Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 579
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες

Ράινερ Μαρια Ρίλκε

Ξεκίνησε από blue-roses, Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Rakendytos

Παράθεση από: "fortune"Κάποτε, έπεσε στα χέρια μου το…. {Γράμματα σε ένα νέο ποιητή}.
Είναι πιστεύω αυτό το βιβλίο, σε μορφή   αλληλογραφίας ,ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κάποιος τον Ριλκε.
Εκεί δίνει συμβουλές στον Φραντς Καπους. Έναν νέο ,που ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του οικογενειακού  του περιβάλλοντος ,μπήκε σε στρατιωτική σχολή χωρίς ο ίδιος να το θέλει.

Ο Φραντς  έχει ποιητικό οίστρο και γράφει ποιήματα.
Ζητά από τον Ριλκε να του κάνει κριτική σε κάποια από αυτά.

Η απάντηση του Ριλκε είναι:...Tα έργα τέχνης έχουν μια απέραντη μοναξιά και ο χειρότερος τρόπος να τα προσεγγίσει κάποιος είναι με την κριτική...

Είναι δέκα τα γράμματα από το συγκεκριμένο βιβλίο και είναι όλα γραφήματα ,που διαπλάθουν χαρακτήρα. Είναι σε μέγεθος σαν βιβλιαράκι τσέπης και διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.

Νομίζω ότι είναι ότι καλύτερο για να ξεκινήσει κάποιος με  Ριλκε.

Να πω και κάτι ακόμα για τον Ριλκε.

Όταν ήταν 5 χρόνων η μητέρα του τον έλεγε Σοφία και του φόραγε για ρούχο , φόρεμα για κοριτσάκι. Ήταν ,που είχε χάσει την μικρή και έβγαζε την θλίψη της και την ξεχασμένη της χαρά  μέσα από το νήπιο τότε,  Ριλκε. Στα 9 χρόνια οι γονείς του χώρισαν.

Φίλοι και φίλες,

Η τέχνη για να βλαστήσει θέλει μελαγχολία....Όσο περισσότερη από αυτή έχει κάποιος μέσα του ,τόσο πιο ψηλά θα φτάσουν τα λουλούδια που θα ανθίσουν μέσα από τους κάμπους  της ψυχής του.....Ποτίζονται βλέπετε οι κήποι αυτοί με νερό.....Και το νερό αυτό ,δεν είναι τίποτα άλλο ,παρά  τα δάκρυα της δυστυχίας του. Και το δάκρυ αυτό είναι το καλύτερο μπόλιασμα, φάρμακο , για τις ψυχές εκείνες ,που αναπλάθονται με τα δημιουργήματα τους και δίνουν στην ανθρωπότητα  
Ορόσημα που αφήνουν εποχές.....


fortune.


κλαπ κλαπ κλαπ.. :cheers:
Εκτος απο το σχολιο του αδελφου που συμφωνω απολυτα.. συνυπογραφω για το βιβλιο..ειναι εξαιρετικο για να προσεγγισεις τον ποιητη..

tristana

Και ένα ευχαριστώ στην Μπλου Ρόουζ που θύμισε -σε όσους τον είχαμε ξεχάσει- τον αισθαντικό Ράινερ Μαρία Ρίλκε.

Nobody

Ξεχνιέται της ποίησης η ενσάρκωση βρε tristana;  :)

Ο Θάνατος του Ποιητή

Πλάγιαζε. Κʼήτανε το ανασηκωμένο πρόσωπό του
χλωμό, κʼεκεί, στα μαξιλάρια τα σκληρά, παρατημένο,
αφʼότου ο κόσμος κι ότι είναι απʼαυτόν μάθος,
απʼτις αισθήσεις του αρπαγμένος,
στο αμέτοχο ξανάπεσε έτος.

Αυτοί, που έτσι τον είδανε να ζει, δεν ξέραν
πόσο πολύ ήταν Ένα μʼόλα τούτα,
γιατί όλʼαυτά: τα βάθη αυτά, αυτά τα λειβάδια,
και τούτο το νερό, ήτανε το πρόσωπό του.

