Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 579
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 484
  • Total: 484

Ράινερ Μαρια Ρίλκε

Ξεκίνησε από blue-roses, Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Nobody

ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Χωρίς να θέλουν, κοιτάζουνε πολλή ώρα
το παιγνίδι του• φορές-φορές, το στρογγυλό,
που πάει να γίνει, πρόσωπο, απ'το πλάι
φαίνεται ολόκληρο, σαφές, σαν γιομάτη ώρα,

που υψώνεται και χτυπά, στο τέλος.
Μα οι άλλοι, από την κούραση συννεφιασμένοι
κι από τη ζωή νωθροί, δε μετρούν τους χτύπους•
και δεν προσέχουν πώς φέρεται, καθόλου-,

πώς τα φορεί όλα, κ' έπειτα, ακόμη και τώρα,
όταν, μες στα μικρά του ρούχα, κουρασμένο,
σαν σ' αίθουσα αναμονής κάθεται κοντά τους
και τον καιρό του να περιμένει θέλει.

[img]http]

Nobody

ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ρόδον, ω αγνή αντίρρηση, ηδονή]http://germanhistorydocs.ghi-dc.org/images/10008897-r%20copy.jpg[/img]

Nobody

[size=18]ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ[/size]

Ίσως πάω μέσα από βαριά βουνά,
μες σε φλέβες σκληρές, μόνος, σαν ένα
ορυχτό, και βαθιά τόσο, που να μη βλέπω κανένα
τέλος κι ορίζοντα κανέναν: όλα εγίναν κοντινά
κι όλα τα κοντινά έχουν πέτρες γίνει.

Μύστης στον πόνο δεν έχω ακόμα γίνει, -
τόσο μικρόν το μέγα αυτό σκότος με κάνει•
μα εσύ 'σαι αυτό: γίνου σκληρός, κ' έτσι βαθιά μπες:
που να μπορεί το χέρι σου όλο να με φτάνει
και να σε φτάνω, εγώ, μ' όλες μου τις κραυγές.

Nobody

Ω Κύριε, τον θάνατό του δώσε στον καθένα.
Τον θάνατο που βγαίνει από τη ζωή του, εκείνη
που τον χρειαζόταν, τον σκεφτόταν και τον αγαπούσε.

Γιατί 'μαστε ο φλοιός μονάχα και το φύλλο.
Ο μέγας θάνατος, που όλοι έχουμεν εντός μας,
είναι ο καρπός, που γυρνούν γύρω του όλα.

Nobody

Πρόσεξε τους και δες τι να τους μοιάζει:
κινούνται σαν στον άνεμο αφημένοι
κ' ηρεμούνε σαν κάτι που κρατά κανείς.
Στα μάτια τους το επίσημο σκοτείνιασμα είναι
φωτεινών λειβαδίσιων περασμάτων,
που η μπόρα πέφτει πάνω τους η θερινή.

Nobody

Είναι τόσο ήσυχοι• μοιάζουν στα πράγματα σχεδόν.
Κι όταν κανείς μες στο δωμάτιο τους καλέσει,
είναι σα φίλοι που έρχονται και πάλι πίσω,
και χάνονται απ'το ασήμαντο κάτω
και σαν ήρεμο σκεύος σκοτεινιάζουν.

Σα φύλακες πλάι σε κρυμμένους θησαυρούς,
που τους φυλάσσουν μα ουδέ καν τους είδαν, -
φερμένοι από τα βάθη σάμπως βάρκα,
και σαν ασπρόρουχα πάνω στην απλώστρα,
έτσι κι αυτοί απλωμένοι κι ανοιγμένοι.

Nobody

Το στόμα τους, προτομής στόμα μοιάζει,
που δεν ήχησε η φύσησε ή φίλησε ποτέ
κι ωστόσο από μια ζωήν έχει περάσει,
που, όλα, με τρόπο ομοιόμορφο, τα 'χει δεχτεί
και τώρα καμαρώνει, σα να τα 'μαθε όλα -
κι όμως μόνο είδωλο είναι και πέτρα και πράγμα...

