Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 229
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 261
  • Total: 261

Active Member

Ξεκίνησε από blue-roses, Μάρτιος 30, 2007, 11:36:29 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

blue-roses

Είναι όλα όμορφα πια        
 
Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν, θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.

Μακάρι να μπορούσα να σας ανεβάσω πάνω στη σκηνή,
να σας μπολιάσω απ' την δικιά μου υπομονή.
Ένα εικοσάστιχο πώς να περιγράψει ό,τι έχει αλλάξει
να πειράξει τη βολή, αν έχει μέσα σας λουφάξει.
Εντάξει – αν με ακούτε μάλλον ξέρετε,
ποιος είναι Low bap, ποιος χαίρεται, ποιος ντρέπεται,
ποιος κλαίγεται και ποιος ακόμα πολεμάει,
ποιος ραπάρει στο μικρόφωνο όλα αυτά που περνάει.
Να γιατί μου μοιάζουν όλα όμορφα,
γιατί όλοι τραγουδάμε ρεφρέν που κάποιος έγραψε ανορθόγραφα,
γιατί το «απ' την Κρήτη στον Έβρο» δεν είναι πια απλή ατάκα
και δεν γράφω για τον κάθε μαλάκα.
Γιατί μας νοιάζουνε τα λόγια, όχι η μούρη του Brak,
γιατί το εξώφυλλο ακολουθούν οι στίχοι του Sabac,
γιατί ο Rodney νοιώθει το Low Bap δικό του
και τώρα πια ραπάρει για την πίστη στον εαυτό του.
Γιατί κάναμε το Πέραμα - Λονδίνο, δύο βήματα,
χωρίς μανατζερέους, μεσάζοντες και χρήματα,
γιατί για όλα όσα έκανα δεν τα μετανιώνω
κι αφού είμαι πάλι εδώ, απλά διαπιστώνω πως

…Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.

Είναι όλα όμορφα, όμορφα, όμορφα πια
για όσους βάζουν το κεφάλι ακόμα μες στη φωτιά,
για όλους εμάς που η Fiera πήρε αγκαλιά κι από κανένα τελειωμένο δε σηκώνω μιλιά,
και στα πουστράκια φιλιά, τα καινούρια τα παλιά
ή τα πρώην τα δικά μας όλα μια αγκαλιά.
Μακριά από μας, μακριά από μας
κοίτα τ' απόνερα και βούλωσέ το πια, μη μιλάς
κι αν δεν ντρέπεσαι για τη Low bap καταγωγή σου,
ντρεπόμαστε όλοι εμείς για όσα περάσαμε μαζί σου.
Βρε, αϊ γαμήσου, εσύ και οι τώρα κολλητοί σου.
Στο κούτελο σημάδι θα 'χεις πάντα τη ντροπή σου,
δειλό αγόρι και το μελάνι στο κεντήσαν με το ζόρι,
τώρα σε σπρώχνουνε στην πιάτσα οι εμπόροι.
Τα πουστροκάναλα όλα για πάρτη σου,
κρυφοί καημοί ξεβγαλμένοι απ' το κουφάρι σου,
για ν' αποδείξεις και να λέει όλη ετούτη η φάρα
ποτέ δεν ήταν Active Μember η πουστάρα.

 

blue-roses

Εκεί που μ' είχα πρωτοβρεί        
 
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ αποθέματα μίσους.

Υπάρχουν πλεγμένα εγκώμια και αφηγήσεις υμνητικές
για αυτό που ελπίζαμε ότι δε θα πεθάνει ποτέ
και για αυτό που ελπίζαμε ότι θα ’ρθει.

Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
δεν υπήρξαν ποτέ εξατμισμένες αγάπες
ούτε ακρωτηριασμένες στιγμές.
Υπήρχε αγάπη, σεβασμός και βλασφήμιες για τ’ αθέατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί ποτέ δεν καραδοκούν τα όρνια
κι είναι γεμάτα από μικρά κομμάτια μαγείας
που ξεφύγαν απ’ το δρεπάνι του χάρου.
Εκεί ποτέ δε θέλησε κανείς να μας πλύνει τα πόδια μιλώντας για τα έσχατα.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί
όλοι στέκουν μακριά απ’ αυτούς που μιλάνε απλά για να μην είναι μόνοι.
Εκεί και του δειλού η σιγή κάνει τόσο θόρυβο.
Εκεί και οι εχθροί είναι ισάξιοι.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί το χώμα είναι αυλακωμένο από κραυγές οργής
και αιμάτινους όρκους,
από χαλασμούς κι ονειροπολήματα.
Εκεί ακόμα σου προμηνύουν οι ζωσμένοι πως γυμνός από αξιοπρέπεια
να μην έρθεις.
Εκεί οι κλειδαριές δε κλειδώθηκαν ποτέ για τους νυχτοπάτες.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί οι άλαλοι σέρνονται δίπλα σου σα χαμένοι.
Εκεί είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι χωρίς οικοδεσπότες.
Εκεί, αν δεις άντρα να περπατάει με τα χέρια στην πλάτη
είναι που ανάγκη πια τις αγκαλιές δεν έχει
και αν κάποιος μιλάει στον άνεμο παύει να ‘χει μυστικά.
Εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί, λέω να ξαναγυρίσω
τώρα που πυκνώσανε στα γένια μου οι άσπρες τρίχες.
Εκεί έχω μνήμες.
Εκεί έχω αγάπη.
Εκεί έχω όσα αγωνίστηκα να βρεις κι εσύ.
Αν κρυφτείς κάποτε κι εσύ εκεί, θα βρω κι εσένα.
Θα σ’ έχω πρωτοβρεί εκεί που μ’ είχα πρωτοβρεί.

