Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 862
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 752
  • Total: 753
  • Leon

Κοιτάζοντας το Ονειρο ΝΙΚΟΛΑΣ Γ. ΡΕΪΣΗΣ

Ξεκίνησε από krinos, Ιουλίου 01, 2004, 01:11:57 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

krinos

τον πήρε στο γραφείο του. Πήρε την κασέτα από τον ηλεκτρονικό σκούφο και την φόρτωσε στον υπολογιστή, και ενεργοποίησε την ηλεκτρονική οθόνη. Μετά το πρώτο τσιγάρο πάτησε ένα κουμπί στο χειριστήριο και εμφανίστηκε στην οθόνη η θεματολογία των ονείρων του. Διάβασε:
Α. Ειρήνη, Αχιλλέας συνέντευξη.
Β. Μαργαρίτα, Υπουργείο Βιομηχανίας 5.000.000, κάρτα.
Γ. Μιχάλης, μαντινάδες, Μαργαρίτα.
Γ1. Συνεχίζεται
Δ. Εφορία, Κατερίνα Τριανταφυλλίδη, οφειλή.
Δ1. Ταχυδρόμος.
Παρατηρούσε με προσοχή την θεματολογία για να διαπιστώσει ποια θέματα σχετίζονται με την ζωή του. Το πρώτο και το τρίτο θέμα είχαν απόλυτη σχέση, το δεύτερο και το τέταρτο δεν μπορούσε να το συνδέσει με κάποια του εμπειρία.
Αποφάσισε να ανοίξει πρώτα το θέμα με την εφορία :
« έβλεπε την εφορία του Αιγάλεω και μία ωραία κυρία στο γραφείο της υπογράφει ένα έγγραφο το οποίο έγραφε:
« Κύριε Ρεβισώνη
Σας παρακαλώ να περάσετε από το γραφείο μου για να καταβάλλετε επιπλέον φόρο 10.000.000 γιατί υπάγεστε στα ‘’υποκειμενικά κριτήρια ‘’.

Με τιμή
Κατερίνα Τριανταφυλλίδη
Λοχαγός δίωξης οικονομικού εγκλήματος.
Ο Μιχάλης νόμισε για μια στιγμή ότι θα πάθει συμφόρηση.
« Μα εγώ δεν χρωστάω στην εφορία, με το εκκαθαριστικό πήρα και αρκετά χρήματα πίσω. Περιουσία δεν έχω στο όνομα μου, ο πατέρας δεν μου την έγραψε ακόμη. Ας στο διάολο κωλοόνειρα!» Ίσως όμως αυτό το όνειρο να μεταφράζει τους φόβους που έχει ο άνθρωπος ακόμη και όταν περνά έξω από το κτίριο της εφορίας. Τι θα γίνει όμως με κάποιο άνθρωπο που έχει κάποια υπόθεση σε εκκρεμότητα με την εφορία και δει αυτό το όνειρο; Αν το πιστέψει μπορεί να παλαβώσει, μπορεί να αυτοκτονήσει. Μπορεί να πάει στην εφορία και κόψει το αυτί της κυρίας Τριανταφυλλίδη – σαν ένα ναύτη που όταν απολύθηκε την έστησε σε έναν υπαξιωματικό που τον είχε ταράξει στο καψόνι και του έκοψε το αυτί με τα δόντια του.
Τον Μιχάλη έζωσαν μαύρα φίδια. Άνοιξε το συμπληρωματικό κομμάτι του τέταρτου θέματος : ταχυδρόμος.
« ένας ταχυδρόμος κρατούσε στον ώμο του ένα τεράστιο κιβώτιο κατάμαυρο λες και το ταχυδρόμησε ο Άδης. Πάνω έγραφε το όνομα του Μιχάλη. Ο ταχυδρόμος ρωτούσε ένα περαστικό : ‘’ δεν μου λες καλά πάω για το πανεπιστήμιο της Αθήνας; ‘’. Και ο περαστικός απαντούσε ‘’ καλά πας. ‘’
Ο Μιχάλης άρχισε να ξύνει το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. « Δεν περιμένω τίποτα στο πανεπιστήμιο, μόνο η μάνα μου είπε ότι θα μου στείλει από το νησί με ‘’ πρώτο μέσο βαπόρι ‘’ , ένα κασόνι με κουλούρες, κάπαρη, φάβα, κρεμύδια, σκόρδα, φρασκομηλιά και κανένα σκάρο. Αλλά τα κασόνια μου τα στέλνει στο σπίτι. Ρε τα σκατοόνειρα θα με παλαβώσουν, το μαλάκα που ανακάλυψε το πρόγραμμα…..»
Στη συνέχεια άνοιξε το θέμα Ειρήνη, Αχιλλέας συνέντευξη. Τίποτα το ιδιαίτερο, η Ειρήνη έπαιρνε την συνέντευξη από τον Αχιλλέας όπως την είχε σχεδιάσει ο Μιχάλης, εκτός από μία ερώτηση που του έκανε που δεν υπήρχε στο ερωτηματολόγιο.
« Έχετε σεξουαλικές ορμές κύριε Αχιλλέα;». Ο Μιχάλης απόρησε για την ερώτηση.       « Τι στο διάολο συμβαίνει, ο Αχιλλέας είναι κατάκοιτος με σκλήρυνση κατά πλάκας, που να τις βρει ο φουκαράς τις σεξουαλικές ορμές;».
Έξυσε πάλι το κεφάλι του. « μήπως είμαι ερωτευμένος με τη Ειρήνη και ζηλεύω όποιον μιλήσει μαζί της; Αυτό είναι! Ω!, ρε κατάντημα! Κοίτα τι μαθαίνει κανείς με τα όνειρα. Ο Μιχάλης χωρίς να το καταλάβει έγινε το πρώτο θύμα της δικής του ανακάλυψης. Κατόπιν άνοιξε το θέμα : Υπουργείο βιομηχανίας, Μαργαρίτα, 5.000.000, κάρτα.
Έβλεπε το γραφείο της γραμματέως του υπουργού βιομηχανίας. Στη θέση της γραμματέως καθόταν η Μαργαρίτα. «τι να σημαίνει άραγε; Μήπως η Μαργαρίτα ονειρεύεται να γίνει γραμματέας υπουργού;». Το γραφείο δεν είχε πόρτα εισόδου και τοίχο, αλλά τοίχο από κάγκελα, από το πάτωμα έως το ταβάνι, με μια ατσάλινη πόρτα. Πάνω στην πόρτα υπήρχε ένα ατσάλινο κουτί με μία σχισμή,. Κάτω από την σχισμή ένα βέλος έδειχνε μια ταμπελίτσα η οποία έγραφε « είσοδος κάρτας». Ψιλά στα κάγκελα μια τεράστια επιγραφή έγραφε : « Ο Υπουργός δέχεται το κοινό χωρίς ραντεβού και όλες τις ώρες της ημέρας. Είσοδος ελεύθερη. Τιμή κάρτας 5.000.000».
Πάνω στο γραφείο της Μαργαρίτας υπήρχε ένα στενόμακρο κουτί γεμάτο μαγνητικές κάρτες. Εκείνη την ώρα έξω από τα κάγκελα στεκόταν ένας καλοντυμένος κύριος με μαύρο κουστούμι, άσπρο μαντήλι στο τσεπάκι του σακακιού, και με ένα χοντρό πούρο, που όπως το είχε δαγκώσει φαίνονταν τα κάτασπρα μυτερά δόντια του. Στο πέτο του σακακιού του κρεμόταν ένα καρτελάκι που έγραφε το όνομα του με μλέ γράμματα: ΣΑΜ ΣΕΒΑΣ.
Έβγαλε από το μαύρο χαρτοφύλακα που κρατούσε στο δεξί του χέρι, ένα φουσκωμένο κίτρινο φάκελο, που έγραφε απ’ έξω: 5.000.000. Έδωσε τον φάκελο, μέσα από τα κάγκελα στην Μαργαρίτα και εκείνη του έδωσε αμέσως μία μαγνητική κάρτα λέγοντας του με σεβασμό « σας ευχαριστούμε πολύ». Ο ΣΑΜ ΣΕΒΑΣ έβαλε την κάρτα στην σχισμή της πόρτας, αμέσως ακούστηκε ένα κλικ και η πόρτα άνοιξε ακαριαία. Ο Σέβας πέρασε στο γραφείο της γραμματέως, το προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς το γραφείο που έγραφε στην πόρτα: ‘’ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ‘’. Η γραμματέας σηκώθηκε από την θέση της σαν ελατήριο, υποκλίθηκε στον Σέβας και τον ρώτησε ευγενικά:
- Να σας αναγγείλω στον Υπουργό;
- Ο Σέβας κοντοστάθηκε, την κοίταξε περίεργα, το πρόσωπο του είχε ένα παγερό χαμόγελο, που μπορούσε να παγώσει και τον ‘’ λίβα που καίει τα σπαρτά’’ και της είπε:
- Δεν χρειάζεται είμαι πολύ φίλος με τον υπουργό.
Ο Σέβας μπήκε στο γραφείο του υπουργού και μετά από λίγη ώρα βγήκε. Τον κρατούσε αγκαλιά ο υπουργός και κάτι του ψιθύριζε στο αυτί που έκανε τον Σέβας να ξεραθεί στα γέλια. Την ώρα που έβγαινε από την ατσάλινη πόρτα, ο Υπουργός του υποκλίθηκε και του είπε με ευγένεια:
- Πάντα στην διάθεση σας.
- Γι’ αυτό σ’ αγαπάω παιδί μου, ποτέ δεν μου χάλασες χατίρι.
Μετά έσβησε η εικόνα. Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε συναντήσει πουθενά αυτόν τον Σέβας, « δεν τον έχω συναντήσει ποτέ!».
Ούτε τα κάγκελα καταλάβαινε, ούτε τις κάρτες, τα έβρισκε παράλογα. Μόνο η ταμπέλα σαν να του θύμιζε την πρόσφατη απόφαση του Πρωθυπουργού. «Επειδή εκφράζονται πολλά παράπονα, ότι οι πολίτες και οι βουλευτές αδυνατούν να δουν τους Υπουργούς, εφεξής η είσοδος στα γραφεία των υπουργών θα είναι ελεύθερη όλες τις εργάσιμες ημέρες και ώρες.»
«Μπράβο τους! Ο Πρωθυπουργός αποφάσισε και οι υπουργοί υλοποίησαν αμέσως την απόφαση του! αυτό θα πει Σοσιαλιστική κυβέρνηση, με συγκίνησαν, έτσι μου έρχεται να πάω να γραφτώ σε καμία τοπική τους οργάνωση». Παραλίγο να

krinos

τηλεφωνήσει στο συνεργάτη του στο Πανεπιστήμιο τον Σοφοκλή, που ήταν μέλος του κόμματος και να του δώσει την διεύθυνση της τοπικής οργάνωσης του Αιγάλεω.
Το θέμα : Μαργαρίτα, μαντινάδες, Μιχάλης, το άφησε τελευταίο γιατί υπέθεσε ότι θα είναι το πιο ευχάριστο.Σ’ αυτό το θέμα έβλεπε τον εαυτό του να κάθεται στο γραφείο του. Φαινόταν απορροφημένος από την δουλεία που έκανε στον υπολογιστή. Κάποια στιγμή μπαίνει μέσα η Μαργαρίτα, αθόρυβα σαν γάτα, πλησιάζει στο γραφείο και αφήνει μία ροζ κόλλα διπλωμένη στα δύο. Ο Μιχάλης δεν έδωσε αμέσως σημασία. Θα νόμισε ότι πρόκειται για σημείωμα κάποιου συνεργάτη. Κάποια στιγμή ξεκάρφωσε τα μάτια του από την οθόνη του υπολογιστή. Τεντώθηκε στην πολυθρόνα, άναψε τσιγάρο, τράβηξε μερικές γερές ρουφηξιές έβγαλε καπνό και από τα αυτιά του σαν τους Κύπριους, σαβούρωσε με νικοτίνη τα πνευμόνια του και σεριάνησε την ματιά του πάνω στο γραφείο. Η ματιά του ξεκουράστηκε στο μοναδικό χρωματιστό χαρτί.
Το πήρε στα χέρια του και το ξεδίπλωσε με περιέργεια. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε ότι επρόκειτο για μαντινάδες. Χαμογέλασε και άνοιξε τα μάτια από θαυμασμό. Από την πρώτη κιόλας μαντινάδα γελούσαν τα μουστάκια του, διάβασε:

« Χαμένη πάει η λεβεντιά, αλλά και το μουστάκι
   που δεν γυρίζεις για να δεις κανένα κοριτσάκι,

                        ***
Τόσες κοπέλες όμορφες σε περιτριγυρίζουν
 αν έχεις σοβαρό δεσμό, θέλουν να το γνωρίζουν,  

                       ***
Μα αν είσαι ελεύθερος, για πες μου τι συμβαίνει
ακούς τον αναστεναγμό από την καρδιά μου βγαίνει,

                       ***
Γυναίκα που της άρεσες, δεν σου έκανε καμάκι
Γι αυτό κι εγώ για χάρη σου, θα πέσω Μιχαλάκη,

                      ***
Μην είσαι ακατάδεκτος, θα χάσω τα μυαλά μου
και έλα το ταχύτερο, μέσα στην αγκαλιά μου ».

Η Μαργαρίτα σου.
Ο Μιχάλης φαινόταν στην οθόνη να ξαναδιαβάζει με ευχαρίστηση τις μαντινάδες. Μετά πήρε μερικά από τα αγαπημένα του χαρτάκια και απάντησε στην Μαργαρίτα:
Εγώ ποτέ δεν έδωσα σε κοπελιά τους στίχους
είναι για μένα μυστικό και το έλεγα στους τοίχους,

                     ***
Όμως εσύ με προκαλείς με τα γραφομενά σου
Κοίταξε Μαργαρίτα μου, θα βρεις και τον μπελά σου.

                    ***
Τα φύλλα ξέρω να μετρώ από τις μαργαρίτες
στον έρωτα δεν ένοιωσα εις την ζωή μου ήττες.

                   ***
Εγώ δεν αστειεύομαι μ' όσες με προκαλούνε
γιατί την ίδια στιγμή, μέσα τους θα τη βρούνε  

                  ***
Γι’ αυτό να κάτσεις φρόνιμα, να κάνεις την δουλειά σου
γιατί το λάδι σίγουρα, θα βγει από την ελιά σου.

               ***
Έγραψες στίχους όμορφους κι είν ευχαρίστηση μου
κι ένα μεγάλο ευχαριστώ σου λέω από την ψυχή μου.

             ***
Ο Μιχάλης κάλεσε την Μαργαρίτα στο γραφείο του. Όταν εκείνη μπήκε μέσα φαινόταν να λάμπει από χαρά. Ο Μιχάλης της έδωσε τα χαρτάκια με τις μαντινάδες και εκείνη τα πήρε και βγήκε αμέσως από το γραφείο. Δεν αντάλλαξαν καμία κουβέντα λες και είχαν κάποιο ρομαντικό κώδικα επικοινωνίας  τα μάτια τους. Μετά από λίγο γύρισε η Μαργαρίτα και του άφησε μία διπλωμένη χρωματιστή κόλλα μπροστά του χαμογελώντας τρυφερά. Ο Μιχάλης πήρε αμέσως την κόλλα την ξεδίπλωσε και διάβασε:
«Ξέρω πως είναι δύσκολο Μιχάλη να μαντέψεις
  ούτε και τα αισθήματα που νιώθω να πιστέψεις.
 
