Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 428
  • Total: 429
  • Leon

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

ACTIVE MEMBER-Blah Blasphemy

Intro (code 11)

Μισόγελα παντού κι η ξεφτίλα χωρίς αναπαμό.

Oι ίδιοι που φωνάζουν, οι ίδιοι βγάζουν το σκασμό.

Σαματερά ξεφτίδια σάς χρωστάμε ένα ευχαριστώ·

ξεπουληθήκατε όλοι μα όλοι, εκατό τοις εκατό.

Κι έτσι κάποια όμορφα και κάποια αγίνωτα,

τα βρήκαμε εμείς απείραχτα, ξεκλείδωτα

κι αμέσως γίναμε η φωνή όσων δεν έχουν φωνή,

σύντομα κρυφά μονοπάτια  και δρόμοι κοντινοί,

μικρές βλάστημες φωνές στων φιλάρεσκων την ησυχία.

Είμαστε εδώ ακόμα ζωντανοί - τι ειρωνεία.

Απέτυχε η προπαγάνδα σας και τα ψευτοφτιαξίματα,

σκάβατε λάκκους γι’ άλλους, μα το όνομα σας θα μπει στα μνήματα

και φταίτε όλοι κουφάλες, φταίτε όλοι,

κι ο πολιτισμός σας μια γυάλα με φορμόλη.

Φθαρμένα ταριχευμένα ανθρωπάκια αφορίστε μας,

όλους εμάς τους ασυγχώρητους επικηρύξτε μας.

Έξω υπάρχουν ακόμα λίγοι κυνηγοί, ζωσμένοι μ’ ασκήμιες.

Ίσως προλάβετε απ’ το στόμα μας τις πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Απόψε δίπλα σας άναψε το φυτίλι

- γλεντήστε το·  άλλο λίγο μένει, αγαπητοί μου φίλοι.

 

Λευτεριά στις φιμωμένες φωνές που μάχονται τις ασκήμιες.

Φωτιά - απ’ του λαιμού μας τις χορδές οι πιο μεγάλες βλαστήμιες.

Λευτεριά, τώρα σε γεύονται οι αποκλεισμένοι, οι προδομένοι κι οι άσημοι.

Φωτιά στη γενιά του μπλα - μπλα, τώρα σειρά έχουν οι βλάσφημοι.

vasilis

Blah – Blasphemy
Πρώτα απ’ όλα η σιωπή δεν προβλέπεται.

Όποια κάνη στην αλήθεια και να στρέφεται

πάντα φτάνει έστω κι αργά εκεί που πρέπει

να γαμήσει τα μυαλά τα καθώς πρέπει.

Σε ‘σας μιλάω με τις πολλές αμφιβολίες

κι ένα βουνό σέρνω μαζί μου αυθαιρεσίες·  

χωρίς ικεσίες απευθύνομαι σ’ όσους τολμούν

να σηκώσουν το χέρι και να πουν (πως)

ορκίζομαι τη ζωή να μην προδώσω·  

ορκίζομαι ό,τι μπορώ θα γλιτώσω·  

ορκίζομαι ποτέ να μην το βουλώσω

κι άνθρωπος κι εγώ κάποτε ελεύθερος να νιώσω.

Κι εμπρός βλάσφημος να μείνω κι εχθρός,

η αξιοπρέπεια είναι ο μόνος μου οδηγός,

μα όχι προς το φως – το καπηλεύονται οι άδειοι –  

ούτε προς το σκοτάδι το ξεραμένο πηγάδι,

Μα προς εκείνο το κρυφό το μονοπάτι πέρα

κι αν είμαι άξιος να το περάσω σαν σφαίρα

που θα κεράσει το τίποτα λαβωματιά θανάσιμη

– code 11, blah blasphemy.


Ματώθηκες απ’ όλα τ’ ανιστόρητα

και στάθηκες κοντά σ’ όλα τα απαρηγόρητα,

πύρινη γλώσσα γίνε τώρα και λαβωματιά θανάσιμη

 – code 11, blah blasphemy
Στα συγκαλά σου, έλα, έχεις γερή κράση.

Τους τα ‘χωνες στη φέξη, τώρα χώσ’ τα και στη χάση·  

σε καρτερούν οι αποκλεισμένοι οι προδομένοι κι οι άσημοι

– code 11, blah blasphemy.

 

Πριν ορκίστηκα, με το χώμα ταυτίστηκα

ήπια τον ουρανό και δε γκρεμίστηκα.

Κι απλά είμαι ένας αλήτης μόνο από το Πέραμα,

σκέψου τι θα κάνεις εσύ αν βρεις το πέρασμα.
Ξεκόλλα·  τα όμορφα σου ανήκουνε όλα

και μίλα - κι απόψε κάπου ξεγεννάει η ξεφτίλα.

Διαλέγουνε κομμάτια σου και κάνουνε μοντάζ,

βούτα ένα σπρέι και κάνε στη ψυχή τους σαμποτάζ.