 

blue-roses

Εμείς κι οι άλλοι        
 
Το νου σας όσοι διαλέξατε δρόμο δικό σας,
εμείς μοιράσαμε ήδη το μερτικό σας
επικρατούσας τάξης η μεγάλη ιδέα
στεφανώθηκε το χάρο και τα αισθήματα αμοιβαία.
Τα μάτια δεκατέσσαρα, κρατάμε πισινή
όσοι τρυπώσαμε στη μάζα παρακατιανοί,
χέρια μεγάλα, μικρά μυαλά συνδεθήκαμε,
στα σύνορα της σκέψης αυτοαπαγορευτήκαμε,
αμπαρωθήκαμε κι αφήνουμε έξω τον καθένα
που δε φέρει κανένα απ' όλα τα καθιερωμένα,
τα κοινά τα χαρακτηριστικά, βιαστικά - βιαστικά
γίναμε ένα καταναγκαστικά.
Και βγάλαμε χρησμό από μαντείο αυθεντία
πως είναι η ράτσα η πρωταρχική αιτία.
Είδωλα χρυσά προσκυνήσαμε στα όπλα
και ξαναγράψαμε καθάρια τα πιο βρώμικα κόλπα.

Βουνά και κάστρα από βιβλία χρυσοντυμένα
κι άλλοι για μια τους λέξη μόνο φτύνουν αίμα.
Τελετές και προσκυνήματα εμείς κάτω από τ' άρματα
κι άλλοι κατάρες για ψωμί, νερό και φάρμακα.
Στα ράφια για μας το δίκιο με δόσεις
κι άλλοι δικάζονται σε ζωντανές μεταδόσεις.
Εμείς ξορκίζουμε τύψεις με παρακάλια
κι άλλοι φορτώνονται τα λάθη μας τσουβάλια.

Για όσους μιλάνε δυνατά για πράγματα που 'ναι καλύτερο ν' αλλάξουν,
φυλάμε κακό μπας και την ψάξουν
και βρουν την άκρη· αν δε τη βρουν, κάποιοι τρελοί θα τη φτιάξουν
ή θα το κόψουν το νήμα ή θα το σκάψουν
το κορμί τους για όσους θυμούνται τ' αλλότρια,
τα μακρινά και παράταιρα και γυμνώνουν τα εσώτερα.
Για όσους νοιώθουν πως έχουν έρθει από αλλού
πως ταξιδέψαν και κλέψαν τη μυρωδιά κάτι παλιού,
θαμένοι ξανά πριν από κάμποσα χρόνια
τους λέμε σκιές κι ας αλωνίζουμε στ'αλώνια
τα μαρμαρένια με πικροδάφνες και ζαχαρένια,
παραφουσκώνουμε κεφάλια αχυρένια.
Δε βαριέσαι, πάντα υπάρχει μια γωνιά δικαιολογίας
να στοιβαχτούν απωλεσθέντα ιστορίας.
Για να πατσίσουμε δυο αλήθειες σε βιβλίο σχολικό,
στον πάγο κρύβουμε καλά το γλυκό.

Στην ίδια μοίρα όσοι αφήνουν πίσω τους σημάδια,
γι' αυτούς τους άπιστους φροντίζουμε μ' αγκάθινα χάδια
για μια αφίσα, για μια χωρίς άστεγους πόλη
φτιάχνουμε πρόσωπα ίδια με πούδρα και βιτριόλι.
Για τους αμάχους που με θράσος δε μπαίνουν στον κύκλο,
θα βρούμε θέση μπροστινή σε κάποιο τσίρκο
παρακρατικό, με τέντα ανθρωπισμού ορθολογική,
τη πορφυρή μας τη χλαίνη απλά τη βάψαμε χακί.
Για όσους δειλούς έτσι τους λέμε αντιρρησίες
που σπείραν αμφιβολίες σε χωράφια αυθαιρεσίες,
βαριά είναι η ποινή για να μας βγάλει μαλάκες,
αφού πετάνε βλαστάρια ό,τι σκεπάζουν βλάκες.
Γι' αυτούς που τράβηξαν καινούριο, πρωτοδιάβατο δρόμο,
το καλοκαίρι θα περάσουμε το νόμο·
άλλοθι ξεδιάντροπο, μια νεογέννητη χίμαιρα
στις δημοσιές και τα καταμεσήμερα.


Ανθρώπινη Συμφωνία
Ξεμείναμε πάλι μόνοι στα γνώριμα και τα ξένα,
παρέα με δέντρα στοιχειωμένα και λιθάρια ριζωμένα
σ' ένα στούντιο στη μέση μιας μεγάλης κοιλάδας,
μακριά από το κλουβί της αλλοπαρμένης Ελλάδας·
χωρίς sampler και κουτιά να στρώνουν μουσικό χαλί,
χωρίς μπάσο και beat και των οργάνων τη βολή.
Πολυφωνία - κακοφωνία σε μια παράξενη αρμονία
που βγάζει μόνο του ένα στόμα ανθρώπινη συμφωνία,
χάρη στον Adam, τον ξωτικόφιλο ηχολήπτη,
βρίσκουνε χώρο εδώ τα scratch χωρίς πικάπ και μίκτη.
Δύο λογάκια μόνο φτάνουν να δέσουν κομμάτι,
μια μούσα κλείνει το μάτι σ' ένα συνθέτη ακαμάτη.
Low bap γινάτι πάνω στ' ακρόνειρου το πέρασμα.
Στο ίδιο ταξίδι, Twinpeaks και Πέραμα.
Freestyle κέρασμα σ' όσους πήραν τους δρόμους
για να φιλιώσουν τους πιο παράξενους κόσμους.



