Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 472
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 1
  • Guests: 404
  • Total: 405
  • Leon

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Ντιριγκόου Ντιριμπάι
Κοιμήσου, γέρνω μαζί σου - φύλακάς σου θα ‘μαι και μαξιλάρι·

μη ξεχάσεις μόνο να πεις ντιριγκόου  ντιριμπάι.

Κι άσε τ’ όνειρο να σε βάλει μέσα απ’ την άκρη του στα κρυμμένα

και τα φιλιωμένα που έταξε σε μένα να μην παν χαμένα να στα δώσει εσένα.

Φωτισμένα τοπία αλέκιαστα της μνήμης στέκουν εκεί αξεπέραστα

και τους ανθρώπους με σκούρα χρώματα πάνω στα χώματα βάζει αταίριαστα.

Αγέραστα - κοίτα και θαύμασ’ τα - κι από τον ήλιο μένουν αδάμαστα

νερά τρεχούμενα σαν τα μελλούμενα που ζωγραφίζουνε μεγάλα θάματα.

Πλάσματα λένε άσματα για ξωτικά, μάγισσες και θρύλους

για μαύρους ήλιους, κόκκινα αστέρια, τρανούς ιππότες που φοβούνται μύλους,

γάτους και σκύλους παπουτσωμένους, αιώνιους φίλους προδομένους,

για πειρατές θαλασσοδαρμένους, βασιλιάδες ψεύτες και ξοφλημένους.

Κοιμήσου όλα είναι ωραία· κοίτα στη γυάλινη σφαίρα,

η νύχτα έγειρε να κοιμηθεί να στρώσει πάλι δρόμο στη μέρα.

Γι’ αυτό να κοιμηθείς βιάσου, θέλει τ’ όνειρο να σε πάει

– μα όπως σου ‘πα να πεις πριν ντιριγκόυ ντιριμπάι.



Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα υποφέρει
με το χαμόγελό σου στο στόμα.
Μια καινούρια μόνο γραμμή στο τεφτέρι
κι έγινες της ζωής μου η γόμα.
Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα φοβάται
κάποιο αστέρι μικρό και θλιμμένο.
Μα κάθε παιδί που μπορεί και κοιμάται,
νικάει για πάντα το πεπρωμένο.

 

Κοιμήσου, κι εγώ μαζί σου γαληνεύω τόσο, που να με πάρει·

γίνομαι παιδί που θυμάται τόσα όσα το φεγγάρι.

Γλώσσα σκληρή κι αντρίκεια σέρνει χίλια δίκια, μα με γερνάει.

Μέρα τη μέρα μοιάζω με σφαίρα που ταξιδεύει για να σφυράει.

Μα τι σου λέω, πάνω απ’ το λίκνο και πριν τον ύπνο - άτυχα λόγια –

απλά παλεύω ολημερίς στόματα, αράχνες, μάτια ρολόγια.

Γείρε και άσε με να μουρμουράω, οργή φοράω – μη με κοιτάζεις.

Κλείσε τα μάτια και γύρνα κόσμους με τέτοιους ώμους μη χαμπαριάζεις.

Γύρω μας στέκουνε αρσενικά κυρτωμένα και φοβισμένα

και κάποια ανήμπορα θηλυκά παραδομένα, φυλακισμένα.

Της ντροπής το καραβάνι αφετηρία έχει λιμάνι πυρπολημένο,

φωτιά σπαρμένο, γι’ αυτό και μένω μήπως νικήσει το πεπρωμένο.

Μα θα ‘βρει τέρμα ουλή στο δέρμα και από πάνω χοντρό αλάτι.

Γι’ αυτό κοιμήσου, μήπως κρατήσεις εσύ αυτό το κάτι.

Κι αν θέλει τ’ όνειρο σα χέρι ριγιασμένο στα ωραία θα σε πάει,

μα για καλό και για κακό, πες ντιριγκόου ντιριμπάι.

vasilis

ACTIVE MEMBER-Διαμαρτυρία

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Oρκίζομαι για πρώτη φορά στην ζωή μου

πως ξεφεύγω μια που χρόνια είχα αρχή μου

να μην τραγουδήσω με στίχο ελληνικό,

μα το κάνω για να νιώσετε ό,τι κι αν πω.

Nτρέπομαι γι’ αυτό που κάνω, μα δε μπορώ,

θέλω να καταλάβετε όλοι αυτά που θα πω,

μια διαμαρτυρία που κάνω απ’ τα βάθη της ψυχής μου,

μιλάω για αυτά που αλλάξαν την πορεία της ζωής μου.

Xρόνια τώρα αυτός ο τόπος με μεγαλώνει

με πόνο μ’ αγωνία και μ’ αργοσκοτώνει.

Eίδα τα όνειρά μου να γκρεμίζονται μπροστά μου,

είδα να πονάει να υποφέρει η γενιά μου.

Φτιαχτά όλα τα εμπόδια που μπροστά μου βρεθήκαν,

μιλημένοι όλοι εκείνοι που πολλά μ’ αρνηθήκαν.

Στημένες καταστάσεις ζούμε χρόνια τώρα.

δε νομίζετε πως έφτασε η ώρα

Γι’ αυτό βγείτε στους δρόμους και φωνάξτε και οι άλλοι,

σηκώστε επιτέλους λιγάκι κεφάλι

σ’ αυτούς που χρόνια τώρα μας βασανίζουν,

σ’ αυτούς που τη τύχη, τη ζωή μας ορίζουν.

Εσύ τους έχεις βάλει εκεί που είναι τώρα

για να ταλαιπωρούν ακόμα αυτή την χώρα.

Εσύ τους ανέχεσαι στα μπαλκόνια

να κελαιδάν όλη την ώρα σαν τ’ αηδόνια.

 

Γι’ αυτούς δουλεύεις, γι’ αυτούς σπουδάζεις

και την ζωή σου απ’ τα νερά σου βγάζεις.

Γι’ αυτούς με το καλό σου φίλο μαλώνεις,

φθείρεσαι και σιγολιώνεις.

Ανοίγεις την T.V. για να ακούσεις ειδήσεις,

φυτιλιάζεσαι και αρχίζεις να βρίζεις·

μ’ όλα αυτά που γίνονται γύρω σου πάλι,

ξέσπασε, άκου το Μιχάλη.

Βγάλε από μέσα σου αυτά που σε καίνε

και άσε τους άλλους για σένα να λένε

πως είναι αργά, περάσαν τα χρόνια.