                            ***
Ο έρωτας που ένιωσα δεν θα'ναι αμοιβαίος
ίσως μια μέρα να αποβεί για μένα ο μοιραίος

                            ***
Όμως θαρρώ στον έρωτα, πως πρέπει να ρισκάρεις
που την καρδιά δεν βρέθηκε τρόπος να κουμαντάρεις

                            ***
Όταν θα ρίξει ο έρωτας τα βέλη στην καρδιά σου
θα χάσεις και εσύ σίγουρα, Μιχάλη τα μυαλά σου

                            ***
Τα φύλλα αυτού του λουλουδιού που έχει το όνομα μου
έλα και φυλλομέτρησε μέσα στην αγκαλιά μου
 
                            ***
Αν βρεις από το μέτρημα πως με έχεις αγαπήσει
τότε και οι μαντινάδες μου, θα σε έχουν συγκινήσει.

                            ***
Μάθε από τον έρωτα, πότε μου δεν απόσχα
γιατί εγώ γεννήθηκα Μιχάλη μου στην Μόσχα.

                            ***
Πηγαίος είναι ο έρωτας, ειλικρινείς οι σχέσεις
Πότε εκεί δεν δίνουμε, ψεύτικες υποσχέσεις

                            ***
Αν βγάλεις το ημίτονο και την εφαπτομένη
θα βρεις πως είναι η καρδιά για σένα ραγισμένη

                            ***
Άντε λοιπόν εκδήλωσε, και τα αισθήματα σου
ή τα κάνες και μοιάζουνε με τα …προγράμματα σου.

                            ***
Γι’ αυτό σου λέω ειλικρινά, αλλά και εν κατακλείδει
Πως σε έχω μέσα στη καρδιά μου, Μιχάλη μου στολίδι

                            ***

krinos

Ο Μιχάλης έκλεισε την οθόνη και τον υπολογιστή. Ένιωθε σαν εξωγήινος που κατέβηκε στη γη και τον χτύπησε στις κεραίες του ο έρωτας. Οι αρμοί του σώματος του τρίζανε, τα εξαρτήματα έκαναν περίεργο θόρυβο, τα κυκλώματα του εγκεφάλου του ζεστάθηκαν, το μοναδικό του μάτι γύρισε προς τα μέσα και οι κεραίες του γύριζαν σαν λάσο. Πίσω στην πατρίδα του, τον πλανήτη ‘’ Εξαποδώ ‘’ στο κέντρο ελέγχου των αποστόλων, έπαιρναν περίεργα ηλεκτρομαγνητικά σήματα από τον απεσταλμένο τους στη Γη. Οι υπολογιστές δεν μπορούσαν να τα αποκωδικοποιήσουν. Απορυθμίστηκε το πρόγραμμα τους. Έβλεπαν στις οθόνες τον απεσταλμένο τους να αλλάζει σιγά – σιγά μορφή και να γίνεται όπως ο άνθρωπος της γης. Μόνο οι κεραίες του παρέμειναν στο κεφάλι του, που όμως ήταν αόρατες από το ανθρώπινο μάτι, μόνο οι εξωγήινοι της έβλεπαν εκεί πάνω στον πλανήτη ‘’ Εξαποδώ ‘’. Όμως απόρησαν και ρώτησαν τον άνθρωπο – κομπιούτερ που τον φώναζαν ‘’ Κέρατο ‘’ :
«γιατί ρε κερατά οι άνθρωποι της Γης δεν έχουν κεραίες;» και εκείνος απάντησε:        « Ο άνθρωπος εξελίχθηκε και έφτασε στην σημερινή του μορφή πριν από 100.000 χρόνια και οι επιστήμονες της Γης του έδωσαν το όνομα ‘’ HOMO SAPIOS ‘’, προφανώς γιατί θα του σάπισαν οι κεραίες που είχε πριν στο κεφάλι. Είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα γιατί ο Δαρβίνος λέει, ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τον πίθηκο, ενώ οι δικοί μας, ο ανθρωπολόγος  ‘’ Κέρατο ‘’, υποστηρίζει ότι οι αρσενικοί άνθρωποι εξελίχθηκαν από τα … βόδια!!!».
Ο Μιχάλης δεν είχε ποτέ δεχθεί τέτοια ερωτική πρόκληση. Παρ’ όλο ότι η πρόκληση με μαντινάδες από την Μαργαρίτα έγινε στο όνειρο του ένιωθε γοητευμένος. Η φωνή της καρδιάς του, του έλεγε να της απαντήσει στην πραγματικότητα και όχι στα όνειρα. «Μα τι δικαιολογία να βρω; Δεν μου έγραψε μαντινάδες στην πραγματικότητα αλλά στο όνειρο. Μπορεί να με παρεξηγήσει. Να τις δείξω την βιντεοκασέτα με το όνειρο;». Την επόμενη μέρα, η Ειρήνη εμφανίστηκε ξαφνικά στο γραφείο του για να του αφήσει μία βιντεοκασέτα με όνειρα και διέκοψε τους συλλογισμούς του.Σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε την Ειρήνη για μια στιγμή, χαμήλωσε πάλι τα μάτια του στις μαντινάδες της Μαργαρίτας, τις οποίες εν τω μεταξύ τις είχε αντιγράψει σε μία κόλλα χαρτί και ξανακοίταξε την Ειρήνη. Ξαφνιάστηκε. Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια και το κουνούσε δυνατά πέρα –δω για να μην μπει η δισκέτα της τρέλας στην σχισμή του μυαλού του. Η Ειρήνη είχε μεταμορφωθεί σε άγαλμα, που φορούσε ένα διάφανο νυφικό και δίπλα της ο παπάς που έψελνε αμέτρητες φορές: « στέφεται η δούλη του θεού Ειρήνη τον δούλο του θεού Ραμόν, στέφεται …». Είδε την σκιά του να πετάγεται σαν τίγρης, να αρπάζει τον παπά από το μανίκι και να του φωνάζει: «εγώ είμαι ο δούλος του θεού, εγώ είμαι.». Ο παπάς χαμογέλασε και του είπε : « συ είπας ». Αμέσως η Ειρήνη πήρε την ανθρώπινη μορφή της.
- Με θέλεις τίποτα άλλο Μιχάλη;
- Όχι Ειρήνη.
Μία πάλη άρχισε μέσα του. Πότε σκεφτόταν να γράψει μαντινάδες στην Ειρήνη, πότε στην Μαργαρίτα, πότε και στις δύο. « η Ειρήνη μου αρέσει αλλά είναι πολύ σοβαρή, η Μαργαρίτα είναι πρόσχαρη και τσαχπίνα και μου έγραψε μαντινάδες έστω και στα όνειρα, έχω τουλάχιστον μία δικαιολογία, σε αυτήν θα γράψω». Ξαναδιάβασε τις μαντινάδες της Μαργαρίτας. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ο ενθουσιασμός ξεχείλιζε στην καρδία του. Πήρε την δισκέτα με το πρόγραμμα που ανακάλυψε και την κράτησε μέσα στις παλάμες του. Την κρατούσε με τρυφερότητα και περηφάνια σαν τον χαζομπαμπά με το πρώτο του παιδί. Το Σαββατοκύριακο είδε πολλές φορές την βιντεοταινία με τα όνειρα. Την Δευτέρα περνώντας μπροστά από το γραφείο της Μαργαρίτας σαν να του φάνηκε ότι είχε χαμηλωμένη την ματιά της. Το πρόσωπο της είχε μια λυπημένη έκφραση. Πέρασε στο γραφείο του, κάθισε στην καρέκλα,  άναψε τσιγάρο και έφερε την εικόνα της Μαργαρίτας στο μυαλό του.
« Σήμερα είναι διαφορετική. Συνήθως σηκώνεται όταν μπαίνω στο γραφείο με χαιρετά με ένα πλατύ χαμόγελο και με ρωτά: ‘’ πώς πέρασες εχθές Μιχάλη; ‘’. Θυμήθηκε τις μαντινάδες που του είχε γράψει στο όνειρο του. « Λες γι’ αυτό να ντροπιάστηκε και να έσκυψε το κεφάλι όταν με είδε; Μα αφού δεν μου  έγραψε μαντινάδες στην πραγματικότητα, πώς επηρεάστηκε;  Μήπως είδε και αυτή το ίδιο όνειρο που είδα και εγώ; Μα τότε θα ξέρει και τις δικές μου μαντινάδες! Αν είχε βιντεοσκοπήσει και τα δικά της όνειρα, τότε θα μπορούσα να το διαπιστώσω. Μήπως επικοινωνούν οι υποθάλαμοι των ανθρώπων και μαθαίνουν τις σκέψεις τους και όνειρα τους; Μήπως τα όνειρα έχουν τηλεπάθεία;»
Θυμήθηκε την περίπτωση δύο αδελφών. Η μία ζούσε στην Αγγλία και η άλλη στο Βέλγιο. Εκείνη που έμενε στη Αγγλία έμεινε έγκυος. Κατά τους εννιά μήνες της κύησης δεν ένιωσε κανένα απολύτως σύμπτωμα, ούτε και κανένα πόνο κατά την γέννηση του παιδιού. Αντίθετα εκείνη που έμενε στο Βέλγιο, όχι μόνο δεν ήταν έγκυος αλλά είχε όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης και τους πόνους της γέννας. Οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει σε κάποια ιατρική εξήγηση. Μόνο ο Τύπος, επικαλούμενος ιατρικές πηγές, έγραψε ότι το ανεξήγητο εκείνο γεγονός οφείλετο σε τηλεπάθεια. « αν είχα τις βιντεοκασέτες με τα όνειρα των δύο εκείνων αδελφών θα μπορούσα να λύσω το μυστήριο.».Ο Μιχάλης ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και δέκα κιλά μολύβι στο στομάχι. Τρόμαξε με την σκέψη ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με την λύση προβλημάτων της ψυχολογίας, παραψυχολογίας και μεταφυσικής, όπως τα θαύματα. « με τα θαύματα! Χριστέ μου!». Σκέφτηκε και σαν αν άκουγε τον παπά που έλεγε: « τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις, δυνατά παρά τω θεώ». Του ήρθαν στο μυαλό δεκάδες συμπόσια επιστημονικά κα τραπέζια ‘’ στρογγυλά και τετράγωνα ‘’ στα οποία συζητούσε με άλλους επιστήμονες στην Αμερική, για θρησκείες, θαύματα, τηλεπάθείες, μεταφυσική, φακίρηδες και άλλα συναφή. Κάθε φορά που έπαιρνε μέρος σε τέτοιες συζητήσεις, αγχωνόταν και μπερδευόταν περισσότερο. Κάποιες χαρακτηριστικές θεωρίες τις θυμόταν ακόμη.
Ένας γιατρός υποστήριζε: «Μόνο τον 1/3 του εγκεφάλου βρίσκεται σε λειτουργία και όταν οι επιστήμονες θέσουν και τον υπόλοιπο εγκέφαλο σε λειτουργία, τότε ο άνθρωπος θα μπορέσει να μάθει ποιος έκανε το θεό!!!». Ένας αστροφυσικός υποστήριζε: « Αν δεχτούμε αυτά που λένε οι γραφές ότι ‘’ ο θεός εποίησε τον ουρανό τη Γη και τα αστέρια ‘’ τότε πρέπει να απορρίψουμε αυτό που λέει η επιστήμη μας ότι ‘’ πριν από πολλά χρόνια –λόγω πυρηνικών εκρήξεων στον Ήλιο – που γίνονται και σήμερα – μεγάλα κομμάτια αποσπάστηκαν από τον Ήλιο, απομακρυνόμενα εψύχοντο και έτσι σήμερα δημιουργήθηκε το πλανητικό μας σύστημα.».
Ένας ανθρωπολόγος έφερε ένα κρανίο, ηλικίας πέντε εκατομμυρίων ετών – μετρημένο με άνθρακα 14. Ήταν όπως έλεγε, κρανίο ανθρωποειδούς – με την επιστημονική ονομασία ‘’ Australopithekus ‘’,  που έμοιαζε του πιθήκου και κατέληξε στο ασεβές συμπέρασμα: « Αν όπως λένε οι γραφές, ο θεός έκανε τον άνθρωπο ΄΄ καθ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωση ‘’ και αφού ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο και του μοιάζει, τότε ο θεός πρέπει να μοιάζει του πιθήκου!!!». Τότε που το άκουσε ο Μιχάλης έφριξε, « άκου να μοιάζει ο θεός του πιθήκου!!!».
Έγραψε τότε μια μαντινάδα για κείνο τον ανθρωπολόγο:
« Φωτιά θα ρίξει ο θεός, άπιστε να σε κάψει,
   και πίθηκος δεν θα βρεθεί στο κόσμο να σε κλάψει.»
Η θύμηση της μαντινάδας έσβησε την οπτασία του παπά και άρχισε να σκέφτεται τρόπους να βιντεοσκοπήσει τα όνειρα της Μαργαρίτας. « μα πως θα τα δω στην οθόνη χωρίς να τα δει εκείνη; Να της δώσω ένα ηλεκτρονικό σκούφο, αλλά δεν θα με αφήσει να δω τα όνειρα μόνος μου, άρα πρέπει να βρώ ένα τρόπο». Έβαλε στο τσουκάλι του μυαλού του εξυπνάδα, πονηριά, ρομαντισμό, τα τάραξε με ένα οχτάχαλο καμάκι, σαν και αυτό που έλεγε η γιαγιά του ότι κρατά ο Διάολος , μέχρι που ψήθηκε η λύση, « με το καμάκι του έρωτα!». Τα μάτια του πλημμύρισε η λάμψη του πόθου. Πήρε μία ρόζ  κολλά χαρτί και έγραψε μαντινάδες για την Μαργαρίτα.
Μέσα στο κήπο της καρδίας, φύτεψα το λουλούδι
   το πότισα με τα φιλιά και μού'πε ένα τραγούδι

Αγρός όταν ποτίζεται, χαμογελούν τα άνθη
   τα μύρισε ο Έρωτας , και όμορφα αισθάνθει,

krinos

Ρεμβάζω στις ακρογιαλιές, ακούω και το κύμα
   αν χάσω την αγάπη σου, θα'ναι μεγάλο κρίμα

Γεώτρηση μέσα στην καρδιά, αν κάνουνε θα δούνε
  τα μάτια και τα χείλη μου, εσένα πως φιλούνε,

Ανάθεμα με μία φορά και πάλι ανάθεμα με
   μεσ’ την δική σου αγκαλιά που θέλω να κοιμάμαι.

Ράκος είναι το σώμα μου, χώμα και αν καταντήσει
  εσένα λουλουδάκι μου, μονάχα θα αγαπήσει

Ίσαμε πάνω στο θεό, θα φτάσω να ζητήσω
   στον άλλο κόσμο αν μπορώ να σε ξαναγαπήσω

Τάμα θα κάνω στο Χριστό, στην Παναγιά επίσης
  έστω και σε ένα όνειρο, εμένα να αγαπήσεις.