 

blue-roses

Ένα Jam για το Μάγο        
 
Ψάξε να βρεις μικρή φωτιά μέσα στ' απέραντο σκοτάδι
Ψάξε, τάξε τα σμύρνα κι ο χρυσός δεν αρκούν, το αίμα σου στάξε.
Στάξε πάνω στις πέτρες, στα δέντρα, στη βροχή· γι' αρχή
πες ένα ξόρκι για του δάσους την ψυχή.
Καλή εποχή, ζεστή βροχή, φεγγάρι μου κουρασμένο,
μισαναμένο, στα σωθικά της νύχτας περιμένω.
Mόνο σκιάζομαι λίγο κι ανασαίνω κάτω απο φύλλα βρεγμένα.
Λογικά μου χαμένα, φυλάξτε δρόμο στα κρυμμένα
κι εμένα κάπου στα λυκοπερπατημένα κι άγνωστα μέρη
που όποιος ξέρει, προσέχει πάντα τι θα φέρει.
Όσα φέρει, κι όσα μπορεί κι όσα αντέχει το πετσί του,
μαζί του, τ' αγρίμια κορμί του, τα πουλιά όρασή του.
Γι' αυτό κράτα, ρε· βλέπω στο βάθος μια φλόγα μεγάλη.
εγώ είμαι εντάξει, αντέχω ως του βουνού το κεφάλι.
Μη πάει χαλάλι το τραγούδι που του φτιάξαμε·
θα το πάμε στο μάγο όπως του τάξαμε.

 

blue-roses

Επιστρέφει η σιωπή        
 
Σκάσε κουφάλα ζωή και φαντάσου μια εικόνα,
με τα μάτια, λεει, κλειστά να σε περνάω από βελόνα
και μ' αυτή να κεντάω κάργα στιγμές στο πετσί μου,
όσα έχω πάνω μου, είναι πατρίδα και γη μου.
Μα την αφή μου και τον νου μου τον άχρονο,
μα τη φωνή μου και το αίμα μου το άφθονο,
εμένα πάντα από μακριά μόνο μου γνέφει,
δε με φοβίζει που η σιωπή με κραυγές επιστρέφει?
αλαλιασμένη και ψευτονοικοκυρεμένη,
παστρικιά πουτάνα, καλοπληρωμένη,
καλά φτιαγμένη, λιγωμένη απ' το αιώνιο πιόμα,
γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας κι ανταμώσω το γιόμα,
όμορφο τόσο που να θέλω να μου δώσω
όμορφο τέλος - μα δε γαμιέται, δε θα προδώσω.
Θα με φωνάζω συνέχεια ψεύτη
μέχρι να 'ρθεις, δειλέ μου επισκέπτη.
Και σαν κυλήσεις προς τα εδώ, φέρε μου λίγο αέρα
κι αν θέλεις, πες μου, έξω είναι νύχτα ή μέρα
Αν κάτσεις ώρα, φτιάξε μου λίγο το κέφι?
μα κάνε γρήγορα, γιατί η σιωπή επιστρέφει.

Επιστρέφει, είναι κοντά η σιωπή.
Στις αυλές των θαυμάτων η ντροπή βγάζει το άχτι,
μασάει τη ρίζα η ψυχή μου να κοπεί,
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Επιστρέφει και καταπίνει φωτιές,
πίνει μεδούλι και μετράει τους σφυγμούς σου,
ξέρει καλά πως τρελάθηκες χθες,
είναι κοντά και ακούει τους λυγμούς σου.

Δυο λόγια μόνα κι απλά θέλουν πια κόπο διπλό
κι έχουν για αντίβαρο τον χρόνο τον ανύποπτο,
απαλά σε σκουντάνε κι ένα οδηγό έχουν τυφλό
που σέρνει σκυλούς φιμωμένους χωρίς φίμωτρο.
Στη σιγαλιά ξαναζεσταίνουν τα παλιά, μα ούτε γουλιά,
ξεσαλωμένα, θολωμένα, δε κερνάνε κανένα,
κοκορεύονται για φως αληθινό στην αντηλιά,
κουλουριασμένα ζητιανεύουν με χέρια κομμένα.
Γλύφουν το δρόμο να γυαλίζει που η σιωπή ακολουθάει?
κάτι μέρες μετράει σε καιρό που τη βοηθάει.
Γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας και στα πάντα τη σπάσω,
κάτω απ' των στίχων τη σκιά να ξαποστάσω.
Κι όσο γυρεύεις το λόγο θα βρίσκεις φόβο,
κι αν μαγειρεύεις μια γέννα, ό,τι μας δένει, θα κόβω.
Θα ζω μ' αέρα, θα ταξιδεύω σα σφαίρα,
θα χτυπάω με το κενό και θα γιατρεύω μ' αιθέρα
κι εσύ δε θ' αντέχεις, μα θα τρέχεις στην ουσία
να βαφτίζεις το τυχαίο συνομωσία
κι εγώ θα βάζω το κεφάλι τη ρίζα να καταπιεί,
γιατί επιστρέφει κι είναι κοντά η σιωπή.

 

blue-roses

 Ετυμηγορία        
 
Σ' αυτού του κόσμου τα χαλάσματα, λόγια φαντάσματα
βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα.
Πλάνες και θαύματα, νιατα, γεράματα
προδότες και ήρωες, στάχτες κι ανάματα
ντροπής άρματα στα χέρια οι πένες χαρισμένες
στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λήμματα• κοίτατα
της εξουσίας παραπατήματα γουστάρω
αν σκεφτώ τώρα εκδίκηση θα πάρω
κουφάλες να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας
έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας
χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να 'ναι
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ' το λάκκο πετάνε
κοιτάνε, δε σκιάζονται και τραγουδάνε κι ας πεινάνε,
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.

Αν ξεμακραίνεις απ' το κύκλο της ντροπής,
τότε φαίνεσαι σ' όλους πολύ κουρασμένος.
Αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής,
τότε, στ' αλήθεια, είσαι πολύ γελασμένος.
Αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλειά,
δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου.
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου,
αν το βουλώνεις.
Αν το βουλώσεις ξανά, φτάνει στ' αλήθεια μαλάκα η σειρά σου.
Αν ξεμακραίνεις, τους κακοφαίνεται
Αν ξεμακραίνεις, κρατάς και κάτι απ' τη καρδιά σου.
Αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου,
χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.