Ω, το πρόσωπό του όλη η έκταση τούτη ήταν,
που, τώρα ακόμη, πάει σʼαυτόν κι αυτόν γυρεύει·
κʼη μάσκα του, που τρομαγμένη σβήνει τώρα,
είναι απαλή κʼείναι ανοιγμένη, σαν οπώρας
καρδιά, που, στον άνεμο, σαπίζει.

blue-roses

ΩΡΑ ΣΟΒΑΡΗ

Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.
*
Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.
*
Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.
*
όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει.



Θεωρώ χρέος μου να θυμάμαι Μεγάλους ποιητές
σαν τον Ράινερ Μαρια Ρίλκε,που μας άφησαν μια
τεράστια κληρονομιά......

tristana

Για μένα δεν είναι χρέος, Μπλου Ρόουζες, αλλά απόλαυση και ανάταση ψυχής.

Nobody

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Ω εσείς, οι απ'έξω, είμαι τυφλός, κι αυτό'ναι
μια αντίρρηση, μια αηδία και μια κατάρα,
κάτι καθημερνά βαρύ.
Βάζω το χέρι μου στο μπράτσο της γυναίκας,
στα γκρίζα γκρίζα της, το χέρι μου το γκρίζο,
και μέσα από το μεγαλόπρεπο άδειο με οδηγεί.

Συγκινείστε, παραμερίζετε και φαντάζεστε, ήχο
διάφορο, ότι αναδίνετε, απ'της πέτρας σε πέτρα,
αλλά απατάστε: εγώ μονάχα
ζω και πονώ και κλαίω.
Μια ατέλειωτη κραυγή είναι εντός μου,
και δεν ξέρω, η καρδιά μου
αν φωνάζει ή μήπως τ'άντερά μου.

Γνωρίζετε εσείς τα τραγούδια; Ολότελα σ'αυτόν
τον τόνο, δεν τα'χετε εσείς τραγουδήσει.
Στο ανοιγμένο σας σπίτι, κάθε πρωινό,
το φως το καινούργιο ζεστό φτάνει.
Και για το κάθε πρόσωπο έχετε αίσθηση άλλη
με πολλή προσοχή για να το ξεγελάτε.

Nobody

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ

Δεν έχω πατρικό σπίτι
κι ούτε έχω χάσει κανένα•
η μάνα μου, έξω, στον κόσμο,
μ'έχει γεννήσει.
Τώρα δα είμαι στον κόσμο, και πάω
όλο και πιο βαθιά μέσα στον κόσμο,
και την ευτυχία μου και τον πόνο μου έχω,
κ' έχω το κάθε τι μόνος.
Κάποιου είμαι, ωστόσο, ο κληρονόμος.
Άνθισεν η γενιά μου, με τρεις κλώνους,
σ'εφτά πύργους, στο δάσος,
και βαρέθηκα τα οικόσημά της
κ' ήμουν κιόλας πάρα πολύ γέρος• -
κι ό,τι μου άφησαν, κι ό,τι πήρα μόνος,
σε παλιάν εποχή, δίχως πατρίδα έχει μείνει.
Στα χέρια μου πρέπει,
στο στήθος μου πρέπει
να το κρατήσω, ως να πεθάνω.
Γιατί ό,τι αφήνω, κάπου,
μέσα στον κόσμο,
πέφτει,
σάμπως πάνω σε κύμα
να το'χα στήσει.

Nobody

ΕΠΙΚΕΦΑΛΙΔΑ

Καλά έκαμαν οι πλούσιοι να σωπάσουνε κ' οι ευτυχισμένοι,
κανείς δε θέλει να μάθει τι 'ναι αυτοί ακριβώς.
Μα πρέπει να δειχτούν οι αναγκεμένοι,
πρέπει να πουν: είμαι τυφλός,
ή: μου 'ρθεν η σκέψη αυτό να γίνω,
ή: δε νιώθω καλά πάνω στην γη,
ή: έχω ένα άρρωστο παιδί,
ή: μια που προσαρμόστηκα, θα μείνω...