Αργός θα είναι ο θάνατος, μέσα στην αγκαλιά σου
   τα μάτια μου να κλείσουνε, με τα γλυκά φιλιά σου.
Την άλλη μέρα στο γραφείο του έβαλε την ροζ κόλλα μέσα στο φάκελο με την ένδειξη ‘’ ΥΠΟΨΙΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ‘’. Το σχέδιο του ήταν να πάει στο γραφείο της Ειρήνης και περνώντας μπροστά από την Μαργαρίτα να αφήσει με τρόπο να γλιστρήσει η ροζ κόλλα με τις μαντινάδες στο πάτωμα, να το βρει η Μαργαρίτα και να το διαβάσει. Έτσι θα πίστευε η Μαργαρίτα ότι αρέσει στον Μιχάλη, αφού έφτασε στο σημείο να τις γράψει ομοιοκατάληκτα δίστιχα, και δεν θα είχε αντίρρηση να κοιμηθεί στο σπίτι του Μιχάλη, να βιντεοσκοπηθούν τα όνειρα της και να δεί ο Μιχάλης εκείνο που τον ενδιέφερε. Πράγματι βγήκε από το γραφείο του, έγειρε το φάκελο που κρατούσε στο αριστερό του χέρι και με την άκρη του ματιού του, είδε την ροζ κόλλα να πέφτει στο δάπεδο. Προχώρησε γρήγορα κα μπήκε στο γραφείο της Ειρήνης σα κλέφτης.Η Μαργαρίτα φάνηκε να έχει ακόμη χαμηλωμένη την ματιά της « λες να μη δει την κόλλα, να την βρεί η Ειρήνη και να γίνω ρεζίλι των σκυλιών;». Η Μαργαρίτα που αν είχε κανείς τρία πουλάκια στην χούφτα του και τα άφηνε θα τα έπιανε και τα τρία στον αέρα, είδε την ροζ κόλλα και σηκώθηκε και την πήρε από το δάπεδο. Το ροζ χρώμα της κόλλας της κίνησε την περιέργεια, γιατί όλα τα χαρτιά που κυκλοφορούσαν στο γραφείο ήταν τα μηχανογραφημένα έντυπα και οι λευκές κόλλες.Προς στιγμή σκέφτηκε να μπει στο γραφείο της Ειρήνης και να δώσει την κόλλα στον Μιχάλη. Τα μάτια της έλαμψαν σαν του πράκτορα της Κα Κε Μπε που ανακαλύπτει απόρρητο αμερικανικό έγγραφο. Γύρισε στο γραφείο και ξεδίπλωσε την κόλλα. Γνώρισε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα του Μιχάλη. Ξαφνιάστηκε με τα δίστιχα, δεν ήξερε ότι ο Μιχάλης γράφει. Τα διάβασε με περιέργεια δεν έγραφε όμως σε ποια κοπέλα απευθύνονται τα δίστιχα. Το παράπονο γέμισε ξαφνικά τα μάτια της. Η λύπη ξεχείλισε τη ψυχή και την καρδιά της, το πρόσωπο της  έγινε κατακίτρινο. «Για την Ειρήνη τα έγραψε και πήγαινε στο γραφείο της να της τα δώσει. Άρα θα έχουν σχέσεις και εγώ δεν πήρα χαμπάρι, τι γινόταν κάτω από την μύτη μου.».      Το παράπονο και η πίκρα της έγιναν αμέσως ζήλια, θυμός και εκδίκηση. Η εκδίκηση έγινε περίστροφο και η ζήλια σφαίρες. Το δάκτυλο της χάιδεψε την σκανδάλη. Η όψη της έμοιαζε με την σκληρή όψη ενός καουμπόη. Έβαλε όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Το μυαλό της είχε θολώσει λες και τι τάραξε ο διάολος με το καμάκι του μίσους. Σημάδευε την πόρτα της Ειρήνης στο σημείο που έβγαινε ο Μιχάλης. Μόλις εμφανίστηκε τράβηξε αμέσως με λύσσα την σκανδάλη σφίγγοντας τα δόντια. Ένας θόρυβος σαν κανονιά ακούστηκε στο δωμάτιο. Τα μάτια της έκλεισαν για λίγο. Φαντάστηκε τον Μιχάλη ξαπλωμένο μέσα σε μια λίμνη αίμα να ξεψυχά. Άνοιξε τα μάτια της.Δεν είδε το Μιχάλη, ούτε νεκρό ούτε ζωντανό. Απόρησε. Σκέφτηκε τι μπορεί να είχε συμβεί. Κούνησε το κεφάλι της « τι σκέπτεσαι μωρή μαλακισμένη ζηλιαρόγατα!».      «  πρέπει να δώσω τα δίστιχα στην Ειρήνη. Δεν πρέπει να με κατσαδιάσει ο Μιχάλης, θα στεναχωρηθεί η Ειρήνη και μπορεί να χάσω και τη δουλειά μου, όμως θα δώσω την κόλλα του Μιχάλη ». Ο Μιχάλης ήταν πάντα ευγενικός μαζί της. Της είχε επιτρέψει να του μιλά στον ενικό. Της έκανε αστεία. Εκείνος την πρωτοφώναξε Μοσχοβίτισα για να την πειράξει, δεν της είχε κάνει ποτέ καμιά πονηρή πρόταση, όπως συνηθίζουν οι διευθυντές με τις ιδιαιτέρες τους και σε τελική ανάλυση η Μαργαρίτα ήταν ευχαριστημένη που δούλευε κοντά του. Το μόνο της παράπονο ήτανε, ότι δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί μαζί του.
Ποτέ δεν χτυπούσε την πόρτα του γραφείου του για να μπει μέσα. Εκείνη τη στιγμή η πίκρα την είχε μεταμορφώσει. Χτύπησε την πόρτα του γραφείου του. Δεν πήρε απάντηση. Ξανακτύπησε και όταν άκουσε τον Μιχάλη να λέει ‘’ περάστε ‘’, μπήκε στο γραφείο. Ο Μιχάλης με την πρώτη ματιά πρόσεξε το χλωμό και στεναχωρημένο πρόσωπο της. Θυμήθηκε ότι το πρωί που μπήκε στο γραφείο είχε την ίδια έκφραση. « Τι να της συμβαίνει άραγε και φαίνεται τόσο λυπημένη; Μήπως την προσέλαβα με τις μαντινάδες; Μήπως  πίστεψε ότι μπορεί να την εκθέσω στα μάτια των συναδέλφων της;»
- Τι σου συμβαίνει Μαργαρίτα;
- Τίποτα κύριε Καθηγητά.
Εκείνο το ‘’ κύριε καθηγητά ‘’ τον χτύπησε σαν πέτρα κατακούτελα. Μόνο τις πρώτες μέρες που έπιασε δουλεία στο γραφείο του, εδώ και τρία χρόνια τον προσφωνούσε έτσι. Και ξαναρώτησε με το αφοπλιστικό του χαμόγελο:
- Που το θυμήθηκες μωρέ Μοσχοβίτισα το ‘’ κύριε καθηγητά ‘’; Πώς σου ήρθε;
- Με συγχωρείτε.
- Α! Με σένα κάτι συμβαίνει, έλα κάθισε να μου πείς.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε από το γραφείο του, πήγε κοντά της, την πήρε από το χέρι, την οδήγησε σε μία από τις δύο καρέκλες που υπήρχαν μπροστά στο γραφείο του, κάθισε και εκείνος στην άλλη, απέναντι της, και την ρώτησε, σαν στοργικός πατέρας.
- Έλα πες μου τι σου συμβαίνει κοριτσάκι μου;
- Τίποτε δεν μου συμβαίνει. Σήκωσε το χέρι που κρατούσε την ροζ κόλλα με τις μαντινάδες και την πρότεινε στον Μιχάλη λέγοντας:
- Κύριε καθηγητά, ορίστε, αυτό σας έπεσε την ώρα που πηγαίνατε στο γραφείο της Ειρήνης.
«Α! Ωραία το διάβασε»
- Τις διάβασες; Ρώτησε πονηρά ο Μιχάλης.
- Ανθρώπινη περιέργεια κύριε καθηγητά.
- Δεν μου λες θα πάει μακριά η βαλίτσα του κυρίου καθηγητού;
- Με συγχωρείτε.
- Άντε, έτσι μπράβο, κάνε μας έκπτωση και στον πληθυντικό, ξέρεις πόσο μου τη δίνει στα νεύρα.
Η Μαργαρίτα δεν απάντησε. Εξακολουθούσε να έχει χαμηλωμένη την ματιά της.
- Λοιπόν δεν σου άρεσαν οι μαντινάδες;
- Πώς, πως, πολύ ωραίες, πολύ ρομαντικές, θα αρέσουν πολύ στην Ειρήνη.
- Ποια Ειρήνη; Είπε ο Μιχάλης ξαφνιασμένος.
Το μόνο που δεν του είχε περάσει από το μυαλό ήταν αυτό.
- Μα την δική μας την Κουκουλάκη.
Ο Μιχάλης στόλισε τα χείλη του με ένα γλυκό χαμόγελο και είπε:
- Έλα για σένα τις έγραψα παραπονιάρα.
- Για την Ειρήνη τις γράψατε, μην με πειράζετε.

krinos

- Για αυτό είσαι βρε κουτό στεναχωρημένο; Για ξαναδιάβασε τες, να δούμε για ποια τις έγραψα.
- Σας παρακαλώ, είπε. Έτοιμη να βάλλει τα κλάματα και να σηκωθεί να φύγει.
- Έλα κάθισε, για κοίταξε εδώ και πες μου τι γράφει;
Έσκυψε κοντά της και της έδειξε με το δάκτυλο του τα κεφαλαία γράμματα στην αρχή κάθε στίχου που σχημάτιζαν την λέξη ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Η Μαργαρίτα διάβασε το όνομα της. Το γλυκό χαμόγελο άρχισε σιγά – σιγά να ομορφαίνει το πρόσωπο της. Η καρδία της σκίρτησε, όπως όταν την πρωτοφίλησε ο Ιγκόρ στο γυμνάσιο στη Μόσχα. Η ματιά της σεργιάνισε χαρούμενη πάνω στις μαντινάδες. Τώρα  είχαν άλλο νόημα. Ένοιωσε μια τεράστια δύναμη στα πόδια. Ήθελε να πετάξει από την χαρά της. Άρχισε να ανασηκώνει την ματιά της. Φαντάστηκε τον τρόπο που θα την κοιτούσε ο Μιχάλης με τα φλογερά του μάτια και ξανακατέβασε την ματιά της στο χαρτί με τις μαντινάδες. Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι την είχε φέρει σε δύσκολη θέση. « Διάολε, δεν μπορεί να μου κάνει ερωτική εξομολόγηση στο γραφείο, αρκετά την βασάνισα ». Και άλλαξε θέμα.
- Λοιπόν Μαργαρίτα, ….. σιώπησε για λίγο, τόσο που να κάνει την Μαργαρίτα να σκύψει περισσότερο το κεφάλι. « Θα ήθελες να δεις βιντεοσκοπημένα όνειρα ;»
Η Μαργαρίτα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το πρόσωπο του γαλήνιο και η ματιά του τρυφερή. Πήρε αμέσως θάρρος και αποκρίθηκε:
- Και βέβαια θέλω, θα ανοίξετε τις οθόνες; Ρώτησε ανυπόμονα.
- Καλά ποια όνειρα θέλεις να δεις; Των ασθενών ή τα δικά σου;
- Τα δικά μου, τα δικά μου! Είπε χαρούμενα.
- Η΄ θα ήθελες να δεις και τα δικά μου όνειρα;
Η Μαργαρίτα που εν τω μεταξύ είχε βρει την αυτοκυριαρχία της, πέρασε στην επίθεση.
- Α, ωραία, για να δω και σε πόσες άλλες έχεις γράψει στιχάκια. Είπε πονηρά.
- Σε καμιά, σε καμιά. Είπε ο Μιχάλης ξαφνιασμένος.
Αφού η Μαργαρίτα βρήκε τη ‘’ πληγή ‘’ του Μιχάλη, της έστυψε και λεμόνι. « Έλα τώρα, εγώ σε θάμπωσα και μου έγραψες στιχάκια; Καλά την Ειρήνη η οποία μοιάζει με θεά δεν την πρόσεξες »; Είπε ειρωνικά η Μαργαρίτα.
- Θα σου εξηγήσω.
- Καλά μην ορκίζεσαι, σε πιστεύω.
- Έλα σταμάτα τις ειρωνείες τρελομοσχοβίτισα και θα σου εξηγήσω.
- Λοιπόν, ναι έχω γράφει πολλές μαντινάδες, αλλά ποτέ δεν τις έδωσα σε κοπέλα. Η Μαργαρίτα τον διέκοψε.
- Και περίμενες να έρθω εγώ από την Μόσχα για να μου τις δώσεις; Δηλαδή σαν να λέμε εγώ είμαι η πρώτη σου. Το ειρωνεύτηκε. « Τρία χρόνια Μιχαλάκη δεν σου γέμιζα το μάτι, τώρα που με γουστάρεις θα σε …. ψήσω».
Η Μαργαρίτα είχε βάλει τον Μιχάλη στο τηγάνι της ειρωνείας και το σιγοτηγάνιζε σαν μπαρμπούνι.
- Δεν είμαι και καμιά καλλονή σαν την Ειρήνη.
Η θηλειά της ειρωνείας της Μαργαρίτας κόντευε να τον πνίξει. Ξεροκάταπιε και κόντεψε να καταπιεί την γλώσσα του. « θα πειστεί άραγε, ότι δεν έχω δώσει στίχους στην Ειρήνη; Αν δεν πειστεί πάνε άραγε τα σχέδια με τα όνειρα»;
- Θέλω να με πιστέψεις. Είπε σοβαρά « δεν έχω δώσει σε καμία στίχους, ούτε και στην Ειρήνη, μπορείς να την ρωτήσεις.»
Η Μαργαρίτα και η Ειρήνη είχαν γίνει φίλες και συζητούσαν και τα προσωπικά τους, γι’ αυτό και η Μαργαρίτα πίστεψε τον Μιχάλη.
- Εντάξει, εντάξει σε πιστεύω. Κι εγώ ένα αστείο έκανα. Αλλά πες μου τι θα γίνει με τα όνειρα μου, θα τα βιντεοσκοπήσω με τον ηλεκτρονικό σκούφο και μετά θα τα δω στο γραφείο σου στις οθόνες;
- Ναι, ναι θα σου δώσω τον ηλεκτρονικό σκούφο να βιντεοσκοπήσεις τα όνειρα σου, αλλά δεν θα τα δούμε εδώ αλλά στο σπίτι μου, γιατί εδώ αποθηκεύονται αυτόματα στην μνήμη του κεντρικού υπολογιστή, καταλαβαίνεις;
Η Μαργαρίτα δαγκώθηκε, « αμάν και αν δω τους αγαπητικούς μου στο κρεβάτι, όπως τους βλέπω κάθε τόσο, τι θα γίνει; Αν δω τους φίλους του Μιχάλη που κοιμήθηκα μαζί τους; Πω! Πω! Έχασα το Μιχάλη».
- Ναι κατάλαβα θα τα δούνε και άλλοι. Είπε η Μαργαρίτα.
- Σωστά.
- Ναι αλλά …. Είπε και σιώπησε.
Ο Μιχάλης διάβασε τις σκέψεις της. Είχε υπολογίσει ότι θα του έκανε παρόμοια ερώτηση και είπε:
- Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να δω κάτι που αφορά την ιδιωτική σου ζωή.
- Αλήθεια; Ρώτησε με ανακούφιση – μα πως μπορεί να γίνει; Μου φαίνεται πρακτικά αδύνατον.
- Κοίτα να δεις πως γίνεται. Ο υπολογιστής κωδικοποιεί τα όνειρα και εμφανίζεται στην πρώτα η θεματολογία τους. Παραδείγματος χάριν θα δεις: θέμα 1: επίσκεψη στους γονείς σου στη Μόσχα. Θέμα 2: ραντεβού με κάποιον  κ.λ.π. Κατάλαβες  μέχρι εδώ;
- Περίπου, αλλά μετά τι γίνεται;
- Μετά ανοίγεις όποιο θέμα θέλεις. Αν λοιπόν δούμε μαζί τα όνειρα σου, δεν θα ανοίξουμε το θέμα που αναφέρεται σε κάποιο ραντεβού σου.
- Α! ωραία τότε. Έτσι ήταν και τα δικά σου;
- Ναι έτσι ακριβώς.
- Με τι θέματα; Ρώτησε δήθεν αθώα η Μαργαρίτα.
- Δύο θέματα αφορούσαν εσένα.
- Εμένα; Ρώτησε με έκπληξη και ανασήκωσε απότομα το σώμα της, σαν τον κάβουρα που τον έριξαν στο τηγάνι με καυτό λάδι. « Πώς να με είδε άραγε με τους παίδαρους; Πω! Πω! Πορνό που θα είδε».
- Ναι εσένα. Είπε και σκέφτηκε να την πειράξει αλλά το μετάνιωσε.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή;
- Ε! δεν κατάλαβες;
- Όχι.        
- Έλα τώρα πες μου, είπε ικετευτικά η Μαργαρίτα.          
- Εντάξει, δεν σε είδα όπως …. φαντάζεσαι.                    
- Τότε τι έκανα;
- Στο ένα θέμα έκανες την γραμματέα του Υπουργού Βιομηχανίας.                        
- Άκου πράγματα, γραμματέας Υπουργού! Από πού κι ως που;  
- Μπορεί να είναι το όνειρο σου.
- Εμένα; Αποκλείεται. Δεν σε αλλάζω ούτε με χίλιους Υπουργούς.
- Σιγά τώρα! Πάντως κι εγώ δεν σε αλλάζω με καμιά, είπε ο Μιχάλης με ένα πονηρό χαμόγελο.
- Σιγά την αναντικατάστατη!