Βρήκα την άκρη η ντροπή να μη μπορεί ν' αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ' τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ' όνειρό μου, το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρίμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου, ασπίδα μου, και ριζικό μου.
Απ' το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για το τρόμο, κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας,
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας.
Χαρά μας, το τέρας της ντροπής πεθαίνει,
σπαρταράει εδώ κι εκεί, βαριανασαίνει.
Δεν επιμένει, το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε.
Το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε,
μας ένωσε, μας θύμησε, απ' τη βολή να βγούμε
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή,
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.

blue-roses

Ευρωπέος        
 
Χτυπάει η καρδιά σου, ρε, Ευρώπη στων κηφήνων τις κυψέλες
μαζεμένα είν' τα παιδιά σου στις πανέμορφες Βρυξέλες
κι η απόφαση έχει βγει, το ταμείο γίνεται ένα
ένα και τα όνειρά μας και γραμμένα από ίδια πένα.
Τα μηνύματα για μένα είναι όλο αισιοδοξία
θα 'μαι ίδιος με τα γκάλοπ και με ίδια ευαισθησία
θα 'χω πρότυπο μοντέλο την Ιταλική φινέτσα
και θα αλείβω υδατική στη ρωμαίικη μου πέτσα.
Για να μη με κάψει ο ήλιος όσο θα 'μαι στην αρένα
μ' ένα ταύρο ναρκωμένο θα χορεύω macarena
που τα κέρατά του θα 'ναι σαν του πρίγκιπα μεγάλα
σαν και αυτά που είχε φορέσει ρε στον Κάρολο η κουφάλα.
που δε σεβάστηκε το σόι το αίμα το βασιλικό
και τους έκανε το κάστρο σαν ρημάδι σπιτικό
θα οδηγάω δεξιά κι ας γουστάρω αριστερά
θα 'χω πίσω Άγιο Βασίλη να μιλάει λαπωνικά.
Και δίπλα ένα χλωμό Σουηδό συνοδηγό
που στην Ίο είχε αγαπήσει κάποτε έναν Ολλανδό
και τ' αμάξι δε σας είπα θα 'ναι η νέα Mercedes
στη γραμμή της κλασική, θα 'χει κάτι από SS.
Δεν το φτιάξαν κατα τύχη γι' αυτό ρίξανε το τοίχος
δεν το φτιάξαν κατά τύχη- όχι αυτός είναι ο ίδιος στίχος !
Για τη χώρα μας δεν είπα που δε συμπαθούν οι ΗΠΑ
και για τους πολιτικούς μας που το ρίξανε στην
Αντί να ανάψουν κάνα πούρο απ' τη χώρα του Φιντέλ
μας πετάξαν στη Βαβέλ αγκαλιά μ' ένα cartel
των πλουσίων ομολόγων και των αδελφών χωρών μας
πάει, ρε, μάνα το χωριό μας.
Τώρα γέμισα με δέος και στα αλήθεια είμαι ωραίος
που κατάφερα και εγώ να 'μαι ένας Ευρωπέος.
Κάνε τα σάλια σου ρε Έλληνα σιρόπι
για να γλείφεις τα λιγούρια στην Ευρώπη,
κάνε το αίμα σου χαλί να περπατήσουν
κι ίσως ποιος ξέρει φιλοδώρημα ν' αφήσουν.
Τώρα γέμισα με δέος και στα αλήθεια είμαι ωραίος
που κατάφερα και εγώ να 'μαι ένας Ευρωπέος.
 

blue-roses

Εφιάλτης        
 
Ξύπνησα κι ουρλιάζοντας βγήκα στη βροχή
χωρίς να ξέρω που πάω κι αυτό είναι μόνο η αρχή
από έναν εφιάλτη που τα τελευταία βράδια
μοιάζει με φως δυνατό μέσ' τα σκοτάδια.

Τέσσερις τοίχοι λεει και εγώ πεσμένος κάπου εκεί
παρά τον πόνο όμως δε μοιάζει αυτό με φυλακή
γλυκές σειρήνες και οι θόρυβοι γνωστοί
λίγο ψύχρα και οι τοίχοι να 'ναι υγροί.

Σφιχτά δεμένος και αίμα να χάνω
και σε μια οθόνη αναμμένη από πάνω
να μου περνάνε ό,τι σιχαίνομαι μπροστά μου
ν' ακούω γέλια απάντηση στα δάκρυά μου.
Κι οι σκιές ασπροντυμένες λεει κι αυτές
να 'ναι τριγύρω μου με ονόματα απ' το χθες
κι όχι να μου λένε δεν είμαστε οι τύψεις
είμαστε όλα αυτά που προσπαθείς καιρό να κρύψεις.
Και να γελάνε δυνατά μέσα στ' αφτιά μου
βαμμένες με το αίμα μου να στέκονται μπροστά μου
κι εγώ να θέλω να λυθώ και να πετάξω
και δυνατά να ουρλιάξω.

Κι ύστερα αρχίζουνε να καίνε τα δεσμά μου
και στην οθόνη να περνάνε τα χαμένα όνειρά μου
κι είναι πολλά αυτά που βλέπω μέσα εκεί
και σαν υπότιτλοι περνάνε όλα τα λόγια που 'χα πει.
Και λίγο λίγο με ζυγώνει προς το τώρα
όχι δεν θέλω να ξέρω δεν ήρθε ακόμα η ώρα
το μέλλον με φοβίζει, δε θέλω να το δω
χτυπάω να σπάσω τα δεσμά μου να φύγω να λυθώ.
Όμως, τότε οι φωνές γίνονται λεει πιο δυνατές
και τριγύρω μου χορεύουν και γελάνε οι σκιές
το δωμάτιο μικραίνει και οι τοίχοι σιγοκλείνουν
κι οι ρωγμές φωτιά παντού να φτύνουν.

