Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 268
  • Total: 268

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Τα εξ αμάξης (μέρος 2ο)
Βαρέθηκα να βλέπω αρσενικά σκυφτά

να κουτσοβγάζουν τη ζωή τους στα κλεφτά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά σαράντα χρόνια έφαγα περίπου

και μαλάκες γνώρισα παντός καιρού και τύπου.

Όλα τα λουλούδια του κήπου τα μύρισα,

ποτέ όμως δε νοστάλγησα και πίσω δε γύρισα

και μουσαφίρισσα κάποια φορά είχα την τύχη,

όμως τη διώχναν άρον άρον οι επόμενοί μου στίχοι.

Σαν ν’ ακούω τη ζωή να ξεροβήχει δίπλα στ’ αυτί μου

και να με κράζει για ό,τι είχα μαζί μου,

μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.


Τα εξ αμάξης, πάντα θ’ ακούς τα εξ αμάξης

κι αν δεν αλλάξεις, θ’ ακούς τα εξ αμάξης.

Θ’ ακούς, θέλεις δε θέλεις, θ’ ακούς·

η πολυτέλεια της σιωπής χάθηκε με τους καιρούς

τους πονηρούς κι από δω κι εμπρός όσα δε βάζει ο νους

θα πει το στόμα μας σε βασιλιάδες γυμνούς.

Θ’ ακούς – θέλεις δε θέλεις τα φυλαγμένα μας

και μην τολμήσεις να πατήσεις τα σπαρμένα μας

κι ούτε λεπτό μπροστά στ’ ανέγγιχτα να μην αράξεις.

Κάπου εδώ αρχίζουν πάλι τα εξ αμάξης.


Βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια για λεφτά,
για επιχειρηματίες σύγχρονους εγκληματίες

με χόμπι τα τελειώματα και τις αυθαιρεσίες,

για εργατοπατέρες με έργα και ημέρες πάλι,

νομάρχες και δημάρχους με κούφιο κεφάλι

σφραγισμένους σε παράξενα και ξεπεσμένα λόμπι·

ατέλειωτη, σου λέω, η νύχτα με τα ζόμπι.

Δεμένοι κόμποι, καμένα μυαλά με χέρια άδεια.

Ο χάρος πάνω από την πόλη μας δουλεύει διπλοβάρδια

κι εσύ όλο χάδια, αστέ καλομεγαλωμένε,

γελάς αμήχανα δίπλα σ’ αυτούς που κλαίνε.

Κι εγώ βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια για όλα αυτά τριγύρω

κι ό,τι μου δώσαν ευχή, εγώ κατάρα θα το σύρω  

κι όπου δεις μπροστά σου φως, στάσου και χτύπα

- γιατί είναι λίγα, είναι λίγα όσα είπα.

Ο καθένας σας θα κρύβει άλλα τόσα,

μα που να φτάσουν απ’ την καρδιά στη γλώσσα.

Ντροπή καμπόσα δίνεις δύναμη σε ψεύτες και φελλούς

για να δοκιμάζεις τους καλούς.

Και για φαντάσου, ρε, σα τα μούτρα τους να γίνω

κι από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,

να έχω ένα αμάξι κωλοφτιαγμένο μοντέλο

και το κεφάλι μου σαν παρακμιακό μπουρδέλο

που να ‘χει πελάτες και πλάτες τους πάντες,

καλοστημένες και νομοταγείς απάτες.

Γινήκαν μάγκες πριν από δέκα χρόνια κάποιοι,

έμεινε ό,τι έπρεπε και φύγανε οι σάπιοι·

οι σάπιοι τώρα ειρήνη, ενότητα κι αγάπη

και διασκεδάζουν όλοι ενάντια σε μένα το σατράπη,

μα στο κιτάπι γράφονται όλα, γι’ αυτό εσύ ν’ αλλάξεις,

αλλιώς θ’ ακούς καιρό τα εξ αμάξης.  
Μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,

γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.

 

Καμιά φορά μου φαίνεται ό,τι κι αν ακούς

τα τσουβαλιάζεις όλα με τους ίδιους κωδικούς

κι αν αδικείς μερικούς, δε σου καίγεται καρφί

φτάνει να έχεις μ’ όσα φαίνονται επαφή

ομαδική ταφή ονείρων, πλάνων, σχεδίων·

η πόλη σου έγινε το απάγκιο των αχρείων

και των γελοίων. Ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη·

μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει.

Συνήθεις άκυρος, μπορεί και βολεμένος

ή και εγκέφαλος ολίγον πειραγμένος

- πάντα χαμένος σε κενά και μεταλλάξεις,

γι’ αυτό χαρά μας να σου λέμε τα εξ αμάξης.

Γιατί κάποτε μου ορκίστηκες πως δε θ’ αράξεις

κι άμα το κάνεις κι ανταμώσουμε να τις αρπάξεις.

Εγώ θα κάνω όλα όσα συμφωνήσαμε,

τώρα αρχίζει ο πόλεμος όσα είπαμε, είπαμε.

Κατάλαβέ το, ο δικός σου ο θεός

σε ό,τι κάνω από δω και μπρος θα κάτσει εκτός

από εμάς σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσεις ν’ ακούς…
τα εξ αμάξης.

vasilis

Δέσε κόκκινο πανί
Δένω κόκκινο πανί πάνω στο χέρι μου σήμερα,

ήρθαν τ’ άγρια να διώξουνε τα ήμερα

από μέσα μου - φόρος τιμής σε κάθε κώδικα

που πολεμάει στις υπόγειες στοές του τυφλοπόντικα.
Δένω κόκκινο πανί στο χέρι μου και τραγουδάω

πριν πάρω εκδίκηση τη ρίζα μου κοιτάω

– καλά κρατάω·  ξένος με τις εποχές γερνάω

κι ό,τι κακό φανερωθεί, δεν το ξεχνάω.
Δένω κόκκινο πανί απόψε δίπλα του πόνου,
γιατί το αύριο συλλαμβάνεται στην μήτρα του χρόνου.