krinos

- Που θα βρω γραμματέα να μου γράφει μαντινάδες, μπορείς να μου πείς;
- Τι έκανε λέει; Μαντινάδες εγώ;
- Και ωραίες και ρομαντικές.
- Έλα τώρα μην με πειράζεις. Είπε παραπονιάρικα η Μαργαρίτα.
- Κάθε άλλο. Γράφεις φανταστικές μαντινάδες.
- Στον ύπνο μου μπορεί, γιατί στον ξύπνιο μου ….
- Στον δικό σου ύπνο δεν ξέρω, τι κάνεις, αλλά στον δικό μου ….!!!
- Έλα τώρα μην μου πεις ότι σου έγραψα μαντινάδες στο όνειρο σου, θα με τρελάνεις.
- Κι αφού μου έγραψες; Τι να κάνω; Να μην σου δείξω την κασέτα με το όνειρο;
- Όχι, όχι μη μου το κάνεις αυτό!
-  Εντάξει, θα την δεις την κασέτα.
- Και πότε θα δούμε τα όνειρα;
- Τι λες για την Παρασκευή το βράδυ;
- Σύμφωνοι.
- Και μην ξεχάσεις να μου γράψεις κανένα δίστιχο.
- Αν το θέλεις τόσο πολύ θα σου γράψω στα ρώσικα.
- Τα πάντα δεκτά, είπε ο Μιχάλης, ξεκαρδισμένος στα γέλια.
Την Παρασκευή το απόγευμα η Μαργαρίτα ρώτησε τον Μιχάλη τι ώρα πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι του.
- Θα περάσω να σε πάρω από το σπίτι σου.
- Τι ώρα;
- Τι λες για τις εννιά;
- Πολύ ωραία.
- Λέω αν δεν έχεις αντίρρηση, να τσιμπήσουμε κάτι πριν έρθουμε σπίτι.
- Καμιά αντίρρηση.
Η Μαργαρίτα ήταν ενθουσιασμένη που θα είχε την ευκαιρία να ‘’ εκπορθήσει ‘’ το           ‘’ κάστρο ‘’  του Μιχάλη. Κοντά τρία χρόνια δεν το είχε καταφέρει. Όλες τις μέρες, μέχρι την Παρασκευή, αυτό σκεφτόταν. Της φαινόταν παράξενο το γεγονός, ότι ο Μιχάλης της το ‘’ ξεφούρνισε στην ψύχρα ‘’,. Έτσι το σκεφτόταν και μάλιστα με ρομαντικές μαντινάδες, χωρίς να προηγηθεί καμιά ‘’ προετοιμασία ‘’ εκ μέρους του. Ούτε ένα υπονοούμενο. «τι σκοτίζομαι τώρα; Αφού του αρέσω, το γιατί θα γυρεύω;» Στις εννιά ήταν πανέτοιμη. Έκανε το ‘’ κατακτητικό ‘’ της μπάνιο, παρφουμαρίστηκε, φόρεσε την γούρικη φούστα της – την κόκκινη – που την φορούσε μόνο στο πρώτο ραντεβού, με τους παίδαρους, έστειλε και ένα φιλί στον καθρέφτη, που της ‘’ είπε ‘’ ότι του άρεσε και βγήκε στην βεράντα να κοιτάξει για το αυτοκίνητο του Μιχάλη. Στις εννιά παρά πέντε ο Μιχάλης παρκάριζε το αυτοκίνητο. Κατέβηκε αμέσως και προχώρησε προς το αυτοκίνητο. Ο Μιχάλης είχε βγεί και περίμενε στο πεζοδρόμιο να περάσουν δύο αυτοκίνητα, για να διασχίσει το δρόμο.
- Μιχάλη περίμενε. Του φώναξε η Μαργαρίτα.
Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και μπήκε στο αυτοκίνητο την ώρα που ο Μιχάλης έβαζε μπροστά την μηχανή. Σε ένα τέταρτο έφτασαν στην Πειραϊκή. Κάθισαν σε ένα ταβερνάκι και παράγγειλαν θαλασσινές λιχουδιές και μπύρες. Ο Μιχάλης ήταν, την περισσότερη ώρα, αφοσιωμένος στο φαγητό, δεν πολυκοιτούσε την Μαργαρίτα και τα ελάχιστα που συζητούσαν, ήταν γύρω από το φαγητό. Ο Μιχάλης δεν την κοιτούσε γιατί την είχε κοντά του τρία χρόνια, την έβλεπε ως γραμματέα και τις μαντινάδες τις της έγραψε για τις ανάγκες της έρευνας. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό να ερευνήσει και το κορμί της. Με την Μαργαρίτα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Ήθελε να τον κατακτήσει, αλλά μέχρι τότε δεν το είχε κατορθώσει. Τώρα τον είχε απέναντι της. Πρώτη φορά έτρωγαν μαζί έξω. Τον έτρωγε με τα μάτια της. Μελετούσε κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του. Εφερνε κάπου – κάπου την γλώσσα της στα χείλη της. Πρόσεξε τη γαλήνια ματιά του. Δεν είχε εκείνη την φλόγα, εκείνο τον ερωτισμό που έχει η ματιά κάποιου που βγαίνει το πρώτο ραντεβού με μια κοπέλα. Θυμήθηκε τον Περικλή, που η ματιά του ήταν ερωτευμένη με τον πόθο. « τούτος είναι αμερικανοθρεμένος, θα έχει άλλο στυλ, το σοβαρό, του καθηγητή, του κουλτουριάρη. Τι περιμένεις, στο Αιγάλεω θα κάνει παρέα με τους κουλτουριάρηδες που έχουν μαζευτεί εκεί, και θα τον χάλασαν». Ο Μιχάλης κοίταξε το ρολόι, του και είπε:
- Ώρα να πηγαίνουμε Μαργαρίτα.                
- Όπως θέλεις Μιχάλη.
Σε όλη την διαδρομή η Μαργαρίτα μελετούσε στο μυαλό της, τις επόμενες κινήσεις. Η ματιά του Μιχάλη την απογοήτευε. « θα τον φιλώ και θα κοιτά με αυτήν την παγωμένη ματιά;», σκεφτόταν με δέος.
Δεν ένοιωθε άνετα αλλά δεν μπορούσε να βρει λύση.
Όταν μπήκαν στο σπίτι του Μιχάλη την οδήγησε στον καναπέ του γραφείου του. χώθηκε τόσο βαθιά στον μαλακό καναπέ, που νόμισε ότι κάθισε στο πάτωμα. Η κοντή κόκκινη φούστα της ανέβηκε τόσο ψηλά που κόντεψε να φτάσει στον αφαλό της. Πολλοί θα ζήλευαν την ηλεκτρονική οθόνη που βρισκόταν ακριβώς απέναντι της και φωτίζονταν αμυδρά από την γυαλάδα της άσπρης και μεταξωτής κυλοτίτσας της. Η Μαργαρίτα περιεργάστηκε το δωμάτιο. Ίδιο με του γραφείου του, στο πανεπιστήμιο. Η μόνη διαφορά ήταν τα παράθυρα. Μόνο το τζάκι στη γωνιά του δωματίου, έκανε την διαφορά. Ήταν κτισμένο με πελεκητή γαλανόλευκη πέτρα. Στο πάνω μέρος τρεις θυρίδες, με τριγωνικό σχήμα, όπου ήταν τοποθετημένες μικρές κανάτες με μπλε σχέδια. Στη μέση του τζακιού ένα μαρμάρινο ράφι, πάνω στο ράφι ένα παμπάλαιο σίδερο, ένα γουδί, ένα τεράστιο παλιό κλειδί, ίσαμε ένα κιλό, δύο ξύλινα τασάκια, από κορμό μικρού πεύκου και ένα κάδρο με δύο μαυροφορεμένες γυναίκες, οι γιαγιάδες του Μιχάλη. Δεξιά και αριστερά της βάσης του τζακιού, κρεμόταν μία λύρα και ένα λαούτο. Πάνω από την λύρα το κάδρο του παππού του, που έπαιζε λύρα και πάνω από το λαούτο η φωτογραφεία του θείου του του Γιάννη, που έπαιζε λαούτο. Το τζάκι ήταν γεμάτο ξύλα αλλά δεν άναβε. Στο υπόλοιπο δωμάτιο εκτός από το γραφείο του Μιχάλη υπήρχαν μόνο υπολογιστές και βιβλία στις βιβλιοθήκες. Όταν γύρισε την ματιά της από το τζάκι και αντίκρισε τους υπολογιστές την έπιασε απελπισία. « πανάθεμα τον που τους ανακάλυψε, μόνο το τζάκι θυμίζει ότι καμιά φορά ζούμε σαν άνθρωποι.» Θυμήθηκε την επίσκεψη της στη θεία την Αντιόπη, σε ένα χωριό κοντά στην Ρίγα. Το χιόνι πρέπει να ήταν κοντά στα δύο μέτρα. Το τεράστιο τζάκι έκανε το σπίτι ζεστό σαν φούρνο, όλοι ήταν καθισμένοι τριγύρω από το τζάκι, έτρωγαν και άκουγαν ιστορίες της θείας από την κατοχή και την αντίσταση, τότε που ήταν ασυρματίστρια στον  ‘’ ΕΛΛΑΣ ‘’.  Τις είχαν κάνει εντύπωση τα τυριά που έφτιαχνε η θεία της και τα έβαζε στα παράθυρα, τα λουκάνικα που κρέμονταν από ένα ξύλινο γάντζο και τα παστά ψάρια. Πολλές φορές τα αναπολούσε με νοσταλγία και μετάνιωνε που είχε έλθει στην της Αθήνας. Αναστέναξε βαθιά.
Ο Μιχάλης ετοίμασε τους υπολογιστές, φόρτωσε την βιντεοκασέτα με τα όνειρα, ενεργοποίησε την οθόνη και είπε εύθυμα στην Μαργαρίτα:
- Όλα έτοιμα για τα όνειρα.
Η Μαργαρίτα αποφάσισε να περάσει στην επίθεση.
- Έτσι κάνουν στο νησί σου;
- Τι κάνουν στο νησί μου; Ρώτησε παραξενεμένος ο Μιχάλης.                  
- Δεν κερνάτε τους προσκεκλημένους σας; Είπε χαμογελώντας.
- Με συγχωρείς μωρέ Μαργαρίτα, τι θα πιεις;

krinos

- Μια τσικουδιά.
Ο Μιχάλης έμεινε ξερός, σαν καμένο πεύκο από την έκπληξη. «Που ξέρει ότι έχω και τσικουδιά; Αφού γνωρίζει ότι δεν είμαι Κρητικός. Ή  μήπως της αρέσει η τσικουδιά; Δεν αποκλείεται.». και ρώτησε γεμάτος περιέργεια:
- Σ΄ αρέσει η τσικουδιά;    
- Δεν ξέρω.
- Πως δεν ξέρεις;
- Που να ξέρω.
- Καλά μου ζήτησες τσικουδιά χωρίς να ξέρεις;
- Δεν έχω ξαναπιεί!
-  Εσύ θα με χαζέψεις. Δεν έχεις ξαναπιεί και μου την ζητάς; Και που ξέρεις πως έχω τσικουδιά;
- Πως δεν ξέρω.
- Πως διάολο το ξέρεις; Ρώτησε εκνευρισμένος ο Μιχάλης.
- Μα εσύ μου το είπες.
-  Πότε;  
- Χθες το βράδυ.
- Μα δεν είμαστε μαζί εχθές το βράδυ.
- Ε, πως δεν είμαστε. Είπε  πονηρά η Μαργαρίτα.
- Που είμαστε;
- Μα, στην βεράντα του σπιτιού μου.  
Ο Μιχάλης είδε ξανά την πόρτα του τρελοκομείου. Ο Ναπολέων, ο Χίτλερ και ο Χομεϊνί του φώναζαν: «τι ήθελες και γύριζες στους τρελούς; Εδώ είναι τα καλά, έλα και μην το ξανασκάσεις!». Το ξανάσκασε και ρώτησε την Μαργαρίτα:
- Λοιπόν άσε το δούλεμα, γιατί θα σε στείλω πίσω στην Μόσχα και πες μου που ξέρεις ότι έχω τσικουδιά;
-  Μα σου είπα. Αποκρίθηκε η Μαργαρίτα με όλη την φυσικότητα του κόσμου.  
Τα νεύρα του Μιχάλη έγιναν ελατήρια και άρχισε να νιώθει άγριες διαθέσεις. «Αν δεν μου πει θα την πνίξω».
-  Λέγε γιατί…………… είπε κάνοντας μια απειλητική κίνηση με τα χέρια του.
- Τι γιατί; Τι θα μου κάνεις, ρώτησε ειρωνικά η Μαργαρίτα.
Η ψυχραιμία της του γέμισε αφρό θυμού στο στόμα.
- Θα σου έλεγα αλλάααα……..
- Τι αλλά, είπε με ψυχραιμία που είχε γίνει τέρας.
- Λοιπόν με έσκασες δεν το βλέπεις;
- Το βλέπω, είπε με απάθεια εκείνη.
Του ήρθε να τις βγάλει τα μάτια. Κατάλαβε ότι ούτε άκρη έβγαζε, ούτε μέση και ότι θα τον έσκαγε και αποφάσισε να ακολουθήσει τον προσφιλή και δοκιμασμένο τρόπο. Πήρε γλυκό ύφος, φόρεσε τρυφερή ματιά, πήγε έκατσε κοντά της, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και της είπε με παραπονιάρικη φωνή:
- Έλα, έλα κοριτσάκι μου, άσε τα αστεία και πες μου.
Η Μαργαρίτα είδε για πρώτη φορά  τον Μιχάλη να την κοιτάζει τόσο τρυφερά. Εκείνο το ‘’ ΜΟΥ ‘’ που έβαλε στο Μαργαρίτα την έκανε να νιώσει τόσο όμορφα. Άρχισε να βλέπει τον έρωτα του Μιχάλη. « Μαργαρίτα μου, είμαι η Μαργαρίτα του!».
- Με συγχωρείς Μιχάλη μου. Σιώπησε για λίγο, ήθελε να μείνει εκεί, στο                   ‘’Μιχάλη μου ‘’ και να το επαναλαμβάνει αιώνια και συνέχισε:
- Μου το είπες στο όνειρο μου. Είπε και ξεκαρδίστηκε από τα γέλια.
Ο Μιχάλης γαλήνεψε και χαμογέλασε. Κοίταξε με τρυφερότητα την Μαργαρίτα. Τότε πρόσεξε σαν άντρας τα στρουμπουλά και αφράτα πόδια της. Η ματιά του έπεφτε εξερευνητικά πάνω τους. « πότε δεν την πρόσεξα σαν γυναίκα, γυναικάρα η Μοσχοβίτισσα, αχ και να μην ήταν γραμματέας μου!».
- Λοιπόν πες μου τι όνειρο είδες;
- Δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα.
- Ότι θυμάσαι,
- Να, είχες έρθει σπίτι μου και μου έφερες δώρο ένα μπουκάλι τσικουδιά και όταν σε ρώτησα που την βρήκες, μου απάντησες ότι σου είχε φέρει μια μπουκάλα, ένας φίλος σου κρητικός.          
- Τι μου λες; Είπε με έκπληξη ο Μιχάλης.
- Δηλαδή έτσι είναι;
- Ακριβώς!
- Ε!, δεν θα δοκιμάσουμε τότε;
- Ακού λέει……
Ο Μιχάλης σηκώθηκε και έφερε δύο ποτήρια τσικουδιά σε δύο θεόρατα ποτήρια. Η Μαργαρίτα κοίταξε την τσικουδιά και της φάνηκε ελάχιστη στα μεγάλα ποτήρια, σαν να ήταν το απόπιομα κάποιων άλλων και ρώτησε αστειευόμενη:
- Την τσιγκουνεύεσαι; Γέμισε τα.
- Η τσικουδιά είναι δυναμίτης. Άσε που είσαι και κοριτσάκι.  
- Εγώ είμαι γερό ποτήρι, θα το δεις, μην ξεχνάς ότι μεγάλωσα με βότκα στην Μόσχα.
- Η βότκα είναι νεράκι μπροστά στην τσικουδιά. Σκέτο οινόπνευμα είναι σου λέω.
- Μήπως μεθάς εύκολα και την φοβάσαι;
- Κάτσε φρόνιμα σου λέω!
- Έλα, βάλε λίγο ακόμη. Είπε ναζιάρικα η Μαργαρίτα.
- Καλάαα, θα γίνεις στουπί.
« Και τι πειράζει; Με τον Μιχάλη μου θα είμαι», σκέφτηκε. Ο Μιχάλης σηκώθηκε και έβαλε αρκετή τσικουδιά στα ποτήρια. Η Μαργαρίτα έπιασε το ποτήρι της, το σήκωσε, τσούγκρισε το ποτήρι του Μιχάλη και είπε εύθυμα:
- Άντε γεια μας.
- Γεια σου Μαργαρίτα!
Εκείνη ήπιε μια γερή γουλιά, λες και έπινε λεμονάδα. Ένιωσε αμέσως να καίγονται τα σωθικά της. Τα μάτια της βούρκωσαν. « Καλά μου το έλεγε ο Μιχάλης.». Η ενέργεια της τσικουδιάς, ήταν ακαριαία. Ξέχασε αμέσως τις βιντεοκασέτες και τα όνειρα. Κοίταξε τον Μιχάλη με λυσσασμένη ματιά, ένιωθε να τον ποθεί, να θέλει να τον σφίξει στην αγκαλιά της, να τον φιλά ασταμάτητα, να τον ρίξει στον μαλακό καναπέ. Συγκρατήθηκε, «δεν φεύγει, που να πάει, στο σπίτι του είναι, δικός μου είναι, κατάδικός μου». Το κέφι πλημμύρισε το κεφάλι της. Ένιωθε την γλύκα του να απλώνεται σαν χάδι στο κορμί της. Το κορμί της από την τσικουδιά και τον ερωτικό πόθο το ένιωθε να φλέγεται. Ένιωθε να κρυώνει. Κοίταξε το τζάκι.
- Διακοσμητικό το έχεις το τζάκι Μιχάλη μου; Ρώτησε, τονίζοντας το ‘’ μου ‘’.
- Όχι Μαργαρίτα μου. Της απάντησε τρυφερά ο Μιχάλης.
- Άναψε το λοιπόν!
Ο Μιχάλης σηκώθηκε, πήρε το μπουκάλι με το οινόπνευμα από το ράφι του τζακιού, μετακίνησε το προστατευτικό πλέγμα, κατάβρεξε τα ξύλα, άναψε ένα σπίρτο και τους έβαλε φωτιά. Ακούστηκε ένα πουφ και οι φλόγες έζωσαν τα ξύλα. Η ανταύγεια της φωτιάς καθρεφτιζόταν στα φλογισμένα από έρωτα μάτια της Μαργαρίτας. Η ατμόσφαιρα έγινε ζεστή και ρομαντική. Η Μαργαρίτα έβλεπε ότι κάτι έλειπε και ρώτησε:
- Μιχάλη δεν έχεις μουσική;
- Τι μουσική σ΄αρέσει;
Εκείνη τη στιγμή στην  Μαργαρίτα θα άρεσε και μουσική των Ιμαλαΐων.
- Ότι να ΄ναι.
- Να σου βάλω ένα νησιώτικο μπλουζ; Είπε γελώντας ο Μιχάλης.
- Δεν έχω ξανακούσει.
- Να η ευκαιρία! Να το βάλω;
- Βάλτο!
Ο Μιχάλης πήγε στο στερεοφωνικό και έβαλε τον αγαπημένο του ‘’ Συρματικό ‘’, τον σκοπό με τον οποίο συνοδεύουν οι λυράρηδες την νύφη και το γαμπρό από και προς την εκκλησία στην Κάσο και την Κάρπαθο. Την …. περίεργη αυτή συνήθεια την απέκτησε ο Μιχάλης στην Αμερική, όταν σπούδαζε. Από εδώ το είχε από εκεί το είχε έκανε τις Αμερικανίδες, σε παρόμοιες στιγμές να ακούνε στο δωμάτιο του, τον           ‘’ Συρματικό ‘’ που έπαιζε ο φίλος του ο  Μηνάς ο Παπαμηνάς. Ο Μηνάς τον είχε μαγέψει με τις δοξαριές του και όποτε άκουγε να παίζει  ‘’ Συρματικό ‘’ έλεγε «καλή σου ώρα Μήνα». Η Μαργαρίτα ήπιε και την τελευταία σταγόνα της τσικουδιάς, κοίταξε τον Μιχάλη και του είπε:
- Μιχάλη το ποτήρι μου τρύπησε.
- Έλα ήπιες πολύ, δεν θα μπορείς σε λίγο να δεις τα όνειρα.
Η Μαργαρίτα που είχε κάνει κιόλας ‘’ άλλα ‘’ όνειρα του είπε ικετευτικά:
- Σε παρακαλώ Μιχάλη μου.
Ο τρόπος που το είπε, έκανε τον Μιχάλη να της ξαναγεμίσει το ποτήρι. Εκείνη το σήκωσε αμέσως.
- Άντε γεια!
- Γεια μας !
Η μελωδία του ‘’ Συρματικού ‘’  έσβησε από το μυαλό του το παρόν και το μέλλον. Θυμήθηκε τις Αμερικανίδες, που έκανε έρωτα στο δωμάτιο του υπό τους ήχους της λύρας. Κοίταξε την Μαργαρίτα που τον έτρωγε με τα μάτια της. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει από πόθο. Τη ρώτησε:
- Σ΄αρέσει το νησιώτικο μπλουζ;
- Θεϊκό είναι! Είπε και τινάχτηκε όρθια, άνοιξε τα χέρια της σαν την ‘’ Πλατυτέρα ‘’, χαμογέλασε γλυκά και είπε:
- Έλα να χορέψουμε.
Ο Μιχάλης την αγκάλιασε από την μέση και εκείνη από τον λαιμό. Την κοίταξε με την ερωτική του ματιά. Εκείνη ένιωθε να λιώνει σαν ζάχαρη στο νερό του έρωτα. Κόλλησε πάνω του σαν πεταλίδα. Ο Μιχάλης μέθυσε από την μουσική και το άρωμα του κορμιού της. Άρωμα φλεγόμενης από έρωτα σάρκας. Κοίταξε τα χείλη της. Μισάνοιχτα. Κοίταξε τα μάτια της. Σχεδόν κλειστά. Σαν να ήθελαν να φυλακίσουν τον πόθο. Εκείνη τα  μισάνοιξε, η φλόγα και το πάθος τους κόλλησαν τα χείλη της στου Μιχάλη τα χείλη και τους πήραν βεντούζες.
Ο Μιχάλης έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι της και την φίλησε και εκείνος με πάθος. Εκείνη πέρασε το χέρι της μέσα από το πουκάμισο και του τραβούσε με δύναμη το τριχωτό του στήθους του. Ο Μιχάλης πονούσε και γαργαλιόταν, αλλά

