Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 553
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 405
  • Total: 405

Κοιτάζοντας το Ονειρο ΝΙΚΟΛΑΣ Γ. ΡΕΪΣΗΣ

Ξεκίνησε από krinos, Ιουλίου 01, 2004, 01:11:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

krinos

Έκλεισε σιγά – σιγά τα μάτια. Έσβησε. Μόνο το ευτυχισμένο χαμόγελο στα χείλη της θύμιζε ότι κάποτε ότι σε αυτό το σώμα κατοικούσε μια ψυχή. Ο Μιχάλης βλέποντας τα κλειστά μάτια της και το γλυκό χαμόγελο στα χείλη την ρώτησε ψιθυριστά:
- Σου άρεσαν;
Η Κατερίνα ένοιωσε τον Μιχάλη σαν θεό που της φυσούσε τη ζωή. Η ψυχή γύρισε στο σώμα της. Άνοιξε σιγά – σιγά τα μάτια της. Έστειλε τη ματιά της να χαϊδέψει τα φλογερά μάτια του Μιχάλη. Η ματιά γύρισε. Έφερε τη φλόγα των ματιών του και έβαλε φωτιά στο κορμί της. Τα μάγουλα της έγιναν κόκκινα, σαν ερωτευμένες παπαρούνες. Τα χείλη της έσταξαν μέλι και αποκρίθηκε:
- Μου άρεσαν πολύ Μιχάλη. Είπε και σιώπησε.
Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι οι μαντινάδες της άγγιξαν την καρδιά όπως ο έρωτας. Ένοιωσε υπέροχα που έκανε ευτυχισμένη την Κατερίνα και την κοίταξε με την ποιο ερωτική ματιά του κόσμου και έκανε την Κατερίνα να νιώσει ότι ο διάολος μπήκε κάτω από την φούστα της. Αναρίγησε. Ένοιωσε να τον ποθεί. Το μυαλό της πήρε ένα εκατομμύριο στροφές. Και τι δεν σκέφτηκε: « τόσο πολύ του αρέσω και μου έγραψε αυτές τις ερωτικές μαντινάδες; Πρέπει να το διαπιστώσω. Ναι αλλά πως; Να τον ρωτήσω τώρα; Ε, δεν είναι ρομαντικό! Πρέπει κάπου αλλού να τον συναντήσω. Μα ναι οι βιντεοκασέτες με τα όνειρα, οι μαντινάδες». Κοίταξε λάγνα τον Μιχάλη και ρώτησε:
- Μιχάλη, θα μου γράψεις και άλλες μαντινάδες;
- Όσες θέλεις, όποτε και όπου θέλεις.
- Αλήθεια μου λες; Ρώτησε χαδιάρικα.
Της απάντησε ρομαντικά.
« Ακόμη και στα όνειρα θα γράφω Κατερίνα
   στα όμορφα τα μάτια σου που μοιάζουνε με κρίνα».
- Τι να πω με σκλαβώνεις με τις μαντινάδες σου Μιχάλη. Απάντησε γοητευμένη και συνέχισε:
- Θα ήθελα να μου δείξεις και τις κασέτες με τα όνειρα.
Ο Μιχάλης σκέφτηκε, « αν της αρνηθώ θα χαλάσω το ρομαντικό κλίμα».
- Όποτε θέλεις.
- Όποτε θέλω;        
- Μα ναι. Τι θα έλεγες για την Παρασκευή το βράδυ;
- Υπέροχα! Την Παρασκευή λοιπόν. Είπε χαρούμενη η Κατερίνα και  συνέχισε:
- Που στο πανεπιστήμιο;
- Όχι βέβαια!
- Τότε;
- Σπίτι μου.                
- Σπίτι σου; Ρώτησε με έκπληξη η Κατερίνα.
- Μόνο στο σπίτι μου.
Ο Μιχάλης της είπε την γνωστή δικαιολογία, ότι στο πανεπιστήμιο τα όνειρα θα αποθηκευτούν αυτόματα στον υπολογιστή κάτι που δεν ήθελε και που δεν το ήθελε και η Κατερίνα, όπως του είπε στην συνέχεια. Της είπε ότι θα περάσει από το γραφείο της να της αφήσει τον ηλεκτρονικό σκούφο και να της δώσει οδηγίες πώς να τον χρησιμοποιήσει. Η Κατερίνα συμφώνησε. Και μετά ρώτησε τον Μιχάλη:
- Μιχάλη, πες μου για το πρόβλημα σου. Συνέχισε να του μιλά στον ενικό χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει. Ο Μιχάλης σκέφτηκε να της αστειευτεί και της λέει:
- Σε ευχαριστώ για το διαβατήριο.
- Ποιο διαβατήριο; Ρώτησε απορημένη.
- Μα αυτό που μου έδωσες στον πληθυντικό.
Εκείνη έσκασε στα γέλια και όταν ηρέμησε του είπε κάπως σοβαρά:
- Δεν πιστεύω να σε πείραξε.  
- Καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, δεν είμαι θαυμαστής του ‘’ κυρίου ‘’.
- Λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημα σου;
Η ερωτική ατμόσφαιρα την είχε κάνει να ξεχάσει το πρόβλημα του Μιχάλη και όλων των φορολογούμενων.
- Μα το ξέρεις. Είπε απορημένος.
- Α! αυτό; Θεώρησε το λυμένο. Είπε καθησυχαστικά.
- Λυμένο;
- Ε! να λύσω και κάτι, κάνω κι εγώ την έρευνα μου. Είπε χαμογελώντας με νόημα.
- Λοιπόν, πως θα το λύσεις;
- Α!, πολύ εύκολα, θα γράψω μια μαντινάδα στον υπολογιστή και θα μου το λύσει, είπε σοβαρά.
Ο Μιχάλης νόμισε ότι τρελάθηκε η Κατερίνα. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του υπολογιστή και πληκτρολόγησε κάτι. Ο Μιχάλης κοίταξε την οθόνη με περιέργεια και διάβασε αυτά που έγραψε η Κατερίνα:
«  Στο πρόβλημα του φίλου μου, εγώ θα δώσω  λύση
    και εκείνος με ένα δίστιχο θα με ευχαριστήσει ».  
Ο υπολογιστής άρχισε να επεξεργάζεται την εντολή της Κατερίνας. Η οθόνη γέμισε ονόματα και νούμερα. Εκείνη παρατηρούσε με προσοχή. Ο Μιχάλης απορημένος, προσπαθούσε να θυμηθεί αυτά που είχε σπουδάσει στην Αμερική για τους υπολογιστές. Δεν μπόρεσε να θυμηθεί να δίνανε εντολή οι αμερικάνοι στον υπολογιστή με δίστιχα. « Αδύνατον! Λες να είναι ελληνική εφεύρεση; Λες να φτιάξανε αυτό το πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο της Κρήτης  τίποτα μερακλήδες κρητικοί ερευνητές; Αν είναι έτσι πρέπει να το βρω, μόλις πάω στο γραφείο μου θα τηλεφωνήσω στην Κρήτη στον Πρύτανη τον Γραμματικάκη, που λένε ότι είναι διαόλου κάλτσα». Κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή που είχε αλλάξει εικόνα. Γούρλωσε τα μάτια του, κι ο καφετζής βρήκε πιατάκια για το γλυκό που είχε φέρει στο κουτάλι.Στην οθόνη έβλεπε το κεφάλι ενός ανθρώπου. Στο αριστερό αυτί είχε ένα γαρύφαλλο. Το πρόσωπο του χαμογελαστό. Το στόμα του ανοικτό. Το μέτωπο σφιγμένο, σχημάτιζε ρυτίδες. Έμοιαζε να τραγουδά. Από το στόμα του βγήκαν δύο αράδες και προχώρησαν στην οθόνη. Ο Μιχάλης τις διάβασε:

« ήταν από παραδρομή, τα λάθη μου εκείνα
   μα τώρα τα διόρθωσα γλυκειά μου Κατερίνα

   συγνώμη του καθηγητή, αμέσως να ζητήσεις
   και πήγαινε εκ μέρους μου, γλυκά να τον φιλήσεις ».
Ο Μιχάλης συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη με τα μάτια ορθάνοικτα. Ο καφετζής έφερε και άλλο γλυκό στο κουταλάκι. Σιγά – σιγά άρχισε να χαμογελά του ανθρώπου στην οθόνη του υπολογιστή. Ο άνθρωπος στην οθόνη έκλεισε το στόμα του, πήρε ερευνητικό ύφος και κοίταξε του Μιχάλη το στόμα. Ο Μιχάλης ένοιωσε να ανοίγει η καρδιά του και να κινούνται τα χείλη του η σκέψη του έγινε κασιώτικος σκοπός, ένα αηδόνι άφησε την μελωδική φωνή του στις χορδές του Μιχάλη. Το στόμα του άνοιξε ελαφρά και με γλυκεία και χαμηλή φωνή τραγούδησε του υπολογιστή:
« Πιο έξυπνος μου φαίνεται, είσαι από τους ανθρώπους
   θαυμάζω μα και εκτιμώ τους όμορφους σου τρόπους

krinos

για πες μου υπολογιστή, το πρόγραμμα που βρήκες
   που τόσο με κατέπληξες και στη καρδιά μου μπήκες
   
   ποτέ δεν φανταζόμουνα, του ανθρώπου πως θα μοιάσεις
   και ούτε σε αισθήματα πως θα τον ξεπεράσεις

   δίδαξε και τον άνθρωπο, αγάπη και φιλία
   και πες του δεν χρειάζεται, τις γνώσεις τα βιβλία

   το χρήμα που κυριαρχεί, το μίσος το γινάτι
   να βγάλει ο ένας προσπαθεί του αλλουνού το μάτι».
Η Κατερίνα είχε σηκωθεί από το γραφείο της στάθηκε δίπλα στο Μιχάλη, που είχε βυθιστεί στο ρομαντικό κόσμο της μαντινάδας. Έσκυψε και τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο. Εκείνος γύρισε αργά το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια. Ύστερα γύρισε και κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. Η εικόνα είχε αλλάξει. Η οθόνη είχε γεμίσει λουλούδια.
Μετά άλλαξε και πάλι και έκανε την εμφάνιση του το κεφάλι με το γελαστό πρόσωπο. Κίνησε τα χείλη του και έγραψε η οθόνη:
« τα λόγια σου με συγκινούν, Μιχάλη τα εγκρίνω
   στον άνθρωπο και συμβουλές σαν χρειαστεί θα δίνω

   τους άλλους υπολογιστές, θα τους ενημερώσω
   και την επιθυμία σου, αμέσως θα τους δώσω

   Μιχάλη μου σε ευχαριστώ μέσα από την ‘’ καρδιά ‘’ μου
   Που'βαλες τα κασιώτικα τώρα στο κύκλωμα μου

   μου βάλανε το πρόγραμμα, στην μνήμη την δικιά μου
   σήμερα που λειτούργησε χάρηκε η ψυχή μου

   δώσε τα χαιρετίσματα στη Κάρπαθο  στη Κάσο
   και αυτή μας τη συνάντηση, ποτέ δεν θα ξεχάσω».
Τα χείλη του ανθρώπου στον υπολογιστή έκλεισαν και τα μάτια του κοίταξαν τα χείλη του Μιχάλη. Ο Μιχάλης τότε άρχισε να σιγοτραγουδά:
« Η μέρα αυτή στη μνήμη μου, θα μείνει χαραγμένη
   και ναν'  οι υπολογιστές, όλοι ευλογημένοι».  
Ο άνθρωπος στην οθόνη χαμογέλασε. Έδειχνε ευτυχισμένος. Σιγά – σιγά έσβησε η οθόνη και γέμισε πάλι αριθμούς και ονόματα. Ο Μιχάλης κοιτούσε έξω από το παράθυρο, ψηλά στο βουνό του Αιγάλεω. Στη θύμηση του ήρθε το πρώτο γλέντι που έκανε, με συνομήλικους του – δεκατεσσάρων χρονών – σε ένα καφενεδάκι της Κάσου, ένα καλοκαίρι. Ένοιωθε τα ίδια συναισθήματα που ένοιωσε και τότε. Αγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλον, τραγουδούσαν μαντινάδες. Ένιωθαν σαν ερωτευμένοι. Κυριαρχούσαν, η φιλία, η αγάπη, η εκτίμηση, το γέλιο και η ευτυχία. Έτσι ήθελαν να είναι ολόκληρη η ζωή τους, χωρίς μίση, πάθη και στεναγμούς, ένα ατελείωτο γλέντι. Θυμήθηκε μια μαντινάδα που του είχε πει ο φίλος του ο Δημήτρης ο Περσελής.
« ας είναι φίλε η ζωή τέτοια να μην τελειώνει
   φιλία ως το θάνατο, μόνο να μας ενώνει».  
Κατέβασε τη ματιά του από το βουνό του Αιγάλεω. Την έστρεψε με τρυφερότητα στον υπολογιστή. Τον ένοιωσε σαν παιδικό του φίλο σαν να ήταν κασιωτόπουλο. Ένοιωσε την ανάγκη να τον σφίξει στην αγκαλιά του.
Η Κατερίνα που ήταν τόση ώρα σιωπηλή του είπε:
- Ωραίο γλέντι Μιχάλη, σαν κασιώτικο.      
- Έχεις δίκιο, είμαι συγκινημένος που χρειάζεται να γράψω διδακτορική διατριβή για το πώς ένοιωσα.          
Η Κατερίνα πρόσεξε τα μάτια του Μιχάλη που είχαν βουρκώσει από την συγκίνηση και είπε:
- Μιχάλη το φιλί ήταν επιθυμία του υπολογιστή.
- Ποιο φιλί; Είπε απορημένος.
- Αυτό που σου έδωσα στο μάγουλο.
- Πότε;  
- Πριν μισό λεπτό.    
- Δεν θυμάμαι, αλήθεια λες;        
- Αν θέλεις σε ξαναφιλώ στο ίδιο μάγουλο. Είπε πονηρά και τρυφερά η Κατερίνα. Ο Μιχάλης κατάλαβε τι είχε συμβεί και άλλαξε θέμα:
- Για πες μου, πως βρέθηκε αυτό το μερακλήτικο πρόγραμμα; Το θέλω ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ.  
- Το μόνο που ξέρω είναι ότι το έφτιαξε μια ερευνητική ομάδα στο πανεπιστήμιο Κρήτης.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε ικανοποιημένος. Κατάλαβε ποιος το έχει. Σκέφτηκε αυτά που είχε πει στον Περικλή, ότι μπορεί με μια δισκέτα στον ηλεκτρονικό σκούφο να τον κάνει σε ένα βράδυ ποιητή. « όταν του πω ότι μου ‘’ είπε ‘’ μαντινάδες ο υπολογιστές, του απάντησα και μου ανταπάντησε, θα τρελαθεί και αν συμπεριλάβει αυτή την περίπτωση στην διατριβή του, θα κάνει άλλα δέκα χρόνια να την τελειώσει». Ξαφνικά θυμήθηκε το πρόβλημα με την εφορία και ρώτησε την Κατερίνα:
- Μα δεν μου λες; Το πρόβλημα μου λύθηκε;  
- Τώωωρα! Είπε εκείνη θριαμβευτικά.
- Και σε είχα πάρει με κακό μάτι.
- Ε! τι να κάνουμε, τα φαινόμενα απατούν.
- Σωστά, δίκιο έχεις πάντως σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Με υποχρεώνεις.
- Κι εμένα με σκλαβώνεις με τις ωραίες μαντινάδες σου.
- Παντοτινός θαυμαστής σου, κυρία μου.
- Ω! με κολακεύεις. Είσαι παράξενος άνθρωπος.
- Γιατί; Είπε απότομα ο Μιχάλης.
- Να εσύ ένας καθηγητής του πανεπιστημίου που ασχολείται με κάτι έρευνες που τρελαίνουν τον άνθρωπο και απορώ πω δεν έχεις τρελαθεί ακόμη, να γράφεις και να τραγουδάς μαντινάδες, λες και βρίσκεσαι ακόμη στην Κάσο.
- Ίσως είναι το αντίβαρο στην ψυχή μου, γι’ αυτό και δεν έχω τρελαθεί ακόμη.
- Πάντως να προσέχεις με αυτές τις έρευνες. Είπε τρυφερά η Κατερίνα.
- Εντάξει Κατερίνα σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου.
Τα μάτια της Κατερίνας έλαμψαν, άλλα δεν απάντησε. Ο Μιχάλης κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε από την καρέκλα, έδωσε το χέρι του στην Κατερίνα και είπε:
- Λοιπόν Κατερίνα, ώρα να σε αφήσω στην ησυχία σου.
- Τώρα που θα φύγεις θα την χάσω.
- Έλα τώρα.    
- Μα δεν βλέπεις;
- Τι;
- Τον καινούργιο πελάτη.