Κάνε επιτέλους το δικό σου αγώνα

κάνε εσύ το πρώτο βήμα,

στο φωνάζουν όλοι πως είναι κρίμα.

Τόσα χρόνια περνάνε χαμένα,

πάλεψε για να ’ναι τ’ άλλα ευτυχισμένα.

 

Σεβόμαστε όλους τους παλιούς αγώνες

που θα μείνουν πάντα στους αιώνες.

Μα δε μπορούμε με τα παλιά να ζούμε,

μπροστά βλέπουμε και προχωρούμε.

Βάζουμε νέους στόχους στην ζωή μας

και θέλουμε να είσαστε πάντα μαζί μας.

Τα όνειρά μας ήταν κάποτε όνειρα σας,

σεβαστείτε λίγο την γενιά σας.

Άλλους η εξουσία, άλλους το χρήμα

σας αρρώστησε και είναι κρίμα.

σκοπός της ζωής σας τώρα μένει

να βλέπετε τον διπλανό σας να πεθαίνει.

Σαν αποτέλεσμα του δικού σας αγώνα

ο πόνος, η φτώχεια, η διχόνοια.

Ανθρώποι μεταξύ τους δε μιλιούνται,

όλοι νοικιάζονται και όλοι πουλιούνται.

Φοβάται ο κόσμος ν’ αντιδράσει,

φοβάται να μιλήσει, να σκεφτεί, να δράσει.

Δώσατε εξουσία σ’ αυτούς που δε πρέπει,

η γενιά μας δε το επιτρέπει.

Δε σημαίνει για μάς τίποτα μια στολή,

μια εικόνα, μια αυστηρή περιβολή.

'Όλοι οι ανθρώποι για μας είναι ίσοι,

εσείς σπείρατε μονάχα τα μίση.

Μας πάτε ταξίδι σ’ άλλες εποχές,

κάθε φορά που γίνονται εκλογές.

Εκεί που τον καθένα σας συμφέρει,

το μυαλό μας προσπαθεί να φέρει.

Κι η Ελλάδα πονάει και ο ξένος γελάει,

και ας είναι αυτός η αιτία γι’ αυτά που περνάει.

ας ευχηθούμε το κακό να μην κρατήσει,

και ας βρεθεί ένας τίμιος την χώρα αυτή να κυβερνήσει.

vasilis

ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ

 

Ένα παράπονο από μένα έχω τόσο καιρό,

σε κάποιον που έπρεπε να πω ευχαριστώ,

δε το είπα ποτέ από εγωισμό,

μα τώρα θέλω να κάνω αυτό που νιώθω σωστό.

Νομίζω, ήρθε ο καιρός σε εκείνη να πω

ένα μεγάλο ευχαριστώ και ότι την αγαπώ,

για όλα όσα έχει κάνει εκείνη για μένα,

και της υπόσχομαι να μη πάνε χαμένα.

Έκανε θυσίες για μένα πολλές,

καταστάσεις έχει ζήσει με μένα τρελές.

Από μικρό παιδί την είχα στο πλευρό μου

να ανέχεται ό,τι πέρναγε από το μυαλό μου.

Σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό της,

το κάθε όνειρό μου ήτανε κι όνειρό της.

Για μένα τυραννούσε το μυαλό της,

μου έδινε το κάθετί δικό της.

Γέλαγε μαζί μου, όταν γελούσα,

έκλαιγε όταν άσχημα της μιλούσα.

Έφευγε όταν γκόμενα της κουβαλούσα,

δίπλα μου πάντα κι όταν πονούσα.

 

Κι έτσι κυλούσαν για μένα τα χρόνια,

ζωντανές αναμνήσεις από κάθε χειμώνα.

Οι ζωγραφιές στο δωμάτιο να μου θυμίζουν,

πως τα ωραία χρόνια πίσω δε γυρίζουν.

Τώρα σε άλλο δρόμο βάζω πάλι τη ζωή μου

και για πρώτη φορά δε θα είσαι μαζί μου.

Θα μου λείψουν η γκρίνια κι οι φωνές σου,

θα μου λείψουν τα χαμόγελα κι οι χαρές σου,

θα μου λείψει να ξυπνάω και να είμαι κοντά σου,

να τρομάζω όταν βλέπω φιλέ στα μαλλιά σου,

με τις γκόμενες που έφερνα γκάφες να κάνεις,

να μου λες: «κερατά, εσύ θα με πεθάνεις»,

να φωνάζεις, όταν φίλους κουβαλούσα,

μα να σου περνάνε όλα όταν σε φιλούσα.

«Τέτοια ξέρεις» να μου λες και εσύ γελούσες,

όταν φώναζα στα μάτια με κοιτούσες.

 

Το τραγούδι αυτό είναι για σένα, γιαγιά μου,

για σένα που είχα δίπλα στα όνειρα μου.

Το τραγούδι αυτό για σένα θα το πω

και θα φωνάξω ότι σ’ αγαπώ.

 

Σε θυμάμαι να μου λες για τα μαλλιά μου,

να με ξυπνάς πρωί να πάω στη δουλειά μου,

τη νύχτα να έρχεσαι να με σκεπάζεις,

κι όταν αρρωστούσα ξύπνια να τη βγάζεις.

Σε θυμάμαι να στερείσαι για να έχω εγώ,

σε θυμάμαι να μου λες: «εγώ είμαι εδώ».

Εσύ ήσουνα πατέρας, μάνα κι αδερφός.

Τα χρόνια που πέρασα με σένα μαζί

μου σημαδέψαν όλη τη ζωή.

Δε θα ξεχάσω ποτέ τα παλιά.

Να σ’ έχει ο θεός πάντα καλά.

vasilis

ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ

 

Αυτά που θα πω ακούστε, λοιπόν,

δεν αφορούν το μέλλον ή το παρελθόν.

Είναι μια εικόνα τόσο καθημερινή

σε τούτη τη ζωή μας τη μονότονη.

Είναι μια ιστορία ενός παιδιού

που χάθηκε και βρέθηκε για λίγο αλλού·

σε δρόμους σκοτεινούς, μοναχικούς,

με ανθρώπους τόσο διαφορετικούς,

με ανθρώπους που δε ξέρουν το καλό τους,

με ανθρώπους που σαπίζουν το μυαλό τους,

με ψυχές χαμένες σε λάθος δρόμο,

σημείο προορισμού έχουν τον άλλο κόσμο.

Τον άκουσα εκεί δυνατά να μιλάει,

για μια δόση να κλαιει, να παρακαλάει.