Κ' ίσως-ίσως δεν είναι μήτε αυτό αρκετό.

Και, γιατί, εξ άλλου, όπως τα πράγματα, όλοι,
ο ένας τον άλλο προσπερνούν, πρέπει να τραγουδήσουν.

Κ' εδώ, καλό τραγούδι ακουεί κανείς ακόμη.

Οι άνθρωποι, φυσικά, παράξενοι είναι. Προτιμούν
ευνούχους, σε παιδικές χορωδίες να γροικούν.

Μα κι ο ίδιος ο Θεός έρχεται και τους ακούει, επί ώρες,
αν οι άλλοι, οι αναγκεμένοι, τον πολυενοχλούν.

Nobody

PONT DU CARROUSEL

Ο τυφλός άντρας, που στο γιοφύρι στέκει,
γκρίζος, όπως ορόσημο ανώνημης χώρας,
ίσως είναι το πράγμα, το ίδιο πάντα, απ' όπου
ξεκινά, από μακρυά, η αστρική ώρα
και το ήρεμο των αστερισμών κέντρο.
Γιατί όλα γύρω του γυρνούν και ρέουν και λάμπουν.

Είναι ο ακίνητος Δίκαιος, σε δρόμους
πολλούς, μπερδεμένους, στημένος•
η σκοτεινή είσοδος, που πλάι σ' ένα γένος
επιπόλαιο, οδηγεί στον κάτω κόσμο.

Nobody

ΚΥΡΙΑ ΣΕ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Ξαφνικά, τυλιγμένη στον άνεμο, βγήκε
φωτεινή, μες στο φως, σάμπως
ανάγλυφη, ενώ η κάμαρα, τώρα, ως λαξευμένη,
γιόμισε, πίσω της, την πόρτα

τη σκοτεινή, σα βάθος δακτυλιολίθου,
που πετά ανταύγειες το διάγραμμά του•
κι όχι, δεν είχε βραδιάσει, λες, πριν βγει έξω,
για ν' αφήσει, πάνω στα κάγκελλα, ακόμη

κάτι απ΄τον εαυτό της, το άγγιγμα μονάχα
των χεριών της, αλαφρότερη ακόμη για να γίνει
και, σαν σπρωγμένη απ' όλα, να πετάξει
απ' τις σειρές των σπιτιών, κατά τα ουράνια.

Nobody

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Εκείνο το πρωινό, ύστερα απ'τη νύχτα, τρομαγμένη
που πέρασε, με κραυγές, ανησυχία και ταραχή, -
πάλι άνοιξε όλη η θάλασσα και βόγγησε.
Κι όταν το βογγητό σιγά και πάλιν έκλεισε
κι Αρχή απ'τον ουρανό και μέρα ωχρή
έπεσε στων βουβών ψαριών την άβυσσο -:
γέννησε η θάλασσα.

Από ήλιον πρώτο, ο αφρός των μαλλιών έλαμψε
του φαρδιού αιδοίου του κύματος, που σε μιαν άκρη του
στάθηκε η κόρη ταραγμένη, κάθυγρη, λευκή.
Πώς σαλεύει το νέο φύλλο το πράσινο,
που τανυέται κι αργά-αργά ξετυλίγεται,
το σώμα της μες στη δροσιά έτσι ξεδιπλώθηκε,
και στου πρωιού την αύρα την ανέγγιχτη.

Καθαρά, σα φεγγάρια, υψώθηκαν τα γόνατα
κι ανέδυσαν, στα σκέλια, κρόσια σύννεφων•
αδράχτια οι γάμπες ισχνούς ίσκιους έκλωσαν,
τα πόδια τεντώθηκαν και φωτίστηκαν
κ'οι αρμοί έζησαν, καθώς οι λάρυγγες
των μεθυσμένων.