krinos

Ο Μιχάλης κοίταξε γύρω του.
- Μα δεν βλέπω κανένα πελάτη.
- Για κοίταξε στην οθόνη του υπολογιστή, είναι κάτω στο χολ και περιμένει να του μιλήσω.
- Εντάξει Κατερίνα. Σε χαιρετώ και θα περάσω να σου δώσω τον ηλεκτρονικό σκούφο.
- Θα σε περιμένω. Γεια σου Μιχάλη.
Ο Μιχάλης ένοιωθε ευχαριστημένος, « και το πρόβλημα μου λύθηκε και η Κατερίνα ευχαριστήθηκε και ο υπολογιστής ‘’ μερακλώθηκε ‘’». Ένα πράγμα μόνο τον απασχολούσε. Η ερώτηση που του έκανε η Κατερίνα για τον αν γράφει στίχους. Σε εκείνο το ‘’ γλέντι ‘’ ξέχασε να την ρωτήσει, πως της κατέβηκε και του έκανε εκείνη την ερώτηση.
Την επομένη της άφησε στο γραφείο της τον ηλεκτρονικό σκούφο. Την Παρασκευή το βράδυ πέρασε και πήρε την Κατερίνα από το σπίτι της. Κάθισαν σε ένα ζαχαροπλαστείο, ήπιαν από ένα καφέ και γύρω στις δέκα έφτασαν στο σπίτι του Μιχάλη. Ο Μιχάλης οδήγησε την Κατερίνα στο γραφείο του. Εκείνη βούλιαξε στον καναπέ. Της φάνηκε ότι κάτω από το μαλακό δέρμα υπήρχαν πούπουλα. Φορούσε μια μακριά κιτρίνη φούστα με μεγάλο σκίσιμο εμπρός και μια μαύρη μεταξωτή μπλούζα. Ο Μιχάλης ετοίμασε τους υπολογιστές και ενεργοποίησε την ηλεκτρονική οθόνη. Μετά ρώτησε την Κατερίνα φορώντας το γλυκό του χαμόγελο:
- Τι θα πιεις, ωραία μου κυρία;        
- Ότι να ‘ ναι.
- Δεν έχεις προτίμηση;
- Θα πιω ότι πιεις.
- Σ’ αρέσει η κρητική τσικουδιά;
- Δεν έχω ξαναδοκιμάσει.
- Θέλεις να δοκιμάσεις;
- Γιατί όχι.
- Ε! είναι λίγο δυνατή.
- Όλα τα ποτά δυνατά είναι.
Ο Μιχάλης έφερε δυο ποτήρια τσικουδιά τα άφησε στο τραπεζάκι του καναπέ και κάθισε δίπλα της. Σήκωσε το ποτήρι του, τσούγκρισε το ποτήρι της Κατερίνας και είπε:  
- Στην υγειά σου.
- Γεια μας.
Η Κατερίνα νόμισε ότι κατάπιε φωτιά αναμμένη. Κοίταξε την τσικουδιά στο ποτήρι της « πως πίνουν οι κρητικοί αυτή τη φωτιά;». Αμέσως η τσικουδιά άρχισε να κάνει βόλτες γύρω από τον υποθάλαμο του μυαλού της. Ο Μιχάλης σηκώθηκε, πήρε το τηλεχειριστήριο της ηλεκτρονικής οθόνης και κάθισε πάλι δίπλα στην Κατερίνα. Εκείνη σήκωσε το ποτήρι της, τσούγκρισε του Μιχάλη και είπε:
- Γεια στα όνειρα. Είχε μερακλωθεί.
- Γεια στα ονειρεμένα όνειρα.
- Αυτός είσαι! Είπε με θαυμασμό η Κατερίνα. Άνοιξε την τσάντα της και του έδωσε τη δισκέτα.
- Έλα τώρα κοίτα τα όνειρα σου στην οθόνη. Είπε.
Πάτησε ένα κουμπί στο τηλεχειριστήριο και άναψε η ηλεκτρονική οθόνη. Ο Μιχάλης   ‘’ άνοιξε ‘’ το πρώτο θέμα: η Κατερίνα σαν ηθοποιός έπαιζε σε μια θεατρική παράσταση. Έπαιζε τέλεια σαν την Καρέζη. Η Κατερίνα θαύμαζε και καμάρωνε τον εαυτό της στο παλκοσένικο.
- Κοίταξε με, κοίταξε με Μιχάλη.
- Σε θαυμάζω Κατερίνα, παίζεις σαν πραγματική ηθοποιός.
- Μα αυτό ήταν το όνειρο μου από μικρή, είπε κάπως μελαγχολικά.
- Δεν πειράζει, αφού έγινες ηθοποιός, έστω και στα όνειρα σου, και είσαι φανταστική.
- Αλήθεια μου λες;
- Αλήθεια βέβαια.
Η Κατερίνα σήκωσε το ποτήρι της το χτύπησε στο τραπεζάκι και είπε:
- Άντε άσπρο πάτο! Και ήπιε μονορούφι την υπόλοιπη τσικουδιά.
Ο Μιχάλης την μιμήθηκε:
- Άσπρο πάτο Κατερίνα.
Η θάλασσα του κεφιού, της χαράς, του πόθου και του πάθους πλημμύρισαν το μυαλό, την καρδιά και το σώμα της. Ο έρωτας της μισόκλεισε τα μάτια. Γύρισε και
κοίταξε τον Μιχάλη. Τα χείλη της έσταζαν ροδόσταμο. Ο Μιχάλης την κοίταξε τρυφερά. Είχε χρόνια να νοιώσει έτσι. Σήκωσε το αριστερό του χέρι και το πέρασε γύρω από το λαιμό της. Εκείνη έγειρε αργά το κεφάλι της στον ώμο του. Τον κοίταζε συνέχεια τρυφερά, αλλά τα μάτια σιγά – σιγά έκλειναν, σαν να έλεγαν στον έρωτα: « στα χέρια σου παραδίδω τη καρδιά μου». Ο Μιχάλης σήκωσε το δεξί του χέρι και άρχισε να την χαϊδεύει απαλά στα μαλλιά και στο πρόσωπο. Το μάγουλο της πυρωμένη φωτιά, τα χείλη της καυτά προκαλούσαν ικετευτικά. Έσκυψε και τα φίλησε τρυφερά. Εκείνη τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά σε όλο το πρόσωπο.
Ο ρομαντισμός έγινε θεός. Κοιτούσε και καμάρωνε το ζευγάρι του. Το αρραβώνιασε και το  πάντρεψε. Σιγά – σιγά το νανούρισε στην αγκαλιά του και του έπλασε τα πιο γλυκά όνειρα. Το πρωί ξύπνησαν δύο πουλάκια αγκαλιασμένα. Την ώρα που απολάμβαναν τον πρωινό καφέ τους ο Μιχάλης ρώτησε την Κατερίνα:
- Δεν μου είπες, πως σου ήρθε στο γραφείο σου και με ρώτησες αν γράφω δίστιχα;
- Ναι μωρέ, το ξέχασα αλλά ούτε και εσύ με ρώτησες.
- Έχεις δίκιο. Για πες μου.
- Να, πριν έρθείς στο γραφείο μου σε είδα δύο φορές στα όνειρα μου …………
Ο Μιχάλης την διέκοψε απότομα.
- Και πώς με είδες;
- Ε! όχι όπως εχθές το βράδυ. Είπε πονηρά.
-Τότε πώς;
- Να σε έβλεπα να κάθεσαι σε ένα περίεργο γραφείο και να γράφεις στίχους.
- Μόνο αυτό;
- Όχι. Σε ρώτησα: « θα γράψεις και για μένα στίχους;». Και εσύ μου απάντησες: « μα για σένα γράφω τους στίχους».
- Α! ώστε έτσι;
- Δεν έδωσα όμως μεγάλη σημασία « όνειρα είναι» σκέφτηκα. Τώρα όμως αν σε δω πάλι στο όνειρο μου να μου γράφεις στίχους, θα είμαι σίγουρη ότι θα μου γράψεις.
- Μάλλον έχεις δίκιο.
Ο Μιχάλης δεν είχε πια ‘’ χρεία ετέρων μαρτύρων ‘’. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υποθάλαμοι επικοινωνούν μεταξύ τους. « έτσι ένας άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων μπορεί να μάθει τις προθέσεις ενός άλλου ανθρώπου, καλές ή κακές. Εντάξει με τις καλές με τις κακές όμως τι γίνεται;». Οι μαύρες σκέψεις για τις πιθανές κακές

krinos

προθέσεις εκείνων που θα αξιοποιήσουν την έρευνα, του ήρθαν στο μυαλό του. Η φωνή της Κατερίνας έστειλε  τις μαύρες σκέψεις του από εκεί που ήρθαν:
- Μιχάλη θα περιμένω να μου γράψεις τις καινούργιες μαντινάδες. Είπε ναζιάρικα.
- Γιατί; για να σε ξανακατακτήσω; Ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο.
- Έλα τώρα καλέ, αυτό το κατάφεραν οι προηγούμενες μαντινάδες.
Ο Μιχάλης βρήκε όρεξη για αστεία.
- Ε τότε γιατί να σου γράψω;
- Καλά, αν δεν μου γράψεις θα ξαναβάλω τον υπολογιστή να ξανακάνει λάθος και τότε θα σου βγάλει χρέος που δεν θα φτάνει ούτε και η περιουσία – που δεν σου έγραψε ακόμη ο πατέρας σου – για να το ξεπληρώσεις φουκαρά μου, είπε γελώντας και απειλητικά η Κατερίνα.
- Έλα τώρα, μπορώ να μην ποτίζω ένα τόσο ωραίο λουλουδάκι, θα μου μαραθεί.
Η Κατερίνα γοητευμένη, σηκώθηκε, τον έσφιξε δυνατά και τον φίλησε με πάθος. Ο Μιχάλης σκέφτηκε « πρώτη φορά κατακτώ μια κοπέλα με μαντινάδες. Άραγε είναι σύμπτωση ή πραγματικά οι μαντινάδες γοητεύουν τις γυναίκες; Να μια ρομαντική έρευνα. Τέτοιες δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν οι αμερικανοί, πανάθεμα τους».
                                                   ***
« Καλώς όρισες στην Αμερική Μιχάλη». Είπε σφίγγοντας το ένα του χέρι με το άλλο. Μόλις είχε βγει από το αεροδρόμιο  ‘’ Κένεντυ ‘’ της Νέας Υόρκης και στεκόταν στο πεζοδρόμιο. Δεν τον περίμενε κανείς. Μετά από περιπέτεια μισής ώρας, κατάφερε να χαλάσει ένα εικοσαδόλλαρο και να καταλάβει ως τηλεφωνούν από τον κερματοδέκτη, να τηλεφωνήσει στον παιδικό του φίλο, τον Πέτρο και να έρθεί να τον πάρει από το αεροδρόμιο. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο έδωσε εξετάσεις και έγινε δεκτός από το State University της Νέας Υόρκης, για να σπουδάσει μηχανολόγος – μηχανικός στο ναυτικό κλάδο. Όταν όμως έφτασε στο πανεπιστήμιο, έμαθε ότι τα ετήσια δίδακτρά ήταν 3.000 δολάρια και ότι θα είναι εσώκλειστος όπως στις στρατιωτικές σχολές. Ο Μιχάλης φεύγοντας από την Ελλάδα, είχε υπολογίσει ότι θα δούλευε και θα κάλυπτε τα έξοδα των σπουδών. Έτσι μόλις πληροφορήθηκε ότι θα είναι εσώκλειστος, έγραψε στον πατέρα του και του ζήτησε βοήθεια. Εκείνος του απάντησε: « δεν έχω χρήματα».Μερικούς μήνες πριν πάρει την απάντηση από το πανεπιστήμιο της Αμερικής ότι έγινε δεκτός, καθόταν στο καφενείο το κασιώτικο στον Πειραιά με τον πατέρα του και τον δήμαρχο της Κάσου, τον μακαρίτη τον Βασιλογιώργη. Ο Βασιλογιώργης είχε ρωτήσει τον Μιχάλη για τα μελλοντικά του σχέδια. Τον πληροφόρησε ότι θέλει να πάει στην Αμερική να σπουδάσει μηχανολόγος στον ναυτικό κλάδο. Τότε ο Βασιλογιώργης τον αιφνιδίασε:
- Έχω να σου κάνω μια καλύτερη πρόταση. Να πας στο Λονδίνο να σπουδάσεις το ίδιο πράγμα με έξοδα της εταιρείας του Μαυρολέντα του εφοπλιστή. Θα παίρνεις τον μισθό του τρίτου μηχανικού, όσο καιρό θα σπουδάζεις και όταν τελειώσεις θα πιάσεις δουλειά στην εταιρεία του ως βοηθός αρχιμηχανικού και θα σου δώσω και την κόρη μου, την οποία έχει σαν κόρη του ο Μαυρολέων, επειδή είμεθα ξαδέλφια.
Ο Μιχάλης έπεσε από τα σύννεφα. Δεν μπόρεσε να του γίνει τόσο δελεαστική πρόταση. Η κόρη του Βασιλογιώργη ήταν τότε μόλις δεκατριών ετών. Ο Μιχάλης και ο πατέρας του απάντησαν καταφατικά. Από την επόμενη κιόλας μέρα ο Βασιλογιώργης πήρε τον Μιχάλη κάτω στην ακτή Μιαούλη, που είναι τα γραφεία των ναυτιλιακών εταιρειών και του γνώριζε εφοπλιστές, αρχικαπεταναίους και αρχιμηχανικούς. Ο Μιχάλης ήταν κατενθουσιασμένος. Μερικές μέρες πριν γυρίσει ο Βασιλογιώργης από τον Πειραιά στην Κάσο, πήγε με τον πατέρα του Μιχάλη τον Μάστρο – Γιώργη, σε ένα ταβερνάκι. Εκεί του είπε ότι θα κατέβαινε σε μερικές μέρες στην Κάσο και ότι τον Αύγουστο θα ερχόταν στην Κάσο με το κότερο του ο Μαυρολέων ο εφοπλιστής.
- Γιώργη, τώρα που θα έρθει ο Μαυρολέων στην Κάσο, θα έλεγα να κατέβει και ο Μιχάλης κα δώσουμε ένα τυπικό λόγο και θα στείλω του παιδιού πενήντα χιλιάδες να πάρει ότι θέλει.
Ο Γιώργης που ήταν πολύ υπερήφανος είπε αμέσως στον Βασιλογιώργη:
- Με προσβάλεις, δεν έχω εγώ λεφτά να δώσω του παιδιού μου;
- Έλα βρε Γιώργη, ποιος είπε ότι δεν έχεις λεφτά, εγώ το σκέφτηκα για να χαρεί το παιδί.
- Δεν ξέρω τίποτα, με προσέβαλες, δεν έχω γαμπρό για την κόρη σου.
Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, βρε σγουρέ βασιλικέ μου, τίποτα. Ο Γιώργης, δεν άλλαζε γνώμη, ούτε αν του πελεκούσες το μυαλό με το καλέμι που πελεκούσε τις πέτρες ως οικοδόμος. Όταν γύρισε σπίτι είπε τα ‘’ ευχάριστα νέα ‘’ στον Μιχάλη, ο οποίος έγινε έξαλλος και στεναχωρήθηκε πολύ. Ο πατέρας του προσπαθούσε να βρεί δικαιολογία για την πράξη του.
- Εσύ είσαι έξυπνος, μπορείς να γίνεις με την αξία σου. Αργότερα θα σου το             ‘’ χτυπήσει ‘’ η γυναίκα σου ότι σε σπούδασε με τα λεφτά της.
- Εκείνη θα σπουδάσει στο πανεπιστήμιο; Εγώ θα καθίσω στο θρανίο, τι σημασία έχει πως θα πληρωθούν τα δίδακτρα;
- Να πας στην Αμερική να γίνεις με την αξία σου και εγώ είμαι εδώ.
Όταν όμως του έγραψε ο Μιχάλης από την Αμερική ότι πρέπει να είναι εσώκλειστος και δεν μπορεί να δουλεύει να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του, ο πατέρας του δεν ήταν ‘’ εδώ ‘’ αλλά εκεί. Προτίμησε να ‘’ επενδύει ‘’ τα χρήματα του στα αμπέλια, στα χωράφια, στις ελιές, στην επισκευή αμπελόσπιτων και λοιπών ‘’ προσοδοφόρων ‘’ δραστηριοτήτων στο νησί. Έτσι αναγκάστηκε ο Μιχάλης να δώσει πάλι εξετάσεις και να γίνει δεκτός από τον New York University, να σπουδάσει κοινωνιολογία και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. στην συνέχεια πήρε το μεταπτυχιακό του στην κοινωνιολογία από το Queens College του City University της Νέας Υόρκη, καθώς και το διδακτορικό του με θέμα την μελέτη του ανθρώπινου εγκεφάλου και ειδικότερα του υποθαλάμου, καθώς και την δυνατότητα φωτογράφησης των εικόνων που εμφανίζονται στον υποθάλαμο και την βιντεοσκόπηση των ονείρων. Πριν φύγει από την Ελλάδα ο Μιχάλης για την Αμερική, γνώριζε όσα διάβαζε άλλα και όσα άκουγε από τους συμπατριώτες του που είχαν μεταναστεύσει εκεί, « οι αμερικανοί είναι απλοί άνθρωποι, δεν τους ενδιαφέρει η μόδα, φοράνε ότι βρούνε, τρώνε ότι να ‘ ναι, όπου να ‘ ναι, δεν τους ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος για ότι λένε και ότι κάνουν. Στις σχέσεις τους είναι ειλικρινείς, δεν τρέχουν στα δικαστήρια για χωράφια και αμπέλια, σαν τους έλληνες. Οι γυναίκες είναι απελευθερωμένες και όταν τους αρέσει ένας άνδρας δεν ντρέπονται να του το πουν.
"Θα φας καλά μπαγάσα στην Αμερική, δεν θα ξέρεις τι να τις κάνεις τόσες γκόμενες", του έλεγαν οι φίλοι του στην Ελλάδα. Ο Μιχάλης κοκκίνιζε σαν παπαρούνα και λέγε – λέγε του ‘’ καρφώθηκε ‘’ η ιδέα ότι οι αμερικανίδες το ‘’ έχουν στο κούτελο ‘’.
Την πρώτη του εμπειρία με αμερικανίδα δεν ήθελε να την θυμάται. Στην αρχή έπιασε δουλεία σε ένα φαστφουντάδικο. Εργαζόταν τρεις ημέρες την εβδομάδα, Παρασκευή – Σάββατο και Κυριακή, γιατί τις υπόλοιπες πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Στο ίδιο μαγαζί που έπιασε δουλειά, δούλευε και η Νταϊάνα, μια λυγερή και πανέμορφη μελαχρινή, η οποία καταγόταν από την Δυτική Καρολίνα και σπούδαζε μόντελινγκ στην Νέα Υόρκη. Ο Μιχάλης ήταν τότε δεκαεννέα ετών. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που έπιασε δουλειά ο Μιχάλης, άρχισε να τον γλυκοκοιτάζει. Ο Μιχάλης το καταλάβαινε και θυμόταν τα λόγια των συμπατριωτών του στην Ελλάδα που του έλεγαν, « το έχουν στο κούτελο». Όταν ολοκληρώθηκε η πλατωνική ‘’ προεργασία ‘’, ο Μιχάλης της ζήτησε να πάνε στον κινηματογράφο. Αυτό είχε μάθει ότι αρέσει στις αμερικανίδες. Η Νταϊάνα δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση του.Έτσι πήγαν σινεμά και κάθισαν στα τελευταία καθίσματα του εξώστη. Όταν έσβησαν τα φώτα και άρχισε η ταινία, το σκοτάδι ήταν τόσο πηκτό, ώστε ο Μιχάλης νόμισε ότι είναι στον Άδη. Πρώτη φορά πήγαινε σε αμερικάνικο σινεμά και του φάνηκε παράξενο, γιατί στους ελληνικούς κινηματογράφους, έβλεπες τουλάχιστον την μύτη σου. Δεν είδαν το έργο. Από την στιγμή που άρχισε μέχρι που τελείωσε το έργο, φιλιόντουσαν, χαϊδευόντουσαν και έκανα ότι κάνει ένα ζευγάρι στο κρεβάτι εκτός από έρωτα. Ο Μιχάλης ένιωσε ασυγκράτητο πόθο από την φλογερή και εκρηκτική Νταϊάνα. Στην Ελλάδα τα ραντεβού με τις φιλεναδίτσες του κατέληγαν κατά κανόνα σε μερικά σφιγμένα φιλιά.