Δίπλα του άλλοι να σπέρνουν το τρόμο

κι αυτός να βαδίζει σε λάθος δρόμο.

 

Στο δρόμο αυτό εσύ αν θα μπεις,

βοήθεια από κανένα δε θα βρεις,

βοήθεια από κανένα όταν πονάς,

παρέα όταν θες δε θα ’χεις να μιλάς.

Μόνος σου τη νύχτα, μόνος σου τη μέρα,

οι παλιοί σου φίλοι θα σε κάνουνε πέρα.

Θα βλέπεις τους δικούς σου συνέχεια να πονάνε,

κι αυτούς που σε μισούν δυνατά να γελάνε.

Θα βλέπεις να χάνονται τα όνειρά σου

κι όλη ζωή να περνάει μπροστά σου.

Θα βλέπεις το φως μπροστά σου να σβήνει,

ελπίδα καμιά δε θα σου ’χει μείνει.

Ένα θύμα ακόμα θα ’σαι σ’ αυτούς που θέλουν

πεισμένους να μας βλέπουν, να μας τρελαίνουν·

που λάθος μηνύματα επίτηδες στέλνουν,

για να περνάνε εκείνοι αυτά που θέλουν.

 

Γι’ αυτό βιάσου όσο μπορείς και θα προλάβεις

να χτυπήσεις το κακό και να καταλάβεις,

ότι μόνο σ’ εσένα ανήκει η ζωή σου,

το μυαλό, η καρδιά και η ψυχή σου.

Σε καινούριο δρόμο βάλε τα όνειρά σου,

κι αν απ’ τα παλιά βρεις κάτι ξανά μπροστά σου,

εκεί να δείξεις δύναμη, να προσπαθήσεις·

τώρα ξέρεις καλά, πίσω μη γυρίσεις.

vasilis

ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΝΩΡΙΣ

 

Όλων τα μάτια σίγουρα έχουν δει

να κλαιει, να πονάει ένα μικρό παιδί.

Όλων τ’ αφτιά σίγουρα ακούσαν

για κάτι παιδιά που άλλους δρόμους ζητούσαν.

Λίγων τα μάτια, σίγουρα, έχουν κλαψει

για κείνα τα παιδιά που όλοι έχουν ξεγράψει.

Άλλων τα λάθη πληρώνουν κι εκείνα,

γι’ αλλους περάσανς πόνο και πείνα,

γι’ άλλους στους δρόμους βρέθηκαν χαμένα.

Κι όλοι εμείς με κλειστό το στόμα,

στηρίζουμε τους πονηρούς ακόμα

και φίνα περνάνε οι δήθεν καλοί,

και κείνα στο χώμα ή σ’ ένα κελί.

 

Για τ’ αδέρφια που χαθήκανε νωρίς,

δε φτάνει ένα τραγούδι.

Τα λάθη μας δε σβήνουνε

μόνο μ’ ένα λουλούδι.

 

Εμπόροι του θανάτου ελεύθεροι όλοι,

νόμοι φτιαγμένοι στα μέτρα τους όλοι.

Άχρηστοι ηγέτες χωρίς ουσία,

ψοφάνε μόνο για λίγο εξουσία.

Τηλεόραση, παιδεία, εκκλησία,

στρατός, πολιτικοί, αστυνομία,

γιάπηδες, βιομήχανοι, εφόπλιστές

κι όλοι οι νόμιμοι ληστές,

γιατροί που παζαρεύουνε τη ζωή μας

κι όλοι εκείνοι που παίζουν μαζί μας·

τύψεις θα έπρεπε για όλα να έχουν

κι όλοι εκείνοι που τους αντέχουν·

ένοχοι κι αυτοί και πιο πολύ

από κείνους που το παίζουνε καλοί.

Κι όσο αργείτε κι οι μέρες περνάνε,

τόσο εκείνες οι ψυχές πονάνε.

Κι όσοι ξεχνάτε και αδιαφορείτε,

καθίστε λίγο κάτω και σκεφτείτε

πως όλα τούτα δεν είναι μακριά σας

αύριο μπορεί να είναι τα παιδιά σας

εκείνα που θα κλαινε ή θα πονάνε,

εκείνα που βοήθεια θα ζητάνε.

Μα τότε να ξέρετε πως θα ’ναι αργά

για να ξεφύγετε απ’ όλα αυτά.

Θύματα κι εσείς και οι πιο πολλοί

όλων αυτών που το παίζουν καλοί.

vasilis

ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΗΣΥΧΟ

 

Στα λίγα χρόνια που έχω στη ζωή,

κατάλαβα καλά «δικός σου» τι θα πει.

Άκουσα, έμαθα, πέρασα πολλά,

έχασα πόνεσα πικράθηκα.

Νόμιζα ότι είχα κάνει φίλους πολλούς,

 μα φαίνεται τους μπέρδεψα με τους εχθρούς.

Δίπλα μου, όμως, είχα συγγενείς και γνωστούς,

μα όταν είχα ανάγκη έχανα κι αυτούς.

Το Λάθος όμως ήταν το μισό δικό μου,

που Δε στηρίχτηκα μόνο στον εαυτό μου.

Συνέχισα να θέλω δίπλα μου πολλούς,

χωρίς να ξεχωρίζω σκάρτους και καλούς.

Το λάθος όμως το μισό ανήκει

σε κάποιον που δεν είχα από πιτσιρίκι

και σε όλους εκείνους που μετά βρεθήκαν

με ευκολία όλα εκείνα μου υποσχεθήκαν.

Και το χειρότερο απ’ όλα θα σας πω,

πως έπρεπε όλους ίδια να τους αγαπώ.

Τα λάθη που κάναν όλα να τ’ ανεχτώ

και τις τύψεις να τις έχω μοναχά εγώ.

Κι έτσι δεν άντεξα, που λες, για πολύ καιρό,

κατάλαβα τι πρέπει και ότι μπορώ.

Τη ζωή μου να τη βάλω στο σωστό το δρόμο,

να παλέψω μόνος μου σ’ αυτό το κόσμο.

Κι ας μου λένε όλοι αυτοί ότι δεν είναι σωστό,

κι ας με λένε οι δήθεν φίλοι μου μονόχνωτο,

κι ας με κάνουν πέρα συγγενείς και άλλοι,

ας ξεχάσουν επιτέλους όλοι το Μιχάλη.

