Μέλη
  • Σύνολο μελών: 7,373
  • Latest: iguzovec
Stats
  • Σύνολο μηνυμάτων: 360,324
  • Σύνολο θεμάτων: 11,759
  • Online today: 268
  • Online ever: 1,061 (Οκτωβρίου 10, 2023, 08:28:42 ΠΜ)
Συνδεδεμένοι χρήστες
  • Users: 0
  • Guests: 228
  • Total: 228

Lowbap

Ξεκίνησε από vasilis, Αυγούστου 15, 2007, 10:28:17 ΠΜ

« προηγούμενο - επόμενο »

vasilis

Με το Ζερβό
 

Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα

με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,

ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές

στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.

Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,

όμως, μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.

Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ’ του δασκάλου το ξύλο

που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.

Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,

‘ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.

Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια

γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.

Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη·

ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη

που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια

ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ’ αστέρια.

Είναι όλα εδώ, παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,

πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.

Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο

κι έτσι το χώμα που έχεις μπει, δεν είναι γόνιμο.

 

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα

να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα.

Σου’ πα να με κάνεις δράκο

να σας φυλάω απ’ τους φασίστες, μονάχα εγώ.

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα για να τους τη σπάω,

να γράφω με το ζερβό.

 

Είναι όλα ίδια, μαστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι.

Ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.

Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα.

Ο χρόνος ράβει μ’ ίδια λόγια τα στριφώματα.

Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,

ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.

Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου.

Θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.

Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,

δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.

Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες

από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.

Ίδια όπως τ’ άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,

ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.

Μάτια στραμμένα σ’ αποκλίνοντες κυκλώνες,

σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.

Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα

κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα

- δήθεν καπάτσα - τη βλέπω, και την είδες από παιδί·

ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη.

 

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα....

Σου ‘πα να με κάνεις δράκο...

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα να τους τη σπάω,

μάθε με να γράφω με το ζερβό.

vasilis

Κυνήγι Μαγισσών
 

Βγήκες κυνήγι γι’ άλλη μια φορά

μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.

Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά

κι απ’ τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.

Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,

τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.

Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως

στην πιο μεγάλη νύχτα.

 

Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,

γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα

που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,

αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.

Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,

καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη

με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,

που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη

να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,

τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ’ αεροπλάνα,

και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.

Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα

και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.

Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,

μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.

Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,

αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,

κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου

ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.

Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να ’ναι τα παιδιά σου.

Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.

Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη

και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι

από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια

που ‘χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια

και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου

που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.

Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,

θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,

κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,

στη πιο μεγάλη νύχτα.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Πέρασμα Στ' Ακρόνειρο ::

Ποιος Είσαι Εσύ

Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
τα λογια μου χαλί και πάνω τους βαδίζω.
Όσα μου τύχαν, μου γλυκάναν πολύ
αυτό που χρόνια δε μπορούσα να ορίζω.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
σε μια βρώμικη και κακοφτιαγμένη σκάλα.
Λέξη με λέξη, πρωί με πρωί,
πάω γυρεύοντας για να ανταμώσω και άλλα.
Με κούραση, με αίμα, με φωτιά και χολή
το μικρόκοσμο που όλοι αποφεύγουν, έχω φτιάξει.
Άλλοι το λένε ζωή, σ' άλλους μοιάζει κελί,
εγώ απλά στο σύμπαν το έχω τάξει.
Βήμα - βήμα, σκαλί - σκαλί
με μια αγκαλιά αγκάθια κομμένα.
Ερχόμουν κι ευχόμουν αν περίσσεψε φιλί
από κάποιο Ιούδα μακριά από μένα.
Ρίμα με ρίμα, νότα με νότα,
δε περίμενα να νιώσεις τα πάντα  σε δυο αράδες.
Ωραίο μου κρίμα ταίριασα χνώτα.
κι από όλα τ' άφαντα βγήκαν οι ασχημάδες.
Ρήγμα με ρήγμα ψάχνω στ' αχάλαστα
κι όλα τ' αδιάβαστα στέκονται απείραχτα.
Φτύσε στα ωραία κι ύστερα κάλεσ' τα.
Μάθε, όμως, πρώτα· κι ύστερα δίδαχτα.
Ποιος είσαι εσύ
Ποιος είσαι εσύ που γελάς δυνατά
μέσα απ' του φόβου τους τις χαραμάδες
Ποιος είσαι εσύ που σε διαλέξαν τα σωστά
να πνίξεις όσους απόμειναν βραχνάδες
Ποιος είσαι εσύ, ψευτόπλαστε, που λόγια σπαταλάς
Κάποιος μου 'πε πως βρίσκεσαι χρόνια στη δούλεψή τους
και πως σ' αφήνουν στα κρυφά λιγάκι να τσιμπάς
ψίχουλα και τρίμματα που μένουν στο ταψί τους.
Ποιος είσαι που κρύβεις τα μελλούμενα
και για το τίποτα σκαρώνεις νέους ορισμούς,
που ηδονίζεσαι σαν πέφτουν τα στεκούμενα
που λειώνεις το σίδερο και φτιάχνεις χαλασμούς
Ποιος είσαι, άβουλε, του βόθρου μίλημα
που κρατιέσαι από όπου βρεις στα σκαρφαλώματα
μετρώντας το άπειρο κλέβεις στο ζύγισμα
και εξαφανίζεσαι στα φανερώματα
Όποιος και να 'σαι, ψάξε για σένα τα δισκοπότηρα
σε στράτες αιμόστρωτες και ευκολοανέβατες.
Μα πριν το τέλειωμα θα 'ρθουν χειρότερα,
γι' αυτό έχω κάπου στιγμές μου αλέκιαστες.