krinos

ερεθιζόταν. Η ματιά της Μαργαρίτας έπεσε πάνω στο χαλί που απολάμβανε τη ζέστη μπροστά στο τζάκι. Αγκάλιασε τον Μιχάλη από την μέση και χορεύοντας στο ρυθμό του ‘’ νησιώτικου ‘’ μπλουζ έφτασαν δίπλα στο χαλί. Το χαλί λυπήθηκε την ορθοστασία τους. Πέταξε και χάρισε το χάδι του στις πλάτες τους. Το χάδι ζήλεψαν ο μαλακός καναπές και το κρεβάτι. Πριν χαμογελάσει ο ήλιος στην ημέρα, ο Μιχάλης σηκώθηκε να πιει λίγο νερό. Μισοζαλισμένος, πέρασε μπροστά από το γραφείο του και από συνήθεια κοίταξε να δει αν ανάβει ακόμη το τζάκι.
Δύο τρία κάρβουνα κοκκίνιζαν στην εστία. Κοιτάζοντας τα κάρβουνα, σαν να του φάνηκε ότι ακουγόταν μια παραπονιάρικη φωνή, σαν κάποιος να τραγουδούσε.
Πλησίασε προς το τζάκι. Στο μισοσκόταδο του φάνηκε ότι το χαλί έμοιαζε με άνθρωπο που είχε βάλει την παλάμη του στο μάγουλό του και σιγοτραγουδούσε. Τέντωσε την ακοή του να ακούσει την μαντινάδα. Η μνήμη του την                             ‘’ μαγνητοφώνησε ‘’.
« Θεέ την τελειότητα, μόνο εσύ γνωρίζεις
   μα το χαλί το άψυχο, γιατί το σκανδαλίζεις.»
Την ώρα του πρωινού καφέ, η Μαργαρίτα πρόσεξε ότι ο Μιχάλης ήταν σκεπτικός και τον ρώτησε:
- Τι σκέπτεσαι καλέ;
- Α! τίποτα.
- Έλα τώρα δεν με γελάς.
Ο Μιχάλης έξυνε το κεφάλι του και δεν απάντησε.
- Έλα πες μου, είπε γλυκά η Μαργαρίτα.
- Την μαντινάδα.
- Ποια μαντινάδα;
- Του χαλιού!
Η Μαργαρίτα τα έχασε και είπε χαμογελώντας.
- Ακόμη δεν ξύπνησες, όνειρα βλέπεις!
- Ξύπνιος είμαι και παρά είμαι.
- Έλα άσε τα αστεία.
- Δεν σου κάνω αστεία, είπε σοβαρά ο Μιχάλης.
- Ε! τότε τι είναι αυτή η μαντινάδα του χαλιού; Λέει και το χαλί μαντινάδες; Ρώτησε ειρωνικά η Μαργαρίτα.
- Πως δεν λέει.
- Τώρα είναι που θα τρελαθώ, είπε και σηκώθηκε έπιασε το κεφάλι του με τις παλάμες της τον φίλησε τρυφερά και είπε :
- Έλα καλέ μου, πες μου.
- Να την θυμήθηκα!
- Ποια καλέ;
- Την μαντινάδα.
- Του χαλιού;
- Ναι του χαλιού.
- Για πες την μου.
Ο Μιχάλης την κοίταξε τρυφερά και της είπε την μαντινάδα. Τα μάτια της Μαργαρίτας έλαμψαν και είπε πονηρά:
- Ώστε φτάσαμε στην τελειότητα!
- Έλα τώρα σταμάτα, είπε ο Μιχάλης, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια, σαν να ντρεπόταν.
- Τι φταίω εγώ, εσύ μου  είπες την μαντινάδα. Για φαντάσου σκανδαλίστηκε και το χαλί!
- Έλα τώρα ξεχνά το.
- Μα ξεχνιούνται τέτοια πράγματα! Είπε με καμάρι.
Ο Μιχάλης ντρεπόταν, λες και δεν είχε κάνει, το βράδυ τρεις ‘’ παραγαδιές ‘’ μαζί της. Η Μαργαρίτα άρχισε να σκανδαλίζεται με το χαλί και του είπε:
- Μιχαλάκη εκεί θα το κάνουμε!
- Που ρώτησε, αφηρημένα.
- Στο χαλί, πάμε τώρα;
- Έλα τώρα, ηρέμησε και το βράδυ τι θα κάνουμε;
- Τα ίδια και στο χαλί.
- Θα το κάψω το γαμημένο το χαλί.
- Πάλι;
- Σταμάτα Μοσχοβίτισσα και άντε να ντυθείς.
- Καλά είμαι έτσι, ντυμένη θα πάω στο χαλί;
Ο Μιχάλης έγινε Πακιστανός από το κακό του.
- Γαμώ το χαλί μου.
- Τώρα όμως.
- Θα σε πνίξω! Αν δεν κλείσεις το στόμα σου.
- Έλα κλείστο μου με ένα φιλί.
Ο Μιχάλης σκέφτηκε πως μόνο έτσι θα σταματήσει να τον προκαλεί. Έσκυψε και την φίλησε τρυφερά. Η Μαργαρίτα τον κοίταξε σαν Αμαζόνα που έκανε ‘’ νηστεία ‘’ ένα χρόνο και είπε:
- Έλα φίλησε με όπως στο χαλί!
- Γαμώ το χαλί και τον Περσιάνο που το έφτιαξε. Θα το ρίξω στο τζάκι να καεί να το ξεχάσεις.
- Ξεχνιόνται τέτοια τα πράγματα;
- Δεν μου γλιτώνεις, θα σε πνίξω! Είπε εξαγριωμένος, ενώ σηκώθηκε με απλωμένα χέρια για να την πιάσει από τον λαιμό.
Η Μαργαρίτα κατάλαβε ότι τον έφερε στα πρόθυρα της παράκρουσης και πήδηξε έξω από την κουζίνα σαν ουραγκοτάγκος να αποφύγει το πνίξιμο. Μετά από λίγη σιωπή, ο Μιχάλης της φώναξε:
- Αν θες πάμε μια βόλτα στην Κηφισιά να πιούμε καφέ και να φάμε.
- Ωραία! Να πάρουμε όμως και το χαλί στο αυτοκίνητο, να το στρώσουμε στο δασός της Εκάλης.
Ο Μιχάλης στο άκουσμα του χαλιού, τινάχτηκε από την καρέκλα σαν πάνθηρας και άρχισε να κυνηγά την Μαργαρίτα, γύρω –γύρω από την τραπεζαρία. Δεν μπορούσε να την πιάσει. Θυμήθηκε ένα κόλπο του παππού του και έβαλε μια στριγκλιά:
- Αχ! Το πόδι μου, φώναξε και έσκυψε και έπιασε το καλάμι του ποδιού του.
Η Μαργαρίτα τρόμαξε. Νόμισε ότι ο Μιχάλης χτύπησε κάπου, πήγε αμέσως δίπλα του, έσκυψε και τον ρώτησε αλαφιασμένη:
- Χτύπησες αγαπούλα;

krinos

Ο Μιχάλης πήρε τα χέρια του από το καλάμι του ποδιού του, άρπαξε την Μαργαρίτα, όπως  ο γάτος το σπουργίτι, την σήκωσε ψηλά και είπε απειλητικά:
- Αν έχεις τα κότσια ξαναπές την λέξη, θα σε σκάσω κάτω σαν καρπούζι, πριν σκάσεις εσύ εμένα.
- Σκάσε με, είπε με ατρόμητο ύφος.
Ο Μιχάλης την κουβάλησε στο μπάνιο, την έβαλε μέσα στην μπανιέρα και άνοιξε αμέσως το κρύο νερό της ντουζιέρας. Η Μαργαρίτα πάγωσε από το κρύο νερό και ούρλιαξε σαν Σκωτσέζος που έπεσε στην βόρεια θάλασσα.
- Τώρα θα ηρεμήσεις. Είπε σαρκαστικά « αλλιώς θα σε πνίξω στην μπανιέρα».
Η Μαργαρίτα έκλεισε  το κρύο νερό, και είπε:
- Ήμαρτον, Μιχάλη μου, ήμαρτον.
- Αφιέντε σου οι αμαρτίες.
- Ε, και σε άκουγε ο Μαρξ, σπυριά θα έβγαζε.
- Που τον θυμήθηκες; Άστον στην ησυχία του, μη τυχόν ξυπνήσει και φτύνει αυτούς που εφάρμοσαν τις θεωρίες του.
- Ξεχνάς που μεγάλωσα; Το ‘’ κεφαλαίο ‘’ του Μαρξ είχα αναγνωστικό στο δημοτικό.
-  Καλά, καλά, άντε κάνε μπάνιο να πάμε στην Κηφισιά.
- Πώς να πάμε;
- Τι πάει να πει πως θα πάμε;
- Μα μου έβρεξες το βρακί!
- Ε! δεν πειράζει.
- Πως δεν πειράζει, ξεβράκωτη θα κυκλοφορώ;
- Και τι πειράζει!
Ο Μιχάλης είχε πάρει την λύρα και της έπαιζε τον πειραχτικό σκοπό που του έπαιζε κι εκείνη προηγουμένως.
- Α!, θα με τρελάνεις, πως θα βγω χωρίς βρακί;
- Δεν πειράζει, θα παίρνεις και .. αέρα.
- Αέρα πήρε το μυαλό σου.
- Δεν πειράζει ας πάρει και εσένα ο κώλος σου!
- Α! να χαθείς, είπε και πήρε τη ‘’ λύρα ‘’ από τα χέρια του  Μιχάλη.
- Δεν υπάρχει κανένα γυναικείο βρακί στο σπίτι Μιχαλάκη;
- Όχι, όχι δεν υπάρχει.
- Δεν παράτησε κανένα καμία φιλενάδα σου;
Η Μαργαρίτα δεν πήρε απάντηση και ξαναρώτησε:
- Για βρακί ψάχνεις και δεν μιλάς;
Ο Μιχάλης άρχισε να νιώθει πάλι στριμωγμένος από την πονηριά της Μαργαρίτας. Μετά από λίγο φώναξε:
- Το βρήκα!
- Ποιο; Φώναξε η Μαργαρίτα.
- Το βρακί!
Ο Μιχάλης μπήκε στο μπάνιο όταν σταμάτησε να χτυπά το νερό. Η Μαργαρίτα σκούπιζε τα μαλλιά της με μια πετσέτα.
- Έλα πάρτο.
Η Μαργαρίτα ανασήκωσε το βλέμμα, κοίταξε το βρακί που κρατούσε στα χέρια του ο Μιχάλης και ρώτησε ζηλιάρικα:
- Ποιάς είναι;
- Τι σημασία έχει! Είπε με ύφος Εμίρη ο Μιχάλης.
- Χαρέμι έχεις ε;
Ο Μιχάλης διέκρινε τη ζήλια να κόβει βόλτες στα μάτια της, φοβήθηκε μην του βγάλει τα δικά του, σαν τις Λατινοακερικάνες και της είπε καθησυχαστικά.
- Έλα γλυκεία μου, δικό μου είναι.
Η Μαργαρίτα το ‘’ ακτινοσκόπησε ‘’ με την ματιά της. Το κόκκινο σλιπάκι έμοιαζε με γυναικείο βρακί και πείραξε τον Μιχάλη:
- Σαν πούστικο … μου φαίνεται!
- Θα σε πνίξω! Άντε πάρτο.
- Σαν μεγάλο μου φαίνεται.
- Έχεις πλούσιους γοφούς.
Η Μαργαρίτα έριξε μια απελπισμένη ματιά στο σλιπάκι, και με μια απότομη κίνηση το άρπαξε, σαν γεράκι από το χέρι του, και το φόρεσε, « παρά ξεβράκωτη ….», σκέφτηκε.
- Άντε Μαργαρίτα, κουνήσου, εγώ ντύνομαι.
Μια ώρα αργότερα έπιναν καφέ στο Κεφαλάρι της  Κηφισιάς. Ο καθαρός αέρας ξελαμπηκάρισε τα μεθυσμένα μυαλά τους. Η Μαργαρίτα του έπιασε το χέρι και είπε παραπονιάρικα:
- Αγαπούλα δεν είδαμε τις βιντεοκασέτες με τα όνειρα.
- Άφησες εσύ;
- Γιατί καλέ;
- Γιατί είσαι ο πειρασμός μεταμορφωμένος!
- Εγώ πειρασμός;
- Μόνο πειρασμός; Ρώσικη ατομική βόμβα.  
- Σπασίμπα! Αλλά επέζησες.
Ο Μιχάλης έσκασε στα γέλια. Όταν σταμάτησε να χαχανίζει, η Μαργαρίτα τον   ρώτησε:
- Λοιπόν θα τα δούμε τα όνειρα;
- Μετά το μεσημεριανό φαγητό, γιατί το βράδυ… σταμάτησε και γύρισε γύρω γύρω το δεξί του χέρι.
- Γιατί το βράδυ … βλέπουμε αλλά πράγματα!
- Έλα που δεν βλέπουμε!
Είχαν αρχίσει να κάνουν τις μοδίστρες, ο ένας έκοβε και η άλλη έραβε.
- Ε! πώς δεν βλέπουμε;
- Πως βλέπουμε με θολωμένα μυαλά;
- Εμένα δεν θολώνει, είπε η Μαργαρίτα και τον κοίταξε στα μάτια.
- Μπορεί αλλά θολώνει το μάτι σου!
- Μπορεί να θολώνει το ένα, αλλά εσένα θολώνουν και τα δύο και προπάντων στο … χαλί!
Τον Μιχάλη τον τσίμπησε ξαφνικά Περσιάνικη μύγα.
- Γαμώ το χαλί μου, είπε γελώντας. « Έλα ας σταματήσουμε τις μαλα…. »