krinos

Αναλογιζόταν ότι θα έκαναν πυραυλικό έρωτα με την Νταϊάνα στο κρεβάτι, μετά από όσα του έκανε στον κινηματογράφο. Όταν τελείωσε το έργο και βγήκαν από τον κινηματογράφο, ο αυλίσκος του Μιχάλη είχε γίνει σαν μαρμάρινο μπαστούνι και κόντευε να τρυπήσει το παντελόνι. Νόμιζε ότι θα γίνει ρεζίλι και με τρόπο τον έφερε πίσω από το φερμουάρ για να μην φαίνεται, ενώ έσκυψε ελαφρά. Τότε ακόμη δεν ήξερε ότι και έρωτα να έκαναν εκεί στο πεζοδρόμιο κανένας δεν θα τους κοίταζε. Μόλις βγήκαν στο πεζοδρόμιο η Νταϊάνα τον ρώτησε:
- Μάικ που θα πάμε τώρα;
Ο Μιχάλης όμως δεν έβλεπε την ώρα να την ρίξει στο κρεβάτι, της αποκρίθηκε με όλη την φυσικότητα του κόσμου και χωρίς να νοιώθει καμία ντροπή:
- Πάμε στο δωμάτιο μου.
Η Νταϊάνα που ήταν ακόμη αναψοκοκκινισμένη, πήρε απότομα το ύφος της κόμπρας και του είπε:
- Αν νομίζεις ότι από το πρώτο ραντεβού θα με πάρεις στο δωμάτιο σου, χάρηκα που σε γνώρισα. Ο Μιχάλης ξύπνησε από το ερωτικό όνειρο μέσα σε καλύβα εσκιμώου και έγινε παγοκολώνα. Νόμισε ότι η Νταϊάνα τον έριξε στην θάλασσα του νότιου Πόλου. Πάγωσε το σώμα του, το αίμα του, η καρδιά του, το μυαλό του. Αναψοκοκκίνησε από την ντροπή του, « ω ρε ρεζιλίκι που έπαθα! Τους άτιμους που μου έλεγαν ότι οι αμερικανίδες είναι εύκολες!». Η Νταϊάνα τον άφησε σύξυλο απ’ έξω από τον κινηματογράφο και έφυγε. Ο Μιχάλης θα στεκόταν ακόμη εκεί, σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς, αν δεν τον σκουντούσε ένας μεθυσμένος. Όταν γύρισε στο δωμάτιο του, μια καμαρούλα τρία επί τέσσερα συλλογιζόταν με απελπισία την πραγματικότητα, « εδώ είναι αλλιώς, μάλλον βγαίνουν πολλά πρώτα ραντεβού». Μάλλον το ένα μάλλον το άλλο δεν μπορούσε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Για να πειράξει τον εαυτό του, πήρε μια κόλλα χαρτί και έγραψε μια από τις πρώτες του μαντινάδες.
« έφαγες τη χυλοπίτα, πάλι με το κουτάλι
   και με το μπούτσο έμεινες στο χέρι σου Μιχάλη»  
Δεν είχε διάθεση να ‘’ πάρει ‘’ το βραδινό  του ‘’ δείπνο ‘’. Μισή φρατζόλα ψωμί, την οποία έκανε σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί. Για τρία χρόνια το ‘’ γεύμα ‘’ και το           ‘’ δείπνο ‘’ ήταν ακριβώς το ίδιο. Μόνο το ‘’ πρόγευμα ‘’ άλλαζε κάπου κάπου. Αντί για γάλα με ντόνατς αγόραζε μια φέτα ιταλική πίτσα και ένα ποτήρι μικρή κόκα – κόλα. Στο πανεπιστήμιο ‘’ προτιμούσε ‘’ για … σνακ ένα καφέ αμερικάνικο, πάντα σε μικρό ποτήρι, γιατί το μεγάλο ήταν εκτός προϋπολογισμού. Στο πανεπιστήμιο δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε μια στο εκατομμύριο να τον πλησιάσει κοπέλα με τον τρόπο που ντυνόταν. Έμοιαζε σαν στολισμένος αγαπητικός που πηγαίνει πρώτο του ραντεβού στην Ελλάδα. Επειδή αυτή την λεπτομέρεια δεν την γνώριζαν οι αμερικανίδες, τους φαινόταν ο Μιχάλης σαν μοντέλο που λανσάρει ιταλικά ρούχα. Σπορ ντύσιμο, μονόχρωμα πουκάμισα, ακριβά παπούτσια, ωραία κουστούμια. Αυτά ήταν τα μοναδικά του ρούχα και ήταν αυτά που είχε φέρει από την Ελλάδα.Κοντό περιποιημένο μαλλί. Η εποχή εκείνη ήταν των χίπηδων και η νεολαία ντυνόταν με ότι έβρισκε μπροστά της. Λινά παντελόνια, κομμένα, σχισμένα – νόμιζες ότι τα είχαν αρπάξει από κανένα φτηνό παζάρι και τους τα έσκισαν οι σκύλοι που τους κυνηγούσαν για να πιάσουν τους νεαρούς κλέφτες – πουκάμισα τετρακολόρε ή πολύχρωμες εσωτερικές φανέλες αντί για πουκάμισα, μακριά και αχτένιστα μαλλιά σαν του διαόλου. Οι κοπέλες τα ίδια και χειρότερα και πάντα αμακιγιάριστες. Αντί να προκαλούν απωθούσαν.
Ο Μιχάλης έβλεπε ότι δεν του έδιναν καμιά σημασία, ούτε καν γύριζαν έστω και να τον κρυφοκοιτάξουν όπως οι κοπέλες της Ελλάδας. « τι έγινε; Από άλλο πλανήτη κατέβηκα;», σκεφτόταν. Μια μέρα ένας συμμαθητής του τον ρώτησε μέσα στην τάξη πριν αρχίσει το μάθημα:
- Πως πάνε οι μπίζνες Μάικ;
- Ποιες μπίζνες Τομ; Ρώτησε απορημένος ο Μιχάλης.
- Του πατέρα σου φυσικά.
- Μα δεν έχει μπίζνες ο πατέρας μου.
- Εμ τότε θα έχει εκατομμύρια.
- Και πώς το κατάλαβες;
- Έλα τώρα φαίνεται από το ντύσιμο που κάνεις.
- Δηλαδή, φαίνομαι παιδί πλούσιου πατέρα;
- Αν φαίνεσαι λέει, από χίλια μίλια.
Ένα πικρό χαμόγελο ασχήμυνε το πρόσωπο του Μιχάλη. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και χάιδεψε το χαρτζιλίκι του πλούσιου πατέρα. Δύο κέρματα των 25 σεντς – μισό δολάριο. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που δεν διανοήτο να κάνει καμάκι. Το χαρτζιλίκι δεν έφτανε ούτε να κεράσει ένα καφέ. Ο Μιχάλης σκεφτόταν πολλές φορές τα λόγια του Τομ, « δίκιο είχε, ακριβό περιτύλιγμα και φτηνό περιεχόμενο». Το πρώτο καλοκαίρι που δούλευε πέντε ημέρες την εβδομάδα και είχε στην τσέπη καμιά εικοσαριά δολάρια ένιωθε σαν πλούσιος σαν τον ανιψιό του Ωνάση. Ένα Σάββατο αποφάσισε να το ρίξει στις σπατάλες και κάθισε σε ένα ελληνικό εστιατόριο κοντά στο σπίτι του να πιει ένα φλιτζάνι καφέ σαν άνθρωπος, γιατί μέχρι τότε τον έπινε σε μικρά άσπρα ποτηράκια από φελιζόλ. Για καλή του τύχη, ήρθε και κάθισε δίπλα του μια ελληνίδα συμφοιτήτρια του. Σαν έλληνας την κέρασε τον καφέ που ήπιε. Την Κυριακή το πρωί μέτρησε το κομπόδεμα του 75 σεντς!!! Θυμήθηκε την μαντινάδα του Βασιλειάδη:
« Είδες ετούτη τη δουλειά, τούτο το ρεζιλίκι
   να ξημερώνει Κυριακή με δίχως χαρτζιλίκι»
Η οικονομική στενότητα τον ανάγκασε να παρακαλεί τον μάνατζερ του φαστφουντάδικου τον Ανδρέα τον Μοσχολά, που ήταν και συμπατριώτης του, να τον αλλάξει βάρδια για να μπορεί να δουλέψει περισσότερες μέρες, αλλά εκείνος του απαντούσε στερεότυπα:  
- Δεν γίνεται, δεν αφήνει ο Εβραίος ο προϊστάμενος μου.          
Επειδή ο Μιχάλης ήξερε αγγλικά παρακαλούσε τον Μοσχονά να τον βάλει να δουλέψει ταμιακή μηχανή, αλλά εκείνος απαντούσε, « δεν γίνεται δεν αφήνει ο Εβραίος». Ο  Μοσχονάς έβαζε τις ποιο βαριές δουλειές στον Μιχάλη, που σχεδόν κάθε μέρα ένιωθε αφόρητους πόνους στα ‘’ καρύδια ‘’ του από την υπερκόπωση. Ο Μοσχονάς τον ειρωνευότανε και τον κορόιδευε, « ε ρε και να ήτανε από καμιά μεριά ο πατέρας σου να σε δει πως σηκώνεις τα κασόνια με το γάλα». Επρόκειτο περί ελεεινού και τρισάθλιου ανθρώπου. Μετά από χρόνια πληροφορήθηκε ο Μιχάλης ότι ο Μοσχονάς έγινε …. παπάς και έκανε τον σταυρό του. Ο Μιχάλης απελπίστηκε και μίλησε στον προϊστάμενο του Μοσχονά, τον Εβραίο, τον Καχάν, που υποτίθεται ότι αρνιόταν την μετακίνηση του. Εκείνος του είπε:
- Πολύ ευχαρίστως να σε στείλω σε άλλο μαγαζί της εταιρείας, μπορώ να σε στείλω στο Μπρονξ, αλλά εκεί έχει μόνο μαύρους, θέλεις να πας;
- Και κιτρινοπράσινους να είχε το Μπρονξ θα πήγαινα.
Αργότερα πήγε σε άλλο μαγαζί της εταιρείας όπου υπήρχε ανάγκη. Ο Μιχάλης ήταν ο μόνος από το νησί του που σπούδαζε στην Αμερική με φοιτητική βίζα και ο μοναδικός νεαρός που πήγαινε στο πανεπιστήμιο μεταξύ των νεολαίων του χωριού που ήταν μετανάστες. Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι γονείς των φίλων και συμπατριωτών του θα τον ζήλευαν και θα τον μισούσαν. Πολλά χρόνια αργότερα του εξήγησε το λόγο ένας γέρος συμπατριώτης του. Μια μέρα στο καφενείο στο Μπρούκλιν τρεις συμπατριώτες του τον συμβούλεψαν:
- Τι τα θέλεις ρε Μιχάλη τα πανεπιστήμια, έλα στα εστιατόρια να δουλέψεις σερβιτόρος ή μάγειρας  να γεμίσει η τσέπη σου δολάρια.
Και ο Μιχάλης απάντησε:

krinos

- Εγώ ήρθα στην Αμερική να γεμίσω την κεφαλή μου γράμματα, γιατί όταν ξέρεις γράμματα μπορείς να γεμίσεις και την τσέπη σου δολάρια, ενώ όσα δολάρια και να έχεις στην τσέπη σου δεν θα πάψεις ποτέ να είσαι αγράμματος.
Οι αξίες ήταν άλλες εκείνη την εποχή. Όποιος είχε δολάρια είχε και υπόληψη και εκτίμηση και τεμενάδες. Μετά από τριάντα χρόνια όταν ξαναπήγε  στην Αμερική ο Μιχάλης να βρει το γιο του, τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά προς το χειρότερο. Οι συμπατριώτες του εκτός λίγων εξαιρέσεων είχαν τελείως αποκτηνωθεί. Με την μεσολάβηση του συμπατριώτη του Ντίνου Λυτού, ο Μιχάλης λίγο αργότερα έπιασε δουλειά ως μάνατζερ σε ένα ελληνικό εστιατόριο, από εκείνα που είναι ανοικτά όλο το εικοσιτετράωρο. Ο Ντίνος ήταν μάγειρας και το ‘’ μάτι ‘’ του αφεντικού στην κουζίνα ή καλύτερα της γυναίκας του, της Μαριγούλας. Πρόσεχε λοιπόν, να μην ρώει το προσωπικό ακριβά φαγητά. Η Μαριγούλα είχε γεννηθεί στο χωριό των τσιγκούνηδων. Όταν ερχόταν το πρωί να παραλάβει την βάρδια από τον Μιχάλη που δούλευε νύχτα, έβαζε πάντα το δάκτυλο της στην υποδοχή του κερματοδέκτη του τηλεφώνου μήπως κι είχε πέσει κανένα κέρμα των δέκα σεντς. Αρκετές φορές έβρισκε και έλαμπαν τα μάτια της από χαρά. Λες και είχε βρει τον θησαυρό που φύλαγε ο  δράκος. Μόνο χάμπουργκερ ή τσίζμπεργκερ επέτρεπε να τρώει το προσωπικό η Μαριγούλα. Οι σπανιόλοι οι πιατάδες και ειδικά ο Σάντος, έκαναν συνέχεια παράπονα στον Μιχάλη για το φαγητό. Και μια μέρα ο Μιχάλης λέει στον Σάντος, ο οποίος τον μάθαινε και σπανιόλικα.
- Θα παρακολουθείς τον Ντίνο και την ώρα που θα βγει για καφέ θα βουτάς μερικές σούβλες με σουβλάκια και θα τις ψήνεις στο φούρνο του υπογείου.
Πράγματι έτσι έγινε. Ο Ντίνος κατ’ εντολήν της Μαριγούλας μετρούσε τις σούβλες με τα σουβλάκια κάθε πρωί πριν φύγει. Εκείνη μετρούσε τις παραγγελίες που δόθηκαν σε σουβλάκια και έβρισκε αν έλειπε καμία σούβλα. Όταν το διαπίστωσε, έριξε του Ντίνου το ‘’ χέσιμο ‘’ της χρονιάς. Τα ‘’ λουριά ‘’ έσφιξαν και πάλι. Ο Ντίνος παρακολουθούσε τους πιατάδες και εκείνοι το έριξαν πάλι στο χάμπουργκερ.
- Μαικ τι θα γίνει με αυτόν τον κερατά; Ξαναρώτησε ο Σάντος. Εννοώντας τον Ντίνο.
- Θα τον κάνουμε να μετανιώσει της μάνας του το γάλα.
- Και τι θα κάνουμε;
- Άκου. Θα παρακολουθείς τον Ντίνο την ώρα που ετοιμάζεται να βγει από την κουζίνα για καφέ. Αμέσως θα πάρεις το μπουκάλι με την καυτή σάλτσα και θα πας στην ντάνα με τα ποτήρια του καφέ και θα ρίξεις στο πάνω – πάνω φλιτζάνι μπόλικη σάλτσα. Ο Ντίνος μόλις περάσει την πόρτα της κουζίνας θα πιάσει το πάνω – πάνω φλιτζάνι και θα βάλει καφέ από την καφετιέρα, όπως κάνει κάθε βράδυ. Ο Σάντος χαμογέλασε σαν τον σατανά. Παραφύλαξε τον Ντίνο και εκτέλεσε με απόλυτη ακρίβεια το σχέδιο του Μιχάλη. Ο Ντίνος πήρε το φλιτζάνι, έβαλε καφέ, έριξε γάλα, τον άφησε στον πάγκο του μπάρ, ακριβώς απέναντι από την καφετιέρα, γύρισε γύρω από τον πάγκο του μπαρ και κάθισε. Έβαλε ζάχαρη στον καφέ και τον ανακάτευε αμέριμνος. Ο Μιχάλης στεκόταν ακριβώς πίσω του, εκεί που ήταν η ταμιακή μηχανή και παρακολουθούσε κάθε κίνηση του Ντίνου. Ο Σάντος ήταν κρυμμένος στην γωνία της τραπεζαρίας. Ο Ντίνος σήκωσε το φλιτζάνι και τράβηξε μια ρουφηξιά, σαν να έπινε ελληνικό καφέ. Έβγαλε αμέσως ένα δυνατό ΑΑΑΑ! Και έμεινε με το στόμα ανοικτό σαν τον χάνο. Μετά φώναξε του μπάρμαν:
-  Γιαννιέ γρήγορα νερό.
Ο μπάρμαν του έβαλε νερό αμέσως και τον ρώτησε:
- Τι έπαθες βρε Ντίνο;
- Ρωτάς κιόλας; Τι σκατά έβαλες στον καφέ και ζεματίστηκα;
- Δεν είσαι καλά, μπορώ βρε να βάλω τίποτα στο καφέ; Που πίνουν τόσοι άνθρωποι;
Ο Ντίνος κατάλαβε ότι κάποιος άλλος του έκανε  την κασκαρίκα και γύρισε. Κοίταξε τον Μιχάλη:
- Εσύ βρε κερατά τα κάνεις, όλες οι σκατοδουλειές δικές σου είναι.
Ο Μιχάλης παρίστανε τον εξωγήινο:
- Τι έπαθες ξάδερφε;
- Βρε πούστη κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις;
- Τι να καταλάβω, η πεθερά σου νομίζεις πως είμαι που σε καταλαβαίνει.
- Τι ήθελες και μου την θύμησες τη πουτάνα; Μη γαμήσω κι εκείνη και εσένα.
- Ε, ξέρω πόσο σ’ αγαπά.
- Σκατά να φας κι εσύ και αυτή. Είπε εξοργισμένος ο Ντίνος.
- Έλα τώρα ηρέμησε μη σε ακούσει η Μαριγούλα.
- Να την χέσω και εκείνη, μόνο λέγε ποιος μου έκανε πουστιά.
- Που να ξέρω ρε Ντίνο, όπως βλέπεις καθόμουν εδώ στη μηχανή δεν έχω ιδέα.
Έκτοτε ο Ντίνος, όταν έπιανε το άδειο φλιτζάνι το ακτινογραφούσε με την ματιά του πριν βάλει καφέ.
Τότε ο Μιχάλης έδωσε άλλες οδηγίες στον Σάντος:
- Άκου, Σάντος, ο Ντίνος όταν τρώει το χάμπουργκερ, ρίχνει μπόλικη σάλτα (κέτσαπ), εσύ θα πάρεις ένα μπουκάλι κέτσαπ και θα το αδειάσεις, θα το πλύνεις θα το γεμίσεις  με καυτή σάλτσα. Μόλις δεις τον Ντίνο που θα ετοιμάζεται να βγει από την κουζίνα, θα βγεις σαν βέλος, θα αλλάξεις τα μπουκάλια και θα έχουμε πάλι πανηγύρια. Πράγματι έτσι έγινε. Ο Ντίνος κάθισε, σήκωσε το ένα ψωμάκι του χάμπουργκερ και έριξε μπόλικη σάλτσα. Μόλις άρχισε να μασά την πρώτη δαγκωνιά έβγαλε πάλι εκείνο το ΑΑΑΑ! Και φώναξε:
- Γρήγορα νερό Γιαννιέ.
Ο Μιχάλης προσπάθησε να συγκρατήσει τα γέλια του αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Ντίνος πετάχτηκε σαν αίλουρος, πήγε στην κουζίνα και βγήκε κρατώντας ένα μεγάλο μαχαίρι σαν το σπαθί του Τζέγκης Χαν.
- Θα σε σφάξω κωλόπαιδο.
Φώναξε και όρμησε προς το μέρος του Μιχάλη, ο οποίος βλέποντας τις άγριες διαθέσεις του Ντίνου πήδηξε έξω από την πόρτα του εστιατόριου. Μια μέρα ο Μιχάλης ‘’ αποκάλυψε ‘’ στο Ντίνο το μυστικό για την λύτρωση του.
- Αν δεν δώσεις στο προσωπικό ανθρώπινο φαγητό, θα τραβήξεις τα πάθη του Χριστού.
Πράγματι το φαγητό σιγά – σιγά βελτιώθηκε παρά την μουρμούρα της μέγαιρας της Μαριγούλας.
Ο Μιχάλης, πρόσχαρος καθώς ήταν, έκανε αρκετά αστεία στους πελάτες και ιδιαίτερα στις πελάτισσες. Όταν ερχόταν μια πελάτισσα να πληρώσει τον λογαριασμό, ο Μιχάλης τον έβαζε στην μηχανή και χτυπούσε το ποσόν που έγραφε, μετά έβαζε τα δύο του χέρια στα συρτάρια, έπιανε τα ρέστα – κέρματα – με το αριστερό χέρι, οπότε αποφάσιζε να αστειευτεί, έκλεινε και την δεξιά του χούφτα, την πρότεινε πάνω από την ανοικτή παλάμη της πελάτισσας λέγοντας:
- Ευχαριστώ.
Εκείνη έλεγε αμέσως:
- Παρακαλώ. Και έκανε να φύγει κλείνοντας την παλάμη της. Αμέσως διαπίστωνε ότι είχε πιάσει αέρα κοπανιστό. Γύρισε προς τον Μιχάλη και έλεγε ξεκαρδισμένη στα γέλια:
- Πολύ έξυπνο το αστείο σου, μ’ άρεσε.
Μιας πελάτισσας της είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη με εκείνο το αστείο. Ένα βράδυ η πελάτισσα ήταν σίγουρη ότι δεν θα την ξαναπάθει. Όταν πλησίασε στο ταμείο να πληρώσει το λογαριασμό, τα μάτια της έλαμπαν από πονηριά, κάτι σπάνιο για αμερικανίδα. Ο Μιχάλης μόλις πρόσεξε ότι γυαλίζει το μάτι της κατάλαβε ότι « δεν