Γίνε με στίχους η φωνή του αποκλεισμένου, με ήχους

η οργή του κουρασμένου στους τοίχους,

η ντροπή του ξεπεσμένου, ελπίδα στα μάτια κάθε φοβισμένου.

Προκειμένου να σ’ ακούσουν, βλαστήμα –

έτσι κι αλλιώς για όλους μας έπεσε σύρμα

να μαντρωθούμε, με κάθε τρόπο να διασυρθούμε

και με κάθε μέσο να διαλυθούμε.

Εγώ αρνούμαι, εμείς κερδίσαμε ό,τι ζούμε.

Kι ας μας κλέβουν τα μισά, δεν υπακούμε.

Ό,τι είναι θα το πούμε·  τρέμετε ξεπουλημένοι κι άτιμοι –  

θα επιβιώσουν κι οι βλάσφημοι.

vasilis

Τι άλλο φοβάσαι  

Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου,

στο καιρό του τρόμου και του αλλόκοτου φόβου,

να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις

και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.

Να μια απ’ τα ίδια – ίδιοι δρόμοι – ίδιοι κύκλοι·

γαβγίζουν οι άνθρωποι – σκιάζονται οι σκύλοι,

θρηνούν μανάδες, και πού να ξαποστάσεις

όταν στη μνήμη σου μακραίνουν οι αποστάσεις.

Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες,

βαρέθηκα τα έγκυρα - είναι όλοι προβοκάτορες

που πιάνονται απ’ τον φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες

κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες

από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα

που θα εξοντώνουν όσα τους μοιάζουν άσχημα.

Έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω.

Ψάχνω, λοιπόν, ό,τι φοβάσαι για να γίνω…
Γίνομαι τάφος αντάρτη στο Ιράκ και μοιρολόι στη Παλαιστίνη,

τυφλός στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη·

πεινασμένος ιθαγενής στο Μεξικό,

χίλιες επεξηγήσεις για το φόβο σου στο λεξικό,

μοναχός στο Θιβέτ – κι aboriginal στην Αυστραλία,

τζαμί καμένο από φασίστες στην Ιταλία·

εθελοντής γιατρός απ’ την Αβάνα

και παιδί στην Τεχεράνη απ’ ανύπαντρη μάνα·

νεκρός  κι  άταφος δάσκαλος στη Σομαλία,

κυνηγημένος τούρκος συγγραφέας στη Γαλλία,

εργάτης στα πετρέλαια στη Βενεζουέλα

και στο Μπέλφαστ μια ματωμένη φανέλα·

βραζιλιάνος με 8 σφαίρες   στο κεφάλι στο Λονδίνο

- τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω.

Εγώ που κάνω όνειρα κι έχω πολλά ωραία να χάσω

κάνω και την αρχή – δε γουστάρω να ησυχάσω.

 

Τι άλλο φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω

κι ας έχω τόσα πολλά κι ωραία να χάσω.

Κι ούτε στιγμή μη ρωτάς τι θα απογίνω,

μου φτάνει  που δε γουστάρω να ησυχάσω

(που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι)



Θα γίνω χρήστης που παλεύει για τη σωτηρία,

διψασμένος πρόσφυγας από τη Νιγηρία,

σαρίκι τυλιγμένο σε περήφανο κεφάλι

και μασάτι από αφρικάνικο ατσάλι.  

Σφαγμένο θηλυκό απ’ τους γονείς του στην Κίνα

κι ορφανό σε φαβέλα που πεθαίνει απ’ την πείνα.

 

Τι άλλο φοβάσαι πες μου και θα γίνω…

Αλγερινός που ξημερώνεται σε γαλλικά λιμάνια

και μάτια που κοιτούν από πασαμοντάνια·
τούρκος αναλφάβητος που ζει στο Γκάζι

και μορφωμένος Αλβανός που σε τρομάζει·

στο τοίχος της ντροπής stencil απ’ τον Banksy

κι ο εφιάλτης σου πριν να χαράξει.

 

Πες μου, τι άλλο φοβάσαι και θα γίνω…

vasilis

Μίλα να χαρείς
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις

νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.

Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι

και μίλα, μίλα να χαρείς…

Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,

βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.

Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι

μίλα, μίλα να χαρείς…

Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας

που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας

κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·

τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.

Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,

γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα

Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος

με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.

Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου

να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου

κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει

στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.

Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,

τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,

τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,

τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,

τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,

τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου

για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα

και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.

Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,

τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,  

τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,

για τους φασίστες τους γαμομανάδες.

Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,

για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,

τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·

των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.

Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,

και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,

για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·  

κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.

Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,

κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο

κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς

ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.

Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς

Τουλάχιστον μίλα να χαρείς

Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα

Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς

Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…

vasilis

Mission: N.O.W (New Orleans Wakes)

Το τέρας σκεπάστηκε με βούρκο από τη Νέα Ορλεάνη,

ήπιε απ’ το αίμα κι άρχισε να τα χάνει.