Όλοι αυτοί που μείναν δίπλα μου, ζημιά μου κάναν,

και αυτοί που προσπαθήσαν το καιρό τους χάναν

και αυτοί που πολλές συμβουλές μου δίναν·

βρεθήκαν δάσκαλοι μπροστά μου και μου είπαν,

πως αν δε τους ακούσω θα βρεθώ χαμένος,

μα αν κάνω ό,τι μου πουν θα είμαι ευτυχισμένος.

Γιατί είναι η ευκαιρία, λεει, στη ζωή μου

να πάω κόντρα στο μυαλό και στη ψυχή μου,

όπως εκείνοι έκαναν πολλές φορές

και πιάσανε τις ευκαιρίες τις τρελές.

vasilis

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

Κάνοντας βόλτα μια Τετάρτη βράδυ απ' έξω από ένα ίδρυμα εγώ περνούσα
και ενώ τα ’χε τυλίξει όλα πάλι το σκοτάδι και ενώ με απορία όλα τα      

                                                                                          κοιτούσα.
Ακούω μια φωνή γυρνάω και βλέπω ένα χέρι απλωμένο κάτι να ζητάει.
Δυο μάτια που μοιάζαν βιβλίο ανοιγμένο δειλά να κοιτούν όποιον σταματάει.
Δεν ένοιωθε τον φόβο μ’ αυτούς που ’ναι έξω, γιατί δε θυμότανε ακόμα        

                                                                                                   πολλά
Το φάρμακο βλέπεις κρατάει πολύ για να περνάνε όλοι οι άλλοι καλά.

 

Στα παιχνίδια της ψυχής

κάπου εκεί θα με βρεις.

 

Μυαλό που δεν σκέφτεται εκείνα που πρέπει για άλλους συμφέρει και              

                                                                                  σημαίνει πολλά
η μόνη όμως διαφορά μας φίλε είναι αυτά εδώ τα ψηλά τα κάγκελα.
Η πόρτα όμως βλέπω είναι ανοιχτή, ένα βήμα αν κάνεις θα είσαι μαζί μας
ένα βήμα αν κάνω θα είμαι εκεί, όμως άλλοι ακόμα παίζουνε με την ψυχή  

                                                                                                         μας,
γι’ αυτό το βήμα το δικό σου αργεί, γι’ αυτό όλοι αυτοί κρατάνε έξω εμένα
κι όμως τα νοιώθω όλα τόσο κοντά σαν οι ψυχές να ’χουνε γίνει απόψε όλες  

                                                                                                         ένα.
Κι είναι σαν να νοιώθω της καρδιάς σου τους ήχους
κι είναι σαν να θέλω να γκρεμίσω τους τοίχους
εκείνους που χτίσαν όλοι οι γνωστικοί
οι υπεύθυνοι του κράτους και οι δήθεν γιατροί,
οι λεπτεπίλεπτοι βλάκες που με κόμπλεξ πολλά
το μόνο που θέλουν να ζουν καλά
να γίνεται ο πόνος του άλλου χαρά τους
να διώχνουν τα δύσκολα όλο από κοντά τους.

 

Κι εκείνος δίπλα μου χωρίς να μιλάει, μου δίνει το χέρι του και με κοιτάει,
μέσα στα μάτια και χαμογελάει ειρωνικά, το νοιώθω, σαν να ρωτάει.
Τι σημαίνει τρελός ή τι γνωστικός
τι σημαίνει μορφωμένος ή αμόρφωτος
τι να είναι η αγάπη και τι το μίσος
τι να είναι η σιγουριά και τι το ίσως
Ποιο να είναι το σωστό και ποιο το λάθος,
ποια να είναι η ανάγκη και ποιο το πάθος,
ποιοι να παίζουν στο μυαλό μας παιχνίδια τρελά,
ποιοι να νοιώθουν άραγε καλά με όλα αυτά

vasilis

ACTIVE MEMBER-Στον Καιρό Του Αλλόκοτου Φόβου

Ιntro

Μου 'παν πως στις ανθρώπινες καρδιές κρύβεται ένας φόβος
κι ότι έφτασε πρώτα σε μας σαν τη βροχή στα πιο ψηλά βουνά.
Περίμεναν στο πέρασμα το αιώνιο, μα δε φάνηκε ο χρόνος.
Τρομάξαν, δοξάσαν κι αγαπήσαν, μα τίποτα ξανά.
Ακούσαν για ένα λυτρωτή ρακένδυτο σακάτη
που έχει μαζί του ένα παλιό από οξιά ραβδί,
έχει αύρα θαλασσινή και στα μάτια του αλάτι.
Αν όντως, έτσι είναι, κάπου τον έχω ξαναδεί.

Τον έχω δει στην τελευταία τη γουλιά σε πάτο ποτηριού.
Έχω δει να τον κεντάνε με μανία σε φλέβα του χεριού.
Έχω ακούσει πως πηγαίνει κρυφά συνέχεια απ' τα σχολειά
'Εχω δει να του μιλάνε κάθε πρωί πριν πανε στη δουλειά.

Πως να το περιγράψω

Έχω ακούσει να τον κάνουνε τραγούδι, τον έχω δει και σε καμβά.
Κάπου τον είδα να δακρύζει και να γελάει κάπου στραβά.
Κάποιοι τον ξεδιψάσαν μ' αίμα - παράξενο κι αυτό.
Αν υπάρχει αυτός ο φόβος, είναι πράγμα αλλόκοτο.

Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Πως να τ' αντικρίσω
αλλού θα γυρίσω.

Κοντά στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε τ' άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα σκιά όλου του κόσμου.
Πως να σ' αντικρύσω

vasilis

Ψέμα μου

Ψέμα μου, στ' όνομά σου
έχω σταυρώσει ό,τι λαχτάρησα να συναντήσω.
Πετάχτηκα απ' τον ύπνο μου, όμως, πάλι μπροστά μου να σου
με τα όνειρα μου να κρατάνε το ίσο.
Όταν δειλά σε πρωταγκάλιασα σ' είχανε φασκιωμένο,
φτιαγμένο απ' το υλικό που καινε τ' άστρα.
Σε τάισα απ' το αίμα μου για να μη παει χαμένο,
απ' την αρχή κιόλας το τράβηξες στα άκρα.
Πυροκαμμένο μαστόρι πάνω από σάρκινο μαγκάλι
δουλεύει την ψυχή μου απίκο κι ετοιμοπαράδοτη,
την περιμένουν κάπου αλλού με μια παρθένα αγκάλη
αδιάβατοι δρόμοι κι όρκοι απαράβατοι.
Μ' ένα ζευγάρι φτερά που μ' έβγαλαν απ' τα νερά μου,
έγινα δέντρο λυτρωμένο από το χώμα κι αλύγιστο.
Στα κατακέφαλα είχα κάτω τα ξερά μου,
είδα το άφαντο και μύρισα το αμύριστο.
Εκεί που μου 'δειξες πήγα και κουλουριάστηκα,
έφτιαξα σπίτι μου τα λόγια τ' αφιλόξενα
Μάγια που δέσαν εμένα με τετράστιχα,
ξόρκια που τράβαγαν το κρύο, όταν αρρώσταινα
Είδα κι απόειδα από παιδιά που δεν αντρώθηκαν,
όταν γελάστηκα και σου 'κανα και σκόντο
Είδα και ζώα που από μόνα τους μαντρώθηκαν,  
γιατί παράτησαν το ψέμα τους στο φόντο.