krinos

ξαναμασά η κατσίκα ταραμά». Χτύπησε τον λογαριασμό και έπιασε τα ρέστα με το δεξί του χέρι και το πρότεινε στην πονηρεμένη πελάτισσα. Εκείνη που δεν ήθελε να    ‘’ ξαναμασήσει ταραμά ‘’ του είπε:
- Δεν την ξαναπαθαίνω. Και πρότεινε την ανοικτή της παλάμη προς την αριστερή παλάμη του Μιχάλη που την είχε και αυτή κλειστή. Ο Μιχάλης με το ύφος του Ναπολέοντα, όταν νικήθηκε το Βατερλό, της πρότεινε το αριστερό χέρι λέγοντας:
- Με νίκησες.  
Η πελάτισσα τότε είπε:
- Ευχαριστώ. Και με θριαμβευτικό ύφος έκλεισε την παλάμη της και έκανε να φύγει. Γύρισε όμως αμέσως κάνοντας χορευτική φιγούρα και είπε:
- Αναθεματισμένε έλληνα!
Ένα βράδυ μια σερβιτόρα έδωσε του Μιχάλη ένα ζευγάρι γυναικεία γυαλιά. Μετά από μισή ώρα μια κοπέλα μπήκε στο εστιατόριο. Ο Μιχάλης έπιασε ένα κατάλογο και πήγε κοντά της για να την συνοδεύσει και να της δείξει τα διαθέσιμα τραπέζια.
Εκείνη του εξήγησε ότι μόλις είχε δειπνήσει με την αδερφή της αλλά επέστρεψε να ρωτήσει μήπως ξέχασε εκεί τα γυαλιά της. Ο Μιχάλης της έδειξε το ζευγάρι τα γυαλιά που είχε βρεί σε ένα τραπέζι η σερβιτόρα και αυτή τα αναγνώρισε αμέσως, λέγοντας με ανακούφιση:
- Αυτά είναι τα γυαλιά μου, σε ευχαριστώ Μάικ. Αναφώνησε με ανακούφιση.
- Ευχαρίστηση μου να προσέχω τις πελάτισσες μας.
- Πολλά πράγματα μπορεί να χάσει κανείς από την αφηρημάδα του.
- Και τα μυαλά του μπορεί να χάσει κανείς. Αλλά γιατί στέκεστε όρθια; Καθίστε να σα κεράσω ένα καφέ.
- Πολύ ευχαρίστως.
Ο Μιχάλης πρόσεξε ότι εκείνη η στρουμπουλή κοπέλα με το όμορφο πρόσωπο και τα έξυπνα μάτια είχε διάθεση για συζήτηση. Ήταν η ώρα που η φούρια του μαγαζιού είχε περάσει και δεν ήθελε να στέκεται σαν παλούκι στην πόρτα και να κουβεντιάζει. Μόλις κάθισαν ο Μιχάλης ζήτησε από την σερβιτόρα να φέρει δύο καφέδες και ρώτησε την κοπέλα:
- Πως σε λένε;
- Λίντα, Λίντα Μπέλφερ.
- Κι εμένα Μάικ.
- Το γνωρίζω. Έρχομαι τακτικά εδώ με την αδερφή μου.    
- Α! ώστε έτσι, σας αρέσει φαίνεται το μαγαζί;
- Πολύ ωραίο και περιποιητικό.
- Σε ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.
- Αλήθεια Μάϊκ τι σπουδάζεις;
- Καλά που ξέρεις ότι σπουδάζω;
- Φαίνεται ο νεοφερμένος στην Αμερική.
- Από τι; Ρώτησε περίεργα ο Μιχάλης.
- Από πολλά. Από την προφορά, από τον τρόπο που μιλάς, από το ντύσιμο, από την ματιά και κάποιες άλλες λεπτομέρειες.
« ώστε για’ αυτό με αναγνωρίζουν σαν ξένο οι συμφοιτήτριες μου και φοβούνται ακόμη και να με κοιτάξουν. Αυτό είναι λοιπόν, οι αμερικανίδες έχουν ξενοφοβία, ποιος ξέρει τι τους έχουν κάνει οι ξένοι», σκέφτηκε με απόγνωση ο Μιχάλης.
- Α! ώστε έτσι; Και πως το ξέρεις εσύ;
- Να ο πατέρας μου έχει ένα μικρό εργοστάσιο όπου δουλεύουν δύο χιλιάδες εργάτες, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι ξένοι και έτσι έμαθα πολλά πράγματα.
- Κρίμα που σπουδάζω κοινωνιολογία.
- Γιατί κρίμα; Ρώτησε απορημένη η Λίντα.
- Μα αν σπούδαζα κάτι άλλο θα μιλούσες στον πατέρα σου να με πάρει στο εργοστάσιο μετά το πέρας των σπουδών. Είπε χαμογελώντας ο Μιχάλης.
- Μόνο αν θέλεις να δουλέψεις με Εβραίους;
- Δεν καταλαβαίνω;
- Να ο πατέρας μου είναι Εβραίος.
- Και λοιπόν;
- Δεν το ξέρεις ότι δεν μας χωνεύουν;
- Ποιοι;
- Όλοι.
- Μα γιατί; Δεν καταλαβαίνω;
- Είσαι πολύ λίγο καιρό στην Αμερική για να καταλάβεις. Να πώς να  στο πω μας ζηλεύουν.
- Μα γιατί;
- Γιατί κάνουμε πολλά που δεν μπορούν να κάνουν άλλοι, ας πούμε οι έλληνες, οι ισπανοί, οι ιταλοί και οι άλλοι μετανάστες.
- Τι κάνετε δηλαδή;
- Θα σου πώ απλά να το καταλάβεις. Υπάρχει καμιά ελληνική τράπεζα στην Αμερική; Κανένα εργοστάσιο; Όχι. Τα μόνα ελληνικά ‘’ εργοστάσια ‘’ είναι τα εστιατόρια. Κανένας Εβραίος δεν πουλά λουκάνικά σαν τους έλληνες και τους σπανιόλους στους δρόμους. Κανένας εβραίος δεν δουλεύει σε εστιατόριο σαν εργάτης, σαν σκουπιδιάρης και δεν κάνει επάγγελμα της σειράς. Οι εβραίοι σπουδάζουν τα παιδιά τους, έχουν αλληλεγγύη μεταξύ τους, βοηθά ο ένας τον άλλον, συνεργάζονται και κάνουν μεγάλες επιχειρήσεις. Κανένας έλληνας της Αμερικής δεν έχει ιδιωτικό αεροπλάνο. Ξέρεις κανένα μεγάλο έλληνα ηθοποιό στο Χόλιγουντ; Οι περισσότεροι είναι εβραίοι. Ξέρεις καμία ελληνική κινηματογραφική εταιρία στην Αμερική; Δεν υπάρχει. Οι περισσότεροι επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές πανεπιστημίου, γενικοί διευθυντές, πρόεδροι τραπεζών και άλλοι είναι εβραίοι. Κατάλαβες τώρα γιατί δεν μας χωνεύουν.
- Κατάλαβα. Είπε απογοητευμένος ο Μιχάλης.
Κοίταξε με μελαγχολία την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα που ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο της τραπεζαρίας του εστιατορίου. Οι σερβιτόροι, οι μάγειροι, ο μπάρμαν του φάνηκαν να φορούν αρχαίες ελληνικές ενδυμασίες και να μοιάζουν με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ιπποκράτη, τον Σόλωνα και τόσους άλλους. Ο Παρθενώνας στον τοίχο του εστιατορίου έμοιαζε με εστιατόριο που στην αυλή του κάθονταν χιλιάδες τουρίστες και ο Περικλής ήταν σερβιτόρος και σερβίριζε σουβλάκια. Ο Φειδίας καθόταν σε ένα τραπέζι και πάνω σε ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο σχεδίαζε το καλλίγραμμο σώμα μιας τουρίστριας, που ποζάριζε απέναντι του. Πάνω στο τραπέζι ο Φειδίας είχε ένα άδειο χάρτινο κουτί για να φτύνει, σαν τους κινέζους. Όσοι τουρίστες προσπερνούσαν, τον περνούσαν για ζητιάνο, έτσι που τον έβλεπαν θλιμμένο και του έριχναν στο κουτί κέρματα. Ο Περικλής κοντοστάθηκε μπροστά στον Φειδία και τον ρώτησε:
- Ρε Φειδία γιατί οι έλληνες τουρίστες δεν ρίχνουν κέρματα;
- Και που τους είδες τους έλληνες τουρίστες ρε Περικλή;
- Γιατί ρε, δεν έρχονται έλληνες τουρίστες στην Ακρόπολη;

krinos

- Μα που ζείς καημένε στο 2000 προ Χριστού; Άσε να έρθουν πρώτα στην Ελλάδα.
- Και γιατί δεν έρχονται ρε Φειδία στην Ελλάδα οι έλληνες;
- Δεν ξέρεις ότι είναι πολύ δύσκολο να τους δώσουν βίζα για την Ελλάδα οι ξένες χώρες που ζούν;
- Και τότε τι κάνουμε ρε εδώ και δεν πάμε και εμείς σε ξένες χώρες να δουλέψουμε, να τους χτίσουμε και κανένα Παρθενώνα;
- Μα αν διάβαζες και καμιά παπυροεφημερίδα Περικλή, θα μάθαινες ότι όλοι οι έλληνες πήγαν σε ξένες πατρίδες γιατί εκεί είναι χρειαζούμενοι στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα εστιατόρια, στα ερευνητικά κέντρα, στα πανεπιστήμια και σε τόσες άλλες επιχειρήσεις. Μόνο εσύ και εγώ μείναμε στην Ελλάδα να δουλεύουμε εδώ στο εστιατόριο του Παρθενώνα και να προσέχουμε μην κλέψουν κανένα μάρμαρο οι μαύροι τουρίστες για να τρίβονται μήπως και ….ασπρίσουν.Και πρέπει να ξέρεις ότι κτίρια σαν το Παρθενώνα είναι πολύ ακριβά. Ξέρεις πολλούς επιχειρηματίες να ξοδεύουν δισεκατομμύρια τάλαντα για να κτίζουν εργοστάσια και μονοκατοικίες που να μοιάζουν του Παρθενώνα; Δεν ξέρεις, γιατί δεν υπάρχουν και γι’ αυτό έρχονται τουρίστες και βλέπουν τον Παρθενώνα για να δούν πως μοιάζει ένα ακριβό κτίριο.  
- Δηλαδή ρε Φειδία, λαοπλάνος ήταν ο Τύραννος Παπανδρέου, που φώναζε ‘’ Η Ελλάδα ανήκει στους έλληνες ‘’.
Ο Περικλής απομακρύνθηκε από το τραπέζι του Φειδία απογοητευμένος που δεν μπορούσε να ζήσει την ‘’ ευλογία θεού ‘’ να μεταναστεύσει σε ξένη χώρα να τα οικονομήσει.Ο Μιχάλης κοίταξε τον Παρθενώνα που ήταν ζωγραφισμένος στο τοίχο του εστιατορίου, βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις. «οι μισοί έλληνες τραβάνε στα δικαστήρια τους άλλους μισούς για κτηματικές διαφορές. Για ‘’ ψύλλου πήδημα ‘’ τραβολογούνται στα δικαστήρια, για ‘’ ασήμαντον αφορμή ‘’ σφάζει ο ένας τον άλλο σαν το αρνί. Μισεί και ζηλεύει αυτόν που προοδεύει και δεν προσπαθεί να του μοιάσει. Δεν κάνει ποτέ επιχείρηση, ούτε και κοτέτσι με άλλον, ούτε και με τον αδερφό του. Ο καθένας θέλει δικό του καπετανάτο, σαν εκείνο το τσακάλι που έκανε αναψυκτικό την αφρόζα για να εκτοπίσει από την ελληνική αγορά την κόκα – κόλα και κατέληξε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο της πέψη – κόλα. Πώς να προοδεύσει αυτή η πατρίδα; Ευτυχώς που δεν ξέρει η Λίντα ότι οι έλληνες εργάτες καταθέτουν τις αποταμιεύσεις τους σε τράπεζες Ελβετίας, ευτυχώς!».
Ο Μιχάλης ένιωσε ότι η Λίντα φτύνει την ελληνική του περηφάνια και της λέει:
- Όμως οι περισσότεροι εφοπλιστές είναι έλληνες. Είπε με καμάρι.
- Αυτό είναι σωστό. Αλλά για πες μου Μιχάλη, γιατί οι έλληνες εφοπλιστές έχουν τα γραφεία τους και τις βίλες τους στο Λονδίνο και την Νέα Υόρκη; Γιατί έχουν καταθέσεις στην Ελβετία; Γιατί τα περισσότερα ελληνικά βαπόρια έχουν ξένες σημαίες;
Ο Μιχάλης ξεροκατάπιε και ψιλοκοκκίνησε από ντροπή. Προσπάθησε να βρει μια εξήγηση, αλλά δεν κατάφερε να βρει κάποια που να μην θίγει την ελληνική περηφάνεια. Η Λίντα τον έβγαλε από την δύσκολή θέση:
- Είναι πολύ απλό. Με τις ξένες σημαίες οι έλληνες εφοπλιστές πληρώνουν ψίχουλα αφ’ ενός και αφ’ ετέρου το ελληνικό κράτος δεν χρειάζεται προφανώς την ελεημοσύνη των εφοπλιστών. Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά να, τις προάλλες έλεγε του πατέρα μου ο γενικός διευθυντής μιας τράπεζας, ότι μια μέρα τα ελληνικά πλοία θα έχουν ξένα πληρώματα και μόνο ο καπετάνιος και ο πρώτος μηχανικός θα είναι έλληνες.
- Ε, αυτό δεν θα το κάνουν ποτέ οι έλληνες εφοπλιστές.
- Ασε Μαίκ, είσαι ακόμη νεαρός και δεν γνωρίζεις πως σκέφτονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες.
- Δηλαδή πως σκέφτονται;
- Δεν υπάρχουν γι’ αυτούς πατρίδες. Μόνο το κέρδος και η δόξα υπάρχει.
- Τι μου λες! Ώστε και οι δικοί σας επιχειρηματίες ξέχασαν το Ισραήλ;
- Το αντίθετο μάλιστα. Οι δικοί μας επιχειρηματίες κάνουν τεράστιες επενδύσεις στο Ισραήλ, στέλνουν δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο και δεν βγάζουν δίσκους τις εκκλησίες σας ‘’ υπέρ πατρίδος ‘’, όπως κάνετε εσείς οι έλληνες στην Αμερική. Ακόμη οι Εβραίοι έχουν την δύναμη να ελέγχουν την κάθε κυβέρνηση της Αμερικής και να την πείθουν να στέλνει γύρω στα δέκα δισεκατομμύρια δολάρια στο Ισραήλ κάθε χρόνο.
- Και δεν υπάρχει ελληνικό λόμπι να πιέζει για τα δίκαια της Ελλάδας στην αμερικανική κυβέρνηση;
- Τώρα πλάκα μου κάνεις; Με ποιους θα πιέσετε εσείς με τους εστιάτορες, τους κουλουράδες, τους θυρωρούς ή τους τρεις, τέσσερις γερουσιαστές, που δεν μιλάνε ούτε ελληνικά;
Ο Μιχάλης παρακαλούσε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια. Η συζήτηση με την Λίντα τον είχε προβληματίσει. Η Λίντα ασφαλώς δεν είχε πρόθεση να στεναχωρήσει τον Μιχάλη. Τα γυαλιά της τα είχε αφήσει σκόπιμα στο εστιατόριο για να βρει αφορμή να βρεθεί μόνη της να μιλήσει με τον Μιχάλη. Είχε έρθει πολλές φορές για φαγητό, είχε προσέξει το ομορφόπαιδο από την Ελλάδα. Είχε πάρει με τρόπο τις  πληροφορίες της από τις ανυποψίαστες σερβιτόρες  και είχε σχεδιάσει το "κόλπο" με τα γυαλιά για να βρεθεί μόνη μαζί του.Οταν σηκώθηκε για λίγο ο Μιχάλης να εξυπηρετήσει ένα πελάτη, η Λίντα αποφάσισε ότι πρέπει να αλλάξει θέμα « αυτό το θέμα συζήτησης μου φαίνεται ότι τον στεναχωρεί». Και όταν ξανακάθισε κοντά της τον ρώτησε:
- Σε ποιο πανεπιστήμιο σπουδάζεις Μάικ;
- Στο New York University.
- Εσύ τι σπουδάζεις;
- Γαλλική φιλολογία.
- Γαλλική φιλολογία; Πως και δεν σπουδάζεις διοίκηση επιχειρήσεων, να διευθύνεις τις επιχειρήσεις του πατέρα σου; Ρώτησε με έκπληξη ο Μιχάλης.
- Γιατί αυτό μου αρέσει.
- Και ο πατέρας σου; Δεν έχει αντίρρηση;
- Γιατί να έχει; Δεν υπάρχει λόγος.
Ο Μιχάλης θυμήθηκε ότι ήθελε να γίνει καπετάνιος, επηρεασμένος από όσα του έλεγε ο πατέρας του για τους κασιώτες καπεταναίους και μηχανικούς, « βγάζουν πολλά χρήματα, πήραν διαμερίσματα στην Αθήνα, έχτισαν τα παλιά τους σπίτια στο χωριό, έχουν αυτοκίνητα». Ο Μιχάλης αποφάσισε ότι θέλει να γίνει καπετάνιος και το είπε στον πατέρα του, εκείνος ήθελε να τον κάνει δάσκαλο, « μα εσύ δεν μου μιλούσες συνέχεια για τις περιουσίες που έκαναν οι καπετάνιοι; Τι λεφτά παίρνει ο δάσκαλος; Ξέρεις κανένα δάσκαλο συμπατριώτη μας να έχει χτίσει δικό του σπίτι στον Πειραιά; Όλοι στο ενοίκιο δεν μένουν;».
Ο πατέρας του έβαλε λιτούς και δεμένους να μεταπείσουν τον Μιχάλη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι μια μέρα ο πατέρας του τον πήρε στον κινηματογράφο να δει το έργο ‘’ Ταξίδι χωρίς γυρισμό ‘’. Το ναυάγιο του Τιτανικού. Ο Μιχάλης τότε σε ηλικία δεκαέξι ετών φοβήθηκε και βγήκε από τον κινηματογράφο προβληματισμένος. Έξω από τον κινηματογράφο τον ρώτησε ο πατέρας του, ο οποίος είχε φέρει τον Μιχάλη ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, για να τον τρομοκρατήσει:
- Ακόμη θέλεις να γίνεις καπετάνιος;
Τελικά έπεισε τον Μιχάλη να γίνει μηχανικός.
- Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Είπε μελαγχολικά ο Μιχάλης στην Λίντα.
- Και σε ποιο έτος βρίσκεσαι;
- Στο δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους.