Είναι γνωστό σημείο αυτό κι είναι το έσχατο

ας τους να θάβονται – πρόσεχε πέρνα το.

Δένω κόκκινο πανί στα περήφανα καράβια

που ήρθαν στο απάγκιο μου σα φοβισμένα κουτάβια.

Δένω κόκκινο πανί στα λόγια που αγοράζουν μόχθο

και στη χλεύη όσων αντιστέκονται απ’ τον όχλο.
Δένω κόκκινο πανί σ’ ό,τι χωρούν οι παρενθέσεις

και στους ακίνδυνους με τις ήπιες διαθέσεις.
Δένω κόκκινο πανί και σπάω το καλούπι,

σε κάτι πιο σπουδαίο ελπίζω δεν το κουνάω ρούπι.


Δένω κόκκινο πανί - πάνω στο χέρι μου όταν θεριεύω

Δένω κόκκινο πανί - κάθε φορά που το δίκιο γυρεύω

Δένω κόκκινο πανί - στα ευκολοχώνευτα και στ’ ανίδρωτα

Δένω κόκκινο πανί - στις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα

 

Ρίχνω κόκκινο πανί στο χάσμα αυτό που μεγαλώνει

κι ευτυχώς η ξεφτίλα δεν το γεφυρώνει.

Ρίχνω κόκκινο πανί σ’ ό,τι αφήνεις στην τύχη
κι ανασαίνω δυνατά να πέσουν όλοι οι τοίχοι.

Βαστάω κόκκινο πανί για να θυμάμαι να μη φύγω.

Το σκοτάδι είναι μια μέρα που θα γεννηθεί σε λίγο.
Ρίχνω κόκκινο πανί στον πιο μικρό εαυτό σου

που ποτέ δεν περιφρόνησε  το πάθος στ’ όνειρό σου.

Γιατί δεν ήθελε να γίνεις σκλάβος στον ξύπνιο σου,

σου ‘δεσε κόκκινο πανί σ’ ό,τι έχεις γύρω σου

να βλέπεις πάντα και ν’ ακούς εκείνους που σιωπούν·

η κόλασή τούς περιμένει εκείνους που λαμποκοπούν.
Δέσε ένα κόκκινο πανί στον αριστερό καρπό σου

στη μάχη να ‘χεις να σκουπίζεις και το μέτωπό σου.

Δέσε κόκκινο πανί σ’ αυτό που θέλει να σε λευκάνει

κι έχε το νου σου θέλει να σε ξεκάνει.


Δέσε με κόκκινο πανί το καθαρό και το θολό

και τα δυο δίδυμα αδέρφια – τον άγιο και τον αμαρτωλό.
Δέσε κόκκινο πανί και σφίξε αλύπητα
τις μέρες που μεθύσαν απ’ το τίποτα.

vasilis

Άμοιρε γείτονα

Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,

αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες

που ξεφουρνίζανε·
                                      Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.

κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα

και καλοπιάνουνε την ιστορία

με όσα βρίζανε.
                                      Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…

Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,

σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες

που εσύ φαντάστηκες·
                                      Μα τι να κάνω πια δε μπορώ.

κι αν σ’ αβαντάρουνε πάλι παράδες,

ζήτα συγνώμη απ’ τις μανάδες,

αφού ξεθάφτηκες.

Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.

Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,

βγάζει ο χρόνος τη μασέλα

κι ανακουφίζεται -
                                      Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,

όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του

αγγίζει λίγο το μουσαμά του

κι αυνανίζεται.
                                      απ’ το τίποτα λούζεται φως.

Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι

πριν την αυλαία στο καμαρίνι,

η νύχτα σκιάζεται
                                       το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί

και σου θυμίζει πως στο σανίδι,

ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι

- δε σε χρειάζεται.
                                      ν’ άλλη μια φυλακή.

Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,

εγκαινιάζουν νέους καιάδες

- κράτα απόσταση.

                                      Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα

Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,

κρύβεται πίσω απ’ τις συστάδες

ψέμα με υπόσταση.
                                      κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα

Όταν ακούς στα ραδιόφωνα

δικαστές που έχουν μικρόφωνα,

φώναξε «ένοχος»!
                                      μπροστά στις βρώμικες φωνές

Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν

και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·

χάνεται ο έλεγχος                        -μ’ ακόμα φταις        

 

Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα –          τα πάντα ανέχεσαι

Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα –      και τώρα κλαίγεσαι

κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε –      όσο κι αν σε στρίμωχνα

Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε –       άμοιρε γείτονα        

 

Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,

ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,

γι’ αυτό μη βιάζεσαι
                                                Είσαι σαν όλα τ’ άβουλα σώματα

Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,

γίνεσαι ένα με το θεό σου

κι εξουσιάζεσαι.
                                                και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.

Όταν του διάολου δεις το χέρι,

κάπου προσεύχονται καλογέροι

μόνο για πάρτη τους.

                                                Με δανεικές προσευχές

Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,

σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,

βγάζουν το άχτι τους.

                                                γεννιούνται μόνο ένοχες.

Όταν μιλάς για λευτεριά,

κοίτα και λίγο απ’ τη μεριά

εδώ που βρίσκεσαι.
                                                 Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,

Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,

όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες

κι ούτε που θίγεσαι.

                                                 η ελευθερία όμως, είναι καρπός.

Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,

κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια

κι εσύ τα ρεύεσαι.

                                                Τις ρίζες φαρμακώνουνε,

Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,

διασκεδάζεις με τον καιρό σου

κι ονειρεύεσαι.

                                                οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε

Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα

να μη σ’ ακούσω ποτέ μαλάκα

να μου κλαίγεσαι.

