα, τον φίλο του ή τον συγγενή του, να το πιστέψει και να τον σκοτώσει.
- Μακάβρια πράγματα Μιχάλη , με τρομάζεις.
- Εγώ τρόμαξα από την στιγμή που μου ανέθεσαν την έρευνα.
- Ποίος σου την ανέθεσε;
- Το Human Behavior Research Foundation της Νέας Υόρκης. Με προβλημάτισε το γεγονός ότι το ίδρυμα που ερευνά την ανθρώπινη συμπεριφορά επενδύει τόσα δισεκατομμύρια δολάρια μόνο γι’ αυτήν την έρευνα.
- Μα για ποιους λόγους; Μου φαίνεται και εμένα περίεργο.
- Έχω κάποιες υποψίες. Μπορεί το ίδρυμα αυτό να πουλήσει το προϊόν αυτής της έρευνας για να αλλάξουν την συμπεριφορά, την νοοτροπία τις συνήθειες και γενικά την ζωή του ανθρώπου, επεμβαίνοντας στα όνειρα του.
- Μα πως; Τον διέκοψε ο Περικλής.
- Πολύ εύκολα. Με μία δισκέτα στον ηλεκτρονικό σκούφο θα τον κάνουν να βλέπει τα όνειρα που θέλουν ανάλογα με την αλλαγή που έχουν σχεδιάσει για την συμπεριφορά του συγκεκριμένου ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων.
- Τι μου λες! Είπε με κατάπληξη ο Περικλής. Δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να βλέπει προκατασκευασμένα όνειρα;
- Ναι βέβαια, θα πηγαίνει στο κατάστημα και θα αγοράζει δισκέτες με τα όνειρα που θέλει να βλέπει.
- Παναγιά μου! Θα επέμβουν στη φύση! Ούτε ο θεός δεν το τόλμησε!
- Εγώ σκέφτηκα τα θετικά.
- Υπάρχουν και τέτοια;
- Άπειρα.
- Για πες μου μερικά.
- Θα πηγαίνει όποιος θέλει σε ένα σούπερ μαρκετ, θα αγοράζει μία δισκέτα με την ακαδημαϊκή παιδεία, για παράδειγμα του μαθηματικού, το βράδυ θα την βάλει στον ηλεκτρονικό σκούφο ο οποίος θα τροφοδοτήσει τον υποθάλαμο του και το πρωί θα ξυπνά μαθηματικός.
- Φανταστικό! Σε μία νύχτα επιστήμονας. Θα μπορεί να σπουδάσει κανείς ότι θέλει.
- Ακόμη και να μάθει να γράφει και να τραγουδά ερωτικές μαντινάδες σαν τις κρητικές. Από αυτό το πρόγραμμα σκέφτομαι να αρχίσω που είναι ρομαντικό και ευχάριστο και δεν έχει τόσες αρνητικές αλλά θετικές επιπτώσεις.
- Τι μου λες, θα μπορώ να γίνω σαν το ποιητή τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο;
- Και σαν όποιο θέλεις.
Ο Περικλής μελαγχόλησε. Σκέφτηκε ότι σπουδάζει εννιά χρόνια και ακόμη δεν έχει τελειώσει τις σπουδές ενώ θα μπορούσε να σπουδάσει σε ένα βράδυ. Σκέφτηκε και τον πατέρα του που στερείται και το ψωμί για να τον σπουδάσει. Έσκυψε λίγο και ακούμπησε το πρόσωπο του στις παλάμες, και έμεινε σιωπηλός.
Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι μαύρες σκέψεις επισκέφτηκαν τον υποθάλαμο του και του λέει:
- Περικλή! Εκείνος σήκωσε απότομα το κεφάλι του σαν να ξύπνησε από κάποιο εφιάλτη. « Τα σκέφτομαι συνέχεια όλα αυτά και δεν σου κρύβω ότι έρχονται στιγμές που σκέφτομαι να τα παρατήσω, τρελαίνομαι ώρες, ώρες». Ένας περίεργος ήχος ξαναγύρισε τα λόγια του Περικλή στις φωνητικές του χορδές. Ο Μιχάλης σήκωσε το ακουστικό του πράσινου τηλεφώνου και είπε : Σ’ ακούω Ειρήνη.
- Μιχάλη, ο Αχιλλέας αποκοιμήθηκε και ενεργοποιήσαμε τον ηλεκτρονικό σκούφο όπως  μας είπες.
- Εντάξει Ειρήνη, σε ευχαριστώ.
Ο Περικλής στο άκουσμα του ονόματος της Ειρήνης ένιωσε να φεύγουν οι μαύρες σκέψεις από τον υποθάλαμο του.
- Περικλή τώρα θα δεις στην ηλεκτρονική οθόνη εικόνες από τον υποθάλαμο ενός ασθενούς του Αχιλλέα.
- Α! Ωραία.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε πήγε πίσω από το γραφείο του κάθισε και άρχισε να πληκτρολογεί τα χρωματιστά πλήκτρα. Αμέσως άναψε η δεξιά ηλεκτρονική γιγαντοοθόνη. Στο κέντρο της οθόνης ένα μεγάλο φωτισμένο τετράγωνο και ολόγυρα του δεκαέξι μικρότερα τετράγωνα φωτισμένα.
Ο Περικλής στύλωσε τα μάτια του στην οθόνη. Η αγωνία και η περιέργεια του για το τι θα δεί τον έκαναν να νοιώθει ότι είχε ανοίξει δύο τρύπες στο κρανίο του Αχιλλέα, είχε εφαρμόσει τα μάτια του στις τρύπες – σαν μικροβιολόγος και έβλεπε ολόκληρη τη ζωή του. Η πρώτη εικόνα έκανε την εμφάνιση της στο μεγάλο τετράγωνο, και ύστερα στο μικρό, στην κάτω αριστερή γωνία της γιγαντοοθόνης. Ένα εμπορικό πλοίο καταμεσής του φουρτουνιασμένου ωκεανού. Η πλώρη του είχε βυθιστεί μέσα σε ένα τεράστιο κύμα. Το πλοίο είχε πάρει μικρή κλίση προς τ’ αριστερά.
Το κύμα είχε κάνει την καμπύλη και ήταν έτοιμο να σκάσει πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης, έμοιαζε σαν τα γαμψά νύχια του αετού που ετοιμάζεται να αρπάξει το θύμα του και να το ανεβάσει στον ουρανό. Η πλώρη έσχιζε το κύμα το άνοιξε στα δύο και σχημάτιζε δύο τεράστιες αφρισμένες στήλες νερού, που ανέβαιναν προς τον ουρανό. Ο Μιχάλης βυθίστηκε στην εικόνα. Η θύμηση του ταξίδεψε στα παιδικά του χρόνια. Άρχισε να ακούει τις θαλασσινές ιστορίες που του έλεγε ο παππούς του όταν πήγαινε στο δημοτικό σχολείο στην Κάσο. Στο νου του Μιχάλη είχε σκαλιστεί, σαν επιγραφή σε μάρμαρο το τεράστιο κύμα που συνάντησε το βαπόρι του παππού του.

