Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 862
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 750
  • Total: 751
  • Leon

Κοιτάζοντας το Ονειρο ΝΙΚΟΛΑΣ Γ. ΡΕΪΣΗΣ

Ξεκίνησε από krinos, Ιουλίου 01, 2004, 01:11:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

krinos

Πρέπει να σου πώ Μαργαρίτα ότι η συνομιλία μεταφράζεται αυτόματα από ειδικά μηχανήματα, από τα αγγλικά στα ρώσικα και αντιστρόφως.
- Εμπρός, είπε ξερά ο Νίξον.
- Γεια σου Ρίτσαρντ, τι μου κάνεις; Είπε ο Μπρέζνιεφ.
- Καλά. Είπε ψυχρά ο Νίξον.
- Έχετε ωραία μέρα στην Ουάσινγκτον; Εδώ βρέχει ο κολόκαιρος.
- Κακή ψυχρή και ανάποδη.
- Γιατί ρε Ρίτσαρντ, πριν από λίγο μιλούσα με τον πρέσβη μας στην Ουάσινγκτον και μου είπε ότι έχετε ωραία λιακάδα.
Ο Νίξον δεν είχε αμφιβολία ότι τους έκαναν επίθεση οι ρώσοι. « γι’ αυτό τηλεφώνησε ο κερατάς ο Μπρέζνιεφ στον πρέσβη του, να τον ενημερώσει για την πυρηνική επίθεση και να την κοπανήσουν από την Αμερική τα κουμούνια, οι πούστηδες, οι μπάσταρδοι, οι αρκούδες, οι πεινάλες, οι κουφάλες, οι …., οι ….».
Ο Νίξον πάτησε ένα κουμπί στο εσωτερικό τηλέφωνο και είπε στην γραμματέα του:
- Πάρε μου μωρή Έθελ τον ρώσο πρέσβη.
Εκείνη πήρε αμέσως τηλέφωνο στην ρωσική πρεσβεία και σε δύο λεπτά ακούστηκε η φωνή της στην ανοικτή συνομιλία.
- Δεν απαντά κύριε πρόεδρε.
- Ποιος ο πρέσβης;
- Ούτε ο πρέσβης, ούτε και η πρεσβεία, σαν να πήγαν όλοι για μπάνιο.
- Έλα τώρα, κάνεις πως δεν ξέρεις μωρή σουπιά. Είπε ο Νίξον.
- Εγώ ρε σουπιά, ότι κάνω δεν το μαθαίνεις; Δεν έχεις εκείνο τον κατασκοπευτικό δορυφόρο που παρακολουθείς ακόμη και τις τηλεφωνικές συνομιλίες με τους υπουργούς μου, που κάνω μέσα από το αυτοκίνητο που μου χάρισες; Ευτυχώς που είμαι γέρος άνθρωπος, αλλιώς θα άκουγες και τις ερωτικές συνομιλίες με τις γκόμενες. Όμως εσύ μου φαίνεται ότι κάτι έχεις. Σαν θυμωμένος μου φαίνεσαι.
- Έλα τώρα μωρή αρκούδα, κάνεις πως δεν ξέρεις.
- Τι να ξέρω ρε δικέ μου;
- Δεν …δηλαδή δεν τον ρίξατε;
- Ποιο; Το τείχος του Βερολίνου; Άσε αυτό θα το ρίξει ο Γκορμπατσόφ.
- Ποιος είναι αυτός πάλι;
- Ένας φέρελπις νέος, που ευαγγελίζεται την διαφάνεια και την περηφάνια και τον εκπαιδεύουμε για πρόεδρο.
- Ώστε κάνεις, πως δεν ξέρεις, κουφάλα, του λέει ο Νίξον.
- Τι να ξέρω ρε μεγάλε;
- Κόψε τις μαλακίες, Λεονίτ, γιατί θα σου εξαπολύσω πυρηνικά. Είπε ο Νίξον φουρκισμένος.
- Γιατί ρε Ρίτσαρντ τι διάολο σου έκανα;
Ο Νίξον πήρε τον Μπρέζνιεφ με το μαλακό.
- Ρε Λεονίτ, δεν μας ρίξατε ένα κατασκοπευτικό δορυφόρο;
- Όχι, είπε ξερά ο Λεονίτ.
- Ε τότε, πως διάολο έπεσε; Με άστρο τράκαρε;
- Όχι δικέ μου.
- Ε τότε; Ρώτησε ο Νίξον περίεργα.
- Από τροχαίο πήγε.
- Κόψε τις μαλακίες, και λέγε, πορνόγερε.
- Να πως έγινε. Εκεί πάνω είχε μεγάλη κίνηση από δορυφόρους. Ο δικός σας προσπάθησε να αποφύγει ένα κινέζικο που ερχόταν καταπάνω του, έστριψε απότομα δεξιά, έπεσε πάνω στον δικό μας και έγινε καλοκαιρινός.
- Τι μου λες! Είπε ο Νίξον. Και δεν μας κάνατε επίθεση με πυρηνικά;
- Γιατί ρε δικέ μου με τη γκόμενα μου πήγες;
- Μα αφού μπορούσατε να περάσετε πυραύλους, γιατί δεν το κάνατε;
- Ε, δεν θέλαμε να σας μολύνουμε το περιβάλλον και τραβάς τις τρίχες σου από τις διαδηλώσεις των οικολόγων.
- Έλα ρε Λεονίτ, άσε τα αστεία και μίλα σοβαρά.
- Μα βρε Ρίτσαρντ, εμείς είμαστε κολλητοί. Άσε τι λέμε και παραμυθιάζουμε τους λαούς μας, δεν αγοράζω από εσένα εκατομμύρια τόνους στάρι; Δεν δε πληρώνω με τόνους χρυσάφι; Δεν έκανα για χατίρι σου τους γεωργούς μου βιομηχανικούς εργάτες; Δεν έπεισα τον Κάστρο να κόψει για χάρη σου την γενειάδα; Αλήθεια τώρα που το έφερε η κουβέντα, τι κάνει ρε η Μπάρμπαρα;
- Ποια Μπάρμπαρα; Η Μπους;
- Ποια Μπούς ρε Ρίτσαρντ; Η Γουόλτερς.
- Καλά είναι. Σε χαιρετά.
- Λοιπόν δεν σου είπα την ιστορία μου με την Μπάρμπαρα.
- Μα πως γίνεται να έχεις δεσμό μαζί της; Αυτή είναι έξυπνη γυναίκα, πως έμπλεξε με έναν κουμουνιστή;
- Δεν έχουμε δεσμό, για άλλη ιστορία πρόκειται.
- Έλα πες την μου, είπε ανυπόμονα ο Νίξον.
- Που λες Ρίτσαρντ, τηλεφώνησα στην Μπάρμπαρα και της είπα:
- Μπάρμπαρα, θέλω μια μεγάλη χάρη.
- Ότι θέλεις πρόεδρε, μου απάντησε.
- Θέλω να πας στην Αβάνα να βρεις τον Κάστρο και να τον πείσεις να κόψει την γενειάδα.
- Πως έτσι στην ψύχρα πρόεδρε;
- Όχι βέβαια. Κοίταξε ο Νίξον με παρακάλεσε να καλοπιάσω τον Κάστρο να κόψει τα γένια, αλλά αυτός ο ζαχαροκαλαμάς με απείλησε ότι θα κλείσει τις βάσεις των πυραύλων μας στην Κούβα, γι ‘αυτό ζητάω τη βοήθεια σου.
- Λεονίτ έχεις καμιά ιδέα;
- Το μόνο που ξέρω είναι ότι γουστάρει πολύ τις αμερικανίδες.
- Ε, όχι και να μας κρεβατώσει κιόλας.
- Έλα γυναίκα είσαι, τσαχπίνα είσαι, έξυπνη είσαι, δημοσιογράφος διάσημη είσαι, θα βρεις τον τρόπο. Να τώρα θυμήθηκα του αρέσει να του παίρνουν συνεντεύξεις από τηλεοπτικούς σταθμούς.
- Α! αυτό είναι σημαντικό, θα το έχω υπόψη μου.
- Μια και δύο, που λες Ρίτσαρντ, η Μπάρμπαρα πήγε στην Αβάνα και βρήκε τον Κάστρο στο γραφείο. Μόλις την είδε ο Φιντέλ ενθουσιάστηκε και της είπε:
- Βρε καλώς την Μπάρμπαρα. Πως από δω; Για διακοπές;
- Όχι Φιντέλ, ήρθα γιατί θέλω να μου κάνεις μία χάρη.
- Τι χάρη; Είπε και έπιασε ένα μακρύ πούρο το σάλιωσε και κοίταξε να βρει τα σπίρτα, ενώ άρχισε να ερευνά την Μπάρμπαρα με την ματιά του. «κόμματος», σκέφτηκε.

krinos

Η Μπάρμπαρα έβγαλε αμέσως ένα πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα από την τσάντα της, το άνοιξε, τράβηξε ένα τσιγάρο λίγο προς τα έξω, το πρότεινε στον Κάστρο και του είπε:
- Δοκίμασε Φιντέλ.
Ο Κάστρο κοίταξε το τσιγάρο, όπως ο γλάρος κοιτάζει τη γόπα. Το πήρε και έσπρωξε το πακέτο προς την Μπάρμπαρα. Εκείνη το έσπρωξε μπροστά του και του είπε:
- Κράτησε το Φιντέλ, έχω και άλλο.
Ο Φιντέλ τράβηξε μια περίεργη κορδέλα σαν από ζαχαροκάλαμο, που την είχε περασμένη στο λαιμό σαν περιδέραιο. Έπιασε το κλειδί που είχε κρεμασμένο, άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του. Έβαλε μέσα το πακέτο με τα αμερικάνικα τσιγάρα, κλείδωσε το συρτάρι, ξαναπέρασε το κλειδί στο λαιμό του και το έβαλε μέσα από το στρατιωτικό του πουκάμισο. Η Μπάρμπαρα, δεινή δημοσιογράφος που μυρίζεται την είδηση στα χίλια μίλια, κατάλαβε ότι εκεί κλειδώνει ο Κάστρο σημαντικά πράγματα και ρώτησε:
- Εκεί κλειδώνεις τα απόρρητα Φιντέλ;
- Ποια απόρρητα; Ρώτησε απορημένος ο Κάστρο.
- Μα της Κούβας.
- Σιγά τώρα, μην έχουμε μυστικά και δεν τα ξέρετε.
- Έλα τώρα, μην μου πεις ότι δεν έχετε κρατικά μυστικά;
Ο Κάστρο χαμογέλασε και αποκρίθηκε:
- Επειδή ξέρεις πόσο σε εκτιμώ θα σου πω το μοναδικό μυστικό που έχουμε και που έχουν σκυλιάσει οι δικοί σου να το μάθουν.
- Για πες μου. Είπε με ανυπομονησία η Μπάρμπαρα.
-  Ο τρόπος που μαζεύουμε τα ζαχαροκάλαμα.
- Έλα ρε Φιντέλ εμένα βρήκες να δουλέψεις, μασάει η κατσίκα φύκια;
- Δεν σε δουλεύω, αλήθεια σου λέω. Γι αυτό έστειλε ως τώρα ο Νίξον 37 από τους καλύτερους πράκτορες  της CIA, της DIA και του FBI να μάθουν το μυστικό, αλλά εμείς τους γραπώσαμε και τους βάλαμε στην φυλακή.
- Το γνωρίζω ότι κρατάτε 37 αμερικανούς στην φυλακή, αλλά πως μάθατε ότι ήρθαν να σας κλέψουν αυτό το μυστικό;
- Έχουμε εφεύρει την πιο αποτελεσματική μέθοδο ανάκρισης;
- Τι μέθοδος είναι αυτή; Ρώτησε η Μπάρμπαρα που ανατρίχιασε νομίζοντας ότι ο Κάστρο έγδαρε ζωντανούς τους αμερικανούς πράκτορες.
- Πολύ απλή. Ταΐζουμε τους φυλακισμένους πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μόνο ζάχαρη μέχρι να βγαίνει το σκατό τους καραμέλα. Μετά τους αφήνουμε θεονήστικους πολλές μέρες, μέχρι να γυαλίσει το μάτι τους και να κάνουν κρά σαν τα κοράκια από την πείνα και τους λέμε: « αν δεν μας πείτε για ποιο λόγο σας έστειλαν στην Κούβα, θα σας ταΐζουμε από δω και πέρα, τις καραμέλες  που κατουράτε.». Και έτσι που λες Μπάρμπαρα, αντί να ξεράσουν από αυτές τις καραμέλες, ξερνούν τους λόγους για τους οποίους ήρθαν στην Κούβα.
- Τι μου λες! Είπε η Μπάρμπαρα. « δεν θα μπορούσα να το φανταστώ ποτέ. Και που τους πιάσατε;»
- Μέσα στις φυτείες με τα ζαχαροκάλαμα.
- Έλα τώρα Φιντέλ, τα παιδία θα πήγαν για κάμπινγκ στις φυτείες, άστα να κάνουν διακοπές και ζήτησε μου ότι θέλεις.
- Α! αυτό δεν γίνεται.
- Κάντο για χάρη μου δεν το αξίζω; Είπε ναζιάρικα η Μπάρμπαρα.
- Κι εμένα τι χάρη θα μου κάνεις;
- Ότι θέλεις Φιντελάκο μου, είπε τρυφερά.
Ο Κάστρο αναρίγησε. « με είπε Φιντελάκο της , μανάρα μου». Σηκώθηκε από το γραφείο του πήγε και έκατσε απέναντι της για να την βλέπει ολόσωμη. «πω ! πω! κόμματος».  Γύρισε το κεφάλι του προς τον ουρανό « σε ευχαριστώ Μαρξ». Η γραμματέας του η λοχαγίνα είχε αρχίσει προ πολλού να  του ξινίζει. Λαχταρούσε μια αφράτη αμερικανιδούλα, σαν την Μπάρμπαρα και τώρα που την έβλεπε μπροστά του, του έπεφταν τα σάλια. Όπως την κοίταξε ξελιγωμένα την ρώτησε:
- Ότι χάρη θέλω;
- Ότι θέλεις Φιντελάκο μου.
Ο Κάστρο κόντευε να τρελαθεί από την χαρά του και ψέλλισε:
- Τι θα έλεγες ; για …. Είπε και χαμήλωσε τα μάτια του στις ωραίες γάμπες της.
- Για ποιο πράγμα; Ρώτησε με αφέλεια η Μπάρμπαρα.
- Καταλαβαίνεις.
- Που να καταλάβω, μάγος είμαι;
- Καταλαβαίνεις.
Η Μπάρμπαρα απόρησε για μια στιγμή. Κοίταξε το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια, ερωτικά. Εκείνη κάτι πήγε να υποψιαστεί. « αδύνατον οι κουμουνιστές δεν πάνε με καπιταλίστριες.», σκέφτηκε και του είπε: « Έλα τώρα θα μου πεις τι χάρη θέλεις;».
Ο Φιντέλ δεν μπόρεσε να κρατηθεί και της είπε:
- Να, να κάνουμε μία ρομαντική βόλτα στις φυτείες.
- Α! αυτό είναι; Είπα και εγώ. Όποτε θέλεις Φιντελάκο μου. Πάντως δεν πιστεύω μετά να με αφήσεις να σου μαζεύω καλάμια;
- Άμα θέλεις;
- Μα για ποια μια πέρασες; Για εθελόντρια από την Ελλάδα;
- Καμιά δεν πιάνουμε με ζόρι.
- Καλά, καλά. Μα δεν μου είπες με τι τρόπο βγάζετε τα καλάμια;
- Άντε, έχε χάρη μου αρέσεις ‘’ μούτσο ‘’. Λοιπόν Μπάρμπαρα, στην αρχή, η δυσκολία μας ήταν να ξεχωρίσουμε τα αρσενικά από τα θηλυκά καλάμια. Όταν βρήκαμε τον τρόπο, αρχίσαμε να φυτεύουμε σε άλλα χωράφια τα αρσενικά και σε άλλα τα θηλυκά καλάμια.  
Η Μπάρμπαρα που τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα είπε:
- Εντυπωσιακό! Αλλά πως τα ξεριζώνετε;
- Να, μελετήσαμε την συμπεριφορά των αρσενικών καλαμιών όταν στέκεται μπροστά τους μια όμορφη κοπέλα, καλή ώρα  σαν εσένα και πως συμπεριφέρονται τα θηλυκά μπροστά σε αγόρια.
- Και λοιπόν τι βρήκατε; Ρώτησε η Μπάρμπαρα με ενδιαφέρον.
- Όταν σταθεί ένα αγόρι μπροστά σε ένα θηλυκό καλάμι, το καλάμι αρχίζει να κουνιέται δεξιά – αριστερά και πίσω – μπρος.
- Και μετά, και μετά; Ρώτησε ανυπόμονα η Μπάρμπαρα.
- Και μετά ο νεαρός γδύνεται.
- Τσίτσιδος;
- Τσίτσιδός βέβαια.
- Και δεν ντρέπεται;
- Τι να ντρέπεται ρε Μπάρμπαρα το καλάμι;
- Καλά λες.