Εκεί που μου 'δειξες ψέμα μου πήγα
κι είδα κήπους κρεμαστούς.
Είχε πολλά κουρασμένα δαιμόνια,
είχε κι αγγέλους σκαστούς.
Φυτεμένα είχε όνειρα λίγα
κι αυτά με σάπιους καρπούς.
Είχε βουνά με μαύρα χιόνια
και φόντο πορφυρούς ουρανούς.

Ψέμα  μου, σάπιο σκαρί μου
βρήκες  κι απάγκιασες σε άγρια στεριά.
Στο μισοναρκωμένο από πάνω βρέθηκες κορμί μου,
τέλειο λάθος και μια βαθιά νυστεριά
που μου πήρε τη χαρά ενός περήφανου πόνου
και στης ζωής με πέρασε τα τρίσβαθα,
κρυφό ταξίδι σαν κατάρα προγόνου
σε μονοπάτια σκοτεινά και δύσβατα.
Ρίζα κακιά που με μπάζει στα εσώτερα
για να βρω ένα κομμάτι μου αλέκιαστο,
κάνω επίκληση μέχρι και στα ωριμότερα,
στο καλό, στο αιώνιο, στο αξέχαστο.
Ρωτάω συνέχεια αυτά που εδώ και καιρό βουβαθήκαν,
τι με πλάνεψε και τι με λιγόστεψε,
γιατί δε φώναξα για κείνα που από μπρος μου χαθήκαν,
αφού  η ψυχή μου ποτέ δε κιότεψε.
Εκεί που μου 'δειξες ψέμα μου, βρέθηκα αθόρυβα
και είδα σημεία και τέρατα.
Ζεματισμένα είδα νιάτα για δόλωμα
να ψάχνουν λύτρωση μόνο στα απέριττα.
Να προσκυνάνε θεούς φαρμακωμένα,
να σκύβουν το κεφάλι σε μια γη γριά,
γιατί δε 'ξεραν ότι φυλάς τα λατρεμένα,
            σε  μηδέν  βαθμούς ζωής υπό σκιά.

Κι ήσουν σα πρίγκιπας εκεί
κι από τη ζήλια μου για λίγο σκύλιασα.
Έπινες χρόνο από ασημένιο φλασκί
και στο πήρα από τα χέρια, δε δείλιασα.
Σ' έπιασα απ' το λαιμό και σου ψιθύρισα στ' αυτιά,
να πας στο διάολο, εγώ θα παω όπου έχει φωτιά.

vasilis

Θα 'Θελα Να 'Μουν

Θα 'θελα να' μουν μελάνι στην πένα του Καστοριάδη
και οργή πάνω στα μάτια του Πάμπλο,
γερασμένο σκυλί μπροστά απ' την πύλη του Άδη,
να γελάω και να θέλω τα σωθικά μου να βγάλω.
Να σας τη σπάω συνεχώς σαν τον Ραφαηλίδη,
αν γονατίζετε για κάποιο θεό,
να 'χα μια γλώσσα φαρμακωμένο λεπίδι,
αντί μια ψυχή ναυάγιο σε απέραντο βυθό.
Να 'μουν Εβραίος το '40 στη Θεσσαλονίκη
ή ένα κύμα μεγάλο πάνω στα ξερονήσια,
να 'στελνα πίσω τη ντροπή σ' αυτούς που ανήκει
και μια συγνώμη σ' αυτούς που χαθήκαν περίσσια.
Θα 'θελα σκλάβος να 'μουν με μαστιγιές στη πλάτη,
να κουβαλάω μάρμαρα του Παρθενώνα,
πεισματάρης μαθητής του Σωκράτη,
και τυφλός χριστιανός κάπου στον πρώτο αιώνα.
Στίχοι τούρκου ποιητή γραμμένοι σε λευκό κελί
και λίγο ελεύθερος στη χάση και στη φέξη,
να 'μουν αλλόθρησκου στο κούτελο φιλί
και το γέλιο το πικρό στο Πέραμα του Ξέρξη.
Να 'χα πάρει Ι 5 επί επταετίας,
να μην αντίκριζα μάτια προδομένα
κι από χέρι αριστερό άνευ αιτίας,
ψηφοδέλτιο άκυρο αλλαγής το '81.
Θα θελα να 'μουν μελωδία άγνωστη του Χατζηδάκη
και το επόμενο βιβλίο του Κοροβέση,
απ' τα ράσα αφορισμένος σαν τον Καζαντζάκη,
να παω μ' αθάνατους αν περισσεύει θέση.
Του 2004 να λείπω το Σεπτέμβρη,
θα πάρει η μπάλα πολλούς στο πουθενά,
τα ποντίκια θα χορεύουνε στ' αλεύρι,
γνωστή εικόνα εγώ θα πάρω τα βουνά.

Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
δήθεν για μένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα
και δεν είναι γραμμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
τα μυθοπαρμένα.
Θα 'θελα να 'μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
σειρά μου και μένα.