Χρώματα πολλά τριγύρω μου ν' αλλάζουν
παλιές μορφές να με τρομάζουν
ν' ακούω κλάματα λεει κάτω από τη γη
να θέλει λεει η ψυχή από το σώμα μου να βγει.

Να φύγει απ' τη φωτιά και αγκαλιά λεει με το φως
να ταξιδέψει όπου διαλέξει ο θεός
όμως αργεί λες και κάποιος τη κρατά
και τότε ουρλιάζω δυνατά.

 

blue-roses

Η αλεπού του βάλτου        
 
Μια φορά και έναν καιρό
ένας φίλος παλιός
που έτυχε να'ναι αλεπού
λέει κι αυτός

θυμάμαι είχε
πεί μια ιστορία
που'χε ακούσει παλιά
για έναν βάλτο
που'χε πάρει
το φεγγάρι αγκαλιά.

Και μια αλεπού που έμενε εκεί
κλεισμένη χρόνια
κι όλα αυτά σιωπηλή φυλακή
να παλεύει παντού
λίγο χώμα να βρεί
για να φυτέψει
ένα σπόρο από στάχυ στη γη.

Ένα σπόρο
από τους λίγους
που'χε πάρει μαζί
μήπως και δώσει
λέει στο βούρκο ζωή
και έσκαβε τόσο βαθιά
φοβόταν λέει πως το χώμα
δεν είχε ακούσει τις ευχές της ακόμα.

Ή πως ήθελε
λίγο απ'το όνειρό της να κλέψει
και κράταγε μέσα του
ότι είχε φυτέψει
χωρίς βλαστάρι να βλέπει,
να παίρνει καρπούς
και μοιάζαν ψεύτικα
όλα της αλεπούς.

Μα έσκαβε ακόμα πιο βαθειά
και που να δείς
όταν απάντησε η γη
κι ο ήλιος της αυγής
για τον τελευταίο σπόρο
που είχε βάλει απ'το όνειρό της
τότε κοίταξε ψηλά
και ακούν ακόμα το ουρλιαχτό της.

Πήρε λοιπόν τους καρπούς

και ενώ δεν είχε να φάει
τους έβαλε όλους στο χώμα
και άρχισε να γελάει
και άρχισε λέει
να βλέπει από τις στίβες βουνά
είδε φεγγάρι και ήλιο
να κυνηγιούνται ξανά.

Έτσι ξεχνούσε την πείνα,
την κομμένη ουρά της
τα βρώμικα χόρτα
που υπήρχαν κοντά της
βούταγε μέσα στη λάσπη
έμοιαζε θάλασσα τώρα
είχε τριγύρω τα στάχια,
χρυσαφίζαν σαν δώρα.

Και κάθε φορά
που η γη γεννούσε
τα μάτια
σήκωνε ψηλά στον ουρανό
κοιτούσε
κι άφηνε το ουρλιαχτό της
να φοβίζει τα πουλιά
που όταν νοιώθανε ζωή
πέταγαν τόσο χαμηλά.

Μα φύλαγε τους σπόρους
πιο πολύ κι απ'την ζωή της
το μοναδικό όνειρό της
που ταξίδευε μαζί της
διάλεξε εκεί
στον βάλτο να τ'αφήσει
και έσκυψε στη γη
να της μιλήσει

Θες δε θες θα βγούνε κι άλλα
πιο καλά και πιο μεγάλα
σκάβω βαθιά και σ'αφήνω φυλαχτό
ένα ακόμα ουρλιαχτό.
Αντίκρυ
λέει θανάτου η αλεπού του βάλτου
το τελευταίο ουρλιαχτό της
στη γη το 'θαψε εμπρός της
και φώναξε στο στάχυ
τύχη καλή ρε νά'χει
να τ'αγκαλιάζει
η γη και ο ήλιος αν θα βγεί.

 

blue-roses

Ή θα χαθώ ή θα σωθώ        
 
Ρίχνω τα ζάρια στο τραπέζι, κάθε φορά που πιάνω
μικρόφωνο στα χέρια μου , νικάω και χάνω·
πέφτω σηκώνομαι λυγίζω κι ορθώνομαι
ήσυχος κοιμάμαι, μα στο ξύπνιο μου αγχώνομαι.
Ιδρώνω, όταν τα χώνω βλέπω οράματα,
κυνηγάω τον εαυτό μου σε hip hop παροράματα
με λέξεις κι ήχους κράματα λιωμένα πυρωμένα
μ' αντοχές και ελαστικότητα καλά δουλεμένα
στη φωτιά παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου
χάνω τον καιρό μου, μα γεμίζω το κενό μου
κερδίζω στα λόγια κι άλλα λόγια φευγάτα
– καλή ώρα και η δεύτερη η Kramahoperrata
ʼλλο ένα μονοπάτι κόντρα σε μεγάλους δρόμους
λεωφόρους και εθνικές που σε πανε σ' άλλους κόσμους
μεγάλους και μικρούς, πάντα διαφορετικούς
κοσμοπολίτικους ανάκατα με πιο κλειστούς.
Όσα είχα κι όσα βρήκα μοιράζω, δανείζω,
μα τα θέλω πίσω, όσο ζω, ελπίζω, δε δακρίζω,
αγκομαχώ, παλεύω, γυρεύω, αντέχω,
απέχω απ' όσα ζουν άλλοι για μένα και τους τρέχω
ακόμα για άλλη μια φορά με πρόβα τα θεριά
με λύκους καλούς φίλους ξεκινάμε τη σπορά.
Θα γίνουμε η βορά τους όσα πανε κι όσα 'ρθουνε
δε το ξέρω αν θα χαθούμε ή θα σωθούμε

Στης χαράς την κορυφή έχασα γεύση και αφή
ό,τι ακουμπάω γίνεται πέτρα κι όσα είπα χίλια μέτρα.
Από οράματα και θάματα κράμα θα φτιάξω,
θα πετάξω χαμηλά και θα βουλιάξω.
Στη γαλήνη του κενού, στ' ανοιχτά νερά του νου,
πνίγομαι και κολυμπώ κι απορώ που ακόμη ζω ,
δε θα το μάθει, όμως κανείς ό,τι κι αν βρω,
δε με νοιάζει αν θα χαθώ ή θα σωθώ.