krinos

- Μόλις λοιπόν αντικρίσει το θηλυκό καλάμι τον γυμνό νεαρό, αρχίζει να κάνει τις κινήσεις που σου είπα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που στο τέλος ξεριζώνεται.
- Και μετά, και μετά;
- Τι και μετά ρε Μπάρμπαρα. Μετά το κάνουν δέματα, τα παίρνουν στο μύλο, τα αλέθει και γίνονται ζάχαρη.
- Και με τα αρσενικά καλάμια τι γίνεται;
- Να πηγαίνει μια όμορφη, καλή ώρα σαν εσένα και στέκεται μπροστά στο αρσενικό καλάμι.
- Και μετά, και μετά;
- Να, μόλις δει μια όμορφη κοπέλα  το αρσενικό καλάμι, νοιώθει μια πίεση στους  βολβούς του.
- Και από πού έρχεται η πίεση Φιντέλ;
- Μα τόσο άσχετη είσαι βρε παιδί μου; Και είσαι και μεγάλη δημοσιογράφος.
- Μα που να ξέρω από καλάμια και μάλιστα αρσενικά;
- Καλά ούτε από βολβούς ξέρεις;
- Ε! καλά τώρα, στους βολβούς είμαι και η πρώτη. Να δεις πως τους πιάνω και τους φυτεύω στον κήπο μου. Να δεις λουλούδια.
- Μπράβο Μπάρμπαρα, είπα και εγώ μη δεν ήξερες από βολβούς.
- Αλήθεια Φιντέλ, εσείς έχετε στην Κούβα βολβούς;
- Άλλο τίποτε και κάτι βολβούς, βαρβάτους!
- Αυτό είναι είδηση! Κρίμα που δεν το ήξερα τόσο καιρό.
- Λοιπόν Μπάρμπαρα όπως όλα τα φυτά έχουν βολβούς, έτσι έχουν και τα αρσενικά καλάμια, δύο.
- Δίκροκους Φιντέλ;
- Ακριβώς. Σαΐνι είσαι. Όπως σου έλεγα, μόλις δει το αρσενικό καλάμι την όμορφη κοπέλα, φουσκώνουν οι βολβοί του ……
- Και πως φουσκώνουν Φιντέλ;
- Από το υγρό που μαζεύεται μέσα τους.
- Και από πού έρχεται το υγρό;  
- Από την ράχη του καλαμιού, κατεβαίνει την ώρα που γδύνεται η κοπέλα.
- Τσίτσιδη μένει και αυτή;
- Εμ, τσίτσιδη. Την κυλόττα θα αφήσει; Έτσι λέει η ανακάλυψη μας, αλλά  μη με διακόπτεις.
- Εντάξει.
- Και μόλις ξεβρακωθεί η όμορφη κοπέλα, οι βολβοί φουσκώνουν και γίνονται, νααα, όπως σου δείχνω. Και μόλις  δουν την ματιά της κοπέλας θολωμένη, φουσκώνουν τόσο πολύ οι βολβοί που σπρώχνουν με δύναμη την ρίζα τους και ξεριζώνεται το καλάμι.
- Μα πως στην ευχή θολώνει το μάτι της κοπέλας;
- Μα από το μπόι και το πάχος του καλαμιού.
- Τι μου λες. Εσείς κάνατε φοβερές ανακαλύψεις. Εμάς οι μαλάκες της CIA, ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να φτιάχνουν μικρόβια.
- Ε, δεν είμαστε καλά που φτιάχνουν μικρόβια;
- Άστα που να στα λέω!
- Να μου τα πεις, να μου τα πεις. Να μάθω και εγώ κάτι που δεν το γράφει το                 ‘’ Κεφάλαιο ‘’ του Μαρξ.
- Που λες Φιντέλ, έφτιαξαν κάτι μικρόβια για να πεθάνουν αυτοί που κάνουν έρωτα.
- Έλα τώρα, γίνονται αυτά τα πράγματα; Αυτά διαρρέει σκόπιμα η CIA και τα κάνετε βούκινο εσείς οι δημοσιογράφοι. Μπας και νομίζετε ότι μασάμε σανό;
- Κι όμως το κάνουν αυτοί οι πούστηδες της CIA;
- Αυτούς βέβαια τι τους νοιάζει.
- Ποιους; Της CIA;
- Όχι ρε Μπάρμπαρα, τους πούστηδες.
- Γιατί καλέ; Δεν έχουν αυτοί ορμές;
- Έχουν και παραέχουν, γι’ αυτό και εγώ σας ξεμπάρκαρα τους δικούς μου στην Φλώρινα να πιάσετε σόι. Αλλά δεν εννοούσα αυτό.
- Αλλά ποιο;
- Να όταν ξεπαστρέψει CIA όλους τους άνδρες, οι φανατικοί τι θα κάνουν, που θα βρουν το ταίρι τους;
- Έλα ντε.
- Ο Φιντέλ να είναι καλά.
- Και τι μπορείς να κάνεις εσύ για αυτούς, τους φουκαράδες;
- Θα τους επιτρέψω να έρχονται εδώ στις φυτείες, θα πληρώνουν ένα δολάριο και θα διαλέγουν τα καλάμια που τους αρέσουν.
- Όλο σοφές ιδέες είσαι Φιντέλ. Θα σπάσεις και το εμπάργκο του Νίξον.
- Ναι του κερατά, αλλά για συνέχισε με τα μικρόβια.
- Λοιπόν, τώρα μελετούν έναν ανώδυνο τρόπο να βάλουν αυτό το μικρόβιο στον οργανισμό του ανθρώπου.
- Και τον βρήκαν;
- Δυστυχώς.
- Πες τον λοιπόν και με έσκασες.
- Το μικρόβιο αυτό θα μεταδίδεται με το αίμα και την σεξουαλική πράξη.
- Δηλαδή όταν καλάρει ένας μολυσμένος άντρας θα μολύνει και την γυναίκα και αντίστροφα;
- Ακριβώς.
« Μαντόνα μου θα κόψω και τον έρωτα».
- Και μετά τι έγινε;
- Μια μέρα που έκανε σεμινάρια ένας ειδικός στα μικρόβια και τους έλεγε ότι θα μεταδιδόταν με την σεξουαλική πράξη, ένα μικρόβιο ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που την κοπάνησε από την διάλεξη και εξαφανίστηκε.
- Και που πήγε;
- Ένας δορυφόρος το εντόπισε σε ένα χωριό στην Αγκόλα.
- Και τι έκανε ο Νίξον έστειλε πεζοναύτες να πιάσουν το μικρόβιο; Ρε το κερατά κόλπο που βρήκε να στείλει πεζοναύτες στην Αγκόλα για να πολεμήσει τους δικούς μου, που πολέμησαν τους ρατσιστές της Νότιας Αφρικής.
- Όχι Φιντέλ δεν έστειλαν πεζοναύτες, αλλά φέρετρα.
- Πολλά;
- Όχι και πολλά, καμιά διακοσαριά εκατομμύρια.

krinos

- Και τι στο διάολο θα τα κάνουν τόσα φέρετρα; Αν προορίζονται για τους δικούς μου πεζοναύτες τους φτάνουν καμιά εκατοστή.
- Μα βρε Φιντέλ δεν σου κόβει καθόλου. Θα φταίει η γενειάδα σου.
- Διακόσα εκατομμύρια δεν είναι ο πληθυσμός της Αφρικής;
- Και λοιπόν; Τι θέλουν τους δικούς σου, να τους βάλουν ζωντανούς στις κάσες;
- Όχι βέβαια, πεθαμένους.
- Και πως θα τους σκοτώσουν; Με πυρηνικά όπλα;
- Με καλύτερο και πιο οικονομικό τρόπο. Ούτε ένα δολάριο δεν θα τους κοστίσει.
- Αδύνατον. Εδώ δεν τον ανακάλυψαν οι σύντροφοι οι Ρώσοι και τον ανακάλυψαν οι δικοί σου οι κοιμήσηδες;
- Αυτοί πάντως το βρήκαν.
- Ποιο το όπλο;
- Όχι καλέ το μικρόβιο.
- Σιγά τώρα που θα σκοτώσουν διακόσα εκατομμύρια μαύρους με ένα μικρόβιο! Και τι είναι πυρηνικό;
- Όχι, κανονικό, όπως τα άλλα μικρόβια.
- Σαν αυτό που πήγε στην Αγκόλα;
- Ακριβώς.
- Και τι έκανε αυτό το μικρόβιο στην Αγκόλα; Μην ξεχάσεις να μου πεις το όνομα του όταν το θυμηθείς.
- Έκανε κιόλας.
- Τι έκανε;
- Μπήκε μέσα στον οργανισμό ενός μαύρου.
- Και από πού μπήκε;
- Να , να … από το αυτό του
- Ποιο αυτό του ρε Μπάρμπαρα; Το στόμα;
- Όχι.
- Το μάτι;
- Όχι.
- Το αυτί;
- Όχι.
- Τι θα γίνει ρε Μπάρμπαρα την κολοκυθιά θα παίξουμε; Δεν έχει όνομα το αυτό του;
- Έχει.          
- Ε πες το που να πάρει ο διάολος.                  
- Έλα μωρέ, δεν καταλαβαίνεις τι είναι το αυτό του;
- Γαμώ το απαυτό. Δεν έχει όνομα μη το γαμήσω.
- Το πράμα του.
- Καλά δεν έχει όνομα αυτό το πράμα του;
- Έχει.
- Πες το λοιπόν και με έσκασες.
- Να, μωρέ το,το,το …..πέος του.
- Τι είναι αυτό; Δεν την ξέρω αυτήν την αμερικάνικη λέξη. Μια  στιγμή να φωνάξω την γραμματέα μου την Μυγδαλιά.
- Ποια Μυγδαλιά; Την Ρέγες;
- Βλέπω όλα τα ξέρεις. Είπε με νόημα ο Φιντέλ.
Πάτησε ένα κουμπί και αμέσως εμφανίστηκε μια λυγερόκορμη ξανθή λοχαγίνα και ρώτησε τον Κάστρο.
- Λέγε σύντροφε, μήπως σε πείραξε αυτή η καπιταλίστρια; Ρώτησε και κοίταξε περίεργα την Γουόλτερς.
- Όχι κόρη μου. Θέλω να μου εξηγήσεις τι σημαίνει η λέξη πέος, γιατί εγώ δεν την ξέρω αυτή την αμερικάνικη λέξη και η Μπάρμπαρα δεν μπορεί να την εξηγήσει.
Η Ρέγες γούρλωσε τα μάτια της, άρχισε να βηματίζει προς την Μπάρμπαρα αποφασισμένη να την αρπάξει από τα μαλλιά. Ο Κάστρο που κατάλαβε αμέσως τις άγριες διαθέσεις της, της είπε:
- Στάσου μωρή λυσσασμένη και πες μου τι σημαίνει αυτή η λέξη γιατί θα σε στείλω στα καλάμια.
- Καλά σύντροφε. Είπε και σιώπησε.
- Έλα λέγε, ξέρεις ή να φωνάξω την Γιοβάνα;
-  Ξέρω! Ξέρω!
- Λέγε μωρή;
- Πίγκα, σύντροφε.
Ο Φιντέλ ξεράθηκε στα γέλια. Κοίταξε την Μπάρμπαρα στα μάτια και της είπε:
- Μα τόσο πουριτανές είστε εσείς οι αμερικανίδες; Το άκουγα αλλά δεν το πίστευα.
Η Μπάρμπαρα κοκκίνισε και χαμήλωσε τα μάτια. Ο Φιντέλ κατάλαβε ότι είπε κάτι κακό την κοίταξε με συμπάθεια και είπε:
- Έλα τώρα, με συγχωρείς αν σε πρόσβαλα.
- Εντάξει.
- Λοιπόν τι έγινε με τον μαύρο;
- Μετά ο μαύρος με το μικρόβιο στο απαυτό του….
- Στην πίγκα του θέλεις να πεις….
- Ναι, πήγε με γυναίκες του χωριού και τους κόλλησε το μικρόβιο.
- Καλά που πήγαν;
- Δεν πήγαν πουθενά, αυτός πήγε με αυτές.
- Μα που πήγε βρε παιδί μου;
- Μα δεν καταλαβαίνεις; Πήγαν μαζί;
- Ναι, αλλά που στο διάολο πήγαν;
- Οπού τους άρεσε.
- Καλά και πως στο διάολο κόλλησαν το μικρόβιο οι μαύρες;
- Αφού πήγαν μαζί;
- Μα που στο δαίμονα πήγαν μαζί;
- Μα σου είπα όπου ήθελαν. Μαζί τους ήμουνα να ξέρω;
 - Πως διάολο δεν μπορώ να καταλάβω; Ή το κεφάλι μου έχει μέσα ζάχαρη ή εσύ μιλάς με τα άστρα.
- Βρε μπουμπούνα κοιμήθηκαν μαζί.
- Και λοιπόν; Επειδή κοιμήθηκαν μαζί κόλλησαν οι μαύρες;