                                                κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,

Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο

να επιβιώνεις σ’ αυτόν τον τόπο

τα πάντα ανέχεσαι…  
                                                άμοιρε γείτονα.

vasilis

Να ‘ρθεις να με βρεις
Έμαθα πως ξεμυτίζεις γεμάτος φιγουρέματα,

γουστάρεις, λέει, παινέματα· ή μου ‘πανε ψέματα

τα κακόχυμα στόματα

που φτύνουν χολή και μαραζώματα,

τα όρθια πτώματα με τα χλωμά τους χαμόγελα

- για πάρτη τους να σκάψω πρώτος πως θα το ‘θελα.

Μα αν είναι αλήθεια ότι άντρεψες και σφίγγεις τα γκέμια σου

κι ότι ξεθάρρεψες, δεν τρέμουν πια τα χέρια σου,

τράβα για ‘δω - φύγε λίγο απ’ τους χαρούμενους,

τους δειλούς και μισερούς γραμματιζούμενους.

Κι αφού έχεις κάνει την οργή σου ψωμοτύρι

- τι ωραία που θα’ τανε να σε είχα μουσαφίρη·

να σε φιλέψω λίγο φόβο του καιρού,

να πάρεις πάλι πίσω τη χλομάδα εκείνη του νεκρού.

Γι’ αυτό από δω αν περάσεις με παρέα ή και χωρίς

… να ‘ρθείς να με βρεις

 

Τόσα χρόνια ξέρουν όλοι που απαγκιάζω,

που καμώνω τα τρελά και τα μοιράζω.

Κι ότι ζυγιάζω τα πολλά με τ’ άνοιαστα,

κι ότι φωνάζω για τ’ αγρίμια όλα τ’ άπιαστα.

Εγώ, όμως, ξέρω τί μάς κρατάει μακριά από την αραχνίλα

κι ότι από τύψεις δε ζυγώνει η ξεφτίλα.

Κι αν κανείς ξεγελαστεί και την δει αρσενικό

και νομίζει ότι έχει της λύτρωσης τον κωδικό,

θα το κρατήσω μυστικό, αφού το διασκεδάσω.

Κι αν απ’ όλους είσαι εσύ, επιτέλους θα ξεσκάσω.

Και μην τα ρίξεις αλλού, μιλάω σε σένα·

μη ψάχνεις γύρω παντελόνια μουσκεμένα.

Μισείς εμένα – το γιατί δεν παίζει ρόλο,

το σαράκι μου σε τρώει· κι αν έχεις κώλο,

ρίσκαρε το αφού λες ότι μπορείς

κι έλα … έλα να με βρεις.


Άκου σιγοσφυρίζουν μοιρολόι

για σένα κι όλο το μυρμηγκολόι·

κι αν ψάχνεις τέλος ηρωικό να το χαρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

 

Τέλος υπάρχει ωραίο και για τα γούστα σου.

Εγώ ξέρω από που κρατάει η σκούφια σου

μην καμώνεσαι τον ξένο κι όσο είναι νωρίς,

να ’ρθεις να με βρεις.



Πάρε το μίσος παραμάσχαλα, γέννημα σκύλας,

απ’ τα ορμητήρια της ξεφτίλας·

πελαγωμένος, σαστισμένος κι αφού λες πως μπορείς,

να ‘ρθεις να με βρεις

 

Κοίτα, να μην τρέμει το χέρι σου

όσα με μίσησαν κάνε μαχαίρι σου

και αφού σ’ το λένε κι έγινες άντρας θαρρείς,
να ‘ρθεις να με βρεις.

vasilis

Απλά, μαγεμένα και θολά

Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια  

Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.

Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια

να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.

Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν

Όσα μας μάθαν απ’ έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.

Περάσανε ευχές και κατάρες

και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.

Περάσανε πολλά και λίγα
και μ’ ό,τι είχα την έβγαζα καλά·    
μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.

Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω  μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ’ μου,  δόσ’ μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ’ το μυαλό μου δε χωνεύει

κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.

Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,

δυο γκριζογάλανα μάτια  τον καημό μου είχα να πνίγω.

Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ’ απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·    

τ’ άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.

Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.

Μ’ άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»

Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει - μη σε πείσει -  

να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.

Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει

τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν’ αρχίσω

Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.

Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·    

εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω

κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει

να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.

Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.

Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,

έλα να τ’ αγγίξεις να βρεις την αρχή μου

– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.

vasilis

δεύτερη μέρα

Μακριά απ’ τις άφωνες οργές κι απ’ τους άηχους παλμούς,

τις βυθισμένες καρδιές σε μαρασμούς (κι όλα όσα βάζει ο νους),

μια σφραγισμένη μνήμη με πεισμώνει

σαν σπόρο που ονειρεύεται κάτω απ’ το χιόνι.

Αναθυμάμαι πως ξόδεψα μια ολάκερη νιότη

σαν μια γουλιά ή απλά σαν τη μέρα εκείνη την πρώτη

κι ότι δε στάθηκα δίπλα στη σιγουριά μου

και με την πλάτη στον ήλιο να βλέπω μόνο τη σκιά μου.

 

Ευτυχώς μοιράστηκα και πήγα πιο βαθιά απ’ τα λόγια μου

κι οι ρίζες φέρανε φωτιά στα πόδια μου.

Τι ωραίο βάθεμα!  Ήθελε η γη σα μάνα να με κρύψει

κι εγώ έγινα το ανήκουστο που σας γεμίζει θλίψη.

Κι άρχισα καταιγίδες να μαζεύω μες στο δίχτυ μου

και να κοιμάμαι μόνο στην ομίχλη μου,

να σκοτώνω νέα τα τραγούδια μου στα χείλη μου

για να ζήσουν στις καρδιές σαν φίλοι μου.