krinos

Ταξίδευε τότε ναύτης με το ‘’ Kasean Sea ‘’. « ανεβαίναμε που λες Μιχαλάκη από τον Καναδά στην Αγγλία φορτωμένοι μινεράλι. Μετά από δύο μέρες ταξίδι, μας είπε ο Ντίνος ο ασυρματιστής, ότι ο παράκτιος σταθμός του Καναδά λέει ότι θα ψηλώσει πολύ ο καιρός.
Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός ήτανε ‘’ χάση κόσμου ‘’. Το βαπόρι , αν και φορτωμένο μέχρι τα μπούνια μινεράλι, κουνιότανε σαν βαρκούλα στη φουρτούνα, να, σαν κι αυτή τη χάρτινη που βάζεις μέσα στη σκάφη με το νερό και παίζεις. Μου φαινότανε ότι τα κύματα σήκωναν το βαπόρι μέχρι τον ουρανό και μετά το κατέβαζαν στο βυθό της θάλασσας. Όταν καρφωνότανε η πλώρη στο κύμα, το βαπόρι μπρουμούτιζε και αναστέναζε μέχρι να ξαναβγεί στην επιφάνεια της θάλασσας. Ζοριζότανε, έτριζαν οι λαμαρίνες του, τόσο πολύ που έλεγα«τώρα θα κοπεί στα δύο ». Καταραμένο φορτίο το μινεράλι Μιχαλάκη. Καταραμένο.Εγώ έκανα τη βάρδια οκτώ – δώδεκα το πρωί αλλά και το βράδυ μαζί με τον καπετάν – Μανώλη.Ο καπετάν – Μανώλης ήταν ένα λεβεντόπαιδο, στα τριανταδύο του, πραγματικός θαλασσόλυκος. Ήταν τόσο ατρόμητος που όλοι στο βαπόρι λέγαμε « δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει κίνδυνος ο καπετάνιος, θα μας πνίξει καμιά ώρα ο κουτούζης με τις κουτουράδες του». Όταν είχε θάλασσα μου έκανε συνέχεια αστεία για να ξεχνώ το φόβο μου. Στις οχτώ που μας παράδινε τη βάρδια ο Γραμματικός – έτσι λένε τον υποπλοίαρχο, Μιχαλάκη, οι ναυτικοί τον άκουσαν να λέει ανήσυχος στον καπετάνιο.
« Έρχεται θύελλα καπετάνιο, λέω να αλλάξουμε πορεία, να περάσουμε ποιο χαμηλά να την αποφύγουμε. »
« Ξέρεις πόσες μέρες θα καθυστερήσουμε βρε, θα μας ξεχέσει το γραφείο, θα μας ξεμπαρκάρουν μόλις πάμε στην Αγγλία. » Τον μάλωσε πατρικά ο καπετάνιος.
« Καπετάνιο κινδυνεύουμε δεν το βλέπεις; Το βαπόρι μουγκρίζει σαν βούς μέχρι να βγει πάνω.» Αντέτεινε ο Γραμματικός.
« Δεν έχει ανάγκη. »
Ο Γραμματικός δεν επέμεινε γιατί τον ήξερε από τα πολλά μπάρκα που έκανα μαζί σε Κασιώτικα βαπόρια.
Όταν έφυγε ο Γραμματικός μου λέει « φοβάσαι ρε Νικολή;»
« όχι », του αποκρίθηκα με τρεμουλιαστή φωνή. Η ψυχή μου είχε πάει στον κάτω κόσμο, Μιχαλάκη. « Άμα μεγαλώσεις να μάθεις γράμματα να μην θαλασσοπνίγεσαι σαν εμένα.»
Κάθε βράδυ μου φώναζε. « Φέρε τον εξάντα Νικολή, να ξεκρεμάσω εκείνο το λαμπερό αστέρι να βγάλουμε το στίγμα, έλα να το δεις, χαμογελαστό είναι!». Το βαπόρι βουτούσε στα κύματα σαν κουρασμένο δελφίνι. Η ψυχή μου, από τον φόβο είχε πάει εκεί απέναντι στο βουνό της Καρπάθου – τη Λάστο. Το στομάχι μου πότε ανέβαινε στον ουρανίσκο μου και πότε κατέβαινε στις σόλες των παπουτσιών. Ένιωθα το φαΐ , πότε να κοντεύει να βγει από το άντερο μου και πότε από τα ρουθούνια. Κοίταξα προς τον ουρανό, τη στιγμή που τον σημάδευε η πλώρη να δω το αστέρι που ήθελε να ξεκρεμάσει ο καπετάνιος. Αυτά δεν έμοιαζαν με αστέρια αλλά με φωτεινούς κύκλους πάνω στα κεφάλια των αγγέλων με τα φτερά. Στα χέρια τους κρατούσαν μία πελώρια ταμπέλα που έγραφε με πύρινα γράμματα ‘’ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ‘’.
« Θα πνιγούμε καπετάνιο. »! φώναξα ασυναίσθητα.
« Μη φοβάσαι βρε, εγώ είμαι εδώ.». Εγώ τότε ηρέμησα λίγο, Μιχαλάκη.                    
Ο καπετάνιος ξεκρέμασε, όπως έλεγε το άστρο από τον ουρανό και μου φώναξε « άρπαξε το Νικολή !». Όλο αστεία ήτανε, Μιχαλάκη, αυτό το παλικάρι, ποτέ δεν κατάλαβα πως έβρισκε την όρεξη μέσα στη φουρτούνα. Ύστερα έγραψε αριθμούς  σε ένα χαρτί, άνοιξε μετά ένα βιβλίο – μάνιουαλ, το οποίο είχε μόνο αριθμούς, και πήγε μετά στο χάρτη και σημείωσε το στίγμα του βαποριού.
- Ξεπέσαμε καθόλου καπετάνιο; Ρώτησα.
- Όχι πολύ, μου λέει.
Στις δώδεκα ο καπετάνιος παράδωσε στον καπετάν – Κώστα, τον ανθυποπλοίαρχο και κατέβηκε από τη γέφυρα. Εγώ έμεινα λίγο ακόμη εκεί στη γέφυρα, γιατί ήμουνα φίλος με τον ανθυποπλοίαρχο. Ο καπετάν – Κώστας έσκυψε πάνω στο χάρτη και κοίταξε το στίγμα πάνω στην πορεία που είχε διορθώσει ο καπετάνιος. Κοίταξε αμίλητος για πολύ ώρα το χάρτη. Πήγα κοντά του. Το πρόσωπο του ήταν όλο κίτρινο, μου φαινόταν σαν κινέζος καντηλανάφτης.
- Ζαλίστηκες καπετάν – Κώστα; Τον ρώτησα πειραχτικά.
Δεν μου απάντησε. Συνέχισε να έχει καρφωμένη, σαν γαλβανισμένο καρφί τη ματιά του στο χάρτη. Έστρεψα το βλέμμα μου στο σημείο που κοιτούσε και κατάλαβα αμέσως γιατί έμοιαζε με κινέζο ο καπετάν – Κώστας. Μία ολόκληρη μέρα το βαπόρι δεν είχε κάνει ρούπι, ήτανε στο ίδιο σημείο που βρισκόταν και την προηγούμενη μέρα.
- Πως τα βλέπεις τα πράγματα καπετάν – Κώστα; Τον ρώτησα.
- Σκούρα Νικολή, πολύ σκούρα! Είπε και συνέχισε: Το τελευταίο μετερεωολογικό λέει ότι έρχεται θύελλα, έντεκα – δώδεκα δύναμη, πρέπει οπωσδήποτε να γυρίσουμε πίσω ή να κατέβουμε πολύ χαμηλά να την ξεφύγουμε. Θα μιλήσουμε στο καπετάνιο.
- Είναι κουτούζης καπεταν – Κώστα δεν ακούει τεμονιού, και θ΄ ακούσει εσένα; Του λέω εγώ.
- Το ξέρω, μου απαντά μελαγχολικά.
Μετά τον χαιρέτησα και πήγα στην καμπίνα μου να ξαπλώσω. Οι λαμαρίνες της καμπίνας τρίζανε ασταμάτητα, ένιωθα ότι μου είχαν πιάσει την καρδία και την έσφιγγαν σαν μέγγενη, νόμιζα ότι θα βγει η ψυχή μου, να πετά στον ουρανό και να φτερουγίζει μέσα από την πόρτα εκείνου του παραδείσου που είχα δει από την γέφυρα. Στην επόμενη βάρδια ο καπετάνιος είπε στον Γραμματικό να δέσουν καλά οι ναύτες όλα τα βαρέλια και την ξυλεία που υπήρχε στο κατάστρωμα. Κρατώντας σφιχτά το τιμόνι, από την τρομάρα μου, κοιτούσα με δέος τα γιγάντια κύματα να σκάνε με λύσσα πάνω στο βαπόρι. Είχαν όλα το ίδιο μπόι, θαρρείς και η θύελλα τα έφτιαξε με το ίδιο καλούπι. Η κουβέρτα της πλώρης μούγκριζε σαν ετοιμόγεννη και κουνιότανε σαν την κοιλιά της. Ξαφνικά βλέπω ένα τεράστιο κύμα πολύ πιο ψηλό από τα μπροστινά του. Σαν βουνό μου φάνηκε. Τρομοκρατήθηκα και φώναξα απελπισμένος. « Το κύμα καπετάνιο ! το κύμα!».
Ο καπετάνιος παρατηρούσε και εκείνος τα κύματα σφυρίζοντας ένα Κασιώτικο σκοπό, σαν να ταξιδεύαμε σε λίμνη. Άρπαξε το χειριστήριο και το γύρισε στο ένα τρίτο πρόσω. Αμέσως ο μηχανικός στο μηχανοστάσιο έκανε αργά τη μηχανή. Τα έμβολα της μηχανής ακούγονταν να ανεβοκατεβαίνουν σαν ξεψυχισμένα. Η ματιά μου, παρακολούθησε με τρόμο το κύμα που πλησίαζε την πλώρη. Έφθασε μέχρι την κορυφή του κύματος και μετά γύριζε προς τα κάτω και κατέβαινε προς τον βυθό της θάλασσας. Έβλεπα το βυθό και τα ψάρια. Οι ροφοί, τα μπαρμπούνια, οι σκάροι, οι καρχαρίες και τα υπόλοιπα ψάρια φορούσαν ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι. Ο βυθός δεν είχε πέτρες, μόνο φωτεινά αστέρια λες και ήτανε καθρέφτης που κοίταζε τον ουρανό. Ο παράδεισος της θάλασσας. Στη μέση του καθρέφτη ένα τεράστιο λιμάνι με χιλιάδες ντόκους. Έβλεπα το βαπόρι μας το ‘’ Kassean Sea ‘’ που έμπαινε στο λιμάνι. Από τα μεγάφωνα άκουγα ‘’ να παραλάβετε στο ντόκο σας ‘’ .
Πλευρίσαμε στο ντόκο μας. Έριξα το βιλάι για να δέσουμε τους κάβους αυτοί που βρίσκονταν στο μώλο. Νόμισα ότι μας περίμεναν γιατί μου κουνούσαν μαύρα μαντίλια. Παρατήρησα τα πρόσωπα τους. Μου φαίνονταν όλα γνωστά. Τους γνώρισα έναν – έναν. Κασιώτες όλοι και δύο τρεις Καρπάθιοι, και να σου πω τα ονόματα θα κάνεις πάνω από εκατό χρόνια να τους δεις Μιχαλάκη. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που νόμισα ότι μπήκαμε στο λιμάνι της Κάσου, στον Εμποριό. Κοίταξα τους γύρω λόφους ολόιδιοι με της Κάσου, ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα σκίνο, ούτε ένα φύλλο βασιλικού. Το μόνο που έβλεπα ήταν ένα ματωμένο μισοφέγγαρο, θαρρώ πως το είχα δει σε καμιά σημαία, θα σε γελάσω Μιχαλάκη. Από κάτω από το ματωμένο μισοφέγγαρο είχε ένα αναμνηστικό νούμερο. Το διάβασα ‘’ 1824 ‘’. Κάτι μου θύμιζε. Είκοσι μέτρα από την θάλασσα έβλεπα ένα καφενέ. Ακούω λύρες και λαούτα να παίζουν ένα μελωδικό σκοπό, είδα μια μεγάλη παρέα να γλεντάει. Ένας τους τραγουδούσε τον ‘’ Αλέντη ‘’. Η

krinos

ακοή μου φέρμαρε σαν σκύλος που βρίσκει το λαγό μέσα στο σκίνο, άκουσα τις μαντινάδες:

Θάθελα να'ταν εύκολο την θάλασσα να πίνουν,
Και τα καράβια στη στεριά μουσεία να απομείνουν.