krinos

- Εσύ;
- Στο τρίτο.
- Κοντεύεις λοιπόν.
- Όχι βέβαια, μετά θα πάω στην Γαλλία να συνεχίσω μέχρι να πάρω το διδακτορικό δίπλωμα.
- Μπράβο. Είπε με θαυμασμό ο Μιχάλης.
- Αλήθεια πως περνάς τις ελεύθερες ώρες σου;
- Ε, δεν έχω και πολλές.
- Πηγαίνεις καθόλου σινεμά;
Ο Μιχάλης σιώπησε για λίγο, θυμήθηκε την μοναδική φορά που πήγε με την Νταϊάνα και σκέφτηκε το ρεζιλίκι αφ’ ενός και ότι δεν θυμόταν τι έργο είχε δει, « έχει γούστο να ρωτήσει ποια ταινία είδα; Θα γίνω ρεζίλι. Μπα δεν μου φαίνεται ότι θα ρωτήσει, δεν είναι περίεργες οι αμερικανίδες».
- Μια φορά μόνο έχω πάει.
- Μόνο; Ρώτησε με έκπληξη η Λίντα.
- Δεν έχω τόσο ελεύθερο χρόνο.
- Θα ήθελες να πάμε μαζί μια μέρα που θα έχεις χρόνο;
- Μετά χαράς. Είπε με προσποιητό ενθουσιασμό ο Μιχάλης.
- Α! ωραία τότε. Θα ήθελες να πάμε να δούμε τον ‘’ Βιολιστή της στέγης ‘’;
- Πως δεν θα ήθελα. Είπε ο Μιχάλης που του φάνηκε ο ‘’ Βιολιστής στη στέγη ‘’ σαν   ‘’ Ο λυράρης στο δώμα ‘’.
- Ποτέ μπορείς;
- Τις Κυριακές έχω ρεπό.
- Ωραία τότε, πάμε αυτήν την Κυριακή;
- Πάμε, αλλά που θα συναντηθούμε;
- Μα θα έρθεις να με πάρεις από το σπίτι μου.
- Από πού; Ρώτησε τρομοκρατημένος ο Μιχάλης.
« αν πάω σπίτι της θα με σκοτώσει ο Εβραίος ο πατέρας της. Άκου να πάω σπίτι της.»
- Μα από το σπίτι μου.
- Και που μένεις;
- Μισή ώρα από δω.
- Εγώ μένω στην Αστόρια και αλλάζω δύο τρένα και ένα λεωφορείο για να έρθω στο εστιατόριο, πώς να έρθω σπίτι σου; Θα χρειαστώ δύο ώρες και τέσσερις συγκοινωνίες.
- Α! δεν γίνεται.
- Μα αν έχεις αυτοκίνητο, μπορούμε να μοιράσουμε την απόσταση.
- Έχω αυτοκίνητο, αλλά πρέπει να έρθεις σπίτι μου.
« τι διάολο γίνεται; Η Νταϊάνα δεν επέμενε να την πάρω από το σπίτι της».Έμενε μόνη της στην Νέα Υόρκη και γι’ αυτό το λόγο έδωσαν ραντεβού έξω από τον κινηματογράφο.
- Μα τόσο δύσκολο είναι, αφού έχεις αυτοκίνητο; Σκέφτηκε προς στιγμή να συνεχίσει « μήπως λυπάται την βενζίνη;», αλλά θυμήθηκε ότι είναι πλουσιοκόριτσο.
- Δεν είναι αυτός ο λόγος.
- Τότε;
- Μα καλά δεν ξέρεις ότι όταν βγαίνεις με μια κοπέλα πρέπει να πας να την πάρεις από το σπίτι;
- Δεν το ξέρω και μου φαίνεται και περίεργο.
- Και γιατί σου φαίνεται περίεργο;
- Μα, μα …. Έκανε ο Μιχάλης που σκέφτηκε το ‘’είθισται ‘’ της Ελλάδας. Και συνέχισε:
- Δεν μου είπες γιατί πρέπει να έρθω να σε πάρω από το σπίτι σου;
- Μα για να σε δει ο πατέρας μου και η μάνα μου.
- Και γιατί πρέπει να με δούν;
- Μα πως θα με αφήσουν να βγω έξω χωρίς να δούνε το αγόρι μου;
- Τι λες που θα έρθω να με δει ο πατέρας σου; Δεν έχω όρεξη να έχω φασαρίες.
- Τι φασαρίες; Ρώτησε έκπληκτη η Λίντα.
- Στην Ελλάδα ούτε στον ύπνο μας δεν διανοούμεθα να πάμε στο σπίτι μιας φίλης μας για να την βγάλουμε έξω.
- Απίστευτο! Και πως βγαίνουν ραντεβού εκεί οι κοπέλες; Τις αφήνουν οι γονείς τους να βγαίνουν με αγόρια που δεν τα γνωρίζουν;
- Στην Ελλάδα οι γονείς δεν γνωρίζουν ότι τα κορίτσια τους βγαίνουν ραντεβού με νεαρούς.
- Απίστευτα πράγματα! Και δεν τους λένε που πάνε;
- Βεβαίως έχουν ανακαλύψει την φιλοσοφία της δικαιολογίας.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή, τους λένε ψέματα.
- Ψέματα στους γονείς τους; Ρώτησε έκπληκτη η Λίντα.  
- Και στον παπά όταν εξομολογούνται.
- Μα τι ψέματα λένε τέλος πάντων;
- Ότι πάνε στο σπίτι μιας φίλης τους να διαβάσουν. Ότι πάνε στην βιβλιοθήκη, στο σινεμά με τις φίλες του, σε μία έκθεση ζωγραφικής,  ότι πάνε να δούνε τον Παρθενώνα, ότι πάνε σε κάποιο μουσείο, ότι πάνε να τους διαβάσει ο … παπάς, ότι πάνε να αρμέξουν την κατσίκα, ότι πάνε να σαμαρώσουν τζιτζίκια, ότι διάολο άλλο κατεβάσει το μυαλό τους. Η Λίντα έμεινε με το στόμα ανοικτό, « σε ημιάγρια κατάσταση βρίσκονται οι έλληνες!», σκέφτηκε η Λίντα.
- Όμως πρέπει να πούμε και του στραβού το δίκιο. Δεν φταίνε τα κορίτσια αλλά οι πατεράδες τους που δεν τα εμπιστεύονται και τα αναγκάζουν να τους λένε ένα κάρο ψέματα.
- Δηλαδή, οι πατεράδες τους μένουν με την εντύπωση ότι τα κορίτσια τους δεν έχουν ούτε φίλους ούτε σχέσεις;
- Δυστυχώς όλοι οι γονείς νομίζουν ότι οι κόρες τους είναι παναγίες παρθένες.
- Τόσο πολύ; Και τι θα γίνει αν πάει ένας νεαρός στο σπίτι μιας κοπέλας;
- Πρώτον δεν θα πάει, έκτος αν πρόκειται να ζητήσει την κοπέλα σε γάμο. Δεύτερον δεν θα προλάβει να περάσει ο νέος την πόρτα γιατί θα τον έχει σφάξει ο πατέρας της κοπέλας στο κατώφλι σαν το αρνί.
- Βάρβαρα πράγματα. Είπε με αποστροφή η Λίντα.
- Υπάρχουν και χειρότερα.
- Δηλαδή;
- Να υπάρχουν περιοχές της Ελλάδας, που αν σε δει ο αδερφός ή ο πατέρας της κοπέλας ωα την συνοδεύεις στο δρόμο, θα σε σφάξει επί τόπου χωρίς καμία εξήγηση.

krinos

Η Λίντα κατάλαβε τον δισταγμό του Μιχάλη να πάει σπίτι της και τον καθησύχασε:
- Εμένα οι γονείς μου θα χαρούν πολύ να σε γνωρίσουν. Είναι πολύ ήσυχοι άνθρωποι και πολιτισμένοι.
- Και δεν θα έχω κανένα πρόβλημα;
- Κανένα απολύτως.
- Είσαι τόσο βέβαιη;
- Μα έτσι συνηθίζεται στην Αμερική.
Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι έτσι θα έπρεπε να ήταν στην Αμερική, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να το χωνέψει. Ένοιωθε να κοκκινίζει προκαταβολικά. Δεν μπορούσε να αρνηθεί σε εκείνη την έξυπνη εβραία που τον βρήκε τόσο αδιάβαστο. Έτσι είπε το ‘’ναι‘’ με βαριά καρδιά, σαν τον νέο που τον παντρεύουν από προξενιό με μια πλούσια γρια. Την Κυριακή το απόγευμα ο Μιχάλης πήρε ένα ταξί – και το έκανε για πρώτη φορά στην Αμερική – έχοντας υπολογίσει να το σταματήσει έξω από το σπίτι της Λίντας, να πει του ταξιτζή να τον περιμένει, να χτυπήσει την πόρτα, να δει η Λίντα το ταξί και να φύγει αμέσως μαζί του. Το πολύ πολύ αν έλεγε μια                     ‘’καλησπέρα ‘’ στα όρθια και να τους άφηνε τα γλυκά που πήρε από ένα ελληνικό ζαχαροπλαστείο της Αστόριας.Όταν το ταξί σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού ο Μιχάλης πλήρωσε το κόμιστρο που έγραφε το ταξίμετρο συν δέκα σεντς για να στρογγυλοποιηθεί ο αριθμός και είπε στον οδηγό:
- Παρακαλώ μπορείτε να περιμένετε μερικά λεπτά να φωνάξω την φίλη μου;
Ο οδηγός γύρισε το κεφάλι του, κοίταξε άγρια τον Μιχάλη και του είπε:
-Άντε γαμήσου ρε μαλάκα, με αυτά τα τυχερά που μου έδωσες, θέλεις να σε περιμένω κιόλας;
Ο Μιχάλης έμεινε έκπληκτος από την …. ευγένεια του ταξιτζή. Νόμισε ότι αν του έλεγε δεύτερη κουβέντα θα τον έσφαζε. Δεν γνώριζε ο Μιχάλης ότι ίσχυε άγραφος νόμος, ισχυρότερος και από γραπτό, να δίνεις τυχερά στο ταξί. Ήταν προτιμότερο να διαπράξεις φόνο παρά να μην δώσεις τυχερά σε ταξιτζή στην Αμερική. Τον έπιασε απελπισία. Το σχέδιο του είχε ανατραπεί. Τώρα έπρεπε να πιεί το κώνειο αφού είχε πει το ‘’ναι ‘’ στην Λίντα. Πλησίασε την εξώπορτα για να χτυπήσει το κουδούνι. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, πουθενά κουδούνι. Πίσω από την πόρτα ένας τεράστιος κήπος πιο μεγάλος και από το μεγάλο τους λιόφυτο στο χωριό, γεμάτος δέντρα, λουλούδια και φυτά. Τόσα πολλά, παράξενα και ωραία λουλούδια δεν είχε ξαναδεί  σε άλλο σπίτι. Τα θαύμασε για λίγο και ένοιωσε να χαλαρώνει. Κοίταξε το σπίτι. Του φάνηκε τεράστιο και παράξενο. Κεραμοσκεπές σε πολλά επίπεδα, σαν παλάτι έμοιαζε.
« Πω! Πω! Σπιταρόνες οι εβραίοι».
Παρατήρησε την κεντρική πόρτα του σπιτιού μήπως και στεκόταν εκεί η Λίντα να τον περιμένει. Πουλί πεταμένο δεν υπήρχε ολόγυρα. Τα δέντρα έκρυβαν και τα παράθυρα. Κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το ανοίξει την ξύλινη πόρτα του κήπου και να προχωρήσει προς την πόρτα του σπιτιού. Άνοιξε την εξώπορτα, προχώρησε προς την πόρτα του σπιτιού, χτύπησε το κουδούνι και σε λίγο του άνοιξε η Λίντα. Τον οδήγησε σε ένα απέραντο σαλόνι που του φάνηκε σαν το αεροδρόμιο της Κάσου. Θαμπώθηκε από την πολυτέλεια και την χλιδή. Αν δεν ήταν τόσο φοβισμένος και σφιγμένος θα μπορούσε να αποτυπώσει τις λεπτομέρειες. Το μόνο που πρόσεξε ήταν το ασημένιο πόμολο της πόρτας. Η Λίντα τον οδήγησε σε ένα μεγάλο τραπέζι, που τριγύρω του κάθονταν η μητέρα, ο πατέρας και η αδερφή της. Μόλις τους αντίκρισε του φάνηκαν σαν τον Καϊάφα με την φαμίλια του και ένοιωσε χειρότερα και από τον Χριστό, « παναγία μου τώρα θα αρχίσει η ανάκριση, ότι και να πώ θα με σταυρώσουν οι εβραίοι».Κάθισε σε μία καρέκλα. Ένοιωθε όπως ακριβώς νοιώθει ο κατηγορούμενος όταν κάθεται στο ειδώλιο… η Λίντα τον σύστησε στο σόι της. Ο Μιχάλης φορούσε ένα πράσινο σταυρωτό κουστούμι, το πρώτο που αγόρασε στην Αμερική, κίτρινο πουκάμισο καινούργιο και αυτό, ανοιχτόχρωμες λεπτές πράσινες κάλτσες καινούργιες και αυτές και σλιπάκι μοντέρνο καινούργιο και αυτό. «Σαν πούστικο είναι», είπε όταν το δοκίμασε σπίτι του. Όταν κάθισε στο τραπέζι, το πρόσωπο που ήταν ήδη κατακόκκινο. Οι γονείς της Λίντας και ιδιαίτερα η μητέρα της, άρχισαν να του κάνουν τις συνηθισμένες ερωτήσεις περί καταγωγής και γεννεαλογικού δέντρου. Ο Μιχάλης ήταν τόσο σφιγμένος που οι αγγλικές λέξεις έρχονταν στο μυαλό του χωρίς φωνήεντα, μόνο σύμφωνα. Νόμιζε ότι δεν μιλά σαν άνθρωπος αλλά σαν προϊστορικός πίθηκος. Δύο μυλόπετρες σαν να του έσφιγγαν το μυαλό και του έβγαζαν το λάδι των λέξεων – τα φωνήεντα – αλλά και το δικό του. Άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις μονολεκτικά. Ναι, όχι, ίσως, μάλλον, μάλιστα. Οι γονείς της Λίντας ήταν άνθρωποι, ευγενικοί, γλυκομίλητοι και ρωτούσαν τον Μιχάλη με περισσή καλοσύνη. Έβλεπαν ένα νεαρό είκοσι χρονών, πολύ όμορφο, με μεγάλα μαύρα μάτια, με ροδόχρωμα μάγουλα που έμοιαζε με άγγελο. Η μητέρα της Λίντας, η Ρεβέκκα, ρώτησε κάποια στιγμή το Μιχάλη:
- Σ’ αρέσουν τα κορίτσια της Αμερικής;
- Μάλιστα.
- Τα βρίσκεις όμορφα;
- Μάλιστα.
- Τα βρίσκεις πιο σέξυ από τις ελληνίδες;
Το κοκκινισμένο πρόσωπο του Μιχάλη έγινε σαν παντζάρι από την ντροπή. Έβρισκε την ερώτηση προκλητική και γινόταν προκλητικότερη από το γεγονός  ότι την έκανε γυναίκα. Αστραπιαία σκέφτηκε « αν της πω ναι, θα νομίσει ότι κοιμήθηκα με την κόρη της». Ο Μιχάλης απάντησε στην ερώτηση της Ρεβέκκας:
- Δεν γνωρίζω.
- Δηλαδή δεν έκανες ποτέ έρωτα με αμερικανίδα όσο βρίσκεσαι στην Αμερική;
Ο Μιχάλης έχοντας χαμηλωμένη την ματιά του από ντροπή είπε:
- Όχι.
Η Ρεβέκκα νόμισε ότι είχε δίπλα της ένα νεαρό, άβγαλτο, άσπιλο και αμόλυντο. Αν είχε εμφανιστεί εκείνη την εποχή το AIDS στην Αμερική, θα πάντρευε τον Μιχάλη με την κόρη της, εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι του σπιτιού της. Έσκυψε ελαφρά στο αυτί του Μιχάλη και τον ρώτησε:
- Είσαι παρθένος Μάικ;
Η Ρεβέκκα έκοψε το σχοινί που κρατά τον ουρανό ψιλά. Ο Μιχάλης είδε τον ουρανό σφοντύλι, τα μάγουλα του έγιναν τόσο κόκκινα, που νόμιζες ότι θα στάξει το αίμα, ήθελε να τον καταπιεί ένα ηφαίστειο και να τον ξεράσει λάβα. Πάνω στην σύγχυση του απάντησε:
- Ναι!!
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν με κατανόηση. Τα μάτια της Λίντας έλαμψαν. Άρχισε να φαντάζεται τον έρωτα με ένα παρθένο άντρα. Κοίταξε τον Μιχάλη και έσυρε την γλώσσα της στα σαρκώδη χείλη της, σαν την αγελάδα. Η αδερφή της Λίντας σκέφτηκε με ζήλια, « αν δεν ήταν η αδερφή μου στη μέση θα του μάθαινα πως κάνουν έρωτα». Η Ρεβέκκα κατάλαβε αμέσως ότι είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον Μιχάλη και τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο λέγοντας πρόσχαρα:
- Για να δούμε τι δώρο μας έφερε ο Μιχάλης.
Και σηκώθηκε από το τραπέζι. Όταν άνοιξε το κουτί έβγαλε μια κραυγή θαυμασμού:
- Μπακλαβά!!
Στη συνέχεια πήρε πιατάκια και έβαλε μέσα από ένα μπακλαβά και από ένα περίεργο αμερικάνικο γλύκισμα, άγνωστο μέχρι τότε για τον Μιχάλη. Κοίταξε τον μπακλαβά στο πιατάκι και απόρησε: «στην Ελλάδα δεν σου προσφέρουν ποτέ από το γλυκό που φέρνεις δώρο. Τόσο τσιγκούνηδες είναι αυτοί οι εβραίοι;». Τρώγοντας τον μπακλαβά ταίριασε μια μαντινάδα στο μυαλό του και την έγραψε σε ένα χαρτί την επόμενη μέρα.