Όποιον κι ό,τι συνηθίζω το βρίζω, το τρομάζω·
όσα αγγίζω τ' αλλάζω, τ' αγκαλιάζω και τους τάζω
όνειρα άπιαστα, το πιο κακό μου ελάττωμα
της μουσικής το πάντρεμα θα σπάσει το κεράτωμα
Παράνομα χώνομαι απ' όσα ζω, απομακρύνομαι
ευθύνομαι για λόγια μου, απ' τον άλλον δεν κρίνομαι.
Με φτύνουν τα μεγάλα, δε μου δίνουν χαρά
πατώ στα ποδιά μου γέρα κι ας μη πατάω ξηρά.
Ή θα χαθώ ή θα σωθώ κι άμα ρισκάρω να χωθώ
απ' τη φωτιά κι από όσα καιει κάποτε ίσως πληρωθώ
Δεν το ξέρω, δε με νοιάζει, όσα αξίζω θα ζήσω
ό,τι φέρω θα μου μοιάζει κι όπου βρω θα τ' αφήσω
στον πρώτο βράχο που βαρέθηκε το κύμα
άλλο ένα θύμα στο λαιμό μου όλο το κρίμα
λεω πολλά και λίγα ξέρω, σε υποσχέσεις δε μένω
πολυπαιγμένο χαρτί, σημαδεμένο, καμένο.
Μα επιμένω στα δικά μας περάσματα
όλου του κόσμου τα περάματα γράμματα και θάματα
τρελού θεού τα πράματα γουστάρω να ζω
ωσότου να παραδοθώ ή θα χαθώ ή θα σωθώ.

 

blue-roses

Η μεγαλύτερη κατάρα        
 
Η μεγαλύτερη κατάρα είναι λένε
όταν κρύβεται στα μάτια αυτών που φταινε
η ντροπή και μια λύτρωσης συγνώμη
που κανένας δε την άκουσε ποτέ ακόμη.
Γιατί είναι βλέπεις η άμυνα που όλοι έχουν διαλέξει
νιώθοντας έτσι πως απ' όλα έχουν ξεμπλέξει
το στόμα τους ανοίγουνε κι εκείνα που ξερνάνε
όσοι πονάνε δεν τα ξεχνάνε.
Κι έτσι τα κόμπλεξ καθενός που ζει μες στα σκατά
σου ξαναφέρνουνε μπροστά σου πάλι όλα αυτά
που με προσπάθεια στη ψυχή σου είχες κλειδώσει
και ίσως κάποιοι απ' αυτούς που λες να 'χουν γλιτώσει.
Τη βρώμικη και άχρηστη για όλους μας ζωή τους
κι αυτά που σέρνουνε μαζί τους
μα είναι νωρίς κάνε λιγάκι υπομονή
αυτά τα μάτια θα δακρύσουν και θα φτύσουν τη ντροπή.

Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.



Είδα μάτια πολλά από ομίχλη σκεπασμένα
κι άκουσα λόγια που όλα τους πήγαν χαμένα
φτηνές δικαιολογίες, πολλές αηδίες
για την περίσταση φτιαγμένες μόνο ιστορίες.
Καραγκιόζηδες πολλούς μούρη να πουλάνε
μα να μαζεύονται μπροστά μου όταν μιλάνε
και το γλεντάω με τους ηλίθιους γελάω
μονάχα το κεφάλι μου κουνώ και δε μιλάω.
Γιατί τα λόγια τα πολλά είναι περιττά
κι όσοι πονάτε απ' αυτά
είσαστε αλλού και η κατάρα δε σας πιάνει
και μη ρωτάτε η κατάντια τους που φτάνει.
Αφού η ντροπή βουλιάζει τις ψυχές
και τις σκεπάζει με χιλιάδες ενοχές
και στην εκδίκηση ποτέ μην υποκύψεις
άσε τους άλλους να πνίγονται απ' τις τύψεις.

Γιατί όπως λεει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγει το φως
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.

 

blue-roses

Η μοναξιά του Δον Κιχώτη        
 
Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος
στου νου του την ανέμη και στου ονείρου την απόχη
κι αυτός στ' άλογο με τα όπλα του στο στήθος φορτωμένος
περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη".
Λαμποκοπάει το μάτι του ρουμπίνι.
Το γένι του απλωτό ζερβόδεξά του
με το 'να χέρι χαιρετά, με τ' άλλο ξύνει
το χάρτινο καπέλο φορεμένο στα μαλλιά του.
Με βια ανεβαίνει ως τη ψηλή κορφή του λόφου
κι όλο κοιτάει με φαντασία τον κόσμο γύρω.
"Πάμε", φωνάζει ξάφνου στο βοηθό του,
"πάμε, του ιππότη τράβηξα τον κλήρο".
Τι να 'ναι το πιο δύσκολο σε τούτη εδώ τη πλάση
Αυτό ζητάει η καρδιά του ν'αλαφρώσει.
Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη βάση
Που ν' αρχινήσει και τι να πρωτοσώσει
Τ'άγρια πουλιά να φέρει πίσω που έχουν μείνει
δίχως φωλιές μέσα στα ολόδικά τους δάση...
Κράτα τη φλόγα, παλληκάρι και θα γίνει·
της χήρας γης η ελπίδα εσύ κι η βιάση.