                           ***
Θα ήθελα να ήταν εύκολο να την τσιμεντοστρώσω
Κι ονομασία στεριανή στη θάλασσα να δώσω.

                           ***
Θα ήθελα να ήταν εύκολο, στην Κάσο να γυρίσω
Και τη ζωή  σαν στεριανός και πάλι να τη ζήσω.

                          ***
Ο Άγιος Νικόλαος θέλω να βοηθήσει
Καθένας όπως πεθυμά, σπίτι του να γυρίσει.

Και τότε βλέπω το Μαυρολέοντα, τον εφοπλιστή να σηκώνεται να βγάζει την πορτοφόλα του, να πιάνει ένα εκατοδόλλαρο και να το ρίχνει στα όργανα. Αυτοστιγμής ο λυριστής, του τραγουδά.
Ο Άγιος Νικόλαος δεν θέλει εδώ λιβάνι,
Που έκαναν οι εφοπλιστές μεγάλο το λιμάνι.
Και συμπληρώνει ο λαουτιέρης,
Ευχαριστούμε σας πολύ για τα δολάρια σας,
Έργα στην Κάσο κάνετε, να μείνει το όνομα σας.
Η φωνή του καπετάνιου μ’ έφερε πίσω στην γέφυρα από τον παράδεισο της θάλασσας.
« Γερά το τιμόνι Νικολή,» μου φώναξε.
Το κύμα χτύπησε πάνω στο βαπόρι σαν το όρνιο, εκείνο τραντάχτηκε, σαν να το χτύπησε σεισμός στην καρένα. Έτρεμε ολόκληρο, σαν την γόπα που βγάζει από την θάλασσα ο γλάρος και την ξετινάζει να πέσει το νερό. Το βαπόρι με μεγάλη κλίση μέσα στο κύμα του χτύπησε αλύπητα το κατάστρωμα, όπως με χτυπούσε ο δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο. Χτύπησε μετά το κομοδέσιο το κουκούλωσε, μετά χτύπησε το πίσω κατάστρωμα και βγήκε από την πρύμη.
Το κομοδέσιο σείστηκε σαν να το είχε αγκαλιάσει ο Ηρακλής προσπαθώντας να το ξεριζώσει. Από τον φόβο μου έσφιγγα με τόση δύναμη το τιμόνι, που έτριζαν τα κόκαλα των δακτύλων. Όταν η θάλασσα σκέπασε τα τζάμια της γέφυρας είδα και πάλι το λιμάνι του παραδείσου της θάλασσας. Δεν πρόλαβα να ακούω άλλες μαντινάδες γιατί με ξαναγύρισε στη γέφυρα ο καπετάνιος με τη φωνή του.
« Ο Αης Νικόλας μας έσωσε. »
Ο Μιχάλης πάτησε ασυναίσθητα ένα χρωματιστό κουμπί στο χειριστήριο και η δεύτερη εικόνα εμφανίστηκε στην μεγάλη οθόνη και ταυτόχρονα σε μια μικρή, πάνω από εκείνη που είχε κρατηθεί η πρώτη εικόνα.
Η δεύτερη εικόνα έδειχνε ένα γιατρό με την σύριγγα στο χέρι. Οι επόμενες έδειχναν ένα ψαρά μέσα σε βάρκα, μία ρουλέτα καζίνου με πολύ κόσμο, μία γυναίκα με τοπική φορεσιά που φούρνιζε ψωμιά στο φούρνο, έναν κυνηγό με το τουφέκι στο  χέρι, ένα αρχαίο ναό, όμοιο με τον Παρθενώνα και στην είσοδο του χιλιάδες κόσμο που κρατούσαν στα χέρια πράσινα διαβατήρια. Μία όμορφη κοπέλα με τσεμπέρι στο κεφάλι. Κρατούσε  ένα μαντίλι στο χέρι και το κουνούσε σε ένα αεροπλάνο, έτοιμο να απογειωθεί. Όταν γέμισαν οι μικρές οθόνες με εικόνες, ο Μιχάλης πάτησε ένα κουμπί και έσβησε η γιγαντοοθόνη. Γύρισε στο Περικλή και τον ρώτησε:
- Πως σου φάνηκαν οι εικόνες;
- Εκπληκτικές! Είπε με θαυμασμό ο Περικλής ‘’ δεν περίμενα ότι η τεχνολογία θα άγγιζε τα όρια της τελειότητας !‘’
- Ναι βέβαια.
- Για πες μου Μιχάλη, συνδέονται αυτές οι εικόνες με την πραγματική ζωή αυτού του   ανθρώπου;
- Οι συνεργάτες μου στην κλινική  δείχνουν τις φωτογραφίες στους ασθενείς – στον καθένα τις δικές του -  και τους ρωτούν αν αυτές έχουν κάποια σχέση με την ζωή τους, με ανεκπλήρωτες επιθυμίες και όνειρα, με φόβους, υποψίες και ότι άλλο θεωρούν απαραίτητο.
- Και τι βρήκατε; Ρώτησε με ενδιαφέρον ο Περικλής.
- Ότι το 60% των εικόνων έχουν σχέση με την ζωή τους, το 20% με επιθυμίες και όνειρα και το υπόλοιπο 20% δεν καταφέραμε να το συναρτήσουμε ακόμη με κάτι, ή ασθενείς μας έκρυψαν κάτι ή είναι αυτό που λένε ‘’ άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου‘’
Ένας ήχος σαν κελάηδημα πουλιού ακούστηκε στο γραφείο. Ο Μιχάλης σήκωσε το ακουστικό από το κίτρινο τηλέφωνο και είπε, χωρίς να ρωτήσει ποίος είναι ‘’ Σ’ ακούω Μαργαρίτα ‘’. Η Μαργαρίτα του υπενθύμισε ότι πρέπει να περάσει από την γραμματεία του πανεπιστημίου να υπογράψει κάτι έγραφα για τον εκτελωνισμό των μηχανημάτων της βιντεοσκόπησης, τα οποία θα έφταναν στο Γερμανικό αεροδρόμιο της Αθήνας.
Ο Μιχάλης όταν άφησε το ακουστικό στράφηκε στον Περικλή:
- Με συγχωρείς, πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη γραμματεία να υπογράψω κάποια έγραφα.
- Εντάξει Μιχάλη, και συγνώμη που σου έφαγα τόσο χρόνο.
- Καλή χώνεψη! Να έρχεσαι ταχτικά να σου κάνω το ‘’τραπέζι ‘’.
- Θα έρχομαι, θα έρχομαι. Είπε ο Περικλής και στο μυαλό του ήρθε η Ειρήνη και συνέχισε ‘’ αλλά να έρθεις να σε πάρω σε κανένα ταβερνάκι στον Πειραιά ‘’.
- Όποτε θέλεις. Τέτοιες προκλήσεις τις αποδέχομαι αμέσως, τηλεφώνα μου όποτε θέλεις.
- Και δεν κλείνουμε από τώρα μία συνάντηση;
- Τόπο ημέρα και ώρα, Περικλή.
Αφού όρισαν νέα συνάντηση, ο Περικλής ευχαρίστησε τον Μιχάλη τον χαιρέτησε και πέρασε στο γραφείο της Μαργαρίτας, Σκέφτηκε να ρωτήσει την Μαργαρίτα αν γύρισε η Ειρήνη, αλλά το μετάνιωσε με τον τρόπο που τον κοίταζε. Τη χαιρέτησε και βγήκε από το γραφείο.
*****
Η Μαργαρίτα έκανε το καταχτητικό της μπάνιο, έτσι το αποκαλούσε, όταν ετοιμαζόταν για το πρώτο ραντεβού με κάποιον καινούργιο παίδαρο. Δύο ώρες στη μπανιέρα. Τρίψιμο του σώματος μέχρι να φαίνεται ότι αλλάζει το δέρμα της. Κρέμες σώματος αρωματικές, κρέμες προσώπου, αρώματα ακριβά και έντονο αλλά πολύ προσεχτικό μακιγιάρισμα. Φόρεσε τη γούρικη φούστα της. Κόκκινη κοντή, πολύ λεπτή και στενή, που εφάρμοζε στο σώμα σαν γάντι και τόνιζε τις πλούσιες καμπύλες της. Την φορούσε μόνο στο πρώτο ραντεβού με τους παίδαρους. Λίγο πριν φύγει από το σπίτι έριχνε μία τελευταία ματιά στον καθρέφτη και πάντα τον ρωτούσε, σαν να ήταν ο παίδαρος που είχε ραντεβού μαζί του ‘’ Σ’ αρέσω παίδαρε; ‘’. Φαίνεται ότι ο καθρέφτης της απαντούσε καταφατικά γιατί του χαμογελούσε και του έστελνε ένα φιλί.Πήγε νωρίς στο ραντεβού με τον Περικλή. Διάλεξε ένα τραπέζι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο φορτωμένο σπουργίτια. Πιο πολλά ήταν τα σπουργίτια από τα φύλλα του, την στιγμή που κάθισε η Μαργαρίτα, τα σπουργίτια εκτελούσαν με το κελάηδημα τους μια συμφωνία του Θεοδωράκη. Μόλις κάθισε, η κοντή κόκκινη φούστα της ανέβηκε πολύ ψηλά στους μηρούς της. Έβαλε το αριστερό πόδι πάνω στο δεξί. Κοίταξε απέναντι στην καρέκλα που θα κάθιζε ο Περικλής και προσπάθησε να υπολογίσει, αν θα είχε