Nobody

Κ' η φωνή τους έρχεται από μακρυά
και πριν βγει ο ήλιος είχε ξεκινήσει
και σε μεγάλα δάση, πριν βδομάδες, ήταν
κ' έχει στον ύπνο της με τον Δανιήλ μιλήσει -
κ' είδε τη θάλασσα και για τη θάλασσα μιλεί.

Nobody

Ο ΚΥΚΝΟΣ

Ο μόχθος τούτος, μέσα απ' ότι δεν έγινε ακόμη,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με το άπλαστο βήμα του κύκνου.

Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη του εδάφους
εκείνου, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμά του μοιάζει-:

στα νερά πάνω, που τον δέχονται γαλήνια
και που, σάμπως μακάρια και σαν περασμένα,
κύμα το κύμα αποτραβιούνται, κάτωθέ του•
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος, άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.

Nobody

Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Την αναχώρηση αυτή, που δε μοιράζεται μαζί μας
τίποτα, δεν την ξέρουμε. Δεν είχαμε λόγο
να θαυμάζουμε, ν'αγαπούμε ή να μισούμε
τον θάνατο, δεν είχαμε παρά ένα στόμα μόνο

τραγικής μάσκας παράξενα παραμορφωμένο.
Γεμάτο ρόλους είναι ακόμη ο κόσμος,
που τους παίζουμε. Αν θέλουμε ν'αρέσουμε, παίζει
κι ο θάνατος, μ' όλο που δεν του αρέσει.

Μα, ως έφευγες, στη σκηνή τούτη, ξάφνου,
μι' αχτίδα πραγματικότητας τρύπωσε, απ'τη χαραμάδα
αυτήν απ' όπου έφευγες: αληθινό ηλιόφως,
πράσινο αληθινού πράσινου, αληθινό δάσος.

Παίζουμε συνεχώς. Απαγγέλλοντας και χειρονομώντας
και, πότε-πότε, ό,τι μάθαμε δύσκολα, με φόβο,
αναιρώντας• μα η τόσο μακρυνή σου
παρουσία, αφαρπασμένη από τον ρόλο μας, μπορεί

να μας ξαφνιάσει, κάποτε, σα γνώση, που, από κείνη
την πραγματικότητα, πάνω μας χαμηλώνει,
έτσι, που, μια στιγμή, παρασυρμένοι, τη ζωή μας
παίζουμε, χωρίς να' χουμε χειροκροτήματα στο νού μας.

Nobody

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ

Ε σεις, πλάι στη φωτιά! Το βλέμμα υψώστε!
Προς τα εδώ, σεις, που 'χετε σπουδάσει
τον άνοχθο ουρανό, Αστρομάντεις! Δείτε,
ένα καινούργιο, που ανατέλει τώρα,
είμαι άστρο. Όλη φλογίζεται η ύπαρξή μου
κι αστράφτει τόσο δυνατά, γιομάτη
από φως τόσο αθεώρατο, που δε μου φτάνει
πια το βαθύ στερέωμα. Ν' αφήστε
τη λάμψη μου στην ύπαρξή σας μέσα
να μπει: Ω τα σκοτεινά βλέμματα,
οι σκοτεινές καρδιές, νυχτερινές μοίρες,
που σας γιομίζουν! Ποιμένες, είμαι
τόσο μονάχο μέσα σας! Τον χώρο βρήκα
με μιας. Μην απορείτε: εγώ έχω ρίξει
τη σκιά του μέγα αρτόδεντρου. Το μέλλον,
ω να ξέρατε, άφοβοι, στα πρόσωπα σας,
τα γλαρά, επάνω, πόσο φέγγει τώρα!
Στο δυνατό φως τούτο, θα συμβούνε
πολλά. Σε σας το εμπιστεύομαι, μόνο
γιατί σωπαίνετε• ακόμη, γιατί αμέσως
πιστέψατε, σε σας μιλούν, εδώ, όλα:
μιλεί η φωτιά, μιλεί η βροχή, κι ο δρόμος
των πουλιών κι ο άνεμος, κι ό,τι εσείς είστε
πουθενά δε δεσπόζει μήδε αυξαίνει,
σιτεύοντας από ματαιότητα.
Δεν κρατάτε στου στήθους σας τον χώρο
ανάμεσα, τα πράγματα, μονάχα
για να τα τυραννείτε. Πώς, μέσ' σ' έναν
Άγγελον, η χαρά του κυλά ως ρυάκι,
όμοια το γήινο μέσα σας κινείται.
Κι αν, ξαφνικά, καιγόταν ένας βάτος,
θ'ακούγατε από μέσα σας τον Αιώνιο
να σας φωνάζει, κι αν στα ποίμνιά σας
Χερουβείμ ευδοκούσαν να σιμώσουν,
δε θ' απορούσατε, θα είχατε σκύψει
βαθιά, θα προσκυνούσατε, και τούτο
θα το λέγατε Γη.
                        Κι αλήθεια, αυτό 'ταν
Κάτι τι νέο θα πρέπει τώρα να είναι,
που γι' αυτό όλο αγωνίζεται η Οικουμένη.
Σαν τη δύσβατη λόχμη για μας είναι
το πώς ο Θεός στο στέρνο μιας παρθένου
νιώθει τον εαυτό του. Της θερμότητάς της
είμαι το φως, που σας οδηγεί τώρα.

