Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 579
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 490
  • Total: 490

Ράινερ Μαρια Ρίλκε

Ξεκίνησε από blue-roses, Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Ο Rilke ( René, Karl.Wilhelm, Johann,Maria) γεννήθηκε στην Πράγα στις 4 Δεκεμβρίου 1875 από μητέρα κοσμική κόρη Αυτοκρατορικού συμβούλου, κι από πατέρα στρατιωτικό που αργότερα εγκατέλειψε την καριέρα του, εξ αιτίας μιας αρρώστιας του λάρυγγος.
Ζευγάρι αταίριαστο τόσο στον χαρακτήρα αλλά και στην ηλικία οι σχέσεις του δεν δηλητηρίασαν μόνο τα παιδικά χρόνια του Ποιητή, μα ολόκληρη τη ζωή του.
Η φοίτηση του μικρού υπερευαίσθητου παιδιού και φιλάσθενου παιδιού στα διάφορα σχολεία υπήρξε άταχτη και τυραννική, για να κορυφωθεί η δυστυχία του στις τόσο διαφορετικές από την ιδιοσυγκρασία τον χαρακτήρα και την ευαισθησία του, στρατιωτικές σχολές, όπου έζησε από τα δέκα ως τα δεκαπέντε χρόνια του, μια περιπέτεια που οι βιογράφοι του ποιητή χαρακτήρισαν εγκληματική.
Οι ανώτερες σπουδές που ακολούθησε μετά ,σαν έφηβος στην Εμπορική Σχολή του Λίντς 1891-1892 τον κάνουν κάπως ευτυχέστερο, κι αρχίζει ν’ ασχολείται σοβαρά με την Λογοτεχνία.
Ενδιαφέρεται για τον Τριακονταετή πόλεμο και οι ήρωές του καθώς και τα μεγάλα πνεύματα της εποχής εκείνης περνούν μέσα από τις 81 σελίδες ενός χειρογράφου, που βρίσκεται στα αρχεία της Βαϊμάρης .
Στα 1893 αρραβωνιάζεται με την Vally Rhonfeld κι ο καρπός του πρώτου εκείνου έρωτα του είναι 130 επιστολές, εκτός από το πρωτόλειο βιβλίο του « Leben und Lieder » (Ζωή και τραγούδια) με τον υπότιτλο « Εικόνες και φύλλα ημερολογίου » το οποίο τυπώθηκε στα 1894 πληρωμένο από την Vally.
Γράφει στίχους, διηγήματα, θέατρο αλλά τα βιβίλα που σημειώνουν κυρίως την προϊστορία του Rilke είναι οι τρείς ποιητηκές συλλογές «Larenopfen» ( Προσφορά στους Λάρητες 1896 ) «Traumgekrönt» ( Στεφανωμένος απ’ όνειρο 1897) και «Advent » (Σαρακοστή 1898) που αποτελέσανε αργότερα τον τόμο των «Erste Gedichte» (Πρώτα ποιήματα) τα διηγήματα «Am Leben hin» ( Προς την ζωή 1898 )«Zwei Pragen Geschichten» ( Δύο Ιστορίες της Πράγας 1899 ) και «Die Lezten» ( Οι τελευταίοι 1902 ) που στα 1928 ενώθηκαν στον τόμο «Erzählungen und Skizzen aus der Frühzeit » ( Νεανικά διηγήματα και σκίτσα ) και το μικρό μονόπρακτο θεατρικό κομμάτι σε στίχους «Die weisse Fürstin » ( Η Λευκή Πριγκίπισσα 1898 ) .
Σ’ όλα τα έργα αυτά επιβιώνει η επίδραση της ατμόσφαιρας της Πράγας και των Σλαύων συγγραφέων της . Το αποφασιστικό γεγονός της ζωής του είναι η γνωριμία του με εκείνη την καταπληκτική γυναίκα την Lou Andreaw-Salomé , που ύστερα από ένα σημαντικό για την εξέλιξη του ταξίδι στην Ιταλία ,απ’ όπου της στέλνει υπό τύπον επιστολής το «Florenzer Tagebuch » ( Φλωρεντινό ημερολόγιο ,1898) , τον οδηγεί στην Ρωσία απ’ όπου ο ποιητής γυρίζει ριζικά αλλαγμένος.
Ο Ρίλκε που βρίσκοντας τον εαυτό του θ’ ανήκει πια στην ιστορία της μεγάλης Ποίησης .