krinos

ωραία ‘’ θέα ‘’ των ποδιών της. Έκανε πρόβες, πότε το αριστερό και πότε με το δεξί πόδι.
Τράβηξε την καρέκλα του Περικλή λίγο προς τα αριστερά της . Και κατέληξε ότι πρέπει να έχει το δεξί πόδι πάνω στο αριστερό. Υπολόγιζε αν το ύψος της φούστας ήταν το πρέπον όταν έφθασε ο Περικλής.
- Γεία σου Μαργαρίτα.
- Καλώς τον ‘’ παιδ…. ‘’ Περικλή, έλα κάθισε.
- Δεν άργησα έτσι;
- Όχι καθόλου, κι εγώ πριν από …. μισό λεπτό ήρθα, αποκρίθηκε πονηρά.
Ο Περικλής είχε σχεδιάσει στο μυαλό του το πρώτο στάδιο της συνέντευξης με την Μαργαρίτα. « Δεν είναι παντρεμένη, δεν έχει οικογενειακά προβλήματα, άρα αυτό που μένει είναι τα προσωπικά της προβλήματα, τα οποία όμως πρέπει να βρω τρόπο να μου τα εκμυστηρευτεί, είναι συνάρτηση της χρήσης υπολογιστών.»
Σε αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις, έπρεπε να κάνει τον εξεταζόμενο να χαλαρώσει, να νοιώσει πολύ φιλικά μαζί του και στην συνέχεια να αρχίσει να τον ρωτά για τα προσωπικά του προβλήματα και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν σχέσεις με τους ανθρώπους.
Έκανε ζέστη εκείνη την ημέρα. Όμως κάτω από το μεγάλο δέντρο είχε αρκετή δροσιά. Ο Περικλής την ένιωσε μόλις κάθισε και την ‘’ αξιοποίησε ‘’.
- Διάλεξες ωραίο μέρος έχει δροσούλα. Είπε ο Περικλής που ξεκινούσε το προκαταρκτικό στάδιο της συνέντευξής.
- Θαλασσινή αύρα Περικλή μου. Είπε και γύρισε και κοίταξε προς το λιμάνι. Το Περικλή μου το είπε με τέτοια οικειότητα σαν να ήταν σύζυγοι τριάντα χρόνια, που ο Περικλής δεν έδωσε σημασία, γιατί είχε το νου του να ‘’ αρπάξει ‘’ κάθε λέξη που να οδηγεί εκεί που ήθελε. ‘’ Άρπαξε ‘’ αμέσως την θαλασσινή αύρα.
- Σε ζηλεύω.
- Για ποιο πράγμα; Ρώτησε απορημένη.
- Γιατί εσύ μένεις κοντά στην θάλασσα, εκεί στην Καστέλα, και την απολαμβάνεις.
- Α! αυτό εννοούσες. Ναι είμαι τυχερή, είναι ωραία και μ’ αρέσει να κάθομαι στην βεράντα να απολαμβάνω το ηλιοβασίλεμα, τη θαλασσινή αύρα και την μυρωδιά της θάλασσας.
- Α! είσαι και ρομαντική, είπε με θαυμασμό ο Περικλής, και κράτησε το ηλιοβασίλεμα.
- Ε! δεν αποκλείεται, είπε η Μαργαρίτα με μετριοφροσύνη.
- Τι να πω και εγώ που δεν έχω βεράντα και δεν βλέπω ούτε βουνό,  ούτε θάλασσα, μόνο τα μάτια του φούρναρη, απέναντι από την πόρτα μου, να βασιλεύουν από την κούραση και τη ζέστη.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε πονηρά και αποκρίθηκε:
- Να έρχεσαι όποτε θέλεις να απολαμβάνεις το ηλιοβασίλεμα από την βεράντα μου.
Ο Περικλής διαπίστωσε ότι η Μαργαρίτα χαλαρώνει γρηγορότερα απ’ ότι είχε υπολογίσει και ένιωθε ευχαριστημένος.
-  Αλήθεια το λες, μπορώ να έρχομαι όποτε θέλω;
- Αλήθεια Περικλή μου.
-  Ε, τότε θα έρθω μία μέρα που θα δεις ότι έχει καθαρό ορίζοντα.
Η Μαργαρίτα του έριξε μία στιγμιαία λάγνα ματιά. Μετά γύρισε το κεφάλι της προς τη θάλασσα λες και ήθελε, να δει αν εκείνη τη στιγμή ο ορίζοντας ήταν καθαρός για να πάρει τον Περικλή στη βεράντα της. Παρατήρησε τα κατάρτια των σκαφών. Άλλα ψηλά, άλλα κοντά, άλλα λιγνά κι άλλα χοντρά, της έκρυβαν τον ορίζοντα. Η ματιά της απλώθηκε πάνω στα κατάρτια. Της φάνηκε ότι αλλάζουν μορφή. Μεταμορφώνονταν σε παίδαρους. Αυτούς που είχε γνωρίσει ως τότε. Τους αναγνώρισε όλους, εκτός από έναν ‘’μα ποιος είναι, δεν τον θυμάμαι καθόλου, πως είναι δυνατόν να τον έχω ξεχάσει’’. Είδε τον άγνωστο που κρατούσε στο ένα χέρι του ένα ολόλαμπρο ήλιο και τον έστησε δίπλα σε μια βασίλισσα και στο άλλο δύο στεφάνια από κλαδιά ανθισμένης αμυγδαλιάς. Ο άγνωστος έβαλε τα στεφάνια στο κεφάλι της βασίλισσας και του ήλιου και είπε ‘’ η ώρα η καλή, καλά να βασιλέψεις, καλά να βασιλέψεις ‘’. Ο άγνωστος άρχισε να της φαίνεται γνώριμος.‘’ Ο Περικλής μου είναι αυτός ‘’.Όση ώρα εκείνη κοιτούσε προς την θάλασσα, η ματιά του Περικλή απελευθερωμένη από τα φλογερά της μάτια, απεδέχθη την πρόκληση από τα φλογερά πόδια της. Η ματιά του άπλωσε την περιέργεια της. Από τις γάμπες αναρριχήθηκε στους μηρούς, κύλησε στο ρυάκι που σχημάτιζαν, έφθασε ως την άκρη της φούστας , προχώρησε κάτω από την φούστα εκεί που τελείωνε το ρυάκι, ακούμπησε ξαναμμένη σε ένα άσπρο αυγό, με πράσινες βούλες. Το χάιδεψε απαλά. Γαλήνεψε. Φίλησε το αυγό και αποκοιμήθηκε στο δροσερό ίσκιο της φούστας. Ο Περικλής δεν ένιωθε πια την αύρα της θάλασσας. Η θερμοκρασία του σώματος του ανέβηκε στους χίλιους βαθμούς. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Ο ιδρώτας έβγαινε στο δέρμα του τσιρίζοντας. Το αίμα κυλούσε στις φλέβες του καυτό, σαν λάβα. Η εφορία σιγόψηνε την καρδία του. Ένιωσε ένα φιδάκι να ανεβαίνει προς τον αφαλό του. Το μυαλό του θόλωσε, η σκέψη του παρέλυσε.Τώρα η ματιά του έβλεπε μόνο ένα κότερο με δύο κατάρτια, που ξεκινούσαν από την ίδια βάση και άνοιγαν στην κορυφή, σαν τις πλευρές του τριγώνου. Τα κατάρτια ήταν ροδόχρωμα. Δεξιά και αριστερά από τα κατάρτια ήταν τοποθετημένοι δύο κορμοί δέντρου και πάνω τους δύο χαμογελαστά φεγγάρια φώτιζαν απαλά την βάση των καταρτιών. Κοντά στη βάση των καταρτιών, πλησίαζε ένα τόσο δα μικρό φιδάκι με περίεργο σχήμα, σαν κούλουρος κώνος, με μικρό κεφάλι και χοντρή ουρά, με δέρμα ζαρωμένο που σχημάτιζε μικρά κύματα. Μόλις έφτασε το φιδάκι εκεί που ενώνονταν τα κατάρτια, σταμάτησε και παρατήρησε ένα άσπρο αυγό με τις πράσινες βούλες και κατσαρές κεραίες. Του χαμογέλασε. Φαίνεται ότι του άρεσε.Έβγαλε τη γλωσσίτσα του και το χάιδεψε. Το σώμα του άρχισε να μεγαλώνει. Μάκραινε και χόντραινε. Το κεφάλι του άρχισε να γίνεται κατακόκκινο. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Πλησίασε το αυγό και φίλησε γλυκά το κέλυφος του. Μετά έκανε μια βόλτα μέσα στις κατσαρές κεραίες. Ένιωσε αφόρητη δίψα. Δάγκωσε το αυγό και αφαίρεσε ένα κομμάτι από το κέλυφος του. Από το άνοιγμα αντίκρισε ένα βαθύ φαράγγι. Από τις κόκκινες πλαγιές του ανάβλυζε δροσερό νεράκι, που σχημάτισε ένα μικρό ρυάκι κάτω στην κύτη του φαραγγιού. Το φιδάκι χαμογέλασε γλυκά και άρχισε να γλιστρά προσεκτικά μέσα στο φαράγγι.Μπαίνοντας το κεφάλι του ακούμπησε σε μια κόκκινη και μυτερή πέτρα που υπήρχε ψηλά που άνοιγμα του. η μυτερή του πέτρα ήταν τόσο απαλή και τρυφερή που ένιωσε το άγγιγμα της σαν χάδι. Προχώρησε μέσα στο φαράγγι, κουνώντας δεξιά και αριστερά το σώμα του με προσοχή. Το νεράκι του φαραγγιού δρόσισε το σώμα του. Άρχισε να πίνει. Έπινε, έπινε, έπινε, αλλά δεν μπορούσε να ξεδιψάσει. Το νεράκι που έπινε κατέβαινε σιγά – σιγά από ένα λεπτό σωληνάκι στις δύο αποθήκες της ουράς του. Το νεράκι άρχισε να κοχλάζει. Οι αποθήκες άρχισαν να φουσκώνουν από το πολύ νερό.Τις ένιωθε που κόντευαν να σπάσουν. Ξαφνικά οι πλευρές του φαραγγιού άρχισαν να πλησιάζουν η μία μετά την άλλη και μετά απομακρύνονταν. Όταν πλησίαζαν σαν ήθελαν να φιληθούν, ένιωθε να του σφίγγουν με δύναμη το σώμα. Σε λίγο το σφίξιμο έγινε πιο δυνατό και ρυθμικό. Η πίεση ήταν τόσο δυνατή που έσπρωχνε το σώμα του προς το τέρμα του φαραγγιού. Οι δεξαμενές δεν χωρούσαν πια το νερό που μαζευόταν συνεχώς. Το νεράκι καυτό πια, ανέβαινε, έφτασε στο κεφάλι του, γέμισε το στόμα του ασφυκτικά, έσφιγγε τα χείλη του με δύναμη. Εκείνη τη στιγμή έφτανε στο τέρμα του φαραγγιού. Ένιωθε τις πλευρές του φαραγγιού να το πιέζουν όλο και πιο δυνατά. Δεν άντεχε να σφίγγει τα χείλη του για να συγκρατεί το νεράκι στο στόμα του. Το κεφάλι του έγινε κατακόκκινο και σκληρό σαν πέτρα από την αφόρητη πίεση. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους.Ακούμπησε το κεφάλι του σε μια σκληρή πέτρα στο βάθος του φαραγγιού και το έτριψε μήπως και ανακουφιστεί από την πίεση. Γαργαλήθηκε από το τρίψιμο και η πίεση το έκανε να νοιώσει ότι παραλύει. Ένιωσε το υγρό να γίνεται μέλι. Η απέραντη γλύκα που ένιωθε σε όλο του το σώμα τον έκανε να ξεχάσει την πίεση, η οποία όμως αυξανότανε συνεχώς. Το μυαλό του άρχισε να σκοτεινιάζει και οι αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουν. Η ψυχή του άρχισε να βγαίνει, μόλις άρχισε να βγαίνει η πρώτη σταγόνα μελιού από το στόμα του. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:

krinos

- Γεια σου Περικλή.
Το φιδάκι βγήκε απότομα από το φαράγγι και τον δάγκωσε στο πόδι. Γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος που ήρθε η φωνή. Είδε τον φίλο του τον Παντελή με την γυναίκα του την Κλειώ να στέκονται από πάνω του και αποκρίθηκε:
- Γεια σου Περικλή, γεια σου Κλειώ, ελάτε να καθίσετε να σας κεράσουμε.
- Ευχαριστούμε δεν έχουμε χρόνο, πάμε μία επίσκεψη, μια άλλη φορά. Αποκρίθηκαν.
- Εντάξει όπως θέλετε.
Όταν ο Παντελής και η Κλειώ απομακρύνθηκαν από το τραπέζι τους, η Μαργαρίτα ρώτησε:
- Φίλοι σου είναι;
- Φίλοι δημοσιογράφοι. Η Κλειώ επιμελείται μάλιστα τα κείμενα της διατριβής μου, για να μπορούν να διαβαστούν. Έμεινε για λίγο σιωπηλός.
Το φιδάκι είχε γίνει πάλι πολύ μικρό σαν τελεία. Ο Περικλής σκεπτόταν, ‘’ μα τι διάολο, πρώτη φορά βλέπω ωραία γυναικεία πόδια και κυλοτάκι και μου την έδωσε τόσο πολύ. Θα τα κάνω θάλασσα, θα χαλάσω το κλίμα για την συνέντευξη, για σύνελθε μάγκα! ‘’ .
Η Μαργαρίτα τον είδε σκεπτικό και τον ρώτησε:
- Τι σκέφτεσαι Περικλή;
- Α! τίποτα.
- Μήπως το ηλιοβασίλεμα που συζητούσαμε όταν πέρασε ο φίλος σου;
- Σωστά το φαντάστηκες, είπε και ένιωσε ανακουφισμένος που έμπαινε πάλι το νερό της μεθοδολογίας στο αυλάκι της έρευνας.
- Είσαι και εσύ ρομαντικός Περικλή, σαν και εμένα. Είπε με θαυμασμό η Μαργαρίτα.
- Και πολύ μάλιστα.
- Ε! τότε θα σ΄ αρέσει και το φεγγάρι.
- Και βέβαια. Προπάντων όταν είμαι διακοπές και μπορώ να το δω σε καθαρό ουρανό.
- Να δείς τι ωραίο που φαίνεται από την βεράντα μου όταν είναι πανσέληνος, έλα να το χαζέψουμε κανένα βραδάκι.
Ο Περικλής θυμήθηκε την θητεία του στο πολεμικό ναυτικό, τότε που υπηρετούσε ναύτης στο αντιτορπιλικό ‘’ Λόγχη ‘’ και χάζευε τα ηλιοβασιλέματα. Ακουμπούσε τα χέρια του στην κουπαστή και παρατηρούσε σαν αστρονόμος τον ήλιο μέχρι να δύσει. Πάντα τα θυμότανε εκείνα τα ηλιοβασιλέματα. Πολλές φορές βλέποντας τον χρυσαφένιο ορίζοντα έλεγε με θαυμασμό: ‘’ πω! πω! Ένα ηλιοβασίλεμα. ‘’ Και ο δεύτερος μηχανικός του αντιτορπιλικού που άκουγε για ρομαντισμούς και ‘’ έβγαζε σπυριά ‘’ του έλεγε άγρια: ‘’σκάσε ρε κωλόπαιδο γιατί θα σε φουντάρω στη θάλασσα. ‘’
Ο Περικλής που γνώριζε την αλλεργία του δεύτερου μηχανικού, πολλές φορές του φώναζε από μακριά όταν τον έβλεπε στην κουπαστή να χαζεύει το πέλαγος : ‘’ πω! Πω! Ένα ηλιοβασίλεμα. ‘’. Τον έκανε τούρκο κι εκείνος τον κυνηγούσε στο κατάστρωμα, σαν μανιασμένος ταύρος.
- Θα έρθω να το δούμε το φεγγάρι, αποκρίθηκε και έφερε στο νου του την Ειρήνη.     « Πόσο θα ήθελα να περπατώ μαζί της στην αμμουδιά μια φεγγαρόλουστη βραδιά, κρατώντας της το χέρι. »
Η Μαργαρίτα άνοιξε το κλουβί του μυαλού του και πέταξε μακριά η Ειρήνη.
- Ελπίζω να κρατήσεις την υπόσχεση σου. Είπε η Μαργαρίτα κοιτάζοντας τον με λάγνα    ματιά.
- Θα περιμένω να μου τηλεφωνήσεις και θα έρθω αμέσως.
- Γι’ αυτό να είσαι σίγουρος. « δεν μου γλιτώνεις παίδαρε»., σκέφτηκε και κοίταξε προς τον ουρανό. Τα αστέρια μόλις άρχιζαν να αχνοχαμογελούν της καλοκαιρινής νύχτας τρίβοντας τα μάτια τους. Μετά γύρισε και κοίταξε τον Περικλή και ρώτησε παραπονιάρικα:
- Δεν με ρώτησες τίποτα ακόμη για την επίδραση των υπολογιστών στη ζωή μου!
- Πρώτα πρέπει να μπει το νερό στο αυλάκι και μετά θα ποτίσουμε τον κήπο! Είπε χαμογελώντας μα νόημα.
- Ποιο νερό και ποιο κήπο, με δουλεύεις;
- Όχι, δεν σε δουλεύω, θα σου εξηγήσω, να μην το πάθουμε σαν τους Αβδηρίτες. Αυτοί έφτιαξαν μεγάλους κήπους, φύτεψαν δέντρα και φυτά, έκτισαν και ένα μεγαλοπρεπές υδραγωγείο με πελεκητές πέτρες αλλά στα εγκαίνια του διαπίστωσαν ότι ξέχασαν να φέρουν νερό στο υδραγωγείο.
- Τώρα με μπέρδεψες χειρότερα.
Ο Περικλής διαπίστωσε ότι δημιουργήθηκε το απαραίτητο φιλικό κλίμα και έγινε το βασικό βήμα για την συνέντευξη. Άρχισε λοιπόν να της εξηγεί την μεθοδολογία που ακολουθεί.
- Θα σου εξηγήσω και δεν θα έχεις καμία απορία. Λοιπόν, είναι δύσκολο να πάρεις τέτοια συνέντευξη.
- Γιατί καλέ! Τον διέκοψε απότομα η Μαργαρίτα.
- Γιατί δεν μπορεί να σου απαντήσει ένας άγνωστος σου έτσι εύκολα σε προσωπικές ερωτήσεις.
- Εγώ μπορώ, ρώτησε με ότι θέλεις!
Ο Περικλής γέλασε πονηρά και είπε
- Ότι θέλω;
- Ότι θέλεις, αποκρίθηκε με θάρρος η Μαργαρίτα.
- Ωραία λοιπόν, για πες μου την τελευταία φορά που έκανες έρωτα, συζητούσες στο κρεβάτι με τον φίλο σου για την δουλεία σου;
Η Μαργαρίτα αιφνιδιάστηκε. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Νόμισε ότι ήταν υποχρεωμένη να του μιλήσει για τους αγαπητικούς της. Κοκκίνισε, σαν κάβουρας που μόλις τον έβρασαν, ξεροκάταπιε, χαμήλωσε τα μάτια της για να αποφύγει την ερωτική ματιά του Περικλή – έτσι φαντάστηκε ότι θα ήταν εκείνη τη στιγμή – και είπε με έκπληξη.
- Κάνεις και τέτοιες ερωτήσεις;
- Αν χρειαστεί κάνω. Λοιπόν δεν μου απάντησες ;
- Τι να σου πω τώρα; « θα τον χάσω τον παίδαρο, τι ήθελα και τον προσκάλεσα και δεν το άφηνα να προχωρεί όπως ξέρει, τώρα καλά να πάθω ….. ».
- Λοιπόν θα μου πεις;
Η Μαργαρίτα ένιωσε να της βιάζει τη θύμηση. Αντιστάθηκε.
- Που να θυμάμαι τώρα, είπε σαν αν εννοούσε ότι είχε να κάνει έρωτα από την εποχή που ζούσε στην Μόσχα.
Ο Περικλής την κοίταζε.  Η έκφραση του προσώπου της έμοιαζε μ’ αυτήν των μελλοθάνατων. Με τα μάτια της φαντασίας του την έβλεπε όρθια, κολλημένη στον τοίχο του σκοπευτηρίου της Καισαριανής έτοιμη για εκτέλεση από Γερμανικό απόσπασμα. Την λυπήθηκε. Μετάνιωσε για την ερώτηση που της είχε κάνει και ανέβαλε την « εκτέλεση ».
- Έλα τώρα, ένα αστείο έκανα. Δεν κάνω τέτοιες ερωτήσεις αμέσως, σιγά – σιγά τα μαθαίνω όλα, ακόμη και τα αυστηρώς προσωπικά.
Την Μαργαρίτα την έτρωγε η περιέργεια όπως το σαράκι το ξύλο και ρώτησε:
- Μα πώς;

krinos

- Θα σου πω για την περίπτωση ενός αρχιτέκτονα
Ο Περικλής της διηγήθηκε την ιστορία με τον αρχιτέκτονα και πως τον χώρισε η γυναίκα του.
- Δηλαδή, τι την ρώτησες την γυναίκα του αρχιτέκτονα;
- Να, όταν μου είπε ότι ο άντρας της παραμελεί το σπίτι και δεν ενδιαφέρεται για τα παιδιά την ρώτησα: « Εσάς σας παραμελεί; », « και βέβαια » μου απάντησε. Τότε την ρώτησα: « Και σαν γυναίκα; »
« Ναι και σαν γυναίκα » μου αποκρίθηκε, κατάλαβες τώρα;
- Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε με ανακούφιση η Μαργαρίτα. « Αλίμονο αν μου κάνει ερωτική ανάκριση ! θα πρέπει να του πω για το κομπολόι των παίδαρων, και, τότε αντίο Περικλή. »
Ο Περικλής ανακουφίστηκε που είδε την Μαργαρίτα να χαλαρώνει και αποφάσισε να αλλάξει ελαφρά την πορεία της συνέντευξης.
- Να σε ρωτήσω, πείνασες καθόλου;
- Σαν άνθρωπος που κάνει και δίαιτα.
- ΄Έλα τώρα, που κάνεις και δίαιτα, μια χαρά είσαι!
- Μην τα παραλές κιόλας, τα έχω τα κιλάκια μου! Απάντησε κολακευμένη και τον κοίταξε ξελιγωμένα.
- Εμένα μου αρέσουν τα κιλάκια σου, δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, είπε.
Την κοίταξε με θαυμασμό ερωτικό και της χτύπησε τρυφερά το χέρι. (ήταν κι αυτό μέσα στην μεθοδολογία της έρευνας).
Όμως η Μαργαρίτα “ αλλέως πως το εξέλαβε ” « Του αρέσω, του αρέσω ». Τα λόγια του Περικλή έφτιαξαν αμέσως την ερωτική φωλιά στην καρδιά της. Έκλεισε ελαφρά τα μάτια της.
Η θύμησή της μετροφύλλισε όλα τα ερωτικά βιβλία που είχε διαβάσει:
“ Η απόλαυση του Sex ”, “ Φανταστικός οργασμός ”, “ Προκλητική ερωμένη ”, “ Η Σύγχρονη Κλεοπάτρα ”, “ Γυναίκα χωρίς ταμπού ”, “ Πως ικανοποιείς τον άντρα ”, “ Το πρώτο ραντεβού ”, και ένα χωρίς τίτλο!
Έβλεπε το κορμί της σε όλες τις περιπτύξεις με τον Περικλή που περιέγραφαν εκείνα τα βιβλία. Ένοιωθε την ηδονή να την παραλύει. Ο Περικλής που “ περί άλλων ετύρβαζε ”, την έκοψε.
- Νύσταξες Μαργαρίτα;
Εκείνη άνοιξε τα μισόκλειστα μάτια της, τον κοίταξε με παράπονο, σαν να του έλεγε:  « γιατί ρε κακούργο με έκοψες; » και του απάντησε:
- Περίπου!
- Δηλαδή νύσταξες. Είπε εκείνος με κατανόηση, « σε νύσταξα με την φλυαρία μου ».
- Δεν θα το έλεγα έτσι, είπε αφήνοντας συνέχεια υπονοούμενα, αλλά ο Περικλής δεν τα “έπιανε” γιατί τα έπαιρνε ο “αέρας” της συνέντευξης από μπροστά του και έκανε την Μαργαρίτα να απορεί:
« Μα τι διάολο, δεν παίρνει πρέφα; ». Σαν να άκουσε μια φωνή να της λεει: « Οι ερευνητές κοπέλα μου, όταν ασχολούνται με την δουλειά τους δεν θα πάρουν πρέφα ούτε όταν τους πατήσει το τρένο.
Της ήρθε στο μυαλό μια ιστορία που της είπε μια φίλη της από το χωριό Όλυμπος της Καρπάθου: « Ένα σούρουπο, ένας Ολυμπίτης, ο Νικολής και μια Ολυμπίτισσα, η Ουκενία, ξεκίνησαν για το χωριό Διαφάνι, το επίνειο της Ολύμπου. Η Ουκενία η οποία ποθούσε τον Νικολή του μιλούσε συνέχεια με υπονοούμενα, αλλά ο Νικολής δεν έδειχνε να καταλαβαίνει ή ήτανε κουρασμένους και δεν είχε διάθεση. Στο τέλος η Ουκενία δεν άντεξε και τον ρώτησε:
« Ε! Νικολή, δεν μου λες, άμα θέλει η γυναίκα, πως το καταλαβαίνει ο άντρας; ». ο Νικολής δεν απάντησε και συνέχισε να περπατά σιωπηλός. Η Ουκενία του επανέλαβε την ερώτηση, και ο Νικολής για να την αποφύγει της λεει: « Από την μυρωδιά ». Τότε η Ουκενία του απαντά αγανακτισμένη και παραπονεμένη, « και τόση ώρα Νικολή συναχωμένος ήσουνα;!!! »
« Λες να είναι συναχωμένος και ο Περικλής; » Της πέρασε από το μυαλό να τον ρωτήσει όπως και η Ουκενία, αλλά ο Περικλής λες και ήθελε σώνει και καλά να την……. κοιμίσει.
- Καλά, λέγεται κι αλλιώς ο ύπνος; απόρησε ο Περικλής
- Έλα τώρα μην με κοιμήσεις, είπε με έναν μορφασμό αποστροφής.
- Εντάξει, Πεινάς όμως!
- Αυτό είναι σίγουρο.
- Τι θα ‘λεγες για κανένα θαλασσινό μεζεδάκι;
Η Μαργαρίτα με την άκρη του ματιού της είδε το φεγγάρι ανάμεσα στα κατάρτια των καϊκιών, που όπως λικνίζονταν από το κύμα, νόμιζες ότι καθάριζαν τα γυαλιά του για να δει τα αγκαλιασμένα ζευγαράκια στα χείλη του γιαλού. Θυμήθηκε που της είπε ο Περικλής ότι θέλει να θαυμάσει την Πανσέληνο από την βεράντα της.
- Η σπεσιαλιτέ μου!
- Μη μου πεις! Και η δική μου. Πάμε σε ένα ταβερνάκι στην Πειραϊκή;
- Μα θα βρούμε φρέσκα θαλασσινά; ρώτησε με προσποιητή απορία.
- Ε! βέβαια, εκεί πηγαίνω τακτικά.
« Με τις γκόμενες », σκέφτηκε η Μαργαρίτα.
- Εμένα μου αρέσουν μόλις τα βγάλουν από την θάλασσα.
- Έλα τώρα, που να τα βρούμε αυτά τέτοια ώρα; εκτός και ξέρεις εσύ κανένα μαγαζί.
- Και βέβαια ξέρω! Είπε θριαμβευτικά η Μαργαρίτα.
- Και που είναι αυτό; ρώτησε με περιέργεια ο Περικλής.
- Στο σπίτι μου.
- Α! κοντά στο σπίτι σου, ωραία τότε. Πως το λένε το μαγαζί;
- Σπίτι μου!
- Έλα τώρα, πες μου! Είπε παραπονιάρικα ο Περικλής.
- Μα σου είπα «σπίτι μου».
- Όλο αστεία είσαι βρε παιδί μου, αλλά πες μου πως το λένε το μαγαζί.
- Έλα τώρα Περικλή δεν κατάλαβες;
- Όχι που να με πάρει…
- Μα στο σπίτι μου υπάρχουν τα θαλασσινά.
- Α!!!!, ψέλλισε ο Περικλής χαμογελώντας, και ρώτησε:
- Και πως ξέρεις ότι είναι φρέσκα;
- Μα τα έφερε ένας ξάδερφός μου, που πήγε σήμερα στην θάλασσα.
- Α! ώστε έτσι.
- Έτσι βέβαια! Τι λες πηγαίνουμε;
- Όπως θες.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της, τον οδήγησε κατευθείαν στην βεράντα και είπε:
- Κάτσε Περικλή μου, να πάω να ετοιμάσω τα θαλασσινά.
- Τι θα ετοιμάσεις;

