Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 544
  • Online ever: 1,080 (Ιουλίου 01, 2025, 10:00:42 ΜΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 548
  • Total: 548

Ράινερ Μαρια Ρίλκε

Ξεκίνησε από blue-roses, Φεβρουαρίου 08, 2007, 01:58:33 ΜΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

Nobody

ΕΥΤΥΧΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ...

Ευτυχείς πρέπει να 'μαστε, τον Θεο για να βρούμε,
γιατί, εκείνοι που τον εφευρίσκουν από θλίψη,
προχωρούν πολύ γρήγορα και ζητούν πολύ λίγο
της φλογερής απουσίας του την οικειότητα.

Nobody

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Σε τέτοιες ώρες, πάμε προς τα κει
κ' επί χρόνια πηγαίνουμε, σε τέτοιες ώρες,
και, κάποτε, βρίσκεται κάποιος, που γροικά, -
κι όλες οι λέξεις έχουν νόημα, τότε.

Μετά, έρχεται η πολυκαρτέρευτη σιωπή,
από μεγάλα αστέρια, σαν τη φαρδειά νύχτα:
σάμπως δυο άνθρωποι στον ίδιο κήπο να φυτρώνουν
και, μες στον χρόνο, ο κήπος τούτος δεν υπάρχει.

Κι όταν κ' οι δυο χωρίζονται, πάνω σ' αυτό,
μένουν καθένας με την πρώτη λέξη μόνος,
θα χαμογελάσουν και μόλις θα γνωρίζει ο ένας τον άλλο,
μα κ' οι δυο θα 'χουν μεγαλώσει πιο πολύ...

Nobody

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ

Λοιπόν, μια στιγμή ακόμη.
Ας μου κόβουν, πάλι και πάλι, το σκοινί
μικρά κομμάτια.
Τόσο όμορφα, στερνά, είχα ετοιμαστεί,
που είχε κιόλας κάμποση μπει
αιωνιότητα μες στα σωθικά μου.

Το κουτάλι, μου το κρατάτε κοντά
το κουτάλι τη ζωή.
Όχι, θέλω και δε θέλω πια,
αφήσετέ με να ξεράσω τον εαυτό μου.

Το ξέρω, είναι αγαθή κ' είναι μεγάλη
η ζωή, κι ο κόσμος ξέχειλο τσουκάλι,
μα στο αίμα μου, τι τα θέτε, δεν πηγαίνει,
μόνο στην κεφαλή μου που ανεβαίνει.

Άλλους τους θρέφει, εμένα μ' αρρωσταίνει•
κι αυτό, κανείς, εννοείται, δεν το στέργει.
Τουλάχιστον, για χίλια χρόνια,
έχω ανάγκη να τη νηστέψω, τώρα.

Nobody

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Για να μην πέσει, απ' το βαλμένο κατά μέρος
πρόσωπο, κανένας απ' τους μεγάλους της πόνους,
σιγά-σιγά, μέσα απ' τα δράματα, σηκώνει
την όμορφη, πλην μαραμένη πια, ανθοδέσμη
των χαρακτηριστικών της, τη δεμένη
μόλις, μα και σχεδόν λυμένη κιόλας•
μα, κάποτε, καθώς πολυάνθεμο, κυλά και πέφτει
ένα χαμόγελο χαμένο, κουρασμένο.

Και περπατά ήρεμη, και κουρασμένη
περνά, με τα όμορφα τυφλά της χέρια,
που ξέρουν πως ποτέ δε θα το βρίσκαν,

και λέει επινοημένα πράματα, που εντός τους,
τρικλίζει μια οποιαδήποτε, θελημένη, μοίρα,
και της ψυχής της την αίσθηση της δίνει,
σε κάτι τι ασυνήθιστο για να ξεσπάσει:
σαν την κραυγή μιας πέτρας -

κι αφήνει, μ' υψωμένο πηγούνι, όλα τούτα
τα λόγια, ένα προς ένα και πάλι να κυλήσουν
δίχως κανένα μένοντας• γιατί, μήτε ένα, απ' όλα,
με την οδυνηρή δεν είναι μετρημένο
πραγματικότητα, που είναι όλο κι όλο ό,τι έχει,

το έχει της, και που, καθώς ποτήρι δίχως πόδια,
ψηλά, πάνω απ' τη φήμη της να κρατά πρέπει,
κ'έξω από το κατώφλι των βραδιών της.

Nobody

Ο ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΣ

Να κοιμηθώ ακόμη αφήσετέ με... είναι η υποσχεμένη,
στον κοιμώμενο, ανακωχή, σε μακρές μάχες•
στην καρδιά μου, τη σελήνη ανατέλλουσα παραφυλάσσω,
δε θα' χω πια, σε λίγο, τόσο σκοτάδι στην καρδιά μου.