vasilis

Ο Μεγάλος Ύπνος

Κοιμήσου, σου παρείγγειλαν θάνατο ανώδυνο στο σπίτι
και ένα μεγάλο για το φόβο μαγνήτη.
Για χάρη σου αγάλλονται οι ουρανοί
και σου ράβουν οι δαίμονες μαύρο πανί
για το σύντομο ταξίδι σου στα πλανεμένα μέρη
πήρες πάσο με τη σιωπή βουλοκέρι.
Mικρό μου αστέρι, σα μουτζούρα στης ζωής το τεφτέρι φαντάζεις,
κοιμάσαι όρθιος κι αδειάζεις.
Aλαφιάζεις κι όλα ξέχειλα τα θες,
δε χορταίνεις να γκρεμίζεις και να καις.
Aπλά εσύ θες κι οι πονηροί πάντα σου βρίσκουν τον τρόπο·  
απλά εσύ φταις που δεν κάνεις ποτέ σου τον κόπο
να βρεις τα ωραία στου ονείρου το στρίφωμα,  
να νιώσεις άνθρωπος αβάσταχτο λίγωμα.
Κι όλα όσα μέσα σου παρέμειναν ασύγκριτα
να γίνουνε άτρωτα, να μείνουν ανίκητα
σα λόγια αμίλητα που κρύβουν τον κόσμο ολάκερο
μες σ' ένα σύννεφο θολό κι ένα πεφτάστερο,
σ' ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιου δέντρου τις ρίζες
σε φορεσιές χειμωνιάτικες γκρίζες.
Μα συ λες και δεν είδες,  μα συ λες και δεν είδες  
τη σκοτεινιά που έχουν κρύψει στην αλήθεια από κάτω·
γι' αυτό, έλα, ύπνε το άμοιρο πάρτο.

Έλα ύπνε, πάρτο,
στα σκουπίδια μέσα βάλτο...

Έλα ύπνε, από νωρίς και γλυκοκοίμησέ το
κι απ' το ποδάρι με τη νύχτα πιάστο, κόλλησε το.
Μισή σιωπή δική σου, η άλλη μισή δική του·
στη πλάτη φόρτωσε, μη βλέπει τη ντροπή του.
Στη γη του μη σκοντάφτει στιγμή, κι επειδή
έχει το βήμα βαρύ και ένα καινούριο πανωφόρι φαρδύ
για την καμπούρα, και στα μάτια έχει τσιμπλιάσει η θολούρα
αργοσαλεύει, χαζεύει σα πλαστική σημαδούρα.
Πότε βουλιάζει κι αγκιστρώνει στον πάτο στα σκούρα
ή πελαγώνει σε μια ελάχιστη σκοτούρα.
Πότε ανοίγει πανιά για το μεγάλο ταξίδι,
πότε σφραγίζει σαν πεισματάρικο στρείδι.
Κοιμάται ακόμα σα φίδι τον ίδιο ύπνο
μες στου δικαίου το σπίτι και σ' ένα νιόφερτο λίκνο.
Ύπνε του ράβεις τα μάτια με μολυβένιες κλωστές·
του βάζω τόσες φωνές, μα 'κείνο χίλιες αλλάζει μεριές
σα βελόνα  χαλασμένη σε πυξίδα,
σα σακάτης με μουδιασμένη αρίδα.
Σε φαγωμένη σανίδα απάνω βάλτο
και στα σκουπίδια, ύπνε, θάψτο.

vasilis

Μπόλι

Ύπαρχουν νύχτες που τ' αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι ακόμα.
Υπάρχουν δαίμονες με τη ψυχή στο στόμα.
Υπάρχουν τρόποι χιλιάδες ν' αγιάσεις αν το θες
κάπου δίπλα σε σκουλήκια και αιώνιους ξενιστές.
Υπάρχει χθες· το ζήσαμε και το θυμόμαστε όλοι.
Τις ευχές και τις κατάρες, τις φτιάξαμε μπόλι.
Υπάρχουν μύθοι του βάλτου που ταξιδέψανε μακριά κι ανταμώσαν
μ' άλλες φωτιές και φόβους φιλιώσαν.
Δε κακιώσαν, στιγμή δε προδώσαν, ματώσαν,
όσων είπαν και ακούσαν, το βάρος σηκώσαν.
Παντού απλώσαν αυτό που σου φταίει και σε τρώει,
λόγο αρθρώσαν και πετάξανε μπόι.
Γίνανε κόκκινη αρμάδα κόντρα στον εφησυχασμό σου.
Βούλωσέ το και κατάπιε το σκασμό σου.
Στον καιρό σου σωριάζονται οι φόβοι
κι αδειάζουν οι τόποι και τραγούδια σαν αυτά θεωρούνται τσάμπα κόποι.
Νέοι ανθρώποι από τα αλλότινα του ανθρώπου σκιαγμένοι,
πλανεμένοι, σε ναι και όχι μοιρασμένοι,
κουρασμένοι στον ίδιο κύκλο βαδίζουν,
δεν ελπίζουν, δοξάζουν και βρίζουν,
δεν αγγίζουν, προστάζουν, ό,τι ζουν το αγοράζουν,
όσα είπαν τ' αλλάζουν, τρομάζουν.
Όσοι προδόθηκαν, δόθηκαν ψυχή και σώμα
και μέσα τους το πιο όμορφο υπάρχει ακόμα.

Τι κι αν γεννήθηκαν σκουλήκια από τα πιο όμορφα λόγια,
μείνανε άλλα που φτιάχνουνε λέξεις μετάξι.
Τι κι αν γέμισαν φυλλάδες τα φανφάρικα σόγια,
κάποιοι τρελοί γράφουν για μας κι είναι εντάξει.
Τι κι αν ποτίσανε με μίσος τη ψυχή τους οι βλάκες·
χωρίς τα χέρια μας να θάψουνε φίδια στο χώμα,
η φωτιά υπάρχει ακόμα.