Μέσα σε ένα χρόνο (1900) δημοσιεύει το πρώτο μέρος του «Stundenbuch » ( Ωρολόγιον) το « Mir zur Feier » ( Για να γιορτάσω τον εαυτό μου ), τις «Geschichten vom lieben Gott » ( Ιστορίες του καλού Θεού ), και μεταφράζει το « Τραγούδι του Ιγκόρ » από τον Φτωχόκοσμο του Dostojewskij ,τον Tschechow και τον Droschin , ενώ τον ίδιο χρόνο κάνει το δεύτερο ταξίδι στην Ρωσία όπου και γνωρίζεται με τον Leon Tolstoi, γράφει ρωσικούς στίχους .
Τον Μάιο του 1901 παντρεύεται την γλύπτρια Clara Westhoff, γράφει το δεύτερο μέρος του « Ωρολογίου» και στις 12 Δεκεμβρίου γεννιέται η κόρη του Ruth.
Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει την μονογραφία του για το Βορπσβέντε και το «Buch der Bilder » (Το βιβλίο των Εικόνων »)που στην δεύτερη έκδοση του εμπλουτίζει με 37 καινούργια ποιήματα, κι αρχίζει ν’ ασχολείται με την μελέτη του πάνω στον Rodin.
Από το 1902 που πρωτογνωρίζεται με το Παρίσι και τον Rodin του οποίου και γίνεται γραμματέας ( Σεπτέμβριος 1905 με Μάιο 1906) ως τα 1910 ταξιδεύει πολύ κ’ έρχεται σ’ επαφή με τον μεσογειακό κόσμο, που αποτελεί τη μεγάλη του αποκάλυψη .
Στα 1903 δημοσιεύει το τρίτο βιβλίο του « Ωρολόγιον » και τον επόμενο χρόνο ολόκληρο το έργο καθώς και δύο μονογραφίες του για τον Ignacio Zuloaga και τον Δανό Jens Peter Jacobsen . Στα 1906 επεξεργάζεται και δημοσιεύει την « Μελωδία του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστοφόρου Ρίλκε, την οποία έγραψε μέσα σε μία νύχτα στα 1899.
Στα 1908 τυπώνονται τα «Neue Gedichte » ( Τα νέα ποιήματα ) κ’ οι μεταφράσεις των Σονέτων της Elis Barret- Browning κι ασχολείται με τις επιστολές της Πορτογαλίδας μοναχής Maria Alcoforado και της Bettina Brentano .
Το 1909 σημειώνεται από την γνωριμία του με την πριγκήπισσα von Thutn und Taxis που υπήρξε μία απο τις πιο πολύτιμες και σταθερές φιλίες του, κ’ εργάζεται πάνω στα « Aufzeichnungen des Malte Lautids Brigge » ( Τα τετράδια του Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε ) που δημοσιεύονται στα 1910.
Στα 1912 γράφει την πρώτη από τις « Duineser Elegien » ( Ελεγείες του Ντουίνο ) και τον «Marienleben » ( Βίο της Θεοτόκου ) .Μέχρι το 1922 που τελειώνουν οι « Ελεγείες του Ντουίνο » και γραφονται τα «Sonette an Orpheus » (Σονέττα στον Ορφέα ) δεν δίνει τίποτα άλλο εκτός από τις μεταφράσεις των σονέττων του Michelangelo και της Louise Labé καθώς και μερικά ποιήματα σκόρπια που ύστερα από τον θάνατό του (29 Δεκεμβρίου 1926 στο Βαλ Μον της Ελβετίας ) συγκεντρώθηκαν στον τόμο των « Späte Gedichte » (Όψιμα ποιήματα ) .
Μια άλλη πολύτιμη προσφοράτου ποιητή είναι η εκτεταμένη και αποκαλυπτική αλληλογραφία του από την οποία ενώ ζούσε ακόμα κυκλοφόρησαν δύο μικρές σειρές « Briefe an einen jungen Dichter» ( Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή ) ,« Briefe an eine junge Frau » ( Γράμματα σε μία νέα γυναίκα ) .