krinos

- Τα κυδωνιά, τα μύδια, τις καλόγνωμες, τις φούσκες και  την σαλάτα.
- Μα τι λές, μόνη σου θα τα ετοιμάσεις όλα αυτά;
- Έλα καλέ, χαράς το πράγμα.
- Δεν γίνεται θα έρθω να σε βοηθήσω.
- Εντάξει, προκομμένο παιδί!
Ο Περικλής βοήθησε να ετοιμαστούν τα στρείδια και οι σαλάτες και μετά έβαλαν τις πιατέλες στο τραπέζι της βεράντας. Η Μαργαρίτα έφερε δύο ποτηράκια κολονάτα και ένα μπουκάλι ούζο. Έτρωγαν τα θαλασσινά και σιγόπιναν το ουζάκι τους, ενώ συνέχεια μουρμούριζαν. « Α! ωραία! Νόστιμα! Θάλασσα μυρίζουν! Γεια στα χέρια του ξαδέρφου σου.» Κι ο Λούκουλλος θα ζήλευε εκείνους τους μεζέδες. Το ούζο έκανε τον Περικλή να ξεχνά σιγά – σιγά την συνέντευξη. Η Μαργαρίτα πότε κοίταζε τον Περικλή και πότε τα αστέρια. Σιγά – σιγά τα έβλεπε να γυρίζουν, να πέφτουν αργά από τον ουρανό, να μπαίνουν στο κεφάλι της και να γυρίζουν. Όταν μπήκαν στο κεφάλι της κοιτούσε μόνο τον Περικλή. Κάποτε “εδέησε” και ο Περικλής. Μετά από λίγο, η Μαργαρίτα πέρασε άλλον έναν παίδαρο στο κομπολόι της. Όταν έφυγαν τα αστέρια από το κεφάλι τους γύρισαν στην βεράντα για τσιγάρο. Ο Περικλής πήρε έναν “κουβά νερό” και της τον έριξε στο κεφάλι.
- Μαργαρίτα, χθες σου έκανα μια ερώτηση αλλά δεν μου απάντησες, θυμάσαι;
- Όπως είμαι δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου, πως σου ‘ρθε τέτοια ώρα είπε κάνοντας έναν μορφασμό.
- Με συγχωρείς είμαι για δέσιμο.
-  Όλοι οι ερευνητές είναι για φούντο, δεν τους βλέπεις, έχουν παλαβώσει σαν και τον δικό μου.
- Ποιος είναι ο δικός σου…
- Ο Μιχάλης καλέ.
- Α! ναι.
- Αυτός κοντεύει να μας παλαβώσει όλους με τα όνειρα.
- Και που να τα δείτε και στο βίντεο! Είπε αστειευόμενος ο Περικλής.
- Τότε είναι που θα μας κλείσουν στο Δαφνί.
- Το φαντάζεσαι, να καθόμαστε, καλή ώρα όπως τώρα και να βλέπουμε απέναντι στο βίντεο ένα όνειρο, δικό μου ή δικό σου, ότι κάνουμε έρωτα, είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
- Αυτό θα μου άρεσε, τα άλλα ξέχασε τα.
- Μα μπορείς να τα ξεχάσεις όταν τα δεις και τα έχεις και σε βιντεοκασέτες;
- Άσε αυτή την έρευνα του Μιχάλη την συζητώ και στον ύπνο μου.
- Στον ξύπνιο με ενδιαφέρει αν την συζητάς.
- Κάνω και τίποτε άλλο;
- Δηλαδή και στο κρεβάτι; είπε ο Περικλής και σκέφτηκε.
« Επιτέλους τώρα θα μου δώσει την απάντηση που θέλω »
Η Μαργαρίτα τον άρπαξε από τον λαιμό, τον έσφιξε δυνατά και του έδωσε ένα δαγκωτό φιλί. Τα δόντια της άφησαν στα χείλη του ένα μισοφέγγαρο. Ο Περικλής έκανε κουράγιο για να μην ουρλιάξει από τον πόνο. Έφερε την γλώσσα του στο ¨μισοφέγγαρο¨ και το χάιδεψε. Η Μαργαρίτα τον λυπήθηκε. Έσκυψε τον φίλησε τρυφερά και του είπε:
- Και στο κρεβάτι πανάθεμα τους ερευνητές!
- Κι εμένα μαζί!
- Όχι καλέ εσύ είσαι δικός μου, και ξέχνα τα όλα για απόψε, εντάξει;
- Ότι θέλει η σεξοβόμβα!!
- Αυτός είσαι. Την βρίσκω μαζί σου. Είσαι για ένα Μεταξά; Ο Περικλής ξανάφερε την γλώσσα του στο “μισοφέγγαρο” που του είχε κάνει η Μαργαρίτα και σκέφτηκε! « αν της πως ότι δεν θέλω τώρα “Μεταξά”, θα μου κόψει τα χείλη » και είπε:
- Η καλύτερη ώρα για ένα “Μεταξά” με πάγο.
Τα αστέρια που είχαν μπει με το ούζο στο κεφάλι τους είχαν επιστρέψει στον ουρανό, αλλά το “Μεταξά”, άρχισε σιγά – σιγά να τα ξαναφέρνει πίσω. Η αυγή γλυκοχάραζε όταν ο Περικλής μπήκε για δεύτερη φορά χάντρα στο “κομπολόι” της.  Μετά από αρκετό καιρό, μια υποψία άρχισε να τριγυρνά στο μυαλό του Περικλή, « καταπιέζεται από την δουλειά της και με αυτά που περνά με τους υπολογιστές, μάλλον βρίσκει διέξοδο στο σεξ. Πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση!! Μοναδική!!…»
Τα μηχανήματα για την βιντεοσκόπηση των ονείρων, είχαν φθάσει στην Αθήνα. Οι Αμερικανοί ειδικοί τα είχαν τοποθετήσει και συνδέσει με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τις γιγαντοοθόνες. Το πρόγραμμα του υπολογιστή για την βιντεοσκόπηση των ονείρων, που είχε σχεδιάσει ο Μιχάλης, ήταν απόρρητο και ασφαλισμένο στο χρηματοκιβώτιο του. Η διάταξη των υπολογιστών και των περιφερειακών, ήταν τέτοια, ώστε να μπορεί μόνο ο Μιχάλης να βλέπει τα όνειρα στις ηλεκτρονικές γιγαντοοθόνες του γραφείου του καθώς και σε μια μικρότερη που είχε τοποθετήσει στο γραφείο του σπιτιού του.
Ο Μιχάλης ενημέρωσε όλους τους συνεργάτες του για την ημέρα που θα ξεκινούσαν οι βιντεοσκοπήσεις των ονείρων των ασθενών-εθελοντών. Την προηγούμενη της μεγάλης ημέρας, ήταν κατσούφης, κακόκεφος και νευρικός. Κάπνιζε αρειμανίως, σαν βεδουίνος του Κουβέιτ, και έπινε συνέχεια καφέδες. Η Μαργαρίτα δεν προλάβαινε να του γεμίζει με καφέ το αγαπημένο του αλουμινένιο φλιτζάνι. Καθόταν στο γραφείο του με το κεφάλι του ακουμπισμένο στις παλάμες του και κοιτούσε επί ώρες τις σβηστές γιγαντοοθόνες, λες και η ματιά του είχε γίνει ατσαλόσυρμα και είχε αγκιστρωθεί από τις οθόνες και του κρατούσε ακίνητο το κεφάλι. Μέσα από το “ατσαλόσυρμα”, έφταναν τρομακτικές εικόνες στα μάτια του. Έβλεπε τον πόνο και το δάκρυ των δυστυχισμένων ανθρώπων. Αν δεν έμπαινε κάποια στιγμή στο γραφείο του η Ειρήνη, και να “ξεκρεμάσει” την ματιά του από τις οθόνες, θα είχε χωρέσει στο μυαλό του η δυστυχία όλου του κόσμου. Τα μάτια της Ειρήνης, σαν δύο φεγγοβόλα αστέρια, φώτισαν το μυαλό του Μιχάλη και το γέμισαν μυρωδάτα λουλούδια. Η Ειρήνη πρόσεξε την ματιά του Μιχάλη που ήταν κρεμασμένη από την οθόνη, απόρησε, έμεινε σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζοντάς τον με συμπόνια και μετά του είπε:
- Μιχάλη, όλα έτοιμα για την αυριανή ημέρα.
- Όλα έτοιμα είπε με σβησμένη φωνή και πένθιμο ύφος, λες και επρόκειτο για κηδεία προσφιλούς του προσώπου.
- Όλα είναι έτοιμα, αλλά δεν σε βλέπω χαρούμενο. Παρατήρησε η Ειρήνη.
Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Η ματιά του φαινόταν να κοιτάζει ένα σκοτεινό ορίζοντα. Η Ειρήνη προσπάθησε να τον ευθυμήσει και είπε:
- Μα τι έχεις Μιχάλη; και βγαίνει η φωνή σου «κάτω του καρύου σου!!.» Την έκφραση χρησιμοποιούσε συχνά ο Μιχάλης όταν ήθελε να πειράξει όποιον μιλούσε χαμηλόφωνα. Στο άκουσμα της προσφιλούς του φράσης, εκείνος της χαμογέλασε καλοσυνάτα και την κοίταξε στα μάτια. Του φάνηκε ότι η Ειρήνη του χαμογελούσε τρισευτυχισμένη. Σαν να άκουσε μια φωνή «όλα έτοιμα για τον γάμο, όλα έτοιμα»
- Η Ειρήνη που στεκόταν απέναντί του είχε μεταμορφωθεί σε άγαλμα «το άγαλμα της Αφροδίτης μ’ ένα διάφανο νυφικό, άκουγε τη φωνή του παπά, «αρραβωνιάζεται η δούλη του θεού Ειρήνη, τον δούλο θεού, …. Αρραβωνιάζεται η δούλη του θεού Ειρήνη τον δούλο του θεού … πάλι και πάλι – του φάνηκαν αμέτρητες οι επαναλήψεις. Το “μαυρομάνικο θεριό”, δεν έλεγε το όνομα του γαμπρού. Τα νεύρα του Μιχάλη μια κουλούρα σύρμα, κόντευαν να σπάσουν. « Πάει χάνω την Ειρήνη και δεν ξέρω και με ποιον την παντρεύει ο παπάς, ποιος είναι άραγε αυτός ο γαμπρός που φοβάται να πει το όνομα του ο παπάς; λες να μην έχει όνομα ο γαμπρός; λες να είναι ο θεός; καλός είναι του λόγου του! Δοξασμένο το όνομά του, μεγάλη η χάρη