Τι κι αν σπάσαμε τον κώδικα και βρήκαμε το μήνυμα
πολλοί τ' ακούσαν, λίγοι καταλάβαν.
Τι κι αν δειλιάσαν οι μισοί μπροστά στο τίμημα,
υπήρξαν άλλοι που τα ωραία μεταλάβαν.
Γι' αυτούς υπάρχω και για όσους θα έρθουν.
Φτιάχνω οκτάγωνο με πορφυρένιο χρώμα,
γιατί η φωτιά με καίει ακόμα.

Σου 'χω μια όμορφη λύση: τράβα και πέθανε πιο πέρα,
με βρώμικο αέρα και με τον άγιο που θέλει φοβέρα.
Φτιάξτε αμόλυντα μέρη για να κουρνιάσετε γέροι
να μη σας φτάνει του αλήτη το χέρι.
Κι αν δε σ' ακούγεται ωραίο, εμένα ωραίο μου κάνει.
καθένας πλέκει τις στιγμές του στεφάνι.
Άλλος το βάζει όλο χαρά στο κεφάλι του πάνω
κι άλλος τ' αφήνει στο τάφο του πάνω.
Τα χάνω! Ξανακυλάω στα ίδια·
το χέρι βάζω και σε ψάχνω στα σκουπίδια.
Είσαι σε πλήρη αποσύνθεση, βρωμάς σαν ψοφίμι,
εσύ που ήθελες τον κόσμο φτιαγμένο από ασήμι,
βολέψου τώρα στη βρωμιά και στη σαπίλα.
Κάνε φωνή τη πιο μεγάλη σου ξεφτίλα.
Δε σε λυτρώνω, καημένε, απ' την κατάντια σου.
Κάθε πρωί στον καθρέφτη θα βλέπεις τα μάτια σου,
το πιο μεγάλο κενό, έναν κόσμο φτηνό.
Σε κάθε βήμα σου θα συναντάς βουνό·
κι ενώ, σιγά-σιγά θα τελειώνεις,
με ό,τι έφτυνες για χρόνια, θα φιλιώνεις.
Ήταν, λοιπόν, το τελευταίο για σένα φιρμάνι.
Μονάχος γύρισες στα μάτια σου την κάννη.
Και θα σου γίνει κάθε ψέμα σκοτωμένο αίμα στο στόμα
απ' τη φωτιά που υπάρχει ακόμα.

vasilis

Πάμε (Γκουαντανάμο)

Πάμε παρέα, αδερφέ μου, μη κάνεις κράτη.  
Το έχω άχτι να περάσω απ' τον συρμάτινο φράκτη
και τον ήλιο να θαμπώσω για λίγο,
να μη μας πάρουν χαμπάρι όσο θ' ανοίγω και θα πνίγω
στης γης τα ρήγματα, τα πιο όμορφα κρίματα,
ζωής θελήματα, της φτώχειας γεννήματα,
μονάκριβα ποιήματα και δίπλα στα θύματα
η παρέα μου ίχνη αφήνει, και πατήματα
Πάμε...

Υο! Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.

Τρομάξτε τους ήδη φοβισμένους δεσμώτες
με λόγια και νότες κι οι ατσάλινες πόρτες
ραγίζουν κι οι ταπεινοί τα ουράνια αγγίζουν,
δυο πύρινα μάτια και πύργους γκρεμίζουν.
Πάμε...

A Guantanamo in gabbia c' e anche gente innocente,
gente presa a caso che non c' entra niente.
Dove sono i processi? Le prove? I diritti?
Noi non stiamo zitti, non stiamo zitti.

Falso, falso, falso, falso grande capo,
sei un capo solo col fucile puntato.
Non ti rispetta piu nessuno ormai nel mondo.
Guantanamo e la guerra non nascondono il tramonto.
Noi non vogliamo Bush e faraoni predatori,
petrolieri ricoperti di rubini e ori.
Noi non vogliamo Bush che coltiva il terrore -
ultima spiaggia e speranza per restare al potere.
Schiacciati in fondo al mondo come sardine
eppure ancora vedi che l'umanita combatte e vive.
Questo canto vola, oltre oceani e colline
dove un nuovo mondo sorge e per voi c' e scritto: "Fine".

Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.

Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά

How can we free the prisoners of war,
from indefinite detention down in Cuba?
I feel sorry for the innocent ones who suffer,
so we dedicate this one to all world leader.
If you live in a glass house, don't throw stones.
What gives you the right to invade people's homes?
Terrorism is something that we can't condone,
but there is more than one reason why the towers came down.

Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά

Vamos hacer lo imposible
por una vez mas como empieza saga
con un tripulacion puro, la roja armada
que viene de los cinquo orizontes del mundo.
Curaga rodeada de agua
y encima las barreras enredar istorias
nosostros con alas de barro y las palabras amos
libertaremos el fuego en Guantanamo.
 
Je repense aux images des prisons de Guantanamo
Des hommes dans des cages, traites comme des animaux
En detention … loin de Geneve et ses conventions
Certains sont innocents de toutes ces accusations

Faire subir aux autres ce qu'on n'aime pas subir
C'est comme ca qu'ils poussent les terroristes a agir
Je dis Attention !!! Car je sens monter la tension
Ces provocations auront de graves repercussions

Nos dirigeants passent leur temps a semer le vent
Quand vient la tempete, les tours tombent en miettes
Et qui ramassent les pots casses? C'est malheureusement
Nous … toujours nous … encore nous … les innocents

Πάμε, φώναξε σ' όλους πως πάμε,
μιλάμε, αγαπάμε, νοιώθουμε και τα δεσμά τους σπάμε.
Ανταμώνουμε και σ' άλλη γλώσσα μιλάμε,
στου ονείρου την άκρη περνάμε.

Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Non stiamo zitti...
Noi non vogliamo Bush...
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Vamos como pajaros del fuego
en Guantanamo,
libertaramos el fuego
Des oiseaux … volent vers les terres
De Guantanamo … l'ile de l'enfer
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.

vasilis

Πέρασμα στ' Ακρόνειρο

Βρήκα ένα  πέρασμα στ' ακρόνειρο εκτός σεναρίου
και συμμαζεύτηκα εντός ορίου.
Πήρα τα μυστικά μου, έλυσα τα σιωπηλά μου
κι ήρθαν κοντά μου όσα μ' αφήνανε καιρό στη μοναξιά μου
να στοιχειώνω, ν' αντρώνω κι ονείρατα να πυρώνω,
να μεγαλώνω κατάρες και ευχές να πληρώνω.
Κι έτσι, χάθηκε για πάντα η βλακεία από γύρω μας,
τα σκουπίδια βγάλαμε έξω από το σπίτι μας.
Ξεβρώμισαν όλα, πήραν ανάσα μεγάλη.
Οι καθαρές φωνές υψώσαν κεφάλι.
Γίναν βροχή από λεβεντιά, αλήθεια κι αγάπη
πάνω στην ξεραμένη και σκισμένη, απάτητη λάσπη.
Μέχρι τώρα το lowbap έκανε ιχνογραφία
σε μια καρικατούρα ελληνική δισκογραφία,
γελοιογραφία εσχάτου είδους κι απομίμηση  
 - κάλλιο αργά, το πήραμε είδηση.
Τώρα βουτάμε τα πινέλα στο δικό μας χρώμα
κι απ' τα μεσούρανα με τη μπουκιά στο στόμα.
Εμείς οι άτακτοι και χιλιοκολλημένοι
στων αρωμάτων μας τον ήχο μένουμε ταμένοι, οι καημένοι.
Γράψτε κι άλλα, πέστε κι άλλα, δείξτε κι άλλα·  
απ' το πυρόσταμο που βγαίνει, δε μας λείπει στάλα.
Σας έχει κάψει το μυαλό η τρελοπαρέα από το Πέραμα
που στην άκρη του ονείρου βρήκε πέρασμα.

Βρήκαμε πέρασμα εκτός σεναρίου
και καταλάγιασε για λίγο ο θυμός μας
και ξαναφτύσαμε στα μούτρα αυτού του κόσμου του αστείου
φωτιά μέσα απ' τα σωθικά και το μικρόφωνό μας.
Βρήκαμε πέρασμα σ' ένα τόπο που δε ξέρετε,
εκεί που κρύβονται τα πιο τρελά σαλέματα.
Ψέματα αφήσαμε στον λήθαργο να χαίρεται
που έχει γλυτώσει απ' τα δικά μας τα μπερδέματα.

Μπήκα σε πέρασμα απρόοπτο εκτός σεναρίου,
σκισμένη, χάρτινη μια πόρτα σε σελίδα βιβλίου.
Κι ενώ υπνωτίστηκα στο λίκνο της πληθώρας του απείρου,
ισορρόπησα μονάχη στην άκρη του ονείρου.
Και είδα τότε μπροστά μου όσα ήταν πάντα μπροστά μου,
όσα απέφευγα ή έφευγα πριν χάσω τα μυαλά μου.
Να που τώρα, την πιο κατάλληλη ώρα,
μέσα απ' του μύθου τη χώρα κι από του ύπνου τη φόρα
"προχώρα" μου 'πε μια παρέα από την τρέλα πιο ωραία,
"πάμε, για πράγματα σπουδαία κι ακραία",
σα μια κιθάρα σπανιόλα που πάει κόντρα σ' όλα
και τη ψυχή μου σιγοντάρει· επιτέλους, ξεκόλλα
απ' τη μιζέρια σου, τη μικροσκοπική φωνή σου.
Φτιάξε το κόσμο σου ανοιχτόκαρδο και πέσε, κοιμήσου,
θυμήσου τον ίδιο δρόμο περπατήσαμε,
αλλά στο τέλος από άλλη άκρη βγήκαμε, κοίτα με,
γεννιέμαι πάλι κι αφήνομαι, ντύνομαι
τα λόγια μου και τη ζωή μου, δίνομαι
στη μουσική και μ' όσα έχω κλείνομαι κι αμύνομαι,
για όλα και για τίποτα ευθύνομαι.
Θα γίνομαι στάχτη, θα 'μαι λουλούδι κι αγκάθι.
Μέσα στ' ακρόνειρο θα βρίσκω να σου φέρνω χρυσάφι,
για να το θάβεις πιο βαθιά στο πουθενά,
μα θα στο φτιάχνω τραγούδι ξανά και ξανά.
 
Βρήκα ένα πέρασμα εκτός σεναρίου
κι έγραψα λόγια καινούρια να το γιορτάσω.
Ζήτησα απ' το όνειρο ν' αντέξει ως τη δύση του ηλίου
κι όταν νυχτώσει στο Πέραμα θ' αράξω.
Φτιάξαμε πέρασμα στενό κι απόμακρο
που κάνει κύκλους στο μυαλό μας πριν να φτάσει,  
να ξαποστάσει για λίγο εδώ στ' ακρόνειρο
απ' της φωτιάς τη φέξη ως τη χάση.