Πώς θα ξεθυμάνει (μη ρωτάς) και πού θα ξεσπάσει

απ’ το θεό του γονική παροχή βρήκε ολάκερη πλάση.
Πού να ησυχάσει Μας έδειξε ότι τολμά

να πνίξει μέσα στην καλύβα του τον  μπάρμπα Θωμά

με τα ίδια του τα χέρια, έτσι για φοβέρα.

Ο δήμιος έκοψε το πρώτο εισιτήριο στην πρεμιέρα,

άντε σειρά σου· το αμερικάνικο όνειρό σου

έγινε τάφος ορθάνοιχτος για τον αδερφό σου

 κι αντέχεις δίπλα από το πτώμα του ν’ ακούς

να μιλάει γι’ αυτόν η πουτάνα η μάνα του Μπους.

Αν σου αξίζει, λοιπόν, πέσε στο βούρκο χάμω,

θα σου θυμίσει τα κελιά στο Γκουαντανάμο,

και τον ήχο απ’ τα κουπιά στα σκλαβοκάικα,

τα μοιρολόγια τα βουβά τ’ αφρικάνικα.

Η τελευταία είναι όπως φαίνεται ευκαιρία σου

έστω και για λίγο μπρος  στην ελευθερία σου

να σταθείς και πριν το τέλος της μέρας

να πληγώσεις μια και καλή το τέρας.

Και μη μου λες ότι έχεις τον τρόπο σου

κι ότι η ειρήνη είναι τα όπλο σου.

Φτύσε τον κόρφο σου και μη σε νοιάζει το μετά.

Βάλ’ τους  φωτιά· έτσι φοβούνται τα ερπετά.

Μια πόλη σώπασε στ’ αμίλητο νερό που κυλάει.

Πνίγει τη γη της ειρήνης σου σα φλέβα που σπάει.

Κληρονομάει ο βούρκος όνειρα, τραγούδια μπρούτζινα,

μάτια κρεόλικα, καλύβια τσίγκινα.

Κι εσείς, ανθρώποι εκεί που η μοίρα καταριέται μ’ ορφάνια,

εσείς που χάνετε μια τη σιωπή και μια την περηφάνια,

τον πόνο μην παρατάτε αλλού ταξίδι κάντε τον

να πάρουν είδηση πιο πέρα κι ύστερα μπολιάστε τον

μες στα λασπόνερα, φυτέψτε τον βαθιά·

το «μη χειρότερα» βαραίνει του δικαίου τη ζυγαριά.

Είναι ζαριά ο πόλεμος κι είναι σειρά σου·  

ο Τζώννυ πήρε τ’ όπλο του και ρίχνει στη μεριά σου

δηλώσεις, χαϊδέματα, τυφώνα αδιαφορίας.

Περιμένει να λουφάξεις στη γη της απραξίας.

Μα έχεις άλλοθι γερό – πατάς στον τάφο σου

κι έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.



Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου.

Γίνε πάνθηρας και τράβα τον δρόμο σου.

Μη μου λες πως σε κρατάει η αγάπη σου,

έχεις ακόμα μαστιγιές στην πλάτη σου.
Μη μου λες ότι η ειρήνη είναι τ’ όπλο σου

στον Malcolm Χ να πεις την συγνώμη σου.

Στον Dr. King, στην Davis και στον Mumia

κι όσους ονειρεύτηκαν για τη δικιά σου ελευθερία

vasilis

Κάμερα στραμμένη πάνω μου

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·  

και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς

Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,

δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·  

παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,

κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,

χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,

αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.

Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,

στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,

στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω

- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.

Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·

στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.

Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,

όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια

προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,

θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω

να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.

Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.

 

Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·

ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.

Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,

όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.

Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,

γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,

θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,

θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.

Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο

κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο

παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?

γιατί χαμογελάς?

 

Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,

φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.

Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·

κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,

στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου

– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.

Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,

μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.

Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·

μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο

κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.

Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν

- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες

που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·  

εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί

κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.

Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου

μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.

Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω

θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.

vasilis

Πίσω στους δρόμους
Τέλος στην ανακωχή των δειλών,

επιστροφή στα πεδία των μαχών,

πίσω στους δρόμους με χρόνια στους ώμους,

να ξαναγράψουμε όσους η ιστορία  μας έκλεψε κι έκρυψε τόμους.

Πίσω στους δρόμους μ’ άγραφους νόμους και συνέπεια

για οποίον παλεύει μ’ αξιοπρέπεια.

Κόλλα στην παρακμή τους πάνω σα βρώμικη βδέλλα

από τις όχθες του Ευφράτη ως τα μέρη του Μαντέλα,

από την βόρεια Κορέα ως την Τσιάπας,

απ’ την Μελβούρνη στο Αλγέρι, στο Καράκας,

απ’ το Πεκίνο στην Αβάνα και στη Ρώμη

κι αν προσκυνήσαν κάποιοι – βαστάν οι δρόμοι.