Και το σώμα στης λεκάνης κειτόταν το κύπελλο,
σα νεός καρπός στη φούχτα ενός παιδιού.
Στου αφαλού της τη στενή κούπαν ήτανε
το σκοτάδι όλο της φωτεινής ζωής αυτής και, κάτωθε,
το μικρό κύμα υψωνόταν φωτεινό
κι από τη μέση πάνωθε έρεεν άπαυτα
και, κάπου-κάπου, γινόταν φλοίσβος ήρεμος.
Μ'ακόμη δίχως ίσκιους, τόσο διάφανο,
καθώς συστάδα από σημίδες απριλιάτικη,
κειτότανε το αιδοίο θερμό, κενό και λεύτερο.

Των ώμων ο ζυγός, τώρα πια, εστάθη ο ευκίνητος,
ισορροπώντας, στο ίσιο σώμα πάνωθε,
που, αναβρυτάρι, απ'τη λεκάνη μέσα, ανυψωνότανε
και στους μακρούς βραχίονες, ξαφνικά, έπεσε
και γρήγορα στον πλούσιο των μαλλιών της χείμαρρο.

Πέρασε, αργά πολύ, ύστερα, το πρόσωπο,
απ'το σκοτάδι, που το πύκνωμά του αραίωσε,
σε μια φωτεινήν αίγλην οριζόντια
και, πίσωθέ του, το πηγούνι έκλεισε απότομα.

Τώρα, που σαν αχτίδα απλώθη ο τράχηλος
κι ως μίσχος, που ο χυμός μέσα του υψώνεται,
σαν τους λαιμούς των κύκνων, που γυρεύουνε
τον όχτο, κ' οι βραχίωνες ετανύστηκαν.

Στον σκοτεινό όρθρο του κορμιού τούτου ήρθεν, ύστερα,
σαν αύρα του πρωιού, το πρώτο ανάσασμα.
Στο τρυφερώτατο κλωνάρι του φλεβόδεντρου,
ψίθυρος εσηκώθηκε και το αίμα βάλθηκε
μες στη βαθειά να βουίζει κοίτη του.
Κι ο άνεμος τούτος εδυνάμωσε: ρίχτηκε, τώρα,
ακράτητος στα στήθη τα ολοκαίνουργια,
τα φούσκωσε και μέσα τους εσφίχτηκε, -
έτσι, που, σαν πανιά ολοφούσκωτα, από τ'ανοιχτά,
την κόρη την ανάλαφρη προς το ακρογιάλι σπρώξανε.

Έτσι άραξεν η Θεά στη γη.

Πίσω απ'αυτήν,
που, γρήγορα, μέσα απ'την έφηβη ακτή, βάδιζε,
όλο το πρωί, ανυψώνονταν
τ'άνθη και τα καλάμια, θερμά, τρέμοντας,
σαν από αγκάλιασμα. Κ'εκείνη έφευγε κ'έτρεχε.

Μα, στου μεσημεριού την πιο βαρειά ώρα,
σηκώθηκε, μια φορά ακόμη, η θάλασσα και πέταξε,
στην ίδια μεριά εκείνη, ένα δελφίνι.
Νεκρό, ερυθρό, ανοιγμένο.

Nobody

Ω ΠΕΣ, ΠΟΙΗΤΗ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;...

Ω πες, Ποιητή, τι κάνεις; - Τραγουδώ.
Μα το άσκημο, το θανάσιμο, εδώ
πώς το δέχεσαι, πώς το υποφέρεις; - Τραγουδώ.
Μα το ανώνυμο, Ανώνυμε, αχ, αυτό,
πώς το φωνάζεις, όμως; - Τραγουδώ.
Μα πώς το δίκιο σου είναι αληθινό,
μ' όποια μορφή και μ' όποιο ρούχο; - Τραγουδώ.
Κ' η γαλήνη κ' η βία, τότε, πως
σε γνωρίζουν όπως τ'άστρο κ'η θύελλα; - Γιατί τραγουδώ.

Nobody

Ο ΘΕΩΜΕΝΟΣ

Στα δέντρα τις θύελλες κοιτάζω,
που σε χλιάζουσες μέρες μου χτυπάνε
στα τρομαγμένα παραθύρια,
κι ακούω τα μάκρη πράγματα να λένε,
που δίχως φίλο δεν τ'αντέχω
και δίχως αδερφή δεν τ'αγαπώ.