vasilis

Ένα Jam για το Μάγο

Ψάξε να βρεις μικρή φωτιά μέσα στ' απέραντο σκοτάδι
Ψάξε, τάξε τα σμύρνα κι ο χρυσός δεν αρκούν, το αίμα σου στάξε.
Στάξε πάνω στις πέτρες, στα δέντρα, στη βροχή· γι' αρχή
πες ένα ξόρκι για του δάσους την ψυχή.
Καλή εποχή, ζεστή βροχή, φεγγάρι μου κουρασμένο,
μισαναμένο, στα σωθικά της νύχτας περιμένω.
Mόνο σκιάζομαι λίγο κι ανασαίνω κάτω απο φύλλα βρεγμένα.
Λογικά μου χαμένα, φυλάξτε δρόμο στα κρυμμένα
κι εμένα κάπου στα λυκοπερπατημένα κι άγνωστα μέρη
που όποιος ξέρει, προσέχει πάντα τι θα φέρει.  
Όσα φέρει, κι όσα μπορεί κι όσα αντέχει το πετσί του,
μαζί του, τ' αγρίμια κορμί του, τα πουλιά όρασή του.
Γι' αυτό κράτα, ρε· βλέπω στο βάθος μια φλόγα μεγάλη.
εγώ είμαι εντάξει, αντέχω ως του βουνού το κεφάλι.
Μη πάει χαλάλι το τραγούδι που του φτιάξαμε·
θα το πάμε στο μάγο όπως του τάξαμε.

vasilis

Βγάλε την  Πρίζα

Αναρρώνουν, αφού γεννήσαν οι λεχώνες  
συνωμότικούς, τηλεοπτικούς, μοντέρνους κανόνες.
Δημοκρατία εκπαραθυρώνεσαι με καμάρι,
θάβεσαι μόνη σου - μ' αυτό που έσπασες φτυάρι.
Γελοία ανθρωπάκια, μιζέρια κεράστε με·
υπνωτισμένο βγάλτε με στο γυαλί και δικάστε με.
Αξιότιμοι κύριοι, κορίοι και νενέκοι
φέρτε μαλλί στην παρακμή που το μέλλον μας πλέκει
και μας εμπλέκει, μας φτιάχνει επικεφαλίδα,
μας βλέπει σαν απόστημα και σαν παρανυχίδα.
Δασκάλοι μη ξεχάσετε, δικηγόροι μη δειλιάσετε
μικρές φωνές μη σωπάσετε.
Μη μονιάσετε οι τρελοί με τους απ'έξω που χάνονται
στο τίποτα και δεν αισθάνονται.
Μη πεθάνετε· τέρμα πια τα χατήρια.
Μη δίνετε άλλο αίμα στα τηλεοπτικά βαμπίρια.
Βγάλτε τη πρίζα ρε, βγείτε έξω και ζήστε,
μαζέψτε όμορφα, βρείτε κουράγιο και μιλήστε
και μυρίστε, είναι ψεύτικος για άλλη μια φορά ο καπνός.
Η φωτιά ζει σε περάσματα κρυφά, ευτυχώς.
Δεν είναι οπερέτα και μπουλούκι σαλταδόρων,
λουμπεναριό σε παράδοση άνευ όρων,
ούτε απροκάλυπτη συχνοπαραθυροφιλία
ούτε πνιγμένοι Νεοέλληνες απ' την τρομολαγνεία.
Γλυκειά δημοκρατία, μην εκδικείσαι.
Βρώμικος, μη γίνεις, καφενές· μην αρνείσαι
τη πιο βαθιά σου και αιώνια ρίζα.
Κινήσου πρώτη και βγάλε την πρίζα.

Βγάλε την πρίζα - ρίξε ασβέστη στη ρίζα.
Κάψε της ψυχής σου το μπάτσο.
Βγάλε τη πρίζα - να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.
Λύτρωσε τον παλιάτσο.
Βγάλε την πρίζα, μας βγάλαν νόμιμη βίζα
για του φόβου τη γιάφκα.
Βγάλε την πρίζα - μια τελευταία ευκαιρία
πριν μας τελειώσουν μαλάκα.

Television in the mornin', afternoon, and evening,
winter, summer, autumn and spring.
Twelve months in the year they do the same thing,
they let the television control the life, their living.
I think some people are scared to face reality,
so they spend all their life in front the TV.
For a man like me, it's so sad to see,
so me come to free the world with musical energy.
Turn off your TV and pull the plug out of the socket.
These are serious times, peopl' you better watch it.
There's pollution in the air and it's destroying the planet.
So, what can we do right now to try and stop it.

Κλεμμένη μας συνείδηση έγινες είδηση,
βολικό έγινες θέμα για συζήτηση.
Πλέκεις για λίγο την ίδια με τους φασίστες τριχιά,
κρεμάς πριν δικάσεις, πριν ακούσεις μιλιά.
Μη σπάσεις, μικρή αιρετική μου σανίδα,
θα πέσω πάνω στη φανταστική τους πυραμίδα.
Κι ό,τι κι αν είδα, κι ό,τι κι αν ένιωσα
χωρίς να μιλήσω, θα 'ναι σα να το παρέδωσα.
Ποτέ δεν ενέδωσα στην αστική τους ανία,
ούτε για μια στιγμή δε σκιάχτηκα απ' την τρομολαγνεία
που σκορπούσαν παντού επαγγελματίες κινδυνολόγοι.
Ακόμα αντέχω· ψάξε υπάρχουν χίλιοι λόγοι.
Βγάλε την πρίζα και σύρσου χάμω
απ' τους συρμάτινους φράκτες του Γκουαντανάμο.
Βγάλε την πρίζα του φωτεινού τους ουρανού,
μίλα με τους Ζαπατίστας με σήματα καπνού.
Βγάλε την πρίζα, το κακό έχει ρίζα.
Βγάλε την πρίζα να σκοτεινιάσει η μαρκίζα.