Εγώ απ’ την άλλη – πάντα ήθελα κάτι ν’ αλλάξει

γιατί κάποιοι με μετρούσαν με την πιο μικρή μου πράξη.

Μα ενός καλού κι ενός κακού έπονται μύρια,

όσες φορές είδα την άμπωτη, είδα τόσες την παλίρροια.

Κάθε χειμώνα αρνιόμουν την άνοιξη κι εκείνη δε μου θύμωνε·

αργούσα λίγο –  πάντα περίμενε

να μου ευχηθεί τα πιο όμορφα και να βαστάω γερά,

γιατί το ψέμα  ξεδιψάει σε στάσιμα νερά.



Δεύτερη μέρα της ζωής  χωρίς φοβέρα

κι άκου θρηνούνε οι δειλοί την πρώτη μέρα.

Μα εγώ σφαλίζω μέσα μου  τ’ αγιάζι τ’ αυγινό

κι απ’ το ριζοχωμα μετρώ μια σπιθαμή ουρανό.

 

Η πρώτη μέρα ήτανε όμορφη στην antiterra

όμως, η δεύτερη σίγουρα φέρνει φρέσκο αέρα.

Γι’ αυτό αφήνω το παράθυρο ανοιχτό προς την ανατολή

της λησμονιάς να μου φωτίσει το κελί.

Και το πολύ πολύ να βρουν οι μύγες τον καιρό τους

Και ‘πουν, χαλάλι, όλα έχουν τον κρυφό σκοπό τους

Αντρίκειοι νόμοι, παλιοί και αιώνιοι, στέρεοι

Και εμείς μπρος στο λογάριασμα είμαστε ακέραιοι

Της κάθε μέρας θάματα, όμορφα πράγματα – σκέψου·

σκέψου με τι πάθος θα φύγουν τα γεράματα.

Αντρόπιαστα οράματα με κεφαλαία γράμματα

και για τη γούνα μας κανείς δεν έχει ράμματα.

Η βλασφήμια έγινε η υφάντρα του λόγου μας

και ‘μεις του λόγου μας ντουγρού στο δρόμο μας.

Κι αν η ζωή πριν απ’ το τέρμα μας αφήσει,

κάποια μάνα στη φωτιά θα μας ξαναγεννήσει.

vasilis

Πρώτες Στιγμές
Χιλιάδες χρόνια για του ανθρώπου τ’ ανώφελα·  

ντροπές και τύψεις τυλιγμένα ασημόφυλλα.

Μεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας.

Όσα αγαπήσαμε πεθάνανε δίπλα μας

Γλεντάς την ήττα μας κι ο όχλος γύρω σε παινεύει·

των αθανάτων που επικαλείσαι σέρνεις τη χλεύη.

Μου λες τα λόγια πέφτουν σαν ευλογία,

μ’ από όταν σε θυμάμαι είσαι μόνιμα σε αργία.

Σαστισμένος και μόνος προσπαθείς να σβήσεις,

τον φόβο της καρδιάς μπροστά στις αναμνήσεις.

Το ξέρω και το ξέρεις είναι λίγα τα κρασιά σου,

δε πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Σαν τη σκιά σου έρμαιο και χωρίς βούληση ζώο·

δεν ξεγελάει κανέναν πια το ύφος σου το αθώο,

γιατί κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αγνώριστα

- μέσα μας φώλιασαν ζευγάρια της αχώριστα.

 

Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες

να βυθίζεσαι πίσω στο χθες

και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια.

Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες,

ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές

που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ’ αστέρια.

 

Ακόμα ζούμε τις στιγμές που αρχίσαν όλα με σκόνη.

Τ’ αστέρια σκόρπισαν σαν πεθαμένοι προγόνοι

κι ακολουθούν το απελπισμένο σου στον κόσμο σεργιάνι,

τον ίδιο φόβο να ψαρεύεις στο σύμπαν πυροφάνι

πότε κρυφά ή φανερά πάντα κακόγουστα,

ξοδεύεσαι εύκολα επικίνδυνα ασυλλόγιστα·

ρεύεσαι τις αντιρρήσεις σου πίκρες φαρμάκι

κι οι αντιφάσεις σου θαμμένες σαν ξεχασμένη νάρκη.

Στον κουρνιαχτό που αφήνουν πίσω τα καμώματά σου

και στριμώχνεται στου χρόνου το φαράσι – φαντάσου.

Αν δε βαστάει όνειρο η φτιαξιά σου,

γι’ αυτό δεν πάει χαμηλότερα απ’ την απελπισιά σου.

Στο ‘πα και πριν στο ‘πα ξανά και μέσες άκρες

θα σου τα λέω απαράλλαχτα, φτηνές ατάκες

πως κάποιοι ζούμε της ζωής τ’ αχώριστα

που μες στις πρώτες τις στιγμές κρύβονται αγνώριστα.

vasilis

Σκυλογιοί
Λέω να τη χωθώ ασυμμάζευτος, απόψε το βράδυ

σε φωτισμένα παραθύρια που κρύβουν το πιο πολύ σκοτάδι·  

στα αποκούμπια της μιζέριας, στις παραδομένες σκέψεις

και στ’ ακαθόριστα με βλέψεις·  

στα ευκολομάσητα, στα κουρελοδουλέματα

γαμώντας την αλήθεια τους, γαμώντας και τα ψέματα,

εκδίκηση ζητώντας για τις φωνές τις τσακισμένες

για όλες αυτές τις ομορφιές τις στοιβαγμένες.

Κι ας μου χρεώσουν κι αλλά αλήτικα φερσίματα

οι αλαφροΐσκιωτοι με τα πικροπατήματα.

Θα μπω, λοιπόν, να ψαχουλέψω στα χωράφια τους,

θα ξεράσω στα αρχεία και στα ράφια τους,

μηνύματα θα αφήσω στους τοίχους με το αίμα μου

και για να μάθουν την αρχή θα δω το τέρμα μου.