Ω θάνατε πρόσκαιρε, γλυκύτητα που μας τελειώνει,
μέτρο των κορυφών μου, δικαιότατο βάθος,
αθωότητα των χυμών κι αβεβαιότητα όλου του αίματός μου,
σε σένα, στη ρίζα του, ακόμη κι ο φόβος μου φόβος δεν είναι.

Ύπνε, γλυκύτατε Κύριε, να μην ονειρεύομαι κάνε,
τα δάκρυα και το γέλιο μου ανακάτεψε εντός μου•
διαχυμένο άφησέ με, έτσι που η εσώτερη Εύα
να μη βγει στην εχθρική φλόγα της απ' το πλευρό μου.

Nobody

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ω εσύ, που δε σου λέω, πως, τη νύχτα,
κλαίοντας, πλαγιάζω,
που η ύπαρξή σου τρυφερά με κουράζει,
νανούρισμα σα να 'ταν,
ω εσύ, που δε μου λες, αν αγρυπνάς
για χάρη μου: πες μου,
πώς θα μπορούσαμε
να κρατήσουμε μέσα μας
αυτό το μεγαλείο,
αν δεν το 'χαμε διόλου χορτάσει;

Θυμήσου τους εραστές, πόσο
γρήγορα, τις εκμυστηρεύσεις μόλις αρχίσουν,
λεν ψέματα κιόλας.

Μόνον με κάνεις. Μονάχα εσέ μπορώ ν' αλλάξω.
Μια στιγμή εσύ 'σαι, το θρόισμα, ύστερα, είναι πάλι
ή κάποιο άρωμα, που εξατμίστηκε όλο.
Άχ, μες στην αγκαλιά μου όλες τις έχω χάσει•
μόνον εσύ, πάλι και πάλι θα γεννιέσαι:
γιατί ποτέ μου δε σ' αγκάλιασα, σε κρατώ τόσο.

Nobody

Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ

Ι

Το χέρι μου έχει ακόμη μια μονάχα
χειρονομία, και μ' αυτήν αποδιώχνει•
στις παλιές πέτρες πάνω
στάζει υγρασία απ' τους βράχους.

Το πλατάγιασμα αυτό γροικώ μονάχα
κ' η καρδιά μου το βήμα της ταιριάζει
με της στάλας το βήμα
και χάνεται μαζί της.

Πιο γρήγορα να έσταζε, αλήθεια,
ένα ζώο να ερχόταν πάλι, αλήθεια.
Οπουδήποτε φωτεινότερα ήταν -.
Μα τι ξέρουμε εμείς!

ΙΙ

Σκέψου πως ό,τι ουρανός κι άνεμος είναι τώρα,
ό,τι αέρας στο στόμα σου και στο μάτι σου λάμψη,
θα γινότανε πέτρα ως στη μικρή γωνιάν εκείνην
όπου η καρδιά σου και τα χέρια σου είναι.

Κι ό,τι τώρα μέσα σου λέγεται: αύριο,
μετά κι αργότερα και του χρόνου και πιο πέρα, -
μέσα σου πληγή θα γινόταν και γιομάτη πύο
κι όλο θα πυορρούσε και δε θα γιατρευόταν ποτέ πια.

Κι ό,τι μνήμη ήταν θ' αστοχούσε, και το στόμα
το αγαπημένο, που ποτέ δεν γελούσε, θα θωρούσες
να 'ναι κοντά σου, αφρίζοντας από τα γέλια.

Κι ό,τι ήταν Θεός, θα 'ταν ο δεσμοφύλακάς σου μόνο,
που μοχθηρά θα στούπωνε και τη στερνή τρύπα
με το βρώμικο μάτι του. Κι όμως, θα ζούσες.

Nobody

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Όσο δεν τρόμαξαν ποτέ, είναι τρομαγμένοι•
άταχτα, τρυπημένοι συχνά, και διαλυμένοι,
γέρνουν στη λάσπη την ανασκαμμένη
του χωραφιού τους• πώς απ' τα σάβανά τους

να βγουν, που αγαπητά τους έχουν γίνει;
Αλλ' Άγγελοι έρχονται, να στάξουνε λάδι
μέσα στις ξεραμένες τους αρθρώσεις
κ' υπό μάλης να βάλουν στον καθένα

ό,τι μες στην αλλοτινή της ζωής του τύρβη,
έτυχε να μην έχει βεβηλώσει,
γιατί εκεί μένει ακόμη λίγη ζέστα,

ώστε το χέρι του Κυρίου να μην κρυώσει,
όταν, από τη μια κι από την άλλη αράδα,
θα το πιάνει, το βάρος του για να ζυγίσει.