Φυσάει ο άνεμος, σκορπάει όλη τη νιότη
(σκορπάει τ' όμορφο ψέμα που έχει τυλίξει το κορμί του και το πνεύμα)
κι η περηφάνια ονομαστή μένει του Ιππότη,
(ξεσπάει με το κοντάρι να λύσει τα λουριά του νου του φοβιτσιάρη)
Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη
(που 'χε αγάπη την ωραία, την πριγκιπέσσα τη κρυφή τη Δουλτσινέα)
και κλαίει βουβά τη μοναξιά του Δον Κιχώτη.
(και κλαίει ξανά για το μεγάλο τον ιππότη)

Φυσάει ο άνεμος τη γέρικη του κούτρα
και η ξελογιάστρα του χαρά γελάει τον πόνο.
Ας τον επήραν οι σοφοί από τα μούτρα,
αυτός θυμάται ό,τι αγάπησε και μόνο.
"Το άγνωστο θα 'μαι εγώ" στο σύντροφό του λέει,
"και τα γνωστά, ψέμματα σ' εμένα τον τρελό.
Δε φταίει η φαντασία μου, η φρόνηση τα φταίει
που το μυαλό στις μέρες μας στεριώνουν με φελό"
Αυτά είπε κι όρμηξε μ' άρματα κουρέλια - ευλογία·
με το άμυαλο, σπασμένο του κοντάρι.
Και το λοιπόν, τη δεύτερη αρχινάει δημιουργία,
μα μπλέχτηκαν τα γκέμια στο ποδάρι.
Κρυφογελάει σκυφτός στου αλόγου του τη σέλα
με τη ζωή την πλανερή και τρυπιοχέρα.
Μοναχά απ' της μοναξιάς το πήγαιν' έλα
τα μάτια ό,τι ποθούν θα δουν μια μέρα.
Πείσμα το πείσμα Δον Κιχώτη και φοβέρα
κι αν σε γελούν οι ανθρώποι κι όλα τα άστρα,
ολημερίς χτυπιέσαι μ' ίσκιους στον αέρα
και παίρνεις ανεμόμυλους για κάστρα.

 

blue-roses

Η μπαλάντα του Twinpeaks        
 
Ξέρω ένα όμορφο μέρος, μια πανέμορφη κοιλάδα
Πάνω απ' τη θάλασσα παρά κάτι χίλια μέτρα
πάνω στο χώμα, δέντρο, πάνω στη πέτρα, πέτρα·
βροχή μ' αέρα - ωραία μέρα -
βουβή ομίχλη πέρα ως πέρα.
Γνωστό μου αδιάβατο μικρό μονοπάτι
που καταλήγει στο πιο όμορφο φράγμα
του γερακιού δε το πιάνει το μάτι
είναι το μόνο που αντίκρυσα θαύμα,
είναι ιερό κομμάτι της γης
που σταματάει ευχές και κατάρες.
Τι να σου πω, αν δε το δεις
Άκου το μόνο με δύο κιθάρες.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι μάγος της φωτιάς,
γητευτής είναι του ανέμου και της νύχτας αδερφός,
έχει για σπίτι τα σωθικά μιας βελανιδιάς,
γερνάει τόσο όμορφα, τόσο απλά σαν το φως.
Ζει μ' ένα γκρίζο γεράκι και μια ασημένια αλεπού
μου λεγε ότι φτιάχνει το τάφο του, όμως δε ρώτησα που.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι της νύχτας αδερφός
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι μάγος της φωτιάς.
Έχω ένα φίλο εκεί, έχω ένα φίλο καλό.
Έχω ένα φίλο εκεί που 'ναι γητευτής είναι του ανέμου
Μου φτάνει που ανταμώνουμε σ' αυτή τη κοιλάδα,
βρήκα κι εγώ μιαν οξιά ένα σπίτι να φτιάξω
και από εκείνο το μέρος που το λένε Ελλάδα,
θα πάρω το κουφάρι μου και θα 'ρθω ν' αράξω.
 

blue-roses

Η μπόχα των κάλπηδων        
 
Οι καλλιτεχνάδες τώρα πια πιασμένοι όλοι αλά μπρατσέτα
σπάνε τα γαμησιάτικα και τα παχιά πακέτα
με χορηγούς, μανατζεραίους και γραφεία
μια ξεπεσμένη και χωρίς κώδικα μαφία.
Τροβαδούροι, έντεχνοι, σκυλάδες,
χιπχόπερς κι οι μεγάλοι μας ροκάδες,
τώρα πια με ίδια αισθητική κι αξία,
πολιτιστική εθνική κοινοπραξία.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Όχι, δε ξέπεσε απόψε ο τραγουδιάρης σου -
απλά το φόντο είναι άσπρο και φάνηκε καλύτερα·
έτσι ήταν πάντα, κι εσύ καυχιέσαι πως για χάρη σου
στερείται από τα όμορφα για όσους έρθουν ύστερα.
Και χαραμίζεις τα πενιχρά σου εφόδια σκέψης,
για να διπλάρεις ξέλυτος τη θλιβερή του ζήση,
μα απ’ του υπονόμου την άχνα τί να κλέψεις
Άντε μια καβάτζα, τρεις μυτιές, κι ένα βρώμικο γαμήσι.
Λοιπόν, μακελεμένε ήρωα του τραγουδιού μου
μια στάλα κατράμι έριξες σ’ ένα βαρέλι μέλι
να μαγαρίσεις τα όνειρα του αγέννητου αδερφού μου,
γι’ αυτό με κόφτουν όσα λες κι ό,τι θα πεις με μέλλει.
Ντόρος να γίνεται οι μεγαλόστομοι δουλειά να έχουν,
χρειάζεται συνένοχους το ψέμα τους·
οι πυροβάτες όμως στα χαμοτόπια εδώ αντέχουν
να σβήνουν πάλι στη φωτιά το καμένο πέλμα τους.
Τρέχα από πίσω τους, λοιπόν, χειροκρότα σφύρα
η δήθεν λευτεριά τους μυρίζει κλεισούρα
σαν σύντομη ανάδυση από βαθύ κρατήρα
τώρα έχει κόντρα άνεμο, βγάλτη και κατούρα.
Και στην υγειά σου κι όλο να χαριεντίζεσαι
σαν ανήμπορος κλακαδόρος στη γιορτή τους
και σαν κουφάρι στον ήλιο να ξασπρίζεσαι
κι ό,τι σκαρφίζεσαι τροφή τους.
Ψάξε στ’ αποκαϊδια, μα μη σε πάρει μάτι·
οι ηλίθιοι υπερασπίζουν τα λάθη τους με σθένος
και σαν τους μένουν τα ριμαγμένα αμανάτι
γέρνουν προς τα δω· συγνώμη, απόψε νιώθω ξένος.
Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, δεν είμαι δημοπράτης
να πουλάω στην καλύτερη τιμή αυτό που δε μου ανήκει.
Είμαι αρνητής πυρόγλωσσος κι άφραχτος αντάρτης,
να λευτερώσω θέλω από τη μέγγενη μια νίκη.
Όσο εκείνοι που αγαπάς κερώνουν την ψυχή σου
και ράβουν σιγή στη φορεσιά τη roja,
πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
 