θα τους ποτίσω δηλητήριο απ’ τη σοδειά τους

θα κόψω πρώτα το κεφάλι απ’ τη σκιά τους

χίλια κομμάτια θα κάνω τα λόγια τους τα πετρωμένα

και θ’ ανοίξω κάποια στόματα φραγμένα.

Βροχή από σύννεφα θα γίνω σκουριασμένα

για να χαρούν χιλιάδες μάτια αδερφωμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.



Μη σκας  -  απλά τραβήξου απ’ τη πηγή.

Εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί.

 

Ό,τι έχω μέσα μου, δεν είναι μίσος για τις  κουφάλες

είναι το δίκιο μου το ηλιόχαρο που δε κουρνιάζει σε αγκάλες.

Είναι η μαγεία που ανταμώνω στην αμιλησιά μου

και με σέρνει πιο κοντά στα συγκαλά μου.

Έτσι μπορώ και μέ θυμάμαι και όλα τα ζυγιάζω

και νοιώθω έτοιμος, όταν κι εμένα τρομάζω.

Πίσω στο θέμα μας έχουνε μείνει λίγοι στίχοι

και δε γουστάρω να τα αφήνω  όλα στην τύχη.

Θα με οδηγήσουν, λοιπόν, σπεκουλαδόροι κι άνοιαστοι δούλοι

εκεί που χώνεται η ξεφτίλα ως το μεδούλι.

Κι ας βρεθώ μια δρασκελιά  απ’ το τίποτα θ’ αντέξω·  

χειρότερα απ’ τα χθες δε γίνεται να μπλέξω.

Νους ξεθολωμένος σε πόρτες φραγμένες,

μουλαρίσιο πείσμα αντίκρυ σε ντροπές γαντζωμένες

φτάνει μια φτυσιά μπαρούτι σ’ όλα τα δειλοστραμμένα

και ξεμυτίζουν - τα καταχωνιασμένα.

Και πως θα γίνουν όλα αυτά-  ρωτάς και σκιάζεσαι

κι αν δεν γλιτώσεις, μου λες - τάχα μου νοιάζεσαι.

Μη σκας - απλά τραβήξου απ’ τη πηγή,

εκεί ακόμα ξεδιψάνε οι σκυλογιοί

vasilis

Ντιριγκόου Ντιριμπάι
Κοιμήσου, γέρνω μαζί σου - φύλακάς σου θα ‘μαι και μαξιλάρι·

μη ξεχάσεις μόνο να πεις ντιριγκόου  ντιριμπάι.

Κι άσε τ’ όνειρο να σε βάλει μέσα απ’ την άκρη του στα κρυμμένα

και τα φιλιωμένα που έταξε σε μένα να μην παν χαμένα να στα δώσει εσένα.

Φωτισμένα τοπία αλέκιαστα της μνήμης στέκουν εκεί αξεπέραστα

και τους ανθρώπους με σκούρα χρώματα πάνω στα χώματα βάζει αταίριαστα.

Αγέραστα - κοίτα και θαύμασ’ τα - κι από τον ήλιο μένουν αδάμαστα

νερά τρεχούμενα σαν τα μελλούμενα που ζωγραφίζουνε μεγάλα θάματα.

Πλάσματα λένε άσματα για ξωτικά, μάγισσες και θρύλους

για μαύρους ήλιους, κόκκινα αστέρια, τρανούς ιππότες που φοβούνται μύλους,

γάτους και σκύλους παπουτσωμένους, αιώνιους φίλους προδομένους,

για πειρατές θαλασσοδαρμένους, βασιλιάδες ψεύτες και ξοφλημένους.

Κοιμήσου όλα είναι ωραία· κοίτα στη γυάλινη σφαίρα,

η νύχτα έγειρε να κοιμηθεί να στρώσει πάλι δρόμο στη μέρα.

Γι’ αυτό να κοιμηθείς βιάσου, θέλει τ’ όνειρο να σε πάει

– μα όπως σου ‘πα να πεις πριν ντιριγκόυ ντιριμπάι.



Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα υποφέρει
με το χαμόγελό σου στο στόμα.
Μια καινούρια μόνο γραμμή στο τεφτέρι
κι έγινες της ζωής μου η γόμα.
Ήρθες σ’ ένα κόσμο που ακόμα φοβάται
κάποιο αστέρι μικρό και θλιμμένο.
Μα κάθε παιδί που μπορεί και κοιμάται,
νικάει για πάντα το πεπρωμένο.

 

Κοιμήσου, κι εγώ μαζί σου γαληνεύω τόσο, που να με πάρει·

γίνομαι παιδί που θυμάται τόσα όσα το φεγγάρι.

Γλώσσα σκληρή κι αντρίκεια σέρνει χίλια δίκια, μα με γερνάει.

Μέρα τη μέρα μοιάζω με σφαίρα που ταξιδεύει για να σφυράει.

Μα τι σου λέω, πάνω απ’ το λίκνο και πριν τον ύπνο - άτυχα λόγια –

απλά παλεύω ολημερίς στόματα, αράχνες, μάτια ρολόγια.

Γείρε και άσε με να μουρμουράω, οργή φοράω – μη με κοιτάζεις.

Κλείσε τα μάτια και γύρνα κόσμους με τέτοιους ώμους μη χαμπαριάζεις.

Γύρω μας στέκουνε αρσενικά κυρτωμένα και φοβισμένα

και κάποια ανήμπορα θηλυκά παραδομένα, φυλακισμένα.

Της ντροπής το καραβάνι αφετηρία έχει λιμάνι πυρπολημένο,

φωτιά σπαρμένο, γι’ αυτό και μένω μήπως νικήσει το πεπρωμένο.

Μα θα ‘βρει τέρμα ουλή στο δέρμα και από πάνω χοντρό αλάτι.