krinos

« Περίεργο μου φαίνεται, πώς να το εξηγήσω
   που νιώθω τώρα το γλυκό, πως θα τους πάρω πίσω».
Δεν γνώριζε τότε, ότι έτσι συνηθίζεται στην Αμερική. Μέχρι να το μάθει πρόσφερε όταν έκανε επισκέψεις λουλούδια. « αυτά δεν τρώγονται». Η Λίντα κοίταξε κάποια στιγμή το ρολόι της. Είχε πλησιάσει η ώρα για τον κινηματογράφο.
- Μάικ, ώρα να πηγαίνουμε. Είπε δείχνοντας το ρολόι της.
Ο Μιχάλης άρχισε να νιώθει ανακούφιση, σαν τον Ιωνά που τον ξέρασε το κήτος από την κοιλιά του. Φεύγοντας ο Μιχάλης τους χαιρέτησε όλους δια χειραψίας. Η μητέρα της  Λίντας τους συνόδευσε μέχρι την πόρτα. Βγαίνοντας λέει του Μιχάλη, κοιτάζοντας τον στα μάτια πονηρά:
- Καλή διασκέδαση.
Η πονηρή ματιά της Ρεβέκκας πονήρεψε τον Μιχάλη: « άκου καλή διασκέδαση; Μα τόσο απελευθερωμένη και τόσο ξεδιάντροποι είναι οι αμερικανοί;». Μπήκαν στο αυτοκίνητο της Λίντας, μια ολοκαίνουργια  ‘’ Βόλβο ‘’ και ξεκίνησαν για τον κινηματογράφο. Στο ταμείο η Λίντας προσπάθησε να βγάλει το εισιτήριο της, αλλά ο Μιχάλης δεν την άφησε. Η Λίντα τον κοίταξε περίεργα. Δεν της είχε ξανασυμβεί να της πληρώνει ο συνοδός της το εισιτήριο. Ο καθένας πλήρωνε τα δικά του. Ακόμη και τον καφέ. Μπαίνοντας στην αίθουσα η Λίντα οδήγησε τον Μιχάλη στα τελευταία καθίσματα της πλατείας, όπου δεν καθόταν κανένας δίπλα τους ούτε μπροστά τους. Όταν έσβησαν τα φώτα και άρχισε το έργο, το σκοτάδι ήταν μαύρη ‘’ μαυρίλα ‘’, όπως το θυμόταν ο Μιχάλης από την προηγούμενη φορά που πήγε σινεμά με την Νταϊάνα. Ο Μιχάλης κρέμασε την ματιά του στην οθόνη. Του άρεσε ο τίτλος της ταινίας λόγω του βιολιού του ‘’ Βιολιστή της στέγης ‘’ και είχε μεγάλη περιέργεια να δει την υπόθεση του έργου. Λες και ο βιολιστής θα έπαιζε με το βιολί κανένα κασιώτικο σκοπό και θα τραγουδούσε μαντινάδες. Η Λίντα δεν κοιτούσε καθόλου την οθόνη. Κοιτούσε μόνο τον Μιχάλη, λες και ήθελε να διαπιστώσει αν καθόταν κανένας άγνωστος δίπλα της. Μετά από πέντε λεπτά, έγειρε προς τον Μιχάλη και του είπε ψιθυριστά:
- Μάικ μου αρέσεις.
Ο Μιχάλης όπως παρακολουθούσε εκείνη τη στιγμή το δοξάρι του βιολιού να κινείται πέρα – δώθε, δεν κατάλαβε τι είπε η Λίντα και γύρισε προς το μέρος και την ρώτησε:
- τι είπες;
Εκείνη κόλλησε δίπλα του και του είπε:
- Μάικ, μ’ αρέσεις πολύ.
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε και την κοίταξε στα μάτια, λόγω σκότους. Είδε ότι είχαν μια ερωτική γυαλάδα και αναρίγησε. Τον διαπέρασε ακαριαία ερωτικός ηλεκτρισμός. Όμως ήταν ακόμη πολύ σφιγμένος από την συζήτηση με τους γονείς της και είπε στεγνά:
- Σε ευχαριστώ.
Η Λίντα κατάλαβε ότι ήταν πολύν ντροπαλός και κουμπωμένος και έχοντας πιστέψει δε ότι είναι και παρθένος, αποφάσισε να ‘’ οδηγήσει την κούρσα ‘’.
- Εγώ σου αρέσω; Ρώτησε γλυκά.
- Ναι. Είπε ξερά ο Μιχάλης.
Αμέσως η Λίντα πέρασε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του Μιχάλη, τράβηξε το κεφάλι του κοντά στο δικό της και τον φίλησε τρυφερά. Ο Μιχάλης δεν αντέδρασε, αλλά έδρασε η έμπειρη Λίντα. Του έδωσε ένα άγνωστο για τον Μιχάλη φιλί, που νόμισε ότι η γλώσσα της θα του ξεριζώσει τις αμυγδαλές. Ο Μιχάλης κατέβηκε από τον σταυρό που τον ‘’ σταύρωσαν ‘’ οι εβραίοι πριν λίγο στο σπίτι τους, κατέβηκε απότομα και ρεύμα από τα χείλη της Λίντας στον αυλίσκο του, ο οποίος ‘’ παρουσίασε αυτόματα όπλα ‘’ και βούτηξε στα νερά της αμερικάνικης σεξουαλικότητας. Μπροστά στην Λίντα η Νταϊάνα, φάνταζε σαν μαθήτρια κατηχητικού της Σουηδίας.


Πάει και ο ‘’ Βιολιστής της στέγης ‘’ πάει και το βιολί του. Η Λίντα και ο Μιχάλης έπαιζαν άλλο βιολί.  Η Λίντα ήταν τόσο φλογερή, λες και ζούσε την τελευταία της νύχτα στη γή και την επόμενη θα την εξόριζαν σε ακατοίκητο πλανήτη. Μόνο όταν άναψαν τα φώτα κατάλαβαν ότι είχε τελειώσει η ταινία. Στην Αμερική στους κινηματογράφους δεν υπάρχει διάλειμμα κατά την προβολή του έργου για να πιεί ο κόσμος Ταμ – Ταμ. Δεν διακόπτεται η ταινία. Μόλις άναψαν τα φώτα, ο Μιχάλης προσπάθησε να κλείσει το φερμουάρ του παντελονιού του, που του είχε ανοίξει η Λίντα για να διαπιστώσει αν μεγαλώνουν τα παρθένα ‘’ ζαρζαβατικά ‘’. Πάνω στην ταραχή του, σκάλωσε το φερμουάρ, κι είδε και έπαθε να το κλείσει λόγω εσωτερικής αντίστασης. Βγήκαν από την αίθουσα και μπήκαν στο αυτοκίνητο της Λίντας, η οποία τον ρώτησε αμέσως « Που θέλεις να πάμε Μάικ;».
- Πάμε στο δωμάτιο μου. Απάντησε ακαριαία ο Μιχάλης που ένοιωθε ακόμη τη γλύκα από τα φιλιά και τα χάδια της στα ‘’ ζαρζαβατικά ‘’ του και την κοίταξε με πόθο στα μάτια.
Αμέσως είδε τα μάτια της να γεμίζουν δηλητήριο και να προβάλλουν από το στόμα της κόμπρες, κουνώντας πέρα – δώθε την γλώσσα τους, έτοιμες να τον δαγκώσουν.
- Αν νομίζεις ότι από το πρώτο ραντεβού θα με πάρεις στο δωμάτιο σου χάρηκα που σε γνώρισα.
Ο Μιχάλης παρέλυσε. Ένοιωθε το δηλητήριο της κόμπρας να κυλά στο αίμα του και να τον παραλύει. Το μυαλό του δούλεψε με  ταχύτητα δέκα εκατομμυρίων ετών φωτός, ώστε να προλάβει το δηλητήριο να μην φτάσει στο κεφάλι του, δίνοντας την πρέπουσα απάντηση. Θυμήθηκε την πανομοιότυπη απάντηση που του είχε δώσει και η Νταϊάνα. « μα τι διάολο, μόλις τους πεις για το δωμάτιο γίνονται σαν οχιές οι σκρόφες. Μήπως στην Αμερική δεν κάνουν ‘’ βαφτίσια ‘’ στα δωμάτια οι νεαρές; Τότε που; Εδώ δεν έχει παραλίες με βραχάκια σαν την Πειραϊκή. Βάλε τη ‘’ μαχαίρα ‘’ στην θήκη Μιχάλη και άφησε την να σε πάει στην ‘’ κολυμπήθρα ‘’που της αρέσει. Να μη ξαναγράψω μαντινάδα για δεύτερη χυλόπιτα». Χαμογέλασε αθώα και της αποκρίθηκε:
- Έλα τώρα Λίντα, ένα αστείο έκανα.
Εκείνη ηρέμησε αμέσως και είπε:
- Εντάξει, εντάξει, μα που θέλεις να πάμε;
- Όπου θέλεις εσύ. Είπε φοβισμένα ο Μιχάλης.
- Πάμε για ένα ποτό.
- Όπως θέλεις. Είπε ο Μιχάλης προσποιούμενος το οικόσιτο αρνί.
- Πάμε σε ένα ωραίο μπαρ;
- Όπου θέλεις εσύ.
Από τον κινηματογράφο στο μπαρ, ο Μιχάλης καθόταν στο αυτοκίνητο σαν την Παναγιά την Χαμηλοβλεπούσα. Η Λίντα παρατηρούσε απορημένη τον Μιχάλη που δεν την κοίταζε καθόλου, αλλά ούτε έβγαζε κουβέντα από το στόμα του και απαντούσε στις  ερωτήσεις μονολεκτικά. Στο μπαρ ο Μιχάλης παράγγειλε το ποτό που ήπιε για πρώτη φορά και του άρεσε, βότκα με χυμό πορτοκάλι. Η Λίντα πήρε ένα ουίσκι με  κόκα – κόλα. Ο Μιχάλης εξακολουθούσε να είναι ολιγομίλητος, κάπνιζε σαν βεδουίνος και έδειχνε άκεφος.
- Έχεις τίποτα Μιχάλη; Τον ρώτησε η Λίντα που δεν θυμόταν αν του είχε πει τίποτε που να τον στεναχωρήσει. « μα μέχρι πριν λίγο περνούσαμε θαυμάσια, τώρα τι συμβαίνει;».
- Τίποτε, τίποτε.
- Θέλεις να χορέψουμε;
- Όπως θέλεις. « τραβάτε με και ας κλαίω».

krinos

Ο Μιχάλης την έπιασε να χορέψουν, όπως έπιασαν οι άνδρες τις γυναίκες όταν ανακαλύφθηκε ο αγκαλιαστός χορός. Τρία μίλια απόσταση. Το αριστερό του χέρι, κρατούσε το δεξί της με δύναμη νεκρού. Το δεξί του το ακουμπούσε στον ώμο της, τόσο ελαφρά, που εκείνη νόμιζε ότι το κρατά απλώς σε οριζόντια θέση. Το αριστερό χέρι της Λίντας δεν έφτανε να αγκαλιάσει το Μιχάλη από την μέση, έπρεπε να ήταν μια οργιά μακρύ, και το κρέμασε από το χέρι του. Οι κινήσεις του Μιχάλη δεν διέφεραν και πολύ από εκείνες του αγάλματος που γυρίζει στα μουσεία να το βλέπουν οι τουρίστες. Την Λίντα είχε αρχίσει να την πιάνει απελπισία από την παγωμάρα του Μιχάλη, την οποία εξακολουθούσε να μην μπορεί να εξηγήσει, « αγάλι – αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι», σκέφτηκε και άρχισε σιγά –σιγά να πηγαίνει κοντά στον Μιχάλη, που και αυτός σκεφτόταν την δική του αγουρίδα και χόρευαν πια σαν μοντέρνο ζευγάρι.Η Λίντα που σκεφτόταν το μέλι της ‘’ αγουρίδας ‘’ συγκρατούσε τα άλογα της. Τον κοιτούσε συνέχεια  τρυφερά, και εκείνος έκανε το ίδιο. Του έδωσε δύο τρία πεταχτά φιλιά, και εκείνος έκανε το ίδιο, τον έσφιξε δυνατά και το ίδιο έκανε και εκείνος λες και είχαν συνεταιρικά το ίδιο αμπέλι και παρακολουθούσαν πότε θα κοκκινίσουν οι αγουρίδες των σταφυλιών.
- Τελευταίος γύρος. Φώναξε ο μπάρμαν.
Οι πελάτες παράγγειλαν τον τελευταίο τους ποτό. Ο Μιχάλης και η Λίντα γύρισαν στις θέσεις τους και ήπιαν και εκείνοι το τελευταίο ποτό.
- Μιχάλη πως θα γυρίσεις σπίτι σου;
« εσύ θα με πας», σκέφτηκε να πει, αλλά …. « δεν θα γίνει ποτέ η αγουρίδα μέλι». Είχε κάπως ευθυμήσει και της είπε:
- Με τα πόδια!
- Θα φτάσεις σε ένα χρόνο. Σχολίασε η Λίντα χαμογελώντας.
- Τι να γίνει, εγώ δεν έχω αυτοκίνητο.
- Έλα τώρα θα πάρεις και εσύ γρήγορα.  
- Πως! Σε πέντε – έξι χρόνια.
Η Λίντα είδε την αλλαγή του Μιχάλη και ενθουσιάστηκε.
- Έχεις δίπλωμα οδήγησης;
- Τι να το κάνω;
- Ε, πως, μπορεί να σου δώσει κανένας φίλος σου το αυτοκίνητο του.
- Την γυναίκα του μπορεί, το αυτοκίνητο ποτέ!
- Καλά θα σου δίνω εγώ το δικό μου.
« Κοίτα ρε αλληλεγγύη οι εβραίοι».
Μέχρι που πήρε αυτοκίνητο ο Μιχάλης δεν του είχε δώσει κανένας συμπατριώτης το αυτοκίνητο του.
Όταν του εξήγησε ο γέρος ο πατριώτης του, πολλά χρόνια μετά, γιατί τον ζήλευαν και τον φθονούσαν οι συμπατριώτες του, θυμόταν μια μια τις περιπτώσεις και μελαγχολούσε για το κατάντημα τους. Όταν πήρε το πρώτο του πτυχίο, τον έπεισαν οι νεαροί συμπατριώτες του να διεκδικήσει την προεδρία του χωριού του. Μόλις το πληροφορήθηκε ένας από τους ‘’ προύχοντες ‘’ ο Κωσταντής ο Πετροπουλάκης και παρόλο που οι δύο γιοί του ήταν καλοί φίλοι του Μιχάλη, του παράγγειλε με τον Γιώργη τον Παπαδάκη:
- Πες του, αν κερδίσει τις εκλογές, θα τον δείρουμε και θα στείλουμε και όλα τα χρήματα του συλλόγου στην Ελλάδα.
Δίκαια ή άδικα πολλοί μισούν τους εβραίους, αλλά και πολλοί θα ήθελαν να γεννηθούν εβραίοι. Σε μια γενική συνέλευση του συλλόγου του χωριού του Μιχάλη, που έγινε όταν ήταν πέντε μήνες στην Αμερική ο Μιχάλης, ο φίλος του πατέρα του ο Μηνάς ο Παπαμηνάς, έκανε μια πρόταση:
- Προτείνω στην συνέλευση να αγοράσει ο σύλλογος τα σχολικά βιβλία – που κοστίζουν γύρω στα εκατό δολάρια – στο συμπατριωτάκι μας, τον Μιχάλη τον Ρεβισώνη, που είναι και ο μοναδικός χωριανός που σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, ως ηθική συμπαράσταση.
Στην απάντηση του προέδρου του συλλόγου, του Μιχαλάκη του Κουρουμπλάκη υποκλίθηκε η εβραϊικη αλληλεγγύη:
- Δεν είναι ο σύλλογος φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Δεν αποκλείεται ο σύλλογος να έχει σκαλίσει, εκείνη την αλληλέγγυα απάντηση εκείνου του εμπαθούς προέδρου, σε μαρμάρινη πλάκα και να κοσμεί τα γραφεία του συλλόγου. Το ίδιο υποστήριξαν και οι άλλοι προύχοντες. Όταν σε μια άλλη συνέλευση ένας φίλος του Μιχάλη ζήτησε εξηγήσεις για τις απειλές που δέχτηκε ο Μιχάλης από τον Πετροπουλάκη, ένας συγγενής του τελευταίου, ο Γιώργης ο Πρώτος, γύρισε και είπε στον Μιχάλη που παρέμενε αμίλητος:
- Άμα δεν σου αρέσει, να πάρεις τα είκοσι δολάρια της εγγραφής και να φύγεις από τον σύλλογο.
Είχε απόλυτο δίκιο ο Γιώργης  ο Παπαδάκης. Δεν ήθελαν επιστήμονα στον σύλλογο να κάνει τους επιστήμονες των εστιατορίων κομπλεξικούς. Ποιος θέλει να βλέπει την μύγα μέσα στο γάλα, κανένας βέβαια. Τον πρώτο καιρό η ομοσπονδία των συλλόγων του νησιού που κάλυπτε όλη την Αμερική εξήγγειλε πομπωδώς υποτροφίες για πατριωτάκια που έρχονται στην Αμερική για σπουδές. Όταν ο Μιχάλης το διάβασε στην τοπική εφημερίδα που κυκλοφορούσε στην Αμερική, έστειλε ένα γράμμα στην αρμόδια γραμματέα της ομοσπονδίας, την Μερόπη Σκούλου και την πληροφόρησε ότι θα ήθελε να ενταχθεί στο πρόγραμμα υποτροφιών της ομοσπονδίας, μιας και ήταν ο μοναδικός από το νησί που είχε έρθει στην Αμερική με φοιτητική βίζα για σπουδές και ότι ο πατέρας του δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες.
Όχι μόνο υποτροφία δεν του έδωσαν, αλλά οι ‘’ κύριοι ‘’ με τα παπιών δεν του έστειλαν ούτε απαντητική επιστολή. Πολλές φορές αναλογιζόταν τι κάνουν οι εβραίοι σε παρόμοιες περιπτώσεις και μελαγχολούσε για το κατάντημα των ελλήνων. Μερικά χρόνια αργότερα, σε ένα συνέδριο της ομοσπονδίας στο Νιου Τζέρση ο Μιχάλης στην ομιλία του δεν τους χαρίστηκε και τους έκανε να ψάχνουν τρύπα να κρυφτούν. Μετά την ομιλία του τον πλησίασε η κυρία Σκούλου και του έκλεινε το ρήμα ξέρω και το όνομα δικαιολογία, σε όλες τις πτώσεις και  … καταπτώσεις. Ο Μιχάλης καταγόταν από φτωχό χωριό, ενώ οι προύχοντες στην ομοσπονδία από τα πλούσια χωριά του νησιού και ήθελαν το μονοπώλιο στην μόρφωση να το έχουν τα παιδιά τους.
Η Λίντα που δεν πήρα αμέσως απάντηση στην πρόταση της αστειεύτηκε:
- Φαίνεται δεν σου αρέσει να οδηγείς ‘’ Βόλβο ‘’.
- Κάθε άλλο μάλιστα και σε ευχαριστώ για την πρόταση.
- Λοιπόν Μάικ θα σε αφήσω σε ένα πολυσύχναστο δρόμο να πάρεις ταξί.
- Όπως θέλεις.
Η Λίντα οδηγούσε το βόλβο της μέσα από ερημικούς δρόμους μισοφωτισμένους  – λες και η περιοχή ήταν ακατοίκητη. Τα δέντρα, δεξιά και αριστερά των δρόμων, έκρυβαν με το πυκνό φύλλωμα τους το λιγοστό φως των φανοστατών. Η Λίντα  μείωσε, χωρίς προειδοποίηση, ταχύτητα και σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπήρχαν σπίτια. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο, λες κι είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία η αστυνομία. Ο Μιχάλης ρώτησε ανήσυχος:
- Έπαθε τίποτα το αυτοκίνητο;
- Όχι τίποτε.
- Τότε γιατί σταμάτησες;
- Για να σε ρωτήσω αν είναι ρομαντικό το τοπίο.
- Πως, πως. Της είπε αμήχανα ο Μιχάλης.