krinos

- Ακριβώς.
- Μα πως κόλλησαν; Τον έσφαξαν και του ήπιαν το αίμα;
- Όχι καλέ.
- Ε τότε;  
- Να κοιμήθηκαν αγκαλιά.
- Και λοιπόν που είναι τα αίματα;
- Δεν είχε αίματα;
- Τι είχε γάλατα;
- Τίποτε;
- Τότε πως στο διάολο κόλλησαν; Πες μου και με έσκασες.
- Έλα μωρέ Φιντέλ. Να ανέβηκε από πάνω τους.
- Κι επειδή ανέβηκε από πάνω τους κόλλησαν;
- Επιτέλους κατάλαβες. Είπε με ανακούφιση η Μπάρμπαρα.
- Δεν κατάλαβα τίποτα. Αν έμπαιναν εκείνες από πάνω του θα κολλούσαν το μικρόβιο;
- Βεβαίως.
- Δηλαδή έκαναν μετάγγιση αίματος;
- Ξεχασιάρης είσαι Φιντέλ, δεν σου είπα ότι το μικρόβιο μεταδίδεται με την σεξουαλικά πράξη; Κατάλαβες τώρα;
- Εμ τότε, το μυαλό σου έχει μέσα ή ζάχαρη ή ρώσικο βλήμα.
- Υπονοείς ότι το κόλλησαν με την σεξουαλική πράξη;
- Μπράβο!  Το κατάλαβες επιτέλους.
- Ρε σεμνότυφη αμερικάνα γιατί δεν το έλεγες τόση ώρα ότι ο μαύρος τις πήδηξε και τις το κόλλησε;
- Μα το υπονοούσα!
- Δηλαδή, στην Αμερική πηδιέστε με υπονοούμενα;
-  Έλα τώρα Φιντέλ, δεν ντρέπεσαι;
- Σόρυ, ξέχασα ότι εσύ είσαι φρόνιμο κορίτσι, δεν κάνεις κακά πράγματα. Αλλά πες μου τι απέγιναν οι μαύρες και ο μαύρος;
- Πέθαναν;
- Όλοι.
- Και τι γίνεται τώρα;
- Θα πεθαίνουν συνέχεια να μην μείνει ρουθούνι.
- Δηλαδή σε λίγο δεν θα υπάρχουν μαύροι;
- Ναι αλλά στην Αφρική.
- Τους δικούς σας τους μαύρους πως θα τους ξεπαστρέψετε;
- Είναι διχασμένοι οι επιστήμονες. Οι μαύροι θέλουν να καθαρίσουν τους λευκούς και οι λευκοί τους μαύρους.
- Και δεν μπορούσατε να φέρετε κανένα μολυσμένο μαύρο από την Αφρική να πηδήξει καμία μαύρη, να κολλήσουν σιγά – σιγά όλοι οι μαύροι τις Αμερικής και να ψοφήσουν;
- Το έκαναν ήδη Φιντέλ. Είπε με παράπονο η Μπάρμπαρα.
- Και άρχισαν να ψοφούν οι μαύρες;
- Όχι βέβαια.    
- Και γιατί όχι; Δεν γουστάρουν οι μαύροι της Αφρικής τις μαύρες της Αμερικής;
- Όχι δεν είναι αυτό. Άκουσε τι έγινε. Έφερε η CIA ένα μολυσμένο μαύρο από την
Αφρική με άκρα μυστικότητα. Του έδωσαν οδηγίες που θα βρεί μια μαύρη να την πηδήξει. Του υποσχέθηκαν ότι όσες πηδήξει θα του τις δώσουν να τις πάρει στην Αφρική και να ανοίξει μαύρο χαρέμι. Ο μαύρος λοιπόν ,Φιντέλ, πήρε σβάρνα τα αξιοθέατα και μετά τα πάρκα. Σε ένα πάρκο βραδιάστηκε και κάθισε σε ένα παγκάκι, κάτω από ένα ψιλό δέντρο, που του θύμιζε το χωριό του για να ξεκουραστεί.
- Και μετά τι έγινε;
- Να, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε στο ίδιο παγκάκι μια κατάξανθη κοπέλα.
- Μαύρη;  
- Όχι, άσπρη σαν το γάλα.
- Και μετά και μετά;
- Τι και μετά; Μετά κόλλησε το μικρόβιο η κοπέλα.
- Καλά πως το κόλλησε;
- Μα βρε Φιντέλ όλως διόλου χαζός είσαι. Έσκυψε και ήπιε νερό από την βρύση.  
- Εσύ θα με χαζέψεις. Κολλά μωρή το μικρόβιο με το νερό της βρύσης;
- Από αυτή την βρύση κολλά.
- Καλά και που βρέθηκε η βρύση;
- Εκεί ήταν.
- Που εκεί;
- Μπροστά του!
- Και ήπιε νερό;
- Ήπιε.
- Και πως κόλλησε η κοπέλα; Ήπιε και αυτή από την ίδια βρύση;
- Όχι.
- Γιατί; Δεν διψούσε;
- Διψούσε.
- Και αφού διψούσε, γιατί δεν ήπιε;
- Γιατί δροσίστηκε αλλιώς.
- Πως αλλιώς;
- Μπιτ για μπιτ μπουμπούνας είσαι;
- Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω, πως μόλυνε την κοπέλα ο μαύρος, και με ποιο τρόπο δροσίστηκε η κοπέλα αφού δεν ήπιε νερό. Μυστήρια πράγματα!
- Η Μπάρμπαρα που λες Ρίτσαρντ, εκεί είσαι ακόμη ή κοιμήθηκες; « Δεν χάνω λέξη, μόνο τσούλα την ιστορία γιατί έχουμε και άλλα να κουβεντιάζουμε.». Η Μπάρμπαρα λοιπόν από την ντροπή της, κοκκίνισε,  πρασίνισε, απελπίστηκε, κόντεψε να γίνει μελαχρινή από ξανθή επειδή δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια να εξηγήσει στον Φιντέλ πως μολύνθηκε η άσπρη. « μα τι στην ευχή, τόσο άσχετοι είναι οι Κουβανοι;» αναρωτήθηκε. Ο Κάστρο ανυπομονούσε να μάθει και ρώτησε.
- Σε ρώτησα Μπάρμπαρα αλλά δεν μου απάντησες.
- Θα κόψεις τι γενειάδα άμα σου πώ;    
- Από την ρίζα!
- Έτσι μπράβο, τώρα θα σου πω. Η άσπρη βρέθηκε από πάνω του και μολύνθηκε.

krinos

- Και πως βρέθηκε από πάνω του;
- Έλα τώρα, δύσκολο ήταν;
- Εγώ δεν καταλαβαίνω. Είπε ο Φιντέλ και χάιδεψε την γενειάδα του.
- Λοιπόν αφού θα κόψεις τη γενειάδα, θα σου τα πω χαρτί και καλαμάρι αλλά μη με διακόψεις.
- Έγινε.
- Όταν κάθισε η ξανθιά στο παγκάκι, ο μαύρος άρχισε να την περιεργάζεται μιας και δεν είχε ξαναδεί άσπρη γυναίκα στη ζωή του και μάλιστα ξανθή. Έβγαλε ένα φύλλο από την τσέπη του, το έστριψε, το έκανε σαν πούρο Αβάνας, το άναψε, τράβηξε μερικές ρουφηξιές, έβγαλε μερικούς αναστεναγμούς ικανοποίησης, κοίταξε την κοπέλα και της χαμογέλασε χαζά. Η κοπέλα λιγώθηκε από την μυρωδιά του φύλλου, σύρθηκε κοντά του και του έκανε νόημα ότι θέλει να τραβήξει μία ρουφηξιά. Ο μαύρος της έδωσε αμέσως το πούρο. Εκείνη τράβηξε δύο δυνατές ρουφηξιές και δεν έβγαλε τον καπνό ούτε από το στόμα, ούτε από τα ρουθούνια. Μετά έδωσε το πούρο στον μαύρο και του χαμογέλασε σαν να του έλεγε ευχαριστώ. Ξαφνικά άρχισε να χαχανίζει και να χορεύει στο παγκάκι καθιστή. Μετά ξαναζήτησε το πούρο από τον μαύρο και τράβηξε πολλές ρουφηξιές. Τότε άρχισε να τραγουδά, ξάπλωσε στο παγκάκι, κουνιόταν σαν λατέρνα και άρχισε να γδύνεται μέχρι να μείνει τσίτσιδη. Ο μαύρος την κοιτούσε με θαυμασμό και με απορία. Τράβηξε και εκείνος μερικές ρουφηξιές και επειδή του άρεσαν οι κινήσεις της κοπέλας, ένωσε την ανάγκη να την μιμηθεί. Ξάπλωσε στο έδαφος, την κοιτούσε και προσπαθούσε να κάνει τις ίδιες κινήσεις. Ένιωσε υπέροχα. Η κοπέλα άρχισε να τον κοιτάζει σαν ξερολούκουμο και σε μία στιγμή πήγε από πάνω του. Είπε και σιώπησε η Μπάρμπαρα.
- Κι επειδή ρε Μπάρμπαρα πήγε από πάνω του κόλλησε το μικρόβιο;        
- Ακριβώς, όπως και οι μαύρες της Αφρικής.
- Πες το ρε παιδάκι μου τόση ώρα, ότι τον πήδηξε. Αλλά για πες μου τι έκανε μετά αυτή η ξανθιά; Πήγε και πήδηξε κι άλλους μαύρους;  
- Όχι δεν πήγε με μαύρους. Η ξανθιά είχε μόνο άσπρους φίλους και πήγε με όλους και τους μόλυνε. Μετά εκείνοι πήγαν με άλλες άσπρες και εκείνες με άλλους άσπρους και όπως καταλαβαίνεις τώρα μολύνονται σχοινί κορδόνι οι άσπροι.  
- Δηλαδή σε λίγο η Αμερική θα έχει μόνο μαύρους; Αφού θα έχουν ψοφήσει όλοι οι άσπροι. Θυμάσαι ένα σύνθημα σε μία διαδήλωση;
- Όχι.
- Τότε που φώναζαν: « Η Αμερική ανήκει στους μαύρους της», να όπως φωνάζουν και οι Τούρκοι «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του». Λοιπόν πρόσεχε κακομοίρα μου να μην ξαναπηδηχτείς με άσπρους, μόνο με μαύρους να ‘’ πηγαίνεις ‘’ – όπως το λες και εσύ.  
- Εγώ με μαύρους, ποτέ!
- Ε τότε θα μολυνθείς και θα ψοφήσεις. Μείνε εδώ στην Κούβα, που είμαστε άσπιλοι και αμόλυντοι, να ‘’ πηγαίνεις ‘’ – όπως το λες – άφοβα και χωρίς καπότα. Μείνε να παίρνεις συνεντεύξεις και από τον κόσμο που ξεριζώνει τα καλάμια. Θα σου δώσω και μία εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, στο κανάλι ‘’ CUBA LIBRE ‘’ .
- Με ρώτησες πολλά Φιντέλ, αλλά θα προσπαθήσω να σου απαντήσω σε όλα. Κατ’ αρχήν δεν πεθαίνουν μόνο οι άσπροι αλλά και οι μαύροι.
- Και πώς συνέβη;
- Να, ‘’ πήγε ‘’ ένας μαύρος με ένα άσπρο μολυσμένο, πήγε μετά ο μαύρος με μαύρη, εκείνη με μαύρο και κολλάνε το μικρόβιο τώρα οι μαύροι σχοινί – κορδόνι.  
- Πάλι ‘’ πήγε ‘’;
- Ε καημένε, τώρα ξέρεις.
- Και βέβαια!
- Πάντως η πρόταση σου να μείνω στην αμόλυντη Κούβα είναι δελεαστική. Αν το δεις από άλλη σκοπιά το πράγμα, το εμπάργκο της Αμερικής δεν έχει μόνο αρνητικές συνέπειες, αλλά και ευεργετικές, αφού δεν μπορεί να έρθει κανένας μολυσμένος Αμερικάνος. Και αν μου δώσεις και καλό μισθό εγώ μένω στην Αβάνα. Τι μηνιάτικο θα μου δώσεις;
- Όλα θα είναι πληρωμένα, σπίτι, φαγητό, αυτοκίνητο, ψυχαγωγία, εκδρομές, τουρισμό στην Ρωσία και στην Αγκόλα.  
- Και τι μισθό θα μου δίνεις;
- Με τόσες παροχές θα σου φτάνουν πενήντα κιλά ζάχαρη τον μήνα.
- Μα τι λες ρε Φιντέλ, ξέρεις πόσα παίρνω στην Αμερική;
- Πόσα;
 - Χίλιες το χρόνο.
- Τι χίλιες λίρες;
- Όχι δολάρια.
- Χαράς το ποσό. Εγώ δίνω στον εργάτη χίλια ρούβλια.
- Χίλιες χιλιάδες. Έξι μηδενικά Φιντέλ χωρίς τα έξτρα.
- Με μηδενικά πληρώνεσαι; Πρώτη φορά το ακούω.
- Για βάλε και ένα άσσο μπροστά στα έξι μηδενικά;
- Τι λες ρε Μπάρμπαρα! Τόσος είναι ο προϋπολογισμός της Κούβας.
- Ε, τι να κάνουμε. Είπε με μετριοφροσύνη εκείνη.
- Έλα στην Αβάνα και θα σου δώσω και  το ιπτάμενο που μου χάρισε ο Μπρέζνιεφ.
- Δεν είναι δελεαστική η πρόταση σου, αλλά σκέφτηκα ότι με τόσα δολάρια που παίρνω θα πετάγομαι τα Σαββατοκύριακα, αρκεί να μου διαθέτεις το προσωπικό σου τζετ, να κάνω διακοπές και να σου παίρνω και καμιά συνέντευξη.  
- Πως σου φαίνεται η ιδέα;
- Περίφημη! Να σε φιλήσω!
- Ηρέμησε Φιντέλ.
- Δηλαδή μπορείς τώρα να μου πάρεις συνέντευξη;
- Και βέβαια αλλά υπό δύο όρους.
- Όσους θέλεις.
- Πρώτον, θα ξυρίσεις αμέσως την γενειάδα όπως μου υποσχέθηκες και δεύτερον θα απελευθερώσεις εκείνα τα κακόμοιρα τα αμερικανάκια που κρατάς στη φυλακή.
Ο Φιντέλ αναρίγησε. Χάιδεψε την γενειάδα του « αντίο αγαπημένη μου», « δεν βαριέσαι, μπρος στην δημοσιότητα τι αξίζει μια γενειάδα; Το πολύ πολύ να την ξαναφήσω.»
- Εντάξει Μπάρμπαρα. Είμαι έτοιμος για την συνέντευξη.
- Όχι.
- Γιατί όχι;
- Πρώτα να έρθει ο κουρέας να σε ξυρίσει.
Ο Κάστρο πάτησε ένα κουμπί, εμφανίστηκε αμέσως ο κουρέας και έκανε το πρόσωπο του Φιντέλ γουλί.
- Πως σου φαίνομαι τώρα, Μπάρμπαρα;
- Κούκλος, έλαμψε το πρόσωπο σου. Να δεις χαρές που θα κάνει ο Νίξον.
- Ναι τον κερατά, αλλά να δεις κλάμα ο Μαρξ.