Αν σου ‘χει μείνει καμιά ρίμα ζωντανή, άντε ξεστόμισ’ τη·  

ας είναι αδούλευτη, ας είναι αλόγιστη,

ας είναι βλάσφημη - το ανάστημα της θα υψώσει

κι από το λήθαργο μπορεί να σε γλιτώσει.

Μικρέ κι ακίνδυνε, ξαναβρές τον προορισμό σου·  

φέρε κοντά στο στόμα το μικρόφωνο, τον οπλισμό σου

και μίλα για τα πιο όμορφα, τα δρόμικα

που ούτε στιγμή δε ζευγαρώσαν με τα βρώμικα.

 

Ονειρεύομαι μια μέρα μια επανάσταση

που το δίκιο θ’ αναλάβει την κατάσταση.

Γροθιές σ’ ανάταση χωρίς παράταση,

η βλακεία σ’ ανάπαυση και τέλος η παράσταση.

Μάτια αδερφωμένα στα πάντα στραμμένα

και της ζωής τα όμορφα όλα φανερωμένα

χωρίς τρικ πολιτικά κι επινοήσεις,

ραμμένα στόματα κι ανάλαφρες ειδήσεις.

χωρίς φήμες, χωρίς τρίτους ή τέταρτους κόσμους,

χωρίς προστάτες και μπάτσους στους δρόμους,

χωρίς στρατόκαυλους κι οργισμένους δήθεν πολίτες,

χωρίς φλώρους που την είδαν σ’ ένα βράδυ αλήτες.

Ονειρεύομαι τους δρόμους χωρίς άσκοπη βία

κι έχω πλήρη συνείδηση και πλήρη αφοβία

κι αν με φάνε κάνα βράδυ οι φοβισμένοι,

η συνέχεια είναι ήδη γραμμένη και περιμένει.

Πάρε φόρα, λοιπόν, ψάξε και γύρισε.

Κι αν δε πιστεύεις, άγγιξε, μύρισε.

Κάνε υπομονή γι ‘αυτή τη μέρα·  

απλά αναβλήθηκε - δε ματαιώθηκε η πρεμιέρα.

Τέλος σ’ ολάκερης της γης τα πέρατα,

τέλος οι φήμες, ο φόβος, τα σημεία και τα τέρατα.

Τέλος κι η ομοψυχία των φοβισμένων,

έφτασε η ώρα των ξεχασμένων.

Γείρε πάνω στα μικρά παιδία και μιλά τους,

για την αλήθεια μοιράσου τη δίψα τους·  

κι ας πληθαίνουν συνέχεια οι εχθροί σου,

εσύ το βιολί σου – μείνε για πάντα μαζί σου.

vasilis

Τα εξ αμάξης (μέρος 2ο)
Βαρέθηκα να βλέπω αρσενικά σκυφτά

να κουτσοβγάζουν τη ζωή τους στα κλεφτά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά σαράντα χρόνια έφαγα περίπου

και μαλάκες γνώρισα παντός καιρού και τύπου.

Όλα τα λουλούδια του κήπου τα μύρισα,

ποτέ όμως δε νοστάλγησα και πίσω δε γύρισα

και μουσαφίρισσα κάποια φορά είχα την τύχη,

όμως τη διώχναν άρον άρον οι επόμενοί μου στίχοι.

Σαν ν’ ακούω τη ζωή να ξεροβήχει δίπλα στ’ αυτί μου

και να με κράζει για ό,τι είχα μαζί μου,

μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.


Τα εξ αμάξης, πάντα θ’ ακούς τα εξ αμάξης

κι αν δεν αλλάξεις, θ’ ακούς τα εξ αμάξης.

Θ’ ακούς, θέλεις δε θέλεις, θ’ ακούς·

η πολυτέλεια της σιωπής χάθηκε με τους καιρούς

τους πονηρούς κι από δω κι εμπρός όσα δε βάζει ο νους

θα πει το στόμα μας σε βασιλιάδες γυμνούς.

Θ’ ακούς – θέλεις δε θέλεις τα φυλαγμένα μας

και μην τολμήσεις να πατήσεις τα σπαρμένα μας

κι ούτε λεπτό μπροστά στ’ ανέγγιχτα να μην αράξεις.

Κάπου εδώ αρχίζουν πάλι τα εξ αμάξης.


Βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια για λεφτά,
για επιχειρηματίες σύγχρονους εγκληματίες

με χόμπι τα τελειώματα και τις αυθαιρεσίες,

για εργατοπατέρες με έργα και ημέρες πάλι,

νομάρχες και δημάρχους με κούφιο κεφάλι

σφραγισμένους σε παράξενα και ξεπεσμένα λόμπι·

ατέλειωτη, σου λέω, η νύχτα με τα ζόμπι.

Δεμένοι κόμποι, καμένα μυαλά με χέρια άδεια.