blue-roses

Αυτό είναι η νοσταλγία ]

blue-roses

Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.
*
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.
*
Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.

blue-roses

Δεν έχει πια άλλες υποχρεώσεις ο Άγγελος μου
αφότου η μέρα μου η αυστηρή τον έχει διώξει.
Λαχταρώντας , το πρόσωπό του συχνά χαμηλώνει
πάνω απ την γή, κι αγαπητός δεν του είναι πια ο ουρανός.
*
Και θα ήθελε να φέρει πάλι ,
πάνωθε απ των δασών τις θροίζουσες κορφές,
στην πατρίδα των Χερουβίμ, την προσευχή μου.
*
Εκεί πέρα κουβάλησε το κλαψιμό μου το πρώτο-πρώτο,
και τον πρώτο στοχασμό μου,
κ’ οι μικροί πόνοι μου μεγάλωσαν εκεί
μες σε δάση που, πάνωθέ του, μουρμουρίζουν.

blue-roses

Άνθρωποι μέσα στη νύχτα

Οι νύχτες , για τα πλήθη, δεν έγιναν, στοχάσου.
Η νύχτα σε χωρίζει από το γείτονά σου,
Γι αυτό , δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι αν νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
Στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρίσεις…
Ποιους ; πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.

Οι άνθρωποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
Που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
Κι αν νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
Έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις θα μπορούσες,
Ο ένας στον άλλο πάνω ακουμπισμένοι.
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακριά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά χειρονομία,
που μ’ αυτήν εννοούνε, όταν συνομιλούν,
όταν συνομιλούν, ο ένας τον άλλο και σ’ αυτό επάνω,
ολοένα λεν]

blue-roses

Μοναξιά

Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από την θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει,
Από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
Πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί πάντα.
Κι από τον ουρανό, στην πόλη σα βροχή πέφτει.
Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
Τα σοκάκια όλα γυρίζουν ,
Κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα τίποτα ,
Χωρίζουν θλιμμένα κι απογοητευμένα κι ακόμη,
όταν οι άνθρωποι, που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεββάτι, κ’ οι δυό , να κοιμηθούνε ]

blue-roses

ΑΠΟ ΤΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟΝ

Γείτονα θεέ,
Αν, σε μακρυάν νυχτιάν, με χτύπους δυνατούς,
κάποτε- κάποτε ,σ’ έχω ταράξει,
ήταν γιατί σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας, είχα τρομάξει,
και ξέρω]

blue-roses

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ

Βγάλε τα μάτια μου ]

blue-roses

Ω ! εσύ , που δεν σου λέω πως τη νύχτα,
Κλαίοντας πλαγιάζω,
Που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
Νανούρισμα σα να ‘ταν,
Ώ εσύ, που δεν μου λες αν αγρυπνάς
Για χάρη μου πέ μου,
Πώς θα μπορούσαμε, εντός μας,
να κρατήσουμε αυτό το μεγαλείο
αν δεν το είχαμε διόλου χορτάσει ]

blue-roses

Οι Ελεγείες του Ντουίνο 1912-1922

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα ;
κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του,
θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότεροι ύπαρξη του
Γιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει .

Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου.
Αχ! Ποιόν μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα ;
Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν
πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά , κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας αφήκε.

Ω! κι η νύχτα ακόμη , η νύχτα, όταν ο άνεμος πλημμυρισμένος από άπειρο, στο πρόσωπο μας δέρνει, η νύχτα, η λαχταρισμένη νύχτα, η ήρεμα απογοητευμένη που κοπιαστική θα ‘ναι στην ήρεμη καρδιά, σε ποιόν δε θα έμενε ;
Πιο αλαφριά να ‘ναι για τους ερωτευμένους ;
Αχ! Τη μοίρα τους κρύβουν ο ένας απ’ τον άλλον.
Δεν το έμαθες ΑΚΟΜΗ ; Το κενό να πετάξεις απ’ την αγκαλιά σου μέσα στους χώρους που ανασαίνουμε και τα πουλιά ίσως μ’ ένα παθητικότερο πέταγμα τον φαρδεμένο αέρα να αιστανθούνε .

Αλήθεια , οι ανοίξεις σε χρειαστήκανε ; Μερικά αστέρια σου έγνεψαν και συ ένιωσες το γνέψιμο τους . Ένα κύμα του παρελθόντος να υψωνόταν γύρω σου , ή όταν περνούσες πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιο βιολί εγκαταλειπόταν στον εαυτό του;
Όλα αυτά προσταγή ‘ταν. Αλλά, εσύ, την προσταγήν αυτήν την υπερνίκησες ;

Δεν ήσουν πάντα απ’ την προσμονήν αφηρημένος, μια Αγαπημένη όλα σα να σου ανάγγελναν ]


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Όμως, αλλοίμονο μου,
πουλιά, θανάσιμα σχεδόν, της ψυχής, σας επικαλούμαι,
κι ας ξέρω τι σημαίνεται.
Πού να ‘ναι του Τωβία οι μέρες, τότε που, από τους πιο απαστράπτοντες Αγγέλους,
Άγγελος, στην πόρτα του σπιτιού την απέριττη στάθηκε ντυμένος για ταξίδι και δεν ήταν τρομερός τώρα πια, (όπως, περίεργα, στον έφηβο έφηβος φανερωνόταν)·
Αν τώρα ο Αρχάγγελος, ο επικίνδυνος, πίσω από τ’ αστέρια πρόβαινε και μας σίμωνε με ένα βήμα μονάχα ]


Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Την Αγαπημένη να υμνείς, βέβαια. Αλλά κι εκείνον, αλλοίμονο,
τον αθέατο ένοχο Θεό- ποταμό του αίματος.
Αυτόν που από μακρυά τον ξεχωρίζει εκείνη, τον καλό της, ο ίδιος αυτός τι ξέρει για τον κόσμο της Ηδονής, αυτός που από την μοναξιά του πριν τον μερώσει η νέα κοπέλα, συχνά κι αυτή ως να μην υπήρχε, αχ, μέσα από τι, τάχα, άγνωρο στάζοντας, το θείο κεφάλι ανύψωνε, καλώντας σε ταραχή άπειρη την νύχτα ;

Ω ο Ποσειδώνας του αίματος! Ω η φοβερή η τρίαινά του!
Ω του στήθους του ο σκοτεινός άνεμος, βγαλμένος από σπειροειδές όστρακο! Άκου πως αυλακώνεται η νύχτα και κοιλαίνει .
Ω άστρα, από σας δεν πηγάζει του εραστή η λαχτάρα για της αγαπημένης του την όψη; Το βλέμμα, που βυθίζεται στο αγνό της πρόσωπο από τα αγνά άστρα δεν το πήρε ;

Ούτε εσύ αλλοίμονο , μηδέ κι η μάνα του, δεν έχει τα τόξα των φρυδιών του τόσο, από την αναμονή, τεντώσει.
Ούτε για σένα , νέα κοπέλα, που τον νιώθεις, ναι, μήτε για σένα το χείλι του σε πιο καρπερήν έκφραση δεν καμπηλώθει .
Αληθινά , πιστεύεις, η εμφάνιση σου η ανάλαφρη πως θα τον είχε κλονίσει τόσο, εσύ, που σαν πρωινός άνεμος βαδίζεις ;

Φώναξέ τον … φώναξέ τον λοιπόν ! δεν τον καλείς από έναν κόσμο ολότελα σκοτεινό. Βέβαια και ΘΕΛΕΙ , ξεφεύγει , ξαλαφρωμένος, συνηθίζει μες στην κρυφή καρδιά σου κι από κει παίρνει κι αρχίζει τον εαυτό του.
Αλλά αρχίσανε, τάχα, τον εαυτό του ποτέ ;
Μάνα μικρό τον έκανες, εκείνη που τον άρχισε εσύ ‘σουν, καινούργιος σου ήταν, πάνω από τα καινούργια έγειρες μάτια τον φιλικό κόσμο, και μακρυά έδιωξες τον ξένο
Αχ, που ‘ ναι τ’ αλλοτινά χρόνια τότε, που απλά, για κείνον, το χάος που πάφλαζε έκφραζες με το ισχνό κορμί σου;

Πολλά του έκρυψες έτσι · το νυχτερινό δωμάτιο αθώο το έκαμες· απ’ την καρδιά σου, τη γιομάτη άσυλα, τον χώρο της νύχτας του ανακάτωσες με πιο ανθρώπινο χώρο
Όχι μέσα στο σκότος , όχι· μέσα στη παρουσία την τόσο κοντινή σου το φως της νύχτας έστησες, και πόσο φιλικόν εφάνει !
Δεν ήταν τρίξιμο που, εσύ, χαμογελώντας να μην εξηγήσεις σα να ‘ ξερες από καιρό, ΠΟΤΕ το πάτωμα έτσι θα φερνόταν.
Κι άκουγε αυτός κι ημέρωνε. Τόσα δυνήθη το τρυφερό αναθάρρεμά σου · πίσω απ’ το ερμάρι, τυλιγμένη με στον μανδύα της , η μοίρα του ορθωνόταν, και μες στης κουρτίνας τις πτυχές, κινώντας τις ανάλαφρα , το ανήσυχο μέλλον του περνούσε.
Κι ο ίδιος αυτός, ως πλάγιαζε, ανακουφισμένος, κάτω από τα νυσταγμένα βλέφαρα του αλαφρού σχήματός σου, γλυκά ανελυώντας στην γεύση του πρώτου ύπνου-,
φυλαγμένος ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ… Μα, ΜΕΣΑ ΤΟΥ ]


ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Πότε χειμερινά θα ‘σαστε , ω δέντρα της ζωής ;
Δεν ομονοούμε . Ειδοποιημένοι δεν είμαστε σαν τα πουλιά που αποδημούν.
Ξεπερασμένοι κι αργοπορεμένα φορτωνόμαστε, ξάφνου, στους ανέμους και πέφτουμε ξανά σ’ απαθές έλος .
Την άνθηση, το μαρασμό, την ίδια γνωρίζουμε στιγμή. Και κάπου ακόμη διαβαίνουνε λιοντάρια και καμιάν, όσο είναι μεγαλόπρεπα, δεν ξέρουν αδυναμία.
Μα εμείς, ενώ μονάχα, σ’ Ένα προσηλωνόμαστε, ενός άλλου νιώθουμε κιόλας την αξία. Κι αυτό, που πιο πολύ κοντά μας, βρίσκεται, είναι η εχθρότητα.
Μη, τάχα, δε σκοντάβουν αδιάκοπα, ο ένας μες στον άλλον, οι Ερωτευμένοι, στα όρια του , ενώ ‘χαν ο ένας στον άλλο υποσχεθεί έναν χώρο μεγάλο, και κυνήγι, και πατρίδα ;
Τότε, για μιας στιγμής σχεδιάγραμμα, κουραστικά, ετοιμάζεται, ένα βάθος από αντίθεση, μόνο για να το δούμε ]


Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Μα, πε μου, ποιοι ΕΙΝΑΙ αυτοί οι περιπλανώμενοι , οι λίγο κιόλας, κι απ’ τους ίδιους εμάς πιο φευγαλέοι, που, απ’ τα παιδικά τους χρόνια, μια θέληση ανικανοποίητη σπρώχνοντάς τους, πάντοτε , τους κλώθει, - αλλά για ποιόν, για χάρη τίνος ;
Πού τους κλώθει, τους λυγίζει, τους λυγίζει , τους θηλιάζει, και τους τινάζει τους πετά και τους ξαναπιάνει · κ’ είναι ως να κατεβαίνουν από γυαλιστερό, σαν λαδωμένο, αγέρα, επάνω στον φθαρμένο ,από το αιώνιο αναπήδημά τους τάπητα, σε τούτο τον τάπητα τον χαμένο μες στο σύμπαν, τον απλωμένο ως μπλάστρι, σα να ’χε, στο μέρος εκείνο, του προαστίου ο ουρανός την γη πληγώσει.
Κ’ εκεί , μόλις-μόλις,
όρθιο ,εκεί, για να φανεί ]

Echoes

ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Ο θάνατος είναι μεγάλος.

Είμαστε δικοί του

κι όταν γελούμε.

Κι εκεί που θαρρούμε

πως η ζωή μας ζώνει

τολμά να κλάψει εντός μας.

fortune

Κάποτε, έπεσε στα χέρια μου το…. {Γράμματα σε ένα νέο ποιητή}.
Είναι πιστεύω αυτό το βιβλίο, σε μορφή   αλληλογραφίας ,ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει κάποιος τον Ριλκε.
Εκεί δίνει συμβουλές στον Φραντς Καπους. Έναν νέο ,που ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του οικογενειακού  του περιβάλλοντος ,μπήκε σε στρατιωτική σχολή χωρίς ο ίδιος να το θέλει.

Ο Φραντς  έχει ποιητικό οίστρο και γράφει ποιήματα.
Ζητά από τον Ριλκε να του κάνει κριτική σε κάποια από αυτά.

Η απάντηση του Ριλκε είναι:...Tα έργα τέχνης έχουν μια απέραντη μοναξιά και ο χειρότερος τρόπος να τα προσεγγίσει κάποιος είναι με την κριτική...

Είναι δέκα τα γράμματα από το συγκεκριμένο βιβλίο και είναι όλα γραφήματα ,που διαπλάθουν χαρακτήρα. Είναι σε μέγεθος σαν βιβλιαράκι τσέπης και διαβάζεται εύκολα και γρήγορα.

Νομίζω ότι είναι ότι καλύτερο για να ξεκινήσει κάποιος με  Ριλκε.

Να πω και κάτι ακόμα για τον Ριλκε.

Όταν ήταν 5 χρόνων η μητέρα του τον έλεγε Σοφία και του φόραγε για ρούχο , φόρεμα για κοριτσάκι. Ήταν ,που είχε χάσει την μικρή και έβγαζε την θλίψη της και την ξεχασμένη της χαρά  μέσα από το νήπιο τότε,  Ριλκε. Στα 9 χρόνια οι γονείς του χώρισαν.