krinos

του, αλλά να μην καταδέχεται να έλθει σαν γαμπρός μέσα στο ίδιο του το σπίτι, την εκκλησία, άλλο και τούτο πάλι! Εμ πώς να μην είναι άλλο; δεν έχω ξαναδεί το θεό να παντρεύεται! Πως παντρεύτηκαν άραγε ο Μωάμεθ και ο Βούδας; » Πρόσεξε στο αριστερό χέρι του παπά ένα κινητό τηλέφωνο, ολόιδιο με το δικό του. Διάβασε την μάρκα του “kassostet”. Θυμήθηκε τις επενδύσεις των εφοπλιστών της Κάσου στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και το γιγαντιαίο εργοστάσιο που έφτιαξαν στον Αφιάρτη, δίπλα στο αεροδρόμιο της Καρπάθου και τη γέφυρα που σχεδιάζουν για να ενώσουν την Κάσο με την Κάρπαθο για να πηγαίνουν οι Κασιώτες εργαζόμενοι στο εργοστάσιο “Kassostet” στην Κάρπαθο.
Ας είναι καλά οι εφοπλιστές μας, ας τους ευλογεί ο παπάς αυτού του γάμου. Και την χρειάζονται την ευλογία του. Διάβασα στην εφημερίδα, ότι 100 γερμανοί ευρωβουλευτές, καταθέσανε ερώτησης στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που έλεγε. «…. Η “Kassostet” με τα εργοστάσια που έφτιαξε στις χώρες του πρώην “Σιδηρού Παραπετάσματος”, αφού οι χώρες αυτές είναι σήμερα μέλη της, ελέγχει περισσότερο από το 50% των τηλεπικοινωνιών της Ένωσης. Επειδή με τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης η “kassostet” σε λίγο θα ελέγχει τις τηλεπικοινωνίες της Ένωσης, ερωτούμε τι μέτρα θα λάβει η Επιτροπή προς αυτή την κατεύθυνση.»
« Καλά θα κάνει, ρε κουτόφραγκοι, η “Kassostet”, μόνο εσείς θα φέρνετε τις πολυεθνικές σας στην Ελλάδα. Τώρα θα καταλάβετε τι σημαίνει Ελληνική πολυεθνική!. Ήρθε ρε η σειρά μας, να ρημάξουμε τις εθνικές πλουτοπαραγωγικές σας πηγές, θα δίνουμε στο Γερμανό εργάτη πέντε χιλιάρικα το μήνα, όσα δίνατε κι εσείς Έλληνες εργάτες στην πατρίδα σας, για να περνά ζωή χαρισάμενη. Να αγοράζει κοπανιστές ελιές, σαρδέλες από γαύρο, κάπαρη, φραγκόσυκα και ψωμί από πίτουρα, που λένε ότι το τρώνε γιατί δεν παχαίνει. Κι αν παραπονεθούν οι εργάτες σας για το δήθεν χαμηλό μεροκάματο, θα τους πούμε ότι, τους, κάνουμε κρατήσεις μέχρι να ξεπληρωθεί το κατοχικό δάνειο που πήρε η πατρίδα τους από την δική μας στον πόλεμο. Για τα υπόλοιπα κλοπιμαία δεν θα τους κάνουμε κρατήσεις. Γι’ αυτά φροντίζουν εδώ και πενήντα χρόνια οι Έλληνες κυβερνήτες, διπλωμάτες, προπάντων οι διπλωμάτες – αλλά ας τους αφήσω αυτούς γιατί δεν θα μεταφραστεί η διατριβή μου σε καμιά ξένη γλώσσα και δεν συμφωνώ καθόλου με αυτούς που τους βρίζουν, δεν έχουν ακούσει που τους λέει όλος ο κόσμος Φιλέλληνες, όπως και  τον Λόρδο Βύρωνα, υψίστη τιμή!»
Ο παπάς συνέχιζε το τροπάριο …. Αρραβωνιάζεται η δούλη του θεού Ειρήνη τον δούλο του θεού …. «πανάθεμά σε παπά, πες πια τον γαμπρό και μ’ έσκασες, που να σκάσει η τουλούμα σου σαν το ασκί!». Ο παπάς άρχισε να πληκτρολογεί στο κινητό τηλέφωνο έναν αριθμό ενώ συνέχιζε το τροπάριο “αρραβωνιάζεται”. Αυτός δεν ήταν αριθμός, αλλά το “Eξπρές του μεσονυχτιού”, με τα ατελείωτα βαγόνια. « Που στην ευχή τηλεφωνεί ο παπάς;» παραλίγο να του ξεφύγει και να πει “ που στο διάολο….” Αλλά θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς του της Φούλας « μην βλαστημάς γιατί θα πας στην κόλαση, θα σε βάλουν οι διάολοι σ’ ένα καζάνι με πίσσα, θα βάλουν το καζάνι πάνω στην φωτιά και θα την ταράζουν με οκτάχαλα καμάκια, να σαν αυτό που καμακεύει ο πατέρας σου τις σμέρνες, μέχρι να βγει η ψυχή σου.»
Ο Μιχάλης δεν φοβόταν τους διαόλους, γιατί δεν καταλάβαινε τι ήταν – δεν ήταν κάτι το χειροπιαστό για ένα παιδί – αλλά τα καμάκια των διαόλων τα έβλεπε όποτε του ερχόταν να βλαστημήσει και γι’ αυτό δάγκωνε την γλώσσα του.
« Μα που τηλεφωνεί τέλος πάντων ο παπάς; μήπως προσπαθεί να μπει σε κάποιο “NET” που δεν το ξέρω και χρειάζονται τόσα πολλά νούμερα πρόσβασης; Ρε μπας και προσπαθεί να μπει στο “GODNET” για να τηλεφωνήσει του θεού; λες να το ανακάλυψαν οι ερευνητές της “Kassostet”, που γύρισαν  από τα πέρατα της οικουμένης για να βοηθήσουν την πατρίδα; περίεργο! Πως κατάφερε και ανακάλυψε η πατρίδα τους έλληνες ερευνητές που εργάζονται στο εξωτερικό; ως τώρα δεν τους θεωρούσε “αγνούμενους” σαν και του Αττίλα; Μπράβο και πάλι μπράβο στους διπλωμάτες μας! Αυτό είναι το “GODNET”, αφού έχουν πρόσβαση μόνο οι παπάδες, οι αντιπρόσωποι του θεού.» σημάδεψε με την ματιά του την οθόνη του κινητού τηλεφώνου, με ακρίβεια ακτίνων λέιζερ. Η περιέργεια του έκανε την ματιά του λάστιχο και έφερε μπροστά στα μάτια του την οθόνη. Διάβασε: “MARRIAGENET”  « Α!!, είπα κι εγώ ότι ανακάλυψαν το “GODNET” και τηλεφωνεί ο παπάς στον θεό!!. – Θεέ μου συγχώρα με, ήμαρτον, δοξασμένο το όνομά σου, θα πλύνω το στόμα μου με ξύδι ». Συνέχιζε να διαβάζει διαγώνια τα κείμενα στην οθόνη. Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια του. « Παναγία μου, Χριστέ κι Απόστολε!! Γάμος μέσω του “MARRIAGENET” !!!»
Επιτέλους διάβασε το όνομα του γαμπρού – Ραμόν Φερνάντες, από το Σιεν Φουέγος της Κούβας, «μωρέ προτίμηση η Ειρήνη, άκου να πάρει Κουβανό! Μπας και είναι ΚΚΕ! Παπαρήγα μου βοήθα μας».
Από κάτω ο παπάς έγραφε την προίκα της Ειρήνης, όλα τα χωράφια και αμπέλια της στη Τσικαλαριά- το χωριό της κοντά στα Χανιά. Από κάτω απαντούσε ο Κουβανός:
« Τι να τα κάνω παπά μου αυτά τα ξωχώραφα, έχω εδώ χωράφια με ζαχαροκάλαμα και βγάζω 1000 τόνους ζάχαρη»
Πιο κάτω έγραφε ο παπάς :
« Να σου πω και τις γραμματικές της γνώσεις;»
« Δεν τις χρειάζεται γιατί θα την πάρω στα καλάμια να δουλεύει μαζί μου»
Πιο κάτω:
« Δεν μου λες παπά μου, για να ‘χωμε και καλό ρώτημα, είναι όμορφη η Ειρήνη;»
« Πιο όμορφη τέκνο μου κι από την Αφροδίτη, αν έχεις ακουστά ».
« Πως δεν έχω, εμείς παπά μου λατρεύουμε τους Έλληνες την αρχαία τους ιστορία και μυθολογία. Να ‘ξερες παπά μου πόσο θα θελα τώρα που μιλάμε, να περπατούσα στην Ακρόπολη, σας ζηλεύω εσάς εκεί στην Αθήνα που πάτε κάθε μέρα στην Ακρόπολη βόλτα.»
Αν του έλεγε ο παπάς του Κουβανού, πόσοι Έλληνες έχουν ανέβει στην Ακρόπολη, θα παρατούσε σύξυλη την νύφη στο κομπιούτερ.
« Τον κερατά τον Κουβανό, αν ήξερα πόσο του αρέσουν  οι αρχαίοι Έλληνες θα τον πάντρευα με ένα άγαλμα, αλλά ας τον ρωτήσω.»
Διαολόπαπας !. Τώρα τον γνώρισα. Αυτός είναι που κατάφερε τον βιομήχανο τον Μουζάκη να χτίσει μια ωραία εκκλησία με πελεκητές πέτρες στο Αιγάλεω. Δαιμόνιος παπάς. Κεφαλονίτης ήτανε. Στα εγκαίνια της εκκλησίας, Άγιο Ελευθέριο τον ονόμασαν, κατάφερε να κάνει τον Μουζάκη να ρίξει λεφτά στον δίσκο «υπέρ απομάκρυνσης του νέφους». Όταν τον είδα στα εγκαίνια της εκκλησίας, κατάλαβα τι σημαίνει Κεφαλονίτης παπάς και πως κατάφερε τα δώδεκα ευαγγέλια να τα βγάλει δεκατρία!!!!
« Να σε παντρέψω βρε Κουβανό μ’ ένα αρχαίο άγαλμα;»
« ΑΑΑ!!!, υπάρχουν ακόμα τέτοια στην Ελλάδα;»
Κι’ αυτό το ξέρει ο κερατάς; ποιος διάολος του είπε ότι τα χαρίζαμε στους τουρίστες και δεν έμεινε κανένα;
« Δεν εννοούσα αυτό Ραμόν, αλλά ότι το σώμα της Ειρήνης είναι ωραίο σαν ένα αρχαίο άγαλμα » .
« Α!! Μούτσο Μπουένο, του γράφει ο Κουβανός στα Σπανιόλικα από τον ενθουσιασμό του ».
« Λοιπόν Ραμόν, θα το πάρεις το κορίτσι;»
« Εκεί και τώρα, παπά ».
Ο παπάς γύρισε προς το μέρος της νύφης και άρχισε να λέει: « Στέφεται η δούλη του θεού Ειρήνη τον δούλο του θεού Ραμόν, στέφεται ο δούλος του θεού Ραμόν την δούλη του θεού Ειρήνη, στέφεται …..»
Ο Μιχάλης ένιωσε το γάντζο ενός γερανού να περνά μέσα από την καρδιά του και να την τραβά για να την ξεριζώσει. Δεν άντεχε να του πάρει ο Κουβανός την Ειρήνη. Το δέρμα άρχιζε να σφίγγεται πάνω στα κοκάλα. Το σώμα του έμεινε χωρίς σάρκες, χωρίς σωθικά, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή. Έβλεπε την σκιά του να σηκώνεται όρθια σαν το πουλί νεαρού που βλέπει για πρώτη φορά το γυμνό κορμί ενός κοριτσιού, να τρέχει να αρπάζει την Ειρήνη, να την σφίγγει στην αγκαλιά του. Τα μάτια της Ειρήνης τον