krinos

Η Μαργαρίτα του έκλεισε το στόμα πριν προλάβει να τελειώσει την λέξη και ρώτησε:
- Λοιπόν δεν μου είπες αν έχεις βγάλει κάποια συμπεράσματα από τα όνειρα που βλέπεις στις οθόνες. Τις εκθέσεις προόδου που σου γράφω και στέλνεις στο Ίδρυμα στην Αμερική, δεν τις καταλαβαίνω καθόλου με τους ακαταλαβίστικους επιστημονικούς όρους.
- Καλά θα σου πω, αλλά μην τρομάξεις με όσα ακούσεις…
- Όχι, όχι είπε διακόπτοντάς τον.
- Και να μην βγει κουβέντα από το στόμα σου.
- Φιλώ σταυρό, είπε, κάνοντας με τα δάκτυλα της το σχήμα του σταυρού και τον φίλησε.
- Έλα σοβαρέψου, είπε ο Μιχάλης και θυμήθηκε πόσο θρήσκοι είναι οι Ρώσοι.
- Σοβαρή είμαι.
- Λοιπόν θα σου φέρω μερικά παραδείγματα και θα σε ρωτήσω …          
-   Ότι θέλεις.
- Μην με διακόπτεις διάολε. Λοιπόν Μαργαρίτα, αν δεις σε ένα όνειρο σου βιντεοσκοπημένο ότι κάποιος αποφάσισε να σε σκοτώσει. Αν δεις πολλές φορές το ίδιο όνειρο, θα το πιστέψεις;
Η Μαργαρίτα τρόμαξε, δεν είχε φανταστεί ότι θα έβλεπε ποτέ τέτοιο όνειρο. Μόνο εκείνα με τους παίδαρους θυμόταν κάπου κάπου.
- Μα δεν βλέπω τέτοια όνειρα!
- Υπόθεση κάνουμε, όμως μπορεί να βλέπεις και να μην τα θυμάσαι. Λοιπόν θα το πιστέψεις;
- Μπορεί.
- Ας υποθέσουμε ότι το πιστεύεις, τι θα κάνεις;
Η Μαργαρίτα έπιασε το κεφάλι της με τις παλάμες της και άρχισε να σκέφτεται. Το μυαλό της πελάγωσε από τον φόβο και είπε:
- Δεν ξέρω, δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος θα θέλει να με σκοτώσει, δεν έχω πειράξει κανέναν.
- Έλα τώρα μην τρομάζεις, δεν είπαμε ότι μιλάμε υποθετικά;  
- Ναι, δίκιο έχεις, αλλά πες μου, αυτός που θέλει να με σκοτώσει θα είναι γνωστός μου ή άγνωστος;
- Και τα δύο, αλλά ας πάρουμε την περίπτωση του γνωστού, τι θα κάνεις;
- Θα φυλάγομαι, θα πάρω την αστυνομία …. είπε και σταμάτησε πανικόβλητη κοιτάζοντας τον Μιχάλη σαν τον σωτήρα της.
- Πάλι τα ίδια; Δεν είπαμε ότι μιλάμε υποθετικά;  
- Με συγχωρείς, είπε και του έσφιξε το χέρι.
Ο Μιχάλης την κοίταξε στοργικά , της χαμογέλασε γλυκά και της φίλησε τα μαλλιά. Κι όταν εκείνη γαλήνεψε ξαναρώτησε:
- Δεν μου είπες;
- Θα προσέχω.
- Ας πούμε τώρα, ότι ο δολοφόνος είμαι εγώ!
Η Μαργαρίτα του άφησε απότομα το χέρι. Τον κοίταξε στα μάτια. Της φάνηκαν σατανικά, γεμάτα κακία και μίσος. Κοίταξε το κουταλάκι στην ζαχαριέρα. «το μαχαίρι είναι και το έκρυψε μέσα στην ζάχαρη, σατανικός δολοφόνος, τον τρέλαναν τα όνειρα, θα με σκοτώσει.». Σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, ο εγκέφαλος της, έδωσε εντολή στα πόδια της να κινηθούν. Δεν υπάκουαν, τα ένιωθε παράλυτα, προσπάθησε να φωνάξει. Η φωνή της δεν έβγαινε, το μυαλό της σκοτείνιασε, «μανούλα μου με σκοτώνουν».Ο Μιχάλης βλέποντας να έχει τρομοκρατηθεί της έπιασε το χέρι. Εκείνη το τράβηξε αμέσως φοβισμένη, « τώρα θα με σκοτώσει, μανούλα μου». Τότε κατάλαβε ο Μιχάλης, πόσο είχε φοβηθεί η Μαργαρίτα από το υποθετικό όνειρο και σκέφτηκε ότι πρέπει να βρει τρόπο να την ευθυμήσει. Έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί:
- Μαργαρίτα μου, το βρακί το φόρεσες;
Εκείνη τον κοίταξε σαν ναρκωμένη, σιγά – σιγά στο πρόσωπο της άρχισε να ξεπροβάλει ένα χαμόγελο, σαν του ήλιου που σκάει μύτη το πρωί πίσω από το βουνό και είπε ντροπαλά:
- Το φόρεσα.
Ο Μιχάλης είδε ότι εκείνη δεν είχε συνέλθει εντελώς και είπε πονηρά:
- Και που θα το βγάλεις;
- Στο σπίτι σου, είπε και χαμήλωσε την ματιά της στο τραπέζι, σαν να ντρεπόταν.
Ξαφνικά συνήλθε, λες και της έριξαν ένα κομμάτι πάγο στα στήθια της. Τα μάτια της έλαμψαν. Το πρόσωπο τη φωτίστηκε, λες και το φωτογράφησε ο Έρωτας με φλας. Τον κοίταξε με ματιά λάγνα, ενώ ο Μιχάλης παρακολουθούσε ευχαριστημένος την αλλαγή στο πρόσωπο της, και του είπε:
- Στο χαλί! Στο χαλί!.
Ο Μιχάλης δεν αποκρίθηκε. Της χάιδεψε τα μαλλιά και το μάγουλο. Η Μαργαρίτα ξέχασε τους δολοφόνους και τα μαχαίρια τους και του είπε:
- Δεν ήταν ωραία στο χαλί;
« Ας χορέψω με το σκοπό που μου παίζει», σκέφτηκε ο Μιχάλης και αποκρίθηκε:
- Πολύ ωραία!
- Την θυμάσαι την μαντινάδα που σου είπε το χαλί;          
- Πως δεν την θυμάμαι.
- Για πες την!
Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι θα ‘’ πήγαινε μακριά η βαλίτσα ‘’. «κρίμα, και η συζήτηση με τον υποψήφιο δολοφόνο κάπου έβγαζε». Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Μαργαρίτας και την έφερε κοντά του. Εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, τον φίλησε γλυκά στο μάγουλο και ψιθύρισε:
- Πες μου την μαντινάδα.
Ο Μιχάλης της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και της είπε την μαντινάδα. Η Μαργαρίτα άρχισε να νοιώθει ότι βρίσκεται πάνω στο χαλί μαζί του. Σφίχτηκε πάνω του. Ο Μιχάλης ένοιωθε την φλόγα του κορμιού της. «πάει περίπατο η συζήτηση, τι μου κάνει το γαμημένο το χαλί». Αποφάσισε να κάνει μία τελευταία προσπάθεια. Η διαπίστωση της αλλαγής της συμπεριφοράς της Μαργαρίτας, με τον υποθετικό δολοφόνο, του είχε κεντρίσει το επιστημονικό του ενδιαφέρον.
- Όσο για τα προηγούμενα, δεν ήθελα να σου χαλάσω το κέφι μωράκι μου.
- Με συγχωρείς αγαπούλα μου, εγώ φταίω.
- Έλα ξέχνα τα.
-  Με συγχωρείς, δεν το ήθελα.
- Δεν πειράζει, εμένα με νοιάζει να νοιώθεις εσύ όμορφα, είπε ο Μιχάλης και την φίλησε στο μάγουλο.
- Νοιώθω πολύ όμορφα, εσύ; Είπε η Μαργαρίτα και τον έσφιξε δυνατά.
- Πάρα πολύ όμορφα.

krinos

- Αλήθεια μου λες;
Ο Μιχάλης την έσφιξε στην αγκαλιά του και της χάιδεψε τα χείλη με το δάκτυλο. Εκείνη το φίλησε και ξαφνικά το δάγκωσε δυνατά. Ο Μιχάλης προσπάθησε να κρύψει τον μορφασμό από τον πόνο. Όταν κατάφερε μα αποσπάσει το δάκτυλο του από τα δόντια της, φάνηκε το σημάδι από την δαγκωνιά, σαν μισοφέγγαρο, χτισμένο με κόκκινες πέτρες. Η Μαργαρίτα κατάλαβε ότι τον πόνεσε, του έπιασε το δάκτυλο, το έφερε στο στόμα της, το φίλησε τρυφερά, τον κοίταξε στα μάτια και ψιθύρισε:
- Αγαπουλίτσα μου γλυκιά δεν θα σε ξαναπονέσω.
Ο Μιχάλης έβλεπε το βαπόρι του πόθου του να βγαίνει από το λιμάνι της επιστήμης, να ανοίγεται στο πέλαγος του έρωτα, με τα γλυκά κύματα. Γύρισε τιμόνι και το ξανάβαλε στο λιμάνι.
- Αλήθεια σου λέω, νοιώθω όμορφα.
- Και εγώ Μιχάλη μου, κι εγώ.
- Τότε δεν θα σε πειράξει η συνέχεια της κουβέντας, μας όπως πριν; Είπε ο Μιχάλης και ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά.
- Καθόλου Μιχάλη μου.
- Ωραία, να συνεχίσουμε από κει που μείναμε;
- Όπως θέλεις.
Ο Μιχάλης έκανε μία προσευχή να μην τρομάξει η Μαργαρίτα.
-  Είπαμε όλα είναι υποθετικά, εντάξει;
- Εντάξει.
- Και δεν θα τα πιστέψεις;
- Όχι, όχι.
- Μαργαρίτα, να σου πω την αλήθεια θέλω την βοήθεια σου. Η Μαργαρίτα τον κοίταξε με συμπόνια, σαν να ήταν ναυαγός και της ζήτησε σωσίβιο και είπε:
- Ότι θέλεις Μιχάλη μου, ότι θέλεις.
Εκείνη την στιγμή και το κεφάλι ‘’ επί πίνακι ‘’ να της ζητούσε θα του το έδινε.
- Μου το υπόσχεσαι;
Η Μαργαρίτα πήγε να ορκιστεί, κάνοντας το σήμα του σταυρού με τα δάκτυλα αλλά ο Μιχάλης της έπιασε τα δάκτυλα και τη είπε τρυφερά: « σε πιστεύω, σε πιστεύω.»
- Λέγαμε λοιπόν ότι εγώ είμαι ο υποψήφιος δολοφόνος , εσύ τι θα κανείς σε αυτήν την περίπτωση;
Η απόγνωση και η πίκρα της ήταν τέτοια, ώστε η φωνή της ακουγόταν παγωμένη καθώς επαναλάμβανε: «Εσύ; Εσύ;». Ο Μιχάλης ένοιωσε την κόμπρα να του δαγκώνει την γλώσσα γι΄ αυτό που ξεστόμισε. Σήκωσε και πάλι το χέρι του και την αγκάλιασε. Εκείνη τρύπωσε στην αγκαλιά του σαν κυνηγημένο  πουλάκι. Τον έσφιξε δυνατά. Εκείνος της έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι και της είπε: « Δεν είπαμε ότι όλα είναι υποθετικά;».
- Με συγχωρείς αγαπούλα.
- Έλα ηρέμησε και πες μου.
Στην αγκαλιά του ένοιωθε σιγουριά, σαν να της έδινε διαζύγιο ο φόβος.
- Λοιπόν θα παίρνω προφυλάξεις .
- Σαν τι προφυλάξεις;        
- Να, θα αποφεύγω να βρίσκομαι μόνη τις νύχτες μαζί σου.
- Μπράβο, σωστό μέτρο προφύλαξης.
Η Μαργαρίτα το ξανασκέφτηκε και είπε με απελπισμένο βλέμμα:
- Αυτό αποκλείεται!
- Γιατί; Ρώτησε περίεργα ο Μιχάλης.
- Γιατί εγώ θέλω να μένω μόνη μαζί σου τα βράδια.
- Μα δεν είπαμε ότι όλα αυτά είναι υποθετικά. Ας πούμε τότε ότι ένας άλλος είναι ο υποψήφιος δολοφόνος, κάποιος που γνώρισες στο γραφείο, σαν τον Περικλή τον Φαντόπουλο, τι θα κάνεις;
Η Μαργαρίτα έφερε στο μυαλό της τον Περικλή και προσπάθησε να θυμηθεί κάποιες κινήσεις ή υπονοούμενα του ή κάτι άλλο που να έχει σχέση με δολοφονία. « μήπως γι΄ αυτό βγαίνει μαζί μου; Κι όταν βρει την κατάλληλη ευκαιρία να με σκοτώσει; Μήπως θέλει να με πνίξει στην Πειραϊκή και γι΄αυτό με πηγαίνει τα βράδια στα ταβερνάκια της περιοχής; Ή θέλει να με ρίξει κάτω από την βεράντα του σπιτιού μου και βρίσκει συνέχεια πρόφαση ότι του αρέσει το φεγγάρι; Λες να είναι …», αναρωτήθηκε και είπε: « Ο Περικλής δολοφόνος; Αποκλείεται.»
- Γιατί όχι; Είπε ο Μιχάλης, σαν να ήθελε να δοκιμάσει την αντοχή της.
- Μα πως είναι δυνατόν;
- Πάλι τα ίδια, δεν είπαμε ότι κάνουμε υπόθεση; Εκτός και δεν θέλεις να με βοηθήσεις, είπε με παράπονο ο Μιχάλης.
- Με συγχωρείς αγαπούλα, είμαι λίγο μπερδεμένη.
- Για θυμήσου το χαλί; Είπε πονηρά ο Μιχάλης.
- Αυτό ειδικά, δεν το ξεχνώ ποτέ. Για ξαναπές την μαντινάδα του χαλιού!
Ο Μιχάλης σκέφτηκε το δοκιμασμένο φάρμακο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτάκι και έγραψε την μαντινάδα.
« Πάνω στο περσικό χαλί, τον πόθο μου θα σβήνω
   και με τα μάτια της καρδιάς υπόσχεση σου δίνω.»
Έδωσε το χαρτάκι στην Μαργαρίτα. Εκείνη το διάβασε. Η χαρά στόλισε το πρόσωπο της με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο και του είπε:
- Μόνο μ’ εμένα, μόνο μ’ εμένα, εντάξει;
Ο Μιχάλης δεν αποκρίθηκε. Πήρε ένα άλλο χαρτάκι και έγραψε την απάντηση του.
« Μόνο εσύ θα το ‘’ τιμάς ‘’ το μαλακό χαλί μου
   που σε έχω Μαργαρίτα μου βαθιά μες την ψυχή μου.»
Η Μαργαρίτα ένιωσε τους καταρράκτες της χαράς και της ευτυχίας να λούζουν την καρδιά της. Η ευφορία της άγγιξε το κατακόρυφο. Η έμπνευση της σβούριζε σαν ανεμοστρόβιλος και μάζεψε ταιριαστές λέξεις. Τις έβαλε σε ένα χαρτάκι.
« Μιχάλη μου σε ευχαριστώ, κι είναι τιμή δική μου
   να λιώνει πάνω στο χαλί για σένα το κορμί μου
                             ***
Πες μου δεν είναι όνειρο, δεν είναι φαντασία
αλλά πραγματικότητα με κάποια σημασία
                             ***
Πες μου πως με ερωτεύτηκες στα αλήθεια Μιχαλάκη
πως δεν είμαι της έρευνας, γλυκό πειραματάκι.»
Έδωσε το χαρτάκι στον Μιχάλη. Εκείνος το ρούφηξε με την ματιά του. Η έκπληξη του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όταν γύρισε και κοίταξε την Μαργαρίτα του φάνηκε σαν να την έβλεπε να παίζει σε ξένη ταινία και να μεταφράζονται τα λόγια της σε μαντινάδες, περνώντας σαν υπότιτλοι από την οθόνη. « Μα δεν είναι δυνατόν; Καλά στο όνειρό μου είναι ‘’ λογικό ‘’ να μου γράφει μαντινάδες, αλλά στην πραγματικότητα; Μήπως επικοινωνούν οι υποθάλαμοι των εγκεφάλων μας και διαβάζει τις μαντινάδες που γράφω, έμαθε την τεχνική και συνδυάζοντας την με την έντονη συναισθηματική της φόρτιση, να κατάφερε να γράψει δίστιχα; Μα τότε; Τότε θα μαθαίνει όλα όσα σκέφτομαι και φυσικά γνωρίζει ότι της ζήτησα να δει βιντεοσκοπημένα όνειρα, για να ικανοποιήσω πρώτα τις ανάγκες της έρευνας μου και