Ο χάρος πάνω από την πόλη μας δουλεύει διπλοβάρδια

κι εσύ όλο χάδια, αστέ καλομεγαλωμένε,

γελάς αμήχανα δίπλα σ’ αυτούς που κλαίνε.

Κι εγώ βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια για όλα αυτά τριγύρω

κι ό,τι μου δώσαν ευχή, εγώ κατάρα θα το σύρω  

κι όπου δεις μπροστά σου φως, στάσου και χτύπα

- γιατί είναι λίγα, είναι λίγα όσα είπα.

Ο καθένας σας θα κρύβει άλλα τόσα,

μα που να φτάσουν απ’ την καρδιά στη γλώσσα.

Ντροπή καμπόσα δίνεις δύναμη σε ψεύτες και φελλούς

για να δοκιμάζεις τους καλούς.

Και για φαντάσου, ρε, σα τα μούτρα τους να γίνω

κι από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,

να έχω ένα αμάξι κωλοφτιαγμένο μοντέλο

και το κεφάλι μου σαν παρακμιακό μπουρδέλο

που να ‘χει πελάτες και πλάτες τους πάντες,

καλοστημένες και νομοταγείς απάτες.

Γινήκαν μάγκες πριν από δέκα χρόνια κάποιοι,

έμεινε ό,τι έπρεπε και φύγανε οι σάπιοι·

οι σάπιοι τώρα ειρήνη, ενότητα κι αγάπη

και διασκεδάζουν όλοι ενάντια σε μένα το σατράπη,

μα στο κιτάπι γράφονται όλα, γι’ αυτό εσύ ν’ αλλάξεις,

αλλιώς θ’ ακούς καιρό τα εξ αμάξης.  
Μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.

 

Καμιά φορά μου φαίνεται ό,τι κι αν ακούς

τα τσουβαλιάζεις όλα με τους ίδιους κωδικούς

κι αν αδικείς μερικούς, δε σου καίγεται καρφί

φτάνει να έχεις μ’ όσα φαίνονται επαφή

ομαδική ταφή ονείρων, πλάνων, σχεδίων·

η πόλη σου έγινε το απάγκιο των αχρείων

και των γελοίων. Ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη·

μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει.

Συνήθεις άκυρος, μπορεί και βολεμένος

ή και εγκέφαλος ολίγον πειραγμένος

- πάντα χαμένος σε κενά και μεταλλάξεις,

γι’ αυτό χαρά μας να σου λέμε τα εξ αμάξης.

Γιατί κάποτε μου ορκίστηκες πως δε θ’ αράξεις

κι άμα το κάνεις κι ανταμώσουμε να τις αρπάξεις.

Εγώ θα κάνω όλα όσα συμφωνήσαμε,

τώρα αρχίζει ο πόλεμος όσα είπαμε, είπαμε.

Κατάλαβέ το, ο δικός σου ο θεός

σε ό,τι κάνω από δω και μπρος θα κάτσει εκτός

από εμάς σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσεις ν’ ακούς…
τα εξ αμάξης.

vasilis

Δέσε κόκκινο πανί
Δένω κόκκινο πανί πάνω στο χέρι μου σήμερα,

ήρθαν τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα

από μέσα μου - φόρος τιμής σε κάθε κώδικα

που πολεμάει στις υπόγειες στοές του τυφλοπόντικα.
Δένω κόκκινο πανί στο χέρι μου και τραγουδάω

πριν πάρω εκδίκηση τη ρίζα μου κοιτάω

– καλά κρατάω·  ξένος με τις εποχές γερνάω

κι ό,τι κακό φανερωθεί, δεν το ξεχνάω.
Δένω κόκκινο πανί απόψε δίπλα του πόνου,
γιατί το αύριο συλλαμβάνεται στην μήτρα του χρόνου.

Είναι γνωστό σημείο αυτό κι είναι το έσχατο

ας τους να θάβονται – πρόσεχε πέρνα το.

Δένω κόκκινο πανί στα περήφανα καράβια

που ήρθαν στο απάγκιο μου σα φοβισμένα κουτάβια.

Δένω κόκκινο πανί στα λόγια που αγοράζουν μόχθο

και στη χλεύη όσων αντιστέκονται απ’ τον όχλο.
Δένω κόκκινο πανί σ’ ό,τι χωρούν οι παρενθέσεις

και στους ακίνδυνους με τις ήπιες διαθέσεις.
Δένω κόκκινο πανί και σπάω το καλούπι,

σε κάτι πιο σπουδαίο ελπίζω δεν το κουνάω ρούπι.


Δένω κόκκινο πανί - πάνω στο χέρι μου όταν θεριεύω

Δένω κόκκινο πανί - κάθε φορά που το δίκιο γυρεύω

Δένω κόκκινο πανί - στα ευκολοχώνευτα και στ’ ανίδρωτα

Δένω κόκκινο πανί - στις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα

 

Ρίχνω κόκκινο πανί στο χάσμα αυτό που μεγαλώνει

κι ευτυχώς η ξεφτίλα δεν το γεφυρώνει.