krinos

Η Λίντα τραβήχτηκε κοντά του, του χαμογέλασε γλυκά και τον φίλησε τρυφερά στο στόμα. Τον Μιχάλη έζωσαν αμέσως κόμπρες. « Παναγία μου, θα με ανάψει πάλι και μετά αν της πω να πάμε στο δωμάτιο, θα με δαγκώσει σαν την κόμπρα. Κάνε Μιχάλη τον χαζό και χόρευε στο δικό της τον σκοπό», σκέφτηκε και ανταποκρίθηκε παθητικά στο φιλί της. Η Λίντα συνέχισε να τον φιλά με πάθος και να σφίγγεται πάνω του. Ο   ‘’ Βιολιστής της στέγης ‘’ έβλεπε το ίδιο έργο που είχε δει πριν δύο ώρες στον κινηματογράφο, αλλά τώρα είχε μεγαλύτερο πάθος. Ο Μιχάλης άρχισε να έχει παραισθήσεις από την ηδονή. Όταν η Λίντα ικανοποίησε την φαγούρα που ένοιωθε στο λαιμό και στις αμυγδαλές, τον έσυρε στο πίσω κάθισμα και του φόρεσε αδαμιαία περιβολή. Εκείνος της έδωσε αμέσως τη φορεσιά της Εύας. Η Λίντα καβάλησε το άλογο και άρχισε να καλπάζει, κρατώντας πάντα την αριστερή της παλάμη κλειστή. Όταν το άλογο άρχισε να αναστενάζει από τον καλπασμό, εκείνη άνοιξε την παλάμη της, άνοιξε το κουτάκι που είχε μέσα την κίτρινη στολή και την φόρεσε με δεξιοτεχνία στον φαντάρο του Μιχάλη που της έκανε ‘’ παρουσιάστε ‘’.
Το ελληνικό ‘’ μωρό ‘’ βαφτίστηκε στην αμερικάνικη ‘’ κολυμπήθρα ‘’. Κι επειδή ο ανάδοχος αργούσε να δώσει στον παπά το όνομα του μωρού, εκείνος το βάφτισε δύο φορές. Όταν χαμήλωσε η φωτιά και κατέβασε  το τσουκάλι η Λίντα, τον ρώτησε:
- Πως ένοιωσες;
Ο Μιχάλης της απάντησε:
- Όπως στον παράδεισο.
Όταν γύρισε με το ταξί στο δωμάτιο του έγραψε δύο μαντινάδες για να μην τις ξεχάσει:
« ένοιωσα στον παράδεισο, η Λίντα με έχει φέρει
   τον τρόπο το μοναδικό, μόνο εκείνη ξέρει

   πρώτη φορά την έκσταση ένοιωσα και το πάθος
  και του λαιμού της, τις χορδές τη γλύκα και το βάθος».
Με την Λίντα έβγαινε αρκετό καιρό και παρόλο που το προσπάθησε δεν κατάφερε να την πάρει στο δωμάτιο του. Όλες οι ‘’ βαφτίσεις ‘’ γίνονταν στο αυτοκίνητο της. « θα αγιάσει το ρημάδι το ‘’ Βόλβο ‘’», έλεγε συνέχεια ο Μιχάλης στην Λίντα. Με το πέρασμα του χρόνου ο Μιχάλης  ανακάλυπτε ότι η αμερικάνικη κοινωνία ήταν τελείως διαφορετική από την ελληνική. Άλλες δομές, άλλα ήθη, έθιμα, νοοτροπία, συμπεριφορές, σχέσεις. Όμως ο Μιχάλης δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Δεν του άρεσε τίποτε το αμερικάνικο, εκτός από τους απέραντους δρόμους, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα σούπερ – μάρκετ που μπορούσε να βρει τα πάντα. Οι νέοι της Αμερικής, εκείνη την εποχή ενδιαφέρονταν μόνο για τα σπορ, τις ντισκοτέκ, την ποπ μουσική, τους ηθοποιούς και τραγουδιστές. Δεν γνώριζαν, ούτε και τους ενδιέφερε, από πού βγαίνει ο ήλιος της πολιτικής και της οικονομίας.Ιδιαίτερα για την πολιτική έδειχναν ακατανόητη αποστροφή. Δεν ήθελαν να ακούσουν λέξη. Μόλις άνοιγε το στόμα του κανείς να μιλήσει για πολιτική και πολιτικούς έλεγαν:
- Δεν μου αρέσει η πολιτική, σταμάτα να μιλάς πολιτικά.
Έφταναν σε ακραίες περιπτώσεις.
- Αν μιλήσεις για πολιτική θα σηκωθώ να φύγω.
Αυτή την αποστροφή των αμερικανών, όλων των ηλικιών, την συζητούσε ο Μιχάλης μια μέρα με τον συμφοιτητή του τον Νίκο τον Σπανομαρκίδη στην καφετέρια του πανεπιστημίου.
- Ρε Νίκο μου φαίνεται πολύ παράξενο.
- Πιστεύω ότι, με όσα διαβάζουν στις εφημερίδες για τους πολιτικούς, έχουν αηδιάσει και με τους πολιτικούς και την πολιτική.
- Καλά τους πολιτικούς, αλλά και την πολιτική;
- Ε, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Μια μέρα σοφίστηκαν ένα ανέκδοτο
- Αν έρθει μία κονσέρβα από την Ρωσία, της  βγάλουν την ετικέτα, την βάλουν σε ένα ράφι του σουπερμάρκετ και ρωτήσουν ένα αμερικάνο: « τι περιέχει αυτή η ρώσικη κονσέρβα;». Θα απαντήσει, ‘’ κομουνισμό ‘’.  
Ο Μιχάλης πήρε ένα μάθημα πολιτικών επιστημών, μάθημα επιλογής, για να μάθει και πως λειτουργεί το πολιτικό σύστημα της Αμερικής. Ο καθηγητής ήταν ένας πανέξυπνος κύπριος, ο Κυριακίδης. Όταν ανέλυε τις διαφορές μεταξύ του αμερικανικού και ρώσικου πολιτικού συστήματος έκανε τους αμερικανούς φοιτητές να τον βλέπουν, όπως είχε και τεράστιο μουστάκι, σαν ‘’ βαμμένο ‘’κομουνιστή. Ο μοναδικός φοιτητής που κουρευόταν σχεδόν με την ‘’ ψιλή ‘’ δεν απαντούσε ποτέ σε ερώτηση που αναφερόταν στο πολιτικό σύστημα της Ρωσίας.Σιγά – σιγά πληροφορήθηκε και τον τρόπο που κάνουν καμάκι οι αμερικανοί και οι αμερικανίδες. Οι φοιτητές και οι μαθητές έβγαιναν μόνο με συμφοιτητές και συμμαθητές συνομήλικους τους. Οι μεγαλύτεροι έβρισκαν το ταίρι τους στους χώρους δουλειάς και στα μπαρ- που στην Αμερική, ιδιαίτερα στις μικρές πόλεις, παίζουν το ρόλο του ελληνικού καφενείου. Όταν έμαθε ότι κάνουν και οι γυναίκες καμάκι, αδιανόητο για την Ελλάδα της εποχής, ο Μιχάλης ενθουσιάστηκε, αλλά και παραξενεύτηκε. Δεν το έβρισκε αφ’ ενός ρομαντικό και δεν ένοιωθε άνετα να τον κατακτά μια γυναίκα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Του άρεσε να νοιώθει κατακτητής. Σαν αρσενικός δεν θα μπορούσε βέβαια να μην ενδώσει στον πειρασμό. « μπορεί να είναι και ωραία να τρως γλυκά σταφύλια χωρίς να σκάψεις το αμπέλι». Όταν ολοκληρώθηκε η ‘’ καμακευτική ενημέρωση ‘’, πήγε σε ένα πολυτελές μπαρ, σε ένα ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας, προς αναζήτηση του εύκολου θύματος. Ένα Σαββατόβραδο ντύθηκε, σαν γαμπρός, ξυρίστηκε κόντρα δύο φορές, παρφουμαρίστηκε και πήγε στο μπαρ που του συνέστησαν έλληνες ‘’ αγαπητικοί ‘’. Κάθισε στον πάγκο του μπαρ και παράγγειλε το αγαπημένο του ποτό. Βότκα με χυμό πορτοκάλι. ‘’ Κατσαβίδι ‘’, το έλεγαν αυτό το ποτό στην Αμερική. « φαίνεται σου την βιδώνει αυτό το ποτό και το λένε έτσι», σκέφτηκε ο Μιχάλης την πρώτη φορά που άκουσε την ονομασία του.Με την πρώτη γουλιά, έβαλε σε λειτουργία τις κεραίες του ραντάρ του. Η ματιά του ανίχνευε τις πελάτισσες που κάθονταν στον πάγκο του μπαρ. Τρείς γύρω στα πενήντα και τέσσερις γύρω στα τριάντα. Η μια μεσόκοπη τον κοιτούσε σαν ξελιγωμένη. Οι άλλες συζητούσαν με τους διπλανούς τους. Όταν κάρφωσε τον καμάκι της ματιάς του στις δύο νέες, εκείνες τον κοίταξαν άγρια, σαν του έλεγαν « τι κοιτάς ρε μαλάκα». Ο Μιχάλης μαρμάρωσε, « τώρα θα σηκωθούν οι άνδρες τους και θα με κάνουν του αλατιού».Γύρισε αμέσως την ματιά του στην άλλη κοπέλα και την κοίταξε όπως ξέρουν να κοιτούν οι έλληνες. Εκείνη  του χαμογέλασε. Ο Μιχάλης πήρε αμέσως θάρρος. Σήκωσε το ποτήρι του, της χαμογέλασε και έκανε την κίνηση του ‘’ εις υγείαν ‘’. Η κοπέλα ανταπέδωσε την κίνηση, σηκώθηκε κρατώντας το ποτήρι με το ποτό της και πήγε και κάθισε στο αδειανό κάθισμα δίπλα στο Μιχάλη.
- Γεια χαρά. Είπε μόλις έκατσε, και πριν προλάβει να απαντήσει ο Μιχάλης, εκείνη ρώτησε:
- Πως σε λένε;
- Μάικ, εσένα;
- Μπριγίτα. Από πού είσαι Μάικ;
- Από την Ελλάδα, αποκρίθηκε ο Μιχάλης απορημένος, « πως διάολο με έκοψε αμέσως ότι είμαι ξένος»;
- Α! είπε με θαυμασμό εκείνη: « μου αρέσουν  πολύ οι έλληνες».
« θα την έχουν ξεσκίσει φαίνεται οι έλληνες και της αρέσουν», σκέφτηκε ο Μιχάλης και είπε:
- Τι μου λες. Και εσύ από που είσαι;
- Από τι Φλόριδα. Θα με κεράσεις ένα ποτό;
- Άκου λέει, ότι θέλεις.
Η Μπριγκίτα παράγγειλε ένα ποτό, που από το χρώμα του έμοιαζε με ουίσκι.

krinos

- Άντε γεια μας.
- Γεια σου Μπριγκίτα.
Με μια γουλιά η Μπριγκίτα άδειασε το ποτήρι με το ποτό της. « νεροφίδα», σκέφτηκε ο Μιχάλης. Ήπιε μια γουλιά και άναψε τσιγάρο.
- Μπορώ να έχω ένα τσιγάρο Μάικ;
- Όσα θέλεις.
Ο Μιχάλης ενθουσιάστηκε που ανταποκρίνονται τόσο γρήγορα οι αμερικανίδες στα μπαρ όταν τους αρέσει κάποιος. Όταν τελείωσε το τσιγάρο της, έγειρε κοντά του ακούμπησε το χέρι της στο πόδι του και του είπε:
- Μάικ μου αρέσεις.
Κόκαλο ο Μιχάλης. Τα μιλιαμπέρ από το άγγιγμα του χεριού της Μπριγκίτα, και το    ‘’ μου αρέσεις ‘’ διαπέρασε όλο του το κορμί με την ταχύτητα του φωτός. Κοκκίνισε ελαφρά, ξεροκατάπιε και της είπε:
- Και εσύ μου αρέσεις
Η Μπριγκίτα έβαλε αμέσως την παλάμη της στο μάγουλο του Μιχάλη, το γύρισε προς το μέρος της, τον φίλησε και του έσφιξε το χέρι. Ο Μιχάλης αναρίγησε. Το αίμα του κόχλασε, ένοιωσε το ‘’ χέλι ‘’ στο παντελόνι του να κινείτε. Κοίταξε τα μάτια της Μπριγκίτα. Γεμάτα πάθος. Εκείνη τον κοίταξε πονηρά και του είπε:
- Τι λες, πάμε;
Ο Μιχάλης μπερδεύτηκε, « μα που να πάμε; Στο δωμάτιο μου να της πω, θα μου βγάλει τα μάτια, Α! μάλλον στο αυτοκίνητο της θέλει να πάμε, σαν την Λίντα! Πρέπει να χορεύω στο δικό της σκοπό».
- Και δεν πάμε. Αποκρίθηκε ο Μιχάλης.
Πλήρωσε τα ποτά και σηκώθηκαν από τον πάγκο. Η Μπριγκίτα τον κρατούσε από το χέρι και προπορευόταν ελαφρά. Βγήκαν από το μπαρ και μπήκαν στο τεράστιο σαλόνι υποδοχής του ξενοδοχείου. Η Μπριγκίτα τον οδήγησε μπροστά στην ρεσεψιόν και είπε στον υπάλληλο:
- Μου δίνεις το 69;
Ο υπάλληλος της έδωσε αμέσως το κλειδί. Ο Μιχάλης ανάσανε από ανακούφιση, « Α! εδώ μένει, πλούσια επιχειρηματίας θα είναι και έχει έρθει για μπίζνες από την Φλόριδα. Α! ωραία στα μπαρ θα πηγαίνω να βρίσκω πλούσιες, και δεν ρώτησε τι είδους μπίζνες έχει». Ανέβηκαν στο δωμάτιο και η Μπριγκίτα άνοιξε την πόρτα. Ο Μιχάλης την ακολούθησε μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε κοντά στην πόρτα, ενώ εκείνη προχωρούσε προς το κρεβάτι και στάθηκε δίπλα σε μια πολυθρόνα. Ο Μιχάλης στεκόταν αμήχανος. Δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Αλλά επειδή είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων έμεινε λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός μέχρι που άκουσε την Μπριγκίτα να του λέει:
-Έλα γδύσου. Και άρχισε κι εκείνη να γδύνεται. Έμεινε μόνο με το κυλοτάκι της, ώσπου να καλοσκεφτεί ο Μιχάλης το ‘’ έλα γδύσου ‘’. Η ματιά του Μιχάλη καρφώθηκε στο σλιπάκι της. Ένα τόσο δα πραγματάκι, μικρότερο και από ‘’ φύλλο συκής ‘’, σαν και αυτό που φορούσε η Εύα για να προκαλέσει τον Αδάμ. Το ‘’ φύλλο συκής ‘’ κρεμόταν από τους γοφούς της από ένα κορδόνι , σαν εκείνο των παπουτσιών. Έκανε μεγάλη εντύπωση του Μιχάλη και ανέβασε και άλλο την πίεση στους ‘’ βολβούς ‘’ του και το μυαλό του θόλωσε από τον πόθο.
- Τι θα γίνει θα γδυθείς;
Η αστραπή του πόθου τον έγδυσε στο πιτς – φυτίλι. Εκείνη είχε ξαπλώσει ήδη στο κρεβάτι και είχε βγάλει και το σλιπάκι. Ο Μιχάλης έπεσε στο κρεβάτι την αγκάλιασε και την φίλησε παράφορα. Εκείνη ξαφνιάστηκε και τράβηξε τα χείλη της από τα δικά του. Ο Μιχάλης δεν είχε υπομονή να ακούσει τον παπά να πει το «βαφτίζεται ο δούλος του θεού», ‘’ βάφτισε ‘’ τον ‘’ δούλο ‘’ του σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα. Όταν τελείωσε το ‘’ μυστήριο ‘’ εκείνη τον έσπρωξε ελαφρά από πάνω της. Σηκώθηκε πήγε στο μπάνιο και γύρισε σε μισό λεπτό. Ο Μιχάλης ταξίδευε ακόμη στον παράδεισο ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι. Η Μπριγκίτα ντύθηκε γρήγορα όπως είχε γδυθεί και φώναξε του Μιχάλη:
- Έλα σήκω να ντυθείς.
Ο Μιχάλης γύρισε μαστουρωμένος, την κοίταξε γλυκά και σκέφτηκε, « ώρα για καφέ». Σηκώθηκε αργά, πήγε στο μπάνιο, γύρισε και ντύθηκε. Η Μπριγκίτα στεκόταν ακίνητη στη μέση του δωματίου και τον κοιτούσε. Μόλις ντύθηκε ο Μιχάλης πήγε και στάθηκε κοντά της περιμένοντας να του πει που θα πάνε για καφέ. Εκείνη διάβασε τις σκέψεις του και του είπε:
- Πέντε δολάρια.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε καλοσυνάτα, « κοίτα που οι πλούσιες κρατάνε πάνω τους εκατοδολάρια». Έβγαλε αμέσως το πορτοφόλι του και της έδωσε τα πέντε δολάρια. Εκείνη του είπε:
- Ευχαριστώ  Μάικ, και δεκαπέντε για το ξενοδοχείο.
Ο Μιχάλης ένοιωσε να σκάει το βλήμα του μπαζούκας στο κούτελο του. Η έκρηξη ήταν πιο μεγάλη και από την έκρηξη της βόμβας της Χιροσίμα. Το μυαλό του άρχισε να διαλύεται στα ‘’ εξ ών συνετέθει ‘’. Τίποτε δεν έμεινε, ούτε κόκκος μυαλού. Το υποσυνείδητο του φωτογράφησε τον υποθάλαμο του εγκεφάλου του. Καθάρισε τις φωτογραφίες και τις κοίταξε που έγραφαν:
« μπήκα σε κήπο πλούσιο, δοκίμασα μπανάνα
   στο τέλος διαπίστωσα, πως ήτανε πουτάνα