krinos

μετά την δική μου περιέργεια. Μα τότε δεν μου έγραψε τυχαία εκείνο το υπονοούμενο διερωτώμενη μήπως την θέλω μόνο για ‘’ πειραματάκι ‘’,  γνώριζε» Ένιωσε τέτοια ντροπή σαν να την είχε αποπλανήσει υποσχόμενος γάμο. Άρχισε να κοκκινίζει. Φοβόταν να την κοιτάξει στα μάτια. Ο καφές στο φλιτζάνι του φάνηκε σαν το κώνειο που ήπιε ο Σωκράτης. Το κοιτούσε και προσπαθούσε να βρει το θάρρος του Σωκράτη και να το πιει μονορούφι. Τις φοβερές του σκέψεις διέκοψε η γλυκιά φωνή της Μαργαρίτας, που ρώτησε:
- Δεν μου είπες σου άρεσαν οι μαντινάδες μου;
Ο Μιχάλης συνήλθε απότομα και αποκρίθηκε:
- Μένω κατάπληκτος.                
- Γιατί καλέ μου; Ρώτησε με αφέλεια η Μαργαρίτα.
- Μα που έμαθες να γράφεις μαντινάδες; Απ’ ότι ξέρω δεν γράφεις.
- Μα δεν γράφω …….
- Και πως έγραψες τότε αυτές τις δύο μαντινάδες;
- Ούτε κι εγώ κατάλαβα πως. Έτσι ξαφνικά μου ήρθαν στο μυαλό.
- Πώς έτσι ξαφνικά; Δεν καταλαβαίνω;
- Να εκεί που διάβαζα την δική σου μαντινάδα, θέλοντας να σου δώσω μια απάντηση μου ήρθαν στο μυαλό αυτές που σου έγραψα. Ο Μιχάλης έπεσε σε βαθιά περισυλλογή και άρχισε να ξύνει το κεφάλι του. Η Μαργαρίτα προσπαθούσε να βρει μια λογική εξήγηση στην έμπνευση της. Ο Μιχάλης σκέφτηκε προς στιγμή να πει τους προβληματισμούς του στην Μαργαρίτα. Το μυαλό του όμως μετρούσε, όπως ο ξάστερος ουρανός τα εκατομμύρια αστέρια του, τις δυσάρεστες συνέπειες. « θα την τρελάνω!», σκέφτηκε και δεν το αποτόλμησε.
Η Μαργαρίτα χειμάδιαζε στην αγκαλιά του, σαν χρυσαλίδα μέσα στο κουκούλι. Τον κοίταξε τρυφερά και βλέποντας τον θλιμμένο και να ξύνει το κεφάλι του, κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό τον απασχολεί και τον ρώτησε:
- Έλα κατέβασε το χέρι από το κεφάλι και πες μου τι σε απασχολεί.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Δεν ήθελε να της δώσει να καταλάβει τους σοβαρούς του προβληματισμούς και ανησυχίες και της είπε: « Σκέφτομαι τους ωραίους σου στίχους.»
- Αλήθεια!
- Ναι, ναι!
- Σου άρεσαν πραγματικά;
- Και βέβαια μου άρεσαν.
- Πάντως εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω πως τις έγραψα, εσύ;
- Ούτε κι εγώ. Είπε προσποιούμενος τον απορημένο ο Μιχάλης. Θέλοντας να αλλάξει τη κουβέντα την ρώτησε:
- Τι λες πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
- Και δεν πάμε;
Έφυγαν με το αυτοκίνητο. Έφτασαν στην πλατεία Κοκκιναρά, κάθισαν σ ’ένα εστιατόριο και παράγγειλαν μπριζόλες, για τις οποίες φημιζόταν το μαγαζί. Ο Μιχάλης έτρωγε ανόρεκτα και δεν πολυμιλούσε. Η Μαργαρίτα που σκεφτόταν συνέχεια το πώς έγραψε τις μαντινάδες, ρωτούσε τον Μιχάλη αν εκείνος  βρήκε καμία εξήγηση. Ο Μιχάλης άλλαζε συνέχεια θέμα, γιατί ένιωθε να πνίγεται. Η Μαργαρίτα επέμενε. Τότε για να της τραβήξει την προσοχή, της έδειξε την βίλα του Καραμανλή. Εκείνη δεν έδειχνε να πολυενδιαφέρεται. Τότε της είπε ο Μιχάλης:
- Θέλεις να πάμε να δούμε δύο βίλες που έχτισε ο πατέρας μου;
- Μα χτίζει βίλες ο πατέρας σου;
- Αυτή είναι η δουλεία του.
- Και που είναι αυτές οι βίλες.
Ο Μιχάλης έδειξε με το χέρι του την κορυφή του λόφου Κοκκιναρά και είπε: « Να εκεί πάνω».
- Α! ωραία, να πάμε.
Ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο τους ελικοειδείς και ανηφορικούς δρόμους της έδειξε τη βίλα του Αχιλλέα του Καραμανλή. Η Μαργαρίτα ρώτησε με περιέργεια:
- Και του Κωνσταντίνου Καραμανλή η βίλα που είναι;
- Δεν έχει βίλα.
- Δεν έχει; ρώτησε απορημένη η Μαργαρίτα.
- Όχι, μόνο ένα οικόπεδο στην Φιλοθέη. Το οποίο το έχει μαντρώσει με πελεκητές πέτρες ο πατέρας μου.
- Τι μου λες, γνωρίζει τον Καραμανλή ο πατέρας σου;
- Τον αρχιτέκτονα του τον Ροδόπουλο γνωρίζει.
- Και που μένει ο Καραμανλής;
- Να εδώ στην βίλα του αδερφού του, του Αχιλλέα.
Σιγά – σιγά έφτασαν στην κορυφή του λόφου και ο Μιχάλης σταμάτησε το αυτοκίνητο απέναντι από την εξώπορτα μιας βίλας.
- Έλα αυτή είναι η βίλα του Γιώργου του Βαγιανού, είπε ο Μιχάλης.
Προχώρησαν και ακούμπησαν στην καγκελόπορτα της εισόδου και άρχισαν να περιεργάζονται την βίλα. Η Μαργαρίτα είπε με θαυμασμό: « ώστε ο πατέρας την έφταιξε!».
- Ναι μαζί με τον θείο Βασίλη και με τον βοηθό τους τον Χαλκιά τον Μιχάλη.
Η ματιά της Μαργαρίτας σταμάτησε στο πέτρινο σιντριβάνι στο κέντρο της αυλής. Έδειχνε απορημένη και ρώτησε:
- Τι πέτρα είναι αυτή Μιχάλη;
- Από σταλακτίτη!
Η Μαργαρίτα άνοιξε το στόμα της δύο πιθαμές. «από τι είναι λέει;»
- Από σταλακτίτη. Είπε απλά ο Μιχάλης, σαν να ήταν ο σταλακτίτης τούβλο.
- Ποτέ δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου!
Μετά γύρισε το βλέμμα της και θαύμαζε τα αναρριχητικά φυτά, που είχαν απλωθεί σαν χταπόδι και έφταναν μέχρι το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μία μεσόκοπη γυναίκα στο μπαλκόνι με μία ποδιά δεμένη στη μέση. Τους κοίταξε περίεργα, σαν να ήταν κλέφτες και τους ρώτησε φωνάζοντας:
- Τι θέλετε παρακαλώ;
- Να αγοράσουμε την βίλα. Φώναξε ο Μιχάλης με σοβαρό τόνο στην φωνή.
Η γυναίκα με την ποδιά εξαφανίστηκε αμέσως από το μπαλκόνι. Η Μαργαρίτα έδωσε μια δυνατή αγκωνιά του Μιχάλη στα πλευρά, που του έκοψε την ανάσα και του είπε:
- Τι αστεία είναι αυτά χριστιανέ μου;
- Μη μιλάς και θα δεις, μη βγάλεις άχνα.  
- Εντάξει άγριε. Είπε η Μαργαρίτα σαν να την είχε δείρει.
Σε λίγο εμφανίστηκε στο μπαλκόνι μια νεαρή κυρία, γύρω στα τριάντα κοίταξε προς το μέρος τους και φώναξε:
- Τι θέλετε παρακαλώ;
- Να αγοράσουμε την βίλα, είπε ο Μιχάλης αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

krinos

Η κυρία τους κοίταξε λίγο περίεργα, σαν να ήθελε να διαπιστώσει ότι ήταν πραγματικοί αγοραστές. «μα πως έμαθαν ότι πουλάμε τη βίλα. Εμείς δεν βάλαμε αγγελία ούτε μεσίτη, μόνο εγώ και ο άνδρας μου το ξέρουμε, άρα μου κάνουν πλάκα», σκέφτηκε και φώναξε για να τους ξεφορτωθεί:
- Δεν την πουλάμε κύριε.
- Ε, τότε θα ρωτήσουμε αν πουλάνε την διπλανή του Σκαλιστήρη, αποκρίθηκε πονηρά ο Μιχάλης.
Η κυρία πείστηκε αμέσως, η ματιά της είχε πέσει πάνω στις κόκκινες πινακίδες αυτοκινήτου του Μιχάλη – κάτι που πιστοποιούσε ότι ήταν ομογενής « πραγματικά ενδιαφέρονται να αγοράσουν βίλα» - και φώναξε:
- Θέλετε να περάσετε να δείτε την βίλα;
- Μάλιστα, μάλιστα.
Η νεαρή κυρία εξαφανίστηκε και σε λίγο, η καγκελόπορτα άρχισε να γλιστρά και να κρύβεται μέσα σε μια πέτρινη σχισμή, σαν φίδι. Πέρασαν στην αυλή και ο Μιχάλης έπιασε την Μαργαρίτα από το χέρι και σχεδόν την έσυρε στο βάθος της αυλής, όπου υπήρχε μια πέτρινη καμάρα. Στο κέντρο της έδειξε μια μαρμάρινη κρήνη από την οποία έτρεχε νερό. Πάνω ακριβώς από την κρήνη υπήρχε μία πλάκα, στην οποία είχε σκαλιστεί μία πέρδικα, που ήταν σκυμμένη, έτοιμη να  πιει νερό από την κρήνη. Έσκυψε ήπιε νερό και ψιθύρισε « γεια σου πατέρα». Μετά είπε στην Μαργαρίτα προστακτικά « Πιες», και της γύρισε την πλάτη για να μην δει τα βουρκωμένα μάτια του. Στην κορυφή της ατελείωτης πέτρινης σκάλας τους περίμενε η γυναίκα με την ποδιά, η οποία τους οδήγησε στο τεράστιο καθιστικό. Η Μαργαρίτα έμεινε με το στόμα ανοικτό από τον θαυμασμό.Στο κέντρο του καθιστικού ένα τεράστιο τζάκι, χτισμένο από χρωματιστές πελεκητές πέτρες. Της έκαναν εντύπωση, ο λαγός και η πέρδικα στο τζάκι. Είχαν σκαλιστεί με χρωματιστή πέτρα. Στην βάση του τζακιού, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν πέτρινα πεζούλια, για να κάθονται κοντά στο τζάκι. Υπήρχαν ακόμη μια μεγάλη τραπεζαρία σκαλιστή, πολυθρόνες και καρέκλες με παράξενα βυζαντινά σκαλίσματα. Το ταβάνι με θόλο  σαν μικρής εκκλησίας ήταν καλυμμένο από ζωγραφιές. Η Μαργαρίτα το κοίταξε με ανοιχτό στόμα. Έμοιαζε σαν μεγάλος πίνακας ζωγραφικής. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο καθιστικό η νεαρή κυρία και βλέποντας την Μαργαρίτα να θαυμάζει το ζωγραφιστό ταβάνι την ρώτησε:
- Σας αρέσει;
- Κομψοτέχνημα!
Ο Μιχάλης εκείνη την στιγμή κοιτούσε μελαγχολικά την Αθήνα που απλωνόταν στο βάθος κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του «τσιμεντένια κουρελού».
- Μιχάλη, ήρθε η κυρία. Φώναξε η Μαργαρίτα.
Εκείνος γύρισε αργά και περπάτησε αμέριμνος προς το μέρος τους. Η νεαρή κυρία τον κοίταξε  και έβγαλε μία κραυγή.
- Μιχάλη εσύ;
- Όπως βλέπεις. Είπε χαμογελώντας εκείνος.  
- Είπα και εγώ που βρέθηκε ετούτος ο αγοραστής; Ο θεός τον έστειλε;
Ο Μιχάλης γέλασε και είπε:
- Καίτη να σου γνωρίσω την γραμματέα μου, την Μαργαρίτα.
Οι κυρίες αντάλλαξαν χειραψία και μετά ο Μιχάλης ρώτησε:
- Καίτη, τι κάνει ο Γιώργος και τα παιδία;
- Μια χαρά Μιχάλη, μια χαρά, μόνο που ο Γιώργος δεν είναι εδώ αυτή την στιγμή.
- Μη μου πεις; Θα ψέλνει σε καμιά εκκλησία.
- Που το κατάλαβες;
- Ξέρω ότι πάει να μονάσει. Είπε γελώντας ο Μιχάλης.
- Ξέρεις εκτός από ψάλτης έγινε και επίτροπος στην εκκλησία.
- Ευτυχώς που είναι παντρεμένος, αλλιώς θα γινόταν Δεσπότης.
Γέλασαν με την ψυχή τους.
- Μα για πες μου, πως βρέθηκες εδώ πάνω; Ρώτησε η Καίτη.
- Να η Μαργαρίτα θέλει να αγοράσει μία βίλα και σκέφτηκα την δική σας, για να πάρω   την προμήθεια του μεσίτη.
- Μην τον ακούτε κυρία Καίτη, όλο αστεία είναι. Είπε η Μαργαρίτα γυρίζοντας προς την Καίτη που προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της. Ένα κοριτσάκι πέντε – ‘εξι χρονών, μπήκε σαν σίφουνας στο καθιστικό, άρπαξε την Μαργαρίτα από το χέρι και την έσυρε προς την πόρτα λέγοντας « έλα, έλα».
Η Καίτη είπε στην ξαφνιασμένη Μαργαρίτα: «θέλει να σου δείξει το σπίτι». Ο Μιχάλης είπε χαμογελώντας στην Καίτη « θα γίνει καλή πωλήτρια». Η Καίτη γέλασε και είπε: όταν την ρωτούν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνη απαντά: « Μπακάλης».
- Έχω ένα παράπονο, είπε η Καίτη, απευθυνόμενη στον Μιχάλη, δεν σε βλέπουμε τώρα τελευταία, έγινες ακριβοθώρητος.
- Άσε μωρέ Καίτη, έχω μπλέξει με την έρευνα και δεν έχω καθόλου χρόνο.
- Έλα τώρα, και τα βράδια δουλεύεις;
- Δεν θα το πιστέψεις, πρωί, μεσημέρι, βράδυ και στα όνειρα μου.
- Έλα τώρα, όλο δικαιολογίες και αστεία είσαι.
- Σοβαρά σου, λέω και στα όνειρα δουλεύω.
- Τι κάνεις δηλαδή; Ρώτησε χαμογελώντας η Καίτη.
- Βιντεοσκοπώ τα όνειρα και μετά τα μελετάω στο βίντεο.
- Έλα Παναγία μου, τι είναι αυτά που λες;
- Όπως ακριβώς τ’ ακούς.
- Και εγώ νόμιζα ότι αστειευόσουν όταν το έλεγες πριν από μερικούς μήνες στον Γιώργο. Για πες μου τι κάνεις δηλαδή;
- Άσε, αν σου πω θα πει ο Γιώργος του παπά να με αφορίσει.
- Έλα τώρα, υπερβάλεις.
- Δεν έχω όρεξη να τρελάνω και άλλους, μου φτάνει ο εαυτός μου. Ίσως καμιά άλλη  φορά να έχουμε  και χρόνο και αποτελέσματα.
- Εντάξει να έρθετε να φάμε μία Κυριακή.
- Θα τηλεφωνήσω.
Η πιτσιρίκα εν τω μεταξύ ολοκλήρωσε την ξενάγηση της Μαργαρίτας στο σπίτι και την έφερε πίσω στο καθιστικό.
- Πως σας φάνηκε; Ρώτησε η Καίτη.
- Φανταστικό! Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν τέτοια σπίτια.
- Υπάρχούν και καλύτερα. Είπε με μετριοφροσύνη η Καίτη.
- Κυρία Καίτη, τρομερή η κορούλα σας.
- Αλήθεια;
- Μου έλεγε στο μπάνιο ‘’ αυτή η πέτρα είναι αλάβαστρος, αυτή είναι όνυχας, αυτή αχάτης και άλλα πολλά ‘’.
- Από εμάς τα ακούει και σαν παιδί τα θυμάται.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε πρώτος από το πεζούλι του τζακιού και είπε στην Καίτη.
- Ώρα να πηγαίνουμε.