Φίλοι και φίλες,

Η τέχνη για να βλαστήσει θέλει μελαγχολία....Όσο περισσότερη από αυτή έχει κάποιος μέσα του ,τόσο πιο ψηλά θα φτάσουν τα λουλούδια που θα ανθίσουν μέσα από τους κάμπους  της ψυχής του.....Ποτίζονται βλέπετε οι κήποι αυτοί με νερό.....Και το νερό αυτό ,δεν είναι τίποτα άλλο ,παρά  τα δάκρυα της δυστυχίας του. Και το δάκρυ αυτό είναι το καλύτερο μπόλιασμα, φάρμακο , για τις ψυχές εκείνες ,που αναπλάθονται με τα δημιουργήματα τους και δίνουν στην ανθρωπότητα  
Ορόσημα που αφήνουν εποχές.....


fortune.

blue-roses

ΕΛΕΓΕΙΑ

Στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα-Έφρον


Αυτές οι απώλειες στο σύμπαν, Μαρίνα, τα αστέρια που γκρεμίζονται!
Δεν τις αυξάνουμε, όπου κι αν σπεύσουμε να προστεθούμε,
σε όποιο αστέρι! Στο σύνολο όλα ήταν πάντα ζυγισμένα.
Έτσι, όποιος πέφτει, δεν μειώνει τον ιερό αριθμό.
Κάθε πτώση παραίτησης πέφτει στην απαρχή και θεραπεύεται.
Μήπως είναι όλα ένα παιχνίδι, ανταλλαγή ίσου με ίσο,
μια μετατόπιση,
πουθενά ένα όνομα, και πουθενά σχεδόν ένα οικείο κέρδος;
Κύματα, Μαρίνα, εμείς ωκεανός! Βάθη, Μαρίνα, εμείς ουρανός.
Γη, Μαρίνα, εμείς γη, εμείς χίλιες φορές άνοιξη, σαν κορυδαλλοί,
που ένα αναπάντεχο τραγούδι τους εκτοξεύει πέρα απ' το ορατό.
Το αρχίζουμε σαν ύμνο, κι αμέσως γίνεται πιο ισχυρό από μας,
αίφνης το βάρος μας στρέφει εκεί κάτω το τραγούδι μας σε θρήνο.
Θρήνος; Και τί μ' αυτό; Γιατί όχι ένας καινούργιος ύμνος
στραμμένος προς τα κάτω;
Και οι κάτω θεοί θέλουν να τους υμνούμε, Μαρίνα.
Έτσι αθώοι είναι οι θεοί, περιμένουν επαίνους σαν τους μαθητές.
Ας τους υμνήσουμε, αγαπημένη, ας είμαστε απλόχεροι με τους επαίνους.
Δεν μας ανήκει τίποτα. Για λίγο τυλίγουμε το χέρι στους λαιμούς
άκοπων λουλουδιών. Το είδα στον Νείλο, στο Κομόμπο.
Έτσι, Μαρίνα, αρνούνται οι βασιλείς την προσφορά όταν θυσιάζουν.
όπως πηγαίνουν οι άγγελοι και σημαδεύουν τις πόρτες εκείνων
που πρέπει να σωθούν,
έτσι αγγίζουμε κι εμείς το ένα και το άλλο που θυμίζει ευαισθησία.
Αχ, πόσο απόμακροι είμαστε πια, πόσο συγκεχυμένοι, Μαρίνα,
ακόμα και με την πιο εγκάρδια πρόθεση.
Σηματοδότες, τίποτε άλλο.
Αυτή η σιωπηλή δουλειά, που όταν κάποιος από μας
δεν την αντέχει πια και αποφασίζει να αποδράσει,
εκδικείται και σκοτώνει. Γιατί πως έχει δύναμη θανάσιμη,
όλοι το είδαμε στην εσωστρέφεια, στην τρυφερότητά της
και στην παράξενη δύναμη, που από ζώντες
μας κάνει επιζώντες. Ανυπαρξία.

[...]
Εμείς που είμαστε μέρος της περιστροφής
έχουμε πληρωθεί σε ολότητα όπως ο δίσκος του φεγγαριού.
Ακόμα και στη χάση μας, ακόμα και τις εβδομάδες
της αστάθειας
κανείς δεν μας βοήθησε ποτέ να πληρωθούμε, εκτός από
τον μοναχικό μας δρόμο πάνω στην άυπνη γη.