krinos

- Μα που είναι το τηλεοπτικό συνεργείο;
- Εδώ είναι.
- Ε τότε φώναξε το μέσα.
- Μέσα είναι.
- Δεν το βλέπω.
- Δεν πειράζει, το βλέπω εγώ.
- Μα που είναι τέλος πάντων;
- Να, κοίταξε εκεί στο ταβάνι τις τρύπες, εκεί είναι οι κάμερες. Το είδα πρακτικά το πράγμα. Αντί να κουβαλάνε κάθε μέρα τις κάμερες στο γραφείο μου και να χάνουμε τηλεοπτικό χρόνο, τις εγκαταστήσαμε εδώ μόνιμα με τα μικρόφωνα και όλα τα σχετικά συμπράγκαλα.
- Καταπληκτική ιδέα! Όλο εφευρέσεις είσαι. Μα που είναι το μικρόφωνο μου και το δικό σου;
- Το δικό σου είναι βιδωμένο στην πολυθρόνα που κάθεσαι.          
- Και το δικό σου;
- Το βλέπεις αυτό το πούρο;
- Το βλέπω.
- Ε, εκεί μέσα είναι το μικρόφωνο μου.
- Όλο εκπλήξεις είσαι.
- Και που είσαι ακόμη!
- Λοιπόν, έτοιμος Φιντέλ. Ξεκινάμε.
- Πανέτοιμος.
Η Μπάρμπαρα έβγαλε το ρολόι της το άφησε μπροστά της πάνω στο γραφείο, γύρισε το βλέμμα της προς το ταβάνι, σήκωσε το χέρι  της, το κατέβασε απότομα και είπε:
- Πάμε παιδιά. Πήρε το σοβαρό ύφος και άρχισε να μιλά.
«Αμερικανίδες, αμερικανοί σήμερα έχω την τιμή και την μεγάλη χαρά να φιλοξενώ στην εκπομπή μου ‘’ Ηγέτες που γράφουν ιστορία ‘’ , τον πρόεδρο της Κούβας Φιντέλ Κάστρο. Έναν ηγέτη που για πρώτη φορά παραχωρεί συνέντευξη σε αμερικάνικό τηλεοπτικό δίκτυο. Ευελπιστούμε ότι θα λυθούν αρκετές απορείες σας γύρω από αυτήν την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του αιώνα μας». Μετά την εισαγωγή η Γουόλτερς γύρισε στον Κάστρο:
- Κύριε πρόεδρε, καλώς ήρθατε στην εκπομπή μας.
- Καλώς σας βρήκα.
- Για πέστε μου πως αισθάνεστε χωρίς την γενειάδα;
- Σαν γλυμμένος κώλος.
ΣΤΟΠ. Φώναξε έξαλλη η Μπάρμπαρα κοιτάζοντας το ταβάνι και γυρίζοντας προς τον Κάστρο: « Κοίτα Φιντέλ την συνέντευξη θα την δουν αμερικανοί και όχι ρώσοι, γι’ αυτό πρόσεχε πως μιλάς».
- Με συγχωρείς, αλλά εσύ το ξέρεις πως είμαι αυθόρμητος και λέω αυτά που νιώθω.
- Άκουσε Φιντέλ θα σου πω το μυστικό μιας επιτυχημένης συνέντευξης
- Για να ακούσω.
- Να, στην συνέντευξη θα λες αυτά που θέλουν οι αμερικάνοι, να ακούσουν, γιατί αν πεις πράγματα που δεν τους αρέσουν, θα κλείσουν την τηλεόραση και θα δεις μόνος σου την συνέντευξη.
- Ειλικρινά δεν μου πέρασε από το μυαλό.
- Λοιπόν πάμε από την αρχή.
« Κύριε πρόεδρε πως αισθάνεστε τώρα που ξυρίσατε την γενειάδα»;
- Θαυμάσια!
- Και γιατί την αφήσατε;
- Γιατί την είχε αφήσει και ο Μαρξ.
ΣΤΟΠ. Φώναξε και πάλι η Μπάρμπαρα. «Δεν σου είπα να λες αυτά που θέλουν να ακούσουν, οι αμερικάνοι βγάζουν σπυριά όταν ακούνε για Μαρξ». Πάμε πάλι παιδιά.
« Και γιατί την αφήσατε»;
- Γιατί άρεσαν σε μία φιλενάδα μου.
Η Γουόλτερς χαμογέλασε ικανοποιημένη.
- Πιστεύετε στις φήμες ότι ο πρόεδρος Νίξον είχε πάθει φοβίες με την γενειάδα σας;
- Ψέματα, τον συκοφαντούν τον πρόεδρο.
- Ποια είναι η γνώμη σας για τον πρόεδρο Νίξον;
- Ο καλύτερος πρόεδρος που είχε ποτέ η Αμερική.
- Και για τους αμερικανούς τι γνώμη έχετε;
- Οι αμερικανοί είναι πολιτικά βλίτα και οι αμερικανίδες γκομενάρες.  
ΣΤΟΠ! Φώναξε η Μπάρμπαρα. Και φτου και από την αρχή η συνέντευξη.
- Θαυμάσιοι άνθρωποι.
- Τι γνώμη έχετε για τις φυλετικές διακρίσεις.
- Πρώτη φορά ακούω κάτι τέτοιο, αλήθεια υπάρχουν;
- Παρακαλώ κύριε πρόεδρε, εγώ ρωτάω εσείς απαντάτε.
- Μάλιστα κυρία Γουόλτερς.
- Ποια είναι η γνώμη σας για το μικρόβιο που σκοτώνει τους ανθρώπους;
- Που; Στην Αφρική;
ΣΤΟΠ! Φιντέλ πάλι ξεχάστηκες.
- Πιστεύω, ότι το μικρόβιο μολύνει μόνο τους μαύρους της Αμερικής.
- Εδώ στην Κούβα δεν έχει μολυνθεί κανένας;
- Όχι.
Η Γουόλτερς απευθύνθηκε στους τηλεθεατές « Κυρίες και κύριοι, εδώ είναι ο παράδεισος, ελάτε να κάνετε τις διακοπές σας φθηνά και αμόλυντα.»
- Καλοσύνη σας κυρία Γουόλτερς.
- Ποια είναι η γνώμη σας για τον Καντάφι;
- Καλό παιδί, πατριώτης.
- Μα οι εφημερίδες γράφουν ότι είναι τρομοκράτης και ταραχοποιός!
- Ε, αφού το γράφουν οι αμερικάνικες εφημερίδες, έτσι θα είναι. Ποια είναι η γνώμη σας για τον Μπρέζνιεφ;
- Ήσυχος άνθρωπος ο παππούς.
- Κύριε πρόεδρε, οι αμερικάνοι ανησυχούν από τις φήμες και θέλουν να μάθουν αν έχετε ρώσικες βάσεις πυραύλων στην Κούβα;
- Μα τι λέτε, μόνο μια Αμερικάνικη υπάρχει εδώ στο Γκουαντάναμο.
- Ώστε δεν υπάρχουν ρώσικες  βάσεις πυραύλων;
Ο Φιντέλ έσκασε στα γέλια. Η Γουόλτερς είπε:

krinos

- Το βρίσκετε αστείο το θέμα των πυραύλων;
- Μα δεν γέλασα γι’ αυτό.
- Παρακαλώ απαντήστε μου.
- Θα αστειεύεστε κυρία Γουόλτερς, σε εμένα θα έδινε πυραύλους ο Μπρέζνιεφ;
- Και τότε τι πύραυλοι είναι αυτοί που φωτογραφίζουν οι κατασκοπευτικοί μας δορυφόροι;
- Κουβάνικοι! Είπε με υπερηφάνεια ο Κάστρο.
Η Γουόλτερς κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.
- Κουβάνικοι;;;
- Κατακουβάνικοι!
- Μα εσείς δεν έχετε εργοστάσια;
- Πως δεν έχουμε, έχουμε και πάρα πολλά!
- Μα που τα έχετε;
- Εδώ, που αλλού στο Σαρίρ της Λυβικής Σαχάρας.
- Και δεν τα ‘’ είδαν ‘’ οι δορυφόροι μας;
- Μα δεν φωτογραφίζουν ξυλουργεία οι δορυφόροι σας.
- Ξυλουργεία; Όχι βέβαια. Αλλά τι σχέση μπορούν να έχουν τα ξυλουργεία με τους πυραύλους;
- Ε πως δεν έχουν; Αφού εκεί τους φτιάχνουμε.
- Δηλαδή κύριε πρόεδρε αν κατάλαβα καλά, οι πύραυλοί σας είναι ξύλινοι;
- Ακριβώς κυρία Γουόλτερς. Μας στέλνουν τα σχέδια οι Ρώσοι, τις μεταλλικές μπογιές, εμείς τους κατασκευάζουμε στα ξυλουργεία, καθαρίσαμε και μερικά χωράφια από τα καλάμια, φτιάξαμε και ξύλινες στρογγυλές βάσεις και τοποθετήσαμε τους πυραύλους.
- Και οι στρατιώτες τι γυρεύουν εκεί στις βάσεις;
- Τους φρουρούν.
- Μα αφού τους φρουρούν τόσοι στρατιώτες τις βάσεις, οι πύραυλοι πρέπει να είναι αληθινοί ρώσικοι.
- Όχι κυρία Γουόλτερς, στην αρχή δεν υπήρχαν στρατιώτες εκεί. Μια μέρα όμως ένας ψαράς έκλεψε ένα ξύλινο πύραυλο τον έσκισε στα δύο με κορδέλα, σε ένα ξυλουργείο και έκανε δύο βάρκες. Γι’ αυτό μετά από εκείνο το περιστατικό, τους φρουρούν οι φαντάροι, γιατί θα κλέψουν και τους υπόλοιπους οι ψαράδες.
- Όμως κύριε πρόεδρε, οι μυστικές μας υπηρεσίες, έχουν πληροφορίες ότι φορτώνονται σε Ελληνικά βαπόρια ρώσικοι πύραυλοι από ρώσικα λιμάνια και ξεφορτώνονται στην Αβάνα. Μετά φορτώνονται άλλοι από την Αβάνα και ξεφορτώνονται στα ρώσικα λιμάνια για να πάνε για επισκευή. Τι απαντάτε σε αυτό;
Ο Κάστρο έσκασε στα γέλια.
- Δεν είναι για γέλια η ερώτησε και παρακαλώ να μου απαντήσετε.
- Κοιτάξτε κυρία Γουόλτερς, εμείς γεμίζουμε τους ξύλινους πυραύλους με ζάχαρη! Τους στέλνουμε στη Ρωσία, εκεί τους αδειάζουν, τους γεμίζουν μετά σιτάρι και μας τους στέλνουν πίσω.
- Αυτό είναι πρωτάκουστο! Να μεταφέρετε την ζάχαρη με  πυραύλους, δεν θα το πιστέψουν ούτε μωρά παιδιά.
- Μα δεν μας ενδιαφέρει η ζάχαρη, την οποία μπορούμε να μεταφέρουμε χύμα, αλλά το σιτάρι.
- Δηλαδή;
- Δεν θέλουμε να μάθει ο κόσμος ότι μας ταΐζει ψωμί η Ρωσία, γι’ αυτό και κάνουμε καμουφλαρισμένη εισαγωγή.
- Μα καλά οι ρώσοι δεν παράγουν σιτάρι, που το βρίσκουν και σας το στέλνουν;
- Ελάτε τώρα κυρία Γουόλτερς, οι αμερικάνοι πουλούν σιτάρι στους ρώσους και εκείνοι μας το χαρίζουν.
- Μα τότε θα κοστίζει ένα δολάριο το ένα σπιρί το στάρι, αφού πρέπει να πάει από την Αμερική στη Ρωσία και μετά στην Κούβα. Έτσι δεν είναι πρόεδρε;
- Όχι βέβαια, δεν κοστίζει σεντς η μεταφορά.
- Γιατί;
- Γιατί τα ελληνικά βαπόρια που φορτώνουν το αμερικανικό σιτάρι από την Νέα Ορλεάνη, μόλις βγουν από τα χωρικά ύδατα της Αμερικής, κάνουν στροφή και καταπλέουν στην Κούβα. Και μακάρι όλο το αμερικανικό σιτάρι να το μετέφεραν ελληνικά βαπόρια.
- Δηλαδή εσείς σπάσατε το εμπάργκο και οι μυστικές υπηρεσίες λένε άρες, μάρες, κουκουνάρες…..  
- Είμεθα πρακτικοί άνθρωποι κυρία Γουόλτερς, δεν το διαπιστώσατε;
- Άκου λέει. Να σας κάνω και μία δύσκολη ερώτηση;
- Όσες θέλετε.
- Αποδέχεστε την πρόσκληση του πρόεδρου Νίξον, την οποία σας μεταφέρω, να επισκεφτείτε επισήμως την Αμερική;
- Είναι μεγάλη τιμή για την χώρα μου και έμενα προσωπικά και την αποδέχομαι ευχαρίστως. Θα είναι η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής μου.
- Και τι θα ζητήσετε από τον πρόεδρο Νίξον;
- Να σταματήσει το εμπάργκο.
- Με τι αντάλλαγμα;
- Την παράταση της παραμονής της αμερικανικής βάσης του Γκουαντανάμο κατά εκατό χρόνια.
- Μόνο αυτό;
- Θα σας αφήσουμε να φτιάξετε ξενοδοχεία, καζίνο, σουπερμάρκετ.  Πέστε δε στον πατριώτη μου που έχει την Coca – Cola, να έρθει να χτίσει μερικά εργοστάσια. Τίποτε άλλο όμως, καμία άλλη παραχώρηση.
- Θαυμάσια κύριε πρόεδρε!
- Κυρία Γουόλτερς, επ  ευκαιρία αυτής της συνέντευξης θα ήθελα να μεταφέρετε την πρόσκληση μου προς τον πρόεδρο Νίξον, να επισκεφτεί επίσημα την Κούβα.
- Κύριε πρόεδρε σα έχω μία ευχάριστη έκπληξη.
-Α! για να την ακούσω.
- Σε ανύποπτο χρόνο, ο πρόεδρος Νίξον μου είχε πει, < αν ποτέ με καλέσει ο Κάστρο θα αποδεχθώ αμέσως την πρόσκληση.>
- Τι μου λέτε; Αυτό είναι φανταστικό.
Η  Μπάρμπαρα κοίταξε το ρολόι της. Η συνέντευξη είχε κρατήσει τρείς ολόκληρες ώρες. Δεν είχε άλλο τηλεοπτικό χρόνο.
- Κύριε πρόεδρε σας ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να μου παραχωρήσετε αυτή την συνέντευξη.
- Εγώ σας ευχαριστώ κυρία Γουόλτερς που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω στον λαό  της Αμερικής. Είμαι βαθύτατα συγκινημένος.