Γι’ αυτό κοιμήσου, μήπως κρατήσεις εσύ αυτό το κάτι.

Κι αν θέλει τ’ όνειρο σα χέρι ριγιασμένο στα ωραία θα σε πάει,

μα για καλό και για κακό, πες ντιριγκόου ντιριμπάι.

vasilis

ACTIVE MEMBER-Μέρες Παράξενες Θαυμάσιες Μέρες


ΜΗΔΕΝ
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.

vasilis

ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ
Να σου λοιπόν σ' αυτές τις μέρες τις παράξενες
μ' άλλον αέρα απ' αυτόν που πριν ανάσαινες
πιο καθαρό, πιο φρέσκο, με μια ωραία μυρωδιά
καλή τύχη και με 'γεια σου η καινούρια σοδειά.
Άφησες πίσω και τα λόγια σου τα ζαλισμένα
τώρα δείχνουν όλα όμορφα και νοικοκυρεμένα
έφυγε το άγχος και καταλάγιασε η οργή
μοιάζετε τώρα όλοι σπουδαίοι ταχυδακτυλουργοί.
Το ίδιο μενού, μπα! Εγώ το βλέπω χλωμό
τώρα έμαθες το θήραμα δε τρώγεται ωμό
θέλει καλή γαρνιτούρα, θέλει και μπόλικη σάλτσα
θέλει ποδάρια λαγού και του διαβόλου την κάλτσα.
Θέλει η πένα χαρτί και η μάπα θέλει γυαλί
για την αλήθεια και το ψέμα είναι φθηνό το μαλλί
κι αφού κινείσαι στην πιάτσα, τα μυστικά τα γνωρίζεις
χωρίς να πάρεις δανεικά, λόγια πίσω γυρίζεις.
Μα δε βαριέσαι αφού ζούμε κάτω από την ίδια σκέπη,
συνέχισε να ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει
εγώ θα κρύβομαι μες στις θαυμάσιες μέρες
κι εκεί δε θα με βρεις ούτε με σφαίρες.
 
Δε θα με βρεις ποτέ και γουστάρω,
γιατί με ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει. Δε θα μ' αγγίξεις πριν να σου πάρω
όσα για σένα η ψυχή μου επιτρέπει. Δε θα με μάθεις ποτέ, δε θ' αφήσω
θα ζω ένα ψέμα και μια αλήθεια περίσσια.
Δε θα νικήσεις κι αν δε νικήσω
το παιχνίδι αυτό θα λήξει στα ίσια.

Και μη φοβάσαι αν η ζωή σου μοιάζει άδικη
εδώ και χρόνια είμαστε όλοι συγκατάδικοι
σ' ένα ασπρογάλαζο που δε τα βρίσκει με το γκρίζο
κι αφού δε με ορίζω μη χαλιέσαι αν σε βρίζω. Έτσι κι αλλιώς φοράς τα σάβανα από γεννησιμιού σου
κληρονομιά ίσως τ' αφήσεις και του γιου σου
παρέα με λίγα φράγκα και αρκετούς γνωστούς
κι ότι είχες γράψει τόσα χρόνια για μας τους θνητούς.
ι' αυτό σου λέω, τι είναι ρε Γιατί φωνάζεις
Γιατί ψάχνεις ένα ζόρικο τέλος
Εδώ είμαι εγώ και εσύ αλλού κοιτάζεις
όπως πάντα σε λάθος μέρος. ι' αυτό είμαι σίγουρος, δε θα μ' αγγίξεις πριν σου πάρω
όλα εκείνα που η ψυχή μου ζητάει για να νετάρω
οι άλλοι φαίνεται σε πήρανε πολύ στα σοβαρά
σε βρίζαν και σου δίνανε μεγάλη χαρά.
Εγώ για πάρτη σου δεν ήρθα για καλό, μα τι να κάνω
παίξε τώρα, σειρά σου εγώ ξέρω να χάνω
αν έχεις τ' από κάτω σου ακόμα ρίσκαρέ το
στη χειρότερη να φύγουμε κι οι δυο μας πακέτο.

vasilis

ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Σ' έχω δει στα πιο παράξενα και όμορφα μέρη
όπου κρατούσα μικρόφωνο βρισκόσουν εκεί
με ένα τσιγάρο ή μ' ένα ποτήρι στο χέρι
κάπου στο βάθος μακριά από τη σκηνή
σ' είδα χειμώνα σ' ένα χώρο ζεστό μικρό
και καλοκαίρι σε φευγάτο νησί
σ' είδα σε γήπεδο σε κάποιο μακρινό χωριό
και στην Αθήνα σε μεγάλο μαγαζί.
Σ' είδα κι αλλού με κόσμο πολύ στριμωγμένο
και σε μέρος που ήμασταν εμείς κι εμείς
σ' είδα να γελάς και άλλοτε θυμωμένο
και γούσταρα λόγω τιμής
σ' έχω ακούσει δυνατά να τραγουδάς και να φωνάζεις
να τα κάνεις τριγύρω σου κομμάτια
σ' έχω πιάσει για ώρα προσεκτικά να κοιτάζεις
τα 'χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια.
Σ' είδα να μου χτυπάς την πλάτη και να φεύγεις
να δακρύζεις και το κεφάλι να σκύβεις
σ' έψαχνα κάπου στο φως, αλλά κι εσύ τ' αποφεύγεις
στην αρχή μου φαινόταν πως κι εσύ κάτι κρύβεις
με την πάρτη σου που λες είχαν πολλοί τρελαθεί
σ' είχαν περάσει για χαμένο ή ασφαλίτη
τώρα ξέρω το Low Bap όπου βρεθεί
έχει ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Ρε, δε με νοιάζει από που 'ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν' ανέβω και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα 'σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ' έστειλε, τι θες
ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη,
εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές
σ' ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Δε σ' έχω πιάσει πάνω απ' άλλους να θέλεις ν' ακουστείς,
όμως μαντεύω πως καλά με τα λόγια θα τα πας
δεν αγριεύεις χωρίς λόγο κι αν πιαστείς
τότε κουλάρεις ξανά και στο τοίχο ακουμπάς
υποψιάζομαι περίπου ποιο τραγούδι γουστάρεις
και νιώθω πως ακούς πάντα τ' "Ονειρολόγιο",
ωραία, ακόμα ένας τρελός ταξιδιάρης
που είν' η ζωή του ένα Low Bap δρομολόγιο.
Υπάρχουν φίλοι που δεν έχουν δώσει δραχμή,
ενώ εσύ πληρώνεις μάλλον εισιτήριο
υπάρχουνε κι αυτοί που δεν είχανε τιμή,
ποιο θα τους διάλεγες, για πες μου, εσύ μαρτύριο
υπάρχουν κι άλλοι όχι και τόσο κουρασμένοι
θυμίζουν μαθητές μέσα στην τάξη
μπροστά που κάθονται οι καλά οι διαβασμένοι
και πίσω αυτοί που είναι αλλού μα και οι εντάξει
Μου 'παν στα δύσκολα πως ρώταγες για μένα
τότε γέλασα πολύ κι η ψυχή μου το χάρηκε
τους είπα να σε βρουν, όμως τα ίχνη σβησμένα
κάποιος τους είπε πως ο αλήτης χάθηκε
εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά
όταν θα ψάξω από πάνω απ' τη σκηνή
σε μια γωνιά, στη τελευταία τη σειρά
πάω στοίχημα ξανά πως θα 'σαι εκεί.