Ρίχνω κόκκινο πανί σ’ ό,τι αφήνεις στην τύχη
κι ανασαίνω δυνατά να πέσουν όλοι οι τοίχοι.

Βαστάω κόκκινο πανί για να θυμάμαι να μη φύγω.

Το σκοτάδι είναι μια μέρα που θα γεννηθεί σε λίγο.
Ρίχνω κόκκινο πανί στον πιο μικρό εαυτό σου

που ποτέ δεν περιφρόνησε  το πάθος στ’ όνειρό σου.

Γιατί δεν ήθελε να γίνεις σκλάβος στον ξύπνιο σου,

σου ‘δεσε κόκκινο πανί σ’ ό,τι έχεις γύρω σου

να βλέπεις πάντα και ν’ ακούς εκείνους που σιωπούν·

η κόλασή τούς περιμένει εκείνους που λαμποκοπούν.
Δέσε ένα κόκκινο πανί στον αριστερό καρπό σου

στη μάχη να ‘χεις να σκουπίζεις και το μέτωπό σου.

Δέσε κόκκινο πανί σ’ αυτό που θέλει να σε λευκάνει

κι έχε το νου σου θέλει να σε ξεκάνει.


Δέσε με κόκκινο πανί το καθαρό και το θολό

και τα δυο δίδυμα αδέρφια – τον άγιο και τον αμαρτωλό.
Δέσε κόκκινο πανί και σφίξε αλύπητα
τις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα.

vasilis

Άμοιρε γείτονα

Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,

αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες

που ξεφουρνίζανε·
                                      Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.

κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα

και καλοπιάνουνε την ιστορία

με όσα βρίζανε.
                                      Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…

Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,

σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες

που εσύ φαντάστηκες·
                                      Μα τι να κάνω πια δε μπορώ.

κι αν σ’ αβαντάρουνε πάλι παράδες,

ζήτα συγνώμη απ’ τις μανάδες,

αφού ξεθάφτηκες.

Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.

Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,

βγάζει ο χρόνος τη μασέλα

κι ανακουφίζεται -
                                      Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,

όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του

αγγίζει λίγο το μουσαμά του

κι αυνανίζεται.
                                      απ’ το τίποτα λούζεται φως.

Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι

πριν την αυλαία στο καμαρίνι,

η νύχτα σκιάζεται
                                       το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί

και σου θυμίζει πως στο σανίδι,

ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι

- δε σε χρειάζεται.
                                      ν’ άλλη μια φυλακή.

Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,

εγκαινιάζουν νέους καιάδες

- κράτα απόσταση.

                                      Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα

Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,

κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες

ψέμα με υπόσταση.
                                      κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα

Όταν ακούς στα ραδιόφωνα

δικαστές που έχουν μικρόφωνα,

φώναξε «ένοχος»!
                                      μπροστά στις βρώμικες φωνές

Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν

και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·

χάνεται ο έλεγχος                        -μ’ ακόμα φταις        

 

Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα –          τα πάντα ανέχεσαι

Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα –      και τώρα κλαίγεσαι

κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε –      όσο κι αν σε στρίμωχνα

Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε –       άμοιρε γείτονα        

 

Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,

ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,

γι’ αυτό μη βιάζεσαι
                                                Είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα

Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,

γίνεσαι ένα με το θεό σου

κι εξουσιάζεσαι.
                                                και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.

Όταν του διάολου δεις το χέρι,

κάπου προσεύχονται καλογέροι

μόνο για πάρτη τους.

                                                Με δανεικές προσευχές

Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,

σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,

βγάζουν το άχτι τους.

                                                γεννιούνται μόνο ένοχες.

Όταν μιλάς για λευτεριά,

κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά

εδώ που βρίσκεσαι.
                                                 Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,

Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,

όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες

κι ούτε που θίγεσαι.

                                                 η ελευθερία όμως, είναι καρπός.

Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,

κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια

κι εσύ τα ρεύεσαι.

                                                Τις ρίζες φαρμακώνουνε,

Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,

διασκεδάζεις με τον καιρό σου

κι ονειρεύεσαι.

                                                οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε

Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα

να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα

να μου κλαίγεσαι.

                                                κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,

Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο

να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο

τα πάντα ανέχεσαι…  
                                                άμοιρε γείτονα.

vasilis

Να ‘ρθεις να με βρεις
Έμαθα πως ξεμυτίζεις γεμάτος φιγουρέματα,

γουστάρεις, λέει, παινέματα· ή μου ‘πανε ψέματα

τα κακόχυμα στόματα

που φτύνουν χολή και μαραζώματα,

τα όρθια πτώματα με τα χλωμά τους χαμόγελα

- για πάρτη τους να σκάψω πρώτος πως θα το ‘θελα.

Μα αν είναι αλήθεια ότι άντρεψες και σφίγγεις τα γκέμια σου

κι ότι ξεθάρρεψες, δεν τρέμουν πια τα χέρια σου,

τράβα για ‘δω - φύγε λίγο απ’ τους χαρούμενους,

τους δειλούς και μισερούς γραμματιζούμενους.