krinos

- Αγαπητοί τηλεθεατές, ευχαριστούμε και εσάς που μας παρακολουθήσατε. Από τον πρόεδρο  Κάστρο και εμένα γεια σας».
- Έτσι που λες Μαργαρίτα, όση ώρα διηγήτο την ιστορία ο Μπρέζνιεφ, ο Νίξον κρεμόταν κυριολεκτικά από το τηλέφωνο. Όταν τελείωσε η αφήγηση, ο Μπρέζνιεφ σιώπησε για μερικά δευτερόλεπτα,  για να ανάψει ένα πούρο Αβάνας. Ο Νίξον περίμενε άφωνος και τότε ο Μπρέζνιεφ ρώτησε:
- Εκεί είσαι Ρίτσαρντ;  
- Εδώ είμαι Λέονιτ.
- Λοιπόν πως σου φάνηκε η ιστορία με την Μπάρμπαρα και τον Φιντέλ;
-  Εκπληκτική! Αλλά τόσο καιρό μου τα έκρυβες όλα αυτά και εσύ και η Μπάρμπαρα.
- Θέλαμε να σου κάνουμε μια μικρή έκπληξη.
- Ωραία ήταν πάντως η έκπληξη, τελικά καλό παιδί είναι ο Φιντέλ ρε Λέονιτ και τον είχα παρεξηγήσει.
- Ρίτσαρντ, πρόσεξε. Όταν έρθει ο Φιντέλ στην Ουάσινγκτον να τον πας σε εκείνο το μπαρ που πήγες και εμένα, με τις γυμνές χορεύτριες να δει κανένα καλό στήθος.
- Θα τον πάω και σε καλύτερα μέρη. Αλλά για πες μου, γιατί κοντεύω να το ξεχάσω, μου ξαμόλησες κανένα πύραυλο;
- Επειδή εσύ φοβάσαι και ρωσικούς ίσκιους, σε πληροφορώ ότι στείλαμε ένα πύραυλο χωρίς πυρηνική γόμωση.
- Αλλά με τι;
- Με σιταρένια.
- Έλα κόψε τις μαλακίες Λεονίτ.
-  Εμείς στέλνουμε τον πύραυλο μέχρι τον εναέριο χώρο σας να δούμε αν θα τον πιάσουν τα συμβατικά ραντάρ μιας και ρίξαμε τον δορυφόρο. Και για να μην τον φέρουμε πίσω άδειο, είπαμε να τον γεμίσουμε σιτάρι, να περάσει από τον εναέριο χώρο σας στην Κούβα και να μας τον στείλει πίσω με ελληνικό βαπόρι ο Κάστρο γεμάτο ζάχαρη.
- Μου σπας το εμπάργκο παλιοκουμούνι, θα σε κάνω σαπούνι.
- Σιγά ρε, εγώ δεν κάνω τον χαζό όταν πουλάς μυστικά όπλα στον Σαντάμ και Χομεϊνί; Τι καταλαβαίνεις να το κάνω βούκινο και να σε ρίξουν οι εφημερίδες σας από τον προεδριλίκι;
- Εντάξει Λεονίτ μου, μην μου συγχύζεσαι και θα σου στείλω και μερικές νάιλον γυναικείες κάλτσες και κανένα μπλουτζίν
- Μπράβο ρε Ρίτσαρντ, γι’ αυτό και εγώ δεν θα σου έστελνα ποτέ πυρηνικό πύραυλο.
Ο Μιχάλης κοίταξε την Μαργαρίτα που κρεμόταν από το στόμα του σαν σταφύλι κρητικό και της είπε:
- Καταλαβαίνεις τώρα τι μπορούσε να συμβεί; Να την προηγούμενη μέρα που έριξαν οι ρώσοι τον αμερικανικό δορυφόρο και εξαπέλυαν τον πύραυλο με το σιτάρι, να τον έβλεπε ο Νίξον στο όνειρο του και το πρωί στο βίντεο; Θα το πίστευε και θα εξαπέλυε τους πυρηνικούς πυραύλους και έχετε γεια βρυσούλες …..
- Παναγία μου! Η συντέλεια του κόσμου! Έχω όμως μια απορία πως  έμαθες αυτή την συνομιλία του Νίξον με του Μπρέζνιεφ;
- Το διάβασα σε μια εφημερίδα όταν ήμουν στην Αμερική. Ένας δαιμόνιος νεαρός ρεπόρτερ, ο Λάρυ Κίνγκ, πήρε μια συνέντευξη από τον Μπρέζνιεφ και μου τα είπε. Να δεις που μια μέρα θα ξετρυπώσει και  εμένα να μου πάρει συνέντευξη για τα όνειρα.
Η Μαργαρίτα άνοιξε την πόρτα και οδήγησε τον ταχυδρόμο στο γραφείο του Μιχάλη:
- Καλημέρας σας έχετε ένα συστημένο, υπογράφετε παρακαλώ εδώ;
Ο Μιχάλης υπέγραψε και πήρε το συστημένο γράμμα. Ένα φάκελο χρώματος μελαγχολικού γκρι, που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει απελπισία, γιατί καταλαβαίνει αμέσως τον αποστολέα: το Ελληνικό Δημόσιο. Άνοιξε τον φάκελο πήρε το  ‘’ ραβασάκι ‘’ και διάβασε. Μια αράδα όλη και όλη:
« Υπουργείο Οικονομικών
    Εφορία Αιγάλεω
   
   Μιχάλη Ρεβισώνη
   
    Αγαπητέ κύριε,
   
    Σας παρακαλώ να περάσετε από τα γραφεία μας για  φορολογική σας υπόθεση.

   Με τιμή
   Κατερίνα Τριαναταφυλλίδη
   Λοχαγός Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.»

Ο Μιχάλης ανατρίχιασε. Ξέχασε την εφορία. Εκείνο το                                                   ‘’ να περάσετε για υπόθεση σας ‘’ τον έκανε να θυμηθεί μια υπηρεσία που αρκετά χρόνια την έλεγαν ‘’ Ασφάλεια Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ‘’, στην οποία καλούσαν τον πατέρα του ‘’ Δι υποθεσίν του ‘’. Τον κερνούσαν καφέ και γλυκά, του… έλυναν το πρόβλημα του με την ποιο ανθρώπινη λύση και τον έφερναν σπίτι με αυτοκίνητο της υπηρεσίας για να μην επιβαρυνθεί το εισιτήριο του λεωφορείου. Αξέχαστες εποχές. Πόσοι δεν αναπολούν σήμερα εκείνο το αξέχαστο παρελθόν. Σαν να άκουσε μία άγρια φωνή να ρώτα, « το γέννησε ρε το μωρό η Φαλλάτσι;» και μια άλλη απαντούσε περήφανα « το γέννησε, το γέννησε», « και πως το είπε ρε η πόρνη;» ρώτησε η άγρια φωνή « Αλέκο, Αλέκο», απάντησε η περήφανη φωνή. Λοχαγός δίωξης οικονομικού Εγκλήματος! Ξαναδιάβασε.
« Μα τι πάρε – δώσε έχω με την εφορία; Αφού έλαβα και το εκκαθαριστικό και, να είναι καλά ο Αλέκος ο Παπαδόπουλος, πήρα και αρκετά χρήματα πίσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να χρωστάω.
Ο πατέρας θα μου γράψει την περιουσία όταν βγώ στην σύνταξη – λέει, « έτσι είναι καλύτερα, για να επενδύσεις τα λεφτά της σύνταξης  στην περιουσία». Είδες σοφία οι γέροντες, καλά λένε ‘’ άμα δεν έχεις γέρο δώσε και αγόρασε ‘’.
Αποκλείεται να χρωστάμε φόρους για τα μηχανήματα που έχουμε στο πανεπιστήμιο, αυτά μας τα στέλνουν οι αμερικανοί και δεν πληρώνουμε δασμούς. Στο μυαλό του ήρθε το όνειρο που είχε δει στο βίντεο. Έβλεπε την κα Τριανταφυλλίδη στα γραφεία της εφορίας να υπογράφει μια επιστολή που έγραφε ότι χρωστά ένα μεγάλο ποσό στην εφορία. «Για δες που τα όνειρα προβλέπουν το μέλλον! Μήπως όμως το όνειρο μετάφραζε κάποιους φόβους που υπάρχουν στο υποσυνείδητο μου; Όλοι οι φορολογούμενοι δεν φοβούνται την εφορία!». Θυμήθηκε αυτό που έλεγε συχνά η γιαγιά του η Στασία στην μητέρα του « ξεβγαίνουν τα όνειρα Ερνιά, ξεβγαίνουν», « μπορεί να έκανε λάθος και η εφορία», σκέφτηκε και έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.Την άλλη μέρα σηκώθηκε πρωί. Θα έκανε πολύ ζέστη εκείνη την ημέρα, έτσι είχε πει το προηγούμενο βράδυ η μετεωρολογική υπηρεσία. Η εφορία είχε μεταφερθεί σε ένα καινούργιο κτίριο κοντά στο σπίτι του Μιχάλη. Το έβλεπε από την βεράντα του σπιτιού να καμαρώνει με μεγαλοπρέπεια. Ο Σύνδεσμος  Ελλήνων Καταπατητών – να είναι καλά οι άνθρωποι – πούλησε στο δημόσιο το οικόπεδο και εκείνο έχτισε το κτίριο της εφορίας. Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε ένα κτίριο που έμοιαζε με τον Παρθενώνα. Όταν τελείωσε το κτίριο της εφορίας, οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον αρχιτέκτονα, «Πως σας ήρθε η ιδέα να σχεδιάσετε το κτίριο έτσι και να μοιάζει με τον

krinos

Παρθενώνα», και εκείνος απάντησε: « Δεν ήταν δική μου ιδέα αλλά του Υπουργού. Βλέπετε γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Πλάκα και έβλεπε κάθε μέρα τον Παρθενώνα και σιγά – σιγά του έγινε απωθημένο να φτιάξει ένα δικό του όταν μεγαλώσει». Όμως ο Υπουργός πρέπει να γνώριζε και ψυχολογία. Γιατί οι φορολογούμενοι που αντίκριζαν τον ‘’ Παρθενώνα ‘’ της εφορίας, έλεγαν με θαυμασμό ο ένας στον άλλον, « ολόιδιος είναι» και έτσι ο φόβος και η αγωνία τους για την εφορία πήγαιναν να κάνουν συντροφιά στον  Περικλή και τον Φειδία. Στο αέτωμα του ‘’ Παρθενώνα ‘’ είχαν τοποθετήσει τα περίφημα μάρμαρα του Παρθενώνα, που κάποτε έκλεψε ένας Άγγλος. Οι άγγλοι βαρέθηκαν να τα συντηρούν και τα δώρισαν στο Ελληνικό Κράτος, με την προϋπόθεση να τα τοποθετήσει σε ένα ολοκαίνουργιο δημόσιο κτίριο, στο προάστιο στη Αθήνας με την μικρότερη μόλυνση στο περιβάλλον του. Και έτσι το έχτισαν στο Αιγάλεω. Γι’ αυτό το λόγο είχε νοικιάσει και ο Μιχάλης εκεί σπίτι. Στην εισόδου του κτιρίου δεν υπήρχαν ούτε αστυνομικοί, ούτε κλητήρες, μόνο δύο λεβέντες, ίσαμε δύο μέτρα μπόι, με καφέ στολές. Στον ώμο του σακακιού τους έγραφε με χρυσά κεντητά γράμματα ‘’ SECURITY ‘’ . Ο χώρος υποδοχής ήταν τεράστιος. Ο δυνατός κλιματισμός σε έκανε αμέσως να τουρτουρίζεις. Στον δεξιό τοίχο του Χολ υπήρχε ανηρτημένο ένα τεράστιο οργανόγραμμα. Υπήρχαν όλες οι διευθύνσεις, οι φωτογραφίες και τα ονόματα των διευθυντών και των υπαλλήλων καθώς και ο όροφος, ο αριθμός του κάθε γραφείου καθώς και ο κωδικός πρόσβασης για το κομπιούτερ. Ο Μιχάλης παρατήρησε με θαυμασμό το οργανόγραμμα. « αυτά τα συστήματα πρέπει να τα εξάγουμε στην Αμερική», σκέφτηκε με περηφάνια. Στο οργανόγραμμα είδε και την διεύθυνση οικονομικού εγκλήματος, την φωτογραφία της Κατερίνας Τριανταφυλλίδη, τον αριθμό του γραφείου της, τον όροφο και τον κωδικό πρόσβασης με τον κομπιούτερ. Τον εντυπωσίασε το γεγονός ότι όλες οι κυρίες που έβλεπε στο οργανόγραμμα ήταν νέες και πολύ όμορφες – σαν να είχε μετατάξει στην εφορία η ‘’ Ολυμπιακή Αεροπορία ‘’ τις αεροσυνοδούς της. Στη βάση του οργανογράμματος υπήρχε μια έγχρωμη οθόνη και από κάτω ένα πληκτρολόγιο υπολογιστή. Στη βάση της οθόνης μια κάμερα. Πάνω από το πληκτρολόγιο υπήρχε ένα ταμπελάκι με οδηγίες. Ο Μιχάλης διάβασε:
1. Πληκτρολογήστε το όνομα σας.
2. Πληκτρολογήστε το όνομα του υπαλλήλου που θέλετε να σας δει.
3.Αναμείνατε εώς ότου εμφανιστεί στην οθόνη ο υπάλληλος.
4. Σας ζητάμε συγνώμη για την αναμονή και ζητούμε την κατανόησης σας, καλή σας μέρα.
Ο Μιχάλης πληκτρολόγησε το όνομα του. Μετά Κατερίνα Τριανταφυλλίδη. Αμέσως εμφανίστηκε στην οθόνη η Κατερίνα. Φαινόταν γλυκεία και τρυφερή.
- Καλημέρα σας κύριε Ρεβισώνη, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη; Ρώτησε τόσο ευγενικά που νόμιζες ότι έτρεχε μέλι από το στόμα της. Ο Μιχάλης κοίταξε την κάμερα και είπε:
- Κυρία Τριανταφυλλίδη έλαβα μία συστημένη επιστολή με την οποία με καλείτε για υπόθεση μου.
- Φορολογική βεβαίως.
- Μάλιστα, μάλιστα, παράληψης μου.
Η Κατερίνα φαινόταν στην οθόνη να πληκτρολογεί κάτι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα γύρισε προς τα μπρος το πρόσωπο της και είπε:
- Α μάλιστα, το βλέπω το θέμα σας. Γύρισε πάλι το κεφάλι της και πληκτρολόγησε κάτι, μετά είπε:
- Κύριε Ρεβισώνη ανεβείτε στο γραφείο μου σε πεντέμισι λεπτά, και με συγχωρείτε για την καθυστέρηση. Είπε και η οθόνη έσβησε αμέσως.
Ο Μιχάλης κοίταξε το ρολόι του ‘’ έχω ώρα για ένα τσιγάρο ‘’. Προχώρησε στο βάθος του χώρου υποδοχής και κάθισε σε ένα καναπέ. Ο καναπές ξυλόγλυπτος σε νησιώτικο σχέδιο σαν εκείνο που είδε στο ξενοδοχείο στα Ψαρά, όταν είχε πάει διακοπές. Άναψε τσιγάρο και ξενάγησε τη ματιά του τριγύρω. Έβλεπε καταπράσινα  φυτά σε πήλινες γλάστρες σε όλες τις γωνίες. Τα χάζεψε. Κανένα δεν είχε λουλούδια και όμως το μεθυστικό άρωμα ζάλιζε ως και εκείνον που είχε χάσει την όσφρηση του. «Αρωματικά φυτά», σκέφτηκε, « μα που τα βρήκαν; .. δεν υπάρχουν, μήπως το καινούργιο γαλλικό εργοστάσιο που έφτιαξαν εδώ δίπλα είναι για αρώματα»; Κουνούσε απορημένος το κεφάλι του και τεντώθηκε στον καναπέ. Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και ακούμπησε το κεφάλι στο τοίχο. Ένιωσε να ακουμπά κάτι μαλακό και πριν σκεφτεί ‘’ τι μπορεί να είναι ‘’, ένα άσπρο λουλουδάκι έπεσε στο πρόσωπο του. Το έπιασε και το έφερε στη μύτη. Μοσχοβολούσε « γιασεμί είναι;». Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον τοίχο. Ένα γιασεμί και ένα αγιόκλημα κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια του.Πήρε βαθιές ανάσες, σαν να ήθελα να υγροποιήσει το άρωμα στα ρουθούνια του. Κοίταξε το ρολόι του. πετάχτηκε όρθιος σαν να τον εκτίναξε το ελατήριο του καναπέ. Σε μισό λεπτό έπρεπε να βρίσκεται στο γραφείο της Κατερίνας. Έτρεξε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το ασανσέρ ήρθε πίσω από τη πόρτα, σαν να παραφύλαγε τους αργοπορημένους. Μπήκε και πάτησε το κουμπί. Ένιωσε ξαφνικά το στομάχι του να μπαίνει στο παχύ του έντερο και να κατεβαίνει ανυπόμονο. Το ασανσέρ τον ανέβασε στον όροφο που ήταν το γραφείο της Κατερίνας σε κλάσμα δευτερολέπτου. Θυμήθηκε τις αλαβέτες που ανέβαιναν στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης με την ταχύτητα φωτός. Μία μόνο φορά ανέβηκε.Έκτοτε, ούτε από κοντά από ουρανοξύστη δεν ήθελε να περάσει. Στο γραφείο της Κατερίνας έκανε διακοπές η πολυτέλεια και τα γαλλικά αρώματα. Ο Μιχάλης μόλις πέρασε στο γραφείο γνώρισε την Κατερίνα. «είδες τι κάνει το οργανόγραμμα, δεν χρειάζεται να ρωτάς ποιος είναι ο τάδε και ποια η τάδε». Προχώρησε, στάθηκε μπροστά της και χαιρέτησε.
- Καλημέρα σας, κυρία Τριανταφυλλίδη.
- Καλημέρα. Είπε κακόκεφα και με ψιθυριστή φωνή, λες και η φωνή της πλήρωνε διόδια για να περάσει από τον λαιμό της, ενώ συνέχιζε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή. «κουρασμένη θα είναι σκέφτηκε». Ο Μιχάλης περίμενε όρθιος αρκετή ώρα που του φάνηκε αιώνας. Τα πόδια του άρχισαν να πιάνονται. Σκέφτηκε να καθίσει, « μα δεν μου είπε να καθίσω». Κάποτε εδέησε … η Κατερίνα μετακίνησε προς τα πίσω την αναπαυτική της πολυθρόνα, γύρισε την ράχη της πίσω, έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι της και το ακούμπησε στο μαξιλαράκι γυρίζοντας το κεφάλι προς τον Μιχάλη ανασήκωσε νωχελικά την ματιά της και τον κοίταξε βαριεστημένα, σαν να ήθελε να του πει « ποιος διάολος σε έφερε μπροστά μου» και είπε:
- Θα πληρώσεις την οφειλή; Ο Μιχάλης στεκόταν απορημένος. Η Κατερίνα που έβλεπε μπροστά  του δεν του θύμιζε την Κατερίνα που είχε δει στην οθόνη «ρε μπας και στην οθόνη στέλνει ο υπολογιστής χαρούμενες εικόνες; Ετούτη μου μιλά στον ενικό, που με ξέρει; Δεν μου είπε ούτε να καθίσω, μήπως επειδή αυτή είναι λοχαγίνα, με πέρασε για φαντάρο;»
- Ποια οφειλή; Είπε ο Μιχάλης.
- Α! αυτά δεν τα γράφουμε.
Παραλίγο να της πει ο Μιχάλης « για να μην τρομάξουμε και πάρουμε τα βουνά».
- Σε τι συνίσταται η οφειλή;
- Επιπλέον φόρος 10.000.000. Είπε και κοίταξε τον υπολογιστή!
Ο Μιχάλης λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό και ρώτησε!  
- Μα εγώ δεν σας οφείλω φόρους!
- Πως δεν χρωστάς!
- Μα εγώ πήρα το εκκαθαριστικό από την εφορία σας και μου επιστρέψατε και αρκετά χρήματα.
- Μα εσύ υπάγεσαι στα ‘’ υποκειμενικά κριτήρια ‘’.
- Δηλαδή σε όσους επιστρέφετε χρήματα βρίσκετε τρόπο να τους τα παίρνετε πίσω; Είπε ο Μιχάλης, προσπαθώντας να κάνει αστείο. Η Κατερίνα τον σημάδεψε με την ματιά της, όπως η κόμπρα που ετοιμάζεται να χύσει το δηλητήριο.