Θα 'θελα να 'μουν μετανάστης στο μεταγωγών,
μπάτσος αυτόχειρας που τέλειωσε ωραία.
Μια φωνή δυνατή που αναφέρεται απών,
έλληνας λοχαγός που δεν πήγε στην Κορέα.
Μια στιγμή από το όνειρο του Ρήγα
και ντοκουμέντο μυστικό από τη Βάρκιζα,
ένα τραγούδι καμπίσιο από κολίγα
και το δάφνινο στεφάνι θα στο χάριζα.
Θα 'θελα να 'μουν ψωμί και κουκούτσι από ελιά
δίπλα σε άδειο από νερό χρυσό κανάτι
που θα καθόταν στο λαιμό του βασιλιά
στο γάμο του λαού με το παλάτι.
να 'μουν η πρωτη διαγραφη απο το ΠΑΚ,
χαμένη μπάλα του γκολφ ξεμωραμένου εθνάρχη,
να 'μουνα σάτιρα σ' ένα κοινό γεμάτο τρακ
και τραγουδιάρης που να μη σέρνεται όπου λάχει
Να 'μουν η αντοχή του Ρένου του Αποστολίδη,
μια ιστορία αφηγημένη απ' τον Κατράκη?
θα 'θελα να 'μουν σ' αλάνα αυτοσχέδιο παιχνίδι
κι ισόβια κάθειρξη απλά για ένα γκαζάκι.
Του Κώστα Βάρναλη να ήμουν η "Καμπάνα"
και το πινέλο του Θεόφιλου στο αίμα,
Θα θελα να 'μουν όσα δε σου 'παν, μάνα,
μήπως και δε με γένναγες μέσα στο ψέμα.

Αφού είμαι άτυχος και δεν ξαναγεννιέμαι,
έφτιαξα μόνος μου κάτι να καυχιέμαι.

vasilis

Επιστρέφει η σιωπή

Σκάσε κουφάλα ζωή και φαντάσου μια εικόνα,
με τα μάτια, λεει, κλειστά να σε περνάω από βελόνα
και μ' αυτή να κεντάω κάργα στιγμές στο πετσί μου,
όσα έχω πάνω μου, είναι πατρίδα και γη μου.
Μα την αφή μου και τον νου μου τον άχρονο,
μα τη φωνή μου και το αίμα μου το άφθονο,
εμένα πάντα από μακριά μόνο μου γνέφει,
δε με φοβίζει που η σιωπή με κραυγές επιστρέφει?
αλαλιασμένη και ψευτονοικοκυρεμένη,
παστρικιά πουτάνα, καλοπληρωμένη,
καλά φτιαγμένη, λιγωμένη απ' το αιώνιο πιόμα,
γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας κι ανταμώσω το γιόμα,
όμορφο τόσο που να θέλω να μου δώσω
όμορφο τέλος - μα δε γαμιέται, δε θα προδώσω.
Θα με φωνάζω συνέχεια ψεύτη
μέχρι να 'ρθεις, δειλέ μου επισκέπτη.
Και σαν κυλήσεις προς τα εδώ, φέρε μου λίγο αέρα
κι αν θέλεις, πες μου, έξω είναι νύχτα ή μέρα
Αν κάτσεις ώρα, φτιάξε μου λίγο το κέφι?
μα κάνε γρήγορα, γιατί η σιωπή επιστρέφει.

Επιστρέφει, είναι κοντά η σιωπή.
Στις αυλές των θαυμάτων η ντροπή βγάζει το άχτι,
μασάει τη ρίζα η ψυχή μου να κοπεί,
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Επιστρέφει και καταπίνει φωτιές,
πίνει μεδούλι και μετράει τους σφυγμούς σου,
ξέρει καλά πως τρελάθηκες χθες,
είναι κοντά και ακούει τους λυγμούς σου.

Δυο λόγια μόνα κι απλά θέλουν πια κόπο διπλό
κι έχουν για αντίβαρο τον χρόνο τον ανύποπτο,
απαλά σε σκουντάνε  κι ένα οδηγό έχουν τυφλό
που σέρνει σκυλούς φιμωμένους χωρίς φίμωτρο.
Στη σιγαλιά ξαναζεσταίνουν τα παλιά, μα ούτε γουλιά,
ξεσαλωμένα, θολωμένα, δε κερνάνε κανένα,
κοκορεύονται για φως αληθινό στην αντηλιά,
κουλουριασμένα ζητιανεύουν με χέρια κομμένα.
Γλύφουν το δρόμο να γυαλίζει που η σιωπή ακολουθάει?
κάτι μέρες μετράει σε καιρό που τη βοηθάει.
Γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας και στα πάντα τη σπάσω,
κάτω απ' των στίχων τη σκιά να ξαποστάσω.
Κι όσο γυρεύεις το λόγο θα βρίσκεις φόβο,
κι αν μαγειρεύεις μια γέννα, ό,τι μας δένει, θα κόβω.
Θα ζω μ' αέρα, θα ταξιδεύω σα σφαίρα,
θα χτυπάω με το κενό και θα γιατρεύω μ' αιθέρα
κι εσύ δε θ' αντέχεις, μα θα τρέχεις στην ουσία
να βαφτίζεις το τυχαίο συνομωσία
κι εγώ θα βάζω το κεφάλι τη ρίζα να καταπιεί,
γιατί επιστρέφει κι είναι κοντά η σιωπή.

vasilis

Πρεμιέρα

Eσυ, ελληναρά αρχαιολάγνε κι εσύ παρακρατικέ ακρίτα,
εσύ τεχνοκράτη πρώην επαναστάτη βομβιστή,
δειλέ εξουσιαστή.
Εσύ, ορθόδοξε μαρξιστή, νεοεθνικοκομμουνιστή
Εσύ φοβισμένε, εσύ
που με ψήνεις τόσα χρόνια να περάσουμε βέρα,
κάτσε και λιώσε εδώ πέρα.
Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι ας πεθάνω την επόμενη μέρα.

Χωρίς βεβαρημένο παρελθόν και φρόνημα εθνικόν
με το μέρος κι όχι το βάρος των νεκρών,
χωρίς σάπια ιδεολογία και κατάνυξη αγία,
χωρίς στεφάνι σ' ανδριάντα και παρέλαση σε αργία.
Κρατάω τα μάτια ανοιχτά κι αν αυτό σε τρομάζει,
πες μου για αυτό τον κόσμο που όπως λες δεν αλλάζει.
Κάντο μου σήριαλ, διαφήμιση και ειδήσεις,
με το μεγάλο αδερφό σ' ένα μπουρδέλο να με κλείσεις.
Να με ποτίσεις με ψέμα απ' του σχολειού την έδρα,
να με χτυπήσεις στη σκηνή πισώπλατα με πέτρα.
Φοβισμένε πάρε το σταυρό σου και τράβα,
σ' όσους φωνάζουν, τάξε κόλαση και λαβα.
Φοράω μαύρα, πενθώ τα παιδιά σου και σένα,
έφτιαξα τάφο αλλού απ' τη ντροπή,  άσε με μένα.
Χρωστάω μόνο τη συγγνώμη μου σ' αυτούς που χαθήκαν
και σε ψυχές που πριν από λίγο γεννηθήκαν.
Καταλαγιάζω, μα πιο πολύ με τρομάζω,
με τη παράδοση σε βρώμικα νερά λιμνάζω.
Γι' αυτό φωνάζω, είναι σα θάνατος αργός
κι ο λαός είναι ηθικός αυτουργός.
Την ουρά σου μη τη βγάζεις κι εσύ απ' έξω,
μ' αυτό το δαίμονα έχω ζήσει καιρό πριν να διαλέξω
μια πανέμορφη τρέλα και ένα αύριο άλλο
με τα στοιχειά κι όλο το  σύμπαν να τα βάλω.
Νερό να πιούμε από την ίδια την πηγή,
να ξαπλώσουμε, να συνεννοηθούμε με τη γη.
Ελεύθερα ν' αφήσουμε όλα τα ζώα
και να δακρύσουμε μπροστά σε μάτια αθώα,
κι αν ο αλήτης σου φαίνεται πως έγινε μελό,
βάλ' το όπως θες μες στο μυαλό σου το θόλο, είναι απλό.
Λέω να μη χάσω τη μόνη με ουσία μέρα,
από νωρίς θα παω να δω την πρεμιέρα.

Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι εσύ κάτσε και λιώσε εδώ πέρα.
Εγώ θα παω να δω την πρεμιέρα
κι ας πεθάνω την επόμενη μέρα.

vasilis

Θες δε θες

Τι κι αν θες τι κι αν δε θες το νερό μπήκε στ' αυλάκι πια,
αφού σκάψαμε βαθιά κόντρα στην ανεπροκοπιά
κι έπιασε τόπο ο κόπος, το θράσος και το ρίσκο,
αφού στον όγδοο δίσκο πάλι κοντά μου σε βρίσκω.
Να προσπαθείς να κλέψεις κάτι όλος αυτιά
σα πεταλούδα τη νυχτιά που τη τραβά η φωτιά,
μπας και δώσει στο χαμό της λίγο χρώμα ευτυχίας
με κλωστές  αποτυχίας και γνώση ιεραρχίας,
ύφανες πρώτα το κουκούλι σου πριν μεταμορφωθείς
από σκουλήκι της γης στο άκρον άωτον της μορφής.
Μα πάλι νύχτα θα χαθείς απ' όσα ζήλεψες.
Κράτα τη μιζέρια που με φίλεψες.
Κι αν είσαι η κόρη που λενε η ασημοστολισμένη
με τα χωράφια τα ζώα και τα φλουριά προικισμένη,
σ' έχει προλάβει η ζωή μ' έχει ξεπαρθενέψει
κι ας είναι σκύλα γυναίκα που τη καρδιά μου έχει κλέψει.
Τώρα τι θες, τι μου λες.
Πήρες χαμπάρι το low bap κι αναμασάς απειλές,
μαζί με τάματα σ' εφημερίδες και τηλεοράσεις,
δημόσιες σχέσεις που θες δε θες, θα τις ξεράσεις

Θες δε θες,
μπήκε στ αυλάκι το νερό και μουσκεύει το παρόν μας.
Θες δε θες,
κάθε εμπόδιο που βάζεις πάντα θα βγαίνει σε καλό μας.
Θες δε θες,
το χαμένο σου χρόνο θα τον κρατάμε όλο δικό μας.
Θες δε θες,
πατάει στα ποδιά του γερά πια τ' όνειρό μας.

Για δες που θες δε θες, έτσι είν' τα πράγματα.
Όλα όσα θες μισά, τ' αλλά ψιλά γράμματα.
Ξάφνιασμα πρώτο του δρόμου το ριζικό,
μια αρχή καλή από αφιλτράριστο υλικό.
Βινύλιο ατόφιο μ' εξώφυλλο στο χέρι φτιαγμένο,
μ' ανθρώπους με κοινό σκοπό στα μάτια χαραγμένο.
Βάφτισμα πυρός ντόπιο μαγάρισμα,
ξεσκαρτάρισμα σε όλους χάρισμα.

Κι αν είσαι ο τύπος εκείνος που τον τρομάζει το έργο,
όταν ζυγώσεις, θα νιώσεις πως αν δε φύγεις, δε φεύγω.
Εσύ που οι νόμοι σου σκεπάζονται απ' τη γνώμη σου
κι οι ώμοι οι γυρτοί σου δε βαστάνε τη συγνώμη σου.
Κανείς επάγγελμα τίμιο βρώμικη επιθυμία
που δε ξεθύμανε μικρή και γέρασε από ανία
χάρη στη ντρόγκα κι όλα τ' αλλά που έχεις για οδοιπορικά,
σ' αυτό το ηλίθιο ταξίδι πάνω σε λόγια γενικά,
και πάντα μεταφορικά για να μένουν στα χαρτιά.
Mα αυτό που βλέπεις στο καθρέφτη φαίνεται τόσο μακριά
κι όμως είναι κοντά, τόσο που ξύνει τη ψυχή σου
και ξεσκίζει τη μεταξωτή αντοχή σου.

Γράψε ό,τι θες, σκάψε όπου θες, θάψε ό,τι θες, πάψε να θες
κι ό,τι λες να 'σαι καλά για να το λες, κλείσε τα μάτια και δες.
Σκέψου ό,τι θες - μονάχα αυτά που θες
κι ό,τι δε θες, μη το μετράς? να το σκορπάς κουράγιο βρες.
Να συνεχίσεις να θες να κλαις για όσα θες να φταις,
το φαρμάκι πιες ζήσε ξανά μανά το χθες,
για να ξεχάσεις σήμερα πάλι έξω βγες.
τρύπωσε κάπου και τη μιζέρια σου δες.