   άλλη φορά προσεκτικός, να είσαι Μιχαλάκη
   να μην τα σκάσεις σαν χαζός, ξανά σε πουτανάκι

   το κάζο αυτό που έπαθα, να σκέφτομαι δεν θέλω
   ούτε γυναίκα να πηδώ, που είναι από μπουρδέλο.»
« τα κωλόπαιδα, με κορόιδεψαν, είπα και εγώ, τόσο εύκολα ‘’ πέφτουν ‘’ οι γυναίκες στα μπαρ, άκου να την περάσω για πλούσια επιχειρηματία ο ηλίθιος».
Ο καμακευτικός του εγωισμός αντέδρασε:
« βλέπεις η κάτω κεφαλή την πάνω διατάζει,
  γι’ αυτό και η καυκάλα μου, ποτέ μυαλό δεν βάζει».
Έφυγε από το ξενοδοχείο με κατακρεουργημένο τον εγωισμό του και χτυπημένη σαν χταπόδι την καμακευτική του υπερηφάνεια. Η ‘’ φάβα ‘’ της Αμερικής έκρυβε πολλές άγνωστες λακκούβες για τον Μιχάλη. Για ένα χρόνο δεν πέρασε ούτε απ’ έξω από το μπαρ, έτρεμε μήπως ξαναγγίξει την ‘’ Αποκάλυψη του Ιωάννη ‘’. Μετά από ένα χρόνο πήγε μ’ ένα συμπατριώτη του, αρκετά μεγαλύτερο, που ήξερε καλά τα κατατόπια και έτσι έμαθε να πηγαίνει στα μπαρ, να βρίσκει κοπέλες που του άρεσαν. Για το αντίθετο δεν γινόταν λόγος, να τις πηγαίνει στο δωμάτιο του και μετά για καφέ ή φαγητό, πάντα σε ελληνικό εστιατόριο. Μόνο μία φορά πήγε σε κινέζικο, γιατί η κοπέλα εκείνης της βραδιάς δούλευε σε εκείνο το εστιατόριο, ως σερβιτόρα και ήθελε να υπερηφανευτεί στις άλλες σερβιτόρες για την ωραία κατάκτηση, τον Μιχάλη,       « κοίτα ρε φιλέ μου, τρέλα οι αμερικανίδες», μονολογούσε ο Μιχάλης όταν του το είπε η σερβιτόρα.Δυό χρόνια πριν την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής, ο Μιχάλης γνώρισε την Μαίρη, μια ελληνοαμερικανίδα φοιτήτρια, στο πανεπιστήμιο που έκανε το διδακτορικό του. Ήταν σοβαρή, μετρημένη και αγαθιάρα σαν αμερικανίδα. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Ο πατέρας του Μιχάλη έγινε σαν άγρια θάλασσα όταν του γνωστοποίησε ο Μιχάλης τις προθέσεις του. Τον απείλησε:
- Αν την παντρευτείς θα σε ξεγράψω από παιδί μου.
Ο Μιχάλης επηρεασμένος από τα ήθη και έθιμα του νησιού του, να μην ξενοπαντρεύονται οι νέοι, ακόμη και κοπέλα από το διπλανό χωριό, είχε αποφασίσει από πολύ νέος ότι θα παντρευτεί μία κοπέλα από το χωριό του. Σε ηλικία μόλις

krinos

δεκαέξι ετών, ανταποκρινότανε στο γλυκοκοίταγμα μιας κοπελίτσας δεκατριών ετών, κόρης καπετάνιου. Στον Πειραιά που τελείωσε το γυμνάσιο καταπίεζε τον εαυτό του να μην αγαπήσει    ‘’ ξένη ‘’. Ποτέ δεν είπε την λέξη ‘’ Σ’ αγαπώ ‘’ σε καμία φιλενάδα του. Στην Αμερική είχε πάντα οικονομική στενότητα για το λόγο ότι είχε φοιτητική βίζα και η Υπηρεσία μετανάστευσης, το Ιμιγκρέισον, έδινε στους φοιτητές άδεια μόνο για είκοσι ώρες εργασία την εβδομάδα. Ήταν η εποχή που η χούντα στην Ελλάδα εκτελούσε τον ‘’ ελληνοχριστιανικό ‘’ της έργο και οι πράκτορες της αλώνιζαν και την Αμερική. Ο ξάδερφος του Μιχάλη, ο Γιάννης Χρυσοχόου, ήταν μέλος του ΠΑΚ. Ο Γιάννης φιλοξένησε για ένα μήνα τον Μιχάλη στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του, μέχρι να πιάσει δουλειά και να νοικιάσει δωμάτιο. Ο Μιχάλης όταν ήταν στο γυμνάσιο είχε γραφτεί στην ΕΔΗΝ, την νεολαία της Ένωσης Κέντρου μετά την προτροπή του συμμαθητή του, Μιχάλη Πέρρου. Στο πανεπιστήμιο στην Αμερική είχε αναπτύξει πλούσια αντιδικτατορική δραστηριότητα μαζί με τον συμμαθητή του Νίκο Σπανομακρίδη και δύο ακόμη συμφοιτητές του. δυστυχώς οι ελληνοαμερικανοί φοιτητές υποστήριζαν, κυρίως από άγνοια, την χούντα. Ένας έλληνας φοιτητής είχε λίγο καιρό που είχε έρθει από την Ελλάδα, υποστήριζε με πάθος την χούντα και ήταν το ‘’ μάτι ‘’ και το ‘’ αυτί ‘’ του ελληνικού Προξενείου στο πανεπιστήμιο. Όπως ήταν φυσικό δεν άργησε το ελληνικό Προξενείο να πληροφορηθεί την αντιδικτατορική δραστηριότητα των δύο ελλήνων φοιτητών που σπούδαζαν με βίζα. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν παιδιά μεταναστών.Η υπεύθυνη του προξενείου άρχισε να "συμβουλεύει" τους δύο λεβέντες να σταματήσουν τις δραστηριότητες τους. Επειδή εκείνοι δεν έπαιρναν από συμβουλές, η κυρία του Προξενείου άρχισε να τους απειλεί ότι θα τους καταγγείλει στην Υπηρεσία Μετανάστευσης, η οποία θα τους κόψει την βίζα και θα τους στείλει πακέτο στη χούντα. Ο Νίκος και ο Μιχάλης κατάφεραν να ξετρυπώσουν τον άνθρωπο της χούντας που τους κατέδιδε στο ελληνικό Προξενείο. Ήθελαν να μάθουν αν μπορούσε το Προξενείο να ‘’ μεσολαβήσει ‘’ στην υπηρεσία μετανάστευσης και να τους στείλει στην Ελλάδα. Ο τύπος της χούντας ήτανε « δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα, αφήστε με ήσυχο».Έτσι μια ωραία νύχτα με φεγγάρι, γύρω στις εννιά που τελείωναν τα μαθήματα ο Νίκος και ο Μιχάλης την ‘’ έστησαν στον τύπο κοντά στο πανεπιστήμιο, αποφασισμένοι να τον κάνουν κύμα για κεφτέδες, αν δεν ξερνούσε όσα γνώριζε. Στην αρχή, ο "τύπος" πήγε να κάνει το παλικάρι, αλλά όταν έφαγε τις πρώτες ψιλές  ‘’ κελάηδησε ‘’ σαν καρδερίνα.Ο Μιχάλης και ο Νίκος τρομοκρατήθηκαν όταν τους είπε ο "τύπος" ότι το Προξενείο, πράγματι θα τους κάνει πακέτο και θα τους στείλει στην χούντα. Ο Μιχάλης ενημέρωσε αμέσως τον ξάδερφο του τον Γιάννη και του ζήτησε να μάθει πως μπορούσαν να φύγουν για τον Καναδά και να κάνουν μεταγραφή στο πανεπιστήμιο που δίδασκε ο Παπανδρέου. Ο Γιάννης καθησύχασε τον Μιχάλη.
- Δεν μπορείτε να περάσετε εύκολα, τις θέσεις μας στο πανεπιστήμιο.Τα ελληνοαμερικανάκια είναι περισσότερο πολιτικά αγεωγράφητα από τα ίδια τα αμερικανάκια. Γι αυτό μεταφέρετε την δράση σας έξω από το πανεπιστήμιο και μέσα κάντε τον ψόφιο κοριό, μέχρι να μάθω περισσότερα.
Από φόβο μήπως χάσει την δουλειά του και την βίζα του, και έτσι τον στείλει πακέτο στην χούντα το προξενείο, ο Μιχάλης άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το θέμα του γάμου. Του άρεσε μια συμπατριώτισσα του, που έμενε με την οικογένεια της στην Βαλτιμόρη. Την είχε δει στις γιορτές της Παναγίας σε γάμους και βαφτίσια. Έγραψε σχετικά γι’ αυτήν την κοπέλα στον πατέρα του αλλά εκείνος την απέρριψε ασυζητητί.
- Αυτή είναι αμερικανίδα, ξένη θα πάρεις;
Ο Μιχάλης απογοητεύτηκε. Δεν την έβλεπε σαν ‘’ ξένη ‘’ την συμπατριώτισσα του. Εκείνες τις ημέρες γνώρισε την Μαίρη την οποία παντρεύτηκε μετά από ένα χρόνο. Για να δικαιολογήσει την απόφαση του στον πατέρα του, του έστειλε ένα γράμμα ογδόντα σελίδων. Ίσως να μην είχε συμβιβαστεί με τον εαυτό του που έπαιρνε         ‘’ ξένη ‘’, ίσως να το έκανε από αντίδραση για τον πατέρα του, ο οποίος ήθελε – από τότε που θυμάται ο Μιχάλης τον κόσμο του, να του επιβάλλει με κάθε μέσο και τρόπο την άποψη του, λες και είχε το αλάνθαστο του Πάπα. Ούτε και όταν παντρεύτηκε ξεπέρασε το ότι πήρε ‘’ ξένη ‘’. Βαθιά μέσα στην ψυχή του ένοιωθε ενοχές. Το έβλεπε και στην συμπεριφορά των συμπατριωτών του. Δεν γνώριζε ότι οι άγραφοι νόμοι στις μικρές κοινωνίες είναι σιδερένιοι, αμείλικτοι, δεν χαρίζονται σε κανέναν, τιμωρούν, εκδικούνται, σκοτώνουν. Αυτοί οι νόμοι σκαλίζονται στις καρδίες των νέων ανθρώπων, σαν επιγραφή σε μάρμαρο και βάφεται με φωσφορούχα μπογιά για να φαίνεται μέρα – νύχτα. Ελάχιστοι παρέβησαν αυτούς τους νόμους και οι περισσότεροι από αυτούς το μετάνιωσαν πικρά. Αυτούς τους νόμους δεν κατάφεραν να τους καταλάβουν οι ‘’ ξένοι ‘’. Ούτε και τα κομπιούτερ της ‘’  ΝΑΣΑ ‘’ δεν θα το καταφέρουν, ούτε ο Θεός. « θα σε ξεγράψω, μην ξαναπατήσεις στο σπίτι, μην ξαναπατήσεις στο χωριό, έκανες ρεζίλι και εμένα και την οικογένεια, θα σε αποκληρώσω, δεν είσαι πια παιδί μου, θα σου ….κόψω το νερό και θα ξεραθούν τα δέντρα του κήπου σου». Και πολλές φορές ξεραίνονται και μαραίνονται, λυγίζουν και πεθαίνουν. Και αν δεν πεθάνει το κορμί, πεθαίνει η ψυχή. Και αν δεν πεθάνει ζει λαβωμένη και παραπονεμένη. Κι ο πατέρας είναι λαβωμένος:
« Έχω ένα παράπονο, βαθιά μέσα στη ψυχή μου,
   σήμερα που παντρεύτηκε μια ‘’ ξένη ‘’  το παιδί μου».
Στη ξενιτιά ο νέος μας, για γράμματα πηγαίνει
μα αμέσως ξελογιάζεται, παντρεύεται μια ‘’ ξένη ‘’.

Ο πατέρας του εξακολουθούσε να είναι πεισματικά και κατηγορηματικά αντίθετος. Εκείνη την εποχή ο Μιχάλης δούλευε σε ένα ελληνικό ‘’ Ντάινερ ‘’, από τις δέκα το βράδυ ως τις οκτώ το πρωί. Κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι, όταν ξυπνούσε πήγαινε στο πανεπιστήμιο και σχολούσε στις εννιά το βράδυ και στο εστιατόριο κατ’ ευθείαν. Έπαιρνε εκείνο το εξάμηνο πολλά μαθήματα. Από την υπερένταση και την στεναχώρια του τα νύχια των χεριών του ήταν συνέχεια μελανιασμένα. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς πήγε στην Ελλάδα με την Μαίρη και τους γονείς της και έκαναν και τον θρησκευτικό γάμο. Ο πατέρας του είχε βρεθεί προ των τετελεσμένων του πολιτικού γάμου. Μετά τον γάμο πήγαν στο νησί μαζί με τους γονείς του Μιχάλη, οι οποίοι πια είχαν μην στάξει και μην βρέξει την Μαίρη. Πριν το πολιτικό γάμο ο Μιχάλης και η Μαίρη, είχαν συμφωνήσει να μην κάνουν παιδί μέχρι να πάρει ο Μιχάλης το διδακτορικό του και να πιάσει αξιοπρεπή δουλειά, αφ’ ενός και με μισθό που να μπορεί να καλύψει τα έξοδα μιας οικογένειας. Το ζευγάρι κατοικούσε με τους γονείς της Μαίρης, την Ευγένεια και τον Γιάννη και τον αδερφό της τον Γιώργο, ο οποίος σπούδαζε κι εκείνος στο ίδιο πανεπιστήμιο με την Μαίρη και τον Μιχάλη. Μια βδομάδα μετά την επιστροφή τους από την Ελλάδα η Μαίρη είπε στο Μιχάλη:
- Ακόμη και οι πόρνες όταν παντρεύονται μένουν αμέσως έγκυες, εμείς είμαστε τόσους μήνες παντρεμένοι και ακόμη δεν έχω μείνει έγκυος.
Του Μιχάλη του ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Ήταν τόσο ρομαντικός και καλοκάγαθος που δεν γνώριζε ότι τα νομίσματα έχουν δυο όψεις.
- Βρε Μαίρη, δεν συμφωνήσαμε ότι δεν θα κάνουμε παιδιά μέχρι να πάρω το διδακτορικό μου και να βρώ καλή δουλεία;
- Δεν με ενδιαφέρει, εγώ θέλω παιδί.
- Μα εδώ βλέπεις κοιμόμαστε στο σαλόνι του σπιτιού, που δεν έχει και πόρτα και διαμαρτύρεται ο αδερφός σου, συνέχεια, δεν θα πρέπει να νοικιάσουμε σπίτι όταν κάνεις παιδί;
- Να νοικιάσουμε.
- Ναι, αλλά με τι χρήματα;  Με αυτά που βγάζω τώρα δεν μπορούμε νοικιάσουμε σπίτι και να συντηρούμε οικογένεια.
- Θα δουλέψω και εγώ.
Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε μαλαματένια μου, τίποτα η Μαίρη. Παιδί θέλω, απόψε το θέλω. Ο Μιχάλης μίλησε σε ένα συμπατριώτη του και βρήκε δουλειά στην Μαίρη στην Αμέρικαν Εξπρές. Ένα μήνα μετά την πρόσληψη της έμεινε έγκυος. Και μετά από τρείς μήνες την απέλυσαν γι΄ αυτό το λόγο. Τα προβλήματα και οι τριβές και η μουρμούρα άρχισαν στο σπίτι. Η  φτώχεια έφερε γκρίνια. Από τους γονείς της δούλευε μόνο η μητέρα της – μια πανέξυπνη και δυναμική γυναικά – ενώ ο πατέρας

405 Επισκέπτες, 0 Χρήστες