krinos

κοίταξαν με λύτρωση. « Δεν θα τον πάρω τον γαμπρό που μου προξενεύουν, αλλά αυτόν που αγαπώ ».
« Εμένα, εμένα να πάρεις ! »
« Εσένα θα πάρω Μιχάλη μου ».
Έβλεπε την θάλασσα της Κάσου να τσακίζει τα βράχια των ακτών της Καρπάθου, την αδικία του προξενιού.
Γαλήνεψε η ψυχή του. Χαρούμενα μπαρμπούνια πέρασαν από τα δίχτυα της δυστυχίας. Το πένθιμο ύφος του Μιχάλη είχε εξαφανιστεί. Το πρόσωπο του φώτισε ένα απαλό χαμόγελο και είπε στην Ειρήνη:
- Όσο να ναι, έχω μια μικρή αγωνία για την αυριανή ημέρα.
- Όλοι έχουμε αγωνία Μιχάλη.
- Το καταλαβαίνω Ειρήνη
- Με θέλεις τίποτε άλλο;
Από το μυαλό του Μιχάλη  πέρασε η ιδέα να της δώσει μερικά από τα δίστιχα που της είχε γράψει. Ίσως να ήτανε και ερωτευμένος μαζί της, και να ζήλευε τον Κουβανό. Δεν βρήκε όμως το θάρρος.
- Όχι Ειρήνη
Η Ειρήνη χαιρέτισε και βγήκε από το γραφείο.
Την άλλη μέρα ο Μιχάλης ήρθε πρωί στο γραφείο του. Είπε στην Μαργαρίτα να μην του δώσει κανένα τηλεφώνημα.
« Μόνο από την συχωρεμένη την γιαγιά μου…»
Η Μαργαρίτα είχε φέρει τις βιντεοκασέτες με τα όνειρα των ασθενών από την κλινική και τις είχε αφήσει πάνω στο γραφείο του. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, πήρε το απόρρητο πρόγραμμα, το φόρτωσε στον υπολογιστή, διάλεξε την κασέτα με τα όνειρα του Αχιλλέα, την έβαλε στον υπολογιστή και ενεργοποίησε την μία γιγαντοοθόνη. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα από την αγωνία, προσπαθώντας να φανταστεί πως έχουν βιντεοσκοπηθεί τα όνειρα.
Πάτησε ένα κουμπί στο μαύρο χειριστήριο και άρχισαν να εμφανίζονται τα όνειρα.             «Τέλεια! Καταπληκτικά!». Είδε πολλές φορές τα όνειρα του Αχιλλέα. Η ιστορία της ζωής του. Χαρές, λύπες, όνειρα, πόθοι εκπληρωμένοι και ανεκπλήρωτοι.
Ο σκηνοθέτης των ονείρων ήταν ο άριστος των αρίστων.
«Αυτά είναι σήριαλ. Αυτά πρέπει να δείχνουν στην τηλεόραση και όχι τις σαπουνόπερες που κάνουν στο Μπαγκλαντές και τις εξάγουν στην Αμερική και στην Ευρώπη, για να αποχαυνώνουν και να κάνουν τους πλούσιους να υποφέρουν από κατάθλιψη, βλέποντας συνεχεία τα βάσανα των φτωχών.»
Ο Μιχάλης αναζήτησε από το αρχείο του υπολογιστή τον προσωπικό φάκελο του Αχιλλέα. Έδωσε εντολή στον υπολογιστή να του βρει αν τα χθεσινοβραδινά του όνειρα είναι συνάρτηση της ζωής του. Ο υπολογιστής απάντησε καταφατικά.
Στο φάκελο έγραφε: Αχιλλέας Ήσυχος, Επάγγελμα: Ναυτικός, Τόπος κατοικίας : Λέρος Δωδεκάνησα. «Έτσι εξηγούνται τα βαπόρια οι τρικυμίες, τα ξένα λιμάνια, τα μπουρδέλα, οι βάρκες, τα παραγάδια, τα Τουρκικά αεροπλάνα και τα αντιτορπιλικά, οι αερομαχίας, οι ναυμαχίες, το όπλο που κρατούσε στην βάρκα όταν ψάρευε στην ανοιχτή θάλασσα και ο στίχος που έγραψε όταν βγήκε στο Αιγαίο το τούρκικο ερευνητικό σκάφος ‘’ Χώρα ‘’.
«Χώρα,
  που πας σε ξένη χώρα,
  αν θες οπισθοχώρα,
  μη φας καμιά στην πλώρα,
  και γίνεις νεκροφόρα.»
Ο Αχιλλέας φαινόταν απορημένος. Αναρωτιόταν γιατί δεν δημοσίευε το ποιηματάκι του ημερήσια εφημερίδα της Αθήνας που το είχε στείλει. « αυτοί παιδί μου δημοσιεύουν τα σάλια νεανίδων καλλιτεχνιδών», του είπε ο δεσπότης της Λέρου « μα γιατί Δέσποτα για να τους αφήνουν να τους αρμέγουν τα βυζιά;».
Ο Μιχάλης έβγαλε τα αγαπημένα χαρτάκια από το συρτάρι του και έγραψε:
« Ακόμη και τις κοπελιές, που είχε στην καρδιά του,  
   είδε πως τις παντρεύτηκε όλες στα όνειρα του

                         ***
Ν’ αντιστραφούν τα όνειρα, να γίνουν η ζωή μας
τη θλίψη  να μην νιώθουμε, ποτέ μεσ’ στην ψυχή μας

                        ***

Να ξεκινήσουν έρευνα, και να τα μελετήσουν
και τη ζωή σε όνειρο πιστεύουν να γυρίσουν

                        ***
Άθεοι επιστήμονες αλλάζουνε τον κόσμο
γι’ αυτό και ο βασιλικός μυρίζει σαν το δυόσμο

                       ***
Το βίο μας τον έκαναν αυτοί τεχνολογία
της φύσης πια θα αλλάξουνε κάθε αναλογία

                       ***
Ελπίζω να'ναι ψέματα και τούτο το τροπάρι
γιατί θα κάνουν σίγουρα τον άνθρωπο … μοσχάρι.

                       ***
Αυτό'ναι έργο άθεων αλλά και ανήθικων
θα κάνουν και τον άνθρωπο να μοιάζει των πιθήκων

                      ***
Και του Δαρβίνου τα γραπτά θα επαληθευτούνε
και οι άνθρωποι σαν πίθηκοι στα δέντρα θα ανεβούνε.

Ο Μιχάλης έβαλε τα χαρτάκια με τα δίστιχα στο συρτάρι και κάλεσε την Ειρήνη να παρακολουθήσει τα όνειρα του Αχιλλέα. Η Ειρήνη παρακολουθούσε με δέος και κατάπληξη τα όνειρα. Ο Μιχάλης άρχισε να σχεδιάζει το έντυπο για την συνέντευξη με τον Αχιλλέα. Όταν το σχεδίασε το έδωσε στην Ειρήνη και επέστησε την προσοχή της να κάνει μόνο τις ερωτήσεις που περιείχε το έντυπο και τίποτε άλλο. Όταν έφυγε η Ειρήνη έκλεισε τον υπολογιστή και την γιγαντοοθόνη και βυθίστηκε σε σκέψεις.
Το επόμενο στάδιο ήταν το πιο σημαντικό αλλά και το πιο κρίσιμο. Όταν θα έβλεπε ο Αχιλλέας ή κάποιος άλλος τα ευχάριστα κομμάτι από τα όνειρα του ήτα φανερό ότι θα είχαν θετική επίδραση στον ψυχικό του κόσμο. Τι θα συνέβαινε όμως με τα τρομαχτικά, τα θλιβερά, τα καταστροφικά; Έπρεπε να προχωρήσει με μεγάλη προσοχή, επιλέγοντας θέματα και εθελοντές. Άρχισε να ξύνει το κεφάλι του με μανία, ώσπου ‘’ κατέβασε ψείρα ‘’. « Εγώ που έκανα την ανακάλυψη, εγώ πρέπει να πειραματιστώ πρώτα με τον εαυτό μου, αν η περίπτωση είναι αρνητική ας είναι στον εαυτό μου και όχι σε άλλους ανθρώπους, οι οποίοι στο κάτω – κάτω δεν μου φταίνε σε τίποτα».
Έφυγε για το σπίτι του ανακουφισμένος. Το βράδυ έπεσε νωρίς για ύπνο και φόρεσε τον ηλεκτρονικό σκούφο. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως λες και του έκανε ύπνος ναρκωτική ένεση.
Το πρωί σηκώθηκε κακόκεφος, προσπάθησε να θυμηθεί κάποιο όνειρο που είχε σχέση με την κακοκεφιά του. Δεν θυμόταν τίποτα απολύτως. Έφτιαξε έναν καφέ και

379 Επισκέπτες, 0 Χρήστες