vasilis

Mείνε εκεί

Τι κανείς, ρε Όλα σε θέλουν κοντά τους
κι εσύ τρως απ' το περίσσεμμά τους.
Κυνηγάς το σκοτάδι σε απάτητες στοές
και σε αδύναμες φωτιές τραβάς και καις στιγμές.
Πήρες ξοπίσω της σιωπής τη λιτανεία και πας,
δειλιάζεις να ζεις και ν' αγαπάς.
Λιγοστεύεις τα πανέμορφα και τα μεγάλα,
κάνεις κουμάντο και διατάζεις με λάθος σινιάλα.
Στραβά αρμενίζεις σε στραβό γιαλό,
ρίχνεις άγκυρα εκεί, μα έχεις φουρτούνα στο μυαλό,
ακολουθάς αερικό κυνηγημένο, φοβισμένο,
ακούς τη μοίρα σου που σ' έχει μοσχαναθρεμμένο,
αυτή που σε βυζαίνει ακόμα και σ' αλλάζει τις πάνες
και σε κρατάει στις σφιχτές της δαγκάνες,
σε ντύνει ήλιο και σε βάζει σε καινούρια τροχιά,
σε χτενίζει και σε πλένει με φαρμάκι από οχιά,
σε λιγοστεύει μέσα σ' όλα τα λίγα.
Πετάς παντού τ' αγγίζεις όλα όπως κάνει μια μύγα,
μα το δικό σου φοβάται, δε στο δείχνει,
μόνο όσοι ξέρουν περπατάνε σε κρυμμένα ίχνη,
μα λιγοστεύουν κι αυτοί - εκεί η ζωή δεν ανασαίνει,
αλλά γεννάει κι ό,τι γερνάει το πεθαίνει.
Γι' αυτό όσα φεύγουν, μου λείπουν πιο λίγο
κι αν λιγόστεψα σειρά μου να φύγω.
Θα 'θελα να 'χα κουράγιο να δω αυτούς που γεννιούνται,
να κλάψω δίπλα σ' αυτούς που ξεχνιούνται,
να παω στα μέρη αυτά που δε πήγα.
εκτός κι αν μέσα μου είναι όλα πιο λίγα.

Λιγοστεύουν στη ζωή όλα
πουλάει τα πάντα για το αύριο το τώρα.
Λιγοστεύουν στο ονειρο όλα
και στη ψυχή μας το μπάλωμα φαίνεται.

Λιγοστεύουν στην αγάπη όλα,
γίναμε φυτά σαρκοβόρα,
λιγοστεύουν στο θάνατο όλα,
μείνε εκεί, αδερφέ μου αγέννητε.

Μείνε εκεί - εδώ ζει το λιγόψυχο,
δε μυρίζει τώρα πια ούτε τ' απόβροχο,
τα νιάτα ξεπουλάνε τη φρεσκάδα στοιβαγμένα,
γεννιούνται με κακό χρεωμένα.
Άκου με μένα, νιώθω ένα όμορφο ρίγος,
σ' ένα άσχημο κουφάρι ζω και δείχνω λίγος.
Δεν είμαι το άτρωτο ούτε έξυπνος περνιέμαι,
μα έχω κάτι περίσσιο να καυχιέμαι.
Κι ας μοιάζει στάλα σε πελώρια γυάλα,
και πλατύσκαλο σ' ατέλειωτη σκάλα,
απλά όλα τ' άλλα χάσαν το νόημα την ομορφιά τους,
χαίρομαι χρόνε που δε μ' έστησες κοντά τους.
Απλά η σκιά τους που και που με τυλίγει,
τίποτα μεγάλο δε με πνίγει.
Χρόνια τώρα ψυχή και γλώσσα ακονίζω
και το λίγο μονάχος μου τ' ορίζω.

vasilis

Γητεμένο παιδί

Για σένα ανέβαινε η ζωή δύο δύο τα σκαλιά
σα να γεννήθηκες σ' απόμακρη αετόφωλιά
από σπασμένο αυγό σε σύννεφα άχρωμα,
ξόρκια ουρανού για ενός φυγά το απομεγάλωμα,
για κρύα βράδια μίσος ακούρνιαχτο,
και για του ήλιου το φως ψέμα ασπούδαχτο,
μέρα τη μέρα πιο απόκοσμο και παρακατιανό
από αμούστακο παιδί, πολεμιστής με το στανιό.
Κρυμμένο ατσάλι σε ματωμένο αποφόρι
και στο σκοτάδι μια ορθάνοιχτη από φόβο κόρη,
φτηνό ενέχυρο για μια ανάσα ελεύθερη,
αφού κοντά σου η αγάπη έφτασε δεύτερη,
γυμνή κι απένταρη με βλέμμα σα γεράκι,
και κοντοστάθηκες λες κι ήσουν από τζάκι,
μα είσαι κηφήνας που δεν άγγιξε ποτέ του γύρη
και ξεχασμένος κεραυνός κρυμμένος μες στο λιοπύρι
που έχει σηκώσει ψηλά τη δικιά του παντιέρα,
χωρίς να ξέρει να διαβάζει τον αέρα
κι όσα πιο πέρα από το φως λαχταράει ένα παιδί
κι ας του λέγαν πως δε πρέπει να τα δει.

Καθώς κι εσύ - που σκλήρυνες πολύ νωρίς κι είσαι έτοιμος τα πάντα ν' αρνηθείς,
είσαι παιδί - γητεμένο απ' το νερό της βροχής και την κατάρα μιας αιώνιας φυγής
που καρτερεί - με το κεφάλι συνέχεια ψηλά, μήπως μπορέσει και μέσα απ' τη βροχή
κάτι να δει - να 'χει μαζί του, όταν βρεθεί, αγκαλιασμένο από τις φλόγες γητεμένο παιδί.

Άσε το πόνο από τα σπλάχνα σου παράμερα
κι αυτά που νιώθεις όλα ν' ακουστούν ωμά κι ολάκερα.
Πήγαινε βρες ζεστή βροχή και φτιάξε αντίδοτο
για να γιατρέψεις το μυαλό το όπλο το ανίκητο.
Πιάσε το χώμα και τη γη τρίξε συθέμελα,
τα δίποδα τ' ανέμελα και τα θεριά τα ακέφαλα
θα φοβηθούν, γι' αυτό μην αργοσαλεύεις,
με το δικό σου ρυθμό να σφυράς και να χορεύεις.
Μη ζηλεύεις, κύλα πάνω στης ψυχής σου τις ράγες,
μη γυρεύεις τραγούδια από σειρήνες χρονοφάγες,
στιγμές βρώμικες κι άγιες  να ζώσεις,
μα το μίσος αν κοιτάξεις, θα πετρώσεις.
Δε θα γλιτώσεις απ' τ' άσκοπο, το αλόγιστο,
ό,τι σου τρωει την καρδιά πιάστο και όρκιστο,
να παει στο διάολο, σε τόπο άλλο, πιο γνωστό,
με το παράδεισο και με τη κόλαση φτυστό,
σα τις τύψεις τ' ονειρο τους και τη προσευχή τους  
- κατάλαβε το - τι δουλειά έχεις μαζί τους
Είσαι παιδί με ρίζες στα σπλάχνα της γης,
γητεμένο απ' το νερό της βροχής.

404 Επισκέπτες, 1 Χρήστης