(Γράφτηκε στις 8 Ιουνίου του 1926)


Το γράμμα με την Ελεγεία του Rainer M. Rilke στη Μarina Tsvetayeva

Nobody

ΕΚΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ

Σημαντικό, ω συκιά, μου φαίνεται, από καιρό τώρα,
που ολόκληρη, σχεδόν, πετάς την άνθησή σου,
και στον καρπό, που έγκαιρα την απόφαση του πήρε,
αδόξαστο πυκνώνεις το αγνό μυστικό σου.
Σπρώχνει ο καμπύλος σου κορμός σα μίσχος αναβρυτηρίου
τον χυμό, πάνω, κάτωθε, κι αναπηδά ο χυμός μέσα απʼτον ύπνο,
σχεδόν ακόμη κοιμούμενος, στην ευτυχία της πιο γλυκειάς του πράξης.
Δες]



Η ΕΒΔΟΜΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Όχι αναζήτηση πια, αναζήτηση όχι, φωνή από εντός σου αναβρυσμένη,
η φύση της κραυγής σου ναʼναι• καθαρά φώναζες σαν το πουλί, άλλωστε,
όταν η ανερχόμενη εποχή το υψώνει, σχεδόν λησμονώντας
πως ένα ελάχιστο ζώον είναι κι όχι μοναχική καρδιά μόνο,
στην ευδία, στον φιλικόν ουρανό που τη ρίχνει. Όπως εκείνο, όχι
λιγώτερο, αναζητούσες βέβαια -, η ακόμα αόρατη φίλη
να σʼανακαλύψει, η σιωπηλή, που μια απάντηση, εντός της,
αργά ξυπνά και ζεσταίνεται στο άκουσμα πάνω, - η φίλη,
του τολμηρού σου αισθήματος το φλογερό ταίρι.
Ω! κʼ η άνοιξη θα εννοούσε, - δεν είναι, εκεί, τόπος,
που του Ευαγγελισμού την ηχώ να μη φέρνει. Πρώτα το μικρό εκείνο
θρόισμα που ρωτά και που, με ανερχόμενη γαλήνη,
περιβάλλοντας το, μια καθάρια, καταφατική μέρα, το σωπάζει.

Τα υψωτικά σκαλιά έπειτα, σκαλιά που στον ονειρεμένο προσκαλούνε
του μέλλοντος ναό -• το τρίλλισμα μετά, κρήνη
που στʼορμητικό ανάβρυσμα της προλαβαίνει κιόλας
την πτώση του νερού μες σʼυποσχετικό παιχνίδι...Και, μπρος της,
το θέρος. Όχι μόνο όλα τα πρωιά του θέρους -, όχι μόνο
όπως μεταμορφώνονται σε ημέρα και πριν απʼτην αρχή απαστράπτουν.
Όχι μόνον οι μέρες που τρυφερά τʼάνθη περιβάλλουν, και ψηλά,
γύρω απʼτα τελειωμένα δέντρα, δυνατές και παντοδύναμες είναι.
Όχι μόνον η ευλάβεια των ξεδιπλωμένων δυνάμεων αυτών,
όχι μόνον οι δρόμοι, όχι μόνο τα λειβάδια μες στο βράδι,
όχι μόνο η ανασαίνουσα ευδία μετά από καθυστερημένη καταιγίδα,
όχι μόνο ο ύπνος που πλησιάζει ή ένα προαίσθημα, το βράδι...
παρά οι νύχτες!! Παρά οι ψηλές, του θέρους,
νύχτες, παρά τʼαστέρια, της γης τʼαστέρια.
Ω! ναʼσαι νεκρός μια μέρα κι άπειρα να τα γνωρίζεις
όλα τʼαστέρια]


Η ΟΓΔΟΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Το πλάσμα, με τα μάτια του όλα, βλέπει
το Ανοιχτό. Τα δικά μας μάτια μόνο,
σα ναʼναι ανεστραμμένα, σάμπως ναʼναι
παγίδες, γύρωθε εντελώς βαλμένες
απʼτην ελεύθερη έξοδό του. Ότι είναι
απʼέξω, το γνωρίζουμε απʼτην όψη
μόνο του ζώου• γιατί, το παιδί, κιόλας,
το άγουρο, στρέφουμε, το πιέζουμε, ώστε
πίσω του να θωρεί τα Σχήματα, όχι
το Ανοιχτό, που βαθύ τόσο στην όψην
είναι του ζώου του λυτρωμένου από
τον Θάνατο. ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ μονάχα
βλέπουμε εμείς• το ζώο το λυτρωμένο
ξεπέρασε το τέλος του και μπρος του
έχει τον Θεό, κι όταν πηγαίνει, πάει
στην αιωνιότητα, όπως οι πηγές.
Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε μια
μέρα μονάχα, τον καθάριο χώρο
μπροστά μας, όπου τʼάνθη ανθίζουν, δίχως
τέλος. Πάντοτε κόσμος• και ποτές
ό,τι δεν είναι κι ό,τι δεν έχει όρια]