krinos

- Για πρόσεχε, που θα μας πεις και κλέφτες.
- Συγνώμη για το αστείο.
- Να λείπουν τα αστεία και οι εξυπνάδες. Θα πληρώσεις σήμερα;
- Μα τι λέτε, εγώ δεν σας χρωστάω.
- Μα πως δεν χρωστάς, αφού υπάγεσαι στα  ‘’ υποκειμενικά κριτήρια ‘’.
- Μα απ’ ότι ξέρω, οι ερευνητές δεν υπάγονται στα "υποκειμενικά κριτήρια".
- Από πού το ξέρεις;
- Από το βιβλιαράκι που μας στέλνετε μαζί με την φορολογική δήλωση.
- Τι μου λες, δεν ξέρουμε εμείς και ξέρεις εσύ;
- Μα έτσι λέει το βιβλιαράκι της εφορίας, για κοιτάξτε το.
Η Κατερίνα πήρε το ογκώδες βιβλίο, το μετροφύλλησε, βρήκε τη σελίδα με τα διάφορα επαγγέλματα, διάβασε για λίγο και είπε:
- Πράγματι το επάγγελμα ερευνητής εξαιρείται από τα υποκειμενικά αλλά τι έρευνα κάνεις αγοράς; « όχι αγοράς. Τι να της πώ και να καταλάβει, θα με περάσει για παλαβό ή θα νομίσει ότι κάνω πάλι κανένα κρύο αστείο και θα με δαγκώσει, μα δεν μπορώ να πω και ψέματα».
- Η έρευνα κινείται γύρω από την φωτογράφηση των εικόνων του υποθάλαμου του εγκέφαλου του ανθρώπου και την βιντεοσκόπηση των ονείρων.
- Τι κάνεις λεέι; Είπε με γουρλωμένα μάτια.
Ο Μιχάλης επανέλαβε και πρόσθεσε με τέτοια φυσικότητα σαν να επρόκετιο για έρευνα στα νοικοκυριά.
- Παράξενο σας φαίνεται;
- Μόνο, παράξενο, αυτά γίνονται μόνο στα έργα επιστημονικής φαντασίας, λοιπόν κόψε τα αστεία και πες μου τι έρευνα κάνεις.
- Μα δεν είναι αστείο, αυτό που σας είπα ακριβώς κάνουμε.
- Μα είναι δυνατόν;
- Πως δεν είναι όταν ξοδεύονται 800 δισεκατομμύρια μόνο για τη πρώτη φάση της έρευνας.
- Δραχμές; Ρώτησε κατάπληκτη η Κατερίνα.
- Δολάρια!
- Μα ξοδεύει τόσα πολλά το δημόσιο, όταν εμείς μαζεύομε τα μισά; Αδύνατον!
- Ποιο δημόσιο, ένα ίδρυμα τα ξοδεύει.
- Μα ποιο ίδρυμα έχει πιο πολλά χρήματα από το δημόσιο; Αδύνατον!
- Ένα αμερικάνικο.
- Όλο έρευνες είναι αυτοί οι αμερικάνοι. Είπε με μετριοφροσύνη η Κατερίνα και συνέχισε:
- Που την κάνεις την έρευνα, στην Αμερική;
- Από εκεί ξεκίνησε αλλά τώρα συνεχίζεται στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
- Και εσύ τι κάνεις εκεί, φωτογραφίζεις τα όνειρα; Ρώτησε ειρωνικά η Κατερίνα.
- Όχι! Είπε χαμογελώντας ο Μιχάλης. Εγώ είμαι ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
- Και τι κάνεις δηλαδή;
- Καθηγητής είμαι.
- Που; Ρώτησε χαζά.
- Μα στο πανεπιστήμιο.
Η Κατερίνα πήρε μια έκφραση θαυμασμού, ξεροκάταπιε, κοκκίνισε λίγο από ντροπή, έφερε τη πλάτη της πολυθρόνας της σε όρθια θέση, συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα τον  έχει και στέκεται όρθιο και του μιλά στον ενικό με απαράδεκτο τρόπο, μαλάκωσε την έκφραση της σηκώθηκε από την πολυθρόνα και είπε με όλη την ευγένεια του κόσμου:
- Με συγχωρείτε κύριε καθηγητά, καθίστε παρακαλώ!
- Σας ευχαριστώ. Είπε και κάθισε.  
Οι απαντήσεις του Μιχάλη δεν της είχαν ικανοποιήσει την περιέργεια και ρώτησε:
- Και ποιος ενδιαφέρεται για τέτοιες περίεργες έρευνες;
- Οι αμερικάνοι.
- Μα τι τις θέλουν τέλος πάντων;
- Μα για να μας κυβερνούν.
- Ελάτε τώρα κύριε καθηγητά που μας κυβερνούν με τέτοιες έρευνες.
- Και με πολλές άλλες, γι’ αυτό ξοδεύουν και αστρονομικά ποσά.
- Εντάξει, αλλά πως μας κυβερνούν με τις έρευνες;
- Μα χωρίς τις έρευνες δεν βγαίνει κανένα νέο προϊόν, ούτε καρφίτσα. Και όταν εμείς δεν κάνουμε έρευνα, τότε δεν παράγουμε νέα προϊόντα και είναι φυσικό να αγοράζουμε τα δικά τους για να καλύψουμε τις ανάγκες μας .
- Καλά αυτό το καταλαβαίνω, αλλά πως μας κυβερνούν; Δεν κατάλαβα.
- Με την οικονομία τους και τα τουφέκια τους.
- Δηλαδή;
- Όταν δεν μας δανείσουν τα δολάρια τους για να αγοράσουμε τα όπλα που κατασκευάζουν, εμείς με τι θα πολεμήσουμε με σφεντόνες;
- Κατάλαβα. Είπε λυπημένα και πρόσθεσε – και εμείς τι ανακαλύψαμε με τις έρευνες μας;  
- Τα ξερά σύκα! Είπε ο Μιχάλης ειρωνικά.
- Ελάτε τώρα; Κάτι θα έχουμε εφεύρει και εμείς.
- Ναι βέβαια και τις σταφίδες. Είπε πικρόχολα
- Τι μου λέτε!
- Αυτό που σας λέω. Αν δεν γίνονταν έρευνες, οι επιστήμες θα ήταν όπως τις άφησαν οι αρχαίοι έλληνες.
- Τι μου λέτε!
- Σκεφτείτε ότι πριν τρεις χιλιάδες χρόνια ο Ήρων ανακάλυψε την ατμοτουρμπίνα. Και μόλις στον αιώνα μας οι ευρωπαίοι, μελετώντας την ανακάλυψη του Ήρωνα, έφτιαξαν τις ατμοτουρμπίνες και τις αεροτουρμπίνες, οι οποίες κινούν τα αεροπλάνα, τα πλοία και ένα σωρό εργοστάσια σαν της ΔΕΗ. Μπορείτε να φανταστείτε αν κατασκεύαζαν τουρμπίνες στην Ελλάδα, τι θα σήμαινε για την εθνική μας οικονομία; Μόνο τα ελληνικά βαπόρια να έβαζαν τις  ελληνικές τουρμπίνες, το κράτος θα καταργούσε την εφορία. Σιώπησε, μελαγχόλησε. Σκέφτηκε τι θα είχαν καταφέρει οι χιλιάδες έλληνες ερευνητές που εργάζονται στ εξωτερικό « του πουλιού το γάλα». Θυμήθηκε τα λόγια ενός έλληνα σερβιτόρου στην Νέα Υόρκη όταν άκουσε παρόμοια συζήτηση, « κύριε Μιχάλη, οι έλληνες έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού σε όλο τον κόσμο και έμειναν οι ίδιοι στραβοί».  Η Κατερίνα διέκοψε τις μελαγχολικές του σκέψεις:
- Για πέστε μου εσείς τι έχετε καταφέρει ως τώρα; Βιντεοσκοπήσατε τα όνειρα;
- Και βέβαια.

krinos

- Και τι βλέπετε δηλαδή;
- Τα πάντα που βλέπουμε στα όνειρα μας.
- Θα με τρελάνετε!
- Μέχρι και σας, είδα σε βιντεοσκοπημένο όνειρο!
Η Κατερίνα τινάχτηκε σαν αν την χτύπησε ο ηλεκτρισμός.
- Παναγία μου, πως με είδατε;
Ο Μιχάλης σκέφτηκε « με τον τρόπο που το είπε, θα νομίζει ότι την είδα ξεβράκωτη, και θα μου πει ότι είναι καλό κορίτσι.», χαμογέλασε και απάντησε:
- Μην ανησυχείτε, σας έβλεπα να είστε στο γραφείο σας και να υπογράφετε την επιστολή που μου στείλατε, αλλά με κάπως τροποποιημένο περιεχόμενο.
- Δεν μπορώ να το πιστέψω.
- Έχετε δίκιο, απίστευτα πράγματα!
- Μα πως  είναι δυνατόν να είδατε κάτι που θα συνέβαινε στο μέλλον;                                    
 - Είναι κάτι που πρέπει να το ερευνήσουμε.
 - Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν μπορώ.
Το πρόσωπο της πήρε μια απορημένη έκφραση σα εκείνου που προσπαθεί να φανταστεί πως μοιάζει η μάνα του Θεού. Τα μάτια της άστραψαν ξαφνικά και ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά είναι εύκολο να δώ τα όνειρα μου; Ρώτησε ικετευτικά.
- Βεβαίως.
- Και πότε και που θα τα δώ; Ρώτησε ανυπόμονα.
- Τώρα δεν μπορεί να γίνει.
- Μα γιατί;
- Γιατί πρέπει ….
Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι μόνο στο σπίτι του θα μπορούσε να τα δει και … δάγκωσε την γλώσσα του.
- Λοιπόν για πείτε μου.
Ο Μιχάλης σκέφτηκε μια δικαιολογία.
- Πρέπει να περάσει κάποιος χρόνος.
- Κρίμα. Είπε με παράπονο.
Ο Μιχάλης είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο της, την λυπήθηκε και προσπάθησε να την παρηγορήσει.
- Θα σας ενημερώσω όταν θα είμαστε έτοιμοι, όμως όταν θα σας ξαναδώ στα όνειρα μου, θα σας το πώ.
- Αμέσως όμως.
- Μη φοβάστε και να θέλουμε δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε, αφού τα γράφουμε σε βιντεοκασέτες.
- Θα μου τις δείξετε;
- Και βέβαια! Είπε και συνέχισε θέλοντας να αλλάξει συζήτηση.
- Τι θα γίνει με το θέμα μου;
Το πρόσωπο της Κατερίνας πήρε αμέσως την γνωστή έκφραση του δημόσιου υπαλλήλου, μόνο που τώρα δεν ήταν χαλύβδινη, μαλάκωσε και έγινε σιδερένια.
- Κύριε καθηγητά μπορεί να λέει ο νόμος ότι εξαιρεί τους ερευνητές όμως δεν εξαιρεί τους ελεύθερους επαγγελματίες.
 Του ήρθε αποπνυξιά και αποκρίθηκε:
- Μα τι σημασία έχει να είμαι ελεύθερος επαγγελματίας αφού είμαι ερευνητής;
- Το λέει ο νόμος. Τι να κάνω δεν μπορώ να το να αλλάξω. Αν θέλετε πηγαίνετε στον προϊστάμενο μου να, εκεί σε εκείνο το γραφείο, στον συνταγματάρχη τον κύριο Ωχαδελφίδη.
Ο Μιχάλης ευχαρίστησε την Κατερίνα και πήγε στον κύριο Ωχαδελφίδη, ο οποίος ευτυχώς δεν ήταν πόντιος. Του φάνηκε βλοσυρός σαν αξιωματικός του στρατού και με το γνωστό ατσάλινο ύφος. Είπε στον συνταγματάρχη το πρόβλημα του. Εκείνος άνοιξε τα κιτάπια του και απεφάνθη:
- Το λέει ο νόμος.
Μα, μου, σου, του, ο Μιχάλης, το βιολί του εκείνος « το λέει ο νόμος», λες και όλοι οι υπάλληλοι της εφορίας είχαν καταπιεί την ίδια κασέτα. Απελπίστηκε και αποφάσισε να πάει στον ίδιο τον έφορο. Ο υποστράτηγος Κάνστας, έτσι ονομαζόταν ο έφορος, τον εξέπληξε. Ήταν ευγενικός και με το χαμόγελο συνέχεια στα χείλη. Επανέλαβε στον Μιχάλη τα ίδια πράγματα, όπως και οι υφιστάμενοι του, αλλά έδειξε μεγαλύτερη κατανόηση και ενθουσίασε το Μιχάλη που νόμισε ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί. Όμως έμπλεξε χειρότερα.
- Πράγματι κύριε Ρεβισώνη, οι ερευνητές δεν υπάγονται στα υποκειμενικά κριτήρια, ανεξάρτητα αν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες ή όχι και σας ζητώ συγνώμη για το λάθος των υφισταμένων μου, όμως θεωρώ ότι η έρευνα σας είναι παροχή υπηρεσιών προς τους αμερικάνους! Το επιχείρημα του εφόρου θα μπορούσε να στείλει όλους τους γνωστικούς στο τρελοκομείο. Τον Μιχάλη τον έπιασε κόλπος. Απελπίστηκε, απογοητεύτηκε και στο τέλος αποφάσισε να κάνει αίτηση και να ζητήσει επίσημη απάντηση.
Την άλλη μέρα πέρασε από την εφορία και έδωσε την αίτηση. Όταν γύρισε στο γραφείου του, του έφταιγαν όλα. Ούτε την Ειρήνη σκεφτόταν ούτε την Μαργαρίτα, ούτε τα όνειρα, μόνο εκείνους τους απίθανους ανθρώπους που αν επέμεναν στα ίδια απίθανα πράγματα θα τον έστελναν κατ ευθείαν στο τρελοκομείο. Ανέβηκε στην κλινική και συζήτησε τα τρέχοντα θέματα με τους συνεργάτες του. Συζητώντας με τον Σοφοκλή τον ψυχίατρο, θυμήθηκε ότι αυτός είναι στέλεχος του κυβερνόντος  κόμματος και του διηγήθηκε την περιπέτεια του με την εφορία. Ο Σοφοκλής τον έστειλε « εκ μέρους του» στον διευθυντή του γραφείου το αρμόδιου Υφυπουργού. Ο Μιχάλης πήγε στον διευθυντή « εκ μέρους του». Εκείνος τον παρέπεμψε « εκ μέρους του» στον αρμόδιο γενικό διευθυντή. Εκείνος κάλεσε στο γραφείο άλλους δύο διευθυντές, επειδή ο Μιχάλης πήγε στο γραφείο του « εκ μέρους του», για να αποφανθούν επί του θέματος. Και οι τρείς διευθυντές είχαν ύφος στρατηγού και ο Μιχάλης ένοιωσε σαν Κούρδος που ανακρίνεται από Τούρκους.
Επειδή ο Μιχάλης πήγε « εκ μέρους του», οι τρεις διευθυντές τον συμβούλευσαν:               « κάνε ένα περίγραμμα της ερευνάς σου και δώσε το στον έφορο του Αιγάλεω, για να διαπιστώσει αν η ερευνά σου δεν είναι παροχή υπηρεσιών». Ο γενικός τηλεφώνησε στον έφορο στο Αιγάλεω και του είπε: « ο κύριος Ρεβισώνης θα έρθει    ‘’ εκ μέρους μου ‘’».
Ο Μιχάλης είδε την τρέλα να του χαμογελά. Της χαμογέλασε και εκείνος. Άρχισε να βλέπει την πόρτα του τρελοκομείου να ανοίγει αργά και να εμφανίζονται ο Ναπολέων, ο Χίτλερ, ο Στάλιν και όλο το υπόλοιπο σινάφι και του φωνάζουν χαρούμενοι « καλώς τον συνάδελφο, τι νέα από τους τρελούς του έξω κόσμου;». Κατέβηκε δέκα – δέκα τα σκαλιά του υπουργείου, στάθηκε στο πεζοδρόμιο να πάρει ταξί και να γυρίσει στο πανεπιστήμιο. Μπήκε σου πρώτο που σταμάτησε μπροστά του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη.
- Σιγά την πόρτα!, που πάμε; Ρώτησε ο εκπρόσωπος της ‘’ κίτρινης φυλής ‘’.
- Στο Δαφνί!
Ο οδηγός γύρισε άγρια το κεφάλι του, είδε τον Μιχάλη ότι ήταν αναστατωμένος σαν άγρια θάλασσα και του είπε με συμπόνια:

krinos

- Αυτά έχει η ζωή!
- Τι έχει, λέει η ζωή;
- Βάσανα, βάσανα.
- Και ποιος δεν έχει.
Του πέρασε από το μυαλό να πει στον οδηγό το πρόβλημα του με την εφορία αλλά το μετάνιωσε. « τι να καταλάβει ο άνθρωπος! Άσε μην τρελαθεί κι αυτός σαν και εμένα». Το ταξί μπήκε στην οδό Αθηνάς, έστριψε αριστερά στην Σοφοκλέους και μετά αριστερά στην Πειραιώς. Όταν το ταξί πέρασε μπροστά από το Υπουργείο Εργασίας ο Μιχάλης είπε στον οδηγό:
- Δεν πάμε καλά.
- Καλά πάμε.
- Μα πάμε σε λάθος κατεύθυνση.
- Την δουλεία μου δεν ξέρω; Είπε άγρια ο οδηγός.
- Με συγχωρείτε, μα από την Πειραιώς πως θα πάμε στο πανεπιστήμιο;
- Ποιο πανεπιστήμιο χριστιανέ μου; Είπε υψώνοντας και άλλο την φωνή του ο οδηγός.
- Το πανεπιστήμιο Αθηνών.
- Στο Δαφνί δεν πάμε;
- Ποιο Δαφνί, στο πανεπιστήμιο πάω.
- Μα εσύ μου είπες όταν μπήκες, ότι πας στο Δαφνί, το τρελοκομείο.
- Στο πανεπιστήμιο σου είπα. Απάντησε εξοργισμένος ο Μιχάλης.
Ο οδηγός σταμάτησε το ταξί στην άκρη του δρόμου, κούνησε το κεφάλι του και μονολόγησε: « καλά λένε οι τρελοί, ότι κάνουν τρελούς του γνωστικούς.»
- Αποφάσισε που θέλεις να πας γιατί θα με τρελάνεις.
- Στο πανεπιστήμιο.
« έχει δίκιο ο οδηγός».
Μια βδομάδα χρειάστηκε να γράψει το περίγραμμα της έρευνας. Το συμπύκνωσε σε τριάντα σελίδες. Απέφυγε να χρησιμοποιήσει ακαταλαβίστικους όρους, όπως ανεξάρτητες και εξαρτημένες μεταβλητές, διαλεκτική σχέση υποσυνείδητου και υποθαλάμου, που θα ήταν ανεξήγητα για τους εφοριακούς. Από την ημέρα που πήγε στην εφορία δεν ήθελε να βιντεοσκοπήσει τα όνειρα του. Η ιδέα ότι μπορεί να δει κανένα εφοριακό τον αναστάτωνε. Την προηγούμενη της επίσκεψης του στην εφορία, δεν άντεξε στον πειρασμό και βιντεοσκόπησε τα όνειρα του, « μπορεί να δει την θετική απάντηση του εφόρου, δεν αποκλείεται, ο πομπός του υποθαλάμου μου να στείλει το περίγραμμα της έρευνας στο δέκτη του υποθαλάμου του εφόρου».Οι παρατηρήσεις του Μιχάλη τον έπειθαν μέρα με την μέρα ότι οι υποθάλαμοι των ανθρώπων επικοινωνούν, κατά κάποιο τρόπο. Το πρωί έβαλε την βιντεοταινία στον υπολογιστή. Όλα τα όνειρα ήταν άσχετα με την εφορία, μόνο ένα κάτι θύμιζε. Είδε την Κατερίνα να στέκεται μπροστά στο γραφείο της, κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι και τον εαυτό του να βγαίνει από το γραφείο της. Εκείνη του είπε, « Μιχάλη να μην ξεχάσεις εκείνα τα ρομαντικά που μου υποσχέθηκες». Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτό το όνειρο. « μα δεν της υποσχέθηκα τίποτα ρομαντικό, μόνο ότι θα της δείξω κάποτε βιντεοκασέτες με όνειρα. Τι να σημαίνει το τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι της; Μήπως έχει σχέση με το επίθετο της; Τι να εννοεί με το ‘’ εκείνα τα ρομαντικά ‘’». Έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Ξαφνικά πήδηξε σαν τον Αρχιμήδη και φώναξε: - το βρήκα, τα δίστοιχα, είναι τα ρομαντικά, αυτά εννοεί ότι της υποσχέθηκα. Μα πως ξέρει ότι γράφω δίστιχα; Δεν της είπα κάτι τέτοιο. Μια τρελή ιδέα του ήρθε στο μυαλό. «αν της γράψω ρομαντικούς στίχους και της αρέσουν μπορεί να μου λύσει το πρόβλημα μου». Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς του, «άμα χαμογελάς της ομορφιάς, σου χαμογελά και εκείνη». Κάτι θα ήξερε η γιαγιά. Πήρε θάρρος, ένιωσε δυνατός σαν το Μέγα Αλέξανδρο. Φύτεψε στο κήπο της καρδίας του όμορφα μυρωδάτα λουλούδια, έδωσε στα αηδόνια γλυκόλαλες λύρες να του παίξουν ένα Κασίωτικο ρομαντικό σκοπό – το ‘’ Πάθος ‘’.
« τι μερακλίτικος σκοπός είναι αυτό το ‘’ πάθος ‘’
   προπάντων σαν τον τραγουδάς, από της καρδίας το βάθος».
Έφερε την Κατερίνα στο μυαλό του. « τι όμορφη κοπέλα που είναι!». Έβαλε στο μαγνητόφωνο την κασιώτικη κασέτα με το ‘’ Πάθος ‘’, κάθισε στο γραφείο του και έγραψε τις μαντινάδες για την Κατερίνα.

Κάνω και πάλι έκκληση, θερμή στην έμπνευση μου
   να γράψω στίχους όμορφους, μέσα από την ψυχή μου  

Άξαφνα σε συνάντησα, μέσα στην εφορία
   εκεί που βρίσκει ο άνθρωπος μόνο ταλαιπωρία

Το θέμα μου πολύπλοκο, ήθελες να το λύσεις
   μα ο νόμος δεν επέτρεπε, να κάνεις παρεκκλίσεις

Ελπίδες πάντως μου έδωσες, ότι θα βρεις  μια λύση
  και ότι ο ανώτερος, μπορεί να βοηθήσει

Ράντισες με χαμόγελο, τη λύπη και το άγχος
  στα μάτια σου φαινόμουνα σαν ραγισμένος βράχος

Ίαση ένιωσε η καρδία από το χαμόγελο σου
   που σαν φορολογούμενο θα με έβλεπες εχθρό σου

Ναυάγησα στα μάτια σου, πνίγηκα στη ματιά σου
   και σκλάβος τώρα έγινα για πάντα της καρδίας σου

Ανάλαφρα αισθάνομαι, στα σύννεφα πετάω
και το γλυκό σου πρόσωπο, στα χέρια μου κρατάω
                            ***
Τα χείλη ροδοπέταλα, γλυκά είναι σαν μέλι
   λες και τα ζωγραφίσανε με κέφι οι άγγελοι

Ρίγος περνάει στο κορμί και ζάλη στο κεφάλι
   από τα δέσμια της ομορφιάς, ποιος τάχα θα με βγάλει

Ιτιά μου λυγερόκορμη λεβέντισσα κεφάτη
  που νόμισαν τα μάτια μου, πως είσαι οφθαλμαπάτη

Αιτία ψάχνω για να βρω, τα πάντα θα τα κάνω
   στην αγκαλιά σου να βρεθώ, γλυκά και να πεθάνω    

Να ήτανε η αγάπη σου, λουλούδι στη καρδιά μου
   μόνο εσένα να έβλεπα, μέσα στα όνειρα μου

Ταξίδεψα με το όνειρο μέσα στην αγκαλιά σου
   και σαν πουλί κοιμήθηκα με τα γλυκά φιλιά σου

Ανάμεσα στα χείλη σου, κράτησε τη ψυχή μου
   όταν στο χώμα θα ταφεί, για πάντα το κορμί μου

krinos

Φάρος θα είσαι στη ψυχή, γλυκά θα τη φωτίζει
    της ομορφιάς σου, η θάλασσα πάντα  θα τη δροσίζει

Ύφαλος η αγάπη σου, η βάρκα μου σκαρώνει
    και η ματιά σου στο γιαλό, έπεσε και με σώνει.

Λουλούδι που μοσχοβολάς, τον κόσμο ομορφαίνεις
   του έρωτα κάθε πληγή, εσύ μπορείς και υγιαίνεις

Λαμπρό αστέρι, του ουρανού, φέγγε μου στο σκοτάδι
   να έρχομαι να σε συναντώ, γλυκεία μου κάθε βράδυ

Ίσαμε πάνω στα βουνά, σκαρφάλωσε η χαρά μου
   που άφησες τον έρωτα να μπει μέσα στην καρδιά μου

Δέος με πιάνει όταν βρεθώ, στόχος για τη ματιά σου
   θα είμαι για πάντα θαυμαστής, στα κάλλη τα δικά σου

Ήτανε τα αργύρια, το πρόβλημα να λύσεις
    κι εμένα για τα δίστιχα να με ευχαριστήσεις