vasilis

Νιόβγαλτο Ψέμα

Σε ποιον να μιλήσω, που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να  σκαρφαλώσω, να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.
Βαρυγκομιά μου, τράβα και χάσου μακριά μου·
κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε και τι είναι νεκρό
Μικρή θωριά μου, έτρεχες πάντα και στεκόσουν μπροστά μου,
μου έκανες νόημα να 'ρθω στα σκοτεινά να σε βρω.
Κι ήμουνα εκεί κάθε στιγμή - μίλα κελί μου· με τη πνοή μου
στα ψηλά ντουβάρια μέρες σου χάραζα.
Η γη μου κι η θάλασσα γίναν φωνή μου,
σημάδια στα περάσματα ποτέ δεν άλλαζα.
Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα,
και γελούσα, χιλιοκάλεστη μούσα απ' όλα απούσα.
Περίμενα, σκεφτόμουν, δε μιλούσα,
μα σε μικρούς έταξες πανάκριβα λούσα
και μασήσαν, με τους πολλούς δυστηχήσαν·
είναι μ' αυτές τις δυνατές φωνές εκεί έξω,
που σιγήσαν απ' τη λάβα του φόβου λιγήσαν.
Μα εγώ μου έταξα πως θα 'μαι εδώ και θ' αντέξω.
Κάλλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω,
απ' το κελί μου να ζηλεύω ελεύθερα πουλιά·
δε προβλέπεται, αδερφέ μου, εγώ ν' απέχω,
θα ξεδιψάσω μ' όποιον μείνει για τη στερνή γουλιά.
Μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν.
Μ' έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δύο,
ένα κομμάτι μου πήγε κι εκείνο στα χαμένα,
κοιτούσα αλλού, ντρεπόμουνα να ακούσω αντίο.
Σε ποιον να μιλήσω που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να  σκαρφαλώσω να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω, αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να 'βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.
Τη μοναξιά μού τη θυμίσαν οι πολλοί
κι ότι είμαι μικρός, εκείνοι που δε ξέρω.
Τη τρέλα μου τη σιγοντάραν οι τρελοί
κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρω.
Και τώρα σε ποιον να μιλήσω, σε ποιον να τα πω
Ποιος αντέχει να πεθάνει γι' αυτά που πιστεύει
Ποιος είδε τα χνάρια μου σ' αυτή την ατραπό
Ποιος είδε τ' όνειρό μας το παλιό να κυριεύει
Ποιος ήρθε να με δει στη φυλακή μου,  
να με τραβήξει απ' τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα
Ποιος ήταν εκεί στη μια κι ανέγγιχτη στιγμή μου
Μεγάλο θέμα, μεγάλο θέμα...

vasilis

Όταν Βρέχει να τ' Ακούς

Φίλε μου, θρονιάστηκες πλάι στο δέντρο τους τ' αρίζωτο
με λόγια καλοπλασμένα.
Κέρδισες, κατάφερες το απίστευτο,
έσβησες χρόνια πυροθρεμμένα.
Καλό ταξίδι στα όνειρά σου τ' αφύτευτα
και στης ψυχής σου τα χιλιοζήλευτα.
Χίλιες κρυψώνες να 'χεις να ξεχνάς.
Μη λιγώνεσαι, θα γίνεις ό,τι θες, μην αγχώνεσαι.
Είδες τ' ασύγκριτα σε καιρούς φοβισμένους.
Μόνο την αλήθεια να καρπώνεσαι,
γεννήθηκες να 'σαι στους κερδισμένους.
Εκείνους με τ' ανάλαφρα  χνάρια
που λοιδορούν τα σφαχτάρια.
Χίλιες αγάπες να' χεις να ξεχνάς.
Φίλε μου, πάνω στο χαμό δε σου 'πα χαιρετίσματα
απ' το δέντρο μου το λατρεμένο,
από το μάγο και απ' της βροχής τα ξεχειλίσματα
στο φράγμα, το ξωτικό το λαβωμένο.
Τους είδα μες στα ονειροπαλέματα,
τους είπα ψέμματα για σένα, τα ίδια ψέμματα,
αλλά εσύ χίλιες αλήθειες να λες για να ξεχνάς.
Φίλε μου, εγώ ακόμα τραγούδια φτιάχνω,
τραγούδια λέω κι επειδή γουστάρεις τη βροχή...
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, φτιάχνει τα χρώματα.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, φέρνει κι αρώματα.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, γυρίζει θύμισες.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, και κοίτα γύρω σου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, γύρε στο μύθο σου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς, και χαμογέλα μου.
Βάλτο, όταν βρέχει να τ' ακούς...

vasilis

Κυνήγι Μαγισσών

Βγήκες κυνήγι γι' άλλη μια φορά
μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.
Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά
κι απ' τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.
Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,
τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.
Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως
στην πιο μεγάλη νύχτα.

Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,
γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα
που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,
αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.
Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,
καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη
με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,
που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη
να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,
τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ' αεροπλάνα,
και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.
Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα
και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.
Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,
μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.
Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,
αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,
κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου
ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.
Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να 'ναι τα παιδιά σου.
Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.
Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη
και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι
από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια
που 'χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια
και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου
που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.
Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,
θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,
κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,
στη πιο μεγάλη νύχτα.

vasilis

Εμείς κι οι Άλλοι

Το νου σας όσοι διαλέξατε δρόμο δικό σας,
εμείς μοιράσαμε ήδη το μερτικό σας
επικρατούσας τάξης η μεγάλη ιδέα
στεφανώθηκε το χάρο και τα αισθήματα αμοιβαία.
Τα μάτια δεκατέσσαρα, κρατάμε πισινή
όσοι τρυπώσαμε στη μάζα παρακατιανοί,
χέρια μεγάλα, μικρά μυαλά συνδεθήκαμε,
στα σύνορα της σκέψης αυτοαπαγορευτήκαμε,
αμπαρωθήκαμε κι αφήνουμε έξω τον καθένα
που δε φέρει κανένα απ' όλα τα καθιερωμένα,
τα κοινά τα χαρακτηριστικά, βιαστικά - βιαστικά
γίναμε ένα καταναγκαστικά.
Και βγάλαμε χρησμό από μαντείο αυθεντία
πως είναι η ράτσα η πρωταρχική αιτία.
Είδωλα χρυσά προσκυνήσαμε στα όπλα
και ξαναγράψαμε καθάρια τα πιο βρώμικα κόλπα.