blue-roses

Η πιο μεγάλη ανοησία        
 
Αν δε γνωρίζεις τη φωνή και το όνομά μας,
είμαστε ο νόμος των θεών, είμαστε οι ψίθυροι στο σύμπαν,
το σαράκι της γης -μας ξέρεις- κι ο πόνος της μάνας,
είμαστε οι άνθρωποι, είμαστε αυτοί που όσα είπαν,
τώρα είναι, μαζί μας μείνε, φίλε μη φεύγεις
δε σ' αντέχουμε εχθρό μας, ούτε καν σα ξένο.
Το φόβο μας σ' αφήνουμε ν' αρμέγεις,
δε ξέρουμε τι είσαι, δε κάνεις τίποτα, γι' αυτό κι είσαι το παν - φρένο
στον κόσμο βάζεις, για μια στιγμή μονάχα
και γι' άλλα χίλια χρόνια πάλι αράζεις.
Εμείς ακάθεκτοι κι αδιάφοροι τάχα μου τάχα
κι εσύ μάλλον το διασκεδάζεις.
Με βρώμικα χέρια, κόψαμε κομμάτι απ' την αλήθεια,
τα στομωμένα μας μαχαίρια στην άκρη κάπου αφήσαμε
με μια παγωμένη γουλιά που καιει τα στήθια
κατεβάσαμε όλα όσα δε ζήσαμε.
Νιώσαμε δίψα για αίμα στην ερημιά του θανάτου
κι έφτιαξε εικόνες ο νους μας, για να παίξει μαζί μας.
Τις προσκύνησε, κι ο τελευταίος από μας, με τη σειρά του
καμπούριασε το ήδη στραβό σκαρί μας.
Μ' αναπηρία ευλογημένη και ιερή
γίναμε οι μάρτυρες σε μια μικρή συνομωσία
κρυφό κουσούρι και μιζέρια φανερή,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Νόμοι θεών και των θνητών το αλάθητο,
δρόμοι αλλονών κόντρα στο σύμπαν το απάτητο,
κόμη αστεριών, φως ασταμάτητο
σκαρώνουν οι ανθρώποι μικρή συνομωσία.
Σημάδια των καιρών με φόβο αλλόκοτο, αμάθητο,
σωρηδόν καταπίνουν πόνο αμάσητο,
στη διαπασών μίσος ακράτητο,
η πιο μεγάλη του κόσμου ανοησία.

Για κάθε εχθρό που σκαρώσαμε, έναν όρκο προδώσαμε,
ένα θεό καταστρώσαμε, που σκοτώνει.
Για κάθε ωραία ιδέα, βρήκαμε πράξη ακραία,
με μια κατάρα πιο νέα, μείναμε μόνοι.
Βαφτίσαμε χώματα άγια, κι άλλα αφορίσαμε πάγια,
λύσαμε ξόρκια και μάγια, είμαστε οι άνθρωποι.
Λέξεις νεκρές και μεγάλες, μαρμαρωμένες αγκάλες,
κλώνοι σε γυάλες, οι ξεδιάντροποι.
Ήρθαμε, δέσαμε, πήγαμε, φύγαμε,
φίλε μου, ακούσαμε, μάθαμε , κι ό,τι κάναμε, το πάθαμε,
μαζέψαμε, και λυγίσαμε, γιατί βαρύναμε.
Είδαμε, τότε πιστέψαμε, ξεχάσαμε,
ματώσαμε - βουτήξαμε, πατώσαμε,
σπείραμε, οργώσαμε, νικήσαμε, χάσαμε,
πήραμε, δώσαμε, αρπάξαμε, πλύναμε, λερώσαμε,
γεννήσαμε, σκοτώσαμε και φτάσαμε
να γίνουμε ό,τι είπαμε, του κόσμου η πιο μεγάλη μαλακία
-δικαιολογία για τη θεια αδικία
που χρεώσαμε θυσία στην ιστορία.
Σπουδαία εφεύρεση η μετάνοια και στην πρώτη ευκαιρία
με κώνειο, με σταυρό ή με μια σφαίρα
κεράσαμε ψυχές υποκρισία.
Κάθε θρησκεία γεννιέται για να πεθάνει μια μέρα
σαν μια μεγάλη του κόσμου ανοησία

 

261 Επισκέπτες, 0 Χρήστες