Μιχάλης Ρεβισώνης
Έβαλε το ροζ χαρτί με τις μαντινάδες σε ένα καφέ φάκελο και πήγε στο γραφείο της Κατερίνας. Στο Χολ του ‘’ Παρθενώνα ‘’ γέμισε τα ρουθούνια του μυρωδάτο αέρα από το γιασεμί και το αγιόκλημα. Ανέβηκε στο γραφείο της, την καλημέρισε και κάθισε. Την παρατήρησε. Όπως ήταν ήρεμος και κεφάτος με την σκέψη του γεμάτη ρομαντισμό και την καρδιά του τρυφερότητα, αντίκρισε την πραγματική Κατερίνα. Ήτανε πολύ όμορφη, με απαλά χαρακτηριστικά, πρόσωπο κουκλίστικο, σαν να το έβγαλαν από βιτρίνα, μαύρα μάτια, τρυφερή και καλοσυνάτη ματιά, μεταξένια μαλλιά – βαμμένα κοκκινωπά. Φορούσε μπεζ μεταξωτή μπλούζα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ, που άφηνε τα στητά της στήθη να σου χαμογελούν, πράσινη φούστα με μεγάλο σκίσιμο στο μπροστινό μέρος και όπως καθόταν με το ένα καλλίγραμμο πόδι πάνω στο άλλο, προκαλούσαν και τυφλό. Η ματιά του Μιχάλη ευφράνθηκε. Εκείνη τον κοίταξε στοργικά και του είπε:
- Τι έγινε με το θέμα σας κύριε καθηγητά το λύσατε;
Του φάνηκε ότι τον ρωτούσε με όλο το ενδιαφέρον του κόσμου.
- Δυστυχώς όχι.
- Για πέστε μου τι …. Σταμάτησε απότομα, τον κοίταξε παράξενα και είπε:
- Μου επιτρέπεται μία προσωπική ερώτηση;
- Πόσο προσωπική; Ρώτησε χαμογελώντας.
- Α μην ανησυχείτε.
- Σας ακούω.
Εκείνη χαμογέλασε και ρώτησε:
- Γράφετε στίχους κύριε καθηγητά;
Ο κεραυνός χτύπησε τον Μιχάλη στον κεφάλι και βγήκε από τα γόνατα του. Παρέλυσε. Μόνο αυτή την ερώτηση δεν περίμενε να του κάνει, την ώρα που ετοιμαζόταν να τις δώσει τις μαντινάδες. «πως ξέρει ότι γράφω στίχους, αφού την γνώρισα πρώτη φόρα στην εφορία και δεν της είπα κάτι τέτοιο. Μήπως ο υποθάλαμος της επικοινώνησε με τον δικό μου και έμαθε ότι γράφω μαντινάδες; Και αν το έμαθε μήπως ξέρει και τι της έγραψα;». Σκέφτηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να της πει την αλήθεια.
- Μάλιστα. Είπε ο Μιχάλης, ταπεινά.
- Α! ωραία θαυμάσια! Και τι στίχους γράφετε;
- Ομοιοκατάληκτους.
- Α! σαν τις κρητικές μαντινάδες; Ρώτησε με θαυμασμό.
- Και σαν της Κάσου.
- Ποίας Κάσου;
- Το νησί Κάσος, δεν το γνωρίζετε;
Εκείνη σκέφτηκε για λίγο και αποκρίθηκε.
- Μα ναι, έχω ακούσει και για το ολοκαύτωμα του από τους Τούρκους, αλλά δεν θυμάμαι που βρίσκεται, για θυμίστε μου.
- Μεταξύ Κρήτης και Καρπάθου στα Δωδεκάνησα.
Ο Μιχάλης θυμήθηκε την απάντηση που έδινε πολλές φορές σε παρόμοια ερώτηση αστειευόμενος. « ο Δίας έβαλε μια πέτρα στη σφεντόνα του και σημάδεψε τον Θεό Έρωτα, γιατί τον ζήλευε που δεν είχε αφήσει Θεά για Θεά να μην την αποπλανήσει. Αστόχησε όμως και η πέτρα έπεσε στη θάλασσα. Κι έτσι γεννήθηκε ο νησί της Κάσου».
Ο Μιχάλης προφανώς είχε παραφράσει μια πολύ παλιά μαντινάδα της Κάσου.
« Ρίψας πέτραν εκ σφεντόνης, ο Θεό της είπε στάσου
  κι ως εκ θαύματος γεννήθει, το νήσιον της Κάσου».
- Γράφετε και ερωτικές μαντινάδες τότε;
Η Κατερίνα είχε διαβάσει ένα βιβλίο του Δερμιτζάκη με ερωτικές μαντινάδες, που της  το έδωσε μια φίλη της Κρητικιά και είχε εντυπωσιαστεί. Ο Μιχάλης έκανε το ενδιαφέρον της Κατερίνας σαν τα γλυκά της χείλη και τα φίλησε.
- Γράφω όταν μου το ζητήσει μία ωραία κοπέλα σαν κι εσένα
Η Κατερίνα κολακεύτηκε, χαμήλωσε λίγο τη ματιά, σκέφτηκε να σταματήσει να γυρνά σαν το σκύλο γύρω από τον σκίνο για να πιάσει τον λαγό και πήδηξε μέσα να τον πιάσει. Ρώτησε ικετευτικά με χαδιάρικη φωνή:
- Θα γράψετε και για μένα;
Ο Μιχάλης αιφνιδιάστηκε. Κοκκίνισε λίγο, ξεροκάταπιε αλλά συνήλθε και πήδηξε κι αυτός στο σκίνο να πιάσει το λαγό:
- Μα και βέβαια, είναι τιμή και ευχαρίστηση για μένα.
- Α! ωραία και πότε θα μου τις γράψετε;
Ο Μιχάλης μιας και έπιασε το λαγό, αποφάσισε να τον κάνει στιφάδο και αποκρίθηκε:
- Σύντομα!
- Πόσο σύντομα; Ξαναρώτησε εκείνη με ανυπομονησία στα μάτια.            
- Τώρα αμέσως! Δώστε μου μια κόλλα χαρτί.
Η Κατερίνα ξαφνιάστηκε και άρχισε να κοκκινίζει. Νόμιζε ότι για να γράψει ένας κρητικός σαν τον Δερμιτζάκη στίχους θα χρειαζόταν ένα χρόνο. Ένιωσε σαν πρωτόβγαλτο κοριτσάκι που ο νεαρός ετοιμάζεται να της κάνει ερωτική εξομολόγηση.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα. Ένας πόνος τσίμπησε την καρδία της λες κι ο έρωτας της έριξε ένα βέλος του. Τότε μόνο πρόσεξε το Μιχάλη. Όμορφος, γλυκός με μαύρα μάτια γεμάτα έρωτα. Κατάλαβε ότι είχε πέσει στη θάλασσα του έρωτα, προσπάθησε να κρατηθεί από το βέλος που της είχε τσιμπήσει την καρδιά. Το άρπαξε αμέσως:
- Ορίστε κύριε καθηγητά. Είπε, είχε πιάσει το στυλό, που της είχε φανεί σαν βέλος και τον έδινε στο Μιχάλη.

krinos

- Χαρτί σας ζήτησα. Είπε καλοσυνάτα, σαν να καταλάβαινε την σύγχυση της.
Η Κατερίνα του την έδωσε. Ο Μιχάλης την πήρε στο χέρι του και είπε:
- Μου δίνετε και ένα φάκελο;
Εκείνη του έδωσε και το καφέ φάκελο. Ο Μιχάλης δίπλωσε την ροζ κόλα και την έβαλε μέσα στο φάκελο. Και ξαφνικά ο διάολος καβάλησε τη σκέψη του. « να της κάνω ένα αστείο να χαλαρώσει». Την έβλεπε σφιγμένη και αναστατωμένη. Σηκώθηκε αργά και της γύρισε την πλάτη. Έβαλε τον καφέ φάκελο, που του είχε δώσει στην αριστερή τσέπη του σακακιού του και πήρε από την δεξιά το δικό του με τις μαντινάδες. Η Κατερίνα νόμισε ότι ο Μιχάλης έφευγε και ήταν έτοιμη να του μιλήσει. Η φράση της έμεινε στα χείλη γιατί ο Μιχάλης γύρισε προς το μέρος της, κάθισε στην καρέκλα και της είπε αποφασίζοντας να κόψει τον ‘’ γόρδιο δεσμό ‘’ του πληθυντικού, της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού που κάθε φορά που τον ‘’ έκοβε ‘’ ένιωθε τέτοια ανακούφιση, σαν να έβλεπε τα βράχια της Κρήτης και της Καρπάθου να ακουμπούν τα βράχια της Κάσου και να τα φιλούν.
- Ορίστε οι στίχοι που σου έγραψα και ακούμπησε το φάκελο μπροστά της.
- Μα αστειεύεστε, τώρα;                        
- Όχι βέβαια, άνοιξε το.
- Δεν είναι δυνατόν με κοροϊδεύετε. Αν δεν θέλετε να μου γράψετε δεν πειράζει. Είπε και το όμορφο στόμα της μίκρυνε από πίκρα.
- Μα πως δεν θέλω, αφού σου έγραψα, άντε λοιπόν άνοιξε το φάκελο.
Στης Κατερίνας το μυαλό οι λάμπες έσβησαν ο υποθάλαμος της σκοτείνιασε, « δεν μπορεί να με κοροϊδεύει ένας ολόκληρος καθηγητής, άρα τις έγραψε τις μαντινάδες μα πότε της έγραψε σε ένα δευτερόλεπτο; Και τι είναι θεός; Αποκλείεται. Κι αν δεν είναι θεός τότε τι είναι; Ο διάολος είναι, αφού είναι θεός – έστω και κακός – και είναι πανταχού παρών. Μόνο αυτός θα μπορούσε να γράψει στιγμιαία μαντινάδες, άρα; Άρα ο καθηγητής είναι ο διάολος, ο διάολος ο μεταμορφωμένος σε καθηγητή και ήρθε να με σκανδαλίσει με μαντινάδες ερωτικές για να αμαρτήσω, να κάνω καμία κακή πράξη. Μα τι πράξη; Εγώ δεν διαχειρίζομαι χρήματα για να τα κλέψω, τότε;  Μήπως για να με δωροδοκήσει; Αλλά για ποιο πράγμα; Μήπως για να μη πληρώσει φόρους; Μήπως είναι φοροφυγάς; Μα είναι δυνατόν ο διάολος να είναι φοροφυγάς; Εκτός και αν τον κυνηγά ο Θεός ο δικός μας, ο καλός, για φοροδιαφυγή. Ε, τότε έχει και ο παράδεισος εφορία. Α! ωραία, δεν θα είμαι άνεργη, ούτε θα ραίνω με ροδοπέταλα, στα νυχτερινά κέντρα του παραδείσου το Γιαννόπουλο τον υπουργό της Εργασίας για να μου βρει δουλεία. Α! σε αυτό το καφέ φάκελο είναι τα χρήματα της δωροδοκίας. Μα τι χρήματα είναι αυτά; Ούτε με δραχμές μοιάζουν, ούτε με μάρκα, ούτε με φράγκα, ούτε με λίρες, ούτε με δηνάρια, όμως κάτι μου θυμίζουν.
Μα ναι, είναι ρούβλια της Σοβιετίας. Μα τι διάολο – νάτος πάλι, μπήκε και στο στόμα μου ανάθεμα τον – με ρούβλια κάνει τις συναλλαγές του ο διάολος; Α! ώστε είχε δίκιο εκείνος ο καλόγερος της ομοσπονδίας των ‘’ Χιλίων Αστών ‘’ όταν μου είπε: « επειδή ο πληθωρισμός στη Σοβιετία είναι πάρα πολύ μεγάλος, αλλάζουν διαρκώς νομίσματα. Τα παλιά είναι τρισεκατομμύρια και επειδή γέμισαν ασφυκτικά όλες οι χωματερές, έφτιαξε ο υπουργός της Χωροταξίας, ο οποίος λένε είναι ο καλύτερος από τότε που έγινε η Σοβιετία, ο Κωσταντίνοφ Λαλιωτόφ, εργοστάσια υγιεινής ταφής των Ρουβλιών. Αλλά οι σοβιετικοί, σπάταλοι όπως είναι, δώστου και έκαναν σκουπίδια με ρούβλια. Γέμισε ο Λαλιώτοφ εργοστάσια τη Σοβιετία και μόνο σε δύο προάστια της πρωτεύουσας, την Αυλωνόφ και τη Κεράτοφ, υπήρχε χώρος για εργοστάσια. Όμως οι κάτοικοι αυτών των προαστίων αντέδρασαν δυναμικά. Έκοψαν τις σωλήνες του νερού, έξω από τα σπίτια τους πέταξαν στους σκύλους όλα τους τα τρόφιμα, χάρισαν και τα ψυγεία τους στους παλιατζήδες και μετά κλείστηκαν στα σπίτια τους, αποφασισμένοι να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα. Ο Λαλιώτοφ τους έταξε τα πάντα μέχρι που τους κρέμασε στη πόρτα τους και το πετραχήλι του λαγού. Μάταιος κόπος. Στην απελπισία του ο Λαλιώτοφ, που δεν ήθελε να πεθάνουν οι άνθρωποι, γιατί εκεί ήταν η εκλογική του περιφέρεια, τηλεφώνησε στο διάολο.
 Μόνο αυτός θα με βοηθήσει σκέφτηκε. Και του είπε:
- Θέλεις ρε να σου δώσω μια καλή δουλεία;
- Τι δουλειά;                          
- Να κάνεις τον δρόμο από την γή στον παράδεισο.
- Α! ωραία δουλειά, μα που θα βρω τα λεφτά; Εδώ με κυνηγά ο θεός γιατί του χρωστάω φόρους.
- Μη σε νοιάζει θα σου πληρώσω και τους φόρους και θα σου δώσω και δάνειο.
- Μα σου είπα, δεν υπάρχει σάλιο, πήγα ο μαλάκας στο καινούργιο καζίνο που έκαναν στο παράδεισο, αλλά επειδή οι Άγιοι είχαν μαγνητίσει τη ρουλέτα, τα έχασα όλα και έμεινα ταπί και ψύχραιμος.
 - Μα σου είπα ρε δικέ μου θα σου δώσω όσα θέλεις.
- Μα τι διάολο, τόσο καλό υπουργό των οικονομικών έχετε; Μπας και το λένε και αυτόν Αλέκο;  
- Μα πως το μάντεψες;
- Γιατί όσους επιτυχημένους Υπουργούς Οικονομικών γνωρίζω Αλέκους τους λένε.
- Τι μου λες, εγώ το αγνοούσα.
- Εντάξει, αλλά πότε θα σου ξεπληρώσω το δάνειο;
- Σε δέκα εκατομμύρια έτη φωτός.
- Τι λες ρε, γιατί τόσο γρήγορα, για βιομήχανο με πέρασες; Βάλε κάτι ακόμη.
- Ότι θέλεις δικέ μου.
Κι έτσι που λες Κατερίνα λύθηκε το πρόβλημα, να είναι καλά ο διάολος. Α! από εκεί βρήκε τα παλιά ρούβλια και τα έβαλε στο φάκελο για να με δωροδοκήσει. Εμ, δεν φαντάστηκε ότι ξέρω ότι τα ρούβλια δεν περνάνε. Θα σε κανονίσω εγώ σκατοκερατά διάολε. Θα σε κάνω όπως έκανε ένας κρητίκαρος εφοριακός στην εφορία της Φιλοθέης, ένα εργάτη που πήγε να τον δωροδοκήσει για να του μειώσει το φόρο ακίνητης περιουσίας. Του είπε δύο μαντινάδες και ο εργάτης έφυγε αμέσως, μπήκε σε ένα κρητικό βαπόρι, πήγε στην Κρήτη, ανέβηκε στην κορυφή του Ψηλορείτη και κρύφτηκε σε μια σπηλιά από το φόβο του.
« Αυτά είναι τα αργύρια, φίλε μου του διαόλου
   τίμιο εφοριακό δεν συγκινούν καθόλου

   τα χρήματα που έβαλες, στο φάκελο και βρήκα
   τώρα θα σου τα βάλουμε στου κώλου σου την τρύπα

   άντε λοιπόν στο διάολο και εσύ και τα λεφτά σου
   να μην σηκώσω την μπουνιά και λιώσω τα μυαλά σου».
- Άντε λοιπόν, άνοιξε το φάκελο, άνοιξε τον επανέλαβε ο Μιχάλης.
Η Κατερίνα αναρίγησε, ο διάολος είναι λοιπόν μεταμορφωμένος. Κοίταξε το φάκελο και μετά κοίταξε το Μιχάλη. Της φάνηκε διαφορετικός. Το ύφος του αυστηρό με σκληρά και τραβηγμένα χαρακτηριστικά και κατασκότεινα μάτια. Η ματιά του διαβολική, σαν το καμάκι που κρατά ο διάολος. « τώρα θα ανοίξω το φάκελο και θα σε ξεσκεπάσω διάολε». Ένιωσε την επιθυμία να κάνει τον σταυρό της. Έπιασε το φάκελο, πήρε το ρόζ χαρτί και το κοίταξε. Η ματιά της σκαρφάλωσε στη ράχη της πρώτης μαντινάδας και μετά στων υπολοίπων. Ο Μιχάλης άρχισε να παρατηρεί την αλλαγή του προσώπου της. Έμοιαζε σαν μπουμπούκι τριαντάφυλλου που ανοίγει. Τα ροδοπέταλα στα μάγουλα της χαμογελούσαν από ευτυχία. Η ματιά της χάιδευε τρυφερά τις μαντινάδες και εκείνες της αγκάλιαζαν την καρδιά. Ένοιωσε το ερωτικό τους χάδι, το αίμα της ράντισε το λουλούδι του έρωτα. Ο έρωτας το έβαλε πίσω από το αυτί της ψυχής του. Ένιωθε να βγαίνει η ψυχή από το σώμα της από την αβάσταχτη ευτυχία. Έσβηνε.

750 Επισκέπτες, 1 Χρήστης