Nobody

ΕΥΑ

Στέκεται απλή, στο ανέβασμα το μέγα
του Καθεδρικού, πλάι στο εικονισμένο
του παραθυριού ρόδο, με το μήλο,
στην αμαρτωλή στάση: ένοχη-αθώα

μια για πάντα σ' ό,τι έρχεται, που το γέννησε όταν
της αιωνιότητας άφησε τον κύκλο,
προτιμώντας, με τον εαυτό της να χαράξει
δρόμο στη γη, ως χρονιά καινούργια.

Αχ, ευχαρίστως θα έμενε σε κείνο
τον τόπο, λίγο ακόμη, να προσέξει
των ζώων τη λογική και την ομόνοια.

Μα όταν, τον άντρα, έτσι αποφασισμένο
βρήκε, πήγε μαζί του, διψασμένη
για θάνατο, τον Θεό πριν καν γνωρίσει.

Nobody

All human beings are occurences, but they happen to no one.
   The song of the statue, written on Saturday, the 18th of November, at night:


WHO is there who so loves me, that he
will forfeit his own dear life?
If someone will drown for me in the ocean,
I will be brought back from stone
to life, to life redeemed.

I long so for blood's rushing:
stone is so still.
I dream of life. Life is real.
Has no one the heart
that I wish for in this beauty?

And if once I do find myself in life,
given everything most golden,-
.........
then I shall weep
alone, weep for my stone.
What good will my blood be, when it ripens like wine?
It cannot scream back out of the ocean
that One who loved me most.

Nobody

I see two eyes like two children
straying through a forest.
They say: What gnaws at us is the wind, the wind,
and I, I reply: Yes, I know.
I know of a girl who weeps; her lover-
it's been two years-went away,
but she says so sweetly: It's the wind, the wind,-
And I, I reply: Yes, I know.

So often I'll wake up in my room
thinking a voice spoke to me.
Yours, but the night murmurs: the wind,-
and I weep in my bed: Yes, I know.

Nobody

24 February, an evening walk in calm, soft, darkening air, Dahlem Street.

WHOEVER you are: In the evening step out
of your room, where you know everything;
yours is the last house before the far-off:
whoever you are.
With your eyes, which in their tiredness
barely free themselves from the worn-out threshold,
you very slowly lift one black tree
and place it against the sky: slender, alone.
And you have made the world; and it is huge
and like a word that goes on ripening in silence.
And as your will seizes on its meaning,
tenderly your eyes let it go...

Nobody

This has long seemed to me a kind of death:
this losing of youth's visage;
onto soft, slender cheeks the mask of man
clamps down-harsh, bearded, red.

How do they bear this losing of their youth?
Suddenly one is just another cog-
no longer young and no longer wondrous
and yet alone.

No longer is one brotherly with trees,
leaning at one's window, one no loger shines out;
grown men, armed with any sort of pretext,
crowd around the quiet garden bench
where once they happily ignored the youth.

They gauge him by their common measures-
he, who was once for them some odd foreigner;
they put their stupid hat upon his hair,
which for years has been blowing in all breezes.
And he has a hundred images and prayers
that suddenly are withered, without effect.
He must cease bowing in the wind,
and not show anyone
that in his heart all violins
are his sisters.
What has drawn him on
in darkness-
all that's unconscious-
must cease to be.
No longer may the evening
find him alone:
only among like-minded ones.
Yet of those many:
Who muses on things the same as he?
Who stands bowed over God?
Who keeps silent?
Who with all his gestures indicates the sea?
Who dreams of girls as if
of evening hours?
And where
might that one be found
who fled form the garish feast of men?
The sheen of dancing girls
is what they love;
to use their wit and come out winners,
to seize with all their senses,
is what they crave.
Among them, what should they do
with his dream-endowed
bright serenity,
how should he talk with them
when from each one
he's severed by a hundred wonders.
How should he laugh along
over a sly reply...
and after many a cup
wake up with them to morning,
to that daily, thousand-faceted event
that moves him so differently?
No matter how blunt their actions,
he'll stay on among them:
a youth, conducted into manhood.
He'll go about, as they, in current fashions,
in a city suit, with polished shoes,
but in the forests, in a light loden mantle
he'll walk the old trails barefoot.

Manhood, in the form it nears us,
manhood of the weighty daily deed-
this manhood is a disguising
of longings and laces:
a nasty affair.

A growing-similar to everyone,
so that those whose gaze
is on the crowd won't pick us out,
and a concealing of ourselves-
from which we'll feel such rue
in the bride's silent, inquiring eyes.

No, let me quietly go on being
what I perhaps still am,
so that my solitary days may bear me
toward manhood differently.

I still have my first growth of beard,
my tender strength trembles
along my arms' shaft,
barely broken out in bloom.

I don't know what I will become,
nor what I was to be,
I can only replicate the earth's
deep gestures.
I have storm and stillness,
clarity and dusk;
my will is absorbed in growing
and young...

548 Επισκέπτες, 0 Χρήστες