'Αξαφνα, μεταμορφωμένη, η θύελλα πάει,
μέσα απ'το δάσος πάει κι από τον χρόνο,
κι όλα είναι σάμπως δίχως ηλικία:
το τοπίο, σαν στίχος στο Ψαλτήρι,
είναι αυστηρό κ' είναι βαρύ κ' αιώνιο.

Σαν το μικρό, που παλεύουμε μαζί του,
ό,τι με μας παλεύει είναι μεγάλο•
αν αφηνόμασταν, όμοιοι των πραγμάτων,
έτσι από τη μεγάλη θύελλα να υποταχτούμε,-
ανώνυμοι θα γινόμασταν και μακρυνοί.

Νικούμε το μικρό, και το ίδιο
το αποτέλεσμα αυτό μικρούς μας κάνει.
Το αιώνιο και το μη κοινό
δε θέλει λυγισμένο από μας να'ναι.
Ο 'Αγγελος είναι αυτό, στους παλαιστές
της Παλιάς που εμφανίζεται Διαθήκης:
όταν του αντιπάλου του τα νεύρα
μεταλλικά τεντώνουν, στον αγώνα,
αισθάνεται, κάτω απ'τα δάχτυλά του
σάμπως χορδές μιας μελωδίας βαθειάς.

Όποιον ενίκησε ο Άγγελος αυτός,
που έτσι συχνά από τον αγώνα παραιτείται,
αυτός ανορθωμένος πάει και δίκαιος
και μέγας, απ'το χέρι εκείνο το σκληρό,
που τον έσφιγγε, πλαστουργό σα να'ταν.
Η νίκη δεν τον είχε προκαλέσει.
Το μεγάλωμά του είναι: ο νικημένος
βαθιά, να'ναι απ'τους πάντα πιο μεγάλους.

Nobody

ΤΑΝΑΓΡΑ

Λίγη ψημένη γης, καθώς
από μεγάλο ήλιο ψημένη.
Σα να'ταν η χειρονομία μιας κορασίδας,
που δε θα'χε αυτοστιγμής κιόλας τελειώσει•
δίχως ν'απλώνεται σε κάτι,
δίχως κανένα πράγμα να εννοεί,
από το αίσθημά της κινημένη,
τον εαυτό της μονάχα συγκινώντας,
σαν χέρι πάνω σε μια γούνα.

Υψώνουμε και στριφογυρνούμε
τα είδωλα, το'να μετά το άλλο.
Σχεδόν να εννοήσουμε μπορούμε
για ποιο λόγο αντιστέκονται στον χρόνο, -
μα πρέπει μόνο
πιο βαθειά και θαυμάσια να προσηλωθούμε
σ'εκείνο που ήταν
και να χαμογελάσουμε: λίγο, ίσως,
πιο φανερά, παρ' όσο
πριν ένα χρόνο.

Nobody

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

Γνώρισε φόβους, που, κιόλας, η είσοδός τους
σαν θάνατος ήταν - και δεν τους αντέχεις.
Να τους διασχίζει, μάθαινε την καρδιά του,
σιγά-σιγά• σαν γιο τη γαλουχούσε.

Γνώρισε ακατανόμαστες ανάγκες,
ζοφερές και χωρίς, σαν ειρκτήν, όρθρο•
και παράδωσε υπάκουα την ψυχή του,
σαν ήρθε σε ώρα γάμου, να πλαγιάσει

με τον Κύριο κι αρραβωνιαστικό της•
κ' έμεινε μόνος σ' έναν τέτοιο τόπο,
που η μοναξιά του τα πάντα ξεπερνούσε,
κι ούτε ήθελε ποτέ ομιλία ν'ακούσει.

Μα γνώρισε και την ευτυχία, με τον καιρό, -
καθώς κείτεται ακέρια η δημιουργία,
μες στα ίδια του να κείτεται τα χέρια,
τρυφερότητα λίγη, για να νιώθει.

504 Επισκέπτες, 1 Χρήστης