Κι αφού έχεις κάνει την οργή σου ψωμοτύρι

- τι ωραία που θα’ τανε να σε είχα μουσαφίρη·

να σε φιλέψω λίγο φόβο του καιρού,

να πάρεις πάλι πίσω τη χλομάδα εκείνη του νεκρού.

Γι’ αυτό από δω αν περάσεις με παρέα ή και χωρίς

… να ‘ρθείς να με βρεις

 

Τόσα χρόνια ξέρουν όλοι που απαγκιάζω,

που καμώνω τα τρελά και τα μοιράζω.

Κι ότι ζυγιάζω τα πολλά με τ’ άνοιαστα,

κι ότι φωνάζω για τ’ αγρίμια όλα τ’ άπιαστα.

Εγώ, όμως, ξέρω τί μάς κρατάει μακριά από την αραχνίλα

κι ότι από τύψεις δε ζυγώνει η ξεφτίλα.

Κι αν κανείς ξεγελαστεί και την δει αρσενικό

και νομίζει ότι έχει της λύτρωσης τον κωδικό,

θα το κρατήσω μυστικό, αφού το διασκεδάσω.

Κι αν απ’ όλους είσαι εσύ, επιτέλους θα ξεσκάσω.

Και μην τα ρίξεις αλλού, μιλάω σε σένα·

μη ψάχνεις γύρω παντελόνια μουσκεμένα.

Μισείς εμένα – το γιατί δεν παίζει ρόλο,

το σαράκι μου σε τρώει· κι αν έχεις κώλο,

ρίσκαρε το αφού λες ότι μπορείς

κι έλα … έλα να με βρεις.


Άκου σιγοσφυρίζουν μοιρολόι

για σένα κι όλο το μυρμηγκολόι·

κι αν ψάχνεις τέλος ηρωικό να το χαρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

 

Τέλος υπάρχει ωραίο και για τα γούστα σου.

Εγώ ξέρω από που κρατάει η σκούφια σου

μην καμώνεσαι τον ξένο κι όσο είναι νωρίς,

να ’ρθεις να με βρεις.



Πάρε το μίσος παραμάσχαλα, γέννημα σκύλας,

απ’ τα ορμητήρια της ξεφτίλας·

πελαγωμένος, σαστισμένος κι αφού λες πως μπορείς,

να ‘ρθεις να με βρεις

 

Κοίτα, να μην τρέμει το χέρι σου

όσα με μίσησαν κάνε μαχαίρι σου

και αφού σ’ το λένε κι έγινες άντρας θαρρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

vasilis

Απλά, μαγεμένα και θολά

Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια  

Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.

Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια

να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.

Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν

Όσα μας μάθαν απ’ έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.

Περάσανε ευχές και κατάρες

και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.

Περάσανε πολλά και λίγα
και μ’ ό,τι είχα την έβγαζα καλά·    
μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.

Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω  μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ’ μου,  δόσ’ μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ’ το μυαλό μου δε χωνεύει

κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.

Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,

δυο γκριζογάλανα μάτια  τον καημό μου είχα να πνίγω.

Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ’ απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·    

τ’ άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.

Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.

Μ’ άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»

Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει - μη σε πείσει -  

να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.

Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει

τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν’ αρχίσω

Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.

Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·    

εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω

κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει

να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.

Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.

Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,

έλα να τ’ αγγίξεις να βρεις την αρχή μου

– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.

vasilis

δεύτερη μέρα

Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,

τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),

μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει

σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.

Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη

σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη

κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου

και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.

 

Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου

κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.

Τι ωραίο βάθεμα!  Ήθελε η γη σα μάνα να με κρύψει

κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.

Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου

και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,

να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου

για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.

Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει

γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.

Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,

όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.

Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·

αργούσα λίγο –  πάντα περίμενε

να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,

γιατί το ψέμα  ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.



Δεύτερη μέρα της ζωής  χωρίς φοβέρα

κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.

Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου  τ’ αγιάζι τ’ αυγινό

κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.

 

Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra

όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.

Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή

της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.

Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους

Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους

Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι

Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι

Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·

σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.

Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα

και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.

Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας

και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.

Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,

κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.

vasilis

Πρώτες Στιγμές
Χιλιάδες χρόνια για του ανθρώπου τ’ ανώφελα·  

ντροπές και τύψεις τυλιγμένα ασημόφυλλα.

Μεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας.

Όσα αγαπήσαμε πεθάνανε δίπλα μας

Γλεντάς την ήττα μας κι ο όχλος γύρω σε παινεύει·

των αθανάτων που επικαλείσαι σέρνεις τη χλεύη.

Μου λες τα λόγια πέφτουν σαν ευλογία,

μ’ από όταν σε θυμάμαι είσαι μόνιμα σε αργία.