Nobody

ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Την ψυχή μου πώς να τη συγκρατήσω,
που τη δική σου να μην ταράξει ψυχή;
Πώς να την κάμω σε κάτι τι άλλο να υψωθεί
πάνω από σένα; Θα 'θελα, με ό,τι πια εχάθη,
μες στο σκοτάδι να την ασφαλίσω,
σε μια γωνιά ήρεμη και ξένη, που να μη
δονείται, όταν σου κραδαίνονται τα βάθη.

Ό,τι σ' εσέ κ' εμένα την ταραχή φέρνει,
μαζί μας παίρνει, σαν μια δοξαριά,
που μια φωνήν αφήνει μοναχά,
από δυο χορδές. Σε ποιο όργανο είμαστε δεμένοι;
Και, ποιος παίχτης, ω τραγούδι γλυκό, μας κρατά;

Nobody

ΘΥΣΙΑ

Ω πώς, αφότου σε γνώρισα, μέσα από κάθε
φλέβα, το σώμα μου, μυρίζοντας, ανθίζει•
κοίταξε, πιο λιγνός γίνομαι και πιο ορθός ολοένα
κ' εσύ καρτερείς μόνο -: λοιπόν, ποια 'σαι;

Κοίταξε: σα ν' απομακρύνομαι, νιώθω,
και, ως γέρικο δεντρί, φύλλο το φύλλο χάνω.
Σάμπως καθάριο αστέρι, το γέλιο σου μονάχα
στέκει πάνω από σε κ' ύστερ' από με πάνω.

Όλ' αυτά, που, από τα παιδικά μου χρόνια
δεν πήραν ακόμη όνομα, και σα νερό λάμπουν,
θέλω στον βωμό πάνω να σου τ' αφιερώσω,
που ανάφτηκε απ' τη φλόγα των μαλλιών σου
κι ανάλαφρα, από τα μικρά σου στήθη, εστεφανώθη.

Nobody

ΜΟΝΑΞΙΑ

Πλήρη χαδιών τα χέρια
και τρυγητής κανένας.
Να φωνάξουμε τάχα
τους Άγγελους; Αχ, μπρος τους
ο πλούτος μας φτώχεια είναι.
Η φωνή μας, που φεύγει,
δεν είναι πάρεξ ένας
γείτονας θορυβώδης
της αδιαφορίας.

Nobody

ΠΟΙΑΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ...

Ποιας αναμονής, ποιας
θλίψης είμαστε θύματα,
εμείς που γυρεύουμε ρίμες
για το παγκόσμιο το Ένα;

Το σφάλμα μας ακολουθούμε
πεισματάρηδες πάντα•
μα στ' ανθρώπινα σφάλματα
είναι ένα σφάλμα από μάλαμα

484 Επισκέπτες, 0 Χρήστες