vasilis

ΠΕΣ ΜΟΥ
Κάνε τον κόπο επιτέλους να σκεφτείς πριν βγάλεις άχνα
βάλε το μικρό μυαλό σου τη ντροπή να πάρει σβάρνα
και πες μου χωρίς να μου χρεώσεις την αλήθεια σαν χατίρι
γιατί το παίζεις ζωντανός σ' ένα κόσμο κοιμητήρι.
Γιατί τ' όνειρο με ιδρώτα κάνεις τράμπα
και πληρώνεις ακριβά ότι οι άλλοι παίρνουν τζάμπα
τη μοναξιά σου γιατί βγάζεις στο σφυρί
κι απαντάς για ότι γουστάρεις μ' ένα ηλίθιο "μπορεί".
Πες μου γιατί βολεύτηκες σε μια όψη φουκαρά
και ικετεύεις να σε λυπηθεί η φθορά
και τα πολλά κρυφά σου πάθη φοβάσαι μη τα μάθει
η τέλεια αγάπη ακάλεστη όταν θα 'αρθεί.
Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.
Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα, αφού εκεί κάτω θα γύρεις
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα, αφού είσαι απλά μουσαφίρης
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου, ήταν ο όρκος φτηνός
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου, αφού σε γεμίζουνε με φως
Βάλε το χέρι αν αντέχεις στη καρδιά
κι αν δε θυμάσαι είναι κάπου στη ζερβή μας μεριά
και πες μου γιατί σε σκιάζει το τέρμα
η ζωή είναι μπρος φευγιό και πίσω γέρμα.
Κι αν καείς στη φωτιά κουβαλάς με καμάρι
όσα δε φύγουν αγκαλιά με το σάπιο μας κουφάρι
τα όνειρά σου κοίτα να 'χουν πάντα απαρτία
κι η πεθυμιά σου δασκαλεμένη αμαρτία.
Ήταν και θα 'ναι σου λέω κακά τα ψέματα
δε θα γλιτώσεις με συγνώμες, χαρές και κανακέματα
μια θέση έχεις και 'συ στο συρφετό
κι αλλάζεις χέρια σα χαρτονόμισμα πλαστό.
Και πες μου (γιατί φωνάζατε όλοι
θα πάνε τσάμπα οι ρόλοι)
εκεί που γίνεται η ζωή διπλό μαρτύριο
ένα έργο φτηνό με ακριβό εισιτήριο.
Παρηγοριά σου, αυτό που υπάρχει κοντά σου
κι ακόμα σέρνεται πίσω απ' τα βήματα σου
και χαρά σου που χαλάω τις στιγμές μου
για να σε μάθω καλά γι' αυτό, ρε, πες μου.