Σαστισμένος και μόνος προσπαθείς να σβήσεις,

τον φόβο της καρδιάς μπροστά στις αναμνήσεις.

Το ξέρω και το ξέρεις είναι λίγα τα κρασιά σου,

δε πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Σαν τη σκιά σου έρμαιο και χωρίς βούληση ζώο·

δεν ξεγελάει κανέναν πια το ύφος σου το αθώο,

γιατί κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αγνώριστα

- μέσα μας φώλιασαν ζευγάρια της αχώριστα.

 

Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες

να βυθίζεσαι πίσω στο χθες

και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια.

Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες,

ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές

που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ’ αστέρια.

 

Ακόμα ζούμε τις στιγμές που αρχίσαν όλα με σκόνη.

Τ’ αστέρια σκόρπισαν σαν πεθαμένοι προγόνοι

κι ακολουθούν το απελπισμένο σου στον κόσμο σεργιάνι,

τον ίδιο φόβο να ψαρεύεις στο σύμπαν πυροφάνι

πότε κρυφά ή φανερά πάντα κακόγουστα,

ξοδεύεσαι εύκολα επικίνδυνα ασυλλόγιστα·

ρεύεσαι τις αντιρρήσεις σου πίκρες φαρμάκι

κι οι αντιφάσεις σου θαμμένες σαν ξεχασμένη νάρκη.

Στον κουρνιαχτό που αφήνουν πίσω τα καμώματά σου

και στριμώχνεται στου χρόνου το φαράσι – φαντάσου.

Αν δε βαστάει όνειρο η φτιαξιά σου,

γι’ αυτό δεν πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Στο ‘πα και πριν στο ‘πα ξανά και μέσες άκρες

θα σου τα λέω απαράλλαχτα, φτηνές ατάκες

πως κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αχώριστα

που μες στις πρώτες τις στιγμές κρύβονται αγνώριστα.

vasilis

Σκυλογιοί
Λέω να τη χωθώ ασυμμάζευτος, απόψε το βράδυ

σε φωτισμένα παραθύρια που κρύβουν το πιο πολύ σκοτάδι·  

στα αποκούμπια της μιζέριας, στις παραδομένες σκέψεις

και στ’ ακαθόριστα με βλέψεις·  

στα ευκολομάσητα, στα κουρελοδουλέματα

γαμώντας την αλήθεια τους, γαμώντας και τα ψέματα,

εκδίκηση ζητώντας για τις φωνές τις τσακισμένες

για όλες αυτές τις ομορφιές τις στοιβαγμένες.

Κι ας μου χρεώσουν κι αλλά αλήτικα φερσίματα

οι αλαφροΐσκιωτοι με τα πικροπατήματα.

Θα μπω, λοιπόν, να ψαχουλέψω στα χωράφια τους,

θα ξεράσω στα αρχεία και στα ράφια τους,

μηνύματα θα αφήσω στους τοίχους με το αίμα μου

και για να μάθουν την αρχή θα δω το τέρμα μου.

θα τους ποτίσω δηλητήριο απ’ τη σοδειά τους

θα κόψω πρώτα το κεφάλι απ’ τη σκιά τους

χίλια κομμάτια θα κάνω τα λόγια τους τα πετρωμένα

και θ’ ανοίξω κάποια στόματα φραγμένα.

Βροχή από σύννεφα θα γίνω σκουριασμένα

για να χαρούν χιλιάδες μάτια αδερφωμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.



Μη σκας  -  απλά τραβήξου απ’ τη πηγή.

Εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί.

 

Ό,τι έχω μέσα μου, δεν είναι μίσος για τις  κουφάλες

είναι το δίκιο μου το ηλιόχαρο που δε κουρνιάζει σε αγκάλες.

Είναι η μαγεία που ανταμώνω στην αμιλησιά μου

και με σέρνει πιο κοντά στα συγκαλά μου.

Έτσι μπορώ και μέ θυμάμαι και όλα τα ζυγιάζω

και νοιώθω έτοιμος, όταν κι εμένα τρομάζω.

Πίσω στο θέμα μας έχουνε μείνει λίγοι στίχοι

και δε γουστάρω να τα αφήνω  όλα στην τύχη.

Θα με οδηγήσουν, λοιπόν, σπεκουλαδόροι κι άνοιαστοι δούλοι

εκεί που χώνεται η ξεφτίλα ως το μεδούλι.

Κι ας βρεθώ μια δρασκελιά  απ’ το τίποτα θ’ αντέξω·  

χειρότερα απ’ τα χθες δε γίνεται να μπλέξω.

Νους ξεθολωμένος σε πόρτες φραγμένες,

μουλαρίσιο πείσμα αντίκρυ σε ντροπές γαντζωμένες

φτάνει μια φτυσιά μπαρούτι σ’ όλα τα δειλοστραμμένα

και ξεμυτίζουν - τα καταχωνιασμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά-  ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.

Μη σκας - απλά τραβήξου απ’ τη πηγή,

εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί

428 Επισκέπτες, 1 Χρήστης