Η ΕΝΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Γιατί, λοιπόν, βολετό αφούʼναι, της ύπαρξης τη διάρκεια
να περάσουμε ως δάφνη, λίγο πιο σκοτεινή από τʼάλλα
πράσινα, με μικρά κύματα σε κάθε
άκρη του φύλλου (σα χαμόγελο ανέμου) -]


ΔΕΚΑΤΗ ΕΛΕΓΕΙΑ


Αίνους κʼύμνους χαράς προς τους συνενούντας Αγγέλους
να τραγουδούσα, κάποτε, στο τέρμα της τρομερής γνώσης.
Απʼτα σφυριά της καρδιάς με τον καθαρόν ήχο
κανένα τις αμφίβολες, τις χαλαρωμένες ή ραγισμένες
χορδές να μην αρνιόταν. Το μουσκεμένο μου, απʼτα δάκρυα,
πρόσωπο, περισσότερη να μουʼδινε λάμψη• τʼάφαντα δάκρυα
νʼανθίζανε. Ω πόσο θα μου ήσασταν αγαπητές, τότε, Νύχτες
του πένθους! Πως να μη γονατίσω, απαρηγόρητες αδελφές μου,
περισσότερο, για να σας υποδεχτώ. Πώς, μες στα ξέπλεγα μαλλιά σας
να μην εγκαταλειφτώ περισσότερο. Ω, εμείς, που ασωτεύουμε τους πόνους!
Πώς τους ακολουθούμε με το βλέμμα στη θλιβερή μέσα
διάρκεια, μη δεν τελειώσουν, ίσως. Αλλʼαυτοίʼναι, αλήθεια,
το αειθαλές μας φύλλωμα κʼη σκοτεινή μας κληματίδα,
ΜΙΑ από τις εποχές του μυστικού μας έτους -, κι όχι μόνο
εποχή -, είναι και θέση και συνοικισμός, στρατόπεδο, έδαφος και κατοικία.

Αλήθεια, αλλοίμονο, πόσο είναι ξένα τα σοκάκια της Πολιτείας του Πόνου,
όπου μέσα στην κίβδηλη, την πλασμένη από θόρυβο γαλήνη,
δυνατά, μέσα από το καλούπι του κενού ο χρυσωμένος
θόρυβος βγαλμένος, επαίρεται για το μνημείο το ραγισμένο.

Ω πώς, ένας ʽΑγγελος, δίχως νʼαφήσει ίχνη, της παρηγορίας θα τους ποδοπατούσε
το παζάρεμα, πουʼχει για σύνορό του την έτοιμη αγορασμένη τους εκκλησία]Ιππέα[/i], την Ράβδο, και, τον αστερισμό πλήρη,
Στέφανο Οπωρών, τον λένε. Μετά, πιο πέρα ακόμη, προς τον Πόλο:
Λίκνον, Οδός, η φλογερά Βίβλος, Θυρίς, Κούκλα.
Στον ουρανό, όμως, του Νότου, αγνόν ως ο μύχος
ευλογημένου χεριού, το καθαρά απαστράπτον Μ,
που, Μητέρας, σημαίνει...»

Αλλʼ ο νεκρός πρέπει να φύγει και, σιωπώντας, ο αρχαιότατος των Θρήνων
Θρήνος, ίσαμε το φαράγγι τον φέρνει της κοιλάδας
όπου μαρμαίρει μες στο σεληνόφως:

Η πηγή της χαράς. Με σεβασμό
την ονομάζει, λέγει: «Στους ανθρώπους
λογιάζεται πλωτό ποτάμι».

Στους πρόποδες του βουνού στέκουν.
Κʼεκεί τον αγκαλιάζει, θρηνώντας.

Μονάχος στα βουνά του αρχέτυπου πόνου σκαρφαλώνει.
Και μήδε μια φορά αντηχεί το βήμα του απʼτην άηχη μοίρα.

Μʼαν ένα σύμβολο οι ατέρμονα νεκροί ανασταίναν
για μας, θα έδειχναν, ίσως, τα χνουδωτά τσόφλια, που πάνω στη άδεια
φουντουκιά κρέμονται, ή θα εννοούσαν τη βροχή που πέφτει,
την άνοιξη, στης γης το σκοτεινό βασίλειο.

Κʼεμείς, που την ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ευτυχία
στοχαζόμαστε, θα δοκιμάζουμε τη συγκίνηση εκείνη
που μας συνταράσσει
σχεδόν, όταν κάτι ευχυχισμένο ΠΕΦΤΕΙ.

Nobody


490 Επισκέπτες, 0 Χρήστες