krinos

- Κάθισε να έρθει και ο Γιώργος, τον παρότρυνε η Καίτη.
- Δεν γίνεται πρέπει να συνοδεύσω την Μαργαρίτα σπίτι της και έχω και εγώ να δουλέψω σπίτι.
- Δεν επιμένω, θα σας περιμένω σύντομα για φαγητό, τηλεφώνησε μας.
- Σύμφωνοι.
Χαιρέτησαν την Καίτη και βγήκαν από την βίλα στο δρόμο. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έστριψαν δεξιά, ανέβηκαν ένα σχεδόν κατακόρυφο δρομάκι, πλησίασαν την είσοδο της βίλας του Σκαλιστήρη, αλλά ένας αλλοδαπός φρουρός τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. Παρκάρισαν στο τέρμα του δρόμου και ρώτησαν τον φρουρό αν ήταν μέσα ο Σκαλιστήρης. Ο φρουρός απάντησε, με σπασμένα αγγλικά, ότι την βίλα την νοίκιασε ένας Σαουδάραβας εφοπλιστής. Ο Μιχάλης οδήγησε την Μαργαρίτα στο σημείο του μαντρότοιχου απ όπου φαινόταν καλύτερα η βίλα.
Η Μαργαρίτα παρατηρώντας την βίλα είπε στον Μιχάλη:
- Αυτή είναι διπλάσια από την βίλα του Βαγιανού. Που τα βρίσκουν οι βιομήχανοι τόσα χρήματα, όταν δηλώνουν στην εφορία, όπως διαβάζω στις εφημερίδες, λιγότερα από τους συνταξιούχους;
- Μα από την θάλασσα με τα δάνεια.
- Ποία θάλασσα, με δουλεύεις;
- Αυτή που έκανε φτωχό το Ελληνικό κράτος.
- Με φώτισες!
- Ξέχνα το, πάμε να φύγουμε, είπε ο Μιχάλης εκνευρισμένος.
Στην διαδρομή  της επιστροφής, σκεφτόταν με πίκρα πόσα νοσοκομεία και πανεπιστήμια έφτιαχνε η θάλασσα με τα δάνεια, πως θα ήταν η Ελλάδα, πως θα ήταν η Αθήνα, πόσο πράσινα θα ήταν τα χωράφια στα χωριά, πόσα λιγότερα καζίνο θα είχε η Ελβετία, πόσες λιγότερες βίλες το Σίτυ του Λονδίνου, πόσα περισσότερα εργοστάσια, πόσο λιγότερη ανεργία, πόσες λιγότερες γυναίκες θα κουνούσαν τα μαντήλια του αποχωρισμού στους άνδρες τους, στα λιμάνια στους σταθμούς του τραίνου και στα αεροδρόμια. Φαίνεται ο υποθάλαμος της Μαργαρίτας διάβασε τις σκέψεις του Μιχάλη και αναρωτήθηκε σαν προβοκάτορας της χωροφυλακής:
- Φαντάζομαι πόσες βίλες θα έχτισαν οι Κασιώτες εφοπλιστές στην Κάσο:
Ο Μιχάλης πάτησε απότομα το φρένο που το κεφάλι της Μαργαρίτας λίγο έλειψε να σπάσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Έβγαλε μια στριγκλιά και γύρισε τρομοκρατημένη προς τον Μιχάλη και τον ρώτησε:
- Τι έγινε, γιατί φρενάρισες, παραλίγο να με σκοτώσεις.
- Σκότωμα θέλεις, είπε άγρια ο Μιχάλης.
- Τι έκανα πάλι; Ρώτησε απορημένη.
- Βλαστήμησες!
- Δεν είσαι καλά, τι βλαστήμια είπα;
- Αυτή που είπες προηγουμένως.
Η Μαργαρίτα αναλογίστηκε τι είχε πει προηγουμένως και μόνο βλαστήμια δεν την έβρισκε και κοίταξε ερευνητικά τον Μιχάλη. Η όψη του προσώπου του ήταν σαν εκείνου που τον έσφαξαν τη μάνα. Έβαλε νερό στο κρασί της και γλυκό στα χείλη της και είπε:
- Αγαπούλα, με συγχωρείς αν είπα κάτι που σε στεναχώρησε.
- Για δείξε μου, προς τα πού πέφτει το Λονδίνο, ρώτησε με ένα περίεργο ύφος ο Μιχάλης.
Η Μαργαρίτα τα έχασε. Νόμισε ότι το κεφάλι του Μιχάλη χτύπησε, σαν το δικό της στο παρμπρίζ και του σάλεψε. Τον κοίταξε με οίκτο. Η  όψη του ήταν σαν άγρια θάλασσα. Φοβήθηκε. Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. « Ας του κάνω το χατίρι, μπορεί να καλμάρει», σκέφτηκε και κοίταξε έξω από το τζάμι του αυτοκινήτου προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Ο ήλιος την βοήθησε να βρει την δύση, μετά την ανατολή, αλλά στο βορρά και το νότο τα μπέρδεψε, « δεξιά της ανατολής είναι ο βορράς ή αριστερά;». Θυμήθηκε τον τρόπο που τους είχε μάθει ο καθηγητής τους στο γυμνάσιο στην Μόσχα. Άνοιξε με την φαντασία της τα χέρια της και βρήκε  τον βορρά. Υπολόγισε ότι η Γηραιά Αλβυόνα είναι περίπου βορειοδυτικά της Ελλάδας και έδειξε με ύφος αστρονόμου στον Μιχάλη το Λονδίνο.
- Να προς τα εκεί πέφτει.
Ο Μιχάλης κοίταξε προς την κατεύθυνση που του έδειξε η Μαργαρίτα, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί αν ήταν η σωστή και με μια κίνηση που θα ζήλευε και η γιαγιά του έδωσε … δέκα δραχμές ‘’ αύξηση ‘’ με τις ανοιχτές του παλάμες, στα ναύλα των βαποριών. Μετά ξεκίνησε το αυτοκίνητο και οδήγησε αμίλητος μέχρι που παρκάρισε κοντά στο σπίτι του.Η Μαργαρίτα μόνο σε βιντεοσκοπημένο όνειρο θα μπορούσε να τον καταλάβει, γι’ αυτό και δεν άνοιξε το στόμα της να πει τίποτα, από το φόβο μη τσιμπήσει πάλι τον Μιχάλη καμία εφοπλιστική ή βιομηχανική μύγα και δώσει και άλλε αυξήσεις με τα επιδόματα τους. Όταν μπήκαν στο σπίτι ο Μιχάλης οδήγησε την Μαργαρίτα στην κουζίνα και την ρώτησε αν θέλει καφέ. Εκείνη είπε: « Θα τον φτιάξω εγώ».Ο Μιχάλης της έδειξε που είναι ο καφές, η ζάχαρη και το μπρίκι. Η Μαργαρίτα έβαλε  όλη της την τέχνη και σερβίρισε τον Μιχάλη ένα καφέ με πλούσιο καϊμάκι. Εκείνος κοίταξε το πλούσιο καϊμάκι και επιδοκίμασε την τέχνη της:
- Μπράβο κορίτσι μου, είπε και άναψε τσιγάρο. Μετά σήκωσε το φλιτζάνι και τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά. Ο θόρυβος που έκανε ο Μιχάλης έμοιαζε σαν εκείνο της διψασμένης αγελάδας που πίνει νερό από την ξύλινη γούρνα.
- ΑΑΑΧ! Έκανε θέλοντας να τονίσει την απόλαυση του.
Η Μαργαρίτα τον κοιτούσε ευχαριστημένη. Με την τρίτη  ρουφηξιά θυμήθηκε την πρώτη φορά που ήπιε αμερικανικό καφέ σε εστιατόριο. Τότε  με τον θόρυβο της πρώτης ρουφηξιάς όλοι οι πελάτες του μαγαζιού τον κοίταξαν περίεργα, λες και ο Μιχάλης είχε κατέβει από τα βουνά. Εκείνος είχε απορήσει: «τι διάολο με κοιτάζουν». Κοίταξε μήπως είχε πέσει κουτσουλιά περιστεριού στο κεφάλι του, μήπως δεν φορούσε παντελόνι, μήπως είχε βάλει ανάποδα τα παπούτσια του, αλλά τίποτα. Ξαναρούφηξε με απόλαυση μια δεύτερη γουλιά και ξανακοίταξε τους πελάτες. Οι άγριες ματιές τους δεν του έλεγαν όπως προηγουμένως την ποινή που είχε διαπράξει, αλλά τον τρόπο εκτέλεσης της. « τι στο διάολο με κοιτάζουν».   Στο πέλαγος της άγνοιας του Μιχάλη έριξε μια πέτρα δαγκωτή ένας νεαρός Έλληνας σερβιτόρος. Ο Μιχάλης κοιτάζοντας τον σερβιτόρο να του κάνει νόημα, πρόσεξε ότι του δάγκωνε τα χείλη. Ο Μιχάλης κατάλαβε ότι διέπραξε αμάρτημα  και χαμήλωσε το κεφάλι του στον σερβιτόρο, « μπήκα, δεν θα ξαναγίνω ρεζίλι». Τα μάτια του μπήκαν σε επιφυλακή για την Τρίτη ρουφηξιά. Ήπιε χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο ενώ έστρεψε την ματιά του, σαν πολυβόλο, προς τους πελάτες για να δει αν τον κοιτάζουν άγρια. Κανένας δεν τον κοίταζε. Ήταν έτοιμος να αναστενάξει από ανακούφιση αλλά αναστέναξε από το κάψιμο στα χείλη. Για πολύ καιρό έριχνε παγάκια στο καφέ και αργότερα παγωμένο γάλα.
Όσο καιρό έμεινε στην Αμερική δεν είχε καταφέρει να πιει τον καφέ όπως τον πίνουν οι αμερικάνοι. Έβγαζε όμως το άχτι του όταν συνόδευε νεαρή αμερικανίδα και ήθελε να την προσέξει πίνοντας τον καφέ του σαν Έλληνας θεριακλής. Διηγήθηκε τις εμπειρίες με τον καφέ στην Μαργαρίτα και εκείνη έπιασε την κοιλιά της από τα γέλια. Μετά έπεσε σε περισυλλογή και άρχισε να ξύνει το κεφάλι του.
- Μιχάλη! Του είπε αυστηρά η Μαργαρίτα.
Εκείνος …. συνέχιζε το βιολί  του. Σήκωσε το χέρι της, έπιασε το δικό του, το κατέβασε από το κεφάλι του και είπε:
- Τι σκέπτεσαι πάλι, αυτή την καταραμένη έρευνα;
- Αφού το ξέρεις τι με ρωτάς;
- Λοιπόν για πες μου τι σκέφτεσαι;

krinos

Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Τα συναισθήματα του πάλευαν σαν άγρια θηρία. Έφερε στο νου του ωραίες αναμνήσεις και εκείνες ημέρεψαν τα άγρια θηρία που τα χάιδεψε η Μαργαρίτα με την γλυκεία φωνή της, που έφτασε μελωδική στα αυτιά του:
- Έλα αγαπούλα, δεν θα πεις στο κοριτσάκι σου;
Τον ρώτησε τόσο γλυκά και τρυφερά, ώστε ένιωσε ένα κλειδί να ανοίγει την καρδιά του και αποφάσισε να της πει τους προβληματισμούς και τους φόβους του. Μίλησε στην Μαργαρίτα για την πιθανή επικοινωνία των υποθαλάμων των εγκεφάλων των ανθρώπων. Της έφερε πολλά παραδείγματα από την μελέτη των βιντεοσκοπημένων ονείρων. Της θύμισε την δική της περίπτωση, που του έγραψε μαντινάδες χωρίς ξέρει. Της εξήγησε γιατί της έκανε εκείνες τις περίεργες και τρομακτικές ερωτήσεις στην Κηφισιά. Της μίλησε για τα επόμενα στάδια της έρευνας για τις δισκέτες που θα μπαίνουν στον ηλεκτρονικό σκούφο και σε ένα βράδυ θα μαθαίνει ο άνθρωπος ότι θέλει ή ότι θέλουν άλλοι, για προκατασκευασμένα όνειρα που μπορεί να βλέπει κάποιος αγοράζοντας μια δισκέτα από το σούπερ μάρκετ και για τις υποψίες του, για τους απώτερους και ύποπτους στόχους που θα αξιοποιήσουν την έρευνα.Η Μαργαρίτα κρεμόταν από τα χείλη του σαν σταφύλι. Έκοψε το σταφύλι και είπε με θαυμασμό:
- Μεγάλη ανακάλυψη έκανες.
- Μεγάλη, αλλά επικίνδυνη.
- Ξέρω και εγώ, μπερδεύτηκα.
- Θα σου φέρω ένα παράδειγμα, αλλά δεν θα φοβηθείς.
- Όχι δεν θα φοβηθώ, είπε ατρόμητα η Μαργαρίτα.
- Λοιπόν αν δει οποιοσδήποτε, στο βιντεοσκοπημένο όνειρο, ότι κάποιος άγνωστος ή γνωστός αποφάσισε να τον δολοφονήσει και το πιστέψει, τι θα κάνει;
Η Μαργαρίτα έκανε να απαντήσει, αλλά ο Μιχάλης δεν την άφησε και συνέχισε: « το υποψήφιο θύμα θα έχει φοβίες, ανασφάλειες, άγχος, θα βλέπει εφιάλτες, θα φυλάγεται, θα αποφεύγει τους ανθρώπους, θα κλειστεί στον εαυτό του, σιγά –σιγά θα πάθει κατάθλιψη και στο τέλος ή θα αυτοκτονήσει ή αν ο υποψήφιος δολοφόνος είναι κάποιος γνωστός του, θα τον σκοτώσει. Και για σκέψου πόσοι άνθρωποι βλέπουν στα όνειρα τους ότι τους σκοτώνουν ή ότι θα τους δολοφονήσουν; Μιλιούνια.».
- Μανούλα μου, μην δω ότι θα με δολοφονήσουν γιατί θα τρελαθώ.
- Κατάλαβες τώρα γιατί ανησυχώ και προβληματίζομαι;
- Ναι Μιχάλη μου.
- Πάντως εσένα δεν θα σου δείχνω τα τρομακτικά όνειρα σου, αλλά τα ευχάριστα.
- Και τα ρομαντικά.
- Και τα σεξουαλικά εννοείς, είπε γελώντας ο Μιχάλης.
- Για φαντάσου! Θα βλέπουμε πορνό με εμάς τους ίδιους πρωταγωνιστές.
- Έλα τώρα σατανά, σταμάτα.        
- Καλά, καλέ σταματάω.
- Λοιπόν να δώσω και άλλα παραδείγματα.
- Το αποτέλεσμα  δεν θα είναι το ίδιο;
- Όχι θα είναι κάτι που δεν μπορείς να το διανοηθείς.
- Για δοκίμασε τη διάνοια μου. Είπε πειραχτικά η Μαργαρίτα.
- Με ένα όνειρο μπορεί να καταστραφεί η γη.
- Σιγά μην καταστραφεί η γη με ένα όνειρο. Στο όνειρό σου το είδες; Του είπε ειρωνικά.
- Κι όμως μπορεί να συμβεί.
- Έλα καλέ γίνονται αυτά τα πράγματα;
- Θέλεις να σου κάνω την υπόθεση;
- Για να την ακούω, είπε με σαρκασμό η Μαργαρίτα.
- Λοιπόν Μαργαρίτα, αν δει σε βιντεοσκοπημένο όνειρο ο πρόεδρος της Αμερικής και πειστεί ότι οι Ρώσοι θα χτυπήσουν την Αμερική με πυρηνικά όπλα, τι θα κάνει; Θα εξαπολύσει τους πυρηνικούς του πυραύλους, θα κάνουν το ίδιο και οι Ρώσοι και τότε δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο, δεν θα μείνει άνθρωπος επί της γης, ούτε για δείγμα, για να τον βρουν οι εξωγήινοι όταν θα επισκεφτούν τη γη.
- Μα είναι δυνατόν να πιστέψει ο πρόεδρος της Αμερικής ένα τέτοιο όνειρο; Υπερβάλλεις.  
- Λοιπόν θα σου διηγηθώ ένα πραγματικό περιστατικό για να δεις ότι είναι δυνατόν να γίνει πιστευτό ένα τέτοιο όνειρο.
- Είμαι όλο αυτιά, είπε η Μαργαρίτα ειρωνικά.  
- Οι αμερικάνοι και ρώσοι έχουν πυρηνικές ομπρέλες για να προστατεύονται από τους πυρηνικούς πυραύλους των εχθρών τους. Έχουν ακόμη κατασκοπευτικούς δορυφόρους που παρακολουθούν οτιδήποτε πλησιάζει τον εναέριο χώρο τους. Ειδικά οι αμερικάνοι έχουν κατασκοπευτικούς δορυφόρους τόσο τέλειους, που πιάνουν και το βλέμμα της μύγας που πλησιάζει τον εναέριο χώρο τους. Οι δορυφόροι και τα επίγεια ραντάρ μεταδίδουν τα  σήματα τους, εκτός των άλλων κέντρων και σε μία τεράστια οθόνη στο Πεντάγωνο. Η οθόνη αυτή είναι χωρισμένη στα τέσσερα. Στο κάθε τέταρτο δίνει τα σήματα του ένας μικρός κατασκοπευτικός δορυφόρος. Η οθόνη καλύπτεται από χιλιάδες μικρά λαμπάκια. Μόλις ο δορυφόρος εντοπίσει έστω και πουλί πετάμενο να πετά προς τον εναέριο χώρο, αυτό εμφανίζεται στην οθόνη μαζί με τις πληροφορίες που έχουν σχέση με την ταυτότητα του. Έτσι βλέπουν τι είναι αυτό. Αεροπλάνο, πύραυλος, γλάρος,  μύγα ή φτέρνισμα του Κάστρο. Οι ρώσοι, με τις μυστικές τους υπηρεσίες έμαθαν για το τέλειο αμυντικό σύστημα των αμερικανών και προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο ώστε να περάσουν οι πυρηνικοί τους πύραυλοι στον εναέριο χώρο της Αμερικής, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τα ραντάρ και τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους τους. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος είναι να καταστρέψουν ένα από τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους να σβήσει έτσι το ένα τέταρτο στην μεγάλη οθόνη στο Πεντάγωνο και τότε να μπορέσουν να περάσουν από τον μη ελεγχόμενο εναέριο χώρο τους πυρηνικούς τους πυραύλους.
Πράγματι έτσι έγινε. Έφτιαξαν οι ρώσοι ένα αντικατασκοπευτικό δορυφόρο – φονιά και κατέστρεψαν έναν αμερικάνικο δορυφόρο. Είχαν ετοιμάσει εν τω μεταξύ ένα διηπειρωτικό πύραυλο χωρίς πυρηνική γόμωση, του έβαλαν στάρι και ήταν έτοιμος για εκτόξευση. Ήθελαν μα δουν αν θα περάσει απαρατήρητος μετά την πτώση του κατασκοπευτικού δορυφόρου. Μόλις έπεσε ο αμερικανικός δορυφόρος, εκτοξεύτηκε ο ρωσικός πύραυλος. Μόλις καταστράφηκε ο αμερικάνικος δορυφόρος, ένα τέταρτο της οθόνης στο Πεντάγωνο έσβησε. Σήμανε αμέσως συναγερμός πυρηνικής επίθεσης. Ειδοποιήθηκε αμέσως ο πρόεδρος Νίξον, ο οποίος έδωσε τους κωδικούς των πυρηνικών όπλων. Ενεργοποιήθηκε η πυρηνική ομπρέλα και οι διηπειρωτικοί πύραυλοι ήταν έτοιμοι να εκτοξευθούν με το πάτημα ενός κουμπιού από τον πρόεδρο Νίξον. Ο Πρόεδρος Νίξον γύρισε αμέσως στο οβάλ γραφείο του στον Λευκό Οίκο. Κοιτούσε το κόκκινο τηλέφωνο και σκεφτόταν να τηλεφωνήσει στον Μπρέζνιεφ στο Κρεμλίνο. Κοίταξε το ρολόι του. Οι ειδικοί  επί των πυραύλων του είπαν ότι οι ρώσικοι πύραυλοι θα φτάσουν στην Αμερική σε έξι ώρες από την στιγμή που έσβησε η οθόνη στο Πεντάγωνο. Ξαφνικά χτύπησε το κόκκινο τηλέφωνο. Ο Νίξον ξαφνιάστηκε, σήκωσε το ακουστικό και το έφερε στο αυτί ανάποδα, από την τρομάρα του.
- Εμπρός, είπε, αλλά δεν πήρε απάντηση. « ποιος κερατάς μου κάνει πλάκα;». Κοίταξε με αποστροφή το τηλέφωνο και τότε είδε ότι το είχε φέρει ανάποδα στο αυτί. «φτου σου κέρατο», είπε και το έφερε σωστά στο αυτί.

752 Επισκέπτες, 1 Χρήστης