Βουνά και κάστρα από βιβλία χρυσοντυμένα
κι άλλοι για μια τους λέξη μόνο φτύνουν αίμα.
Τελετές και προσκυνήματα εμείς κάτω από τ' άρματα
κι άλλοι κατάρες για ψωμί, νερό και φάρμακα.
Στα ράφια για μας το δίκιο με δόσεις
κι άλλοι δικάζονται σε ζωντανές μεταδόσεις.
Εμείς ξορκίζουμε τύψεις με παρακάλια
κι άλλοι φορτώνονται τα λάθη μας τσουβάλια.

Για όσους μιλάνε δυνατά για πράγματα που 'ναι καλύτερο ν' αλλάξουν,
φυλάμε κακό μπας και την ψάξουν
και βρουν την άκρη· αν δε τη βρουν, κάποιοι τρελοί θα τη φτιάξουν
ή θα το κόψουν το νήμα ή θα το σκάψουν
το κορμί τους για όσους θυμούνται τ' αλλότρια,
τα μακρινά και παράταιρα και γυμνώνουν τα εσώτερα.
Για όσους νοιώθουν πως έχουν έρθει από αλλού
πως ταξιδέψαν και κλέψαν τη μυρωδιά κάτι παλιού,
θαμένοι ξανά πριν από κάμποσα χρόνια  
τους λέμε σκιές κι ας αλωνίζουμε στ'αλώνια
τα μαρμαρένια με πικροδάφνες και ζαχαρένια,
παραφουσκώνουμε κεφάλια αχυρένια.
Δε βαριέσαι, πάντα υπάρχει μια γωνιά δικαιολογίας
να στοιβαχτούν απωλεσθέντα ιστορίας.
Για να πατσίσουμε δυο αλήθειες σε βιβλίο σχολικό,
στον πάγο κρύβουμε καλά το γλυκό.

Στην ίδια μοίρα όσοι αφήνουν πίσω τους σημάδια,
γι' αυτούς τους άπιστους φροντίζουμε μ' αγκάθινα χάδια
για μια αφίσα, για μια χωρίς άστεγους πόλη
φτιάχνουμε πρόσωπα ίδια με πούδρα και βιτριόλι.
Για τους αμάχους που με θράσος δε μπαίνουν στον κύκλο,
θα βρούμε θέση μπροστινή σε κάποιο τσίρκο
παρακρατικό, με τέντα ανθρωπισμού ορθολογική,
τη πορφυρή μας τη χλαίνη απλά τη βάψαμε χακί.
Για όσους δειλούς έτσι τους λέμε αντιρρησίες
που σπείραν αμφιβολίες σε χωράφια αυθαιρεσίες,
βαριά είναι η ποινή για να μας βγάλει μαλάκες,
αφού πετάνε βλαστάρια ό,τι σκεπάζουν βλάκες.
Γι' αυτούς που τράβηξαν καινούριο, πρωτοδιάβατο δρόμο,
το καλοκαίρι θα περάσουμε το νόμο·
άλλοθι ξεδιάντροπο, μια νεογέννητη χίμαιρα
στις δημοσιές και τα καταμεσήμερα.


Ανθρώπινη Συμφωνία
Ξεμείναμε πάλι μόνοι στα γνώριμα και τα ξένα,
παρέα με δέντρα στοιχειωμένα και λιθάρια ριζωμένα
σ' ένα στούντιο στη μέση μιας μεγάλης κοιλάδας,
μακριά από το κλουβί της αλλοπαρμένης Ελλάδας·
χωρίς sampler και κουτιά να στρώνουν μουσικό χαλί,
χωρίς μπάσο και beat και των οργάνων τη βολή.
Πολυφωνία - κακοφωνία σε μια παράξενη αρμονία
που βγάζει μόνο του ένα στόμα ανθρώπινη συμφωνία,
χάρη στον Adam, τον ξωτικόφιλο ηχολήπτη,
βρίσκουνε χώρο εδώ τα scratch χωρίς πικάπ και μίκτη.
Δύο λογάκια μόνο φτάνουν να δέσουν κομμάτι,
μια μούσα κλείνει το μάτι σ' ένα συνθέτη ακαμάτη.
Low bap γινάτι πάνω στ' ακρόνειρου το πέρασμα.
Στο ίδιο ταξίδι, Twinpeaks και Πέραμα.
Freestyle κέρασμα σ' όσους πήραν τους δρόμους
για να φιλιώσουν τους πιο παράξενους κόσμους.


Στερνό
Βρήκα ένα πέρασμα στο ακρόνειρο εκτός σεναριού
και καταλάγιασε για λίγο ο θυμός μου
κι έγινα άρνηση δισύλλαβη εκτός ορίου,
άλλαξε ο προορισμός μου, πνίγηκε ο αντίλαλος μου.
Βρήκα ένα πέρασμα στου κόσμου μου τ' ακρόνειρο
κι έφτυσαν όλη τη σκουριά τα φυλλοκάρδια μου,
πρόλαβα κι έκλεψα ζερβή ματιά πριν τ' όνειρο
κι είπα να ζήσω, τώρα πια, και με την άδεια μου.

vasilis

ACTIVE MEMBER
:: Το Μεγάλο Κόλπο ::

ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Κοιτάω ξανά τριγύρω και όλα μοιάζουν ξένα
και να τα αγγίξω δε μπορώ είναι καλά κρυμμένα
κοιτάω τα σύννεφα και σκέφτομαι ταξίδια
μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στη ψυχή μου είναι ίδια.
Γι’  αυτό τα μάτια χαμηλώνω προς τη γη
και σε καλό μου πάλι να μου βγει
γιατί κι αυτό το χώμα τώρα που πατάω
δε φταιω εγώ δε μ’  έμαθαν να τ’  αγαπάω.
Μονάχα σύμβολα τριγύρω και εικόνες
μασόνοι στο σκοτάδι να στήνουνε κανόνες
μια έμμονη ιδέα και μια φοβία
μήπως ποτίσει το μυαλό μου με στημένη βία.
Λόγια πολλά και δεν αντέχω πια
που είναι η πατρίδα μου εκείνη η γλυκιά
που έχει στη πέτρα χαραγμένο λεει το φως
λες να την ξέχασε για πάντα ο θεός.
Και νιώθω πρόσφυγας εδώ που έχω γεννηθεί
σα τους προγόνους μου εδώ έχω στηθεί
για να ξεπλύνω τύψεις και υποσχέσεις να εκπληρώσω
πόσο ακόμα θα πληρώσω.

 

Έχω σημάδια προσφυγιάς και το γλυκό φιλί γιαγιάς στο μέτωπό μου.
Έχω τον πόνο αδελφό και ένα όνειρο κρυφό για φυλακτό μου.
Κάτω απ’  τον ήλιο χωρίς φως για μένα γκρίζος ο ουρανός

κι όμως υπάρχω.
Παίρνω κουράγιο τραγουδώ, για όλα αυτά που αγαπώ

χωρίς να τα’ χω.

 

Όλα κρατάν καλά κι ο πόνος μεγαλώνει
κι ο φόβος το όνειρό μου συνέχεια πληγώνει
κάνοντας ακόμα πιο βαριά τη μοναξιά μου
στον τόπο αυτό που δανεική είναι κι η χαρά μου.
Στο τόπο αυτό που τα δάκρυα μοιάζουν δώρα
και σκεπασμένη μένει η αλήθεια από το τώρα
ακούω πολλούς να νοιάζονται για μένα
μα όλα τα λόγια πάντα μένουνε θαμμένα.
Γιατί οι σκιές είναι τριγύρω μου πολλές
να βασανίζουν το μυαλό μου με το χθες
γνωστές εικόνες παλιές ελπίδες
μητέρα η πατρίδα κι ας μην την είδες.
Κι ας μη σ’ αγκάλιασε ποτέ κοντά της έλα
κλείσε τα μάτια στα χτυπήματα και γέλα
είναι ιερός μας λένε πάντα ο σκοπός
και για να νοιώσουμε το φως.
Πρέπει να κάνουμε συνέχεια υπομονή
για ένα μέλλον λεει καλό που θα φανεί,
μα τους βαρέθηκα όλους που να’  ναι ο θεός,
λες να’ ναι πρόσφυγας κι αυτός.

vasilis

ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Ξύπνησα κι ουρλιάζοντας βγήκα στη βροχή
χωρίς να ξέρω που πάω κι αυτό είναι μόνο η αρχή
από έναν εφιάλτη που τα τελευταία βράδια
μοιάζει με φως δυνατό μέσ' τα σκοτάδια.

Τέσσερις τοίχοι λεει και εγώ πεσμένος κάπου εκεί
παρά τον πόνο όμως δε μοιάζει αυτό με φυλακή
γλυκές σειρήνες και οι θόρυβοι γνωστοί
λίγο ψύχρα και οι τοίχοι να ’ ναι υγροί.

Σφιχτά δεμένος και αίμα να χάνω
και σε μια οθόνη αναμμένη από πάνω
να μου περνάνε ό,τι σιχαίνομαι μπροστά μου
ν’ ακούω γέλια απάντηση στα δάκρυά μου. Κι οι σκιές ασπροντυμένες λεει κι αυτές
να ’ ναι τριγύρω μου με ονόματα απ’ το χθες
κι όχι να μου λένε δεν είμαστε οι τύψεις
είμαστε όλα αυτά που προσπαθείς καιρό να κρύψεις.
Και να γελάνε δυνατά μέσα στ’  αφτιά μου
βαμμένες με το αίμα μου να στέκονται μπροστά μου
κι εγώ να θέλω να λυθώ και να πετάξω
και δυνατά να ουρλιάξω.

Κι ύστερα αρχίζουνε να καίνε τα δεσμά μου
και στην οθόνη να περνάνε τα χαμένα όνειρά μου
κι είναι πολλά αυτά που βλέπω μέσα εκεί
και σαν υπότιτλοι περνάνε όλα τα λόγια που ’χα πει.
Και λίγο λίγο με ζυγώνει προς το τώρα
όχι δεν θέλω να ξέρω δεν ήρθε ακόμα η ώρα
το μέλλον με φοβίζει, δε θέλω να το δω
χτυπάω να σπάσω τα δεσμά μου να φύγω να λυθώ.
Όμως, τότε οι φωνές γίνονται λεει πιο δυνατές
και τριγύρω μου χορεύουν και γελάνε οι σκιές
το δωμάτιο μικραίνει και οι τοίχοι σιγοκλείνουν
κι οι ρωγμές φωτιά παντού να φτύνουν.

Χρώματα πολλά τριγύρω μου ν’ αλλάζουν
παλιές μορφές να με τρομάζουν
ν’ ακούω κλάματα λεει κάτω από τη γη
να θέλει λεει η ψυχή από το σώμα μου να βγει.

Να φύγει απ’  τη φωτιά και αγκαλιά λεει με το φως
να ταξιδέψει όπου διαλέξει ο θεός
όμως αργεί λες και κάποιος τη κρατά
και τότε ουρλιάζω δυνατά.

228 Επισκέπτες, 0 Χρήστες