vasilis

ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ
Φαγώθηκε η σκέψη το μυαλό μου να λυγίσει
αχούρι χρόνων βάλθηκε τώρα να συγυρίσει
πολλά ήτανε για πέταμα κι άλλα τα 'χα ξεχάσει
κι άλλα πάνω στη φούρια μου μπροστά είχα αραδιάσει
Ταξίδι πολυτάραχο σε μέρος κακορίζικο
δε πρόλαβα να νιώσω κάτι αφύσικο
και σκόνταψα ξανά πάνω στα χούγια σου
ζαβό απάντημα το ζήταγε η καρδούλα σου
Ξερακιανές εποχές μ' άδεια χέρια επισκέψεις
όμως για ζήτημα τιμής βρίσκομαι εδώ να το πιστέψεις
"τιμή" κάτσε καλά! Άγνωστη λέξη ξενική
από μια δρόμικη γλώσσα που ξεχάσαν μερικοί - μερικοί
εγώ ήρθα όμως για ένα παλιό μου καπρίτσιο
να 'δω που βρίσκεσαι, που είσαι το 'χω βίτσιο
Μήπως κρύβεσαι στου δάσκαλου τη βέργα
Μήπως βλογάς με πετραχήλια, ημέρες και έργα
Ή μήπως ψάχνεις πάλι ταίρι για τις χειροπέδες
ένα χέρι ξεπλυμένο από παλιούς λεκέδες
Μήπως πίσω από τα γράμματα είσαι τα κεφαλαία
χειροκροτάς, παίζεις κι ανοίγεις την αυλαία
Μήπως είσαι ο περίφημος αγώνας με ζιβάγκο
ή προλετάριος με πολιτικό λουμπάγκο
Είσαι τα "μάλιστα" , τα "Υes", και τα "όλα εντάξει"
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει).
Που είσαι τώρα που σε ζητάνε οι καιροί
για το ζήλο και τη περίσσια σου γνώση
που είσαι τώρα που η εποχή συγχωρεί
και η περηφάνια παντού έχει ενδώσει
Που είσαι τώρα Σ' αυτές τις μέρες χρωστάς
κοίτα να βρεις κάτι απ' όσα έχεις τάξει
(και τώρα που 'σαι) από τα σίγουρα κοιτάς
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει) ,
Έβαλα παραμάσχαλα αναμνήσεις και κιτάπια
άλλα τα πήρα γούσταρα και τσάμπα πήρα κάποια
άλλα με σπρώξανε ψηλά κι άλλα στη μιζέρια
παρέα με τα όμορφα έπαθα και χουνέρια
Γι' αυτό ρωτάω να σε βρω στο πουθενά τριγύρω
χαμένο κέρδος μπορεί να 'σαι σε μεγάλο τζίρο
Μπορεί να 'σαι μια φούσκα κι ακριβή μετοχή
ή μιας πουτάνας η κρυφή χτεσινή ενοχή
Μπορεί να 'σαι μια μυτιά δίπλα σε πλούσιο ρουθούνι
ή γκόμενα στην πασαρέλα με ψηλό τακούνι
Μπορεί να 'σαι το εθνόσημο ενός καραβανά
μπορεί και να 'σαι αντάρτης που πήρε τα βουνά
ή ένας γελοίος κόλακας σε βασιλιά επίγειο
που τη γυρτή καμπούρα του νομίζει καταφύγιο
Που να 'σαι αυτές τις μέρες τις παρεξηγημένες
που οι κατάρες μοιάζουνε διαβολοσκορπισμένες
Μήπως σε φυλάνε απρόθυμοι και ξέστρατοι αγγέλοι
και σου βγάζουν το καλό με το τσιγκέλι
Πότε δε πήρες το ρόλο που σου είχανε τάξει
(Σε ποια γωνία του ουρανού έχεις αράξει)

vasilis

ΔΕ ΣΟΥ ΦΤΑΝΕΙ ΡΕ
Θα 'πρεπε ν' αρχίσω με μια επίκληση στη μούσα μου
που σκίζεται για πάρτη μου κι ανέχεται τα γούστα μου
Μα δεν αξίζει το κόπο άσ' την εκεί που θρονιάστηκε,
περνάει καλά και ξεχάστηκε
Έτσι κι αλλιώς θα πάρω σβάρνα κάτι κι επιμένω
να 'μαι μόνος μου κόντρα στο πεπρωμένο
για να το δω να τραβάει τα μαλλιοκέφαλά του.
Που είμαι δίπλα του ενώ τρωει τα λυσσακά του.
Κάνω αρχή με διαπλοκή και μπόλικο συμφέρον
για να 'μαι επίκαιρος λιγάκι και στο άμεσο μέλλον
με βιβλία, μουσική, τύπο και πολιτισμό
με φιλανθρωπίες, έργα και εξευρωπαϊσμό
με επιχειρήσεις, κανάλια, σταθμούς και μετοχές
κοίτα ρε γρήγορα που αλλάζουν οι εποχές!
Κι εσύ, μεγάλε, μπορείς να καμαρώνεις
πήρες τα πάνω σου για τα καλά παντού σαρώνεις
αγοράζεις, δε σου φτάνει πουλάς, δε σου φτάνει
έχεις, νικάς, γκρεμίζεις δε σου φτάνει
Σου είπε αυτή η χώρα "ήμαρτον αφέντη"
και τότε άρχισε για όλους μας το γλέντι.

Δε σου φτάνει, ρε, η εξουσία που έχεις, ούτε το χώμα αυτό που πατάς
Δε σου φτάνει, ρε, κι αν αγοράσεις το χρόνο και σταματήσεις να γερνάς
Δε σου φτάνει ρε όλος ο πλούτος της γης κι ούτε το σύμπαν για πλάκα
Δε σου φτάνει ρε Όμως εγώ έχω κάτι που δε πουλιέται μαλάκα

Θα 'πρεπε να σου φτάνει που καταμεσής του ονείρου
ασχολείται με 'σένα ένας ποιητής εκ του προχείρου
καθώς σε συνοδεύουν βαρυσήμαντες δηλώσεις
σε φουαγιέ, μέγαρα και δεξιώσεις
Αφού για σένα μιλάνε στης γης τα πέρατα
για σένα γίνονται σημεία και τέρατα
Δε σου φτάνει μια καρέκλα ούτε καν ο καναπές
δε σου φτάνει από τον Όλυμπο να ρίχνεις αστραπές
είσαι η πλάτη τρανών και συνάμα ηλιθίων
είσαι ένα απόστημα παλιό γεμάτο πύων
Είσαι ο άρχοντας σε τούτη τη φραγκόπολη
είσαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη
Έχεις το ύφος παρθένας και ταπεινή είσαι σαν αγία
λουγκράτη συμφωνία για μοντέρνα σφαγεία
μπροστά απ' την "κόψη του σπαθιού την τρομερή"
στέκεσαι σα κόρη ψηλή και λυγερή
είσαι τρακτέρ σε κουρασμένο χωράφι
που όπου σκάψεις σπέρνει και θερίζει το σινάφι
Θέλεις να γίνεις του μυαλού μας χωνευτήρι
βολέψου απλά μ' ένα αϊ σιχτήρι.

268 Επισκέπτες, 0 Χρήστες